Η πολιτική κρίση στη Βενεζουέλα δεν είναι καινούργια εξέλιξη. Ήδη από τα αποτελέσματα των προηγούμενων εκλογών, στα τέλη του 2015, είχε φανεί πέρα από κάθε αμφισβήτηση η ροπή των εξελίξεων, καθώς το κόμμα του προέδρου Μαδούρο (Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα) έχασε μετά από 15 χρόνια την πλειοψηφία στη Βουλή.
Οι πολιτικοί συσχετισμοί διαμορφώθηκαν εξαιρετικά δυσμενείς για την κυβέρνηση, καθώς η δεξιά αντιπολίτευση συγκέντρωσε 99 έδρες έναντι 46 του ΕΣΚ, δημιουργώντας ένα κλίμα ανατροπής. Είχε προηγηθεί μια σειρά άγριων ταραχών στη χώρα κατά τη διάρκεια του 2014, που ονομάστηκε «εξέγερση των πλούσιων», στην οποία δυναμικά κομμάτια της μεσαίας αστικής τάξης και των φοιτητών, υποστηριζόμενα από την εγχώρια αντίδραση και τον ξένο ιμπεριαλισμό, συγκρούστηκαν στους δρόμους με τις δυνάμεις της κυβέρνησης, με αρκετά θύματα. Οι πολιτικές εξελίξεις αυτή τη χρονιά έχουν σίγουρα επιταχυνθεί, συνθέτοντας μια διαδικασία γενικής πολιτικής κρίσης, και δείχνουν να ανοίγουν τους ασκούς του Αιόλου τόσο για το εγχείρημα του τσαβισμού όσο και για το μέλλον της χώρας.
Η πτώση της τιμής του πετρελαίου έχει συμπαρασύρει συθέμελα τον ήδη πιεσμένο οικονομικό σχηματισμό, καθώς οι εξαγωγές πετρελαίου είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας της Βενεζουέλας και η βάση για την ύπαρξη των κοινωνικών παροχών. Η κυβέρνηση έχει αναγκαστεί το τελευταίο διάστημα να νομοθετήσει μια σειρά μέτρα που πλήττουν τα λαϊκά στρώματα, όπως η μείωση των ημερών εργασίας για τους δημόσιους υπαλλήλους. Την ίδια στιγμή, ο πληθωρισμός φαίνεται να είναι εκτός ελέγχου, με τις τιμές των βασικών προϊόντων να πλήττουν ευθέως το λαϊκό εισόδημα. Το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζονται από τα ξένα διεθνή ΜΜΕ σημάδια γενικευμένης κοινωνικής κρίσης, συνοδευόμενα από εικόνες λεηλασιών ειδών πρώτης ανάγκης και στρατιωτών ή ειδικών δυνάμεων να στέκονται μπροστά από τα σούπερ-μάρκετ, ή ειδήσεις για μέτρα καταστολής.
Με αυτές τις εξελίξεις, είναι φυσιολογικό η αντιπολίτευση να θεωρεί ότι «ήρθε η ώρα της» και προχωρά σε μια σειρά κινήσεις επιθετικού χαρακτήρα. Πρώτα από όλα, προσπαθεί να εκβιάσει τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την αποπομπή του Μαδούρο, συγκεντρώνοντας 1,3 εκατομμύρια υπογραφές. Κίνηση που δεν μπορεί να κάνει δεκτή αυτή τη στιγμή η πλευρά Μαδούρο, καθώς θα φέρει αποσύνθεση στις γραμμές της. Δεύτερον, ανοίγει τη συζήτηση για τη στάση των ενόπλων δυνάμεων, θέτοντας το ερώτημα «ή με το σύνταγμα ή με τον Μαδούρο». Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε μια σειρά μέτρων έκτακτης ανάγκης, καθώς και σε στρατιωτικές ασκήσεις, σε μια προσπάθεια ελέγχου του μηχανισμού καταστολής. Αυτό όμως αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης από μια κλίκα αντιδραστικών δυνάμεων και τη CIA, σε μια περιοχή με μακρά ιστορία πραξικοπημάτων, ένα από τα οποία απέτρεψε ο λαός της Βενεζουέλας το 1999.
