Η φετινή χρονιά θα αποδειχθεί αποφασιστική για την ΕΕ και την ευρωζώνη. Πέρα από τις εκλογικές διαδικασίες μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου (σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία και ενδεχομένως και σε Ιταλία μέχρι το τέλος της χρονιάς), μεσολαβούν γεγονότα οι επιπτώσεις των οποίων δεν μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια. Λόγω της αβεβαιότητας, οι μεγάλοι «παίκτες» της ΕΕ προετοιμάζουν τις κινήσεις για ένα εξαιρετικά αβέβαιο μέλλον.
Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν το πολιτικό τοπίο στη Γαλλία και ειδικά στη Γερμανία θα
ξεκαθαρίσει μετά από αυτές τις εκλογές και ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος. Ιδιαίτερα για τη Γερμανία, που αντιμετωπίζει τα δικά της, σκληρά ερωτήματα. Ήδη σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος της χώρας – ιδιαίτερα στους «συντηρητικούς ψηφοφόρους» – καταγράφονται ασυνήθιστες διαφοροποιήσεις σε σχέση με την ως τώρα θεώρηση των ευρωπαϊκών ζητημάτων, με τις δημοσκοπήσεις να αποτυπώνουν βέβαια ένα μέρος μόνο των διαφοροποιήσεων. Μέχρι στιγμής, η Μέρκελ, η οποία διεκδικεί τέταρτη συναπτή θητεία στο αξίωμα, και το αδελφό της βαυαρικό κόμμα συγκεντρώνουν ένα 33% των προθέσεων ψήφου (+1%), ενώ το ποσοστό του SPD παρέμεινε αμετάβλητο στο 32%, σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση. Η ανάκτηση αυτού του μικρού προβαδίσματος ακολουθεί τη απότομη άνοδο του SPD υπό την ηγεσία του πρώην προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς. Γενικότερα, οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις καταγράφουν σταθεροποίηση του ποσοστού των δύο μεγάλων κομμάτων λίγο πάνω από το 30%, με ισοψηφία ή εναλλαγές στο οριακό προβάδισμα.
Το κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), που έχει φέρει τα πάνω κάτω στο πολιτικό σκηνικό, δεν αξιοποιεί μόνο τις φοβίες του εκλογικού σώματος για τα μελλούμενα (μέσα και έξω από την ΕΕ) αλλά αντανακλά και προβληματισμούς μερίδων της αστικής τάξης. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Σαπέν, στο περιθώριο του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, σχετικά με το μέλλον τη ευρωζώνης, «είναι αλήθεια ότι οι Γερμανοί δεν είναι το ίδιο ενθουσιώδεις, όπως ήταν πριν μια διετία».
Πολλοί είναι αυτοί που αναρωτιούνται αν το Βερολίνο, μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, ή και εξαιτίας αυτών, θα προσπαθήσει να υπερασπιστεί τη «γερμανική» ΕΕ ή να χαράξει τη δική του πορεία. Πληθαίνουν οι πολιτικοί αναλυτές που ισχυρίζονται πως σε λιγότερο από μία διετία, όλα αυτά που ισχύουν σήμερα θα έχουν αλλάξει παντελώς, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι πιθανό πως «η ΕΕ μπορεί πράγματι να διαλυθεί». Για τη Γερμανία, οι πιο ανησυχητικές εξελίξεις είναι πιθανώς εκείνες που δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη και βρίσκονται όλο και πιο κοντά της.
Δεν είναι ότι η Βρετανία (απασχολημένη σε μια μπερδεμένη αναχώρηση από την ΕΕ) αποτελεί την πιο ορατή απειλή για μελλοντικές ανατροπές στην Ευρώπη. Είναι το ποια στάση και ποιο ρόλο θα επιλέξει η Γερμανία, αν επικρατήσουν τα πιο ακραία σενάρια.
Για πρώτη φορά στη Γερμανία, μετά την επανένωση, η δημόσια και ιδιωτική συζήτηση για τον επανεξοπλισμό της γίνεται σε τέτοια μεγάλη έκταση! Είναι βέβαιο πως υπάρχουν ισχυρά τμήματα του γερμανικού κατεστημένου που θα ήταν πρόθυμα να υποστηρίξουν αυτά τα βήματα. Μάλιστα, από πέρυσι, έχει αυξηθεί σημαντικά ο αντίστοιχος προϋπολογισμός.
