Οι απεργιακές κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών τις προηγούμενες μέρες επιβεβαίωσαν κάποιες μεγάλες αλήθειες. Πρώτον ότι ο αγώνας για μόνιμη και σταθερή δουλειά είναι ένας σπουδαίος αγώνας που μπορεί -αν εμπλουτιστεί και με πολιτικά στοιχεία-, ακόμη και σε αυτήν την φάση αποσυγκρότησης και πολυδιάσπασης, να ενώσει τα κομμάτια των εργαζομένων και να δώσουν στα ίσα μάχες με τις κυβερνητικές επιδιώξεις. Δεύτερον, ότι για να ανατραπεί η -στρατηγικού χαρακτήρα- επίθεση ή έστω πτυχές της, όπως αποτέλεσε και το νομοσχέδιο για τους εκπαιδευτικούς, απαιτείται μαζική, συνεχής αλλά και αποφασισμένη κινητοποίηση των εργαζομένων, που θα ξέρουν τι αντιμετωπίζουν και θα επιδιώκουν να δώσουν τον αγώνα μέχρι «τέλους». Τρίτον, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχουν τα άλλα δύο είναι μπει η κατεύθυνση να ξεπεραστούν οι χρόνιες αντιλήψεις ήττας και υποταγής στο συσχετισμό, που έχουν διαμορφωθεί και παγιωθεί στην αριστερά εδώ και δεκαετίες και που μας λένε ότι το κίνημα πρέπει να υπηρετεί τον κοινοβουλευτικό της κρετινισμό. Γιατί αδυνατεί, λένε, από μόνο του να πετύχει νίκες και να ανατρέψει νόμους.
Η κυβέρνηση αυτό το διάστημα επέλεξε να προωθήσει ένα τεράστιο χτύπημα στο δικαίωμα στην εργασία στον κλάδο των εκπαιδευτικών. Με ένα νομοσχέδιο που το παρουσιάζει (με περίσσιο θράσος) σαν «σύστημα διορισμών» επιβάλλει το προσοντολόγιο, δηλαδή την θέσπιση κριτηρίων μοριοδότησης (ακαδημαϊκών, προϋπηρεσίας, κοινωνικών) για τον «διορισμό αναπληρωτών και μόνιμων εκπαιδευτικών». Έτσι απλά, με την υπόσχεση(!) ότι θα γίνουν (;) κάποιοι διορισμοί σε βάθος τριετίας σπέρνει τον κανιβαλισμό στα πλαίσια των αναπληρωτών για το ποιος θα μαζέψει τα περισσότερα μόρια (ιδιαίτερο βάρος δίνεται στα ακαδημαϊκά) ενώ παράλληλα αποσπά τα επαγγελματικά δικαιώματα από το πτυχίο. Αποτέλεσμα; Οι χιλιάδες αναπληρωτές (φέτος υπολογίζονται στους 30.000) που εδώ και χρόνια λόγω της πολιτικής της αδιοριστίας εργάζονται κάτω από αυτό το απαράδεκτο εργασιακό καθεστώς, βρίσκονται στον αέρα. Όχι μόνο γιατί βλέπουν ότι με αυτό το ανακάτεμα της τράπουλας των κριτηρίων έρχονται τα πάνω κάτω στις όποιες ελπίδες είχαν (;) για μονιμοποίηση, αλλά γιατί πλέον αντιλαμβάνονται ότι απειλούνται άμεσα από το ενδεχόμενο να μην μπορέσουν να ξαναδουλέψουν, έστω και σαν αναπληρωτές. Για αυτό ακριβώς, το νομοσχέδιο αυτό προωθεί στην ουσία κριτήρια απολύσεων.
Το σύστημα επιλέγει με αυτόν τον τρόπο να (ξανά)χτυπήσει το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή εργασία, απολύοντας έτσι, επί της ουσίας, πολλούς εκπαιδευτικούς. Κι αυτό, γιατί αντιλαμβάνεται ότι συνολικά το δικαίωμα στην μόνιμη και σταθερή δουλειά είναι στοιχείο συγκρότησης και ενιοποίησης των εργαζομένων. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι έχει χρησιμοποιήσει όλα αυτά τα χρόνια τους αναπληρωτές για να παγιώσει τις ελαστικές σχέσεις εργασίας στα πλαίσια της εκπαίδευσης.
