Αρκετή συζήτηση στο διαδίκτυο και στον τύπο δημιούργησε το κείμενο με τίτλο «Η πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ» που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ του Ιουνίου 2013. Δεν είναι στόχος μας μια αναλυτική τοποθέτηση για τα ίδια ζητήματα, μιας και η οργάνωσή μας έχει επανειλημμένα τοποθετηθεί γραπτά σε σχέση με την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος διεθνώς και στη χώρα μας, αλλά και σε σχέση με την κυριαρχία του ρεφορμισμού – ρεβιζιονισμού, μια κυριαρχία που συνδέθηκε με την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, με την ιδεολογική και πολιτική αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης, με τη μεγάλη αντεπίθεση του ιμπεριαλισμού – καπιταλισμού στους λαούς και τους εργάτες σε όλο τον κόσμο.
Θα σταθούμε λοιπόν κωδικά σε πλευρές του κειμένου αλλά και της κριτικής που δέχτηκε από κάποιες πλευρές. Καταρχήν, θα κάνουμε δύο παρατηρήσεις:
Α) Ενώ το κείμενο (όπως και όλα τα αντίστοιχα που παρουσιάζει η καθοδήγηση του ΚΚΕ) μιλάει για δύο φάσεις «διαπάλης με τον οπορτουνισμό», το 1968 και το 1989-91, φροντίζει να καταπιεί τα γεγονότα του ’56 εντός του ΚΚΕ ή, μάλλον, να παρουσιάσει μια ασαφή εκδοχή των επιδράσεων στο ΚΚΕ της «δεξιάς οπορτουνιστικής στροφής του ΚΚΣΕ το 1956». Τα μέλη του ΚΚΕ που μέχρι πριν λίγο δεν είχαν ιδέα για το τι συντελέστηκε το 1956 στο ΚΚΣΕ συνεχίζουν να μην έχουν πραγματική ιδέα για το τι συντελέστηκε την περίοδο αυτή στο ίδιο το ΚΚΕ. Δεν ξέρουν για τα μαχαιρώματα και τους τραμπουκισμούς στην Τασκένδη το Σεπτέμβρη του ’55 με τη γενναία συνδρομή της χρουστσωφικής Αστυνομίας. Ότι το Μάρτη του ’56 στην 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (σε μια συνεδρίαση παρωδία) αποκηρύχθηκε η «απομονωτική» γραμμή του ΚΚΕ απέναντι στα «κόμματα του κέντρου» και επικυρώθηκε η γραμμή του «ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό». Ότι, κατόπιν, οι 1.200 διέγραψαν τους 7.000 (στους οικοδόμους οι 5 διέγραψαν τους 350!). Ότι ακολούθησε πογκρόμ εξοριών, εγκλεισμών στα ψυχιατρεία και κάθε είδους διώξεων όσων αντιτίθονταν στο ρεβιζιονισμό σε όλες τις Ανατολικές Χώρες. Ότι αντίστοιχη στοχοποίηση και πογκρόμ έγινε και στην Ελλάδα, όπου –αντίστοιχα- η ρεβιζιονιστική στροφή γνώριζε ιδιαίτερα ισχυρές αντιστάσεις. Ότι η νέα ηγεσία έκανε ολόκληρη εκστρατεία για να κάμψει την αντίσταση των αγωνιστών σε τόπους εξορίας στην Ελλάδα και να περάσει τη γραμμή της 6ης Ολομέλειας μέσα στη χώρα. Ότι τα επόμενα χρόνια ακολούθησε κύμα διαγραφών και από την ΕΔΑ όσων επέμεναν στην επαναστατική γραμμή και στην καταγγελία της γραμμής ουράς στην Ένωση Κέντρου. Ότι αρχιτέκτονες αυτού του αίσχους ήταν οι πολιτικοί πρόγονοι της σημερινής καθοδήγησης του ΚΚΕ (ενιαία μάλιστα με την άλλη τάση του ρεφορμισμού, τη μετέπειτα «ευρωκομμουνιστική»!), ότι αυτό ήταν το πλαίσιο, η μήτρα που γέννησε το σημερινό ΚΚΕ. Δεν είναι περίεργο που η καθοδήγηση του ΚΚΕ τα κρύβει όλα αυτά κάτω από το χαλί… Με τον τρόπο αυτό, η ευθύνη μετατίθεται εξωτερικά και η καθοδήγηση του ΚΚΕ κάνει την ανυποψίαστη για το «φόνο». Αυτή, όμως, η επιλεκτική «αποκατάσταση» δημιουργεί αντικειμενικά και τις επιφυλάξεις για την ειλικρίνεια και τις πραγματικές, σημερινές επιδιώξεις της καθοδήγησης του ΚΚΕ.
