Η εκτίμηση των χαρακτηριστικών της περιόδου
Κεντρικό πολιτικό ζήτημα για την παρέμβαση στον χώρο της σπουδάζουσας νεολαίας, και ειδικά για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αποτελεί η όξυνση του ρυθμού της επίθεσης ενάντια στο λαϊκό δικαίωμα στις σπουδές. Αναγνωρίσαμε έγκαιρα το νόμο Γαβρόγλου ως μοχλό εφαρμογής συνολικά της πολιτικής της Μπολόνια, και σωστά τον συνδέσαμε με την εφαρμογή του νόμου-πλαίσιο. Χωρίς να ξεχνάμε ότι ένα σημαντικό τμήμα της επίθεσης ήδη εφαρμόζεται, ένα άλλο σημαντικό τμήμα είναι μπροστά μας. Οι δυνάμεις του συστήματος θεωρούν ότι η υποχώρηση του φοιτητικού και ευρύτερα του λαϊκού κινήματος τους δίνουν τη δυνατότητα να βαθύνουν αυτή την διαδικασία. Η επίθεση το προηγούμενο διάστημα προωθούνταν περισσότερο τμηματικά και αποσπασματικά, κυρίως μέσω του καθηγητικού μηχανισμού, με μεγάλη προσοχή να μην δημιουργηθούν πανφοιτητικές αιχμές. Χωρίς να σημαίνει ότι το σύστημα έπαψε να λαμβάνει υπ’ όψιν του τους κινδύνους όταν έχει να κάνει με τη νεολαία, η ψήφιση του νόμου Γαβρόγλου αποτέλεσε ένα σήμα όξυνσης της επίθεσης. Τα μέτρα προωθούνται όλο και περισσότερο με κεντρική καθοδήγηση του υπουργείου, και εφαρμόζονται βαθύτερα, μέχρι και τον «σκληρό πυρήνα τους». Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτέλεσαν το σύγγραμμα, τα διετή πτυχία, το πόρισμα Παρασκευόπουλου για το Άσυλο. Ταυτόχρονα, ενεργοποιούνται περεταίρω και «δένουν» μαζί τους, μια σειρά μέτρα που ήδη έχουν κατοχυρωθεί, όπως οι πιστωτικές μονάδες, οι ρυθμίσεις για την εντατικοποίηση, η αξιολόγηση, οι προϋπολογισμοί των ιδρυμάτων.
Σωστά εκτιμήσαμε ότι πλέον έχουμε μπει σε μια νέα φάση, «ολομέτωπης επίθεσης» ενάντια στο λαϊκό δικαίωμα στις σπουδές, που έχει αντικαταστήσει τον «πόλεμο χαμηλής έντασης», τον οποίο βίωνε το φοιτητικό κίνημα το προηγούμενο διάστημα. Χωρίς να μας διαφεύγει το γεγονός ότι πρόκειται για συνέχιση και βάθεμα της ίδιας πολιτικής (γεγονός που ξέχασαν μια σειρά δυνάμεις, που λαθεμένα απέκοψαν το νόμο Γαβρόγλου από το νόμο-πλαίσιο), η πολιτική αυτή εκτίμηση ήτανε αναγκαία για την οικοδόμηση καλύτερων αντανακλαστικών. Η σωστή αυτή εκτίμηση μας έδωσε τα απαιτούμενα αντανακλαστικά ώστε να αντιμετωπίσουμε μια σειρά ζητήματα, όπως την επίθεση στο σύγγραμμα, χωρίς να λείπουν φυσικά οι αδυναμίες ή καθυστερήσεις.
Δεν αρκεί όμως μια σωστή εκτίμηση για την φάση της περιόδου. Χρειάζεται να επαναεπιβεβαιώσουμε τις διαχρονικές μας εκτιμήσεις για τον χαρακτήρα της επίθεσης αλλά και τον τελικό της στόχο, την «παιδεία των λίγων κι εκλεκτών». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η υπάρχουσα ταξική σύσταση στα ΑΕΙ-ΤΕΙ είναι ανυπόφορη για το σύστημα, και είναι μακρόχρονη η πολιτική του επιδίωξη να τη διαρρήξει βίαια. Έχουμε διεξοδικά αναλύσει τους πολιτικούς όρους καθυστέρησης της επίθεσης, επιμένοντας να υπενθυμίζουμε ότι δεν αφορούν την φυσιολογική λειτουργία του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού. Αντίθετα, η καθυστέρηση της επίθεσης οφείλονταν στη «νόθευση» της λειτουργίας του συστήματος κάτω από την επίδραση που άσκησε το αγωνιστικό φοιτητικό κίνημα. Όταν το κίνημα υποχώρησε, οι δυνάμεις του συστήματος ένιωσαν απελευθερωμένες να αναπτύξουν την πολιτική τους σε όλο το εύρος και το βάθος της, παράγοντας μια σειρά αρνητικά δεδομένα.
