Είναι κοινή και προφανής η διαπίστωση ότι ο λαός, η νεολαία, η εργατική τάξη στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν είναι ακόμα σε θέση να απονομιμοποιήσουν την εκλογική διαδικασία στο πλαίσιο του συστήματος. Δεν έχουν φτάσει ακόμα στο επίπεδο, από αντικειμενική άποψη, να «προσπεράσουν» τις εκλογές, να γυρίσουν την πλάτη τους στα μεγάλα αστικά κόμματα.
Φυσικά, στα μάτια των επαναστατών, των κομμουνιστών, των πρωτοπόρων, η εκλογική διαδικασία για το σύστημα αποτελεί έναν από τους όρους για την εξασφάλιση της αστικής κυριαρχίας και αναπαραγωγής. Εξασφάλιση που, χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες, προωθείται με μέσα και μορφή που ούτε καν δημοκρατικοφανή επίφαση έχουν. Ουσιαστικά αποτελεί μια συντεταγμένη, οργανωμένη προσπάθεια νομιμοποίησης της κυρίαρχης αστικής πολιτικής, που εμπεριέχει έντονα στοιχεία επιβολής, εκβιασμών, απειλών, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο καλυμμένων.
Η όλη εκλογική διαδικασία αποτελεί ένα ακόμα όπλο στα χέρια της αστικής τάξης που, έχοντας πλέον αρκετές εμπειρίες, που έχοντας ιστορικά απωλέσει κάθε προοδευτικό ρόλο, τη χρησιμοποιεί για να επικυρώσει τετελεσμένα και προαποφασισμένα. Φυσικά υπάρχουν ακόμα και στην πρόσφατη εμπειρία ανατροπές αυτού του γενικού κανόνα. Ωστόσο, μάλλον έρχονται να τον επιβεβαιώσουν. Γι” αυτό και προκαλούν γέλια απόπειρες της αστικής τάξης να παρουσιάσει τις αστικές εκλογές σαν το απαύγασμα της δημοκρατίας, σαν την κορύφωση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης και επιλογής, που δήθεν τόσο πλουσιοπάροχα παρέχει η δημοκρατία μας.
Κάτω από αυτούς τους όρους είναι, ας πούμε, «φυσιολογικό» αυτό που καταγράφεται στις κάλπες. Το ότι είναι «φυσιολογικό» φυσικά και δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι εκατοντάδες χιλιάδες, για να μην πούμε εκατομμύρια ανθρώπων, και στη χώρα μας έχουν προσεγγίσει αρκετές από τις αλήθειες που αναφέραμε σύντομα στην εισαγωγή.
Ωστόσο είναι προφανές και ευνόητο ότι αυτή η προσέγγιση δεν φτάνει μέχρι του σημείου πλήρους αμφισβήτησης και άρνησης των αστικών εκλογών, από τη σκοπιά τουλάχιστον της προοπτικής μιας άλλης κοινωνίας, χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, όπου όλα τα δεδομένα οργάνωσης και έκφρασης των μαζών θα τεθούν σε νέα εντελώς βάση. Και αυτή η επισήμανση έχει την αξία της διότι η άρνηση και η αμφισβήτηση των αστικών εκλογών μπορεί να έχει και άλλες αφετηρίες, να γίνεται από άλλη σκοπιά.
Και πώς θα μπορούσε λοιπόν να φτάσει ο λαός στο σημείο να αμφισβητήσει τις αστικές εκλογές, όταν απέχει πολύ από το να αμφισβητήσει έμπρακτα ολόκληρο το πλέγμα της αστικής κυριαρχίας, όταν στη συνείδησή του δεν έχει ριζώσει έμπρακτα και χειροπιαστά η προοπτική να πάρει την υπόθεση συνολικά στα χέρια του, η προοπτική μιας άλλης κοινωνίας;
Υποτίθεται ότι για την Αριστερά και τους κομμουνιστές το ζήτημα της στάσης τους απέναντι στις αστικές εκλογές και το κοινοβούλιο θα έπρεπε να ήταν λυμένο. Υποτίθεται ότι πρόκειται για ένα ζήτημα τακτικής και όχι αρχών. Οπου η κάθε φορά στάση τους προκύπτει από την ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Ανάλυση που αφορά τη φάση και τη δυνατότητα του κινήματος. Του συσχετισμού. Τους στόχους και τα αιτήματα που είναι ώριμος ο λαός να παλέψει. Φυσικά μια τέτοια στάση δεν θα έπρεπε να αναιρεί την ουσιαστική εκτίμηση των κομμουνιστών απέναντι στο χαρακτήρα και το περιεχόμενο των αστικών επιλογών.
