Η Ευρώπη ολόκληρη περίμενε, εδώ και μήνες, τις γερμανικές εκλογές. Όχι τόσο από αγωνία για το αποτέλεσμά τους, αλλά για να αρχίσει και πάλι κάτι να κινείται. Η γερμανική κυβέρνηση, για μην «ταραχτεί» το εκλογικό ακροατήριο, απέφευγε οποιαδήποτε σοβαρή απόφαση σε όλα επίπεδα. Τελικά η Μέρκελ παραμένει καγκελάριος και έτοιμη να συνεχίσει τη δωδεκαετή θητεία της. Αυτό το αποτέλεσμα, που ήταν γενικώς αναμενόμενο, όσο και προσδοκώμενο από πολλές πλευρές, σκιάστηκε από κάποια πράγματα: την «πύρρειο νίκη» του κόμματος της Μέρκελ, το «βατερλό» του SPD και την είσοδο του AfD στην Μπούντεσταγκ.
Οι Χριστιανοδημοκράτες-Χριστιανοκοινωνιστές (CDU-CSU) με το 32,9% υπολείπονται 8 μονάδες από τις προηγούμενες εκλογές, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες (SPD) με το 20,6% και χάνοντας πάνω από 5 μονάδες έπιασαν ιστορικό χαμηλό στη μεταπολεμική περίοδο. Το ακροδεξιό κόμμα AfD με ποσοστό 12,6% (σχεδόν τριπλασιάζοντας τα προηγούμενα ποσοστά του) γίνεται τρίτη δύναμη στο κοινοβούλιο, δεύτερο στην Ανατολική Γερμανία και πρώτο στο κρατίδιο της Σαξονίας! Οι Φιλελεύθεροι του FDP κατάφεραν να επιστρέψουν στην Μπούντεσταγκ με 10,7%. Το Die Linke πήρε 9,2% και οι «Πράσινοι» 8,9%.
Σίγουρα η είσοδος του AfD στη βουλή είναι ένα νέο δεδομένο. Αν και ο χώρος αυτός αποτελεί μέρος του πολιτικού χάρτη της Ευρώπης εδώ και χρόνια, η παρουσία στο γερμανικό κοινοβούλιο, εκτός του ότι σπάει ένα ταμπού, αλλάζει και τη δυναμική στη συγκρότηση συμμαχιών, γιατί, όπως φαίνεται, γράφει «τέλος» ο συνασπισμός CDU-CSU- SPD.
Το AfD ιδρύθηκε μόλις το 2013 από ακαδημαϊκούς και στελέχη της λεγόμενης δεξιάς πτέρυγας των CDU και CSU. Τότε οριακά δεν μπαίνει στη Βουλή, ωστόσο στη συνέχεια καταφέρνει να εκπροσωπηθεί σε 13 από τα 16 κοινοβούλια κρατιδίων και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πέρα από την όποια στήριξη έχει από το γερμανικό κεφάλαιο, θεωρείται ότι κατά βάση εκπροσωπεί την παλιά «αριστοκρατία των φον». Ανάμεσα στα άλλα υποστηρίζει το τέλος της αποτυχημένης ευρωζώνης και είναι το μόνο που χαιρέτισε τόσο το Brexit όσο και την εκλογή του Τραμπ.
Το ενδιαφέρον πλέον εστιάζεται στην επόμενη μέρα. Δηλαδή τις διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης, που μπορεί να διαρκέσουν μέχρι το τέλος της χρονιάς. Επικρατέστερο σενάριο για τη Μέρκελ είναι η τριπλή συμμαχία, με «Φιλελεύθερους» και «Πράσινους». Αν και η διεύρυνση προς τους «Πράσινους» αποτελεί εξέλιξη αδοκίμαστη σε εθνικό επίπεδο, θεωρείται αρκετά εφικτή μια και οι «κόκκινες γραμμές» των «Πράσινων» δεν θεωρούνται αποτρεπτικές μιας τέτοιας εξέλιξης! Δημοσκοπικά, ωστόσο, στο σύνολο του εκλογικού σώματος, μόλις το 23% εγκρίνει έναν τέτοιο κυβερνητικό συνασπισμό.