Β) Η λέξη «αποκατάσταση» του τίτλου του κειμένου είναι βαριά. Στο περιεχόμενο ακολουθεί ένα ξήλωμα του πουλόβερ του 9ου, 10ου, 11ου και 12ου Συνεδρίου που επιβεβαιώνει τη βαριά κουβέντα του τίτλου. Όλο το κείμενο το διατρέχει –υποτίθεται- ένας κάθετος διαχωρισμός με τη θεωρία του «ειρηνικού περάσματος» και της γραμμής ουράς στη σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή με όλη τη ραχοκοκαλιά συγκρότησης του ίδιου του ρεφορμιστικού ΚΚΕ από το ’56 και μετά. Ακόμα περισσότερο, το κείμενο (ολοκληρώνοντας αυτή τη γραμμή που έχει ξεκινήσει εδώ και μερικά χρόνια στο ΚΚΕ) πάει ακόμα παραπέρα και αναιρεί (όπως θα δούμε και παρακάτω) στοιχεία του λενινισμού που αφορούν την εξάρτηση και το ρόλο του ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα. Και επειδή όλα αυτά είναι σοβαρά πράγματα, προκύπτει ένα σοβαρό ερώτημα: Τι ακριβώς είναι αυτό που αποκαθιστά η καθοδήγηση του ΚΚΕ και τι είναι αυτό που υπερασπίζεται είτε από τη δική της ρεφορμιστική – ρεβιζιονιστική ιστορία είτε από την ιστορία του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα; Πώς είναι δυνατόν κάποιος με τόση άνεση να αναιρεί τον εαυτό του και ταυτόχρονα να διεκδικεί τα μεγαλύτερα εύσημα; Σε αυτό το προφανές ερώτημα, προσπαθεί να απαντήσει το ίδιο το κείμενο λέγοντας: «Όπως έχουμε εκτιμήσει, παρά τα όποια γλιστρήματα που κατά καιρούς είχε το Κόμμα μας με δική του ευθύνη και κάτω από τις επιδράσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αφού ήταν αναπόσπαστο τμήμα του, δεν εξελίχτηκε σ’ ένα διαμορφωμένο οπορτουνιστικό κόμμα, δεν έγινε ποτέ ευρωκομμουνιστικό κόμμα, δεν πέρασε σε εχθρικό στρατόπεδο απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Αν είχε εξελιχτεί σε οπορτουνιστικό κόμμα, θα είχε χάσει τη δυνατότητα της πάλης για την αποκατάσταση του χαρακτήρα και του προγράμματός του.»
Όμως, να μας συμπαθάτε… Η παραπάνω απάντηση είναι πολύ αδύναμη. Γιατί, αν βγάλουμε τη γραμμή ουράς στην Ένωση Κέντρου, τη γραμμή της πραγματικής αλλαγής, των συγκυβερνήσεων με τα αστικά κόμματα, της υποστήριξης στο διεθνή ρεβιζιονισμό – ρεφορμισμό, τη γραμμή του ειρηνικού περάσματος, τη γραμμή μετατόπισης του αστικού κράτους, αν βγάλουμε, δηλαδή, τους ΒΑΣΙΚΟΥΣ ΑΞΟΝΕΣ ιδεολογίας και πολιτικής πάνω στους οποίους κινήθηκε το κόμμα αυτό εδώ και δεκαετίες, τι ακριβώς παραμένει; Τα σύμβολα, ο τίτλος και οι σημαίες; Μήπως, κάπως αντίστοιχα, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι το ΚΚ Κίνας που χρησιμοποιεί ακόμα σύμβολα, τίτλους και σημαίες δεν έχει εξελιχθεί ακόμα σε ένα… διαμορφωμένο οπορτουνιστικό κόμμα;
Ας συνεχίσουμε, όμως, με τηλεγραφική αναφορά σε κάποια ζητήματα που θέτει το άρθρο.