Δημιουργείται μια νέα γενιά φοιτητών και σπουδαστών που αγνοούν βασικά κεκτημένα του κινήματος και μαθαίνουν να λειτουργούν στην πράξη με όρους ατομικής φοίτησης και ατομικής εργασιακής προοπτικής. Η καθημερινή εμπέδωση των νέων όρων φοίτησης και η επίδραση των ταξικών φραγμών στην συνείδηση, αποτελεί ζωτικό χτύπημα στον συλλογικό δρόμο, που έχει ξεθωριάσει στα μάτια της νεολαίας. Κύριος εχθρός μας λοιπόν μέσα στα πανεπιστήμια, παραμένει η αστική πολιτική και οι εκφραστές της, οι μηχανισμοί της, και η ιδεολογία του ατομικού δρόμου που θέλουν να επιβάλλουν στις μάζες. Απέναντι σε αυτούς θα συγκροτηθεί και θα πολεμήσει το κίνημα.
Απόληξη της πολιτικής οπισθοχώρησης που επικρατεί στο κίνημα, είναι η αποστοίχιση από τα όργανα πάλης. Η αδυναμία των οργάνων του φοιτητικού κινήματος να «υποδεχτούν» τους φοιτητές οδηγεί στην αποσυγκρότηση της πολιτικής λειτουργίας του κινήματος. Η διαδικασία αυτή έχει αποτυπωθεί με ξεκάθαρο τρόπο στα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών, αλλά και στην διάλυση των διαδικασιών αρκετών συλλόγων. Αυτό το δυσμενές πολιτικό περιβάλλον οδήγησε σε αναδίπλωση μια σειρά δυνάμεις του κινήματος, σε διασπαστικά και διαλυτικά φαινόμενα. Οδηγήθηκαν μια σειρά δυνάμεις να υπαναχωρήσουν πίσω και από την ίδια τους τη φρασεολογία, να θεωρητικοποιήσουν το αδύνατο της ανάπτυξης των αγώνων, και να εγκαταλείψουν συνδικαλιστικές θέσεις που θεωρούνταν κάποτε αυτονόητες για το αγωνιστικό φοιτητικό κίνημα. Η περεταίρω εμπέδωση των αρνητικών συσχετισμών διαμόρφωσε μια πρακτική «μη παρέμβασης» στον χώρο της αριστεράς, πρακτική αν δεν χτυπηθεί με αποφασιστικότητα, κινδυνεύει να απονευρώσει τις αγωνιστικές διαθέσεις ενός ολόκληρου δυναμικού. Οι πρακτικές και η αντίληψη που ονομάσαμε «εικονικό συνδικαλισμό», δυσκολεύονται φανερά να περπατήσουν και οδηγούν σε λογικές υποταγής στο πολιτικό πλαίσιο που ορίζει το σύστημα. Τελικά, η υποχώρηση φτάνει μέχρι και στο επίπεδο της ανοιχτής αποπολιτικοποίησης, του αντιοργανωτισμού. Το βιώσαμε με την παρέμβαση μας για τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, όταν υπήρξε εγκληματική αδράνεια στο να οργανωθούν αντιιμπεριαλιστικές-αντιπολεμικές κινητοποιήσεις. Όσο όμως και αν οι άλλες δυνάμεις υποχωρούν από το να ανοίγουν τέτοια ζητήματα, ήταν η ίδια η επίμονη πραγματικότητα μέσα σε μια νεολαία που βλέπει τα σύννεφα του πόλεμου, η οποία τις αναγκάζει να αναφερθούν, τελικά, στον ιμπεριαλισμό.
Ταυτόχρονα με αυτή την διαδικασία, το προχώρημα της επίθεσης δημιουργεί μια ασφυκτική καθημερινότητα, η οποία «αναγκάζει» τις μάζες να «ανακαλύψουν εκ νέου» τη συλλογική πάλη. Αυτή η περίοδος δεν μπορεί να είναι αυτόματη, μιας και το πόσο αργά ή γρήγορα θα εξελιχτεί, εξαρτάται από τρεις παράγοντες. Πρώτα, από την δυνατότητα που διατηρεί η εκάστοτε κυβέρνηση να λειαίνει πτυχές της επίθεσης που ξεσηκώνουν τον κόσμο -με την αναγκαία υποσημείωση ότι η δυνατότητα αυτή τείνει προοπτικά να μειώνεται. Δεύτερον, από την επίδραση του πολιτικού συσχετισμού στο φοιτητικό κίνημα, ο οποίος δεν παύει να είναι αρνητικός για τις δικές μας απόψεις. Με αποτέλεσμα να αποκρύβεται από τον φοιτητόκοσμο τόσο το περιεχόμενο όσο και η προοπτική των μέτρων που περνάνε. Τρίτο, από την εκάστοτε δυνατότητα δικής μας παρέμβασης στα πράγματα, η οποία μπορεί να «ξεκλειδώσει» τις αγωνιστικές διαθέσεις, αν γίνεται συγκροτημένα.
