Ο Τραμπ σπέρνει αβεβαιότητα
Θα θερίσει προσαρμογή των συμμάχων του ή βάθεμα των ρωγμών στις σχέσεις τους;
Συνεχίζονται οι αντιδράσεις για τη συνάντηση στο Ελσίνκι στις 16 Ιουλίου του αμερικανού προέδρου Τραμπ και του ρώσου ομολόγου του, Πούτιν. Βέβαια οι εμπρηστικές δηλώσεις Τραμπ πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τόσο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 10-11 Ιουλίου όσο και της επίσκεψής του στο Λονδίνο και οι αντιδράσεις ευρωπαίων αξιωματούχων είχαν διαμορφώσει εν τω μεταξύ το «κλίμα» και είχαν δώσει μια ισχυρή πρόγευση αυτών που θα ακολουθούσαν.
Σύνοδος Κορυφής ΝΑΤΟ και επίσκεψη στο Λονδίνο: οι κατά Τραμπ «δύσκολες» συναντήσεις!
Χαρακτηριστικότερη σημειολογικά αποτέλεσε η δήλωσή του πως, από τις τρεις συναντήσεις, η τελευταία με τον Πούτιν θα ήταν και η πιο εύκολη! Ακολούθησε η ευθεία επίθεση προς τη Γερμανία και η απαίτηση να τηρήσει τη δέσμευση του 2014 για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ (κάτι που έχουν τηρήσει μόνο 5 εκ των 29 χωρών του ΝΑΤΟ). Που συνδυάστηκε με την επίθεση επίσης προς τη Γερμανία πως από τη μια –χωρίς η ίδια να βάζει το χέρι στην τσέπη- απαιτεί από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ασφάλεια έναντι της ρώσικης επιθετικότητας στην Ευρώπη και από την άλλη διατηρεί τεράστιες οικονομικές συναλλαγές με τη Ρωσία και προχωρά στην κατασκευή του Nord Stream II (Βόρειος Αγωγός 2). Έπειτα ήρθε η σοκαριστική αναφορά του στο θεωρητικό ενδεχόμενο να αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από την Ατλαντική Συμμαχία!
Επίσης, κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο, άσκησε σκληρή κριτική προς τη βρετανίδα πρωθυπουργό για το «μαλακό Brexit», που θέτει, όπως ανέφερε, σε αμφιβολία την προοπτική μιας εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ-Βρετανίας, αλλά και έδωσε εύσημα στον παραιτηθέντα ΥΠΕΞ, Τζόνσον, οπαδό του σκληρού Brexit, ο οποίος «θα γινόταν σπουδαίος πρωθυπουργός». Την προηγουμένη της συνάντησής του με τον Πούτιν, απείλησε ξανά την ΕΕ -την οποία χαρακτήρισε «αντίπαλο, με ό,τι μας κάνει στο εμπόριο»- με κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου εάν δεν διαπραγματευτεί «καλή τη πίστει» με τις ΗΠΑ.
Τα προηγούμενα ήταν φυσικό να οδηγήσουν σε μια σειρά απαντητικές δηλώσεις, με πιο χαρακτηριστικές αυτές του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, που ανέφεραν πως «αγαπητή Αμερική, εκτίμησε τους συμμάχους σου, στο κάτω κάτω δεν έχεις πολλούς» (!) και, απευθυνόμενος στον Τραμπ, πως «αξίζει να έχετε επίγνωση ποιος είναι ο στρατηγικός σας φίλος και ποιος το στρατηγικό σας πρόβλημα». Ο οποίος Τουσκ, ωστόσο, στην ίδια δήλωση ανέφερε επίσης «και, αγαπητή Ευρώπη, δαπάνησε περισσότερα στη δική σου άμυνα, γιατί όλοι εκτιμούν έναν σύμμαχο που είναι καλά προετοιμασμένος και εξοπλισμένος», σε μια εμφανή προσπάθεια ισορροπιών σε τεντωμένο σχοινί και ριξίματος γεφυρών προς τις ΗΠΑ. Αλλά και τη δήλωση του γερμανού ΥΠΕΞ πως «οι μονομερείς συμφωνίες σε βάρος των ίδιων των εταίρων θα πλήξουν τελικά τις ίδιες τις ΗΠΑ».