Αυτά όλα θεωρητικά, γιατί στην πράξη τις τελευταίες δεκαετίες η στάση των διαφόρων ρευμάτων της Αριστεράς απέναντι στις εκλογές παρουσιάζεται πιο «μπερδεμένη».
Και αυτό οφείλεται στο ότι οι εξελίξεις και οι ανατροπές των τελευταίων δεκαετιών, σε συνδυασμό με την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος και την κυριαρχία του ρεφορμισμού στο κίνημα, δυνάμωσαν τις τάσεις συμβιβασμού, υποχώρησης και υπόκλισης απέναντι στο σύστημα και ουσιαστικά παραίτησης από την προοπτική της ρήξης με αυτό, από την προοπτική της ανατροπής του.
«Ειρηνικοί δρόμοι», «κοινοβουλευτισμός», «σταδιακή αλλαγή μέσα από πλειοψηφίες στο κοινοβούλιο που θα υπηρετούν το λαό» κ.λπ. Επί δεκαετίες λοιπόν, όπως και σήμερα, για πολλά ρεύματα της Αριστεράς, η εκλογική παρέμβαση και στάση απέκτησε κεντρική σημασία με «στρατηγικά» χαρακτηριστικά. Που όμως (καθόλου αντιφατικό) έφερε μια σταδιακή μείωση των ποσοστών και της εκλογικής εκπροσώπησης στο κοινοβούλιο.
Ωστόσο αυτή η εξέλιξη δεν έχει οδηγήσει σε καμιά αναθεώρηση ούτε αυτοκριτική αυτά τα ρεύματα. Το αντίθετο μάλιστα. Επιμένουν σε αυτή την κατεύθυνση, όπως φαίνεται και στις τελευταίες εκλογές. Τόσο το ΚΚΕ όσο και ο ΣΥΝ κρατούν μια στάση απέναντι στην εκλογική αναμέτρηση, αποδίδοντάς της «δυνατότητες» και περιεχόμενο που σε καμία περίπτωση δεν έχουν. Εθελοτυφλούν και ουσιαστικά δείχνουν τη γύμνια της πολιτικής τους. Τα αδιέξοδά τους.
Το ΚΚΕ διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι οι εκλογές μπορούν κάτω από προϋποθέσεις (να υπερψηφιστεί το ίδιο) να δώσουν «δύναμη στο λαό». Αλλοι πάλι «ευελπιστούν» ότι οι εκλογές μπορούν να δώσουν λύση στο πρόβλημα της Αριστεράς και της ενότητάς της.
Κοινή διαπίστωση και των δύο, ότι τα εκλογικά αποτελέσματα, οι κάλπες μπορούν να βελτιώσουν τη θέση του λαού. Αγωνιστές από το χώρο της Αριστεράς και των κινημάτων, μπουχτισμένοι και αηδιασμένοι από τις εξελίξεις, οδηγούνται σε ένα γενικό σιχτίρι απέναντι στις εκλογές και προσανατολίζονται να απέχουν, να ρίξουν άκυρο κ.λπ.
Πέραν όμως, της δικής τους «ατομικής» επιλογής και στάσης, απευθύνονται και προς τις οργανώσεις του χώρου, ας πούμε, της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Και τους ζητάνε εξηγήσεις για τη στάση τους. Τους ζητούν να γυρίσουν κι αυτές την πλάτη τους στις εκλογές.
Απευθύνονται και προς το ΚΚΕ(μ-λ), ζητώντας του να εξηγήσει γιατί συμμετέχει τακτικά στις εκλογές.