Γι’ αυτούς τους λόγους αυτή η όποια κινηματική φάση θα είναι ασυνεχής. Θα τείνει να εκδηλώνεται αιφνιδιαστικά ανά πόλη, ανά σχολή ή ακόμα και ανά ζήτημα, και θα εξασθενίζει εξίσου γρήγορα, ή ακόμα μπορεί να αδρανεί για κάποια περίοδο (π.χ. εκλογές). Σημάδια των «σκόρπιων» κινητοποιήσεων έχουν ήδη φανεί τόσο στην περίπτωση του συγγράμματος, σε κάποιους έστω και μικρούς κύκλους συνελεύσεων ανά πόλη (πχ Θεσσαλονίκη), αλλά και σε κάποιες επαρχιακές πόλεις (όπως η Ξάνθη, στην οποία οξύνθηκε η επίθεση σε σίτιση, στέγαση, εντατικοποίηση), όπου φάνηκε να σπάει η προηγούμενη αδράνεια. Από την άλλη μεριά όμως φανερώθηκαν γρήγορα τα πολιτικά όρια. Χωρίς να μπορούμε να προβλέψουμε το πότε και με ποιες διαδρομές θα βγει στην επιφάνεια η «σκόρπια» αναταραχή που θα επικρατεί στις φοιτητικές μάζες, ούτε εάν αύτη κάποια στιγμή θα πάρει τα χαρακτηριστικά κεντρικών κινητοποιήσεων ή ξεσπάσματος, για μια ολόκληρη περίοδο θα υφίσταται και θα παράγει δεδομένα, και δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Η διαπίστωση αυτή δεν πρέπει να κάνει τις δυνάμεις μας να περιμένουν την αυτόματη άνοδο του κινήματος, γιατί αυτή δεν θα έρθει. Η εκτίμηση για τον χαρακτήρα της περιόδου (ολομέτωπη επίθεση του συστήματος / αποσυγκρότηση του κινήματος / φάση κινητοποιήσεων), υπαγορεύει μια σειρά ανάγκες για την συγκρότηση της δουλειάς μας, ώστε οι δυνάμεις μας ακριβώς να μην «περιμένουν το νέο κίνημα που όπου να’ ναι έρχεται», αλλά να συγκροτηθούν πολιτικό-συνδικαλιστικά και να μάθουν να δρούνε στις τωρινές απαιτητικές και σύνθετες συνθήκες, συμβάλλοντας στην οικοδόμηση εστιών πάλης και παρεμβαίνοντας μέσα σε αυτές.
Οι άξονες κίνησης της παρέμβασής μας
Κεντρικός στόχος της περιόδου για την Σπουδάζουσα του ΚΚΕ(μ-λ) είναι η κατοχύρωση της δυνατότητας της να κινητοποιεί τμήματα των μαζών σε αγωνιστική κατεύθυνση, διατηρώντας ταυτόχρονα την δυνατότητα να προβάλλουμε το αυτοτελές πολιτικό μας στίγμα μέσα σε αυτή την κίνηση.
Η δυνατότητα αυτή περνάει μέσα από τρία πεδία:
Α) Παραγωγή πολιτικό-συνδικαλιστικών θέσεων στις νέες συνθήκες
Πρώτο και κρίσιμο ζήτημα είναι η ανάκτηση της δυνατότητας του φοιτητικού κινήματος να τοποθετείται πολιτικά πάνω στις εξελίξεις, να αναλύει την πραγματικότητα από την σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, και να παράγει πολιτικούς στόχους πάλης. Η συζήτηση στα όργανα πάλης πρέπει να ξεπεράσει την παράλυση που έχει δημιουργήσει η απαισιοδοξία για την παντοδυναμία του αντιπάλου. Η γραμμή μας μέσα στο φοιτητικό κίνημα μπορεί να συγκροτηθεί, μόνο αν σπάσει το πολιτικό κλίμα αποδοχής της επίθεσης ως δήθεν αντικειμενική πραγματικότητα. Χωρίς κεντρικούς πολιτικούς στόχους που να δίνουν στα μεμονωμένα όργανα πάλης την αίσθηση και την προοπτική ότι αποτελούν κομμάτι ενός κινήματος, οι επιμέρους στόχοι αναπόφευκτα θα καταπέφτουν στην λογική αναζήτησης «λύσης μέσα στο πλαίσιο». Κομβικό πολιτικό αίτημα που συνενώνει όλες τις επιμέρους διεργασίες είναι η ανατροπή της επίθεσης και των νόμων που την υλοποιούν.
Συνεπώς, είναι ζωτικής σημασίας η επανακατοχύρωση της έννοιας του ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ και της ΚΑΤΑΚΤΗΣΗΣ στην συνείδηση της νεολαίας. Μια σειρά δικαιώματα που έχουν στον έναν ή τον άλλο βαθμό αφαιρεθεί από την επίθεση, είναι αναγκαίο σε πολιτικό, συνδικαλιστικό αλλά ακόμα και ιδεολογικό επίπεδο να συνειδητοποιηθούν «από την αρχή», όχι μόνο ως ιστορικές κατακτήσεις του κινήματος, αλλά ως αναγκαίος όρος για την δυνατότητα των φοιτητών να σπουδάσουν. Η ενδυνάμωση της κατεύθυνσης της Διεκδίκησης σε σύνδεση με την γραμμή της Αντίστασης, είναι βασικό ζητούμενο για αυτή την διαδικασία.
Η δυνατότητα μιας δύναμης να παρεμβαίνει στους χώρους σπουδών μπορεί να κατακτηθεί μόνο με την συνολική πολιτική τοποθέτηση σε κάθε ζήτημα που αφορά το λαό, σε κάθε κεντρικό πολιτικό θέμα που μεταφέρεται στην συνείδηση του φοιτητικού και σπουδαστικού σώματος. Μια οργάνωση σπουδάζουσας, είτε θα κατακτήσει την δυνατότητα να εκλαϊκεύει συνολικά την πολιτική της γραμμή, είτε δεν θα την κατακτήσει καθόλου. Τα ζητήματα του πολέμου, του ιμπεριαλισμού και της φασιστικοποίησης, κατέχουν κεντρική θέση στη συνείδηση της νεολαίας. Η δυνατότητα να εξηγούμε στη νεολαία τον κόσμο όπως είναι, μπορεί να ξεκλειδώσει συνειδήσεις και να αναδείξει καθήκοντα πάλης. Η νεολαία δείχνει επιφανειακά να μην θέλει να ακολουθήσει αυτό που προβάλλουμε –αλλά στην πραγματικότητα θέλει να πεισθεί για την αναγκαιότητα αυτού που προβάλλουμε.
