Σύντροφοι και συντρόφισσες,
Φέτος το καλοκαίρι συμπληρώνονται 40 χρόνια από τη δημιουργία της οργάνωσής μας, του σύγχρονου ΚΚΕ (μ-λ). Χρόνια πολύτιμης συνεισφοράς στο λαϊκό-εργατικό κίνημα του τόπου μας που δεν φιλοδοξώ να καλύψω με μια εισήγηση μερικών λεπτών. Όμως, θα σταθώ σε κάποια πράγματα έχοντας κατά νου ότι εμείς, ως η νέα γενιά αυτής της υπόθεσης είμαστε εδώ έχοντας μεγάλη ανάγκη να δούμε «τι πρεσβεύουμε» και «πού πηγαίνουμε».
Έγραφε ο Μάο το 1948 ότι για να κάνεις επανάσταση πρέπει να έχεις ένα επαναστατικό κόμμα. «Χωρίς ένα επαναστατικό κόμμα δημιουργημένο με βάση τη μαρξιστική-λενινιστική επαναστατική θεωρία και στυλ δεν μπορεί να οδηγηθεί η εργατική τάξη και ο λαός στη νίκη». Με αυτά τα λόγια άνοιγε την 1η της Συνδιάσκεψη η οργάνωσή μας το 1982, έχοντας επίγνωση της απόστασης που είχε να διανύσει για να ανυψωθεί σε αυτό που ο Μάο περιέγραφε. Έχοντας καθαρό πως μία μικρή οργάνωση, παρότι δεν αποτελεί ποσοτικά και ποιοτικά ένα συγκροτημένο κόμμα οργανικά δεμένο με την τάξη που πρεσβεύει, μπορεί να αναπτύσσεται στη σύνδεσή με την πάλη, πάντα μέσα στα όρια που θέτει η διαλεκτική της σχέση με αυτήν. Με την έννοια αυτή συνεχίζουμε να είμαστε στα πρώτα βήματα μιας μεγάλης διαδρομής.
Το 1982 η οργάνωσή μας δημιουργήθηκε πάνω στα χαλάσματα μιας εποχής. Σε μία περίοδο που προχωρούσε η παλινόρθωση του καπιταλισμού στη ΣΕ και είχε ήδη συντελεστεί η στροφή της Κίνας σπέρνοντας την απογοήτευση σε χιλιάδες αγωνιστές σε κάθε γωνιά του πλανήτη που αναφέρονταν στο μ-λ ρεύμα. Σε μια εποχή που το επαναστατικό κίνημα υποχωρούσε παγκοσμίως, που η γραμμή της ταξικής συνεργασίας διαπερνούσε τα κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη και αλλού, που οι καταρρεύσεις έμελλε να επιστεγάσουν την ήττα των λαών λίγα χρόνια αργότερα. Για τη χώρα μας, ήταν η ίδια εποχή που ο αέρας της «αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ σάρωνε τις αριστερές συνειδήσεις. Βάραιναν ακόμα και τους πιο πρωτοπόρους αγωνιστές τα ερωτήματα: Τι πήγε στραβά; Πώς αντιστρέφεται αυτή η πορεία οπισθοχώρησης;
Την ίδια ώρα, ο καπιταλιστικός-ιμπεριαλιστικός κόσμος είχε ήδη αρχίσει, από τη δεκαετία του ‘70 να βυθίζεται στην κρίση. Μια κρίση, που όπως αποδεικνύεται σήμερα είναι η πιο βαθιά και παρατεταμένη στην ιστορία του. Σε όλο αυτό το διάστημα η πάλη των λαών όχι μόνο δε σταμάτησε, αλλά σημείωνε και επιτυχίες. Ωστόσο, η πορεία αποσυγκρότησης δεν μπορούσε να ανακοπεί χωρίς να δοθούν σοβαρές απαντήσεις θεωρητικές μα και πρακτικές στα κρίσιμα ερωτήματα. Αυτή η κατάσταση, έδωσε τη δυνατότητα στο σύστημα να εξαπολύσει την ιστορική του αντεπίθεση. Όλα όσα κατέκτησαν οι λαοί στο 1ο του 20ου αιώνα μπήκαν στο στόχαστρο. Υπό την πίεση της κρίσης του και με το πεδίο πια ανοιχτό το σύστημα επιδόθηκε σε αυτό που η οργάνωσή μας αποκάλεσε ιστορική ρεβάνς. Με λίγα λόγια ήταν η εποχή που άνοιγε μια νέα φάση, ακόμη μεγαλύτερων απαιτήσεων για τους κομμουνιστές και την επαναστατική υπόθεση. Η φάση μέσα στην οποία συνεχίζουμε να βαδίζουμε εμείς σήμερα και τις συνέπειες της οποίου βιώνουμε.
