Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 902)
Προεκλογικά οι δημοσκοπήσεις αρχικά έδειχναν να προηγείται ο Λάσετ της CDU/CSU, μετά η Μπέρμποκ των «πρασίνων», και στο τέλος ο Σολτς της SPD. Ένα μέρος της προεκλογικής αστάθειας και ασάφειας μεταφέρθηκε και στο τελικό αποτέλεσμα των εκλογών της 26ης του Σεπτέμβρη.
Το SPD συγκέντρωσε το 25,7%(+5,2% ), και 206 έδρες (το καλύτερο αποτέλεσμα εδώ και πολλά χρόνια), ενώ η CDU/CSU το 24,1%(–8,8%) και 196 έδρες (η χειρότερη επίδοση στην ιστορία της).
Οι Πράσινοι, με 14,8% ( +5, 9%) και 118 έδρες, κατέγραψαν το υψηλότερο ποσοστό από την ίδρυσή τους και αναδεικνύονται τρίτη δύναμη. Το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) στο 11,5% (+ 0,8%) και 92 έδρες. Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) με 10,3%( - 2,3%), πήγε στη πέμπτη θέση από τη τρίτη. Τέλος «η Αριστερά» ( Die Linke) πέφτει στο 4,9% (- 4,3%) αλλά εκλέγει 39 βουλευτές, επειδή είχε πρωτιές στις ανατολικές περιφέρειες.
Η αναμενόμενη, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό, πτώση της CDU/CSU κατά 8,9 μονάδες αποτελεί μεγάλη έκπληξη. Η μόνιμη συμμαχία CDU/CSU ποτέ δεν είχε πέσει κάτω από το όριο του 30%. Πολιτικά ωστόσο, μεγαλύτερη σημασία αποκτά η πτώση κάτω του 50% αθροιστικά των δύο μεγάλων κομμάτων. Κατά συνέπεια, αυξήθηκε ο ρόλος των μικρομεσαίων, όμως δεν υπάρχει μοναδικός ρυθμιστής! «Πράσινοι» και FDP, αναγκαστικά πάνε «πακέτο». Η Μέρκελ μάλλον παραμένει για μερικούς μήνες ακόμη και ίσως καταφέρει να ξεπεράσει το ρεκόρ παραμονής στην εξουσία, που κατέχει ο μέντοράς της, Κολ.
Η Γερμανία, πόλος σταθερότητας στην εποχή της Μέρκελ, εισέρχεται σε μια πιο απρόβλεπτη περίοδο μέχρι το σχηματισμό κυβέρνησης. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν διερευνητικές εντολές, και οι συνομιλίες για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης εξαρτώνται μόνο από τα κόμματα για το σχηματισμό πλειοψηφικής συνεργασίας, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί καμία από τις πιθανές λύσεις. Το 2017 το πρόβλημα ξεπεράστηκε με πεντάμηνες διαβουλεύσεις με το «Μεγάλο Συνασπισμό». Η επανάληψή του, ακόμη και αν στη καγκελαρία πάει ο σοσιαλδημοκράτης Σολτς, δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες. Αλλά με το σημερινό αποτέλεσμα ο σχηματισμός πλειοψηφίας φαίνεται ιδιαίτερα περίπλοκος, αφού πρέπει να συμμετέχουν τρία κόμματα, κάτι που έχει να γίνει από το 1950!
Το πιο πιθανό σενάριο είναι ένας συνασπισμός με SPD (ως ο κύριο κορμό της νέας κυβέρνησης), «Πράσινους» και FDP, (ο λεγόμενος του «Φαναριού») που συγκεντρώνει πάνω από 400 έδρες από τις 740 της Bundestag. Μικρότερη πιθανότητα υπάρχει να κυβερνήσουν οι ηττημένοι Χριστιανοδημοκράτες με τους Πράσινους και το FDP, (o λεγόμενος συνασπισμός «Τζαμάικα»), όπως και το ενδεχόμενο ενός ακόμα «Μεγάλου Συνασπισμού», ο οποίος κούρασε τα τελευταία χρόνια.
