Ας ξεκινήσουμε από την αστεία πλευρά της υπόθεσης. Ύστερα από ένα (μάλλον υπεραστικό) τηλεφώνημα το αποτέλεσμα των εκλογών είχε κριθεί. Θα μειωθεί η ψαλίδα; «Με τη βοήθειά μου!» Θα τα καταφέρουμε; «Το επιθυμώ!»
Δεν πρόκειται για υποκλοπή τηλεφωνικής συνομιλίας σχετικά με χρηματισμό δημόσιου λειτουργού. Πρόκειται για σοβαρή πολιτική εκτίμηση ενός σοβαρού πρωθυπουργού που βλέπει βέβαιη νίκη της κυβέρνησής του στις ερχόμενες εκλογές. Το είχε εξάλλου «μυριστεί» και ο ίδιος, τώρα έχουμε και την επίσημη επιβεβαίωση του Υψίστου.
Με τη βοήθεια του θεού λοιπόν θα μειωθεί η ψαλίδα μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, θα καταφέρουν (ΝΔ και Σαμαράς) να κερδίσουν τις εκλογές. Παρεμπιπτόντως, επαληθεύεται έτσι και ότι ο θεός είναι Έλληνας, σύμφωνα με τους… εκλογικούς καταλόγους. Αν είναι και ΝΔ, θα το δούμε μετά τις εκλογές. Γι’ αυτό και η συγκεκριμένη δήλωση του Αντ. Σαμαρά ενέχει μεγάλο πολιτικό ρίσκο. Στην περίπτωση που δεν εκπληρωθεί η εκλογική προφητεία του, θα πρέπει, νομίζουμε, με εξίσου θαρραλέο τρόπο να παραδεχτεί μετεκλογικά ότι ο θεός τελικά επιθυμεί τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ!
Χωρίς να υποτιμούμε… τη δύναμη του θεού (δηλαδή, της Εκκλησίας), χωρίς να υπερεκτιμούμε την απελπισία του Αντ. Σαμαρά (που φτάνει να προσφεύγει για βοήθεια στον θεό), η θεοκρατία, ως πολιτική ιδέα και σύστημα, έχει περάσει προ πολλού, ακόμη και σε χώρες όπως η Ελλάδα. Παρ’ όλο που η παρέμβαση του «θείου πνεύματος» εκφράζεται πολύ συχνά με προτιμήσεις ή και με «αφορισμούς» κομμάτων και υποψηφίων εκ μέρους του «εκλογικού μηχανισμού» της Εκκλησίας. Είναι επομένως φανερό ότι το «με τη βοήθεια του θεού» του πρωθυπουργού δεν εκφράζει το βάθος του θρησκευτικού συναισθήματός του (εκδοχή όχι λιγότερο επικίνδυνη), αλλά αποτελεί προπαγανδιστικό όπλο, καθαρά δημαγωγικό, προς άντληση ψήφων.
Ωστόσο, το θέμα δεν είναι τόσο οι «ψήφοι των χριστιανών». Το θέμα είναι η δύναμη της Εκκλησίας (ως κοσμική εξουσία σε ένα κοσμικό κράτος), σε όλο το φάσμα του κρατικού, πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου και με αδιαμφισβήτητη επιρροή. Επομένως, ένα κόμμα που διεκδικεί κυβερνητική διαχείριση και όχι ρήξη και σύγκρουση με την υπάρχουσα κατάσταση οφείλει να τα ‘χει καλά με την Εκκλησία, όπως καλά πρέπει να τα έχει και με τον ΣΕΒ.
Με αυτές τις σκέψεις είναι εξηγήσιμος ο φόβος που δείχνει να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ (και όχι μόνο) να ανοίξει θέματα που θίγουν την Εκκλησία (χωρισμός κράτους – Εκκλησίας, καταγραφή και φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας κ.λπ.). Είναι εξηγήσιμη η «αλλαγή στάσης» μετά την «επίθεση αθεΐας» που δέχτηκαν και τα «ιεραποστολικά» ταξίδια του Αλ. Τσίπρα. Είναι ένα δείγμα για το πόσο σκληρά θα διαπραγματευτεί με τους «δανειστές», αφού επήλθε σχετική άφεση αμαρτιών για τα περί διαγραφής, μονομερούς στάσης πληρωμών, ακύρωσης μνημονίων κ.λπ. Τώρα απλώς διεκδικεί μια λιτότητα με ανθρώπινο πρόσωπο… με όσα ελεηθεί να δώσει η Εκκλησία, όπως περιγράφεται στο πρόγραμμα «ελπίδας και αλληλεγγύης» της Θεσσαλονίκης.
