Οι Γάλλοι δημοσκόποι επιβεβαιώθηκαν με τα ποσοστά που προέβλεψαν και για τους τέσσερις κορυφαίους υποψηφίους την τελευταία προεκλογική εβδομάδα. Με εξαίρεση ίσως μια δραματική τροπή στις προηγούμενες εβδομάδες, όταν οι τέσσερις υποψήφιοι φάνηκαν να έχουν ίσες πιθανότητες για το δεύτερο γύρο. Αλλά και αυτό ίσως να ήταν στοιχείο κάποιου υπολογισμού! Τα τελικά αποτελέσματα σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών για τους βασικούς υποψήφιους στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών είναι: Μακρόν 23,75%, Λεπέν 21,53%, Φιγιόν 19,91%, Μελανσόν 19,64% και Αμόν 6,35%. Το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές έφτασε το 78,69%, έναντι 79,48% το 2012.
Ωστόσο, υπάρχει έκδηλη ασάφεια στην αποκωδικοποίηση της εκλογικής επιτυχίας του Μακρόν, η οποία θα συνεχιστεί στο δεύτερο γύρο στις 7 Μαΐου, παρότι σχεδόν όλη η πολιτική σκηνή της Γαλλίας και το χρηματοοικονομικό σύστημα θα τον στηρίξει, με τη προφανή δικαιολογία να μην εκλεγεί η Λεπέν. Ασάφεια που ενδεχομένως θα ενταθεί στις βουλευτικές της 11ης Ιουνίου.
Στον άγνωστο μέχρι το 2014 Μακρόν, όταν ο Ολάντ τον επέλεξε για το υπουργείο Οικονομίας, κανείς δεν έδινε την παραμικρή πιθανότητα για πρωταγωνιστικό ρόλο, τόσο στον ίδιο όσο και το νεόκοπο κίνημά του. Σήμερα, ο φιλόδοξος και πολλά υποσχόμενος (στο σύστημα) Μακρόν, που «προκαλεί την περιέργεια της δεξιάς» (όπως έγραψε η Le Monde), είναι η βασική επιλογή του συστήματος για να μην καταρρεύσει, την στιγμή που ολόκληρη η Ευρώπη βάλλεται από πολλές μεριές. Τελικά, η υποψηφιότητα του Μακρόν συμπυκνώνει την πιο επιθετική συστημική εκδοχή απάντησης στη συνολική πολιτική κρίση. Γιατί όχι μόνο δεν είναι αντισυστημικός αλλά διαμορφώθηκε μέσα στο σύστημα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Γάλλο υποψήφιο.
Τονίζεται με έμφαση, από όλους του πολιτικούς αναλυτές, πως, για πρώτη φορά σε δεύτερο γύρο προεδρικών εκλογών, δεν υπάρχει εκπρόσωπος των δύο μεγάλων κομμάτων που όρισαν εδώ και δεκαετίες το πλαίσιο του γαλλικού δικομματισμού. Και αυτό σίγουρα είναι ένα ζήτημα. O αποκλεισμός του Φρανσουά Φιγιόν από τον β’ γύρο είναι μεγάλο χτύπημα και για τους Les Republicains, κάτι που έχει να συμβεί στη Γαλλία από το 1958. Αλλά και οι «σοσιαλιστές», με τον Αμόν να αποσπά κάτι περισσότερο από το 6% των ψήφων, οδηγούνται στο ιστορικό χαμηλό του 5%, του 1969. Τότε, το κόμμα πέρασε μία περίοδο κρίσης και αναζήτησης ταυτότητας, η οποία έληξε το 1971 με τη δημιουργία ενός νέου κόμματος από τον Φρανσουά Μιτεράν.
Σε ότι αφορά τα λεγόμενα «άκρα», Λεπέν και Μελανσόν (η πρώτη αύξησε τα ποσοστά της κατά πέντε μονάδες και ο δεύτερος σχεδόν τα διπλασίασε σε σχέση με τα αντίστοιχα του 2012), και την «αντισυστημική» ψήφο των Γάλλων που τα επέλεξαν, συναθροίζουν πλέον ένα σημαντικό ποσοστό ως «επικριτική δύναμη» απέναντι στη γερμανική Ευρώπη. Ποσοστό το οποίο ανέρχεται στο 49%, αν σε αυτό προστεθεί και αυτό των πιο μικρών υποψηφίων του πρώτου γύρου. Ζήτημα που αναδεικνύει με τον πιο απτό τρόπο τα σημάδια της βαθιάς όσο και συνολικής πολιτικής κρίσης του γαλλικού πολιτικού συστήματος. Ωστόσο, η αντιφατικότητα των προγραμμάτων τους σε βασικά ζητήματα (ΕΕ, ΝΑΤΟ, «πολιτικές τομές», κλπ), αν και από διαφορετικές αφετηρίες, είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη.
Το πρόβλημα που απασχολεί τώρα τα γαλλικά ΜΜΕ, είναι πώς θα μοιραστούν οι ψηφοφόροι των ηττημένων. Μπορεί οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι ο Μακρόν θα κερδίσει με άνεση στις 7 Μαΐου αλλά εξακολουθούν να είναι απρόβλεπτες οι επιδόσεις του πολιτικού κινήματος που ίδρυσε πριν από ένα χρόνο περίπου, στις βουλευτικές εκλογές που θα ακολουθήσουν, στις 11 Ιουνίου. Παρ’ ότι ο Μακρόν απευθύνεται σήμερα σε ένα μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων της κεντροδεξιάς. Η αξιοποίηση του φόβου εκλογής της Λεπέν δεν θα υπάρχει και η συνέχεια αποκτά την γνώριμη κανονικότητα, όπως άλλωστε κατέστησαν σαφές οι ηγέτες των δύο παραδοσιακών κομμάτων.
