Ο υπουργός οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε πρόσφατη ομιλία του στο Παρίσι στην πανεπιστημιακή σχολή «Sciences Po» με θέμα «Συμπεράσματα από την ελληνική κρίση για την Ευρώπη», έκανε έναν απολογισμό της διαπραγμάτευσης με ΕΕ –ΔΝΤ στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ. Ανέδειξε τα σφάλματα της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, τις πολιτικές επιλογές στην ΕΕ απέναντι στο ελληνικό πρόβλημα, το συμβιβασμό του καλοκαιριού 2015 και τα θετικά αποτελέσματα της εξόδου από το πρόγραμμα με την επιστροφή στην κανονικότητα μέσα από την έκδοση του 10ετούς ομολόγου. Για το ζήτημα του χρέους, άφησε μία μακροπρόθεσμη …παρακαταθήκη για επαναφορά της συζήτησης καθώς δεν είναι βιώσιμο. Ταυτόχρονα προσδιόρισε το κυβερνητικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ σαν μία προσπάθεια ισορροπίας μεταξύ μείωσης φόρων και εισφορών από την μία πλευρά και ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους από την άλλη. Τα παραπάνω θα βρίσκονται, βέβαια, πάντα μέσα στα πλαίσια του δημοσιονομικού χώρου που θα δημιουργείται.
Ο απολογισμός της διαπραγμάτευσης από την πλευρά του Ε. Τσακαλώτου αποκαλύπτει τι ήταν αυτό που έδωσε το προβάδισμα στον ΣΥΡΙΖΑ, εκ μέρους της ντόπιας αστικής τάξης, έναντι της ΝΔ. « Ξεκινήσαμε με την άποψη ότι θα καταφέρναμε μία καλύτερη συμφωνία για το χρέος αλλά δεν τα καταφέραμε». Πρέπει να θεωρήσουμε την ομολογία αυτή ειλικρινή, καθώς δεν ήταν η πρώτη απόπειρα εκ μέρους του πολιτικού προσωπικού της αστικής διαχείρισης να διαπραγματευτεί καλύτερους όρους για την ντόπια κεφαλαιοκρατία. Είχαν προηγηθεί τόσο ο Γ. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ με την απόπειρα δημοψηφίσματος, όσο και ο Α. Σαμαράς και η ΝΔ με τα «Ζάππεια». Σε όλες τις περιπτώσεις, το πολιτικό προσωπικό υποχώρησε πανικόβλητο μπροστά στην απειλή της ΕΕ να «κατεβάσει το διακόπτη», με την έξοδο από το ευρώ, αν δεν υπάρξει πλήρης συμμόρφωση στα προγράμματα – μνημόνια. Αποκαλύπτεται, έτσι, σε όλο του το … μεγαλείο ο χαρακτήρας του εξαρτημένου ντόπιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Από την άποψη αυτή, η επίκληση της δικαιολογίας εκ μέρους του Ε. Τσακαλώτου ότι ήταν πολιτική επιλογή της ΕΕ να «νικηθεί η αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ» και για αυτό συνάντησε «τοίχο», επιχειρεί να συγκαλύψει τόσο για ποιον διαπραγματευόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή τη ντόπια κεφαλαιοκρατία, όσο και το χαρακτήρα αυτής της διαπραγμάτευσης με τους ιμπεριαλιστές – δανειστές. Η διαπραγμάτευση αφορούσε πρώτα και κύρια την προσπάθεια αναβάθμισης του ρόλου και της θέσης της ντόπιας αστικής τάξης ενώ για τον εργαζόμενο λαό απέμεναν οι θυσίες στο βωμό της «δημοσιονομικής προσαρμογής». Είναι χαρακτηριστική η ομολογία του Ε. Τσακαλώτου ότι το καλοκαίρι του 2015 «ο συμβιβασμός ήταν πρόγραμμα (μνημόνιο) έναντι χρέους». Στο ζήτημα του χρέους, αυτό που τελικά αποσπάστηκε από τους δανειστές ήταν «για 15 χρόνια καλύτερο πρόγραμμα αποπληρωμής». Είναι πολύ «ενδιαφέρον» ότι από τον απολογισμό του Τσακαλώτου παραλείπεται εντελώς ο ρόλος των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών στην διαπραγμάτευση, τόσο στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου όσο και στην περιβόητη διαπραγμάτευση των «17 ωρών» τον Ιούλη του 2015. Πιθανά να μην την θεώρησε σημαντική…! Στην πραγματικότητα, η απόκρυψη από τον απολογισμό του ρόλου των Αμερικάνων και της σύγκρουσης με τους Ευρωπαίους και ιδιαίτερα τους Γερμανούς με αφορμή το «ελληνικό ζήτημα» είναι η προσπάθεια συγκάλυψης και από αυτή την πλευρά του εξαρτημένου χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού και ταυτόχρονα η συγκάλυψη του γεγονότος ότι όταν «τσακώνονται τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια» στο βάλτο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης.