Ωστόσο, αντιστεκόμενοι στα εύκολα συμπεράσματα, οφείλουμε να επισημάνουμε τα εξής: Η αναφορά στο θεωρητικό ενδεχόμενο αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ δεν ήταν παρά μια άσκηση απροκάλυπτου στρατηγικού εκβιασμού προς τους Ευρωπαίους για ευθυγράμμισή τους με τα στρατηγικά επίδικα των ΗΠΑ. Γιατί την ίδια στιγμή που οι ΗΠΑ υποτίθεται ότι σκέφτονται να φύγουν από το ΝΑΤΟ, πρωτοστάτησαν στη Σύνοδο στη δημιουργία δύο νέων διοικήσεων του ΝΑΤΟ σε ΗΠΑ και Γερμανία και στη δημιουργία της δύναμης υπερταχείας επέμβασης (τα επονομαζόμενα «τέσσερα 30άρια»), ώστε να καταστεί δυνατός ο συντονισμός και η ταχεία μετακίνηση δυνάμεων σε όλη την περίμετρο τη Ευρώπης (Βαλτική, Ατλαντικό, Μεσόγειο, Μαύρη Θάλασσα) με χαρακτηριστική αναφορά στο να μην την ξαναπάθει (το ΝΑΤΟ) όπως στην Κριμαία! Πρωτοστάτησαν επίσης στα εκλογικά πραξικοπήματα (πΓΔΜ), τους εκβιασμούς και τα δέλεαρ (σε Ελλάδα και πΓΔΜ) για την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, αλλά και στην αναβάθμιση των σχέσεων του ΝΑΤΟ -κόκκινο πανί για τη Μόσχα- με τη Γεωργία και την Ουκρανία. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Τραμπ θεώρησε πως στο ΝΑΤΟ έχει επιτευχθεί «φοβερή πρόοδος» –και στο ζήτημα των δαπανών- προσθέτοντας πως «είναι τώρα μια καλολαδωμένη μηχανή»!
Φυσικά, όπως έχουμε ξαναγράψει, υπάρχει και μάλιστα σοβαρό ζήτημα! Η σημερινή ακόμα διαμορφούμενη ομάδα Τραμπ και οι μερίδες της ιμπεριαλιστικής τάξης που εκφράζει θεωρεί πως έχει παρέλθει όχι μόνο η εποχή που οι ΗΠΑ υποβοηθούσαν αλλά και αυτή η εποχή που έδειχναν μια κάποια ανοχή στην άνοδο της οικονομικής ισχύος της ΕΕ, ώστε να αποσπούν ως αντάλλαγμα τη γεωστρατηγική της ευθυγράμμιση. Πρώτον, διότι εκ του αποτελέσματος κρίθηκε ότι αυτή η οικονομική ενδυνάμωση της ΕΕ και πιο συγκεκριμένα της Γερμανίας τη βοηθά στο να αμφισβητεί σημαντικές γεωστρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ, αλλά και για να συσσωρεύει όρους ώστε να τη μετασχηματίσει σε γεωπολιτική ισχύ. Επιπλέον αυτή η ανοχή –εκτιμούν- συμβάλλει στη σχετική αποδυνάμωση των ΗΠΑ και την αύξηση της αναντιστοιχίας μέσων και σκοπών, μιας και, όπως γράφεται επί λέξει στην πρόσφατη Έκθεση «Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας», ένα έθνος που δεν ευημερεί οικονομικά δεν μπορεί να διατηρήσει την πολιτική και στρατιωτική του ηγεμονία.
