Διαφορετικά οικονομικά έντυπα διαπιστώνουν μια στροφή των αμερικάνικων επενδύσεων στη χώρα μας. Όπως διαβάζουμε στον οικονομικό ηλεκτρονικό Τύπο, μία πολύ σημαντική επένδυση ενός «γίγαντα» fund σηματοδοτεί ίσως μια μεγάλη «στροφή» αμερικάνικων επενδύσεων στη χώρα.
Επενδυτικές «ευκαιρίες»
Η ανακοίνωση της συμφωνίας των τραπεζών Alpha Bank και Eurobank με το αμερικανικό private equity KKR (Kohlberg Kravis Roberts) για τη διαχείριση χρηματοδοτήσεων και συμμετοχών τους σε επιλεγμένες ελληνικές επιχειρήσεις μέσω της πλατφόρμας Pillarstone είναι η επιχειρηματική είδηση της ημέρας.
Το KKR δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολείται με την ελληνική αγορά, καθώς είχε προηγηθεί η συμφωνία με την Τράπεζα Πειραιώς το 2014. Τότε συμφωνήθηκε η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ενήμερων και μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων καθώς και μετοχών, συνολικού ύψους 1,2 δισ. ευρώ, στο αμερικανικό private equity που ειδικεύεται στη διαχείριση και εξυγίανση επιχειρήσεων. Τότε υπήρχαν πληροφορίες για ενδιαφέρον σχετικά με την αποκρατικοποίηση του ΟΠΑΠ, ενώ σειρά συναντήσεων με επιχειρηματικά και πολιτικά στελέχη είχε πραγματοποιήσει ο Mattia Caprioli, ο ιταλός τραπεζίτης, πρώην στέλεχος της Goldman Sachs, ο οποίος έχει αναλάβει από το γραφείο του στο Λονδίνο τη διερεύνηση και τον εντοπισμό ευκαιριών σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο και ειδικότερα τον ευρωπαϊκό νότο και την Ελλάδα.
«Ψάχνοντας» βέβαια την οικονομική ακτινογραφία και το «ποιόν» του επενδυτικού σχήματος, καταλήγουμε χωρίς δυσκολία στο συμπέρασμα πως πρόκειται για ένα ιδιότυπο είδος «επένδυσης» όχι με την κυριολεκτική και ουσιαστική (από την άποψη της ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας) έννοια του όρου.
Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1976 από τον Χένρι Κράβις και τα ξαδέρφια του (σήμερα εβδομηντάρηδες). Σήμερα είναι ένα από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, το οποίο διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία ύψους σχεδόν 100 δισ. δολαρίων και είναι μέτοχος ή ιδιοκτήτης σε περισσότερες από 90 εταιρείες με συνδυασμένα έσοδα άνω των 200 δισ. δολαρίων ετησίως.
Στη δεκαετία του 1980, η KKR έγινε γνωστή εξαιτίας της πρακτικής της να εξαγοράζει εταιρείες, να τις αναδιαρθρώνει απολύοντας πολλούς εργαζόμενους και να τις ξαναπουλάει. Από τότε μέχρι σήμερα έχει μπει πολύ δυναμικά στην ευρωπαϊκή αγορά και ο ισολογισμός της ξεπερνά τα 10 δισ. δολάρια! Ο ιδρυτής του μία φορά το χρόνο ταξιδεύει στην Ευρώπη αναζητώντας –μέσω κυρίως των τραπεζών φυσικά- περουσιακά στοιχεία εταιρειών και επιχειρήσεων προς πώληση.
Πριν από μερικές ημέρες το Fortress (επενδυτικό σχήμα κολοσσός με μπάτζετ άνω των 70 δισ. δολαρίων) μπήκε στη διαδικασία της Τράπεζας Πειραιώς για την πώληση του μεριδίου της (42%) στη Hellenic Seaways. Το ενδιαφέρον είναι ότι το Fortress δεν περιορίστηκε στο ποσοστό που κατέχει η τράπεζα, αλλά και στην πώληση της απόλυτης πλειοψηφίας (50,8%) και περιλαμβάνει και το πακέτο μετοχών των οικογενειών (Γιάννη, του Σήφη) Βαρδινογιάννη και Αγαπητού. Με τον ιταλικό κολοσσό Grimaldi (άλλο αντίστοιχο ιταλικό επενδυτικό σχήμα) να κατέχει 48,4%, οι Αμερικανοί θα δώσουν σκληρή μάχη για την ακτοπλοϊκή γραμμή, σε έναν ελληνικό κλάδο που, όπως φαίνεται, τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα, μια και έχουν επενδύσει εδώ και τρία χρόνια, και μάλιστα με στρατηγικό σχεδιασμό βάθους.
