Στις 16 Σεπτέμβρη και μετά από «πρωτοβουλία» της ομάδας του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία) στο Ευρωκοινοβούλιο πέρασε με μεγάλη πλειοψηφία (535 υπέρ, 66 κατά και 52 λευκά) ένα ψήφισμα με αφορμή τα 80 χρόνια από την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου με την ονομασία « Η σημασία της μνήμης για το μέλλον της Ευρώπης». Το ψήφισμα υποστήριξαν το Λαϊκό Κόμμα, οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι, οι Φιλελεύθεροι και οι Συντηρητικοί Μεταρρυθμιστές.
Το ψήφισμα… αποκαλύπτει πως η έναρξη του Β’ ΠΠ οφείλεται στη Συνθήκη μη επίθεσης μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και ναζιστικής Γερμανίας, γνωστό και ως σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, στις 23 Αυγούστου του 1939 και ζητάει να στηθεί μία «άλλη» δίκη της Νυρεμβέργης καθώς όπως μας… πληροφορεί «παρά το γεγονός ότι τα εγκλήματα του ναζιστικού καθεστώτος ολοκληρώθηκαν και τιμωρήθηκαν με τις δίκες της Νυρεμβέργης, εξακολουθεί να υφίσταται επείγουσα ανάγκη για ευαισθητοποίηση, ηθική αξιολόγηση και νομική διερεύνηση (σ.σ.) των εγκλημάτων του σταλινισμού και άλλων δικτατορικών καθεστώτων», εννοώντας τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης.
Η παραχάραξη της ιστορίας και η εξίσωση του κομουνισμού με τον ναζισμό αποτελούν την ιδεολογική και πολιτική βάση των δυνάμεων του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος για την ολομέτωπη επίθεσή τους απέναντι στην εργατική τάξη και τους λαούς σε ολόκληρο τον κόσμο και την Ευρώπη. Και αυτή η επίθεση δεν εκδηλώνεται μόνο με ψηφίσματα όπως αυτό το κατάπτυστο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου εκτός των άλλων το ψήφισαν και τα δύο τρίτα της «Προοδευτικής Συμμαχίας» του «αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ (Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι), αλλά και με αντεργατικούς αντιλαϊκούς νόμους, με κρατική καταστολή, με απαγορεύσεις κομμουνιστικών κομμάτων και οργανώσεων, με δίκες κομμουνιστών (Δίκη Μονάχου της ATIK), με επεμβάσεις που αιματοκυλούν λαούς και κομματιάζουν χώρες. Ταυτόχρονα, οι ιμπεριαλιστές της Ευρώπης αναζητούν και μέσα από τέτοια ψηφίσματα την «συγκολλητική ουσία» που ενώνει την ΕΕ μέσα σε μία περίοδο που το Brexit απειλεί το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα».
Η ΕΕ της φτώχειας και της ανεργίας έχει ανάγκη να υψώσει ένα ιδεολογικό και πολιτικό τείχος ανάμεσα στους εργαζόμενους και την κομμουνιστική ιδεολογία και πολιτική, καθώς πολύ καλά γνωρίζει όταν οι αντιδράσεις, οι αντιστάσεις και οι διεκδικήσεις του κόσμου της δουλειάς «συναντηθούν» με τους κομμουνιστές, τότε το μίγμα γίνεται επικίνδυνο για το σύστημα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Στην κατεύθυνση αυτή, μάλιστα, το σχετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «καλεί τα κράτη-μέλη να εορτάζουν την 23η Αυγούστου ως ημέρα Ευρωπαϊκής Μνήμης… και να αυξήσουν την ευαισθητοποίηση της νεότερης γενιάς, εντάσσοντάς την στα προγράμματα σπουδών και στα διδακτικά βιβλία όλων των σχολείων της ΕΕ». Αποκαλύπτουν και οι ίδιοι ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ακόμα αντικομμουνιστικό ψήφισμα, αλλά σε μία σχεδιασμένη διαδικασία η οποία έχει μεγάλο βάθος και έκταση στους στόχους της και ιδιαίτερα στη «διαπαιδαγώγηση» της νεολαίας.
Στο σημείο αυτό μία αναγκαία παρένθεση για τις ψήφους των Ελλήνων ευρωβουλευτών που χρειάζεται «ειδική» ανάγνωση. Στο σύνολό τους μόνο δύο υπερψήφισαν (Ασημακοπούλου από ΝΔ και Φράγκος από Βελόπουλο), τρείς (από τους έξι του ΣΥΡΙΖΑ) μαζί με Ν. Ανδρουλάκη από ΚΙΝΑΛ και η Μ. Σπυράκη από ΝΔ (!) καταψήφισαν, ενώ οι υπόλοιποι είτε έκαναν αποχή (μεταξύ τους και τρείς του ΣΥΡΙΖΑ, ο Κούλογλου δήλωσε ότι εάν ήταν παρών θα καταψήφιζε) είτε ψήφισαν λευκό. Μάλιστα, οι ευρωβουλευτές της ΝΔ δέχθηκαν ένα μπαράζ επιθέσεων στην Ελλάδα από ακραιφνείς αντικομμουνιστές για τη στάση τους στην ψηφοφορία, είτε με άρθρα είτε με μηνύματα στα λεγόμενα social media. Η στάση των ευρωβουλευτών της ΝΔ δείχνει ότι χειρίζονται το ζήτημα αυτό με προσοχή, έχοντας πρώτα και κύρια στο μυαλό τους το εσωτερικό της χώρας, όπως έκαναν και πριν μερικά χρόνια σε ανάλογο αντικομμουνιστικό ψήφισμα. Η ηγεσία της ΝΔ θεωρεί ότι μπορεί να εντείνει την αντεργατική-αντιλαϊκή της επέλαση ενάντια στον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία χωρίς να κάνει τον αντικομμουνισμό «επίσημη» κυβερνητική, κρατική και κομματική ιδεολογία και πρακτική, αλλά να αποτελεί επικουρική δύναμη επίθεσης που θα προέρχεται είτε από στελέχη της (Γεωργιάδης, Βορίδης κ.ά.) είτε από προπαγανδιστικούς μηχανισμούς (ΜΜΕ), ιδρύματα και διανοούμενους του συστήματος. Θεωρώντας ότι ακόμη είναι νωρίς για μία απευθείας αντικομμουνιστική επίθεση που θα δημιουργούσε σοβαρό αντιπερισπασμό σε μία χώρα που ο λαός της, παρά τις οπισθοχωρήσεις και τις ήττες που έχει υποστεί το εργατικό και λαϊκό κίνημα, έχει ακόμη και μνήμη και πολιτικό κριτήριο. Από την άλλη, ο αντικομμουνισμός μπαίνει στην υπηρεσία του συστήματος όποτε «απαιτηθεί» και δεν είναι καθόλου τυχαίες οι τελευταίες ανακοινώσεις της ηγεσίας της ΓΣΕΕ σχετικά με την απεργία της 24ης Σεπτεμβρίου που είχαν αρκετά ισχυρές δόσεις.