Στο παλιό ΚΚΕ (μ-λ), τα τελευταία χρόνια της δράσης του, όπως αναφέρθηκε και χθες από το σύντροφο Στέφανο, επικρατούσε μια κατάσταση οργανωτικής διάλυσης και ανυπαρξίας προσανατολισμού. Η ίδια η παλιά καθοδήγηση της οργάνωσης ταλανιζόταν πια από αμφιβολίες για το αν το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα είχε λόγο ύπαρξης. Αν η φιλοσοφία του και οι αντιλήψεις που διαμόρφωσε ήταν σωστές. Αν ο Λένιν είχε ξεπεραστεί. Αν συνέχιζαν να υπάρχουν οι δυνατότητες ανάπτυξης ενός αυτόνομου μαζικού επαναστατικού κινήματος που δε θα ακουμπάει σε αστικές πλάτες. Έτσι η ίδια η παλιά καθοδήγηση σήκωσε όπως λέμε σήμερα τα χέρια ψηλά. Την τολμηρή πρωτοβουλία της ανασυγκρότησης του ΚΚΕ (μ-λ) την ανέλαβαν μεσαία στελέχη με προεξέχοντα το Βασίλη Σαμαρά, τον Στέλιο Αγκούτογλου, τον Ηλία Καμαρέτσο, το Γρηγόρη Κωνσταντόπουλο και τον Αγκόπ Κασπαριάν.
Γράφαμε τότε ότι αν οποιοιδήποτε στο ξεκίνημα μιας επαναστατικής προσπάθειας, βάζανε τους εαυτούς τους και τις γνώσεις τους πλάι στην απεραντοσύνη των σκοπών τους και τις απαιτήσεις της εποχής, τότε σίγουρα θα το βάζανε στα πόδια. Μα διαπιστώναμε πως συμβαίνει στην ταξική πάλη οι επιλογές να γίνονται με διαφορετικό τρόπο. Από ανάγκη. Και ότι μόνον έτσι κινείται η ιστορία. Πόσο ισχυρό παραμένει αλήθεια αυτό το μήνυμα σήμερα.
Η οργάνωσή μας καταπιάστηκε με σοβαρά ζητήματα και προσπάθησε να δώσει απαντήσεις. Έβαλε μπροστά τη μάχη της υπεράσπισης του κομμουνιστικού κινήματος.
Αξιοποιώντας την πολιτική κληρονομιά του μ-λ ρεύματος, τοποθετήθηκε για την παλινόρθωση του καπιταλισμού στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και για τη διαδρομή της Σ.Ε. που μετά το ’56 αποτέλεσε σοσιαλιμπεριαλιστική χώρα και εχθρό των λαών. Υιοθέτησε τα ΜΑΟϊκά συμπεράσματα:
Ότι η ταξική πάλη συνεχίζεται μέσα στο σοσιαλισμό
Ότι υπάρχουν ανταγωνιστικές αντιθέσεις
Ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού είναι μια ολόκληρη ιστορική περίοδος όπου μέσα στην κοινωνία υπάρχουν τα χαρακτηριστικά και των δύο συστημάτων, και αυτού που έρχεται και αυτού που φεύγει.
Ότι η ΜΠΠΕ στην Κίνα ήταν ένα μεγάλο βήμα εμπρός και μια εικόνα από το μέλλον - με επίγνωση ότι υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος για την αφομοίωση της πείρας της.