Πάντως το πρώτο λόγο για την επόμενη μέρα τον έχουν «Πράσινοι» και FDP, αλλά… ως «πακέτο», αφού χωριστά δεν επαρκούν. Μάλιστα ο αρχηγός του FDP Λίντνερ, αν και επαναλαμβάνει ότι μεγαλύτερη συνάφεια θα υπήρχε με συνασπισμό «Τζαμάικα», έστειλε σαφές μήνυμα στους «Πράσινους» προτείνοντας να αρχίσουν συνομιλίες μεταξύ τους και μετά να επιλέξουν μεγαλύτερο εταίρο. Ισχύς «εν τη ενώσει»!!
Μετά τη ψηφοφορία, τα ουσιαστικά ερωτήματα παραμένουν ανοικτά. Δεν είναι ωστόσο το «ποιός καγκελάριος, και ποιός συνασπισμός». Αυτά μπορεί να απαντηθούν και συντομότερα του αναμενομένου! Όμως η μετα- Μέρκελ εποχή δείχνει να αφορά το κλείσιμο ενός κύκλου, που ξεκινά με την επανένωση το 1990, και το άνοιγμα ενός νέου, αλλά απροσδιόριστου.
Τρείς δεκαετίες με ευνοϊκές συγκυρίες – και ευκαιρίες – για το γερμανικό κεφάλαιο φαίνεται να εξαντλούνται. Η χαρτογράφηση των μεταβαλλόμενων σχέσεων της Γερμανίας με ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ήταν η πιο δυνατή πρόκληση, όχι μόνο για τη Μέρκελ, αλλά για αυτό καθαυτό το γερμανικό κεφάλαιο. Οι συνθήκες άλλαξαν. Το περιβάλλον στη μετά Brexit εποχή δεν έχει διερευνηθεί σε όλο το εύρος του, και κύρια ως προς το μέλλον του «γαλλογερμανικού άξονα».
Δεν είναι τυχαίο που ο Μακρόν ανησυχεί για τις εξελίξεις στο Βερολίνο. Οι περισσότερες αναλύσεις προεξοφλούν πολύμηνες διεργασίες: με άλλα λόγια Χριστούγεννα με τη Μέρκελ. Την 1η Ιανουαρίου αρχίζει η εξάμηνη γαλλική προεδρία στην ΕΕ, ενώ ξεκινά η μάχη για την προεδρική εκλογή και τις βουλευτικές εκλογές της άνοιξης. Ο Μακρόν σίγουρα έχει ανάγκη το όποιο περιθώριο προεκλογικών ελιγμών με σημείο αναφοράς την ΕΕ, και εξαρτά πολλά από τον «Άξονα», όπου οι λογαριασμοί παραμένουν ανοικτοί. Στις ανησυχίες του να υπολογίσουμε και τη προσπάθεια που καταγράφεται στη Γερμανία για ταχεία επιστροφή στη «κανονικότητα» της μόνιμης δημοσιονομικής περιοριστικής πολιτικής, όπως αυτή προσδιορίζεται από τον «κόφτη» χρέους, αλλά και το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Η Γερμανία είναι μια ισχυρή ευρωπαϊκή δύναμη που θέλει να επεκταθεί και πέραν της «γηραιάς Ηπείρου». Αλλά εισάγει ενέργεια από την Ρωσία, εξαρτάται από τις εξαγωγές στην Κίνα (τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο εκτός ΕΕ) και βασίζεται στρατιωτικά στις ΗΠΑ. Όλα αυτά συνιστούν περιορισμένες στρατηγικές επιλογές, πράγμα που αντανακλάται ως ένστικτο εξισορρόπησης «συμμάχων και αντιπάλων». Αυτό έκανε η «σιδηρά Καγκελάριος». Όμως, όπως και οι θαυμαστές της παραδέχονται, παρόλο που ήταν εξαιρετικά επιδέξια στο να ελίσσεται ανάλογα με τα ρεύματα της διεθνούς πολιτικής, ήταν πολύ αδύναμη να τα διαμορφώσει. Και αυτό μάλλον είναι και το ουσιαστικό πρόβλημα του γερμανικού ιμπεριαλισμού.
ΧΒ