Ναι, καλά διαβάσατε. Πέρα από τα όσα λέγονται και διακηρύσσονται, κεντρικό στοιχείο των αποφάσεων ήταν η διάσωση εκείνης της σχέσης που διασφαλίζει τη ροή πραγματικών αξιών «εκ των κάτω» προς τα ευρωπαϊκά ιμπεριαλιστικά μονοπώλια.
«Γερμανική κυριαρχία στην Ευρωζώνη» διαλαλεί έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος. «Ευρωπαϊκή ενοποίηση υπό την ηγεσία-διακυβέρνηση της Γερμανίας» και άλλα παρεμφερή.
Τα σχήματα υπερβολής συνήθως συσκοτίζουν την πραγματικότητα. Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο ότι οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές στο σύνολό τους προωθούν την πολιτική που θεωρούν ότι υπηρετεί τα συμφέροντά τους. Εννοείται, στη βάση της ιεραρχίας που καθορίζουν οι συσχετισμοί ισχύος που θέλουν Γερμανία και Γαλλία σε ηγετικό, καθοριστικό ρόλο. Ευνόητο επίσης ότι κινούνται μέσα από αντιθέσεις και συμβιβασμούς, πολύ περισσότερο που όλα αυτά συντελούνται σε συνθήκες κρίσης και ενός γενικότερου ανταγωνισμού που οξύνεται στο πλαίσιο μιας συνολικής αναδιάταξης δυνάμεων στον κόσμο.
Σε σχέση με όλα αυτά έχουν αναδειχτεί και τίθενται προς συζήτηση σειρά ερωτημάτων και δίνονται διάφορες απαντήσεις.
Γιατί οι ευρωπαϊκές ηγεσίες προκρίνουν μια τέτοια σφιχτή «δημοσιονομική» πολιτική (ενώ οι ΗΠΑ, λ.χ., μια «διαφορετική»);
Γιατί αυτή η «δημοσιονομική» πολιτική δεν συνοδεύεται από μια αντίστοιχη αναπτυξιακή πολιτική;
Γιατί «υποτάσσονται» στις επιταγές του χρηματιστικού κεφαλαίου και συνεχίζουν σε μια αδιέξοδη πολιτική;
Πάμε για Ευρώπη δύο ταχυτήτων, μια Ευρωζώνη του «σκληρού πυρήνα», ή τι άλλο;
Θα αντέξει η Ευρωζώνη, το ευρώ, η ΕΕ, ή θα καταρρεύσουν;
Τι θα γίνει με τα ευρωομόλογα;
Τι σημαίνει το ότι η Αγγλία βρέθηκε εκτός αποφάσεων;
Ποια εν τέλει η προοπτική των πραγμάτων;
Η κρίση είναι συνολική
Ως προς το πρώτο ερώτημα, που είναι και το πιο ουσιαστικό και αφορά το βασικό περιεχόμενο της πολιτικής που προωθείται.
Έχοντας από τις στήλες αυτής της εφημερίδας τοποθετηθεί επανειλημμένα και αναλυτικά σε ορισμένα ζητήματα, θα είμαι σύντομος και επιγραμματικός. Η πολιτική που αποφασίστηκε στην τελευταία σύνοδο εντάσσεται σε μια συνολικότερη που προωθείται χρόνια τώρα από το σύνολο των καπιταλιστικών, ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στον κόσμο.
Βασικές της εκφράσεις αποτελούν:
Η επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες.
Η εκστρατεία επανακατάκτησης-επαναποικιοποίησης του κόσμου από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Το γεγονός ότι αυτή η επίθεση παίρνει πλέον διαστάσεις και μορφές μιας συσσώρευσης πρωταρχικού χαρακτήρα. Μια συσσώρευση που το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα την αντιμετωπίζει πλέον ως προϋπόθεση για το ξεπέρασμα της κρίσης και ως όρο για το πέρασμά του σε ένα άλλο επίπεδο ανάπτυξης.
Το δεδομένο ότι αυτό το πέρασμα μπλοκάρεται από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για το ξαναμοίρασμα των αγορών και συνολικά του κόσμου. Με βάση αυτούς τους όρους όχι απλά και μόνο η ΟΝΕ ή η ΕΕ, αλλά συνολικά το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα έχει οδηγηθεί σ’ έναν φαύλο κύκλο. Με τις πολιτικές που ακολουθεί δεν μπορεί να βγει απ’ αυτόν, ενώ με βάση τη φύση και τον χαρακτήρα του, τις τάσεις, τις ροπές και τις δυναμικές που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιό του δεν μπορεί να αλλάξει αυτές τις πολιτικές. Συνεχίζει έτσι στις ίδιες κατευθύνσεις, ανακυκλώνοντας τα αδιέξοδά του σε όλο και ανώτερο και πιο επικίνδυνο επίπεδο.