Η οργάνωσή μας επεξεργάστηκε σημαντικά συμπεράσματα από την περίπτωση της ΣΕ, της μοναδικής σοσιαλιστικής χώρας που κατάφερε να εξαλείψει την παλιά αστική τάξη και επομένως με το πισωγύρισμά της να δείξει στους λαούς ότι ο φορέας της παλινόρθωσης δεν είναι απαραίτητο να είναι οι παλιοί καπιταλιστές, αλλά ότι μία νέα αστική τάξη μπορεί να γεννηθεί μέσα από τα ίδια τα σπλάχνα και τις αντιθέσεις μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Πάνω στα κρίσιμα ζητήματα, το ΚΚΕ (μ-λ) έβαλε το δάχτυλο στην πληγή για να αντλήσει διδάγματα από τη σκοπιά της ενίσχυσης του κομμουνιστικού κινήματος. Σε μια εποχή που το σύστημα ως νικητής έχει τη δύναμη να κραυγάζει: «αποτάσσεσαι τον κομμουνισμό;» και όλες σχεδόν οι ρεφορμιστικές, νέες αριστερές, τροτσικιστικές, και άλλες δυνάμεις να αναφωνούν «απεταξάμην», η οργάνωσή μας υπερασπίστηκε την τιτάνια συνεισφορά των Λένιν, Στάλιν και Μάο στην υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αρκεί να αναφέρουμε ότι ένα από τα βασικά εισηγητικά κείμενα της 4ης Συνδιάσκεψης του ‘92, το βιβλίο 1917-1953: Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει, του Βασίλη Σαμαρά αποτέλεσε μια σημαντική προσπάθεια εξέτασης, από πολιτική και ιστορική σκοπιά, της πορείας της Σοβιετικής Ένωσης, από την Οκτωβριανή Επανάσταση ως το θάνατο του Στάλιν. Αρκεί να θυμηθούμε τον όγκο και τον πλούτο των συμπερασμάτων που παρήγαγε το πανελλαδικό διήμερο για τη ΜΠΠΕ το 2016 στην Αθήνα, στην επέτειο των 50 χρόνων από την πραγματοποίησή της.
Επιστρέφοντας όμως πίσω στη χώρα μας.
Σε μια εποχή που όπως είπαμε ο «αέρας της αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ σάρωνε την Ελλάδα, το ΚΚΕ (μ-λ) έλεγε καθαρά:
Ότι η λύση ΠΑΣΟΚ είναι προσπάθεια συμβιβασμού μεταξύ της μεγαλοαστικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων με στόχο να στερεωθεί πιο γερά το σύστημα και η αστική τάξη.
Ότι πρόκειται για έναν αντιδραστικό συμβιβασμό που προορίζεται να καταλήξει σε όφελος της μεγαλοαστικής τάξης και σε βάρος του λαού.
Ότι οι στόχοι του συμβιβασμού μεταξύ άλλων είναι:
Η αναδιάταξη εξαρτήσεων στο πλαίσιο του Δυτικού μπλοκ. Ο εκσυγχρονισμός της κρατικής μηχανής. Η διεύρυνση της κοινωνικής βάσης της άρχουσας τάξης.
Ήταν καθαρές κουβέντες σε μια θολή εποχή.
Αρκεί να θυμηθούμε τι έλεγε την ίδια περίοδο το ΚΚΕ το οποίο κινούνταν στη γραμμή των δύο σταδίων (10ο συνέδριο, 1978) Το ΚΚΕ αναφερόταν στη σοσιαλιστική επανάσταση, ως δεύτερο στάδιο, αφού προηγηθεί το αντιμονοπωλιακό. Το αντιμονοπωλίακό στάδιο του ΚΚΕ έβλεπε τις λεγόμενες δημοκρατικές δυνάμεις (και το ΠΑΣΟΚ), σαν τακτικούς συμμάχους. Όπως υποστήριζε ο Φλωράκης, κατά το αντιμονοπωλιακό στάδιο θα λαμβάνονταν τέτοια μέτρα από τα προοδευτικά στρώματα της αστικής τάξης που «θα εξασθένιζαν σοβαρά τη μονοπωλιακή ολιγαρχία», και «θα δημιουργούσαν έναν νέο συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος της». Με λίγα λόγια η ίδια η αστική τάξη θα στρεφόταν ενάντια στον εαυτό της και θα αποδυνάμωνε το πιο ισχυρό τμήμα της, το πιο δεμένο με τον ιμπεριαλισμό. Αποδείχθηκαν απίστευτες ανοησίες. Τέτοια ήταν η σαπίλα της ρεβιζιονιστικής γραμμής που σε επόμενη φάση κορυφώθηκε με τη συγκυβέρνηση ΚΚΕ και Νέας Δημοκρατίας το ‘89.