Μπορούσε να υπάρξει άλλη στάση απέναντι στην Εκκλησία; Μπορούσε να υπάρξει άλλη στάση απέναντι στον ΣΕΒ, στους δανειστές, στην ΕΕ κ.λπ.; Η απάντηση είναι: Ποιος ρωτάει, ποιον ρωτάει και γιατί; Αν ρωτάει η «μελλοντική κυβέρνηση» τον «ψηφοφόρο» με σκοπό την «ομαλή μετάβαση» και αναπαραγωγή του σημερινού συστήματος, η απάντηση είναι όχι.
Αντίθετα, μια αριστερά που αναφέρεται στον λαό και στους αγώνες του, που θεωρεί ότι οι κοινωνικές ανατροπές συντελούνται μέσα στην κοινωνία με μαζικούς εξωκοινοβουλευτικούς αγώνες και όχι με κοινοβουλευτικούς, εκλογικούς, κομματικούς αναχωρητισμούς. Μια αριστερά που αμφισβητεί και εναντιώνεται στον πυρήνα των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων και θεσμών, που συμμετέχει στη μάχη των εκλογών μονάχα στον βαθμό που υπηρετεί τη λαϊκή αντίσταση, διεκδίκηση και οργάνωση, μια τέτοια αριστερά (ζητούμενο και αναγκαίο στην εποχή μας), απαντάει διαφορετικά στο ζήτημα. Εξάλλου, κάθε προοδευτικό-ανατρεπτικό ρεύμα στην ιστορία αναμετρήθηκε αναγκαστικά και με το οργανωμένο ιερατείο.
Το θέμα δεν είναι να μετατραπούμε σε έξαλλους αντιπάλους και πολέμιους της θρησκείας και της Εκκλησίας. Ούτε είναι θέμα «απαγορεύσεων» και καταγγελιών. Το θέμα είναι πώς θα πλησιάσουμε τον λαό και την εργατική τάξη (ανεξάρτητα «σε ποιον θεό πιστεύει») όχι εκλογικά, αλλά στη βάση των λαϊκών προβλημάτων και του αναγκαίου αγώνα αντιμετώπισής τους. Χωρίς ψέματα και με αρχές, αποκαλύπτοντας τον αντιδραστικό χαρακτήρα κάθε άποψης, ιδεολογίας και δοξασίας που στηρίζει την εκμετάλλευση και καταπίεση του λαού.
Όσον αφορά λοιπόν αυτούς τους αγώνες, ορισμένοι μπορεί να πιστεύουν ότι μια ενδεχόμενη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ θα ευνοήσει αυτούς τους αγώνες, να παλέψει και να διεκδικήσει από καλύτερες θέσεις και με καλύτερους όρους. Η εμπειρία συνηγορεί για το αντίθετο. Όχι γιατί υπήρξε το περίφημο «στηρίξτε ΠΑΣΟΚ χωρίς αυταπάτες», αλλά γιατί μια αριστερά τύπου ΣΥΡΙΖΑ, όπου και αν επικράτησε στην Ευρώπη ήταν πρόδρομος διάλυσης της πραγματικής αριστεράς (Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία κ.λπ.). Επιπλέον υποδηλώνει την παραίτηση από την προσπάθεια οικοδόμησης ανεξάρτητου και αυτόνομου από την αστική πολιτική κινήματος, υποτάσσοντας αυτήν την πολιτική ανεξαρτησία της εργατικής τάξης στη ρεφορμιστική και αστική πολιτική. Και από μια τέτοια ταξική πολιτική έχουμε, ιδιαίτερα σήμερα, ανάγκη.