Ας θεωρήσουμε, όσο μας αφορά, ότι από εκλογική αναμέτρηση σε εκλογική αναμέτρηση το ΚΚΕ(μ-λ) επέλεξε τους τρόπους, τη μορφή και τους ιδιαίτερους στόχους που κάθε φορά ήθελε να αναδείξει και να προβάλει. Και ούτε πρέπει να διαφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι το ΚΚΕ(μ-λ) όσον αφορά τις ευρωεκλογές έχει επιλέξει από τακτική άποψη την αποχή από αυτές.
Το βασικό γνώρισμα που μας χαρακτηρίζει είναι ότι προσπαθούμε να λειτουργούμε όχι «για μας» αλλά με βάση τη φάση, το επίπεδο, την ωριμότητα, τη συνείδηση του λαού.
Επίσης αυτό που μας χαρακτηρίζει είναι να μην αποφεύγουμε τις ευθύνες μας. Να τηρούμε τις δεσμεύσεις μας. Να έχουμε το θάρρος να προβάλουμε τις απόψεις μας και τον πολιτικό μας λόγο.
Η θέση της αποχής από τις αστικές εκλογές σε συνθήκες σαν και αυτές που περνάμε, για μια οργάνωση που δρα και σκέφτεται συλλογικά, δεν είναι λύση. Διότι δεν είναι θέση που σε αυτές τις συνθήκες μπορεί να απευθυνθεί στο λαό. Πολύ απλά γιατί δεν υπάρχει η εναλλακτική πρόταση που να μπορεί να απευθυνθεί στο λαό με πειστικό τρόπο. Γιατί βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με την ωρίμανση του λαού. Με το επίπεδο της πάλης του.
Ενώ δεν ισχύει το ίδιο στον ίδιο βαθμό με τις ευρωεκλογές (θα επανέλθουμε όμως σε αυτό ή σε άλλο άρθρο).
Δεν θα μπορούσαμε λοιπόν να καταλήξουμε στην επιλογή της μη συμμετοχής στις αστικές εκλογές παρά μόνο αν μας εξαναγκάζουν άλλα δεδομένα: μικρή υποκειμενική δυνατότητα, εξουθενωτικές συνθήκες παρέμβασης κ.λπ.
Ακούγεται το επιχείρημα ότι με την αποχή δίνεται η δυνατότητα στις επαναστατικές και ανατρεπτικές απόψεις να προβληθούν καλύτερα και πιο αποτελεσματικά. Ασε που, σύμφωνα με αυτά τα επιχειρήματα, κρατιέται (καθόλου υποτιμητέο) μια καθαρότητα. Ζωντανή η φλόγα! Ας μας επιτρέψουν οι αγωνιστές που σκέφτονται έτσι να τους πούμε, με την εμπειρία εκλογικής παρέμβασης που έχουμε, ότι συμβαίνει εντελώς το αντίθετο. Με αποτέλεσμα η θέση της αποχής σε αυτές τις συνθήκες να μετατρέπεται σε θέση σιωπής, αμηχανίας. Η θέση της αποχής σε αυτές τις συνθήκες αφήνει κάπως «ορφανό» και «μόνο» το λαό απέναντι σε σοβαρά διλήμματα και πιέσεις. Χωρίς φωνή, έστω μειοψηφική αλλά απαραίτητη.
Για το λευκό ή άκυρο, το πράγμα μπαίνει διαφορετικά. Με μια έννοια είναι ακόμα πιο παρερμηνεύσιμο, ιδιαίτερα όταν δεν επιλέγεται σαν ατομική στάση, αλλά σαν στάση «συλλογική» και «οργανωμένη». Και είναι παρερμηνεύσιμο διότι εισπράττεται κυρίως σαν αδυναμία έκφρασης πολιτικού λόγου. Και δεν ξέρουμε γιατί πρέπει να ζητάμε συγνώμη και να απολογούμαστε που δεν περνάμε τη φάση του «δυστυχώς δεν έχουμε να πούμε τίποτα». «Δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα να μας εκφράζει». Οχι ότι έχουμε λύσει το πρόβλημα της «επάρκειας». Αυτό άλλωστε το λύνει οριστικά ο λαός, και δεν το έχει κάνει. Αλλά η δράση μας και συμμετοχή στο κίνημα είναι τέτοια που μας επιτρέπει να έχουμε έναν πολιτικό λόγο, να έχουμε τη δυνατότητα να πούμε πράγματα. Να έχουμε τη δυνατότητα να εκφράσουμε θετικά τις διαφωνίες μας, την αντιπαράθεσή μας, την κριτική μας απέναντι στα άλλα αριστερά ρεύματα.