Η συνέχεια δόθηκε στα τέλη του περασμένου έτους, όταν το Fortress απέκτησε και το ομολογιακό δάνειο της Εurobank προς τη MIG (συμφερόντων του «αειμνήστου» Βγενόπουλου) ύψους 150 εκατ. ευρώ, δίνοντας μάχη απέναντι σε άλλα 30 funds που επίσης το διεκδίκησαν. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι το αμερικανικό fund, εκτός της συμμετοχής στην ακτοπλοϊκή, «αποκτά» πλέον συμμετοχή και στις υπόλοιπες εταιρείες της MIG. Δίνοντας τόνο «στρατηγικού εταίρου» στη γνωστή –και από το μακελειό της 5 Μάη- Marfin Investment Group. Ήδη με επενδυτικές κινήσεις (στο πετρέλαιο, επέκταση στο εξωτερικό κ.λπ.) έχει δημιουργήσει όρους σημαντικής επανόδου στην κερδοφορία στο χώρο αυτό. Και, από ό,τι φαίνεται, το σχέδιο είναι η ολοκληρωτική επέκτασή του στην ακτοπλοΐα όλης της Ανατολικής Μεσογείου, απειλώντας και αντιμετωπίζοντας στον… ζωτικό οικονομικό τους χώρο Ιταλούς (οι οποίοι έκαναν τα τελευταία χρόνια σημαντικά «μπασίματα» στα ελληνικά φέρι του Ιονίου και του Κρητικού πελάγους).
Ενα fund στην ίδια κλίμακα με το Fortress είναι το Oaktree του Χάουαρντ Μαρκς, με υπό διαχείριση κεφάλαια 74 δισ. δολαρίων. Το Oaktree είναι πολύ πιο γνωστό στους ελληνικούς επενδυτικούς κύκλους (και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα) από την πρώτη διάσωση της GenMar του εφοπλιστή Πίτερ Γεωργιόπουλου (που τελικά πρόσφατα τέθηκε «εκτός» των επιχειρήσεών του, αλλά και δύο άλλων περιπτώσεων που τους πήραν σηκωτούς και δεν τους άφησαν να μαζέψουν ούτε τα… κομπιούτερ, με τυπικά αμερικάνικους «τρόπους»). Λίγο αργότερα (πάλι μέσα στο 2014) εμφανίστηκε με τη συμμετοχή στη StarBulk,η εφοπλιστική εταιρεία του Πέτρου Παππά, στην οποία σήμερα το fund είναι πια μέτοχος πλειοψηφίας. Τότε, το 2014, ο πρώτος από τους δύο εφοπλιστές εθεωρείτο μάλιστα ότι με αυτή τη σύμπραξη ισχυροποιούσε το ρόλο του στην παγκόσμια ναυτιλία σύμφωνα με όλο τον οικονομικό Τύπο (που δεν χρειάζεται να τον παίρνεις και κυριολεκτικά στα… σοβαρά, αν όχι για τα στοιχεία τουλάχιστον για τις εκτιμήσεις του).
Το Oaktree επί ελληνικού εδάφους έχει συνάψει μια στρατηγική συμμαχία με την οικογένεια Ανδρεάδη του ΣΑΝΗ (του γνωστού ΣΑΝΗ beats για τους Βορειοελλαδίτες και όχι μόνον), που μετεξελίσσεται πλέον στον Όμιλο Oceania με τουριστικές μονάδες υψηλών προδιαγραφών. Μέσω μάλιστα της Τράπεζας Πειραιώς διεκδικεί την αγορά τής μεγαλύτερης εταιρείας μισθώσεων αυτοκινήτων –για τα ελληνικά δεδομένα- Avis. H προσέγγιση γίνεται σε σύμπραξη με τον Βασιλάκη της Aegean που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια και στην επίγεια εξυπηρέτηση. Για το ίδιο φιλέτο διαγκωνίζονται με άλλο αμερικάνικο fund –το Apollo- που «συνεργάζεται» με την οικογένεια Συγγελίδη (Jeep, Peugeot, Citroen), αλλά αυτά σε επίπεδο ακόμη όχι επιβεβαιωμένων πληροφοριών.