Σε αυτή τη βάση και «λογική» οι αποφάσεις που πάρθηκαν σηματοδοτούν με τον πιο καθαρό τρόπο τη συνέχιση και ένταση της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες, ενάντια στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά τους δικαιώματα. Η κατάργηση του δικαιώματος στη δουλειά, η συρρίκνωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, οι μειώσεις των αμοιβών, η εκτεταμένη ανεργία, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, οι περικοπές στην περίθαλψη, οι ταξικοί φραγμοί στην εκπαίδευση και άλλα πολλά διαμορφώνουν τη ζοφερή πραγματικότητα του «ευρωπαϊκού σπιτιού» που οικοδομούν οι ευρωπαϊκές καπιταλιστικές-ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα η επέκταση της επίθεσης σε μικρομεσαίους και μεσοστρώματα δείχνει με τον πιο καθαρό τρόπο ποια προοπτική διαμορφώνεται για όλα τα επόμενα χρόνια.
Με τον πιο καθαρό τρόπο τα μέτρα προωθούν και διασφαλίζουν τη διαδικασία «ροής» εκ των κάτω προς τα άνω από τις εξαρτημένες ευρωπαϊκές χώρες προς τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Πέρα από τα όσα μέτρα και «μνημόνια» έχουν μέχρι τώρα παρθεί οι -υποχρεωτικά- ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί αυτό ακριβώς θέλουν να κατοχυρώσουν. Την άγρια περικοπή οποιουδήποτε είδους δημόσιων δαπανών (σε μισθούς, συντάξεις, περίθαλψη κ.λπ.) ώστε να διασφαλίζεται η προτεραιότητα αποπληρωμής του φόρου υποτέλειας στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, οποιαδήποτε μορφή και αν παίρνει αυτός (π.χ. «χρέος»).
Ταυτόχρονα το στρίμωγμα των εξαρτημένων χωρών σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναγκαστούν να ξεπουλήσουν όσο όσο στα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και κερδοφόρες επιχειρήσεις τους, μια και θα είναι αδύνατον να ανταποκριθούν αλλιώς σε τέτοιας κλίμακας «υποχρεώσεις».
«Αναπτυξιακές» αυταπάτες
Σε σχέση με τα προηγούμενα, τα πράγματα είναι τόσο καθαρά που δεν νιώθω καν την ανάγκη να επιχειρηματολογήσω περισσότερο.
Αν χρειάζεται να σταθούμε σ’ ένα ζήτημα, αυτό αφορά το ερώτημα που διατυπώνεται από ορισμένες πλευρές και αναφέρεται στο γιατί αυτά τα μέτρα δεν συνοδεύονται και από μια ανάλογη -και απόλυτα αναγκαία, κατά την άποψή τους- αναπτυξιακή πολιτική.
Να σημειώσω εδώ παρενθετικά ότι στο πεδίο αυτό (επενδυτικό-αναπτυξιακό) υπάρχει και το γενικότερο πρόβλημα του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, που αποτελεί και βασικό παράγοντα των αδιεξόδων του. Πέρα από αυτό και όσον αφορά ειδικότερα την ΕΕ.
α) Αναπτυξιακή πολιτική, όπως αυτή θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής χώρας, σημαίνει επιδίωξη μιας σχετικά ισόρροπης (και, εννοείται, πάντα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανισομετρίας) ανάπτυξη.
Κάτι τέτοιο απλώς δεν είναι νοητό στο πλαίσιο της ΕΕ, όσες αυταπάτες και αν καλλιεργούνται από διάφορες πλευρές.
Η δημιουργία της ΕΟΚ-ΕΕ από τις ευρωπαϊκές-ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σαν ένα από τα κεντρικά, θεμελιακά της στοιχεία, προϋπέθετε τον στόχο της εκμετάλλευσης των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών και στη βάση ακριβώς αυτής της ανισομετρίας. Το να επεδίωκαν μια ισόρροπη ανάπτυξη χωρών σαν την Ελλάδα, λ.χ., την Ουγγαρία, τη Σλοβενία κ.λπ., θα εξουδετέρωνε τα πλεονεκτήματα που αυτή η σχέση τους παρέχει. Δεν έχουν κανέναν λόγο να το κάνουν, ενώ έχουν πολλούς για να προωθούν το ακριβώς αντίθετο, όπως άλλωστε και συμβαίνει.
β) Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς μια αναπτυξιακή πολιτική που να αφορά κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) τις ιμπεριαλιστικές ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Κάτι τέτοιο συμβαίνει, αλλά μέσα από συγκεκριμένες μορφές και δρόμους. Πρώτον, με την προώθηση μιας ανεξάρτητης αναπτυξιακής πολιτικής που προωθεί κάθε ιμπεριαλιστική χώρα στο έδαφός της και για λογαριασμό της. Δεύτερον, με έμμεσο τρόπο, με μέσα και με αποφάσεις της ΕΕ που εξυπηρετούν κυρίως την πολιτική και τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων.