Σ΄ αυτό το επίπεδο δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης πως το τεράστιο δίκτυο βάσεων και γεωστρατηγικού ελέγχου που έχει φτιάξει η Ουάσιγκτον απαιτεί ολοένα και περισσότερα χρήματα για να μπορέσει να διατηρηθεί, πόσο μάλλον να αναπτυχθεί, ώστε να επιτυγχάνει το στόχο του! Γι’ αυτό και το επιτελείο Τραμπ φαίνεται πως είναι διατεθειμένο να παλέψει για τη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου στις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ, ώστε να εξυπηρετούνται καλύτερα οι σκοποί των ΗΠΑ, αν και μένει να αποδειχθεί εάν και για πόσο θα επιμείνει σε μια τέτοια κατεύθυνση. Διότι μια τέτοια κατεύθυνση εμπεριέχει αντιφάσεις, όπως, π.χ., την ίδια στιγμή που οι ΗΠΑ απαιτούν την αύξηση των αμυντικών δαπανών από τους Ευρωπαίους ώστε το ΝΑΤΟ να τους προστατεύει από τη ρώσικη επιθετικότητα, η νέα διοίκηση για λόγους τακτικής (δες παρακάτω) σχετικοποιεί αυτόν τον κίνδυνο με αναφορές πως η Ρωσία «είναι ανταγωνιστής» αλλά «δεν είναι εχθρός». Ενώ και οι αντιδράσεις που δημιουργεί δεν είναι αμελητέες και χωρίς κόστος για τις ΗΠΑ.
Έτσι, η αβεβαιότητα που η νέα δοίκηση Τραμπ δημιουργεί στους ευρωπαίους συμμάχους της, ενώ μπορεί -και εν μέρει συμβαίνει- να λειτουργεί ήδη πιεστικά και στην κατεύθυνση προσαρμογής τους, από την άλλη όμως δημιουργεί ρωγμές στη Δύση, κρίση εμπιστοσύνης που δύσκολα ξανακερδίζεται, ευνοεί τις φυγόκεντρες τάσεις που υποτίθεται θέλει να περιορίσει. Από εκεί και πέρα, όσον αφορά την κριτική στη Μέι, ένα σκληρό Brexit θεωρείται από τον Τραμπ πως βοηθά στο «κόντεμα» της ΕΕ και στην επίτευξη ενός στόχου που άλλωστε δεν είναι της τωρινής διοίκησης του Λευκού Οίκου: στον υποβιβασμό της ΕΕ σ’ ένα επίπεδο κοινής αγοράς. Όσο για την αμφισβήτηση της δυνατότητας εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ-Βρετανίας, ο ίδιος ο Τραμπ έσπευσε, μετά τη συνάντησή του με τη Μέι, να διορθώσει ως εξής: «ό,τι και να κάνετε (σ.σ. με το Brexit), δεν έχουμε πρόβλημα, μόνο διασφαλίστε ότι θα μπορούμε να κάνουμε εμπόριο μαζί. Πρόκειται για μια απίστευτη ευκαιρία για τις χώρες μας και θα την εκμεταλλευτούμε πλήρως». Ενώ η Μέι είχε ήδη σε δηλώσεις αναφέρει πως «συμφωνήσαμε ότι θα επιδιώξουμε μια φιλόδοξη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών ΗΠΑ-Ηνωμένου Βασιλείου», υπογραμμίζοντας ότι «οι αμοιβαίες επενδύσεις μας ξεπερνούν ήδη το 1 τρισ. δολάρια»!
Η συνάντηση στο Ελσίνκι
Με όλα τα προηγούμενα, η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν δημιούργησε ερωτηματικά και ανησυχίες σε όλες τις πλευρές και πρώτα και κύρια στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Αρχικά να τονίσουμε πως είναι λάθος να τις περιορίσουμε στο ζήτημα της διαμάχης που έχει ξεσπάσει στην πολυσυζητημένη ανάμειξη της Ρωσίας στις εκλογές που ανέδειξαν πρόεδρο τον Τραμπ το 2106, που κι αυτό είναι ενταγμένο στη συνολικότερη αντιπαράθεση στους κόλπους του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Όσο γι’ αυτές καθαυτές τις αναφορές του Τραμπ, που θεωρήθηκαν ως στήριξη στον Πούτιν και που έπειτα ανασκευάστηκαν από τον ίδιο, ήταν μάλλον προσπάθεια άμυνας και απάντησης στις συνεχείς τρικλοποδιές που δέχονται οι κινήσεις του. Διότι ήταν τρικλοποδιά και υπονόμευση της επικείμενης συνάντησης στο Ελσίνκι η απαγγελία -μόλις τρεις μέρες πριν- κατηγοριών του ειδικού εισαγγελέα Μιούλερ κατά 12 ρώσων πρακτόρων για την παραβίαση των ηλεκτρονικών υπολογιστών της Χίλαρι Κλίντον στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016. Πολύ περισσότερο, η σύλληψη στις ΗΠΑ της Ρωσίδας Μπουτίνα με την κατηγορία ότι είναι πράκτορας της ρώσικης κυβέρνησης, ανήμερα της συνάντησης στο Ελσίνκι.