Η οργάνωσή μας έδωσε μεγάλες πολιτικές κόντρες χωρίς κανένα δέος απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά και απέναντι σε ρεφορμιστικές δυνάμεις πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας από την ίδια. Και επιβεβαιώθηκε σε όλες τις βασικές της εκτιμήσεις.
Όταν ακόμη και οι εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις τσιμπούσαν στο δόγμα περί «παγκοσμιοποίησης» στα τέλη του ’90, το ΚΚΕ (μ-λ) αντίκρυζε το ιδεολόγημα αυτό ως αυτό που πραγματικά ήταν: ένα ιμπεριαλιστικό δόγμα γεννημένο στις δεξαμενές σκέψης των ισχυρότερων του πλανήτη, των ΗΠΑ, που μετά τις καταρρεύσεις είδαν την ιστορική ευκαιρία για παγκόσμια κυριαρχία. Χρειάστηκε να δοθούν μεγάλες κόντρες για αυτό που σήμερα φαίνεται αυτονόητο: ότι η επέκταση των ΗΠΑ, η δημιουργία της «ευρωζώνης», οι διεθνείς συναλλαγές κεφαλαίων και εμπορευμάτων δε σηματοδότησαν πέρασμα του καπιταλισμού σε νέο παγκοσμιοποιημένο στάδιο. Ότι η φαινομενική παντοκρατορία των ΗΠΑ δεν ήταν παρά ένα στιγμιότυπο της ιστορίας, ότι η ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό δεν ξεπεράστηκε και ότι οι αντιθέσεις του σύγχρονου κόσμου κυοφορούσαν ακόμη πιο ολέθριες πολεμικές συγκρούσεις για το ξαναμοίρασμα του πλανήτη. Σήμερα αυτό είναι ολοφάνερο.
Στην πάροδο των χρόνων, κάτω από την πίεση των παγκόσμιων εξελίξεων ξανα-ακούγονται διάφοροι «αντι-ιμπεριαλιστές», που όμως στέκονται πάντα τυφλοί απέναντι στην εξάρτηση της χώρας. Ιδιαίτερα στο ζήτημα αυτό εμβαθύναμε πεισματικά όλα αυτά τα χρόνια. Αναλύοντας τη χώρα μας. Αντιπαλεύοντας την ένταξη σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Διατυπώνοντας την γραμμή του αντι-ιμπεριαλιστικού αντιπολεμικού μετώπου πάλης. Θέτοντας ακόμη πιο καθαρά με την 8η Συνδιάσκεψή μας το ‘15, το στόχο της ανεξαρτησίας και το όραμα της σοσιαλιστικής επανάστασης ως δύο αλληλένδετα και άρρηκτα δεμένα ζητήματα στον τόπο μας. Ξεκαθαρίζοντας ότι αυτός ο δρόμος είναι αποκλειστική υπόθεση του λαού να τον βαδίσει με την εργατική τάξη στο τιμόνι της ηγεμονίας ενός μετώπου στο οποίο η ντόπια αστική τάξη ούτε θέλει, ούτε μπορεί να έχει θέση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΚΚΕ (μ-λ) παρέμεινε η μόνη οργάνωση στην Ελλάδα που τήρησε με συνέπεια όλες αυτές τις δεκαετίες στάση αποχής από της Ευρωεκλογές. Μάλιστα στις Ευρωεκλογές του Ιούνη του ‘99 η θέση της Αποχής απέκτησε ιδιαίτερη σημασία με βάση τη συμμετοχή των Ευρωπαίων στο κομμάτιασμα της Γιουγκοσλαβίας.
Γενικότερα, απέναντι στον πολεμικό κίνδυνο ήδη από τη δεκαετία του ’80 υποστηρίζαμε ότι:
Χρέος των κομμουνιστών, επαναστατών είναι να προωθήσουν αυτοδύναμα, μαχητικά λαϊκά κινήματα, ανεξάρτητα από αστικές επιρροές.