Για το ζήτημα της εξάρτησης
Έχουμε κατ’ επανάληψη τοποθετηθεί στο ζήτημα αρκετά εμπεριστατωμένα. Στο τεύχος 11 της «Αντίθεσης», υπάρχει μια συνολική οπτική του πώς βλέπουμε εμείς το ζήτημα, ενώ αντίστοιχη (αλλά πιο περιορισμένη) αναφορά έχει γίνει στην κριτική μας στις θέσεις του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Εδώ, θα προσθέσουμε λίγα μόνο πράγματα:
Όπως είναι γνωστό, η πραγματικότητα υπάρχει. Υπάρχει έξω από εμάς. Το αν η Ελλάδα είναι εξαρτημένη χώρα ή όχι, είναι κάτι που αφορά την πραγματικότητα. Είναι άλλο ζήτημα πώς θα ερμηνεύσει κανένας αυτή την πραγματικότητα, πώς θα την αναλύσει, σε τι καθήκοντα θα καταλήξει με βάση αυτήν. Στην άποψη που μιλάει για ιμπεριαλιστική Ελλάδα και για «ανισότιμες αλληλεξαρτήσεις» είναι κάτι που (αν και το έχουμε απαντήσει στα κείμενα που αναφέρθηκαν) δεν αξίζει κανένας να αντιπαρατεθεί σοβαρά. Η άποψη αυτή είναι καταφανώς ΕΞΩ από την πραγματικότητα. Έλκει την καταγωγή της από αντι-λενινιστικές θεωρήσεις που θεωρούν ότι έχουν ξεπεραστεί ο «χωρισμός του κόσμου σε μια χούφτα κράτη-τοκογλύφους και σε μια τεράστια πλειοψηφία κράτη-οφειλέτες» και η ύπαρξη «ποικίλων μορφών των εξαρτημένων χωρών, που πολιτικά, τυπικά είναι ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και της διπλωματικής εξάρτησης», καθώς ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο συνεχίζει να αναπτύσσεται. Στο τέλος αυτού του δρόμου βρίσκεται αντικειμενικά η άρνηση της θεωρίας του «αδύναμου κρίκου» και η στόχευση της… «παγκόσμιας επανάστασης».
Το αν η ανάλυση της εξαρτημένης Ελλάδας οδηγεί νομοτελειακά σε πολιτική γραμμή ουράς σε πτέρυγες της αστικής τάξης, ας το απαντήσει η ίδια η καθοδήγηση του ΚΚΕ που το έκανε. Το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα αναγνώριζε την πραγματικότητα ως τέτοια (δηλαδή τον εξαρτημένο χαρακτήρα πολλών χωρών, ανάμεσα στις οποίες και η δική μας), μια αναγνώριση που το οδηγούσε στην ανάγκη της έντασης του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι το μ-λ κίνημα στη χώρα μας στοχοποιήθηκε από τους πολιτικούς προγόνους της σημερινής καθοδήγησης του ΚΚΕ γιατί ακριβώς κατήγγειλε την πολιτική συνεργασίας (ή για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ουράς) με –τάχα- ανεξάρτητα τμήματα της αστικής τάξης. Από την άλλη, είναι λυπηρό ότι δεν έχει γίνει μάθημα το πού οδήγησε τους εμπνευστές της η πούρα «εργατίστικη» αντίληψη τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών την περίοδο 40-49.
