Ετοιμάζεται προς έκδοση το νέο βιβλίο του Βασίλη Σαμαρά με τίτλο «Από ένα κόσμο σε έναν άλλο».
Προδημοσιεύουμε εδώ το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, το οποίο ο Β.Σ. το αφιερώνει στη μνήμη των συντρόφων Ηλία Καμαρέτσου, Γρηγόρη Κωσταντόπουλου και Βασίλη Γεμιστού.
Σε σχέση με ορισμένες νεότερες εξελίξεις
Το κείμενο αυτής της μπροσούρας γράφτηκε πριν από αρκετόν καιρό. Από τότε μέχρι τα τώρα μεσολάβησαν ορισμένες σημαντικές εξελίξεις. Ενδεικτικά αναφέρω το Brexit και την εκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, ενώ δεν στερούνται σημασίας τα όσα παραλείπω.
Οι εξελίξεις αυτές θέτουν οπωσδήποτε ορισμένα νέα δεδομένα, τα οποία ωστόσο δεν αλλάζουν τις βασικές εκτιμήσεις που εμπεριέχονται σ’ αυτή την μπροσούρα. Σε αυτό εδώ το σημείωμα δεν θα μπορούσε να γίνει μια εκτεταμένη και αναλυτική αναφορά σε αυτές τις εξελίξεις. Εκ των πραγμάτων θα περιοριστώ σε ορισμένες βασικές επισημάνσεις επιφυλασσόμενος να επανέλθω όταν και εφ” όσον αυτό καταστεί αναγκαίο.
Οι εξελίξεις αυτές, καθώς και όλα όσα συντελούνται στα διάφορα μέτωπα (οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό) επιβεβαιώνουν τις βασικές εκτιμήσεις του κειμένου που ακολουθεί. Πρώτα απ’ όλα την εκτίμηση ότι διανύουμε μια περίοδο συνολικής μετάβασης. Μιας μετάβασης, όπως αναφέρεται, από έναν «κόσμο» σ” έναν «άλλον».
Από τον «κόσμο» που διαμόρφωνε η επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης, της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Ρωσία (ΕΣΣΔ) και της ορμητικής ανόδου του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος (ΕΕΚΚ), στον «κόσμο» που διαμορφώνει πλέον η κυριαρχία των δυνάμεων του συστήματος.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση και οι ανατροπές που πυροδότησε δεν άλλαξαν μόνο τις συνθήκες και τα χαρακτηριστικά των χωρών που ακολούθησαν το σοσιαλιστικό δρόμο. Επέδρασε και στη διαμόρφωση άλλων χαρακτηριστικών συνολικά στον κόσμο, ακόμη και των καπιταλιστικών χωρών με έναν ορισμένο τρόπο.
Η οπισθοχώρηση, η ήττα του ΕΕΚΚ και η παλινόρθωση στις σοσιαλιστικές χώρες ανέκοψαν αυτή την εξέλιξη. Έδωσαν έτσι τη δυνατότητα στις δυνάμεις του συστήματος να κυριαρχήσουν και να επιβάλουν μια αντιδραστική στροφή στην πορεία του κόσμου. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι άνοιξαν μια περίοδο «επαναφοράς» της κατάστασης στον κόσμο στην προ του Οκτώβρη περίοδο.
Μόνο που δεν είναι έτσι ακριβώς.
Ας εξηγηθώ.
Ολοφάνερη η τάση «αποβολής» των στοιχείων που εισήγαγε στην πορεία του κόσμου (αλλά και στη ίδια τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος) η ύπαρξη και δράση του ΕΕΚΚ και η επίδραση του «παραδείγματος» που έδινε η ύπαρξη των σοσιαλιστικών χωρών.
Άλλο τόσο φανερή και σαν η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος η τάση «επαναφοράς» του κόσμου σε νόρμες, μορφές και σχέσεις που ίσχυαν πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ένα προτσές που εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες με άξονες την επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και στην εκστρατεία επανακατάκτησης-επαναποικιοποίησης του κόσμου από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Σε σχέση με αυτά και όσον αφορά τη μία όψη του ζητήματος (της «αποβολής») θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα πράγματα εξελίσσονται λίγο-πολύ με βάση τις διαθέσεις των δυνάμεων του συστήματος. Μια δυνατότητα που τους έχει δώσει η ήττα του κινήματος και η συνολική ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών σε βάρος των λαών.
Δεν είναι ωστόσο το ίδιο όσον αφορά την άλλη του όψη. Την «επαναφορά». Δεν είναι μόνο το ότι από εκείνη την περίοδο μας χωρίζει ένας ολάκερος αιώνας με όλες τις μεταβολές που έχουν συντελεστεί και σε όλα τα πεδία.
Το κυριότερο βρίσκεται στο ότι αυτό που συντελείται δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι μια απλή επαναφορά. Πρόκειται για συνολική αναδιαμόρφωση του κόσμου και του συνόλου των σχέσεων που τον διέπουν, στη βάση των σημερινών αλλά και των μελλούμενων δεδομένων. Δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, που η αναδιαμόρφωσή τους με βάση τα καπιταλιστικά στάνταρ συντελείται μέσα στις πιο τραγικές συνθήκες για τους λαούς τους, ενώ για πολλές απ’ αυτές μπαίνει έως και θέμα υπόστασής τους σαν χώρες.
Αναφέρομαι σ’ αυτά που συντελούνται ακόμη και στις μητροπόλεις του συστήματος και είναι άλλωστε αυτές οι μεταβολές που δίνουν τον τόνο στις αναδιαμορφώσεις που συντελούνται συνολικά στον κόσμο.
Ας εξηγηθώ περισσότερο.
Την περίοδο που ο κόσμος ήταν διαχωρισμένος σε σοσιαλιστικό – καπιταλιστικό ή σε «Ανατολικό» – «Δυτικό» από ένα σημείο και μετά και μέχρι το 1989-1991, οι χώρες της Δύσης λειτουργούσαν βεβαίως με βάση τα καπιταλιστικά τους χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα ωστόσο με βάση την πίεση της πάλης του ΕΕΚΚ και απέναντι στην «κομμουνιστική απειλή» είχαν αναγκαστεί να εισάγουν νέα στοιχεία στη λειτουργία τους και να προχωρήσουν σε επιλογές προσαρμοσμένες στην αναγκαιότητα αντιμετώπισης αυτής της απειλής. Αναφέρομαι σχετικά στο κυρίως κείμενο και εδώ απλώς σημειώνω επιγραμματικά ορισμένες.
Οι ιμπεριαλιστικές χώρες προχώρησαν σε συμμαχίες στρατηγικού χαρακτήρα, η κυριότερη από τις οποίες και η πιο ισχυρή υπήρξε το ΝΑΤΟ.
Στο κοινωνικό πεδίο και ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες προχώρησαν στη διαμόρφωση μορφών κοινωνικής συμμαχίας με μεσοστρώματα και σε κινήσεις προσεταιρισμού της εργατικής αριστοκρατίας. Μια εξέλιξη που οδήγησε σε μια ορισμένη κοινωνική διάρθρωση για μια ολάκερη ιστορική περίοδο.
Άμεση σχέση με το προηγούμενο είχε και η υιοθέτηση των κεϊνσιανών αντιλήψεων στο πεδίο της οικονομίας. Μια πολιτική που υπαγόρευε συγκεκριμένες σχέσεις ανάμεσα στις μερίδες του κεφαλαίου, τις σχέσεις του κράτους με την οικονομική λειτουργία κ.λπ.
Αντίστοιχες οι διαμορφώσεις στο πολιτικό πεδίο με «παραχώρηση πεδίου» σε ρεφορμιστικές δυνάμεις ενώ ανάλογες προσαρμογές εμφανίζονταν στο «πρόσωπο» που παρουσίαζαν έως και τα αστικά κόμματα.
Αυτά και άλλα που προσπερνώ διαμόρφωναν ένα συνολικό πλαίσιο σχέσεων, θεσμών και λειτουργίας που χαρακτήριζαν τον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο για μια ολάκερη περίοδο.
Η υποχώρηση του κινήματος, η πορεία παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες τροφοδοτούσαν και ενίσχυαν αντιλήψεις και πολιτικές τάσεις που όλο και περισσότερο αντιμετώπιζαν αυτές τις προσαρμογές σαν παρωχημένες. Με τον πιο καταλυτικό τρόπο τέθηκε το ζήτημα μετά τις ανατροπές του 1989-1991 και τη δραστική μεταβολή των παγκόσμιων συσχετισμών. Το προτσές των μεταβολών (της επίθεσης) που ήδη είχε μπει σε κίνηση από το προηγούμενο διάστημα επιταχύνθηκε και πήρε τις πιο δραστικές μορφές σε όλα τα πεδία.
