Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 879)
Με γοργούς ρυθμούς ετοιμάζει η κυβέρνηση το νέο αντι-ασφαλιστικό νομοσχέδιο που έχει εξαγγείλει για την επόμενη χρονιά, με την επικουρική ασφάλιση να μπαίνει στο στόχαστρο. Πλήθος προτάσεων κατατίθενται από εργοδοτικούς φορείς και «δεξαμενές σκέψεις» του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, συζητιούνται σε συνέδρια (όπως αυτό με τον τίτλο «Κύκλος Ιδεών, η Ελλάδα Μετά(;) την Πανδημία») και επεξεργάζονται στο υπ. Εργασίας, προκειμένου οι «ιδέες» να μετατραπούν σε υλική, πραγματική, ταξική επίθεση στο συλλογικό δικαίωμα στην ασφάλιση των εργαζόμενων.
Κεντρικό ρόλο παίζει το λεγόμενο «κεφαλαιοποιητικό» σύστημα και η προπαγάνδα του συστήματος γύρω απ’ το ζήτημα της ασφάλισης. Το αφήγημα (που αναφέρεται ως «σουηδικό μοντέλο» γιατί μάλλον θα γίνουμε… Σουηδία) προβλέπει «ατομικούς κουμπαράδες» για κάθε εργαζόμενο που θα ενταχθεί στο νέο σύστημα επικουρικής, οι οποίοι θεωρητικά θα γεμίζουν από τις εισφορές του, θα πολλαπλασιάζονται στο μαγικό βασίλειο των επενδύσεων και θα αδειάζουν σιγά-σιγά μέσω των νέων επικουρικών συντάξεων όποτε (και αν) βγει στη σύνταξη και για όσα χρόνια επιζήσει. Με σκοπό την ενίσχυση του αφηγήματος, κυβερνητικοί, ακαδημαϊκοί και λοιποί παράγοντες που εμπλέκονται χαρακτηρίζουν το υπάρχον ασφαλιστικό «αμιγώς διανεμητικό» και μάλιστα υποστηρίζουν ότι θα παραμείνει τέτοιο ως προς την κύρια σύνταξη.
Η πραγματικότητα είναι ότι το σύστημα προσπαθεί μόνιμα, από τότε που κερδήθηκε η έννοια της ασφάλισης ως συλλογικό δικαίωμα, να παρουσιάζει το ασφαλιστικό σαν ατομικό ζήτημα. Περίπου σαν ένα σύστημα αποταμίευσης, όπου τα ασφαλιστικά ταμεία παίζουν το ρόλο της τράπεζας. Αν ήταν όμως έτσι, ποιος ήταν (και παραμένει) ο λόγος οι εργαζόμενοι ν’ απαιτήσουν ασφάλιση εξαρχής; Όπως και πριν τον προηγούμενο αιώνα έτσι και σήμερα, τίποτα δεν εμποδίζει κανέναν ν’ αποταμιεύει ό,τι μπορεί κι επίσης να επιβιώνει όπως (και αν) μπορεί ο ίδιος κι η οικογένειά του όταν αρρωσταίνει, τραυματίζεται ή σκοτώνεται στη δουλειά και όταν δεν μπορεί πια να δουλέψει λόγω ηλικίας. Η εμπειρία βέβαια δείχνει το είδος του κοινωνικού μεσαίωνα που φέρνει μια τέτοια λογική.
Στην ουσία, η αντιμετώπιση της κοινωνικής ασφάλισης σαν ατομική υπόθεση είναι άρνησή της. Γι’ αυτό και η ύπαρξή της, οι παροχές που σχετίζονται μ’ αυτήν, τα όρια συνταξιοδότησης, το ύψος της σύνταξης, το ύψος των κρατήσεων κτλ. αποτελούν ζητήματα ταξικής πάλης, με τους εργαζόμενους από τη μια και το κεφάλαιο, μαζί με τα κράτη και τις κυβερνήσεις του, από την άλλη.
Σ’ αυτή τη βάση, το σύστημα έχει ήδη πετύχει να συσχετίζει τις εισφορές με το δικαίωμα στην περίθαλψη και στη σύνταξη και το ύψος τους με το ποσό της σύνταξης, δηλαδή έχει εφαρμόσει το «κεφαλαιοποιητικό» σύστημα. Απόλυτη εφαρμογή του άλλωστε είναι αδύνατη, καθώς κανείς δεν μπορεί να ξέρει πχ. πόσα χρόνια θα ζήσει ο κάθε εργαζόμενος για να «χωρίσει» σε μηνιαίες δόσεις το «συσσωρευμένο ποσό». Επομένως, ο πραγματικός στόχος της νέας επίθεσης είναι διαφορετικός.