Κάτι ακόμα: Το ΚΚΕ πατώντας πάνω στο δραματικό ξεπούλημα Λιβάνου – Καζέρτας – Βάρκιζας, ετοιμάζεται να παρουσιάσει ως νομοτελειακές αυτές τις εγκληματικές επιλογές της ηγεσίας του τότε ΚΚΕ και να αποκηρύξει το ΕΑΜ και τη σημασία που είχε ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στη χώρα. Αντίστροφα ακριβώς (αλλά πολύ αντίστοιχα θα λέγαμε εμείς) από άλλες πτέρυγες τους ρεβιζιονισμού που δέχονται το ΕΑΜ και αποκηρύσσουν το ΔΣΕ. Και στους δύο έχουμε να πούμε το εξής: Χωρίς ΕΑΜ, δε θα υπήρχε ΔΣΕ. Με δεδομένη τη βαρύτητα της ύπαρξης του ΕΑΜ και με υπαρκτή μια ηγεσία τότε (ανεπαρκή αλλά) όχι πουλημένη, αφού υπήρξε ΕΑΜ, δε θα μπορούσε να μην υπάρχει ΔΣΕ.
Η ανάληψη της ευθύνης από τους κομμουνιστές να καθοδηγήσουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, απεγκλώβισε πλατιά τμήματα λαού καθώς τους έδειξε ότι το όραμα για μια ελεύθερη και ανεξάρτητη Ελλάδα δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί από την αστική τάξη της χώρας της οποίας η ηγεσία είτε κρύφτηκε στο Κάιρο είτε συνεργάστηκε ανοιχτά με τον κατακτητή. Μέσω του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, δέθηκε στην πράξη το όραμα της ανεξαρτησίας με το όραμα της λαοκρατίας. Τα υπόλοιπα είναι αφορισμοί επίδοξων προγραμματιστών της ιστορίας, οι οποίοι όταν τα πράγματα ζορίζουν, κλαίγονται γιατί δεν είναι οι συνθήκες όπως θα ήθελαν.
Είναι επίσης λυπηρό (για να γυρίσουμε στο σήμερα) να κάνει κανένας τον τυφλό και να μη βλέπει την αλυσίδα οδύνης που φτάνει πολλαπλασιασμένη στο λαό και στην εργατική τάξη της χώρας ως συνέπεια της ασφυκτικής εξάρτησής της από (ανταγωνιστικά κιόλας) ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, θα θέλαμε ωστόσο να κλείσουμε με ένα σημείο αρκετά «πονηρό». Το κείμενο της ΚΟΜΕΠ υπονοεί ότι ο χαρακτήρας της επανάστασης πρέπει να προσδιορίζεται από το χαρακτήρα της εποχής και όχι από το συσχετισμό δυνάμεων. Αυτή είναι, κατά την άποψή μας, μια πρωτοφανής και επικίνδυνη αντίληψη στην προέκτασή της. Ο συσχετισμός δυνάμεων είναι κάτι κρίσιμο σε οποιαδήποτε αντιπαράθεση. Δημιουργεί τακτικές, απαιτεί συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, πιέζει για άμεσα καθήκοντα. Η αντίληψη του ΚΚΕ τα προσπερνάει όλα αυτά και μπορεί να γίνει το χαλί, πάνω στο οποίο να πατήσουν μια σειρά «αναχωρήσεις» από επικίνδυνες εμπλοκές. Δικαιολογεί συνολικά μια λογική αναχώρησης από τα ζητήματα του σήμερα.
Με δεδομένη την εκτίμησή μας για το συσχετισμό δυνάμεων, εμείς καταλήγουμε στο άμεσο καθήκον του ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ στην ιμπεριαλιστική – καπιταλιστική επίθεση. Ενός ΜΕΤΩΠΟΥ που θεωρούμε ότι μπορεί να ανοίξει το δρόμο στη συγκρότηση του λαού, να βάλει βάσεις για τη συγκρότηση ενός μελλοντικού ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ.