Μόνο που και πάλι τα πράγματα δεν ήταν -και δεν θα μπορούσαν να είναι- τόσο απλά. Ο ίδιος ο νικηφόρος καπιταλισμός και το δυτικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ με τον δεσπόζοντα πλέον ρόλο δεν είχε μόνο να αναδιαμορφώσει τον κόσμο όπως ήθελε και όπως θωρούσε ότι μπορούσε. Είχε ταυτόχρονα και το πρόβλημα αναπροσαρμογής του «εαυτού του» στη βάση των νέων δεδομένων και προοπτικών. Ένα προτσές που εξελισσόταν και εξελίσσεται σε πλήρη σύμπλεξη με το προηγούμενο. Πέρα ωστόσο από βλέψεις, διαθέσεις και σχεδιασμούς, υπάρχει και η πραγματικότητα και η οποία θέτει τους δικούς της όρους.
Το ζήτημα είναι ότι τέτοιου χαρακτήρα έκτασης και βάθους μεταβολές δεν μπορούν να συντελούνται παρά με όρους σύγκρουσης ανάμεσα στις δυνάμεις που ωφελούνται ή θίγονται απ’ αυτές.
Δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στη δεδομένη σύγκρουση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική τάξη, ή ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τους λαούς, ούτε μόνο στην αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και αυτές της «Ανατολής». Αναφέρομαι και στην όξυνση των αντιθέσεων και τις αντίστοιχες αναμετρήσεις ανάμεσα σε δυνάμεις (κοινωνικές, πολιτικές, κρατικές) που αποτελούσαν στηρίγματα του συστήματος για όλη την προηγούμενη περίοδο. Αναφέρομαι και στις όλο και οξυνόμενες αντιθέσεις ανάμεσα στις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ανάμεσα σε μερίδες και σχηματισμούς του κεφαλαίου που οι συντελούμενες μεταβολές αναδιατάσσουν τη θέση και το ρόλο και τις δυνατότητές τους.
Σ’ αυτές τις καθοριστικού χαρακτήρα μεταβολές, στις αντιφάσεις, αντινομίες και αντιθέσεις που δημιουργούν, στις αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις που προκαλούν βρίσκονται οι όροι, οι παράγοντες της γενικευμένης κρίσης του συστήματος. Καθόλου βέβαια τυχαία.
Στην πραγματικότητα η κάθε μεταβολή σε κάθε σημαντικό πεδίο δεν μπορεί παρά να συντελείται με όρους κρίσης. Η σύνδεση και οι αλληλεπιδράσεις τους διαμορφώνουν το πλέγμα της συνολικής και γενικευμένης κρίσης του συστήματος. Σε τέτοια μάλιστα έκταση, ένταση και βάθος ώστε να οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερες αντιφάσεις και αντιθέσεις και στα συνεχώς αναπαραγόμενα αδιέξοδα του συστήματος.
Ενδεικτικά και μόνο να υπενθυμίσω ορισμένες απ’ αυτές στις οποίες αναφέρομαι περισσότερο στο κυρίως κείμενο.
Η απόπειρα των ΗΠΑ να διεκδικήσουν την παγκόσμια κυριαρχία και να «ρυθμίσουν» ανάλογα τον κόσμο όχι μόνο οδηγήθηκε σε αδιέξοδο αλλά προκάλεσε και την όξυνση των αντιθέσεων στα πλαίσια του δυτικού μπλοκ.
Η ασυγκράτητη επέλαση των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην Ανατολική Ευρώπη επιτάχυνε τις τάσεις ανασυγκρότησης της ρωσικής ισχύος.
Η προώθηση της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης και των «4 ελευθεριών» μαζί με τα τεράστια κέρδη που απέφερε στη Δύση διαμόρφωσε και ένα πεδίο οικονομικής -και όχι μόνο- ενδυνάμωσης της Κίνας.
Η κυριάρχηση και ανεξέλεγκτη δράση του χρηματιστικού κεφαλαίου αποτέλεσε βασικό παράγοντα που οδήγησε στο κραχ του 2008 και στην εξέλιξή του σε συνολική οικονομική κρίση.
Η εξελισσόμενη «εσωτερική» αναδιάταξη οικονομικών κοινωνικών δυνάμεων δημιουργεί τριγμούς και ρήγματα στο εσωτερικό μέτωπο ακόμη και των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών χωρών.
Η διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων που ήρθε στο προσκήνιο με βάση το σύνολο των εξελίξεων οξύνει στο έπακρο τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Μια εξέλιξη που πέραν των άλλων διαμορφώνει και συνθήκες αδυναμίας «αξιοποίησης» της τεράστιας συσσώρευσης που συντελείται και δημιουργίας όρων οικονομικής -κατ’ αρχάς- διεξόδου.
Όλα αυτά και πολλά που παραλείπω οδηγούν σε αναζητήσεις, αναπροσαρμογές, κατευθύνσεων και επιλογών για το σύνολο των δυνάμεων του συστήματος με υπόβαθρο μια κρίση στρατηγικής.
Σ’ αυτά έχουν τις αφετηρίες τους εξελίξεις όπως η έξοδος της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, ενώ χαρακτηριστικό παράδειγμα δίνουν οι εξελίξεις στη ναυαρχίδα του συστήματος, τις ΗΠΑ.
Όλες οι εναλλαγές στην προεδρία των ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες συνδέονται πέραν των άλλων με την αναζήτηση εκείνης της στρατηγικής που θα υπηρετούσε τα συμφέροντα και τις επιλογές των ΗΠΑ στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά τις ανατροπές του 1989-1991.
Από την αποτυχία του πατρός Μπους να επανεκλεγεί και την εκλογή Κλίντον, μέχρι την ανάδειξη Τσέινι – Μπους (υιού) στη διοίκηση των ΗΠΑ.
Από τον παραμερισμό αυτής της ομάδας και την εκλογή Ομπάμα, μέχρι την απροσδόκητη για τους περισσότερους εκλογή του Ντ. Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ.
Τι σημαίνει και τι μπορεί να περιμένει ο κόσμος από μια τέτοια επιλογή;
Ο Τραμπ σε δηλώσεις του υπόσχεται να κάνει τις ΗΠΑ «ξανά ισχυρές». Δηλαδή; Δεν είναι μήπως ισχυρές οι ΗΠΑ; Δεν είναι η ηγετική δύναμη στον κόσμο; Και πότε ήταν ισχυρότερη η θέση τους; Όταν είχαν απέναντί τους μια άλλη υπερδύναμη (ΕΣΣΔ); Τι σημαίνει μια τέτοια δήλωση υπό τις δεδομένες συνθήκες; Ποιο είναι το πραγματικό ζήτημα που τίθεται εδώ.
Όπως έχει κιόλας αναφερθεί, διανύουμε μια περίοδο μετάβασης. Μιας μετάβασης που κεντρικό της στοιχείο είναι η διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων. Μια εξέλιξη που θέτει ζητήματα «υπαρξιακού» χαρακτήρα για κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη καθώς στα πλαίσιά της διαμορφώνονται οι όροι που θα καθορίσουν τη θέση και το ρόλο τής κάθε δύναμης στο «νέο κόσμο» που οικοδομείται.
Μια εξέλιξη που αφορά και τη δύναμη που έχει τον ηγετικό και δεσπόζοντα ρόλο σήμερα στον κόσμο. Τις ΗΠΑ. Αυτόν το ρόλο οι ΗΠΑ θέλουν να διατηρήσουν, ενισχύσουν, διασφαλίσουν ή και να τον διευρύνουν.
Το ζήτημα δεν είναι αν αυτή η θέση των ΗΠΑ μπορεί να αμφισβητηθεί άμεσα από οποιαδήποτε άλλη δύναμη. Το ζήτημα βρίσκεται στις μεταβολές που συντελούνται, στους νέους όρους, τάσεις και συσχετισμούς που διαμορφώνουν σε όλα τα πεδία οι εξελίξεις.
Στον «κίνδυνο», όπως τον αντιλαμβάνεται η αμερικανική ελίτ, να βρεθούν μπροστά σε διαμορφώσεις που να θέτουν σε αμφισβήτηση τον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ.
Σ’ αυτές τις εξελίξεις παρεμβαίνουν οι ΗΠΑ, σ’ αυτές τις μεταβολές θέλουν να βάλουν τη σφραγίδα τους, αυτές τις αναδιαμορφώσεις θέλουν να τις κατευθύνουν και προσαρμόσουν στη βάση των δικών τους συμφερόντων και επιλογών.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση εντάσσονται οι δηλώσεις-διαθέσεις της νέας προεδρίας, αυτή προτίθενται να υπηρετήσουν καθώς εμφαίνεται και από τα σημαντικά ζητήματα που θέτει.