Πάντως ορισμένα γερμανικά ΜΜΕ φθάνουν μέχρι και στην πρόβλεψη για διεξαγωγή νέων εκλογών αν το CDU/CSU δεν βρει διέξοδο ούτε με την τριπλή συμμαχία ούτε με το SPD με το οποίο υπήρξαν εταίροι σε τρεις «μεγάλους συνασπισμούς», από τους οποίους οι δύο (το 2005-2009 και από το 2013 ως σήμερα) υπό την ηγεσία της Μέρκελ. Το δεύτερο σενάριο θεωρείται η καλύτερη εκδοχή σε Γερμανία και ΕΕ. Όμως η διάσταση στο εσωτερικό του SPD για κάτι τέτοιο είναι μεγάλη, μια και ως βασικότερο αίτιο της πτώσης τους θεωρούνται οι συγκυβερνήσεις με Μέρκελ. Άλλωστε, λένε ότι αυτό που πιστώνεται σήμερα στη Μέρκελ ως «οικονομική ευημερία» οφείλεται στις μεταρρυθμίσεις που έκανε το SPD το 2003 έως το 2005.
Αλλά και στη μόνιμη συμμαχία CDU/CSU υπάρχει διάσταση προσεγγίσεων για το αποτέλεσμα, αφού το CSU είχε τη μεγαλύτερη διαρροή προς το AfD. Πάντως οι ανησυχίες στο στρατόπεδο Μέρκελ δεν αφορούν τόσο την άνοδο του AfD όσο τους χειρισμούς ενός «άβολου κυβερνητικού συνασπισμού». Ο αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του CDU/CSU, Φουκς, θεωρεί πως η εγκατάλειψη κάποιων «συντηρητικών στοιχείων» της «Χριστιανικής Ένωσης» διαμόρφωσαν το αποτέλεσμα. Όσο για τον τρικομματικό Συνασπισμό, θυμίζει πως βλέπει τέσσερα κόμματα και όχι τρία! «Ένα σημαντικά αποδυναμωμένο CSU θα πρέπει να παρουσιάσει νέο προφίλ. Αυτό δεν θα κάνει πιο εύκολο το συνασπισμό», σχολίασε.
Στην ΕΕ ο αντίκτυπος των γερμανικών εκλογών είναι μεγάλος και ακόμη μεγαλύτερη η αγωνία για τη νέα κυβέρνηση. Εκτός των «μεταρρυθμίσεων» στην ευρωζώνη, για τις οποίες υπάρχει μια προσυμφωνία με τη Γαλλία, στον ορίζοντα υπάρχουν οι διαπραγματεύσεις για το Brexit, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία κ.λπ. Αυτά σκέφτονται στις Βρυξέλλες που είχαν συνηθίσει τη συμβίωση Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών και τους «ζώνουν τα φίδια», σύμφωνα με δήλωση αξιωματούχου της ΕΕ. Ο προβληματισμός επικεντρώνεται
στην πιθανή κυβερνητική συνεργασία με FDP και «Πράσινους», αφού και οι δύο έχουν διαφορετικές απόψεις για το μέλλον της Ευρωζώνης. Ωστόσο, μέσα και έξω από τη Γερμανία, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο σχηματισμού μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού με το SPD, παρά τις δηλώσεις του Σουλτς ότι περνάει στην αντιπολίτευση.
Περισσότερο ανήσυχος απ΄ όλους ο Μακρόν, ο οποίος σκοπεύει να αλλάξει τις ισορροπίες στην ΕΕ, ανακοινώνοντας προτάσεις για μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, όπως έχει προαναγγείλει από καιρό. «Αν κάνουν συμμαχία με τους Φιλελεύθερους είμαι νεκρός», φέρεται να εκμυστηρεύτηκε σε στενό περιβάλλον.
Όσο για τις αιτίες της ανόδου της εθνικιστικής ακροδεξιάς, αυτές είναι βαθύτερες και πρέπει να κοιτάξει κανείς πέρα από τα αποτελέσματα των εκλογών. Εμφανώς το πολιτικό τοπίο της Γερμανίας μετατοπίζεται προς τα δεξιά. Και αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι ο προεκλογικός αγώνας περιορίστηκε (όπως εκτιμούν κάποιοι αναλυτές) στη θεματολογία του AfD, με αποτέλεσμα αυτό να προσελκύσει ένα ευρύ φάσμα ψηφοφόρων. Το ερώτημα είναι γιατί περιορίστηκε σε αυτή τη θεματολογία; Παράδειγμα, το μεταναστευτικό. Γιατί η «ιδεολογία» του AfD κατάφερε να δώσει το στίγμα στη γερμανική πολιτική σκηνή και στα ΜΜΕ; Μήπως γιατί αυτή η «ιδεολογία», παραλλαγμένη, διαπερνά όλο το πολιτικό φάσμα;
Κάτι τέτοιο έγινε εμφανές στο τηλεοπτικό «ντιμπέιτ» Μέρκελ–Σουλτς, όπου το AfD είχε… παρουσία χωρίς να παρίσταται. Οι δυο τους κατέδειξαν πως η Γερμανία δεν είναι πλέον (αν ήταν ποτέ) καταφύγιο για πρόσφυγες, ούτε η Μέρκελ «μητέρα Τερέζα» όπως την παρουσίασε το εξώφυλλο του Spiegel. Το «καλωσόρισμά» της αντικαταστάθηκε (και με τη βοήθεια του Σουλτς) από μια «κουλτούρα» απέλασης – και όχι μόνο εξαιτίας της απειλής της άκρας δεξιάς.