Ανάμεσα στην πρεμούρα του κεφάλαιου, και ειδικά του ξένου, είναι η διαχείριση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων χωρίς περιορισμούς και προς όφελός του. Έτσι κι αλλιώς αυτά επενδύονται, υπάρχουν όμως όρια και κανόνες, που ναι μεν δεν διασφαλίζουν την επένδυση για λογαριασμό των εργαζόμενων-ασφαλισμένων (τα «δομημένα ομόλογα», το PSI και πολλά ακόμα μικρότερα και μεγαλύτερα σκάνδαλα είναι χαρακτηριστικά του πώς εξαφανίζονται ενώ το κεφάλαιο κερδοσκοπεί), αλλά υπάρχουν ακόμα πολλά περιθώρια κερδοσκοπίας. Επιπλέον, η «δυνατότητα επιλογής χαρτοφυλακίου διαβαθμισμένου επενδυτικού κινδύνου» που υποτίθεται θα υπάρχει για κάθε ασφαλισμένο επιχειρεί να χρεώσει μειώσεις στις συντάξεις όχι στην κυβερνητική πολιτική αλλά στις ατομικές αποφάσεις κάθε εργαζόμενου. Στον ίδιο καμβά προστίθεται η δυνατότητα διαχείρισης από ιδιώτες, αγνοώντας μεταξύ άλλων και τη γκρίνια των συνδικαλιστικών ηγεσιών που παραδοσιακά μπλέκονταν στις σχετικές επιτροπές.
Ταυτόχρονα, πρόκειται για επίθεση γενικά στο δικαίωμα στην ασφάλιση και τη σύνταξη, που ξανανοίγει όλα τα ζητήματα. Η αιτιολόγηση της ανάγκης (για το σύστημα) ανατροπής του σημερινού καθεστώτος και επιβολής ενός νέου ακόμα χειρότερου πατάει (ξανά) στη συζήτηση περί «αξιόπιστου» και «βιώσιμου» ασφαλιστικού. Η γνωστή προπαγάνδα για «γήρανση του πληθυσμού», «υπογεννητικότητα» και «δημογραφικούς κινδύνους» επανέρχεται, παρότι κάθε προηγούμενη αντι-ασφαλιστική «μεταρρύθμιση» υποτίθεται θα τα έλυνε όλα αυτά για δεκαετίες και μάλιστα «αιτιολογημένα» και με «επιστημονικές μελέτες». Οι απολογητές του συστήματος μιλούν σήμερα και πάλι για έλλειψη χρηματοδότησης και άδεια ταμεία όταν θέλουν να δικαιολογήσουν το πετσόκομμα των συντάξεων, αλλά «παραβλέπουν» ότι, την ίδια περίοδο, δισεκατομμύρια χαρίζονται στην εργοδοσία: κάλυψη του 100% των ασφαλιστικών εισφορών για 100.000 νέες προσλήψεις για ένα εξάμηνο, κάλυψη όλων των εργοδοτικών εισφορών για τους «πληττόμενους» από τα μέτρα για την πανδημία κλάδους, μη επιστροφή του 30-40% της «επιστρεπτέας προκαταβολής» (και ακόμα περισσότερο σε επόμενη φάση), καταβολή ασφαλιστικών και άλλων χρεών σε δεκάδες δόσεις, μείωση κυρίως των εργοδοτικών εισφορών από το 2021 κι ένα σωρό ακόμα δώρα, που θα κληθούν να πληρώσουν οι εργαζόμενοι. Ακόμα και η καταβολή των αναδρομικών που διαφημίζουν η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ, παρ’ όλο που δεν αφορούν παρά ένα ελάχιστο μέρος απ’ όσα έχουν κοπεί και για τμήμα μόνο των συνταξιούχων, χρησιμοποιείται σαν «επιχείρημα» για την ανάγκη πετσοκόμματος των επόμενων συντάξεων.
Οι εργαζόμενοι πρέπει ν’ αντισταθούν για ν’ ανατρέψουν την επίθεση που προωθείται στα ασφαλιστικά δικαιώματα. Πετώντας την κυβερνητική και συστημική προπαγάνδα στα σκουπίδια από τα οποία προήλθε, να υπερασπιστούν με αγώνες το συλλογικό τους δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση. Όχι τυχαία, η κυβέρνηση προσπαθεί να διασπάσει από τα πριν το ενιαίο μέτωπο που χρειάζονται οι εργαζόμενοι, λέγοντας ότι στο νέο σύστημα θα ενταχθούν μόνο όσοι θα ξεκινήσουν να δουλεύουν μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου. Ήδη όμως, και μετρώντας τις αντιδράσεις που δεν έχει φέρει το άνοιγμα της ατζέντας, είναι πολλές οι συστημικές φωνές που ζητούν την ένταξη και των ασφαλισμένων από το 1992 και μετά, δηλαδή σχεδόν του συνόλου των εργαζόμενων. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το δικαίωμα στην ασφάλιση αφορά το σύνολο των εργαζόμενων και η υπεράσπισή του μπροστά στη νέα επίθεση που σχεδιάζεται απαιτεί μαζικό κι ανυποχώρητο αγώνα.