Το ζήτημα των συμμαχιών στρατηγικού χαρακτήρα. Ζήτημα ιεράρχησης στρατηγικού αντιπάλου και ανάλογης αντιμετώπισής του.
Ενίσχυσης των ΗΠΑ στο πεδίο του στρατηγικού ανταγωνισμού (πυρηνικά – Διάστημα).
Ζήτημα αναπροσαρμογής της στρατηγικής των ΗΠΑ σε μια σειρά ανοιχτά μέτωπα.
Θέτει ζήτημα οικονομικών ιεραρχήσεων και αναδιατάξεων στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Αντίστοιχα και σε συνάρτηση με το προηγούμενο, θέτει ζήτημα αναπροσαρμογών στις οικονομικές σχέσεις των ΗΠΑ με τις άλλες χώρες.
Γενικότερα θέτει ζήτημα επαναπροσδιορισμού της σχέσης των ΗΠΑ με τον άλλο κόσμο και σε όλα τα πεδία.
Στην πραγματικότητα και με δεδομένο το βάρος των ΗΠΑ, αυτό που αναδείχνεται είναι μια διάθεση αναδιαμόρφωσης του συνόλου των σχέσεων και λειτουργιών στον κόσμο στα μέτρα των αμερικάνικων επιδιώξεων και συμφερόντων.
Απ’ εκεί και πέρα το πόσο αποφασιστικά μπορούν να κινηθούν σε μια τέτοια κατεύθυνση, ποια προβλήματα έχουν να αντιμετωπίσουν και τι εν τέλει μπορούν να πετύχουν, είναι ένα άλλο ζήτημα.
Το πιο άμεσο από τα σοβαρά ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει η προεδρία Τραμπ αφορά τις δυνάμεις στήριξής της. Αποτελεί εντελώς ασυνήθιστο φαινόμενο η ανοιχτή αμφισβήτηση ενός Αμερικανού προέδρου από την πρώτη στιγμή της εκλογής του σε τέτοια έκταση, ένταση και από τόσο ευρύ φάσμα δυνάμεων. Σημεία των καιρών. Οι μεταβολές που συντελούνται στον κόσμο δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμες ακόμα και από την πιο ισχυρή δύναμη του πλανήτη. Τα προβλήματα που δημιουργούνται βρίσκονται πίσω από την όξυνση των αντιφάσεων και αντιθέσεων στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Τόσο αυτών που οδήγησαν στις διαδοχικές εναλλαγές προέδρων και κατευθύνσεων όσο και αυτών που έφεραν στο προσκήνιο μια λύση που ήδη αμφισβητείται από ισχυρές δυνάμεις εντός (και εκτός) ΗΠΑ.
Αυτό είναι το άμεσο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ο Τραμπ και η όποιας μορφής διευθέτησή του θα έχει καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση του εύρους της στρατηγικής του.
Όπως και να ‘χει πάντως, εκείνο με το οποίο θα βρεθεί αντιμέτωπος ο Τραμπ είναι η… πραγματικότητα. Τα πραγματικά δεδομένα που ισχύουν τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Δεδομένα που δεν διαμορφώθηκαν στη βάση -και μόνο- των επιλογών ενός Ομπάμα λ.χ. ή οποιουδήποτε άλλου, αλλά στη βάση συγκεκριμένων όρων, συνθηκών και συσχετισμών. Σε ανάλογη βάση εξελίσσονται και αυτό δεν θα ανατραπεί έτσι απλά και με βάση διακηρύξεις και διατάγματα και μόνο.
Αναμφίβολα εκείνο που θα δώσει τις σαφέστερες των απαντήσεων θα “ναι η πορεία των πραγμάτων. Μπορεί ωστόσο να επιχειρηθεί μια σύντομη έστω «ανίχνευση» ορισμένων από τα σοβαρά ζητήματα που τίθενται.
Ηγεμονία ή κυριαρχία; Επικέντρωση στη διατήρηση της ηγετικής θέσης των ΗΠΑ στον κόσμο ή διεκδίκηση της παγκόσμιας κυριαρχίας;
Ένα ερώτημα που απασχολεί εδώ και δεκαετίες την ελίτ των ΗΠΑ και στο οποίο δόθηκαν κατά καιρούς διαφόρων ειδών απαντήσεις.
Σε ποια τροχιά μέλλεται να κινηθεί ο Τραμπ; Η αντιφατικότητα των δηλώσεων και διαθέσεων που εκδηλώνει δεν ξεκαθαρίζουν το ζήτημα.
Από τη μια δηλώσεις με «φιλειρηνικό» πρόσημο και από την άλλη εκδήλωση διαθέσεων ισχυροποίησης του πάσης φύσεως «οπλοστασίου» των ΗΠΑ, που αντικειμενικά έχουν επιθετικό χαρακτήρα. Καθόλου παράδοξο.
Η θέση της ηγεμονίας είναι αυτή που αντιστοιχεί περισσότερο στις σημερινές δυνατότητες των ΗΠΑ και τους παγκόσμιους συσχετισμούς.
Μόνο που η πολιτική της ηγεμονίας εμπεριέχει εκ των πραγμάτων στοιχεία και τάσεις κυριαρχίας. Αυτό είναι κάτι που ισχύει σε οποιαδήποτε περίπτωση και πολύ περισσότερο σήμερα, σε μια περίοδο έντονων μεταβολών και αναδιατάξεων.
Σ’ αυτές τις συνθήκες η διατήρηση και διασφάλιση της ηγετικής θέσης προϋποθέτει, γεννά τάσεις επιβολής στον όποιο βαθμό και σε όποιο πεδίο είναι αυτή κάθε φορά εφικτή. Μόνο που κάτι τέτοιο ενεργοποιεί και οξύνει τις αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις με τις άλλες δυνάμεις. Αυτό είναι που βρίσκεται μπροστά μας. Απ’ εκεί και πέρα το «μέχρι πού» μπορεί αυτό να το τραβήξει η κάθε πλευρά και τι μπορεί αυτό να επιφέρει, μένει να το δούμε.
Από τα πιο κρίσιμα, το ζήτημα των συμμαχιών στρατηγικού χαρακτήρα. «Παρωχημένο το ΝΑΤΟ» έχει δηλώσει ο Τραμπ, ενώ προσκείμενοι σ’ αυτόν κύκλοι «διαρρέουν» απόψεις ακόμη και για πιθανότητα διάλυσής του κ.λπ. κ.λπ.
Αλλά για να μιλήσουμε σοβαρά. Η ηγετική θέση των ΗΠΑ και η νίκη των ΗΠΑ-Δύσης στον λεγόμενο ψυχρό πόλεμο στηρίχτηκε σε καθοριστικό βαθμό στην ύπαρξη της ευρωατλαντικής συμμαχίας. Η τυχόν διάλυσή της (λέμε τώρα) θα είχε μάλλον «αυτοκτονικό» χαρακτήρα, τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για τον ίδιο τον Τραμπ. Αυτό είναι κάτι που το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος, καθώς οι μετέπειτα δηλώσεις του είναι πολύ πιο «ισορροπημένες» όσον αφορά το πώς προτίθεται να αντιμετωπίσει το ζήτημα.
Άλλο τόσο κρίσιμη διάσταση έχει το ζήτημα του προσδιορισμού του στρατηγικού αντιπάλου. Στη σχετική φιλολογία και με βάση τις κατά καιρούς διακηρύξεις Τραμπ, συζητιέται η εκδοχή μιας σύμπλευσης με τη Ρωσία απέναντι στην «ανερχόμενη» Κίνα. Κάτι δηλαδή το ακριβώς αντίστροφο με αυτό που έγινε την περίοδο 1970-1980 (σύμπλευση με Κίνα απέναντι στην τότε Σ.Ε.). Στο υπόβαθρο τέτοιων τάσεων μπορούμε να υποθέσουμε και την επίδραση του «ιστορικού διλήμματος» της αμερικανικής ελίτ. Ευρώπη ή Ειρηνικός. Εκείνο πάντως που προβάλλεται σαν ο κύριος λόγος για μια τέτοια αναστροφή είναι το ότι η Κίνα θεωρείται σαν ο προοπτικά μεγάλος στρατηγικός αντίπαλος των ΗΠΑ (υπολογίζεται σε 30-40 χρόνια).