Αντίθετα το ΚΚΕ, με βάση την «αδιαφορία» του για το συσχετισμό, μοιάζει να προτάσσει μόνο την ανάγκη (ας πούμε του σοσιαλισμού) χωρίς να τοποθετείται πώς θα μετακινηθεί ο σημερινός συσχετισμός γα να πλησιάσει η εκπλήρωση της ανάγκης.
Για τις κυβερνητικές «λύσεις» και το κράτος
Οι επιδράσεις, λοιπόν, του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος οδήγησε το ΚΚΕ σε μια μακρόχρονη πορεία νε επιδιώκει (ή να θεωρεί πιθανό ενδεχόμενο) μια κυβέρνηση εθνικονανεξαρτησιακή ή αντιμονοπωλιακή, ή ενότητας των αριστερών δυνάμεων. Αυτή η κυριαρχία του οπορτουνισμού στο κόμμα κράτησε μέχρι το 1991. Αυτή είναι η εκδοχή που παρουσιάζει, περίπου, η σημερινή καθοδήγηση του ΚΚΕ.
Εδώ προκύπτει, ασφαλώς, πληθώρα νέων ερωτημάτων.
Πρώτο ερώτημα: Πώς απολογίζεται η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ με δεδομένο το γεγονός ότι πάντοτε ήταν σε υψηλές καθοδηγητικές θέσεις του κόμματος; Είναι γνωστή άλλωστε η αρθρογραφία της Αλ. Παπαρήγα στο Ριζοσπάστη το 1990, όπου διατυπώνει αυτοκριτικά τη λύπη της που δεν έγινε κατορθωτό ο ενιαίος ΣΥΝασπισμός να συνεργαστεί παντού με το ΠΑΣΟΚ στις δημοτικές εκλογές. Πότε αυτή (η σημερινή ηγεσία) διαφοροποιήθηκε από την κυρίαρχη γραμμή; Δεν ισχύει για αυτήν ο γνωστός δικός της πρόσφατος αφορισμός «μια φορά οπορτουνιστής – για πάντα οπορτουνιστής»;
Δεύτερο ερώτημα: Όσο μας αφορά, η αντίθεση μας στην υποστήριξη «αριστερών», «αντιιμπεριαλιστικών», «αντιφατικών» κλπ. κυβερνήσεων πάει παρέα με την αντίθεσή μας στις εκλογικές – κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Θα θυμίσουμε ότι το ΚΚΕ μέχρι λίγους μήνες πριν τις τελευταίες εκλογές έκανε πανελλαδικές κομματικές συγκεντρώσεις για να εκφραστεί το αίτημα «να γίνουν άμεσα εκλογές». Για ένα διάστημα υιοθετήθηκε και το αίτημα «να πέσει η κυβέρνηση». Αλλά ακόμα και μετά τις εκλογές, κεντρική γραμμή ήταν η άμεση επανάληψη των εκλογών για να «διορθώσει ο λαός την ψήφο του». Αν αυτή η παρέμβαση δεν είναι αποθέωση των εκλογικών αυταπατών, τι είναι; Ή, μήπως τα «αποτυπώματα» και η «διαβρωτική υγρασία» της «πάλης με τον οπορτουνισμό» (που αναφέρει το κείμενο της ΚΟΜΕΠ) φτάνουν μέχρι και το πολύ – πολύ πρόσφατο παρελθόν έως παρόν;
Τρίτο ερώτημα: Το κείμενο της ΚΟΜΕΠ που αστράφτει και βροντάει (και καλώς) ενάντια στη δυνατότητα φιλολαϊκών κυβερνητικών λύσεων και στη συνεργασία με τον οπορτουνισμό, γίνεται αιφνιδίως ιδιαίτερα προσεκτικό και ευγενικό όταν αναφέρεται στις συγκυβερνήσεις 1989-90. Απλώς περιγράφει τις συνθήκες και διατυπώνει την εκτίμηση ότι «η συμμετοχή του Κόμματος σε τέτοιες κυβερνήσεις φούντωσε μέσα στο Κόμμα τον οπορτουνισμό». Δεν ήταν δηλαδή οπορτουνισμός η ίδια η συμμετοχή, αλλά απλώς χρησιμοποίησε τη συμμετοχή ο οπορτουνισμός για να «σηκώσει κεφάλι». Και μιλάμε για την περίοδο της… κάθαρσης, για την πιο χυδαία εκδοχή «υπεύθυνης» προς το σύστημα πολιτικής στάσης μέσω της συμμετοχής σε κυβέρνηση. Άλλωστε είναι αποκαλυπτικό το απόσπασμα: «Εκφραζόταν ακόμα και η αντίληψη ότι, όταν το αστικό πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται να εξασφαλίσει σταθερή αστική κυβέρνηση κι επομένως εμφανίζεται ένα είδος αστάθειας, που έχουν διαπαιδαγωγήσει το λαό να τη φοβάται αντί να την αξιοποιεί, τότε δεν είναι θέμα αρχής το Κόμμα να μετέχει ή να στηρίζει κυβέρνηση για τη σταθεροποίηση, που θα εξασφάλιζε βελτίωση της θέσης του»! Σαν πολύ περίεργα να μας τα λέει η ΚΟΜΕΠ… Ή, για να το πούμε αλλιώς, ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει παντού!
Θα κλείσουμε την παράγραφο αυτή με ένα ζήτημα που αφορά το χαρακτήρα του κράτους: «το κοινωνικοοικονομικό σύστημα… χαρακτηρίζεται από τον τρόπο παραγωγής που κυριαρχεί, από τις σχέσεις ιδιοκτησίας που προστατεύονται συνολικά από την πολιτική εξουσία (απ’ όλη τη νομοθεσία και τους μηχανισμούς της(…)». Και παρακάτω: «Διαχέεται η αντίληψη ότι είναι δυνατόν η πολιτική συμμαχία με την πρόοδο της ταξικής πάλης και της συνεργασίας των κοινωνικών δυνάμεων να οδηγήσει –στις συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων- σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα διαφοροποιήσει το αστικό κράτος και την οικονομία, ώστε να γίνει το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Πρόκειται για μεταρρυθμιστική αντίληψη(…)».
Μετά από όλα αυτά, είναι απορίας άξιο πώς δικαιολογεί η καθοδήγηση του ΚΚΕ τη συμμετοχή των δυνάμεών της σε συνδιοικητικά όργανα σε μια σειρά κρατικές δομές. Είναι επίσης απορίας άξιο πώς η παραπάνω αντίληψη για το κράτος δένει με αιτήματα όπως «Ενιαίος κρατικός φορέας παραγωγής, έρευνας και διάθεσης φαρμάκου», «Ενιαία 12χρονη εκπαίδευση», «Ενιαία Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση», «Ενιαίος Κρατικός Φορέας Μεταφορών» και άλλα που παραπέμπουν ακριβώς σε κυβερνητικό πρόγραμμα μετατόπισης του αστικού κράτους στις… συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής! Όπως είναι φανερό, δύσκολοι οι καιροί για δίγλωσσες τοποθετήσεις…
Η αντιπαράθεση που άνοιξε με βάση το κείμενο