Τρίτον, αυτή η πολιτική δεν θα μπορούσε να προωθηθεί συνολικά μέσα από όργανα και αποφάσεις της ΕΕ (σαν κοινή ευρωπαϊκή πολιτική) για δύο βασικά λόγους. Ο ένας και κυριότερος συνίσταται στο ότι οι μεταξύ τους διαφορές και αντιθέσεις δεν επιτρέπουν μια ενοποίηση σε τέτοια κλίμακα και βάθος. Ο άλλος, επειδή θα αποτελούσε μια ανοιχτή διακήρυξη κυριαρχίας αυτοκρατορικού τύπου που, υπό τους δεδομένους όρους, περισσότερα προβλήματα θα δημιουργούσε παρά θα έλυνε.
γ) Η άλλη εκδοχή του ζητήματος αφορά την αναγκαιότητα μιας «αναπτυξιακής» πολιτικής (αν μπορεί να ειπωθεί έτσι) που να διασφαλίζει ότι αυτές οι ανισορροπίες δεν θα πληγώνουν πέρα από ένα όριο κινδύνου. Κάτι τέτοιο γινόταν και γίνεται, πάντα ωστόσο στο πλαίσιο και με τους όρους που προαναφέρθηκαν. Τόσο ώστε ούτε να διατηρείται η ανισομετρία που διασφαλίζει την υπεροχή και τα κέρδη των μητροπόλεων, αλλά ούτε και να φτάνει σε τόσο ακραία σημεία που να δημιουργούν κινδύνους κατάρρευσης του όλου οικοδομήματος. Δύσκολο -από τη φύση του- εγχείρημα και ακόμη περισσότερο σε συνθήκες κρίσης, όπως άλλωστε το βλέπουμε να προβάλλει σήμερα.
Εδώ είναι που διαμορφώνονται και οι όροι «σύμπλεξης» πολιτικών που έχουν σαφή κατεύθυνση και περιεχόμενο (όπως αυτές που προαναφέρθηκαν) με τα πεδία όπου αναδείχνονται και άλλου χαρακτήρα ζητήματα. Αλλά εδώ περνάμε σ’ ένα άλλο κεφάλαιο.
Ευρώ και δολάριο
Αυτό ορίζεται από τον «πόλεμο» που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στο πεδίο ελέγχου της κίνησης κεφαλαίων, το νομισματικό και στο πλαίσιο του γενικότερου ανταγωνισμού τους.
Ειδικότερη έκφραση του προβλήματος, η τύχη του ευρώ, που θα έλεγα μάλιστα ότι στη δεδομένη φάση αυτό αποτελεί τον «αδύνατο κρίκο» του ευρωπαϊκού προβλήματος και λιγότερο, λ.χ., η Ελλάδα.
Ένα πρώτο ζήτημα που η διευκρίνισή του θα διευκόλυνε την κατανόηση των θεμάτων που τίθενται αφορά τη διαφορά που εμφανίζει η αντιμετώπιση του -νομισματικού, βασικά- ζητήματος από τις ΗΠΑ σε σχέση με την ΟΝΕ-ΕΕ και που σε καθοριστικό βαθμό συνδέεται με τη διαφορά δολαρίου-ευρώ. Σε σχέση με τις ΗΠΑ, η ισχυρή θέση τους στο πλέγμα των «αγορών» και τα αντίστοιχα «τραβηχτικά» τους δικαιώματα κατοχυρώνονται στη βάση πολύ συγκεκριμένων όρων. Από το ότι αποτελούν την ισχυρότερη οικονομία στον κόσμο, σε απόσταση μάλιστα (ποιοτική αλλά και ποσοτική) από τη δεύτερη. Από το γεγονός ότι η θέση τους κατοχυρώνεται από μια αντίστοιχη στρατιωτική ισχύ, με πλέγμα βάσεων και στόλων που καλύπτουν όλη την υφήλιο. Στο πεδίο αυτό μάλιστα, και με εξαίρεση τη δυνατότητα πυρηνικής ανταπάντησης από την πλευρά της Ρωσίας, οι αποστάσεις από τις άλλες δυνάμεις είναι πολύ μεγαλύτερες. Ακόμη και με το ότι αυτή η θέση υπεροχής εκφράζεται πραγματικά ή και θεσμικά στον έλεγχο και στη λειτουργία των διαφόρων διεθνών οργανισμών (ΔΝΤ, Διεθνής Τράπεζα κ.λπ.). Αυτή η θέση υπεροχής των ΗