Απόλυτη αβεβαιότητα είναι το μήνυμα των εκλογών της 8ης Ιουνίου στη Βρετανία. Όχι τόσο για την κυβερνητική σταθερότητα αλλά και για την προοπτική της βρετανικής αστικής τάξης, ενόψει της αποχώρησής της από την ΕΕ.
Μια σύντομη ανασκόπηση του εκλογικού αποτελέσματος δείχνει πως ως τέτοιο δεν εμπεριέχει κάποιο είδος ανατροπής! Οι Συντηρητικοί έλαβαν 42,4% (είναι το υψηλότερο ποσοστό από το 1983,αλλά χωρίς αυτοδυναμία) και 318 έδρες. Οι εργατικοί, το 40,9% και 261 έδρες. Αθροιστικά πήραν πάνω από 80%, συμπιέζοντας προς τα κάτω όλα τα μικρότερα κόμματα. Κλασσικός βρετανικός δικομματισμός που εναλλασσόταν στην εξουσία είτε αυτοδύναμα είτε με την επικουρία μικρότερων κομμάτων. Αυτά παλαιότερα. Σήμερα, όμως, κάποιες επαπειλούμενες ανατροπές ισορροπιών που έχουν σχέση με το γενικότερο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, αντανακλώνται και στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο. Το γεγονός ότι μέσα σε τρία χρόνια έχουμε στη Βρετανία απανωτές εκλογικές εκπλήξεις υποδηλώνει το μέγεθος του προβλήματος.
Την άνοιξη του 2014, το Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Φάρατζ (UKIP) ήταν πρώτη δύναμη στις ευρωεκλογές και στις εκλογές του 2015 είχε λάβει 12,6%. Αυτό πυροδότησε την μετατόπιση Κάμερον σε σκληρή εθνικιστική γραμμή που οδήγησε στη δέσμευσή του για δημοψήφισμα υπέρ της παραμονής ή όχι της χώρας στην ΕΕ, αν κέρδιζε δεύτερη κυβερνητική θητεία. Πράγμα που έκανε. Πέρα από την επικράτηση του Brexit στο δημοψήφισμα, έκπληξη αποτελεί η άτακτη φυγή της ηγεσίας του στρατοπέδου που το στήριξε εντός και εκτός Συντηρητικού Κόμματος. Όσο για τον Φάρατζ, αποδείχτηκε ένας καλός «λαγός». Σήμερα, το κόμμα του έχει εξαφανιστεί. Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι τα πολιτικά αδιέξοδα είναι μεγάλα και ουσιαστικά. Ο βρετανικός τύπος χρησιμοποιεί τον όρο «hung parliament» («μετέωρο κοινοβούλιο»). Ωστόσο πρόκειται για «μετέωρο βήμα» της βρετανικής αστικής τάξης… Τελικά, η Μέι, όπως φαίνεται, θα αξιοποιήσει τις 10 έδρες του «Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος» της Β. Ιρλανδίας (DUP), για το οποίο πολλά λέγονται και γράφονται σχετικά με τη μετατόπιση της θέσης του από τον «ήπιο ευρωσκεπτικισμό» στο σκληρό Brexit. Ο Διχασμός είναι φανερός πλέον ανάμεσα στο σκληρό και το μαλακό Brexit, που φτάνει μέχρι την αναθεώρησή του. Οι υποστηρικτές του τελευταίου επισημαίνουν ότι η συνολική ψήφος των κομμάτων που ήταν υπέρ της εξόδου μόλις που ξεπερνάει το 45%, αρκετά μικρότερο από το 52% που ψήφισε υπέρ της αποχώρησης.
Από την άλλη, διάφορες αναλύσεις του αποτελέσματος δείχνουν ότι δεν ήταν το Brexit το μόνο σημαντικό θέμα. Ο Κόρμπιν (που η κοινοβουλευτική του ομάδα τον είχε καταψηφίσει, σε ανύποπτο χρόνο, με πρόταση μομφής) αύξησε τη δύναμη του κόμματός του και εμφανίζεται ακόμη και ως εν δυνάμει πρωθυπουργός. Είχε μία ατζέντα ενάντια σε κλασικές πλέον πολιτικές του κόμματός του, εστίασε στην αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα και δεν μίλησε πολύ για το Brexit. Το ερώτημα για πολλούς αναλυτές παραμένει. Γιατί η Μέι (αρχικά οπαδός της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ) προκήρυξε πρόωρες εκλογές; Προφανής λόγος θεωρείται η προσπάθεια διεύρυνσης της πλειοψηφίας που είχε ο Κάμερον, για να έχει αυξημένα περιθώρια ελιγμών ως προς την τελική διαμόρφωση του Brexit στο τέλος της διαπραγμάτευσης με την ΕΕ. Άλλωστε, οι πρώτες δημοσκοπήσεις της έδιναν προβάδισμα επί των Εργατικών της τάξης του 23%!
Η διαπραγματευτική γραμμή που διαμόρφωσαν τα βρετανικά επιτελεία επιδιώκει να συζητηθούν η μελλοντική σχέση Βρετανίας – ΕΕ (ό,τι ισχύει και για κάποιες άλλες ευρωπαϊκές χώρες) ταυτόχρονα με τον λογαριασμό του «διαζυγίου». Πράγμα που δεν το δέχεται η ΕΕ. Πάντως οι περισσότερες κυβερνήσεις της ΕΕ που (για πολλούς και διάφορους λόγους) ήλπιζαν σε μια μεγάλη νίκη της Μέι, εμφανίζονται απογοητευμένες με το εκλογικό αποτέλεσμα, καθώς βλέπουν, και σωστά, αύξηση της αβεβαιότητας, που «θα κάνει τα πράγματα πιο περίπλοκα, ενώ ήταν ήδη αρκετά περίπλοκα». Άλλωστε, Γαλλία και Γερμανία δείχνουν αποφασισμένες να μην αφήσουν το Brexit να περάσει στις ευρωπαϊκές εκλογές το 2019. Στόχος της κάθε πλευράς η ελαχιστοποίηση των ζημιών και τρανταγμάτων, που αντικειμενικά παράγει η κρισιμότερη διαπραγμάτευση στη μεταπολεμική της ιστορία της Ευρώπης.
Το ερώτημα συνεπώς τίθεται στο αν και κατά πόσο οι αυτές οι εκλογές θα έχουν κάποιες επιπτώσεις στο «διαζύγιο» ΕΕ – Βρετανίας. Και αν έχουν, σίγουρα αυτές δεν αφορούν την ίδια τη διαδικασία και τη χρονική της έκταση αλλά τη φύση και την πολιτική ουσία της περιόδου μετάβασης και μετά.
Ένα μερικό συμπέρασμα που μπορεί να βγει είναι πως οι εκλογές δεν άλλαξαν κάτι ουσιαστικό σε σχέση με το Brexit. Ακόμα και διαφορετικό να ήταν το αποτέλεσμα, θα ήταν απίθανο να ανακόψει το Brexit. Ενδεχομένως μια σαρωτική νίκη της Μέι να είχε ως αποτέλεσμα μια πιο μακρά μεταβατική περίοδο προσαρμογής σε χαμηλούς τόνους. Ωστόσο, θα μπορούσε να ειπωθεί πως και αυτό δεν θα ήταν μια σίγουρη εξέλιξη. Είναι μάλλον συνείδηση και στις δύο πλευρές, πως πέρα από το ξεκίνημα των «τεχνικών συνομιλιών» σε επίσημο επίπεδο, τα πρώτα μεγάλα προβλήματα, και ίσως ανυπέρβλητα, που θα εμφανιστούν, θα είναι πολιτικά.
Άλλωστε το Brexit, σκληρό ή ήπιο, δεν θα είναι μόνο απόφαση του βρετανικού κοινοβουλίου και ίσως δεν είναι πρωτίστως απόφαση των Βρετανών. Οι βαθμοί σκληρότητας και ηπιότητας δεν είναι μονομερείς επιλογές που θα λάβει η βρετανική κυβέρνηση. Η Ευρώπη, που πλέον εμφανίζεται ως σύνολο, προτάσσει τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα. Άρα, το εύρος και το βάρος της εντολής του Βρετανού πρωθυπουργού, ή το κατά πόσο αντιπροσωπεύει κυβέρνηση μειοψηφίας, συνασπισμού ή πλειοψηφίας, δεν πρέπει να έχει ιδιαίτερη σημασία, μια και εκείνο που θα καθορίσει την επόμενη μέρα θα είναι πραγματικοί συσχετισμοί και ισορροπίες….
Με δεδομένο λοιπόν ότι πολύ δύσκολα αναστρέφεται τεχνικά το Brexit (νομικά, η αντιστροφή του Άρθρου 50 δεν έχει προβλεφτεί ), και πολιτικά ακόμα δυσκολότερα, εκείνο που μένει αφορά το ποια εκδοχή θα επικρατήσει, με την έννοια ότι είναι πολύ δύσκολο να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές και για μακρύ διάστημα. Η επιστολή της Μέι, όταν ενεργοποιούσε το Άρθρο 50, έθετε δυο ξεκάθαρους όρους: να μην υπάρξει συμμετοχή στην τελωνειακή ένωση και να μην υπάρχει συμμετοχή στην ενιαία αγορά. Ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν συνιστά και αυτόματα εναλλακτική. Πράγμα που καταλογίζεται συνολικά στο πολιτικό σύστημα και όχι αποκλειστικά στη Μέι. Ότι δηλαδή δεν υπήρξε σαφής πολιτικός στόχος πέρα από το «δημοψηφιακό» Remain και Leave, και για τις δύο εκδοχές. Οι Βρετανοί είναι αναγκασμένοι πλέον να ακολουθήσουν πιο σκληρή γραμμή από αυτήν με την οποία ξεκίνησαν και ενδεχομένως να τους έχει απομείνει μία μόνο εκδοχή του Brexit: η χαοτική επιλογή της μη συμφωνίας. Ακόμη και αν επιβιώσει η Μέι (μερικοί μιλούν για νέες εκλογές μέσα στο 2017), θα είναι ευάλωτη, σε σχέση με αυτό που ο προκάτοχός της Κάμερον χαρακτήριζε «άκρα», και όχι μόνο στο κόμμα της. Όπως καταγράφεται, υπάρχουν «ευρωσκεπτικιστές» σε όλα τα κόμματα, που θα προτιμούσαν η Βρετανία να αποχωρήσει χωρίς συμφωνία!
Η Βρετανία, λοιπόν, που ήθελε εδώ και καιρό να χωρίσει την Ευρώπη, τώρα την ενώνει εναντίον της. Και αυτό δεν είναι μια στρατηγική επιτυχία. Επιπλέον, από μόνη της έχει περιορισμένη επιρροή. Τα πρώτη μηνύματα δείχνουν πως δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στις ΗΠΑ. Αλλά και σε εμπορικές συμφωνίες με Κίνα, Ινδία και την ίδια την ΕΕ, θα είναι ένας αδύναμος παίκτης. Με άλλα λόγια, η Βρετανία βρίσκεται σε συνολική κρίση που εξηγεί τα «λάθη» των δημοσκοπήσεων, τις εκπλήξεις, τις ανατροπές αλλά ακόμη και την ίδια την αμφισβήτηση της διατήρησης της ενότητάς της.
Χ.Β.