Θα μπορούσαν να τεθούν εδώ πολλά ερωτηματικά και ενστάσεις σε σχέση με το αν και πότε η Κίνα θα μπορούσε να αναδειχθεί στη νέα υπερδύναμη. Μόνο που και αν το αποδεχτούμε -σαν υπόθεση εργασίας- υπάρχει ένα ζήτημα που δεν μπορεί να παρακαμφθεί. Στον ενεστώτα χρόνο και όχι στο απροσδιόριστο μέλλον ο κύριος στρατηγικός αντίπαλος των ΗΠΑ είναι η Ρωσία. Αυτόν έχουν απέναντί τους και μ’ αυτόν αναμετρώνται σήμερα σε μια σειρά πεδία. Σ’ αυτά θα συνεχίσουν να αναμετρώνται και οι εξελίξεις σ’ αυτά τα μέτωπα θα “ναι που θα «αποφασίσουν» για τις ιεραρχήσεις των ΗΠΑ.
Σε σχέση με το ίδιο ζήτημα υπάρχει και ένα ακόμη πολύ πιο σημαντικό ζήτημα για το οποίο δεν πολυγίνεται λόγος. Βασικό στοιχείο της στρατηγικής των ΗΠΑ ήταν και παραμένει η αποτροπή δημιουργίας συμμαχιών στρατηγικού χαρακτήρα. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στον «κίνδυνο» μιας στρατηγικής συμμαχίας ανάμεσα σε Ρωσία – Κίνα. Φαίνεται συνεπώς αρκετά πιθανό οι κινήσεις Τραμπ πέραν των άλλων να έχουν σαν στόχο την παρεμβολή μιας «σφήνας» στο ενδεχόμενο η συνεργασία Ρωσίας-Κίνας να εξελιχθεί σε στρατηγική συμμαχία. Μόνο που δεδομένων των συνθηκών ας μην αποκλεισθεί η πιθανότητα να «επιτύχει» το ακριβώς αντίθετο.
Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ εκδηλώνει τη διάθεση να αναθεωρήσει τις συμφωνίες με το Ιράν ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσει την αποφασιστικότητά του να «συντρίψει την τρομοκρατία». Ζήτησε μάλιστα από τους στρατιωτικούς του επιτελείς να καταστρώσουν εν τάχει πλάνο άμεσης αντιμετώπισης και συντριβής του ISIS. Μόνο που το πρόβλημα δεν είναι απλά και μόνο στρατιωτικό. Είναι κατά κύριο λόγο πολιτικό, με κρίσιμη γεωστρατηγική διάσταση και άμεση σχέση με το ενεργειακό ζήτημα. Οι αντιφάσεις και περιπλοκές που χαρακτηρίζουν την κατάσταση στην περιοχή δεν θεραπεύονται με νέες αντιφάσεις σαν αυτές που εμπεριέχονται στις προθέσεις Τραμπ.
Η στοχοποίηση λ.χ. του Ιράν ακούγεται ευχάριστα στα αυτιά της σαουδαραβικής κλίκας, των Εμιράτων ή και της Τουρκίας, και βέβαια του Ισραήλ. Τον φέρνει όμως σε αντίθεση με τη Ρωσία με την οποία κατά τα άλλα διατίθεται να «συνεννοηθεί».
Από την άλλη μεριά η κατεύθυνση συντριβής του ISIS (αν την υποθέσουμε σαν πραγματική) τον φέρνει σε αντίθεση με τη Σαουδική Αραβία και άλλους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή. Αυτούς δηλαδή που με έγκριση, προτροπή και στήριξη των ίδιων των ΗΠΑ δημιούργησαν και συνεχίζουν να τροφοδοτούν τον ISIS. Ποιες επιλογές θα κάνει και πώς θα τα εναρμονίσει όλα αυτά ο Τραμπ; Ή να υποθέσουμε ότι θα επιχειρήσει να «βάλει τάξη» με τη χρήση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος και τα σχέδια που ζήτησε από τους επιτελείς του. Όπως περίπου επεχείρησε ο Μπους σε Αφγανιστάν και Ιράκ και ο Ομπάμα σε Συρία και δημιούργησαν έναν βάλτο από τον οποίο ακόμη και να “θελαν δεν μπορούν να ξεκολλήσουν οι ΗΠΑ.
Ας σταθούμε όμως και στο οικονομικό πεδίο και στις προθέσεις του Τραμπ να αναδιοργανώσει την αμερικανική οικονομία και να επαναπροσδιορίσει τις οικονομικές της σχέσεις με τις άλλες χώρες.
Άλλωστε στον σημερινό κόσμο υπάρχει πλήρης σύνδεση των εσωτερικών οικονομικών διαμορφώσεων με τις διεθνείς. Μάλιστα για τις ιμπεριαλιστικές χώρες και πρώτα απ’ όλα τις ΗΠΑ αυτή η σχέση λειτουργεί σε άμεση συνάρτηση με τον ιμπεριαλιστικό τους χαρακτήρα.
Πιο συγκεκριμένα, η ισχύς των ΗΠΑ διαμορφώνει-επιβάλλει τους όρους των οικονομικών της συναλλαγών με τις άλλες χώρες και με τη σειρά τους αυτές οι συναλλαγές υπηρετούν τη σταθεροποίηση και αναπαραγωγή της αμερικανικής ισχύος. Αυτά σημαίνουν ότι οι όποιες αναδιατάξεις στο εσωτερικό χρειάζεται να συνυπολογίζουν τις διεθνείς τους διαστάσεις και αντίστροφα.
Ας δούμε λοιπόν πώς έχει το ζήτημα, κατ” αρχάς με το διεθνές πλαίσιο το οποίο όπως αναφέρθηκε προτίθεται να αναδιαμορφώσει ο Τραμπ.
Το πλαίσιο των διεθνών οικονομικών σχέσεων έχει διαμορφωθεί κατά κύριο λόγο από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης και πρώτα απ’ όλα τις ΗΠΑ.
Λειτουργεί εδώ και δεκαετίες κατά βάσιν με αυτούς τους όρους που διασφαλίζουν την υπεροχή της Δύσης και τον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ.
Σ’ αυτή τη βάση απέδωσε τεράστια οφέλη σ’ αυτές τις δυνάμεις και όχι μόνο οικονομικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα είναι ή μπορούν να παραμείνουν αμετακίνητα στο διηνεκές.
Αντίθετα διανύουμε μια περίοδο μεγάλων μεταβολών που τροφοδοτούνται και από τις ίδιες τις αντιφάσεις, τις αντινομίες και αντιθέσεις του συστήματος. Στο παγκόσμιο ταμπλό έχουν προβάλλει και άλλες δυνάμεις (κατά πρώτον Ρωσία, Κίνα) που διεκδικούν το δικό τους μερτικό και ρόλο ενώ σοβαρές αντιθέσεις εκδηλώνονται και ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους δυτικούς της συμμάχους.
Η περίφημη «παγκοσμιοποίηση» -και όπως ήδη αναφέρθηκε- που τόσα κέρδη απέδωσε σε ΗΠΑ-Δύση διαμόρφωσε ταυτόχρονα και ένα έδαφος που «αξιοποιείται» και από άλλες δυνάμεις. Η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου που τόσο καλά υπηρέτησε την επιθετική επέκταση του δυτικού ιμπεριαλισμού προκάλεσε το κραχ του 2008 και την οικονομική κρίση. Οι διαφοροποιήσεις στη διάταξη δυνάμεων στο οικονομικό πεδίο έχουν κι αυτές το δικό τους βάρος και επίδραση στη διαδικασία της συνολικής αναδιάταξης δυνάμεων.
Στο πλαίσιο λοιπόν των μεγάλων μεταβολών που συντελούνται σε όλα τα πεδία η διατήρηση και διασφάλιση της αμερικανικής ηγεμονίας αποτελεί ένα διαρκές ζητούμενο για την ηγεσία των ΗΠΑ όποια κι αν είναι αυτή κάθε φορά.
Σε σχέση ωστόσο με όλα αυτά αναδείχνεται ένα ζήτημα ιδιότυπου χαρακτήρα. Παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις και ανακατατάξεις που συντελούνται και παρ’ όλες τις «δυσαρέσκειες» του Τραμπ, το πλαίσιο αυτό συνεχίζει να λειτουργεί και σήμερα με όρους που παρέχουν σημαντικά πλεονεκτήματα στις δυνάμεις της Δύσης και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Γι’ αυτό άλλωστε και αμφισβητείται από τις άλλες δυνάμεις που επιδιώκουν, διεκδικούν αλλαγές σε θεσμούς και λειτουργίες.