Η συνολικοποίηση του πολιτικού μας λόγου είναι απαραίτητο στοιχείο συγκρότησης για την παραγωγή αιτημάτων στις νέες συνθήκες. Η εμπειρία μας έχει δείξει ότι μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, που η δουλειά μας συγκροτήθηκε πρώτα πολιτικά πάνω στα κεντρικά στοιχεία της άποψης μας, έτσι που όλο το δυναμικό να κατακτήσει να παρεμβαίνει με την πολιτική γραμμή και να πείθει ευρύτερο κόσμο πάνω σε στοιχεία της, έγινε κατορθωτή η ανάδειξη στελεχών μέσα από τη σπουδάζουσα και η παραγωγή μαζικών συνδικαλιστικών αιτημάτων. Πρέπει να επιμείνουμε, ακόμα και στις περιοχές που η δουλειάς μας εμφανίζει αδυναμίες και ασυνέχειες, πρώτα στην πολιτική και ύστερα συνδικαλιστική συγκρότηση, γιατί είναι η πρώτη που παράγει τη δεύτερη.
Η αναγνώριση των πεδίων που διεξάγεται η επίθεση, η κατάκτηση αντανακλαστικών, η ανάπτυξη σωστής σχέσης με τις μάζες ώστε να αντιλαμβανόμαστε τις διαθέσεις τους, ο σωστός προσδιορισμός των μέσων πάλης και της τακτικής, είναι στοιχεία απαραίτητα προκειμένου οι δυνάμεις μας να μάθουν να παρεμβαίνουν μέσα και κόντρα στο δυσμενή συσχετισμό. Οι δυνάμεις μας πρέπει να είναι από τα πριν προετοιμασμένες για την όξυνση της επίθεσης. Γι’ αυτό δεν αρκεί πια μονάχα η παρακολούθηση των κεντρικών εξελίξεων και των μέτρων του υπουργείου. Το άνοιγμα μιας σειράς κρίσιμων ζητημάτων πανελλαδικά (σύγγραμμα, πτυχίο, άσυλο) και η αναδόμηση πανεπιστημίων που θα δημιουργηθούν από την αρχή μέσα στο νόμο-πλαίσιο (πχ Αττική, Ήπειρος), υποδεικνύουν δύο αναγκαιότητες. Από την μία, την εξειδίκευση συγκεκριμένων αιτημάτων. Και από την άλλη την παραγωγή πολιτικών θέσεων με τοπική εμβέλεια, δηλαδή προσπάθεια για ανάδειξη αιχμών, πάνω στις οποίες μπορούν να συγκροτηθούν εστίες αντίστασης ή κινητοποιήσεις.
Αναγκαίο πεδίο του πολιτικού μας λόγου που πρέπει να αναπτύξουμε είναι τα αιτήματα Διεκδίκησης, πλάι και συμπληρωματικά στα αιτήματα Αντίστασης. Σε όποιο μικρό ή μεγάλο μέτωπο άνοιξε και συμμετείχαμε με όρους, η ζωή απέδειξε ότι για να αντιπαρατεθούμε πολιτικά στο ρεφορμισμό, που ψάχνει εναγωνίως λύσεις μέσα στο πλαίσιο που ορίζει το σύστημα, έπρεπε να μιλήσουμε στον κόσμο πέρα από αυτό το πλαίσιο. Έπρεπε δίπλα στο άμεσο που τον συσπείρωνε, και αφού αντιλαμβάνονταν το βάθος και την προοπτική της επίθεσης, να συμπληρώσουμε αντίστοιχα το βάθος και την προοπτική των δικαιωμάτων που υπερασπιζόμαστε. Πρέπει με αποφασιστικότητα να συνεχίζουμε να μιλάμε για το λαϊκό δικαίωμα στη δουλειά και στις σπουδές, με ο, τι αυτό αντιπροσωπεύει. Σίτιση, μεταφορές, στέγαση, ελεύθερο χρόνο, δικαίωμα πολιτικής δράσης. Για να φτάσουμε να έχουμε μισθό, ασφάλιση, ωράριο, σωματείο. Μπορεί το κίνημα να μην είναι σε θέση να παλέψει άμεσα για όλα αυτά, αλλά μια κομμουνιστική οργάνωση πρέπει να είναι σε θέση να μιλήσει άμεσα για όλα αυτά. Οφείλουμε να εντάξουμε στοιχεία προοπτικής στον λόγο μας, στο επίπεδο εκείνο που να μπορεί συμβαδίζει με τη συγκεκριμένη συγκρότηση που έχει το κίνημα, όχι ως προαπαιτούμενα για την κοινή δράση, αλλά ως στοιχεία του δικού μας, αυτοτελούς πολιτικού λόγου.