Για αυτό ήταν σημαντικό για τις Αγωνιστικές Κινήσεις, η υπεράσπιση στα πλαίσια των απεργιακών κινητοποιήσεων του δικαιώματος στη μόνιμη και σταθερή δουλειά. Για αυτό επεδίωξαν με τα αιτήματα για ΜΑΖΙΚΟΥΣ ΜΟΝΙΜΟΥΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥΣ-ΜΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΩΝ, να πάνε κόντρα στο κλίμα της πολυδιάσπασης και του κανιβαλισμού αλλά και κόντρα στη λογική των ρεαλιστικών προτάσεων που απορρέουν από την αποδοχή της μη δυνατότητας να γίνουν μαζικοί διορισμοί.
Απέναντι σε όλα αυτά, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες (ΔΟΕ, ΟΛΜΕ) αφού πρώτα έφτιαξαν τα δικά τους κριτήρια απολύσεων και στρογγυλοκάθισαν στο τραπέζι του διαλόγου με την κυβέρνηση συμβάλλοντας με την σειρά τους στο κλίμα της πολυδιάσπασης, κάλεσαν για άλλη μια φορά μια απεργία «τουφεκιά» την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου (11/01). Βασική επιδίωξη, μάλιστα, είχαν τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό! Φανερώθηκε, δηλαδή, εξ αρχής ο ρόλος τους στα πλαίσια των κινητοποιήσεων.
Όμως, παρόλο αυτό το αρνητικό κλίμα, χιλιάδες εκπαιδευτικοί (στην πλειοψηφία τους αναπληρωτές) επέλεξαν να απεργήσουν (πολλοί από αυτούς για πρώτη φορά). Έτσι, σε συνδυασμό με τις απανωτές αλλαγές της ημερομηνίας ψήφισης, που ανάγκασαν τις ηγεσίες να ξανακαλέσουν απεργία, συγκροτήθηκαν τρεις μαζικές απεργιακές συγκεντρώσεις (γύρω στις 4.000) που δημιούργησαν ένα ελπιδοφόρο αγωνιστικό κλίμα που καιρό είχαμε να δούμε (στα πλαίσια των εκπαιδευτικών αλλά και γενικά).
Όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε εδώ το γεγονός ότι ελάχιστες συνελεύσεις έγιναν πανελλαδικά στα πλαίσια των σωματείων (και αυτές όχι μαζικές) και σίγουρα δεν μπήκε η κατεύθυνση δημιουργίας πραγματικών επιτροπών αγώνα με την συμμετοχή πλατύτερου κόσμου. Είναι επίσης στοιχείο ότι η απεργιακή συμμετοχή δεν ήταν πολύ μεγάλη με βάση τα μεγέθη του κλάδου (της τάξης 20% στην α’βάθμια και γύρω στο 7% στην β’βάθμια). Αυτά τα δυο συνηγορούσαν στο ότι αυτό το δυναμικό που κινητοποιήθηκε μπορούσε να είναι η κρίσιμη μάζα που αν έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια του και έμπαινε αποφασιστικά στην μάχη του κερδίσματος και άλλου κόσμου στον αγώνα (σε πρώτη φάση, σίγουρα των υπόλοιπων αναπληρωτών) θα μπορούσαν να στριμώξουν αρκετά την κυβέρνηση. Αυτήν την κατεύθυνση πάλεψαν οι Αγωνιστικές Κινήσεις με τις τοποθετήσεις και την παρέμβασή τους στις κινητοποιήσεις. Είναι γεγονός ότι η επικράτηση όμως αυτών των δύο στοιχείων (ελάχιστες γενικές συνελεύσεις και όχι ιδιαίτερα μεγάλη απεργιακή συμμετοχή) είναι που έδωσε την αυτοπεποίθηση στην κυβέρνηση να ψηφίσει χωρίς ιδιαίτερους τριγμούς (μόνο με κάποιους ελιγμούς) το νομοσχέδιο.