Κόντρα σε φωνές που εξωραϊζουν τον έναν ιμπεριαλιστή σε βάρος του άλλου και παγιδεύουν το λαό στη λογική του «μικρότερου κακού» και του ραγιαδισμού.
Ας αναλογιστούμε πόσο επίκαιρη παραμένει αυτή η γραμμή σήμερα που μια σειρά αριστερές δυνάμεις σπεύδουν να εξωραϊσουν το ρόλο της Ρωσίας στη διεθνή σκακιέρα.
Απέναντι στον ίδιο τον καπιταλισμό δεν νιώσαμε κανένα δέος. Δεν διερωτηθήκαμε αν η ανάπτυξη της τεχνολογίας μπορεί να φέρει την εξαφάνιση της εργατικής τάξης. Δεν αναρωτηθήκαμε αν η ψηφιακή εποχή θα καταργήσει την αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας και την πάλη των τάξεων. Δεν ισχυριστήκαμε ότι ο ίδιος ο καπιταλισμός μπορεί να εισάγει την ανθρωπότητα στο βασίλειο της ελευθερίας. Δεν καταφύγαμε σε θεωρίες μετασχηματισμού της εργατικής τάξης σε κάτι άλλο. Σε κάτι που να χωράει τη μικροαστική διανόηση κι εμάς μαζί. Εν συντομία, δεν προσπαθήσαμε να κατασκευάσουμε διαφυγές. Ούτε να φέρουμε την πραγματικότητα στα μέτρα μας και όπως μας βολεύει. Αντίθετα, επιμείναμε να την αντικρίζουμε ως έχει.
Είχαμε και έχουμε την άποψη ότι η ιστορία δεν προγραμματίζεται. Ότι τα σημερινά προγράμματα των αριστερών κομμάτων αποτελούν στην πλειοψηφία τους σχέδια επί χάρτου γιατί δεν απαντούν τα βασικά ερωτήματα: υπό ποιας τάξης την εξουσία θα πραγματοποιηθούν, πώς θα φτάσουμε εκεί, τι ανάγκες θα υπάρχουν που δεν μπορούν τώρα να προσδιοριστούν. Από το «επιστημονικά επεξεργασμένο» πρόγραμμα του ΚΚΕ, μέχρι το λεγόμενο μεταβατικό σχέδιο των εξωκονοβουλευτικών δυνάμεων, κανείς δεν απαντά στο βασικό ερώτημα πώς θα επιτευχθεί η ανατροπή τάξης από τάξη, αν υποθέσουμε φυσικά ότι χρειάζεται κάτι τέτοιο. Γιατί ούτε σε αυτό υπάρχει συμφωνία.
Από το ’99 που εκδόσαμε το έργο «ο προγραμματισμός της ιστορίας» όλα αυτά τα χρόνια τη γνώμη ότι οι πολιτικές προϋποθέσεις για την δημιουργία του πραγματικού επαναστατικού προγράμματος της εποχής μας δεν είναι άλλες από την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και τη δημιουργία του κομμουνιστικού κόμματος. Ένος κόμματος που θα αποτελεί γνήσιο καθοδηγητή του ελληνικού λαού σε μίαν ορισμένη φάση ανάπτυξης της πάλης και θα είναι σε θέση να προτείνει ένα πλήρες επαναστατικό πρόγραμμα χωρίς να λέει αερολογίες.
Εμείς, έχοντας καθαρό ότι παλεύουμε για την επανάσταση και το σοσιαλισμό στη χώρα μας, μέσα σε βαθιά αρνητικό συσχετισμό και με μικρές δυνάμεις, θέσαμε στόχους, τέτοιους που να υπηρετούν τη συγκέντρωση επαναστατικών δυνάμεων σε αυτή την μακρά πορεία. Για πρώτη φορά διατυπώσαμε το 2004 ότι οραματιζόμαστε ένα Μέτωπο Αντίστασης, που αργότερα εξειδικεύσαμε ως Μέτωπο Αντίστασης και Διεκδίκησης με αιτήματα που αφορούν κάθε πτυχή της ζωής. Για τους μισθούς, τη μόνιμη και σταθερή δουλειά, την περίθαλψη, την εκπαίδευση, τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες. Έξω από λογικές ρεαλιστικών προτάσεων και συνδιαλλαγής με το σύστημα. Ιδού το δικό μας σχέδιο: με αιχμή τις λαϊκές ανάγκες να δημιουργήσουμε κίνηση μαζών. Σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε χώρο σπουδών, σε κάθε συνοικία. Να ενωθούν οι εστίες και τα ρυάκια σε ένα ποτάμι, ένα μέτωπο. Θέσαμε στόχο να ξαναπιστέψει ο λαός στις δυνάμεις του. Να αρχίσει να πετυχαίνει νίκες, να γυρίσει ο τροχός. Επάνω στην άρνηση του καπιταλισμού, μέσα στην πάλη να στερεώσουμε ξανά το σοσιαλιστικό όραμα.