Β) Αντιπαράθεση με τις λαθεμένες απόψεις που οδηγούν στην παραίτηση
Πρώτα και κύρια τις απόψεις για τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης, που ανακαλύπτουν νέα, επιχειρηματικά ή εμπορευματικά στάδια, μετατρέπουν τους φοιτητές σε εργαζόμενους και την εκπαίδευση σε μέσο κερδοφορίας. Η αντιπαράθεση στο πολιτικό πεδίο είναι αναγκαίος όρος για να εξοπλιστεί ένα δυναμικό ενάντια στα αιτήματα διαφυγής και απόκρυψης του χαρακτήρα της επίθεσης. Το «σχολείο» που έγινε στην Αθήνα για το ζήτημα του «επιχειρηματικού Πανεπιστημίου» και της έννοιας του «φοιτητή-εργάτη» που προωθούν ΕΑΑΚ και Α/Α, καθώς και η ΚΝΕ, με παραλλαγές, ήτανε ένα προχώρημα σε σχέση με αυτό.
Δεύτερο, χρειάζεται πολιτικό μέτωπο στις απόψεις που αρνούνται το μαζικό φοιτητικό κίνημα, μπροστά στην πίεση των δυσκολιών. Απόψεις που ανακαλύπτουν το «τέλος των συλλόγων» και ψάχνουν για άλλα όργανα πάλης, που διαπιστώνουν ότι οι φοιτητές αποτελούνται μόνο από «μεσοστρώματα» και έχουν ενσωματωθεί, απόψεις που αναζητούν την εργατική τάξη μέσα στο πανεπιστήμιο. Τέτοιες απόψεις παραίτησης πάντα υπήρχαν στο φοιτητικό κίνημα. Το «τέλος του κινήματος» έχει ανακηρυχτεί όσες φορές συνέβη και το μετέπειτα ξέσπασμα του. Γι’ αυτό οι απόψεις αυτές είναι βλαβερές για τους αγωνιστές και το μόνο που έχουν να φέρουν είναι αποσυγκρότηση.
Τρίτο, χρειάζεται να γραφτούν νέες θέσεις αντιπαράθεσης σε μια σειρά ανταγωνιστικά πολιτικά ρεύματα. Αρχής γενομένης από την ΚΝΕ, ενάντια στην οποία δεν αρκεί η ξερή επίκληση στον αντικινηματισμό της, αλλά πρέπει να ντυθεί με πολιτικά-συνδικαλιστικά επιχειρήματα. Και ύστερα ενάντια στις θέσεις όλων των διάφορων σκόρπιων ρευμάτων που συνεχίζουν να απορροφούν μαζικά κόσμο και να τον οδηγούν σε λανθασμένες διεξόδους. Τόσο μέσα στην αριστερά, αλλά και ενάντια στην αναρχία-αυτονομία, την οποία συνεχίζει να μην ακουμπά κανείς πολιτικά έχει αφεθεί στο απυρόβλητο.
Γ) Κομμουνιστικοποίηση της δουλειάς και ανέβασμα του ιδεολογικού επιπέδου
Η όξυνση της ταξικής πάλης επιταχύνει τον πολιτικό χρόνο προς τα εμπρός. Αναδιατάξεις στον χώρο της πολιτικής που θα έπρεπε να πάρουν χρόνια για να ωριμάσουν υπό τις προηγούμενες συνθήκες, συνέβησαν μόλις σε λίγα χρόνια. Υπήρξαν στιγμές αλμάτων στη συνείδηση, όπως το κίνημα του 06-07, ο Δεκέμβρης του 08 και το δίχρονο 10-12. Αλλά και περίοδοι μεγάλης οπισθοχώρησης. Η τωρινή φάση είναι ιδιαίτερη γιατί η οπισθοχώρηση στο κίνημα φαίνεται να αγγίζει την κορύφωση της. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αντίφαση, μια νέα γενιά που οργανώθηκε σε συνθήκες ήττας του κινήματος και συγκροτήθηκε μέσα από τις πρώτες μάχες της νέας αυγής του, να βιώνει μια ιδιότυπη ήττα μέσα στην ήττα. Ένα ολόκληρο δυναμικό, και όχι μόνο εμείς ως Οργάνωση, άντλησε τη συγκρότηση του μέσα από το σχολείο της μαζικής πάλης. Σε μια περίοδο υποχώρησης της μαζικής πάλης σαν τη σημερινή, της οποίας δεν μπορούμε να προβλέψουμε την έκταση και το βάθος, δεν αρκεί μόνο η ανάλυση των αιτιών της οπισθοχώρησης. Πρέπει να αφομοιωθεί αυτό που έχει ήδη κατακτηθεί μέσα στην πάλη, με τις όποιες αδυναμίες του, και να γίνει πολιτικό καύσιμο για τη συνέχεια.
Η κατάκτηση και διεύρυνση κομμουνιστικών χαρακτηριστικών από τη νεολαία μιας Οργάνωσης που παλεύει να κινείται σε κομμουνιστική κατεύθυνση, και θέλει να συμβάλει στην οικοδόμηση του κόμματος της εργατικής τάξης, έχει αναπόφευκτα χαρακτηριστικά αντιφατικά. Γνωρίζουμε ότι αυτά τα χαρακτηριστικά που παλεύουμε να αναπτύξουμε ούτε ολοκληρωμένα είναι, ούτε συμπαγή, ούτε μπορούν να διατηρηθούν έξω από το κίνημα. Όμως είναι απαραίτητα. Η ταξική συνείδηση, η διαμόρφωση συλλογικών στοιχείων στο χαρακτήρα, η συνειδητή στράτευση με το λαό και το κίνημα, η αντοχή σε δύσκολες συνθήκες, το πνεύμα θυσίας και πειθαρχίας, η αυτοκριτική. Είναι στοιχεία που ταυτόχρονα δεν υπάρχουν, αλλά μας χρειάζονται άμεσα.