Τα δύο σφάλματα στρατηγικής που τόνισε ο Ε. Τσακαλώτος στην ομιλία του ήταν ότι «Ήμασταν πιο αδύναμοι από ότι πιστεύαμε» και ότι «υπήρξε υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων να χτυπηθεί η διαφθορά και η φοροδιαφυγή». Θα λέγαμε ότι και στα δύο σημεία που επικαλείται είναι ειλικρινής καθώς η «αριστερά» από την οποία προέρχεται ο Τσακαλώτος και ο ΣΥΡΙΖΑ για δεκαετίες ζούσε στους μύθους και τις αυταπάτες των μεταρρυθμίσεων που μπορούν να αποσπασθούν από το καπιταλιστικό – ιμπεριαλιστικό σύστημα μέσω της διαπραγμάτευσης με αυτό, για τον καλύτερο εξορθολογισμό του. Πολύ περισσότερο, έβλεπε την κυβερνητική διαχείριση ακριβώς σαν τέτοια, με σημεία αιχμής τον εκδημοκρατισμό και την «δίκαιη κατανομή των βαρών» και όχι βέβαια σαν ανατροπή της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης του συστήματος. Μέσα στις αυταπάτες που καλλιέργησαν, ιδιαίτερη θέση είχε η προσπάθεια απάλειψης των πιο οξυμένων πλευρών της επίθεσης και η θεωρία ότι αυτό μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τις δυνάμεις του συστήματος καθώς θα μπορούσε μέσω της αύξησης της «εσωτερικής ζήτησης» να ξεπεράσει την κρίση του. Ούτε τότε, ούτε και σήμερα αναγνωρίζουν τη συνολική επίθεση των δυνάμεων του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος απέναντι στην εργατική τάξη και τους λαούς και «προσπαθούν» να αντιμετωπίσουν μόνο την νεοφιλελεύθερη, όπως την λένε, πλευρά του. Στην ουσία, όχι μόνο αποδέχονται τον καπιταλιστικό μονόδρομο αλλά τον υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο, επιδιώκοντας να θέσουν στο περιθώριο τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις, έτσι ώστε να γίνεται ακόμα πιο εύκολο το πέρασμα του αντεργατικού – αντιλαϊκού πλαισίου.
Το τρίτο μνημόνιο που ψηφίστηκε από ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ – ΠΑΣΟΚ τον Αύγουστο του 2015 ήταν η κατάληξη της τελευταίας διαπραγμάτευσης που επιχείρησε το ντόπιο πολιτικό προσωπικό για λογαριασμό της αστικής τάξης της χώρας και ταυτόχρονα το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ στις δυνάμεις της επίθεσης ενάντια στον εργαζόμενο λαό. Για αυτή την εξέλιξη η «κυβερνώσα αριστερά» απέσπασε τα συγχαρητήρια από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές. «Good job, Alexis» είπε ο Ομπάμα στον Τσίπρα, καθώς έτσι απέδειξε ότι μπορεί να αναλάβει συνολικότερους ρόλους μέχρι να κάνει την χώρα «μεντεσέ» των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και στοχεύσεων. Είναι γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ με τον «συμβιβασμό» του καλοκαιριού του 2015 έδειξε ότι δεν ήθελε να είναι ένα κόμμα «μίας χρήσης» για τις ντόπιες και ξένες δυνάμεις του συστήματος αλλά να παίξει ρόλο σαν βασικός του πυλώνας. Και η πορεία του μέχρι σήμερα, είναι αλήθεια, το έχει αποδείξει και με το παραπάνω.
Δεν είναι σήμερα καθόλου τυχαίος ένας τέτοιος απολογισμός της διαπραγμάτευσης από την μεριά του Ε. Τσακαλώτου και του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και της «υπευθυνότητας» με την οποία αντιμετωπίζουν τα ζητήματα. Κι αυτό, γιατί είναι σε εξέλιξη η υπόθεση της διαπραγμάτευσης για τα «κόκκινα δάνεια» και ιδιαίτερα τα επιχειρηματικά, που θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό αναβαθμίσεις και υποβαθμίσεις σε μερίδες του ντόπιου κεφαλαίου. Επιπλέον, δεν μένει έξω από τον «λογαριασμό» και η… απόπειρα διαπραγμάτευσης για τα πρωτογενή πλεονάσματα που αποτελούν διακαή μεν πόθο της ντόπιας αστικής τάξης αλλά οι ιμπεριαλιστές έχουν βάλει «πάγο». Σε αυτή τη βάση θα καθοριστεί, επί της ουσίας και η προεκλογική διελκυστίνδα ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ για το ποιος από τους δύο μπορεί να τα «καταφέρει» καλύτερα στους νέους γύρους διαπραγμάτευσης που έτσι ή αλλιώς είναι ανοικτοί ή θα ανοίξουν το επόμενο διάστημα.