To Apollo βέβαια προχώρησε –ενδεικτικό των προθέσεων- στην εξαγορά μεγάλου ξενοδοχειακού συγκροτήματος στο Λουτράκι, αυτό είναι γεγονός. Επίσης πληροφορίες το θέλουν να διεκδικεί το «φιλέτο», με προνομιακή μετοχική συμμετοχή της γνωστής Εθνικής Ασφαλιστικής καθώς βρίσκεται σε αντιπαράθεση και ανταγωνισμό με το επίσης αμερικάνικων συμφερόντων Fairfax του γνωστού κερδοσκόπου Γουάτσα (ενός από τους τρεις «μπος» που επισκέφτηκαν και είχαν ιδιαίτερη συζήτηση με τον Τσίπρα).
Ο τελευταίος, από τους πρώτους μακροπρόθεσμους παίκτες που μπήκαν στην Ελλάδα (ως συνεργάτης και μέτοχος του Ομίλου Μυτιληναίος), είναι σήμερα ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη χώρα μας: επικεφαλής των αμερικανικών κεφαλαίων που ελέγχουν την πλειοψηφία της Eurobank, βασικός μέτοχος της Grivalia Properties και των θυγατρικών της (όπως η Grivalia Hospitality στα ξενοδοχεία και τον ποιοτικό τουρισμό), ιδιοκτήτης του Praktiker, αλλά και της ασφαλιστικής Eurolife (που πήρε από τα χέρια της Fosun). Για όλα αυτά, ο Γουάτσα έριξε στην «ελληνική επενδυτική περιπέτεια» σχεδόν 1,5 δισ. από τα 40 δισ. που διαχειρίζεται το Fairfax. Συγκεκριμένα, 850 εκατ. για τη Eurobank, 325 για τη Eurolife, 230 για την Grivalia, 35 για τη συμμετοχή (5,9%) στον Μυτιληναίο και 21 για το Praktiker.
Να μην ξεχάσουμε να αναφερθούμε στον άλλον έναν από τους τρεις κερδοσκόπους της συνάντησης με τον Τσίπρα, τον γνωστό Πόλσον, που εκπαραθύρωσε τον Σάλλα από την Τράπεζα Πειραιώς και τον μετέτρεψε σε «κοιμώμενο επενδυτή» της κρητικής τραπεζικής… επικράτειας, ανέστειλε δύο συγκροτήσεις διοικήσεων και απέρριψε δύο γενικούς συμβούλους, προχωρώντας σε εξαγορές «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων (η Πειραιώς είναι η πλέον εκτεθειμένη από τις τρεις «συστημικές» τράπεζες σε αυτά τα δάνεια).
Μία ενεργειακή ιδιαιτερότητα
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δείχνουν οι αμερικάνικες επιχειρήσεις στο χώρο της ενέργειας, που συνδυάζεται πια με τις κινήσεις τους στον εφοπλιστικό χώρο. Ελέω της έλευσης του υγροποιημένου αερίου από σχιστόλιθο -και αυτό είναι σίγουρο- αλλά και της μελλοντικής αξιοποίησης των διάφορων υποθαλάσσιων «οικοπέδων» – που προς το παρόν συνδέονται με γεωπολιτικές αβεβαιότητες.