Η σπουδάζουσα μας πρέπει να βάλει δύσκολα καθήκοντα στον εαυτό της. Δεν είναι ο ρόλος της να καθοδηγεί την φοιτητική παρέμβαση και να υλοποιεί την «δουλειά». Η «δουλειά» δεν θα υλοποιηθεί ποτέ με αυτόν τον τρόπο. Η σπουδάζουσα μας πρέπει να βάλει καθήκον στον εαυτό της να εντάξει νέο κόσμο στο κίνημα και να διαμορφώσει νέους λαϊκούς αγωνιστές, νέους ανθρώπους αποφασισμένους να στρατευθούν στην κομμουνιστική προοπτική. Πρωταρχικό ρόλο έχει να αναλύσουμε την πραγματικότητα που βιώνει η νεολαία και να αναδείξουμε τα καθήκοντα που έχει μπροστά της. Για να τη πείσουμε όμως για την προοπτική μας, πρέπει να αναλύσουμε πώς παράχθηκε ιστορικά αυτή η πραγματικότητα και τους πολιτικό-κοινωνικούς όρους που απαιτούνται για την ανατροπή της. Για να ακουμπήσουμε την καρδιά των νέων ανθρώπων και να αναδείξουμε νέα στελέχη, είναι ανάγκη να ανεβάσουμε το ιδεολογικό μας επίπεδο.
Το πεδίο της ιστορίας κατέχει μια ιδιαίτερη θέση. Το βιώσαμε στα «σχολεία», στις συζητήσεις για τη ΜΠΠΕ, τα 100χρονα του Οκτώβρη και τους κύκλους για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ. Αυτές οι συζητήσεις ανήκαν και απευθύνθηκαν στη νεολαία. Θα χρειαστούν πολλά «σχολεία», πολύ διάβασμα, το άνοιγμα πολλών δύσκολων και πολλές φορές «δυσάρεστων» ζητημάτων που αφορούν το κομμουνιστικό κίνημα στη χώρα μας και διεθνώς. Με ένα γνώμονα: να αντληθούν διδάγματα που θα γειωθούν στις σημερινές απαιτήσεις της πάλης. Να αφομοιώσουμε την εμπειρία για να προχωρήσουμε μπροστά. Την ιστορία του κινήματος πρέπει να την γνωρίσουμε καλύτερα και να συγκροτηθούμε πάνω σε αυτή, γιατί μας ανήκει και πρέπει να τη χρησιμοποιήσουμε στους δικούς μας αγώνες.
Η δράση μας
Οι σωστές εκτιμήσεις μας στα παραπάνω, αλλά και απέναντι στην συνολικότερη επίθεση του συστήματος στον λαό και τη νεολαία, μας έδωσε τα απαιτούμενα αντανακλαστικά ώστε να αντιμετωπίσουμε μια σειρά επίδικα. Πήραμε θέση απέναντι σε κάθε θέμα που απασχόλησε τη νεολαία στα ευρύτερα πλαίσια του λαϊκού κινήματος. Τοποθετηθήκαμε από τα πιο μικρά συνδικαλιστικά ζητήματα -έστω και με ορισμένες καθυστερήσεις- (σύγγραμμα, λέσχες, εντατικοποίηση, κτίρια σχολών, σίτιση, εστίες, Άσυλο, δίδακτρα, πτυχία, συγχωνεύσεις κτλ), ως τα κεντρικότερα ζητήματα που αντιμετώπισε η νεολαία και συνολικότερα ο λαός της χώρας μας (Μνημόνια- μέτρα, καταστολή, φασιστικοποίηση, συνδικαλιστικές ελευθερίες κ.α.), αλλά και συνολικότερα οι λαοί, ιδιαίτερα της περιοχής (πόλεμοι, μετανάστες, ενδο-ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα).
Ιδιαίτερα στο ζήτημα της Ιμπεριαλιστικής εξάρτησης στην χώρα, με τα αποτελέσματά της, αλλά και των συνολικότερων επεμβάσεων των Ιμπεριαλιστών στον κόσμο, βάλαμε ξεκάθαρα την άποψή μας και παλέψαμε την ανάγκη στησίματος της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, όσο ακόμα κάποιοι προσπαθούσαν να «ανακαλύψουν» τον δικό τους «στρεβλό» Ιμπεριαλισμό.
Δεν παρασυρθήκαμε σε καμία στιγμή από την «ελπίδα» που ερχόταν, ούτε από κανένα μεταβατικό πρόγραμμα. Με μοναδική κατεύθυνση την στήριξη της πάλης του λαού και της νεολαίας, πήγαμε κόντρα στο (κυρίαρχο για την Αριστερά μας, ειδικά στα Πανεπιστήμια) ρεύμα που «φλόμωσε» στην απογοήτευση το σύνολο του λαού με το δημοψήφισμα και την αναμονή για τις αριστερές κυβερνήσεις.