Η οργάνωση μας εκτίμησε σωστά ότι μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ το κεφάλαιο θα ξεδιπλώσει με ένταση την επίθεσή του και διατύπωσε για πρώτη φορά την πρόταση της κοινής δράσης των αριστερών δυνάμεων στις αρχές του ’90. Σταδιακά, η κοινή δράση εισήχθη στο DNA μας όπως λέμε. Βασίστηκε στην ανάλυση της νέας φάσης. Ωρίμασε μέσα στις δεκαετίες ως μία τακτική με πολιτικό στίγμα που να υπηρετεί την γραμμή του Μετώπου που παλεύουμε. Πότε για μικρά και πότε για μεγάλα ζητήματα, πότε με σύντομο και πότε με πιο μόνιμο χαρακτήρα, προσπάθησε να ανοίξει δρόμους, πάντα στον αντίποδα της λογικής όσων επιδίωκαν τη συγκόλληση με αστικές ή ρεφορμιστικές δυνάμεις προκειμένου να λάμψουνε για λίγο στην κεντρική πολιτική εξέδρα.
Κλείνοντας,
Δεν ήταν στόχος να παρουσιάσω ένα χρονογράφημα της συμβολής της οργάνωσης στην ταξική πάλη στην Ελλάδα. Σε μια τέτοια προσπάθεια που θα αποτελούσε άλλου είδους εισήγηση, πολλά στιγμιότυπα θα άξιζε να αναφέρει κανείς: τα εξεταστικά του ΑΣΕΠ το ‘98, τις αντιπολεμικές επιτροπές και την Πρωτοβουλία Αντίσταση 2003, τη δράση στα φοιτητικά κινήματα 2006-7, τη μάχη στις πλατείες το 2011, τη αποχή από το δημοψήφισμα το ’15, το σπάσιμο της τρομοκρατίας του 2020 και πολλά ακόμη. Επέλεξα να μιλήσω για την πολιτική μας φυσιογνωμία σαν αποτέλεσμα της ιδεολογική μας κληρονομίας.
Και βέβαια όχι για να συμπεράνουμε ότι τα κάνουμε όλα τέλεια. Ούτε ότι δεν έχουμε θεωρητικές ελλείψεις. Αλλά γεγονός είναι ότι δεν διαψεύστηκε η γραμμή μας στα βασικά ζητήματα.
Γράφαμε το ’82 ότι μπροστά στις θεωρητικές ελλείψεις μπορεί κανείς να κρυφτεί και να πει ότι δεν μπορούμε να έχουμε επαναστατική δράση μέχρι να είμαστε επαρκώς θεωρητικά εξοπλισμένοι. Όμως εμείς είμαστε με τη Μαοϊκή αντίληψη πράξη-θεωρία-πράξη, όχι με τη μεταφυσική. Για μας δεν καταχτιέται το θεωρητικό επίπεδο έξω από τη ζωή. Δεν μας αντιστοιχεί, ούτε μια αίσθηση επάρκειας, ούτε και η επίκληση της ανεπάρκειας για να αποφύγουμε το καθήκον της πάλης.
Κυρίως μας χρειάζεται να ανιχνεύσουμε την εποχή μας. Με τα εργαλεία ανάλυσης που έχουμε ακονίσει όλες αυτές τις δεκαετίες, να δώσουμε τις απαντήσεις στον εαυτό μας και στον κόσμο που οι καιροί μας απαιτούν. Και σε αυτά κυρίως τα ζητήματα θα τοποθετηθούν οι σύντροφοι μετά από εμένα. Σας ευχαριστώ