Πάντως, φανερά και επίσημα, κινείται για την προώθηση της αμυντικής συνεργασίας της ΕΕ. Η οικοδόμηση κοινής ευρωπαϊκής άμυνας είναι κάτι για το οποίο πίεζε πάντα η Γερμανία. Η Μ. Βρετανία ήταν που μπλόκαρε κάθε προσπάθεια προς αυτήν τη κατεύθυνση. Από τη μία, μετά το Brexit, φαίνεται ότι έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Από την άλλη, έχουν προστεθεί καινούργια…
Ωστόσο, η απόκτηση στρατιωτικής ή ακόμα και στρατηγικής ισχύος, ανάλογης της οικονομικής και πολιτικής, μέσω της Ευρώπης, δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα. Δεν φτάνει ότι η Γερμανία είναι σήμερα πιο πρόθυμη να ασκήσει στρατιωτική ηγεσία από ποτέ άλλοτε, είναι και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται. Και η βασικότερη είναι η στήριξη από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους εταίρους της, ιδίως από τη Γαλλία. Μια τέτοια στήριξη, όμως, δεν θα είναι «εν λευκώ». Τελικά, αν η ΕΕ καταρρεύσει, αυτό δεν θα οφείλεται στις αμφιβολίες σχετικά με το μέλλον των εγγυήσεων από τις ΗΠΑ. Οι κίνδυνοι είναι συναφείς του όλου εγχειρήματος και του ρόλου της Γερμανίας σε αυτό. Σήμερα, βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτή την υπαρξιακή πρόκληση και πρέπει να το ξεπεράσει αυτό αναζητώντας νέο ρόλο.
Είναι φανερό γιατί η Γερμανία εξαρτά πολλά από τις γαλλικές εκλογές. Ελπίζει ότι η εκλογή του Μακρόν (που είναι υπέρ της ΕΕ και θετικός προς τη Γερμανία) θα αναχαιτίσει την αυξανόμενη επιθετικότητα από ΗΠΑ και Βρετανία και θα προσφέρει ανανεωμένες ελπίδες προς μια νέα γαλλογερμανική συνεργασία.
Καθόλου τυχαίο που στις Βρυξέλλες, το τελευταίο διάστημα, γίνεται όλο και πιο έντονη η συζήτηση για την «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων». Το μόνο ίσως ρεαλιστικό σενάριο που έχει απομείνει και το οποίο αναμένεται να καταχωρηθεί ρητά στη πολιτική δήλωση που θα υπογράψουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες στη Ρώμη, σε λίγες μέρες.
Στο ότι προωθείται στα σοβαρά μια τέτοια εξέλιξη συνηγορεί η τετραμερής σύνοδος κορυφής, πριν λίγες μέρες, στις Βερσαλλίες. Παρίσι, Βερολίνο, Μαδρίτη και Ρώμη προωθούν άμεσα την Ευρώπη των «πολλών ταχυτήτων». Η συνάντηση αυτή έρχεται ως συνέχεια της δήλωσης Μέρκελ, στις 3 Φεβρουαρίου, από τη Μάλτα: «Θα υπάρξει μια ΕΕ διαφορετικών ταχυτήτων, δεν θα συμμετέχουν όλοι κάθε φορά, σε όλα τα στάδια της ενσωμάτωσης».
Η ιδέα να δοθεί μια «πολιτική ώθηση σε αυτό, από τους τέσσερις», πριν από τη σύνοδο για την 60η επέτειο από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 25 Μαρτίου στην ιταλική πρωτεύουσα, δείχνει πόσο άμεση είναι η ανάγκη να προωθηθούν εναλλακτικά σενάρια μετά από μια σειρά κλονισμών, που όπως φαίνεται δεν θα είναι τα τελευταία. Για πολλούς, η νέα πολιτική συμφωνία της Ρώμης θα είναι το τέλος της σημερινής ΕΕ.