Η αμερικανική ενεργειακή Cheniere έχει διαμηνύσει στην ελληνική κυβέρνηση το ενδιαφέρον της να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα και συγκεκριμένα να επενδύσει στον πλωτό τερματικό σταθμό αεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) στην Αλεξανδρούπολη. Η Cheniere για το σκοπό αυτό επέκτεινε τη συνεργασία της με την εισηγμένη στη Wall Street ναυτιλιακή GasLog, συμφερόντων Πίτερ Γ. Λιβανού, η οποία είχε ήδη αποκτήσει το 20% του project της Αλεξανδρούπολης που ανήκει στην Gastrade του Ομίλου Κοπελούζου. Έχουν ακόμα ενδιαφερθεί επισήμως η ΔΕΠΑ και η Bulgarian Energy Holding. Όπως γράφει η «Καθημερινή», «το έργο, που τυγχάνει της στήριξης της Ουάσιγκτον, επειδή συμβάλλει στην απεξάρτηση της ευρύτερης περιοχής από το ρωσικό φυσικό αέριο και ανοίγει μια ακόμη αγορά για τις αμερικανικές εξαγωγές, θα τροφοδοτηθεί –σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις– με αέριο από την Cheniere. Όπως δείχνουν μάλιστα τα στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου Ενέργειας, η εταιρεία έχει πλέον στενότατη συνεργασία με μία εκ των μεγαλομετόχων του project της Αλεξανδρούπολης, την GasLog».
Προφανείς και… ημιδιαφανείς διαστάσεις
Με εξαίρεση τον τομέα της ενέργειας όπου είναι προφανής η σύνδεση του ιδιωτικού επενδυτικού… οίστρου για κέρδη με τις κρατικές και γεωπολιτικές στοχεύσεις των ΗΠΑ (πάντα μάλιστα διαχρονικές και ανεξαρτήτως «τονισμών» των κάθε φορά διοικήσεων), για τα υπόλοιπα μπορούν να τεθούν κάποιοι προβληματισμοί.
Επίσης, δεδομένης αυτής της διαχρονικής προσπάθειας απόκτησης θέσεων στον οικονομικό «χάρτη» της εξαρτημένης από τους ιμπεριαλιστές χώρας, είχε διαπιστωθεί αντίστοιχη «στροφή» αμερικάνικων επενδύσεων και το 2014 υπό τη διοίκηση Ομπάμα και με κυβέρνηση Σαμαρά. Αυτή ωστόσο υπήρξε «ημιτελής» λόγω της διπλής στόχευσης από τη μια αδειάσματος της κυβέρνησης Σαμαρά, από την άλλη προσαρμογής της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου που ακολούθησαν οι ιμπεριαλιστές–δανειστές από κοινού παρά (η καλύτερα και εξαιτίας) την όξυνση της μεταξύ τους αντιπαράθεσης.
Ένα τρίτο πιο επίκαιρο και μάλλον προφανές στοιχείο είναι το γεγονός ότι η αύξηση των θέσεων των αμερικάνικων επενδυτικών σχημάτων στη χώρα δεν μπορεί να ξεκοπεί από τη στροφή των αμερικάνικων επενδυτικών οίκων και σχημάτων στην Ευρώπη κατά το τελευταίο διάστημα. Πράγματι, οι εκτιμήσεις όλων αυτών «δείχνουν» ποντάρισμα σε ευρωπαϊκές μετοχές καθώς προβλέπεται ότι στην Ευρώπη –πλην Γαλλίας, για λόγους και εδώ… προφανείς- αυτό το διάστημα υφίστανται πολύ μεγάλα περιθώρια κέρδους. Κάτι που θέλει ίσως μια καλύτερη μελέτη και εξήγηση…
Τέλος, δεν μπορούμε να φανταστούμε πως δεν υπάρχει κρατική και κυβερνητική ενθάρρυνση –τουλάχιστον- για επενδύσεις τέτοιας κλίμακας υπό τη διοίκηση Τραμπ. Οι Βρετανοί, για παράδειγμα, έχουν εκδώσει οικονομική και ταξιδιωτική οδηγία για τη χώρα μας προς την… αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή της αποφυγής επενδύσεων και επισκέψεων.