Από κει και πέρα, οι αντιδράσεις, πολλές από αυτές αρκετά σκληρές («κινήθηκε στα όρια της προδοσίας») και όχι μόνο από τους Δημοκρατικούς, αντανακλούν τη συνεχιζόμενη διαμάχη στην αμερικάνικη ελίτ, το διχασμό στους κόλπους της, που έχει ενταθεί από τις κινήσεις της διοίκησης Τραμπ όλο το προηγούμενο διάστημα: την αποχώρηση από τη διατλαντική συμφωνία με ΕΕ και την αντίστοιχη συμφωνία με τις ασιατικές χώρες και παράλληλα την έναρξη εμπορικού πολέμου με ΕΕ, Καναδά και Μεξικό, την αποχώρηση από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, την αναστάτωση που προκάλεσε στο ΝΑΤΟ κ.ά. Κινήσεις που έχουν θέσει σε αμφισβήτηση πολλά από τα πεπραγμένα των προηγούμενων διοικήσεων, όχι μόνο των Δημοκρατικών αλλά και των Ρεπουμπλικάνων.
Επιπλέον είναι φανερό πως η διαμάχη στο εσωτερικό του αμερικανικού ιμπεριαλισμού αφορά και τη Ρωσία. Όχι βέβαια, όπως βλακωδώς γράφεται, διότι υπάρχει τμήμα της αμερικανικής ελίτ που θεωρεί τη Ρωσία φίλο και σύμμαχο! Αλλά διότι πιθανά υπάρχει τμήμα της που εκφράζεται (ή προσπαθεί να εκφραστεί) μέσω Τραμπ και το οποίο θεωρεί ότι η αντιπαράθεση με τη Ρωσία, σε όσα μέτωπα έχουν έως τώρα ανοιχτεί, αγγίζει το… πυρηνικό επίπεδο. Και άρα δεν μπορούν στα μέτωπα αυτά να προχωρήσουν παραπέρα – και είτε αυτά θα πρέπει να συντηρούνται ή να γίνονται προσωρινές διευθετήσεις. Ώστε παράλληλα οι ΗΠΑ να συσσωρεύσουν σε άλλα επίπεδα όρους και δυνάμεις για να μπορέσουν είτε να προχωρήσουν στο… αδιανόητο είτε να εξαντλήσουν τη Ρωσία κάτω από το βάρος ενός καταθλιπτικού συσχετισμού δυνάμεων και άσκησης αφόρητης πίεσης σε όλα τα πεδία. Αυτό συνεπάγεται, με δεδομένη τη μείωσης της ψαλίδας μεταξύ ΗΠΑ και υπόλοιπων ιμπεριαλιστών (συμμάχων και ανταγωνιστών) αυτό που προηγούμενα περιγράφαμε. Ότι δηλαδή οι ΗΠΑ οφείλουν να αντλήσουν οικονομικές δυνάμεις από παντού, αποδυναμώνοντας αντιπάλους (Κίνα) ή ακόμα και σύμμαχες χώρες (ΕΕ, Καναδάς, κ.λπ.) που μέχρι πρότινος τις άφηναν να αναπτύσσονται σε βάρος της αμερικάνικης οικονομικής ισχύος (για γεωστρατηγικά ανταλλάγματα που εκτιμάται μάλιστα πως βαίνουν μειούμενα).