Το γεγονός ότι σε αυτές τις συνθήκες καταφέραμε να συσπειρώσουμε ένα δυναμικό αριστερών νεολαίων, που θέλουν να αναφέρονται στο κίνημα –ακόμα και όταν αυτό βρίσκεται στην σημερινή του κατάσταση- δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμιέται. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό το παράδειγμα, του τι παράγουν οι σημερινές συνθήκες, οι δυσκολίες που περνάνε το σύνολο των δυνάμεων της αριστεράς. Παρότι δεν είναι πάντα κοινά τα χαρακτηριστικά που αντιμετωπίζουμε σε όλες τις πόλεις, σε όλες τις σχολές και τους συλλόγους και κατ’ επέκταση και στην παρέμβασή μας, ανοίξαμε συντονισμένα μια σειρά ζητήματα, μέσα από καμπάνιες που κινήθηκαν σε πανελλαδικό επίπεδο. Η προσπάθεια αυτή είχε σκοπό το ουσιαστικό άνοιγμα των επίδικων, με στόχο την ενεργοποίηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου δυναμικού γύρω από αυτά.
Με δεδομένο το κλίμα που περιγράφεται παραπάνω, οφείλουμε να σκύψουμε πάνω από αδυναμίες που μας έχουν προκύψει και χρίζουν αντιμετώπισης. Αρκετές ήταν οι φορές, που ενώ αναγνωρίζαμε τα ζητήματα που έβγαζε η επίθεση και τα ανοίγαμε, δεν καταφέρναμε να τα προωθήσουμε όσο γινόταν, αφήνοντας να «επικρατήσουν» κινήσεις άλλων δυνάμεων, σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση (γύρω από την γνώση κτλ), που συχνά είχαν τον χαρακτήρα να τους «βγάλουν από την υποχρέωση» της κίνησης. Ανοίγαμε τα ζητήματα, αλλά δεν καταφέρναμε να τα αναδείξουμε στον βαθμό που θα μπορούσαμε ή που θα μας επέτρεπε η παραπάνω εμβάθυνση στην άποψή μας και η εφαρμογή της στους συλλόγους. Σαν αποτέλεσμα, κάποιες καμπάνιες με θέματα, τα οποία η υπόλοιπη αριστερά όχι μόνο δεν άγγιζε, αλλά που την βρίσκαμε ως και κόντρα, δεν κατάφεραν να προχωρήσουν και να δημιουργήσουν την όποια κίνηση θα μπορούσαν.
Είναι δεδομένο πως το αρνητικό κλίμα στη νεολαία, δεν θα μας άφηνε ανεπηρέαστους, ενώ είχαμε σωστά εκτιμήσει τα αδιέξοδα των «λύσεων» τύπου ΣΥΡΙΖΑ και δεν «χάσαμε» την γη κάτω από τα πόδια με την εξέλιξή τους.
Επιμένουμε όμως στους βασικούς άξονες που έχουμε θέσει και με βάση τους οποίους οφείλουμε να συμβάλλουμε για το ξεπέρασμα των αρνητικών συσχετισμών. Δείξαμε άλλωστε, σε μια σειρά παραδείγματα, με πιο πρόσφατα τις κινητοποιήσεις σε Ξάνθη και ΤΕΙ (ενάντια στην αμφισβήτηση της δωρεάν σίτισης, στις συγχωνεύσεις σχολών και την παράλληλη καθιέρωση 2ετων σπουδών που σπάει τα πτυχία και δημιουργεί πρόβλημα στα εργασιακά δικαιώματα) ότι η επιμονή στην άποψη και στάση μας μπορεί να φέρει αποτελέσματα.
Για τη μαθητική μας δουλειά
Η επίθεση στα σχολεία
Ενδεικτικό για το που στοχεύουν οι δυνάμεις του συστήματος σε αυτόν τον τομέα είναι πως μέσα στο πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε τον Ιούνη του 2018, συμπεριλαμβάνονταν και μέτρα-δεσμεύσεις απέναντι στους ιμπεριαλιστές που αφορούσαν την εκπαίδευση, όπως η προώθηση του αντιδραστικού μέτρου της “αξιολόγησης” στα σχολεία, αλλά και αλλαγές για τα ΕΠΑΛ και το Λύκειο.
Στον μαθητικό χώρο, γενικά, προωθείται έντονα η μαζική διοχέτευση του δυναμικού σε διόδους μακριά από την Τριτοβάθμια εκπαίδευση, μακριά από το πτυχίο και τα επαγγελματικά δικαιώματα που αυτό κατοχυρώνει. Τέτοιες δίοδοι είναι η ευθεία εκμετάλλευση των μαθητών μέσα από τη μαθητεία, αλλά και τα διετή προγράμματα σπουδών που έχουν θεσπιστεί για τους μαθητές των ΕΠΑΛ στα πανεπιστήμια.
Κομβικό σημείο της επίθεσης λοιπόν είναι η επιβολή ισχυρών ταξικών φραγμών στην εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, προκειμένου να σταματήσει η ασφυχτική για το σύστημα “μαζικοποίηση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης”. Η πολύμηνη επικοινωνιακή προπαγάνδα του Υπουργείου Παιδείας περί “κατάργησης των Πανελληνίων Εξετάσεων” και ο λεγόμενος “Εθνικός Διάλογος για την Παιδεία” που ξεκίνησε την περίοδο 2015-2016, έκρυβαν βαθιά αντιδραστικές “τομές” εισαγωγής ταξικών φίλτρων στο σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν το Σεπτέμβρη του 2018 και αφορούν την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση υπηρετούν αυτή την κατεύθυνση.