Κατά συνέπεια, ο Μακρόν και το κίνημα «En Marche!» κινδυνεύουν να είναι μειοψηφία στην επόμενη Βουλή, και με τους Ρεπουμπλικάνους να ευελπιστούν να διασφαλίσουν αρκετές έδρες έτσι ώστε να απαιτήσουν ρόλους-κλειδιά στη νέα κυβέρνηση, παρά την ήττα του Φιγιόν. Και άρα η οικοδόμηση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, χωρίς ανταλλάγματα προς τους Ρεπουμπλικάνους είναι σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί. Έτσι, είναι «φυσικό» τα «παζάρια» στο πολιτικό παρασκήνιο να ενταθούν μέχρι την 11η Ιουνίου.
Πάντως, το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των εκλογών υπογραμμίζει για ακόμα μια φορά το υπαρξιακό πρόβλημα της ΕΕ, και ως αντανάκλαση της πολιτικής κατάστασης σε Γαλλία. Η επικράτηση των Ευρωσκεπτικιστών είναι εμφανής πλέον στα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα.
Οι ευνοϊκές «συμπτώσεις», που οδήγησαν στη νίκη του Μακρόν, είναι στην πραγματικότητα τα αναπόφευκτα συμπτώματα των αδιεξόδων του γαλλικού ιμπεριαλισμού μπροστά στις γενικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Ο Μακρόν, χωρίς κομματική βάση αλλά με εκπληκτική συστράτευση των δυνάμεων του κεφαλαίου γύρω του –όπως φάνηκε και από τον τρόπο με τον οποίον εκκαθαρίστηκε πολύ νωρίς το τοπίο υπέρ του, μέσα από το χτύπημα στον Φιγιόν και την απαξίωση του Αμόν, επίσημου υποψηφίου του Σοσιαλιστικού Κόμματος- αναδεικνύει μια τάση βαθιά αντιδραστική.
Οι ασάφειες των κομμάτων εξουσίας ως προς την Ευρώπη, ως προς τις ιμπεριαλιστικές πλευρές της γαλλικής πολιτικής, υποδηλώνουν τις βαθύτερες ανησυχίες για τον ρόλο της Γαλλίας σε αυτή τη φάση. Και όσο δεν απαντιούνται αυτά, τόσο οι αυταρχικές και ρατσιστικές πολιτικές, στις οποίες μάλλον συνέκλιναν όλα τα κόμματα, θα συνεχίσουν να παράγουν τη δικιά τους δυναμική. Ιδιαίτερα σήμερα, με μια ΕΕ σε παρακμή, το πολιτικό πεδίο θα συνεχίσει να καλύπτεται είτε από τις παραλλαγές συστημικών πολιτικών μορφωμάτων είτε χαρισματικών -ή λιγότερο χαρισματικών- ηγετών. Και αυτό θα φανεί και στη συνέχεια των εκλογικών αναμετρήσεων στην ΕΕ.
Κατά συνέπεια, η μεγαλύτερη προσφορά της Λεπέν και της λεγόμενης «νέας ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς», δεν είναι πως φτάνουν στο προθάλαμο της εξουσίας. Η ουσιαστική προσφορά τους είναι πως, ενώ υποτίθεται πως παραμένουν σε απομόνωση, καταφέρνουν να επιβάλουν την αντιδραστική ατζέντα τους στα παραδοσιακά συστημικά κόμματα, συμβάλλοντας καταλυτικά σε μια βαθιά συντηρητική και αυταρχική αναδίπλωση ενάντια στα λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη. Μπορεί οι ακροδεξιοί να μένουν τελικά εκτός κυβέρνησης αλλά λειτουργούν απλά σαν «μπαμπούλες» για να στρέψουν τους λεγόμενους «φιλήσυχους» πολίτες στην αποδοχή όλο και πιο αντιδραστικών πολιτικών.
Κάτι που φάνηκε πολύ καθαρά σε αυτή τη εκλογική αναμέτρηση. Η ισχυρή παρουσία του Μακρόν έρχεται να νομιμοποιήσει εκείνες τις «ευρωπαϊκές» πολιτικές, τα κύρια πεδία παρεμβάσεων των οποίων αποτελούν το χτύπημα και η κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, η σκληρή λιτότητα, η αμφισβήτηση κάθε έννοιας του «κοινωνικού κράτους».
Σε κάθε περίπτωση, τα πραγματικά προβλήματα παραμένουν ανοιχτά για τη γαλλική αστική τάξη, σε μια γαλλική κοινωνία που διαπερνιέται από μεγάλες αντιθέσεις. Παρά τη συστράτευση των συστημικών πολιτικών δυνάμεων με τον «ευρωπαϊκό δρόμο», από διαφορετικές πλευρές ωστόσο, αποτυπώνεται μια ισχυρή τάση διαφόρων εκδοχών επανάκτησης πλευρών της «εθνικής κυριαρχίας». Δηλαδή προώθησης και προάσπισης των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων της Γαλλίας…
Χ.Β