Το πιο σοβαρό αντεπιχείρημα που υπάρχει, και μας απασχολεί κατά περίπτωση, είναι ότι, επειδή ακριβώς το επίπεδο ωρίμανσης του λαού είναι αυτό που είναι, τα εκλογικά κατεβάσματα οργανώσεων σαν τη δική μας, που συνοδεύονται από ισχνές εκλογικές καταγραφές, «καίνε» ή «αμαυρώνουν» τις προσπάθειες και την πάλη που διεξάγουν καθημερινά οι οργανώσεις αυτές. Λειτουργούν δηλαδή κάπως σαν «αυτοπροβοκάρισμα». Να το κρύψουμε λοιπόν! Να μην «εκτεθούμε»; Δυστυχώς έλα που δεν «κρύβεται» η πραγματική σχέση-σύνδεση-απήχηση των επαναστατικών απόψεων και πρακτικών με τις μάζες. Θα είμαστε ωστόσο πολύ περίεργοι να δεχθούμε υποδείξεις για να «αποφύγουμε» το πρόβλημα. Μήπως να «ενωθούμε» λοιπόν οι μικρές αριστερές οργανώσεις για να διεκδικήσουμε ένα αξιοπρεπέστερο εκλογικό ποσοστό; Ή μήπως, πιο πονηρά σκεπτόμενοι, όπως οι οικολόγοι το ’89, να «επιλέξουμε» ευκολότερες εκλογικές αναμετρήσεις; Οπου βρέχει περισσότερους ψήφους (όπως, π.χ., οι ευρωεκλογές);
Και γιατί να μη γίνουμε πιο θαρραλέοι και να ενωθεί «όλη» η Αριστερά εκλογικά, για να «κρυφτούμε» καλύτερα; Είναι αλήθεια ότι φαντάζουν ελκυστικές σαν ιδέες. Εμείς ωστόσο δεν τις προτιμάμε! Ή, πιο σωστά, θα προτιμούσαμε ορισμένες από αυτές, αν ήταν έκφραση-αποτέλεσμα διεργασιών και συνάντησης ουσιαστικής αυτών των δυνάμεων μέσα στο κίνημα και στους αγώνες. Αν ήταν αποτέλεσμα μιας πορείας κοινής δράσης-συντονισμού-συμφωνίας σε μια βάση στόχων και προοπτικών για το κίνημα.
Γιατί, αν μας έχουν πάρει χαμπάρι στην καθημερινότητα (όπου κοστίζει περισσότερο), δεν θα τους «κρυφτούμε» ούτε εκλογικά. Βέβαια έχουμε επιλέξει κι εμείς την εκλογική συνεργασία σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις! Στις τρεις από αυτές υλοποιήθηκε σε κάποιο βαθμό. Τη μία, το 2000, δεν λειτούργησε. Δεν το κάναμε όμως για τις περισσότερες ψήφους (οι οποίες άλλωστε δεν προέκυψαν). Αλλά γιατί πιστεύαμε πως μέσα από την εκλογική σύμπραξη, έστω και αν δεν ήταν απόλυτα ώριμη, θα «πιεζόταν» προς τα μπρος η λογική της κοινής δράσης.
Γι” αυτές όμως τις εκλογές είμαστε απόλυτοι. Και σχηματικά θα λέγαμε ότι «αφού δεν μας ένωσε η ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Ιράκ και ο πόλεμος, δεν μπορούν να μας ενώσουν οι κάλπες»!
Οσον αφορά το πρόβλημα της κοινής δράσης, αλλά και της απήχησης των επαναστατικών δυνάμεων στις μάζες, θα λυθεί (όσο λύνεται) μέσα στο κίνημα. Με το να κάνουμε άλματα εκλογικά («ενότητα» εκβιαστική) ή να πηγαίνουμε πιο πίσω από κει που είμαστε (αμηχανία, σιωπή), σίγουρα μεγαλώνουμε το πρόβλημα. Το αποπροσανατολίζουμε. Δεν το βάζουμε στη σωστή του διάσταση!