Κύρια ευθύνη σε αυτό φέρνουν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες που από την αρχή μέχρι το τέλος υπονόμευσαν τον απεργιακό αγώνα. Δεν μπορούμε, όμως, να βγάλουμε από την γυάλα της ευθύνης την κυρίαρχη αριστερά (ΠΑΜΕ, Παρεμβάσεις), όχι απλά για την «απόδοση ευθύνης» αλλά γιατί θεωρούμε ότι η στάση και η πολιτική τους γραμμή καθόρισε την έκβαση του αγώνα.
Πρώτα και κύρια γιατί «αρνούνταν» να προβάλλουν τα αιτήματα που θα μπορούσαν να ενοποιήσουν τους εργαζόμενους και να στους συγκροτήσουν σε υποκείμενα πάλης. Το ΠΑΜΕ που από την μια μιλούσε γενικά για κάλυψη των κενών (ενώ έχουμε δει πώς μπορούν τα κενά να μειωθούν με αυξήσεις ωραρίου και συμπτύξεις τμημάτων) και από την άλλη είχε συγκεκριμένο αριθμό (που όπως έλεγε το «είχε μελετήσει») μόνιμων διορισμών, που μεταβαλλόταν μάλιστα ανάλογα με τους αναπληρωτές που έπαιρνε η κυβέρνηση (πότε 25.000, πότε 30.000, τόσο μελετημένη πρόταση). Κινούνταν, λοιπόν, στα πλαίσια του κυβερνητικού τύπου προτάσεων που μας έχει συνηθίσει το ΚΚΕ. Αντίστοιχα οι Παρεμβάσεις, προβάλλοντας την «μονιμοποίηση όλων των αναπληρωτών με βάση το πτυχίο και την προϋπηρεσία» έμπαιναν στη λογική της θέσπισης δικών τους (πιο «δίκαιων») κριτηρίων, μη βοηθώντας απέναντι στο κλίμα πολυδιάσπασης, αλλά και υπονομεύοντας το αίτημα για μαζικούς διορισμούς.
Αντίστοιχη ήταν και η στάση τους στα πλαίσια των κινητοποιήσεων. Η από κοινού υπονόμευση των γενικών συνελεύσεων (απλά με μια γενική αναφορά ότι πρέπει να γίνονται και αυτό όχι πάντα), και το κάλεσμα του κόσμου να συμμετέχει στην κίνηση του παραταξιακού συντονισμού του καθένα, έδειξε μια άποψη που δεν ήθελε τους αναπληρωτές ενεργό υποκείμενο αυτού του αγώνα. Σε αυτήν τη λογική του «να φανούμε» συναγωνίστηκαν οι δυο αυτές δυνάμεις με ακτιβισμούς και εικονικές συγκρούσεις με τα ΜΑΤ. Μόνο που αυτές οι ενέργειες δεν συγκροτούν κίνημα, αλλά «φασαρία» με ημερομηνία λήξης και πολιτικό ορίζοντα μέχρι τις επόμενες εκλογές. Αυτή η λογική επικράτησε και στα πλαίσια της κατάληψης της Πρυτανείας -που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του «Συντονιστικού αναπληρωτών» (Παρεμβάσεις) – η οποία μάζεψε αρχικά ένα ευρύτερο δυναμικό που ήθελε να παλέψει. Εδώ δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε μια άποψη που υπάρχει στην αριστερά γύρω από τα “κέντρα αγώνα”. Δεν είμαστε απαραίτητα ενάντια στη χρησιμοποίηση ενός χώρου για το συντονισμό και τον προγραμματισμό δράσεων και εκδηλώσεων από τα πιο πρωτοπόρα τμήματα του αγώνα. Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποβιβάζει ή να υποκαθιστά την ανάγκη της πάλης στα πλαίσια των σωματείων (όπως έγινε με τοποθετήσεις του στυλ “το κέντρο αγώνα είναι εδώ!”). Ο συντονισμός και ο προγραμματισμός κατά συνέπεια πρέπει να υπηρετεί την απεύθυνση προς τον υπόλοιπο κλάδο και την κοινωνία άρα την μαζικοποίηση του αγώνα και όχι την συγκρότηση “παραταξιακού χώρου”.