Έτσι οι μαθητές με βάση αυτά θα δίνουν Πανελλήνιες με αυξημένη ύλη και με πολύ λιγότερες επιλογές σχολών, με τον κίνδυνο να βρεθούν εκτός σχολών πολλαπλάσια ενισχυμένο. Ο δρόμος ακόμα προς το Απολυτήριο Λυκείου δυσχεραίνεται, καθώς το Λύκειο μετατρέπεται σε ένα εξεταστικό κάτεργο και οι ενδοσχολικές εξετάσεις για την απόχτηση του Απολυτηρίου Λυκείου αποχτούν άλλο χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, στην πρόταση του υπουργείου όπου οι μαθητές καλούνται να πάρουν την απόφαση εισαγωγής σε Τμήματα Ελεύθερης Πρόσβασης ή σε Τμήματα Πρόσβασης μόνο με Πανελλαδικές εξετάσεις φαίνεται ξεκάθαρα η προσπάθεια κατηγοριοποίησης των μαθητών με ταξικά κριτήρια και η δημιουργία ενός ακόμα πιο ταξικού σχολείου.
Η κατάσταση του μαθητικού κινήματος
Παρά τις δύσκολες συνθήκες κινηματικής νηνεμίας πραγματοποιήθηκαν ορισμένες σχετικά μαζικές μαθητικές διαδηλώσεις τα τελευταία χρόνια, όπου οι μαθητές αποδείκνυαν κάθε φορά πως αποτελούν ένα απρόβλεπτο, εκρηκτικό μείγμα. Είναι απερίγραπτη η αγωνιστική διάθεση και η ζωντάνια αυτού του δυναμικού στους δρόμους, ακόμα και σε συνθήκες υποχώρησης κινήματος. Παρόλα αυτά η διάθεση αυτή δεν έχει βρει ακόμα διεξόδους οργανωμένης και ανυποχώρητης πάλης.
Ευθύνη για αυτό έχουν οι ρεφορμιστικές δυνάμεις, όπως η ΚΝΕ, που δεν αναδεικνύουν τα αναγκαία ζητήματα πάλης για το μαθητικό κίνημα και καλλιεργούν τον αποπροσανατολισμό και τις αυταπάτες. Αιτήματα όπως “Ενιαίο 12χρονο σχολείο”, “Να αποσυνδεθεί το Λύκειο από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση”, όχι μόνο αποπροσανατολίζουν από το επίδικο αλλά καλλιεργούν αυταπάτες, καθώς εμπνέονται ξεκάθαρα από τη λογική της συνδιαχείρισης, της συνδιαλλαγής και της προτασεολογίας μοντέλων εκπαίδευσης στον καπιταλισμό!
Η λογική στησίματος εικονικών συντονιστικών από την πλευρά της ΚΝΕ (κάτι που αποπειράθηκε να κάνει και ο “Ανυπόταχτος Μαθητής”), αλλά και η προσπάθεια να εγκλωβιστεί η αγωνιστική διάθεση των μαθητών σε πορείες της μιας ριξιάς μια φορά το χρόνο, αποδεικνύουν το μικροαστικό φόβο αυτών των δυνάμεων απέναντι στη δημιουργία ισχυρού μαθητικού και νεολαιίστικου κινήματος σε πραγματική αντιπαράθεση με το σύστημα.
Ταυτόχρονα, η παρέμβαση της αναρχοαυτονομίας εγκλωβίζει τη μαχητικότητα των μαθητών σε μικροαστικές λογικές εκτόνωσης. Ο συγκεκριμένος χώρος ενισχύει το κλίμα αποπολιτικοποίησης στα σχολεία, πόσο μάλλον με την αντιδραστική λογική “ενάντια στα κόμματα και στις παρατάξεις” που προωθεί.
Ο πολιτικός συνδικαλιστικός ρόλος των μαθητικών οργάνων (5μελή-15μελή) έχει εμφανώς αποδυναμωθεί. Οι καταλήψεις σε πολλά σχολεία αποτελούν πρωτοβουλία μιας ομάδας μαθητών και όχι αποτέλεσμα ενεργοποίησης των μαθητικών οργάνων, συνελεύσεων, συζητήσεων πάνω σε αιτήματα και στόχους πάλης. Για αυτό δε γίνονται συντονισμένα, οργανωμένα και με διάρκεια, ώστε τα σχολεία να μετατραπούν σε κέντρα αγώνα. Στη δύσκολη αυτή κατάσταση συνδράμει και η τρομοκρατία του συστήματος απέναντι σε αγωνιστές μαθητές, ο περιορισμός της ελεύθερης αγωνιστικής έκφρασης των μαθητών στα σχολεία, αλλά και η εντατικοποίηση και πειθάρχηση ώστε οι μαθητές να μην έχουν ακόμα και το χρόνο να σηκώνουν κεφάλι. Αγωνιστές μαθητές είχαν να αντιμετωπίσουν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους και τους παρατρεχάμενους του, τις διευθύνσεις των σχολείων, τους εισαγγελείς στις καταλήψεις, τα μαθητοδικεία, τις περιπολίες της αστυνομίας έξω από τα σχολεία τους, ακόμα και τους φασίστες στα σχολεία!
Ορισμένα καθήκοντα και ζητήματα που πρέπει να δούμε