Με αυτές τις τάσεις έρχονται να «συναντηθούν» αλλά με την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση οι διακηρύξεις του Τραμπ να το αναπροσαρμόσουν προς ακόμη μεγαλύτερο όφελος των ΗΠΑ.
Αυτό σημαίνει ότι επίκεινται οξύτατες αντιπαραθέσεις με όλους αυτούς ακόμη και με τους Ευρωπαίους εταίρους που έχουν και αυτοί τα «παράπονά» τους.
Χώρια τα ρίσκα που εμπεριέχουν οι κινήσεις ανατροπής ενός ευνοϊκού για τις ΗΠΑ πλαισίου, χωρίς να είναι προβλέψιμα τα αποτελέσματα που θα έχει η αναστάτωση που θα επιφέρουν.
Σοβαρές αντιφάσεις και περιπλοκές εμφανίζουν και οι διακηρύξεις που αφορούν την αμερικανική οικονομία.
Ανάμεσα σε άλλα ο Τραμπ υπόσχεται να ενισχύσει την αμερικανική βιομηχανία και να τονώσει την εν γένει παραγωγική δυνατότητα των ΗΠΑ.
Να ενισχύσει τις αμερικανικές επιχειρήσεις.
Να τις «προστατεύσει» από την «εισβολή» των προϊόντων άλλων χωρών.
Να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανεργίας, τόσο μέσω αυτών των κινήσεων όσο και υποχρεώνοντας τις αμερικανικές βιομηχανίες που έχουν μετακομίσει σε άλλες χώρες να επανακάμψουν. (Ή να επιβαρυνθούν με πρόσθετα κόστη).
Να αντιμετωπίσει το μεταναστευτικό ορθώνοντας τείχος (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στην παράνομη μετανάστευση. Μια κατεύθυνση που τη συνδέει τόσο με το πρόβλημα της ανεργίας όσο και με ζητήματα ασφάλειας απέναντι στην «τρομοκρατία».
Γενικότερα, να προχωρήσει σε σοβαρές τομές και αναδιάταξη επιλογών και ιεραρχήσεων στην αμερικανική οικονομία.
Ας σταθούμε λίγο σ’ αυτό. Η αμερικανική οικονομία λειτουργεί στη βάση συγκεκριμένων δομών, ιεραρχήσεων και κατανομών ανάμεσα στις διάφορες μερίδες του κεφαλαίου. Τέτοιων που αντιστοιχούν (και υπηρετούν) τόσο τους «εσωτερικούς» όρους και συσχετισμούς όσο και στην «εξωτερική» διάσταση της αμερικανικής οικονομίας. Σ’ αυτή τη βάση, η αναδιάταξη σχέσεων και ιεραρχήσεων δεν ήταν ποτέ και δεν είναι μια απλή υπόθεση. Όχι μόνο επειδή σε κάτι τέτοιο αντιδρούν οι μερίδες που θίγονται απ’ αυτό, αλλά και στη βάση τού κατά πόσο υπηρετούνται τα συνολικότερα αμερικανικά οικονομικά -και όχι μόνο- συμφέροντα.
Ας σταθούμε σε ορισμένα από τα προβλήματα που ανακύπτουν. Μπορούν λ.χ. να υλοποιηθούν αυτές οι αναπροσαρμογές και αναδιατάξεις χωρίς επαναπροσδιορισμό της σχέσης του χρηματιστικού κεφαλαίου με την αναδιάρθρωση και την αναδιάταξη δυνάμεων στην αμερικανική οικονομία; Πόσο εφικτό είναι, αλλά και τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο; Το ζήτημα βρίσκεται στο ότι η θέση υπεροχής του χρηματιστικού κεφαλαίου δεν καθορίστηκε επειδή «έτσι το σκέφτηκαν» ο Κλίντον με τον Γκρίνσπαν. Καθορίστηκε από την ιμπεριαλιστική φύση των ΗΠΑ και ιδιαίτερα από την ασυγκράτητη επιθετικότητα που εκδήλωσαν μετά τις ανατροπές του 1989-1991 και σε όλα τα πεδία. Στην ανάπτυξη αυτής της επίθεσης που απέφερε τεράστια οφέλη στις ΗΠΑ (και όχι μόνο οικονομικά) καθοριστικός ήταν ο ρόλος του χρηματιστικού κεφαλαίου. Όσο για τις αμφισβητήσεις που εκδηλώθηκαν έντονα μετά το κραχ του 2008, αυτές δεν έχουν αναιρέσει ούτε την ισχύ αλλά ούτε και το ρόλο που συνεχίζει να έχει στην οικονομική δράση των ΗΠΑ σε παγκόσμια κλίμακα η Γουόλ Στριτ.
Με αυτά τα δεδομένα, ακόμη κι αν υποθέταμε (που δεν το υποθέτουμε και τόσο) ότι ο Τραμπ θα επιχειρήσει να περιορίσει το ρόλο του χρηματιστικού κεφαλαίου, μπαίνει ένα σοβαρό ερώτημα.
Θα “ναι μεγαλύτερα τα οφέλη ή οι ζημίες για τις ΗΠΑ από μια τέτοια εξέλιξη;
Αντίστοιχες αντιφάσεις και περιπλοκές αναδείχνονται και σε σχέση με τις εξαγγελίες για το βιομηχανικό και το εν γένει επιχειρηματικό κεφάλαιο, το οποίο κατά τα άλλα θέλει να ενισχύσει. Οι θέσεις περί «επαναπατρισμού» των βιομηχανιών μπορεί να ακούγονται ευχάριστα στα αυτιά των «λευκών» ψηφοφόρων του Τραμπ, καθόλου όμως σ’ αυτά των βιομηχάνων. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις δεν πήγαν σε άλλες χώρες επειδή κάποιος τις υποχρέωσε, αλλά για να αυξήσουν την κερδοφορία τους. Και δεν είναι δύο ή τρεις αλλά ένας τεράστιος αριθμός, που δραστηριοποιούνται σε όλο τον κόσμο αποφέροντας τεράστια κέρδη συνολικά για το αμερικανικό κεφάλαιο.
Με αυτά τα δεδομένα η απόσταση ανάμεσα στις διακηρύξεις και τη δυνατότητα υλοποίησής τους εμφανίζει ένα κενό περιεχομένου.
Αλλά έστω. Ας υποθέσουμε ότι ένας αριθμός τουλάχιστον «επαναπατρίζεται». Ανακύπτει εδώ ένα δεύτερο ερώτημα. Με ποιο μισθολογικό καθεστώς θα λειτουργούν; Με το «αμερικανικό» ή το «μεξικανικό», λόγου χάρη; Και πόσο πρόθυμες θα είναι αυτές οι επιχειρήσεις να αποδεχτούν το πρώτο και να στερηθούν το δεύτερο στο οποίο και βασίζουν το εύρος της κερδοφορίας τους; Και αν ισχύει το δεύτερο, ποιου «χρώματος» εργαζόμενοι στις ΗΠΑ θα “ναι εκείνοι που θα αποδεχτούν τέτοιους όρους;
Αλλά ας κάνουμε εδώ και μια δεύτερη υπόθεση. Ότι δηλαδή με βάση τα διάφορα αντισταθμιστικά οφέλη που υπόσχεται σ’ αυτές ο Τραμπ (φοροελαφρύνσεις, κίνητρα κ.λπ.) εφαρμόζεται ένα καλύτερο μισθολογικό καθεστώς. Γεννιέται εδώ ένα δεύτερο ερώτημα. Ποια επίπτωση θα έχει αυτό στο κόστος και συνεπώς στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους. Έχει και σ’ αυτό απάντηση ο Τραμπ.
Υπόσχεται μέτρα προστατευτισμού των αμερικανικών προϊόντων, τόσο απέναντι στην «εισβολή» των «ξένων» προϊόντων στην αμερικανική αγορά όσο και ως προς την ενίσχυση των εξαγωγικών τους δυνατοτήτων. Μόνο που με το ίδιο ακριβώς νόμισμα μπορούν να απαντήσουν και οι ανταγωνιστές των ΗΠΑ. Μια τέτοια εξέλιξη ωστόσο, όπως άλλωστε έχει καταδείξει μέσα από συγκεκριμένες εμπειρίες η μακρόχρονη ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος, μόνο αρνητικές συνέπειες είχε, τόσο για την κάθε χώρα όσο και συνολικά για το σύστημα.
Υπόσχεται ακόμη να αντιμετωπίσει το ζήτημα της ανεργίας, της φτωχοποίησης, της ασφάλειας απέναντι στην τρομοκρατία αλλά και του μεταναστευτικού το οποίο μάλιστα προβάλλεται και σαν βασική αιτία για όλα αυτά.