Δεν πρέπει, εξάλλου, να μας διαφεύγει πως, όπως με την Κίνα έτσι και με τη Ρωσία, οι κινήσεις και οι ελιγμοί των ΗΠΑ έχουν έως τώρα την παράμετρο να δυναμιτίζουν οποιαδήποτε προοπτική σύμπηξης στρατηγικής συμμαχίας τους. Με τη συντήρηση, εκτός των άλλων, μιας αναμεταξύ τους (δηλαδή Ρωσίας και Κίνας) καχυποψίας για το τι έχουν συζητήσει και συμφωνήσει η καθεμιά τους με την άλλη πλευρά (ΗΠΑ), πράγμα που εκφράστηκε από τις δηλώσεις ανησυχίας του κινέζου προέδρου.
Πάντως, και στο ζήτημα της Ρωσίας, η Έκθεση «Στρατηγικής Ασφάλειας» των ΗΠΑ και πίσω από αυτήν το «βαθύ κράτος» του αμερικανικού ιμπεριαλισμού έχει δείξει πως μπορεί να δεχτεί μια σειρά τακτικές κινήσεις, μπορεί να «συζητήσει» διαφορετικούς δρόμους επίτευξης των σκοπών, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα ανεχτεί κινήσεις που θα ελαττώνουν την πίεση προς τον «στρατηγικό ανταγωνιστή».
Αντίστοιχα είχαμε και διαφόρων επιπέδων δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων, από (οι περισσότερες) οργής για το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να προχωρούν σε διακανονισμούς με τη Ρωσία σε βάρος ή τέλος πάντων ερήμην της ΕΕ. Έως κατανόησης για την αναγκαιότητα τέτοιων συναντήσεων μεταξύ των δύο μεγαλύτερων πυρηνικών δυνάμεων. Όλες τους όμως φανερά επηρεασμένες από το κλίμα που έχει δημιουργηθεί μεταξύ ΗΠΑ-ΕΕ, αν και δεν έλειψαν δηλώσεις όπως αυτή της Μέρκελ, που επιχείρησε να τοποθετηθεί σε ένα άλλο επίπεδο. Διότι ψύχραιμα θεώρησε πως βρήκε την ευκαιρία, ως εκπρόσωπος του γερμανικού ιμπεριαλισμού, να πριμοδοτήσει τη λογική της συνεννόησης, των συναντήσεων και του διαλόγου έναντι της διαμάχης και των συγκρούσεων (!), προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο ταυτόχρονα να στείλει πίσω στον αμερικάνο αποστολέα τις δηλητηριώδεις αιχμές του για τις σχέσεις της Γερμανίας με τη Ρωσία.
Η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν ήταν λοιπόν σημαντική και μόνο από το γεγονός πως οι πρόεδροι ΗΠΑ-Ρωσίας είχαν να συναντηθούν από το 2005 (συνάντηση Μπους-Πούτιν) και αντικειμενικά δείχνει την αναγνώριση από πλευράς της διοίκησης Τραμπ της επανάκτησης μέρους τους κύρους του ρώσικου ιμπεριαλισμού στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Επίσης, ξεφεύγοντας από τις -στα όρια της υστερίας– ερμηνείες, είναι «φυσιολογικό» αυτή η κατάσταση αναταραχής, όξυνσης του παγκόσμιου ανταγωνισμού να «υποχρεώνει» τους ιμπεριαλιστές γενικά σε συναντήσεις και ειδικά τον πρώτο ιμπεριαλισμό και τη μοναδική υπερδύναμη στον πλανήτη να κάνει από καιρό σε καιρό κινήσεις αξιολόγησης της κατάστασης και συμμάχων και αντιπάλων, ακόμα και ανίχνευσης πεδίων προσωρινών έστω διευθετήσεων, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για τον βασικό ανταγωνιστή στο στρατηγικό-πυρηνικό επίπεδο.
Ένα τέτοιο «μέτρο», που προσδιορίζει ρεαλιστικά το αντικείμενο αυτής της συνάντησης, μας το έδωσε με τις δηλώσεις του, όταν μόλις είχε κλειστεί αυτή, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Τραμπ, Τζον Μπόλτον: «Η βασική λογική για τη διμερή συνάντηση είναι: Ας συζητήσουν (σ.σ. οι Τραμπ και Πούτιν) και ας δούμε πού ακριβώς μπορεί να υπάρξει χώρος για πρόοδο ή πού μπορεί να συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπάρχει καθόλου τέτοιο περιθώριο».