Βλέπουν λοιπόν κάτι οι αμερικάνοι επενδυτές που δεν βλέπουν οι άλλοι; Και αν αρκετά στοιχεία δείχνουν μια τάση αύξησης του ρίσκου στη σύγκρουσή τους με τους Γερμανούς –και αυτό αφορά και το μέλλον της χώρας στην ευρωζώνη- πώς συνδυάζεται αυτή η τάση με την αύξηση των θέσεων στον οικονομικό της «χάρτη». Φυσικά εδώ υφίσταται διπλή και τριπλή ανάγνωση. Γιατί –πέρα από γεωπολιτικές στοχεύσεις- τα σχήματα αυτά δεν περιορίζονται στο ροκάνισμα θέσεων και στη «δημιουργική καταστροφή», αλλά επενδύουν στη δήθεν… βαριά βιομηχανία της χώρας –ούτε 1% δεν αντιπροσωπεύει η μεταποίηση εξάλλου- και στον τραπεζιτικό κλάδο, στα ακίνητα και στις ασφάλειες. Και είναι φυσικό να θέλουν να έχουν μελλοντικά κέρδη και όχι αβέβαιες τοποθετήσεις. Τυπικά τουλάχιστον «ποντάρουν» στο θριαμβευτικό ελληνικό comeback ύστερα από την «παρένθεση» που άνοιξε μετά το 2014. Άρα γιατί να επενδύσουν σε έναν διατεταγμένο (ή άτακτο) χαμό;
Ή μήπως βλέπουν από την… αντίστροφη ακριβώς μεριά αυτό που «βλέπουν» οι Βρετανοί και επιδιώκουν –συνεπώς- να βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση ύστερα από ένα μεγάλο «γυάλα» της χώρας και της οικονομίας της; Στη λογική που λέει πως αν δεν καταφέρουν να επιβληθεί στους Γερμανούς η αντιμετώπιση του χρέους ως κομμάτι και ευθύνη του ενιαίου χρέους της ευρωζώνης, θα τους «επιβληθεί» να έρθουν αντιμέτωποι με την πραγματική –και όχι χάριν μπλόφας- αποκοπή της ενοχλητικής «παρωνυχίδας»… Σε αυτόν τον ιδιότυπο πόλεμο όλων προς όλους η διοίκηση Τραμπ πρωτοστατεί, αν και έχει συγκεκριμένες στοχεύσεις, παρά τα «μελάνια» (και τη… Μελάνια) που ρίχνει και τη γενική αναταραχή που προκαλεί.
Σε μια τέτοια εκδοχή εξελίξεων οι Αμερικάνοι (κυβέρνηση και επενδυτές) θέλουν να έχουν όλο και μεγαλύτερο μέρος από τα «ασημικά»… Μάλλον σε κάθε περίπτωση. Ήδη από το 2013-14 τα στοιχεία δείχνουν πως οι ΗΠΑ είναι η υπερδύναμη και στο ελληνικό χρηματιστήριο! Είναι σίγουρο επίσης ότι η έφοδος στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα κάθε άλλο παρά διευκολύνει τους Γερμανούς και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που έλκεται από αυτούς.
Αλλά για να επιστρέψουμε από τα… ημιδιαφανή στα προφανή, είναι γεγονός ότι η μεγαλοαστική τάξη της χώρας με κοντέματα και αποκοπές αναγκάζεται να συμπράξει σε μια τέτοια διαδικασία. Τα πιο «δυναμικά» της κομμάτια είναι αυτά που σήμερα πρωτοστατούν. Κάποια άλλα ή και τα… ίδια ακόμη συμπράττουν σε ταυτόχρονο ή σε άλλο χρόνο με Γερμανούς, Γάλλους ή και Ιταλούς. Υπηρέτης πολλαπλών αφεντάδων σίγουρα βλέπει το μέγα «μπος», που κατέχει τη γεωπολιτική και στρατιωτική υπεροχή και πρωτοκαθεδρία στην εξάρτηση, με αυτές τις κινήσεις μάλλον να καλύπτει ένα μέρος της οικονομικής του «υστέρησης» σε σχέση με τους υπόλοιπους, δηλαδή τους Ευρωπαίους. Και αυτό το γεγονός, όσο και να έχει σημαντικές και αξιοσημείωτες οικονομικές διαστάσεις (εξάλλου πρόκειται για την… οικονομία αυτοπροσώπως!), δεν παύει να προκαλεί πολιτικές συνέπειες στο συνολικότερο «ελληνικό ζήτημα» και στην «περιοχή» και να αξιολογείται αναλόγως…