Σε σχέση λοιπόν με το πρώτο. Η ανεργία, η φτωχοποίηση, η εξαθλίωση εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα στην πιο πλούσια χώρα του κόσμου, με το μόνο το οποίο δεν έχει καμιά σχέση είναι οι μετανάστες. Οφείλεται κατ’ αρχάς στην ίδια την εκμεταλλευτική φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Συνδέεται άμεσα με την επίθεση που έχει εξαπολύσει το κεφάλαιο ενάντια στην εργατική τάξη, ατμομηχανή της οποίας είναι το αμερικανικό κεφάλαιο, επιφανής εκπρόσωπος του οποίου είναι ο ίδιος ο Τραμπ. Το μόνο συνεπώς που δεν μπορεί να περιμένει κανείς είναι το να στραφεί ο Τραμπ ενάντια στον… εαυτό του, τα συμφέροντά του, τα συμφέροντα της τάξης στην οποία ανήκει.
Όσον αφορά το μεταναστευτικό καθαυτό. Η βάση του προβλήματος βρίσκεται κατ’ αρχάς στον ιμπεριαλισμό. Ιδιαίτερα στην πολιτική της οικονομικής ερημοποίησης σειράς χωρών την οποία έχει επιφέρει η εκστρατεία επανακατάκτησης-επαναποικιοποίησης του κόσμου και της οποίας τον σιδερένιο βραχίονα αποτελούν οι ΗΠΑ.
Δεύτερον, βρίσκεται στο γεγονός ότι το αμερικανικό κεφάλαιο αποκομίζει τεράστια κέρδη από την ασύδοτη έως και απάνθρωπη εκμετάλλευση των μεταναστών. Σ’ αυτό βρίσκεται η απάντηση στο «πρόβλημα» και όχι στις «αγαθές» προθέσεις ή την «ανοχή» των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Στους ίδιους παράγοντες βρίσκονται και οι αιτίες που δημιουργούν το πρόβλημα της τρομοκρατίας και των απειλών που προέρχονται από αυτήν.
Στο έδαφος που διαμορφώνουν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, στο κομμάτιασμα χωρών, το ματοκύλισμα λαών και στα οποία πρωτοστατούν οι ΗΠΑ.
Στους μηχανισμούς που στήνουν πάνω σ’ αυτό το έδαφος οι μυστικές υπηρεσίες των ιμπεριαλιστικών χωρών, με προεξάρχουσες αυτές των ΗΠΑ, και τους οποίους χρησιμοποιούν αδίστακτα στις μαύρες επιχειρήσεις στις οποίες ειδικεύονται. Η μήτρα της τρομοκρατίας δεν βρίσκεται στους μετανάστες. Βρίσκεται στην πολιτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Αυτό σημαίνει ότι τις αιτίες που τη γεννάν ούτε θέλουν ούτε καν σκέφτονται να αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ όποιος κι αν είναι ο πρόεδρός τους.
Συνοψίζοντας. Όλα όσα αναφέρθηκαν (και όσα δεν αναφέρθηκαν) αποτελούν κρίκους ενός συνολικού πλέγματος και οι οποίοι βρίσκονται σε σχέση πλήρους αλληλοπροσδιορισμού και αλληλεξάρτησης.
Δεν είναι εύκολο για καμιά δύναμη ακόμη και για την πιο ισχυρή, όπως οι ΗΠΑ, να αλλάξει δραστικά το συνολικό πλαίσιο με μόνο τις διαθέσεις της. Υπάρχει βέβαια και η εκδοχή των κινήσεων δραστικού χαρακτήρα, των ρήξεων που θα εκβιάσουν μια συνολική ανατροπή αυτού του πλαισίου. Μόνο που κάτι τέτοιο εμπεριέχει μεγάλα ρίσκα και κινδύνους – και όχι μόνο οικονομικού χαρακτήρα. Χωρίς μάλιστα να είναι δεδομένο ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι θετικό για όποιον επιχειρήσει κάτι τέτοιο και όχι το αντίθετο.
Έχει τέτοιες διαθέσεις ο Τραμπ; Και αν υποθέσουμε ότι τις έχει, τις συμμερίζονται οι δυνάμεις που έχουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των επιλογών, ιεραρχήσεων και της εν γένει πορείας των ΗΠΑ;
Αν έπρεπε να δώσουμε μια απάντηση στο ερώτημα, εκείνο που διαφαίνεται είναι περισσότερο μια τάση αξιοποίησης της ισχύος και της δεσπόζουσας θέσης των ΗΠΑ για άσκηση πίεσης προς όλες τις κατευθύνσεις. Μιας πίεσης που έχει σαν στόχο της αναπροσαρμογές σε μια σειρά πεδία και τέτοιες που να υπηρετούν τα οικονομικά πολιτικά και στρατηγικά συμφέροντα και επιδιώξεις των ΗΠΑ.
Απέναντι σε μια τέτοια πίεση δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα οι άλλες δυνάμεις να κάνουν ορισμένες υποχωρήσεις. Ωστόσο, μέχρις ενός ορισμένου σημείου. Όπως άλλωστε δείχνουν και οι αντιδράσεις τους, μέχρι του σημείου που δεν θα θίγονται δικά τους ζωτικά συμφέροντα.
Το ποιο θα μπορούσε να είναι το «σημείο ισορροπίας», ούτε να προσδιοριστεί μπορεί ούτε και αν θα υπάρξει σαν τέτοιο.
Εκείνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η θέση του θα προσδιορίζεται με βάση τους υπάρχοντες όρους, συμφέροντα, σχέσεις και πάνω απ’ όλα από τους συσχετισμούς ισχύος.
Το δεύτερο, ότι θα πρόκειται για «κυμαινόμενη ισορροπία», μια και οι όροι και οι συνθήκες μεταβάλλονται συνεχώς.
Τρίτον, από το «μέχρι πού» έχουν τη διάθεση να το τραβήξουν οι διάφορες δυνάμεις και ιδιαίτερα εκείνη (ΗΠΑ) που έχει τις μεγαλύτερες δυνατότητες.
Σε σχέση με αυτά και ιδιαίτερα το τελευταίο, χρειάζεται να τεθεί ένα ζήτημα καίριας σημασίας. Αυτή η «διάθεση» δεν είναι απλά και μόνο ζήτημα… διαθέσεων.
Κατά κύριο λόγο συναρτάται με την πίεση που ασκούν τα προβλήματα και τα αδιέξοδα συνολικά του συστήματος και το πώς εκφράζονται αυτά σε κάθε χώρα. Ανεξάρτητα συνεπώς από τις όποιες διαφοροποιήσεις συντελεστούν σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το πεδίο, το πρόβλημα για την κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη θα παραμένει. Θα συνεχίσει να υπόκειται στην πίεση του ερωτήματος ως προς τη θέση και το ρόλο της στο «νέο κόσμο» που διαμορφώνουν οι μεταβολές και αναδιατάξεις που συντελούνται.
Πριν αναφερθούμε περισσότερο σ’ αυτά, ας σταθούμε και στην περίπτωση της Μ. Βρετανίας, μια και το Brexit αποτελεί ήδη γεγονός και το οποίο θέτει και αυτό τα δικά του νέα δεδομένα.
Σε σχέση με το Brexit και όσον αφορά τις γενικότερες αιτίες, αυτές βρίσκονται στις συνολικές εξελίξεις, όπως αυτές ήδη αναφέρθηκαν και οι οποίες ωθούν στην αναζήτηση δρόμων το σύνολο των δυνάμεων του συστήματος.
Ειδικότερα για την Αγγλία, σημαντικό ρόλο είχε ο ιστορικός διχασμός ανάμεσα στις τάσεις που έβλεπαν προς τη μεριά της Ευρώπης και σ’ εκείνες που προσέβλεπαν προς την πλευρά του Ατλαντικού.
Σ’ αυτό το πλαίσιο οι δυσαρέσκειες για τον ηγεμονικό ρόλο της Γερμανίας στα πλαίσια της ΕΕ βρίσκονται αντιμέτωπες με τους φόβους για τις συνέπειες και τα κόστη που θα είχε η απώλεια της ευρωπαϊκής αγοράς. Οι κινήσεις εξισορρόπησης ανάμεσα στις δύο βάρκες, οι πιέσεις του Κάμερον για επαναπροσδιορισμό των σχέσεων με ΕΕ δεν έδωσαν λύση. Ούτε και η από κοινού με τη Γαλλία επέμβαση στη Λιβύη και η συμφωνία συνεργασίας στο στρατηγικό πεδίο που εκτός των άλλων έδειχναν να εμπεριέχουν και το στοιχείο της σύμπλευσης με τη Γαλλία απέναντι στον γερμανικό ηγεμονισμό.