Τη δημοσιοποίηση του κειμένου την ακολούθησε πλήθος αναφορών και άνοιξε ένας κύκλος αντιπαράθεσης. Επίκεντρο της αντιπαράθεσης ήταν η στάση στο ζήτημα των κυβερνητικών λύσεων. Μεγάλο τμήμα της ήταν από τη σκοπιά υπεράσπισης του 15ου Συνεδρίου και συγκεκριμένα της δυνατότητας αντιμπεριαλιστικής – αντιμονοπωλιακής κυβέρνησης. Και ταυτόχρονα υπεράσπισης όλης της προηγούμενης (φλωρακικής, θα λέγαμε) περιόδου. Δυστυχώς, η συντριπτική πλειοψηφία της κριτικής που γίνεται εκτιμάμε ότι γίνεται από τα δεξιά. Ακολουθούν τραγελαφικά πράγματα: Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ που ουσιαστικά κρατάει αποστάσεις από την περίοδο ’56-’91 και χρησιμοποιεί το Φλωράκη (κατεξοχήν εκφραστή της περιόδους αυτής) για να επιτεθεί στο Λαφαζάνη. Στελέχη του ΝΑΡ που απομακρύνθηκαν με βάση τη διαφωνία τους με τις συγκυβερνήσεις ’89-’90, αφήνουν τώρα ανοιχτό το ενδεχόμενο «αντιφατικών κυβερνήσεων» και «μεταβατικών προγραμμάτων» και υιοθετούν στελέχη (Μπογιόπουλο – http://prin.gr/?p=2547) που μάλλον (εδώ πιθανόν να κάνουμε λάθος, επειδή δεν έχουμε διαύλους με το δυναμικό αυτό, οφείλουμε να βγάζουμε συμπεράσματα από τις ποικίλες παρεμβάσεις του) υπερασπίζουν το φλωρακικό παρελθόν και τις συγκυβερνήσεις αυτές. Το ΚΚΕ θεωρεί οπορτουνισμό τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις αλλά ταυτόχρονα συνεπείς κομμουνιστές τους εαυτούς τους που συμμετείχαν το ’89-’90 και οπορτουνιστές αυτούς που αποχώρησαν για το λόγο αυτό! Και μέσα σε όλο το χαμό, ο ΣΥΡΙΖΑ με σειρά αντιφατικών άρθρων στο διαδίκτυο, πότε λυπάται για την αποκαθήλωση του Φλωράκη και πότε για το άδειασμα του Ζαχαριάδη.
Γενικό μοτίβο της αντιπαράθεσης η έλλειψη αρχών και η μακιαβελική λογική της υιοθεσίας οποιουδήποτε αρκεί να πληγεί ο αντίπαλος. Στην ανομολόγητη απαίτηση του ΣΥΡΙΖΑ να μην του κάνει κανένας κριτική γιατί έτσι υποστηρίζεται η κυβέρνηση (κάτι μας θυμίζει αυτό!), η καθοδήγηση του ΚΚΕ απαντάει με ενθάρρυνση απολίτικων και χουλιγκάνικων κραυγών ενάντια σ τους… οπορτουνιστές, ενάντια, δηλαδή σε όλους τους μη ΚΚΕ.
Το πρόβλημα του ΚΚΕ
Το ΚΚΕ έχει πρόβλημα ταυτότητας. Είναι ένα κόμμα που από μια περίοδο και μετά αναπαράχθηκε από το ρεφορμισμό – ρεβιζιονισμό, δηλαδή από τον παλινορθωμένο καπιταλισμό. Μέχρι το 1990, που υπήρχαν ακόμα τα αντίστοιχα καθεστώτα, μπορούσε να αντιμετωπίσει (όσο μπορούσε) το πρόβλημα αυτό. Μετά την κατάρρευση στις ανατολικές χώρες, το ΚΚΕ προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις πιέσεις χρησιμοποιώντας την αίγλη των συμβόλων (που στην Ελλάδα παρέμεινε μεγάλη λόγων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΔΣΕ) και με σταθερή στόχευση να έχει από κάτω την άλλη πτέρυγα τους ρεφορμισμού, το ΣΥΝασπισμό και μετέπειτα το ΣΥΡΙΖΑ. Στις τελευταίες εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ του έκλεψε τη γραμμή (της αντιμονοπωλιακής κυβέρνησης), την ρετουσάρισε (την έκανε «αντιμνημονιακή» και γενικά πιο εύπεπτη) και πέρασε στην ηγεμονία στην εσω-ρεφορμιστική κόντρα.