Δημιουργείται έτσι ο υπαρκτός κίνδυνος να συναντηθεί η δίκαια διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια ενάντια στο τσαβικό εγχείρημα με την δημόσια εκδηλωμένη και πέρα από κάθε αμφισβήτηση σχεδιασμένη επέμβαση των ιμπεριαλιστών στη χώρα. Ειδικά σε μια περίοδο όπου ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έχει ανοίξει έναν αιματηρό κύκλο επεμβάσεων και βίαιων ανατροπών, υπάρχουν σοβαροί κίνδυνοι ο λαός της Βενεζουέλας να ακολουθήσει έναν παρόμοιο δρόμο διχασμού και αναταραχής, με τις μυστικές υπηρεσίες να αλωνίζουν. Παρουσιάζεται στους Αμερικάνους η ευκαιρία να ξηλώσουν ένα καθεστώς που, εκτός από τη γεωπολιτική του απειθαρχία, έχει έναν ευρύτερο κοινωνικό αντίκτυπο, καθώς οικοδόμησε άλλου τύπου σχέσεις ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων, παραχωρώντας δικαιώματα σημαντικά και για την εποχή και για την περιοχή.
Ο εγχώριος Τύπος, αντιγράφοντας το κλίμα από τα ξένα πρακτορεία, έσπευσε να πανηγυρίσει «το τέλος του τσαβισμού» και να βάλλει ευθέως εναντίον της Αριστεράς και του σοσιαλιστικού οράματος – ή έτσι νομίζουν. Αν θέλουν να αναπαράγουν εικόνες εξαθλίωσης και λεηλασιών τα εγχώρια παπαγαλάκια του ιμπεριαλισμού, δεν χρειάζεται να δανείζονται εικόνες από τη Λατινική Αμερική. Ας θυμηθούμε την πρόσφατη πρωτοβουλία του ΕΣΡ να περικόψει τις «εικόνες φτώχειας που εκθέτουν τη χώρα» από τους τηλεοπτικούς δέκτες μας.
Στην πραγματικότητα, η αντιπαράθεση αυτή δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά μια σκιαμαχία: δεν υπάρχει καμία αντιπαράθεση μεταξύ του λεγόμενου «νεοφιλελεύθερου μοντέλου» και του «σοσιαλισμού». Γιατί, από τη μία πλευρά, αυτό που έχει πιάσει τα ιστορικά του όρια δεν είναι τίποτα άλλο παρά το μοντέλο του «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» και του «μεταβατικού προγράμματος με αριστερή κυβέρνηση». Έπιασε τα ιστορικά όρια των καπιταλιστικών σχέσεων – και είναι με όρους καπιταλιστικής αγοράς που αναδείχθηκε αυτή η εξέλιξη στη Βενεζουέλα.
Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν υπάρχει παραδόξως κανείς να αντιπαρατεθεί! Όλοι οι απολογητές του ρεφορμισμού και του «άλλου δρόμου χωρίς επανάσταση» θυμήθηκαν ξαφνικά τις σχέσεις παραγωγής και τα δίπλωσαν μπροστά στις καταιγιστικές εξελίξεις, πήραν ξαφνικά αποστάσεις από αυτό που πρόσφατα εκθείαζαν και άρχισαν να βάζουν «μαρξισμό στο κρασί τους». Αποτέλεσμα: η κυρίαρχη προπαγάνδα για τη Βενεζουέλα προελαύνει χωρίς αντίπαλο, χωρίς καμία αντιπαράθεση.
Εμείς λοιπόν, ιδεολογικοί εχθροί του τσαβισμού και μεγάλοι επικριτές του, καθόλου πεπεισμένοι δεν είμαστε από την εικόνα που μεταφέρεται από τα ξένα ΜΜΕ, ούτε υιοθετούμε άκριτα το αφήγημά τους για το τι θέλει ο λαός της χώρας. Καθόλου εμπιστοσύνη δεν έχουμε στη δημοκρατικότητα και την κοινωνική σύσταση των δυνάμεων που έμεναν υπομονετικά για χρόνια στη γωνία και βγήκανε τώρα στο προσκήνιο. Και αν κατηγορούμε για κάτι το εγχείρημα Τσάβες, είναι που δεν αφαίρεσε το κοινωνικό υπόβαθρο που τους υποστηρίζει.
Κ.Κ.