Αυτή δόθηκε με έναν τρόπο όχι και τόσο συνηθισμένο για το διχασμένο βρετανικό κεφάλαιο. Το δημοψήφισμα. Όπως και να “χει, με αυτό το δεδομένο είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει πλέον η Αγγλία.
Σ’ αυτό το πλαίσιο έχει να αντιμετωπίσει τόσο τα εσωτερικά όσο και τα «εξωτερικά» της προβλήματα. Το Ιρλανδικό, το ζήτημα της Σκωτίας, τις προσδοκίες των λαϊκών μαζών, το μεταναστευτικό και βεβαίως την αναπροσαρμογή της οικονομίας της στα νέα δεδομένα. Μιας οικονομίας προσαρμοσμένης στη σύνδεση με την ευρωπαϊκή αγορά και τον σημαίνοντα ρόλο του Σίτυ σαν ένα από τα δύο κυριότερα χρηματιστικά κέντρα στον κόσμο. Μόνο που το Brexit θέτει πλέον άλλες απαντήσεις σε σχέση με τη διάρθρωση που επέβαλλαν οι επιλογές Θάτσερ.
Η αναπροσαρμογή της βρετανικής οικονομίας ούτε εύκολη είναι ούτε μπορεί να πραγματοποιηθεί από τη μια στιγμή στην άλλη ενώ ταυτόχρονα συνεπάγεται και μεγάλα κόστη.
Ανάλογα προβλήματα τίθενται σε σχέση με τον επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής της στο διεθνές πεδίο και των σχέσεών της με τις άλλες δυνάμεις.
Η συνάντηση της Μέι με τον Τραμπ δίνει λαβή σε εκτιμήσεις για αναβάθμιση του πάντα υπαρκτού αγγλοσαξονικού άξονα. Μόνο που αυτό παραμένει ζητούμενο, χωρίς μάλιστα να σημαίνει ότι αποτελεί και ό,τι καλύτερο για τη Βρετανία.
Αν η Αγγλία εύρισκε «αφόρητη» την ηγετική σκιά της Γερμανίας στην Ευρώπη, θα έχει πλέον απέναντί της έναν πολύ πιο ισχυρό και απαιτητικό «εταίρο».
Ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα έχει μπροστά της στο πεδίο των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Βεβαίως η Βρετανία παραμένει υπολογίσιμο μέγεθος (και όχι μόνο οικονομικά) και με σημαντικού εύρους οικονομικές σχέσεις με μια σειρά χώρες. Μόνο που έχει πλέον να κινηθεί μέσα από τις δυσκολίες προσαρμογών που επιβάλλει το Brexit και χωρίς τα πλεονεκτήματα που της έδινε η πρόσβασή της στην κοινή αγορά της Ευρώπης.
Στις προθέσεις που εκδηλώνονται διαφαίνεται η διάθεση διατήρησης μιας «ιδιαίτερης σχέσης» με την ΕΕ, πράγμα στο οποίο δεν αντιτίθενται κατ’ αρχάς οι ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ο προσδιορισμός ωστόσο το ποια συγκεκριμένη μορφή θα έχει αυτή η σχέση παραμένει ζητούμενο. Το βέβαιο πάντως είναι ότι δεν θα περιέχει τα προνόμια και χαρακτηριστικά που διασφάλιζε για την Αγγλία η συμμετοχή της στην ΕΕ.
Ένα μεγάλο κεφάλαιο αποτελεί η προοπτική ανάπτυξης των οικονομικών της σχέσεων με τις ΗΠΑ. Αναμφίβολα οι ΗΠΑ αποτελούν μια αγορά ευρέων διαστάσεων, ενώ είναι πάντα υπαρκτός ο ρόλος της «γέφυρας» ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Υπάρχει ωστόσο το ερώτημα του κατά πόσο αυτή η αγορά θα ανοίξει και μάλιστα με προνομιακούς όρους για την Αγγλία με δεδομένα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και οι ΗΠΑ. Πολύ περισσότερο μάλιστα σε μια περίοδο που με τον Τραμπ πνέουν άνεμοι προστατευτισμού.
Αναδείχνεται επίσης ο προσανατολισμός για παραπέρα ανάπτυξη των οικονομικών και των εν γένει σχέσεών της με τις χώρες της πάλαι ποτέ Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Μόνο που η Βρετανία δεν είναι πια η θαλασσοκράτειρα που στην επικράτειά της «δεν έδυε ποτέ ο ήλιος». Οι χώρες αυτές έχουν πλέον τις δικές τους επιλογές και με βάση αυτές κινούνται. Θα πρέπει ακόμη να συνυπολογιστεί ότι στις περιοχές αυτές θα «συναντήσει» τον ανταγωνισμό των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, και τον μεγαλύτερο ίσως από τη μεριά της δύναμης στην αρωγή της οποίας υπολογίζει, δηλαδή των ΗΠΑ.
Συνοψίζοντας. Το Brexit δεν έλυσε τα προβλήματα της Βρετανίας. Αντίθετα τα έθεσε επί τάπητος και με τον πιο απαιτητικό τρόπο. Στη θάλασσα αυτών των προβλημάτων έχει πλέον να αρμενίσει η Βρετανία χωρίς μάλιστα να διαθέτει τους πανίσχυρους στόλους του παρελθόντος.
Θα “χε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε το πώς θα αντιμετωπίζονται από τις άλλες δυνάμεις αυτές οι εξελίξεις. Θα περιοριστώ ωστόσο σε λίγες και σύντομες παρατηρήσεις, μια και το σημείωμα αυτό έχει ήδη τραβήξει σε μάκρος μεγαλύτερο του προβλεπομένου. Η εν γένει στάση τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν στάση αναμονής κατ’ αρχάς, ενόψει του ποιο πραγματικό αντίκρισμα μέλλεται να έχουν οι δηλώσεις της νέας αμερικανικής προεδρίας.
Ιδιαίτερα προβληματισμένες και ανήσυχες εμφανίζονται οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις καθώς αντιλαμβάνονται ότι αυτές θα δεχτούν μεγάλο μέρος (αν όχι κυριότερο) των πιέσεων που προτίθεται να ασκήσει ο Τραμπ σε άλλες δυνάμεις.
Μια εξέλιξη που τις βρίσκει μάλιστα σε μια περίοδο όπου ήδη αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Το όχημα της ΕΕ πολύτιμο από τη μια αλλά και προβληματικό από την άλλη, καθώς αντιμετωπίζει προβλήματα συνοχής και διαμόρφωσης ενιαίας γραμμής, πλεύσης απέναντι σε εξελίξεις που θέτουν μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα. Ιδιαίτερα ανήσυχη εμφανίζεται η Γερμανία καθώς αισθάνεται ότι σ’ αυτήν επικεντρώνονται τα πυρά της πτέρυγας Τραμπ και τον κίνδυνο να βρεθεί αντιμέτωπη με σοβαρές πιέσεις από πολλές πλευρές και σε πολλά πεδία.
Σοβαρό πλήγμα για την ΕΕ υπήρξε η αποχώρηση της Βρετανίας που όξυνε στο έπακρο τα προβλήματα και τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία της. Και πριν συνέλθει απ’ αυτό δέχτηκε νέο χτύπημα με την εκλογή Τραμπ, οι διακηρύξεις του οποίου φαντάζουν απειλητικές για την πορεία και την ίδια την υπόστασή της.
Απέναντι σ’ αυτές τις εξελίξεις οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές στρέφονται από τη μια στην αντιμετώπιση των επειγόντων εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Ταυτόχρονα από την άλλη προσανατολίζονται στην αναζήτηση ενός νέου modus vivendi τόσο με τη Βρετανία όσο βέβαια και με τις ΗΠΑ, ευελπιστώντας -και όχι αβάσιμα- ότι ανάλογες είναι και οι διαθέσεις των άλλων πλευρών. Απ’ εκεί και πέρα το σε ποιο σημείο θα ισορροπήσει το εκκρεμές, μένει να το δούμε.
Η άλλη πλευρά στην οποία επικεντρώνονται τα πυρά της νέας αμερικανικής προεδρίας είναι η Κίνα. Απέναντι σ’ αυτό, η κινεζική ηγεσία, όσο ψύχραιμη και αποφασιστική κι αν εμφανίζεται, δεν μπορεί παρά να προβληματίζεται και να ανησυχεί.
Δεν αναφερόμαστε τόσο στη φιλολογία για συμμαχία ΗΠΑ – Ρωσίας ενάντια στην Κίνα, ένα ενδεχόμενο που όσο απίθανο κι αν φαντάζει δεν είναι «φρόνιμο» ωστόσο να αγνοείται από μια υπεύθυνη ηγεσία.