Η αβεβαιότητα είναι εντονότερη στην ευρωζώνη. Ακόμη και μέλη του σκληρού πυρήνα της (όπως η Ολλανδία που ξεκινά την εκλογική κούρσα) παίρνοντας στα σοβαρά την πιθανότητα διάλυσής της, ή της αναδιαμόρφωσής της, αρχίζουν να εξετάζουν τις επιλογές τους, μιας και δεν διαφαίνεται καμία ξεκάθαρη λύση. Χαρακτηριστικό είναι (όπως στην περίπτωση της Ολλανδίας) πως τα «ευρωσκεπτικιστικά κόμματα» δεν είναι πλέον τα μόνα που αμφισβητούν τη μοίρα της ΕΕ.
Σε ότι αφορά την «Ανατολή», σήμερα, εκτός από τις γερμανοφοβικές κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, υπάρχει μια πολύ εχθρική Ρωσία. Συνέπεια του ότι η Γερμανία ηγήθηκε της ευρωπαϊκής απάντησης στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Και όπως παρατηρείται, μια εχθρική σχέση με τη Μόσχα ασκεί μια ιδιαίτερη ψυχολογική πίεση στο Βερολίνο, με βάση τα ιστορικά δεδομένα του προηγούμενου αιώνα.
Αλλά και προς «Νότο», τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλύτερα. Η Ιταλία (που πλασάρεται στο νέο «κουαρτέτο») έχει κυβέρνηση ανάγκης. Το φιλικό στην ΕΕ «κέντρο» συρρικνώνεται και δεν αποτελεί καθόλου εγγύηση.
Ωστόσο τις πιο απρόβλεπτες(;) προκλήσεις το γερμανικό κατεστημένο τις έχει από τα δυτικά. Από τις ΗΠΑ του Τραμπ και από τη Βρετανία του Brexit. Ο απρόβλεπτος Τραμπ έχει θορυβήσει το Βερολίνο, ακόμα και στις νομικές εκκρεμότητες του διεθνούς καθεστώτος της Γερμανίας ως κυρίαρχου κράτους!
Με βάση όλα αυτά, η γερμανική αστική τάξη φαντάζει αρκετά απομονωμένη στο κέντρο της Ευρώπης. Και από τη δική της συμπεριφορά, αλλά και από το γεγονός πως και ο υπόλοιπος κόσμος μεταβάλλεται ραγδαία. Το πόσο σύντομα (αλλά καθόλου εύκολα) θα μπορέσει να προσαρμοστεί σε αυτές τις προκλήσεις είναι το επίδικο. Λίγες ημέρες πριν παραδώσει την προεδρία της Γερμανίας στον Στάινμαγερ, ο απερχόμενος πρόεδρος Γκάουκ υπογράμμισε την ανάγκη χειραφέτησης από τις ΗΠΑ λέγοντας «Έχει έρθει η ώρα που η Ε.Ε. και ιδιαίτερα η Γερμανία […] να γίνουν πιο ανεξάρτητες και αυτόνομες». Πίσω από αυτά τα λόγια κρύβονται όλες οι κρυφές και φανερές επιδιώξεις της αστικής τάξης της Γερμανίας, τόσο σε ότι αφορά την εθνική της χειραφέτηση, όσο και την εδραίωση της επικυριαρχίας της στην Ευρώπη. Ωστόσο, σήμερα η Γερμανία δεν μπορεί να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση χωρίς την γαλλική συνεργασία. Αλλά και αυτή η συνεργασία έχει πολλά εισαγωγικά. Στη φάση αυτή, όσο και αν υπάρχει η κρυφή επιθυμία να αναδειχθεί ηγέτιδα δύναμη, μέσω της ΕΕ, μένει να σταθμιστεί κατά πόσο είναι σε θέση να σηκώσει αυτό το βάρος.
Έως ότου ολοκληρωθεί ο πολιτικός κύκλος της Ευρώπης με τις γερμανικές εκλογές, το ερώτημα από την ομιλία του Γιούνκερ, πριν λίγο καιρό, προς τους αρχηγούς των κρατών και των κυβερνήσεων της ΕΕ, «Quo vadis Europa;», μάλλον θα μείνει αναπάντητο.
Τέλος, όσο αφορά την επίσημη επίσκεψη της Μέρκελ στην Ουάσιγκτον, στις 14 Μαρτίου, που ανακοινώθηκε από Αμερικανό αξιωματούχο, και με δεδομένο τα όσα έχουν διαμειφθεί εκατέρωθεν, αναμένεται να έχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Χ.Β