Από την άλλη μεριά, για όσους από τους εργαζόμενου και τους νέους καταφέρουν στις μέρες μας και ξεπεράσουν το προπαγανδιστικό αντικομμουνιστικό τείχος που έχουν στήσει οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του συστήματος, πρέπει να δημιουργηθεί η βάση για την ποινική τους δίωξη, τις απαγορεύσεις και το κυνηγητό από τις δυνάμεις καταστολής. Και αν σε μία σειρά χώρες της Ευρώπης όπως αυτές του Βίσεγκραντ, οι κομμουνιστές και οι οργανώσεις τους έχουν με νόμους απαγορευτεί, είναι στην παρανομία και υπόκεινται διώξεις, στις υπόλοιπες χώρες η κάθε μία στήνει τη δική της πολιτική βάση για τις διώξεις των αγωνιστών του εργατικού, επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος με διάφορους τρόπους και μορφές. Σε άλλες περιπτώσεις έχουμε ένταξη των επαναστατικών κομμουνιστικών οργανώσεων σε λίστες τρομοκρατών, ενώ σε άλλες περιπτώσεις έχουμε σαν πολιτική βάση το επιχείρημα ότι η επίκληση της πάλης των τάξεων και η επαναστατική προοπτική αποτελούν κάλεσμα σε βία και διασάλευση της έννομης τάξης. Το αντικομμουνιστικό ψήφισμα του ευρωκοινοβουλίου -να το χαίρονται όσες δυνάμεις της αριστεράς στη χώρα μας συμμετείχαν στις ευρωεκλογές, ενάντιά του «φυσικά»- είναι ενταγμένο στην κατεύθυνση να δημιουργηθεί ένα ενιαίο πολιτικό πλαίσιο αλλά και να συγκροτηθεί μια «νομική βάση», έτσι ώστε η κομμουνιστική ιδεολογία και πολιτική να χαρακτηριστεί ως εγκληματική. «Ο κομμουνισμός είχε εκατό εκατομμύρια θύματα» κραυγάζει στο πρωτοσέλιδό της η «ΕΣΤΙΑ» και τι πιο… φυσικό οι υποστηρικτές του κομμουνιστικού κινήματος να διωχθούν γιατί υπερασπίζονται μία εγκληματική ιδεολογία, καθώς ο «ξενοκίνητος κομμουνιστικός κίνδυνος» δεν αποτελεί πλέον ισχυρό στήριγμα της προπαγάνδας του συστήματος.
Το κατά πόσο οι δυνάμεις του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη θα κάνουν «επίσημη» πολιτική τους τον αντικομμουνισμό δεν είναι κάτι που εξαρτάται αποκλειστικά από αυτές και τις στοχεύσεις τους, αλλά είναι υπόθεση που θα κριθεί στο επίπεδο των πολιτικών-ταξικών συσχετισμών, όσο αρνητικοί και εάν είναι σήμερα για τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις. Το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα δεν έχει λόγο ύπαρξης έξω από την σχέση του και τη σύνδεσή του με την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους συνολικά, καθώς και η πάλη των εργαζόμενων δεν είναι ισχυρή και με απελευθερωτική προοπτική έξω από την σχέση της με το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα. Αυτοί οι πολιτικοί-ταξικοί δεσμοί μπορεί να υποχωρήσουν, να δεχτούν σοβαρά πλήγματα και όχι μόνο από τον ταξικό αντίπαλο, δεν μπορούν όμως να εξαφανιστούν ακόμα και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, από διώξεις και μηχανισμούς προπαγάνδας περί «τέλους της ιστορίας», καθώς υπάρχει μία αντικειμενική κατάσταση που συνεχώς τους τροφοδοτεί και τους ενισχύει: το βάρβαρο καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα που σαπίζει και μέσα στην κρίση του απειλεί την ανθρωπότητα με έναν σύγχρονο μεσαίωνα εξαθλίωσης και καταστροφής. Αυτός είναι ο πραγματικός ένοχος, ο υποκινητής και ο εγκληματίας που πρέπει να δικαστεί σε μία νέα «δίκη της Νυρεμβέργης» που δεν θα έχει στρατοδίκες για δικαστές, αλλά την εργατική τάξη και τους λαούς που θα αποφασίσουν για την τύχη του, στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας, για να ζήσει η ανθρωπότητα την πραγματική της ιστορία, έξω και μακριά από την προϊστορία της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.