Αναφερόμαστε κυρίως στα άμεσα ζητήματα που έτσι κι αλλιώς θέτουν οι αμερικανικές προθέσεις.
Την αμφισβήτηση από τον Τραμπ της πολιτικής της «μίας Κίνας» την οποία ακολουθούν οι ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες.
Τις απειλές ότι οι ΗΠΑ θα παρεμποδίσουν τα έργα που πραγματοποιεί η Κίνα σε αμφισβητούμενες βραχονησίδες και την πρόσβαση σ’ αυτές των κινεζικών δυνάμεων.
Τις προθέσεις αναθεώρησης των οικονομικών σχέσεων με την Κίνα, των πιέσεων για ανατίμηση του γουάν, τις αλλαγές στο καθεστώς των εμπορικών συναλλαγών και των εκατέρωθεν επενδύσεων κ.ά.
Όλα αυτά σε μια περίοδο που η Κίνα προχωράει εν μέσω αντιθέσεων με τους γείτονές της σε κινήσεις ελέγχου του άμεσου περίγυρού της, θέτοντας έτσι τις βάσεις ευρύτερων φιλοδοξιών.
Αυτές τις τάσεις θέλουν να θέσουν υπό έλεγχο οι ΗΠΑ και αυτό είναι κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί σε όξυνση των αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων με την Κίνα.
Όσον αφορά την Ιαπωνία, η εκλογή Τραμπ εμπεριέχει δυο βασικά όσο και αντιφατικά στοιχεία.
Το πρώτο αφορά την κατάργηση της οικονομικής συμφωνίας του Ειρηνικού. Το μόνο βέβαια που δεν σημαίνει αυτό είναι ότι οι ΗΠΑ προτίθενται να διακόψουν τις οικονομικές τους συναλλαγές με τις χώρες της περιοχής. Αυτό που είναι σαφές είναι η πρόθεσή τους να τις διαμορφώσουν με όρους όχι απλά πιο επωφελείς για τις ΗΠΑ, αλλά και που να διασφαλίζουν την οικονομική -και όχι μόνο- κυριαρχία τους στη ζώνη του Ειρηνικού. Μια προοπτική που καθόλου δεν ενθουσιάζει τους Ιάπωνες ιθύνοντες καθώς αυτή ακριβώς η περιοχή τους ενδιαφέρει τα μέγιστα.
Το δεύτερο συνδέεται με την επιθετική στάση που υιοθετεί ο Τραμπ απέναντι στην Κίνα. Το θετικό εδώ για την Ιαπωνία είναι ότι αυτή η εξέλιξη έρχεται σε μια στιγμή που βρίσκεται σε οξεία αντιπαράθεση με την Κίνα για τα θαλάσσια σύνορα και όχι μόνο. Ταυτόχρονα και σε συνδυασμό με το ότι η Ιαπωνία αποτελεί τον ισχυρότερο σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή μπορεί να υπολογίζει σε ευνοϊκή μεταχείριση από τις ΗΠΑ σε μια σειρά πεδία. Υπάρχει ωστόσο εδώ και μια άλλη πλευρά. Αυτή συνδέεται με το ότι η Ιαπωνία εμπλέκεται σε μια αντιπαράθεση, τη διαχείριση της οποίας δεν την έχει η ίδια. Το μέχρι πού μπορεί να οδηγηθεί αυτή ή και το πώς μπορεί να χρησιμοποιήσουν οι ΗΠΑ την Ιαπωνία, μόνο εφησυχασμούς δεν επιτρέπει.
Η ρωσική ηγεσία (Πούτιν) δεν νομίζουμε ότι έχει την αφέλεια να πιστεύει ότι οι ΗΠΑ θα προχωρήσουν σε στρατηγική συμμαχία με τη Ρωσία. Ούτε βέβαια έχει αυταπάτες για το πόσο «φιλική» θα είναι η αντιμετώπισή της από τη μεριά του Τραμπ. Στην ίδια λογική, δεν θεωρούμε ότι είναι δυνατό να προχωρήσει έτσι απλά σε αναστροφή των στρατηγικών της ιεραρχήσεων και να συμπλεύσει με τις ΗΠΑ ενάντια στην Κίνα.
Βεβαίως έχει κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένη από τη διάσταση που έχει προκληθεί στο εσωτερικό των ΗΠΑ και την όξυνση των αντιθέσεων στα πλαίσια του δυτικού μπλοκ. Άλλωστε πάγια επιδίωξή της ήταν πάντα η αξιοποίηση αυτών των αντιθέσεων προς όφελός της. Έχει ωστόσο πλήρη επίγνωση τόσο του ενιαίου των αμερικανικών συμφερόντων και επιδιώξεων όσο και των δεσμών που συνδέουν τις ΗΠΑ με την Ευρώπη παρά τις όποιες αντιθέσεις τους. Σ’ αυτή την τροχιά θα συνεχίζει να κινείται, επωφελούμενη από τον μετριασμό των επιθετικών δηλώσεων ενάντιά της, υπολογίζοντας ταυτόχρονα και εκτιμώντας το πραγματικό κάθε φορά αντίκρισμα των δηλώσεων και κινήσεων της αμερικανικής προεδρίας.
Τέλος και όσον αφορά τις ηγετικές κλίκες των εξαρτημένων χωρών που έτσι κι αλλιώς βρίσκονται σε μόνιμο καθεστώς σύγχυσης, αυτές βρίσκονται πλέον σε συνθήκες περιδίνησης αγωνιώντας για το τι τους μέλλεται.
Κλείνοντας.
Ο αντιδραστικός χαρακτήρας του αμερικανικού καθεστώτος αλλά και συνολικά του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος δεν πρόκειται να αλλάξει, ούτε με τον Τραμπ ούτε με κανέναν άλλον του φυράματός του.
Αντίθετα, θα συνεχίσει και θα εντείνεται η επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες.
Θα συνεχίσουν και σε όλο και ευρύτερη κλίμακα οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που ματοκυλούν λαούς και κομματιάζουν τις χώρες τους.
Θα πληθαίνουν τα καραβάνια των ρημαγμένων που φεύγουν κυνηγημένοι από τη φρίκη των ιμπεριαλιστικών πολέμων για να συναντήσουν τον εφιάλτη της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και της φασιστικής κτηνωδίας.
Θα συνεχίσουν να αφανίζονται οι πηγές της ζωής στη φύση από την ασύδοτη εκμετάλλευση των μονοπωλίων. Θα συνεχίσουν οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις οξυνόμενοι συνεχώς στα πλαίσια της γενικευμένης κρίσης του συστήματος και της αναδιάταξης δυνάμεων.
Θα συνεχίσουν και θα αναπαράγονται σε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις τα αδιέξοδα του συστήματος με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτό για την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας.
Ο «νέος κόσμος» που οικοδομούν οι δυνάμεις του συστήματος είναι ο κόσμος της πιο βάρβαρης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης των λαϊκών μαζών.
Είναι ο κόσμος τις πιο ανελέητης δολοφονικής δράσης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Είναι ο κόσμος που αναδύεται μέσα από την οδύνη, τα δάκρυα και το αίμα των λαών.
Αυτή είναι η πραγματική κατάσταση και αυτή θα συνεχίσει να είναι ενόσω δεν εμφανίζεται στο προσκήνιο ο παράγοντας που θα έδινε μια διαφορετική τροπή στις εξελίξεις.
Ο παράγοντας λαοί, συγκροτημένοι σε μια δύναμη ικανή να αναμετρηθεί νικηφόρα με τις δυνάμεις του συστήματος, και να βάλει τη δική του σφραγίδα στην πορεία του κόσμου.
Για να πάρουν οι λαοί τις τύχες στα δικά τους χέρια και να οικοδομήσουν έναν πραγματικά νέο κόσμο.
Αν έχουν μια αξία οι εκτιμήσεις της κατάστασης αυτής, σε ένα και μόνο μπορεί να συνίσταται.
Στο να καταδείχνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ποια είναι η πραγματικότητα που βιώνουμε και ποιες οι προοπτικές της.
Στο να αναδείχνουν τις αναγκαιότητες που υπαγορεύει αυτή η πραγματικότητα, τους δρόμους και τις μορφές αντιμετώπισής της.
Στο να ωθούν στην ενεργοποίηση εκείνων των δυνάμεων που θέλουν και μπορούν να βαδίσουν αυτούς τους δρόμους, να αναζητήσουν και να βρουν τις απαντήσεις που απαιτούνται.
Βασίλης Σαμαράς