Το γεγονός αυτό απογείωσε την κρίση ταυτότητας του ΚΚΕ. Έτσι:
- Για να διαχωριστεί από το ΣΥΡΙΖΑ, προχώρησε σε κάθετη ρήξη με το ενδεχόμενο φιλολαϊκής κυβερνητικής λύσης (και σωστά λέμε εμείς, ανεξάρτητα, με το πόσο ειλικρινές είναι) – αναγκαζόμενο να έρθει σε ρήξη με όλο το παρελθόν του εδώ και δεκαετίες. Τα μέλη του χρησιμοποιούν μια φρασεολογία ενάντια στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, την οποία μέχρι πριν λίγο κατήγγειλαν ως αριστερίστικη.
- Για να αποφύγει επικίνδυνες από τα αριστερά «κακοτοπιές», προχώρησε σε κάθετη ρήξη με το ενδεχόμενο κινηματικών επιτυχιών, καλυπτόμενο πίσω από την παραλυτική λογική ότι «οι αγώνες δεν έχουν αποτέλεσμα αν δεν μπαίνει το ζήτημα της λαϊκής εξουσίας». Και επειδή δεν είναι μαζικά ώριμο να μπει το ζήτημα της λαϊκής εξουσίας, μένει το ωμό συμπέρασμα ότι οι αγώνες σήμερα δεν έχουν αποτέλεσμα! Κάπου εδώ κολλάει και το πραγματικό γεγονός ότι πολλές φορές κινηματικά το ΚΚΕ βρίσκεται δεξιότερα από αυτούς που διακηρυκτικά είναι δεξιά του!
Όμως, αν ούτε οι εκλογές είναι λύση για το λαό (που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ) ούτε το κίνημα και η μαζική αντίσταση (που λέμε εμείς), τότε προκύπτει παντελής έλλειψη διεξόδου και προοπτικής για το λαϊκό παράγοντα. Αυτή την έλλειψη διεξόδου, η καθοδήγηση του ΚΚΕ, προσπαθεί να την αντιμετωπίσει με εξαλλοσύνες, με καταγγελία όλου του δικού του παρελθόντος ως οπορτουνιστικού αλλά και ταυτόχρονη καταγγελία όλων όσων το έχουν κριτικάρει όλα αυτά τα χρόνια ως οπορτουνιστές, πουλημένους, συνεργάτες της αστικής τάξης κλπ.
Όσο για την πηγή των αναφορών του ΚΚΕ, δυστυχώς δε μας φαίνεται ότι έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι η καθοδήγησή του ανομολόγητα δικαιώνει εκ των υστέρων το μ-λ κίνημα. Οι «παρτίδες» που έχει ανοίξει ενάντια στην Κομμουνιστική Διεθνή, στην Αντιφασιστική Πάλη και στη λενινιστική ανάλυση για τον κόσμο, πιο πολύ μας οδηγεί στην εντύπωση ότι «ψάχνεται» στη δικαίωση μιας καταδικασμένης Πουλιοπουλικής – τροτσκιστικής αντίληψης. Μιας αντίληψης που ονειρεύεται καθαρές «επαναστάσεις» και προγραμματισμούς της ιστορίας, συνθήκες, δηλαδή, που ποτέ δεν υπάρχουν. Και ότι οι ταυτόχρονες αντίρροπες «δικαιώσεις» του Στάλιν και του Ζαχαριάδη είναι σε πολλά πολλά εισαγωγικά.
Σε κάθε περίπτωση, τα ζητήματα -όσο μας αφορά- δεν είναι ποτέ καθαρά ιστορικά. Το σήμερα και το αύριο, η υπηρέτηση της λαϊκής πάλης και της οικοδόμησης αυτόνομου (από το σύστημα) επαναστατικού λαϊκού και εργατικού κινήματος, η πραγματική ανάγνωση των αντιθέσεων, η είσοδος –εν τέλει- στη φωτιά των σημερινών καθηκόντων είναι οι παράγοντες που κρίνουν τα πάντα. Μέσα από αυτή τη σκοπιά, μπορεί κανένας να δει την ιστορία, όχι ως αναλυτής αλλά ως κομμουνιστής.