Έτσι, στη συνάντηση, από τη μια στο ζήτημα της Βόρειας Κορέας επιβεβαιώθηκε το προσωρινό πάγωμα της κρίσης με τη δέσμευση του Πούτιν να συμβάλει στο προχώρημα της συμφωνίας στις συναντήσεις με τον βορειοκορεάτη ηγέτη, ενώ από την άλλη στη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν επιβεβαιώθηκε η πλήρης διάσταση απόψεων. Με τα ζητήματα που αφορούν την Κριμαία–Ουκρανία και τις κυρώσεις προς τη Ρωσία να έχουν περάσει στον έλεγχο και τη δικαιοδοσία του Κογκρέσου, ο Τραμπ δεν είχε και πολλά περιθώρια «παζαριού» και αρκέστηκε, όπως γράφτηκε, να ακούσει και να μεταφέρει στην αμερικανική κυβέρνηση τις αδιευκρίνιστες ακόμη προτάσεις Πούτιν για την επίλυση της ουκρανικής κρίσης. Για να «εισπράξει» από τον ίδιο τον Πούτιν λίγες μέρες μετά τη δήλωση πως, «αν το ΝΑΤΟ προχωρήσει τη διαδικασία ένταξης της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, η ρώσικη αντίδραση θα είναι εξαιρετικά αρνητική», και από το εσωτερικό των ΗΠΑ τις δηλώσεις των επικεφαλής της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων πως εξετάζουν την πιθανότητα νέων κυρώσεων προς τη Ρωσία για την ανάμειξή της στις αμερικανικές εκλογές!
Το μέτωπο, τέλος, που φυσιολογικά κυριάρχησε σε ένα σημαντικό τμήμα της συνάντησης Τραμπ-Πούτιν ήταν αυτό της Συρίας. Ο Πούτιν, μέσω της συνάντησης αυτής, φαινόταν πως γενικά επιδίωκε διευθετήσεις που κατ’ ελάχιστο να αποφορτίζουν την ισχυρή αμερικανική πίεση που δέχεται η Ρωσία. Πολύ περισσότερο, είχε κάθε λόγο να επιδιώξει διακανονισμούς στο συριακό μέτωπο όπου ο ρώσικος ιμπεριαλισμός είχε μια σειρά επιτυχίες και με σκοπό έστω και ένα μεσοπρόθεσμο «πάγωμα» του μετώπου. Νομίζουμε πως δεν απέσπασε κάτι τέτοιο μιας και, όπως έχουμε γράψει πολλές φορές, αυτές οι επιτυχίες του είναι «αχώνευτες» για τις ΗΠΑ. Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, επειδή ακόμα πιο «αχώνευτη» είναι η παρουσία του ιρανικού καθεστώτος, που οι ΗΠΑ έχουν βάλει στο στόχαστρο, πιθανά να πήρε κάποιες υποσχέσεις για μια βραχυπρόθεσμη «ηρεμία» (μένει να τη δούμε) και με αντάλλαγμα, όπως γράφηκε, την άσκηση πίεσης προς το Ιράν, ώστε στρατιωτικές του δυνάμεις να αποχωρήσουν από τα συροϊσραηλινά σύνορα. Πίεση που μπορεί η Ρωσία να την ασκήσει και το Ιράν να τη δεχθεί χωρίς να μπει σε σοβαρή δοκιμασία η σχέση τους, που είναι απαραίτητη και για τους δύο.
Πριν κοπάσει ο θόρυβος για τη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν και ενώ γίνονταν διάφορα σημειολογικά αλλά ουσιαστικά σχόλια για τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου ΕΕ-Ιαπωνίας, τη Σύνοδο ΕΕ-Κίνας, που πραγματοποιούνταν στην ίδια χρονική συγκυρία, σχόλια για την αποτελεσματικότητα των κινήσεων της νέας διοίκησης των ΗΠΑ, ο Τραμπ απηύθυνε προς τον ρώσο ομόλογό του την πρόσκληση για μια νέα συνάντηση, αυτή τη φορά στην Ουάσιγκτον! Ίδωμεν…