Συνολικά, φάνηκαν τα πολιτικά όρια αυτών των δυνάμεων. Από την μια κυριαρχούσε ο βερμπαλισμός και η απογείωση («πηγαίνουμε από νίκη σε νίκη», «ο φόβος έχει αλλάξει στρατόπεδο» κτλ.) και από την άλλη η πλήρης εξάρτηση στο πώς μπορούμε να συνεχίσουμε από τις διαθέσεις των συνδικαλιστικών ηγεσιών, χωρίς να μπαίνει καμία κατεύθυνση για γενικές συνελεύσεις και μαζικοποίηση του αγώνα. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την πάγια λογική ότι η μητέρα των μαχών είναι η ημέρα ψήφισης (άρα και μέρα λήξης του αγώνα) δημιούργησαν ένα πολιτικό κλίμα που μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην απογοήτευση. Αυτή την κατεύθυνση υπηρετούσαν και οι λεγόμενες πανελλαδικές κινητοποιήσεις. Το αποκορύφωμα αυτών των λογικών φάνηκε στις 17 Γενάρη (ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου) που από την μια το μπλοκ της «κατάληψης της Πρυτανείας» προσπαθούσε μανιωδώς να προκαλέσει τα ΜΑΤ έξω από Βουλή -που δεν ανταποκρίνονταν- έτσι για να μην λήξει «άδοξα» η κινητοποίηση, ενώ παράλληλα ζητούσε(!) από τα μεγάφωνα να τους αφήσουν να μπουν μέσα για να καταθέσουν τα αιτήματά τους! Από την άλλη το ΠΑΜΕ με ανακοίνωση που έβγαλε βουλευτής του, μας ενημέρωνε ότι «μόνο το ΚΚΕ είναι που δίνει την μάχη μέσα στην βουλή ενάντια στο νομοσχέδιο, και αυτό πρέπει να το θυμόμαστε». Ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός σε όλο του το μεγαλείο!
Γίνεται φανερό ότι πρέπει να γίνουν πολλά βήματα ακόμα για να ξεπεραστούν αντιλήψεις και στάσεις που αναπαράγουν την ήττα και την αποσυγκρότηση. Δεν θεωρούμε αμελητέο ότι πέρασε σε ένα δυναμικό (όχι σε όλο που κινητοποιήθηκε) ότι η ήττα του αγώνα (όπως το αντιλαμβανόταν αυτό με βάση την ψήφιση του νόμου) συνδυάστηκε με την επίκληση του «Συντονιστικού Αναπληρωτών» για «επιστροφή» στα σωματεία και στις γενικές συνελεύσεις και σχεδόν ταυτίστηκε με αυτό.
Για τις Αγωνιστικές Κινήσεις, το ζήτημα του αγώνα για μόνιμη και σταθερή δουλειά είναι τεράστιας σημασίας και πάντα πρώτης γραμμής. Για αυτό το λόγο δεν θεωρούνται αυτές οι κινητοποιήσεις σαν το τέλος αλλά σαν τα πρώτα, απαραίτητα βήματα για την καλύτερη στερέωση και συγκρότηση αυτού του αγώνα. Είναι γεγονός ότι οι κινητοποιήσεις δημιούργησαν ένα θετικό κλίμα και έβγαλαν τον κλάδο από την κινηματική αδράνεια ετών. Αυτό το κλίμα πρέπει να αξιοποιηθεί, να πολιτικοποιηθεί για να μην οδηγηθεί στην απογοήτευση και να πάρει κατεύθυνση μέσα στα σωματεία, στις γενικές συνελεύσεις και σε επιτροπές αγώνα για να δοθεί προοπτική και συνέχεια. Πρέπει να ενισχυθεί η αντίληψη της συγκρότησης πάνω στο δικαίωμα στην εργασία σαν τον απαραίτητο όρο για το σπάσιμο της πολυδιάσπασης και του κανιβαλισμού. Σε αυτή την κατεύθυνση θα κινηθούν οι Αγωνιστικές Κινήσεις το επόμενο διάστημα.