Αλλά και στους «Πράσινους» τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά. Ο Κρέτσμαν, ο πρώτος «πράσινος» πρωθυπουργός σε ομοσπονδιακό κρατίδιο (Βάδης-Βυρτεμβέργης), υποστηρίζει «ταχύτερες απελάσεις» και ο Πάλμερ, άλλος σκληροπυρηνικός «Πράσινος» και δήμαρχος του Τίμπιγκεν, δημοσίευσε πρόσφατα βιβλίο με τίτλο «Δεν μπορούμε να τους βοηθήσουμε όλους». Πάλμερ και Κρέτσμαν θεωρούνται σημαντικές προσωπικότητες στο κόμμα. Ακόμα και η ηγέτιδα του Die Linke, Βάγκενκνεχτ, κατηγορώντας τη Μέρκελ για το «διασυνοριακό άνοιγμα», δήλωνε: «Δεν μπορούν να έρθουν σε μας όλοι οι εξαθλιωμένοι και φτωχοί του κόσμου»! Γεγονός είναι πως το Die Linke «αιμορραγεί», χάνοντας ψηφοφόρους από το AfD, στην ανατολική Γερμανία, όπου η ανεργία έχει τα υψηλότερα ποσοστά… αλλά η δεξιά μετατόπιση είχε και έχει βασική παράμετρο τον εθνικισμό.
Άλλο χαρακτηριστικό, όσο και εμφατικό, παράδειγμα. Πριν από κάθε εκλογές, το Ομοσπονδιακό Κέντρο για την «Αγωγή του Πολίτη» δημοσιοποιεί ένα ερωτηματολόγιο που στόχο έχει να «βοηθήσει» τους ψηφοφόρους να διαλέξουν τα κόμματα που ταιριάζουν με τις απόψεις τους. Φέτος τέθηκε μια νέα ερώτηση: «Πρέπει το Ολοκαύτωμα να αποτελεί ουσιαστικό μέρος της κουλτούρας που επιδιώκει τη μνήμη ενός γεγονότος της Γερμανίας;» Η προσθήκη αυτή, άλλοτε αδιανόητη, λέει πολλά για το πού οδηγούνται τα πράγματα, καλυπτόμενα από τη νηνεμία μιας, σχετικά, προβλέψιμης εκλογικής αναμέτρησης.
Τα διεθνή ζητήματα ήταν απόντα από την προεκλογική εκστρατεία. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Η Γερμανία μπορεί να νέμεται την πρωτοκαθεδρία στην ΕΕ σήμερα, ωστόσο σύντομα θα υποχρεωθεί να αντιμετωπίσει σειρά διεθνών προβλημάτων μέσα σε ένα άγρια ανταγωνιστικό πλαίσιο. Ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη με αλλαγές που έρχονται από αλλού, και οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις έρχονται σε αντίθεση με τον παραδοσιακό προσανατολισμό της και παλιές πολιτικές πρακτικές. Όσο και αν δεν είναι ορατό, «πρόκειται για μία απότομη αλλαγή», λέει ο Ζαν-Ντομινίκ Τζουλιάνι, πρόεδρος του γαλλικού κέντρου έρευνας και αναφοράς για την ΕΕ «Robert Schuman».
Η Γερμανική κεφαλαιοκρατία «ευημερεί», σε ένα διεθνές περιβάλλον που βρίσκεται σε αστάθεια. Μπορεί να είναι πρωταθλητής των εξαγωγών και να έχει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, αλλά οι προκλήσεις δεν είναι μόνο, και κύρια, οικονομικές. Διότι, όπως και να το κάνουμε, η Γερμανία μπορεί να έχει την κυριαρχία στην ΕΕ και να παραμένει η μεγάλη οικονομική δύναμη στον κόσμο, αλλά είναι ακόμα πολύ δύσκολο να τα συνδυάσει όλα αυτά με ανάλογη στρατηγική ισχύ.
Χ.Β.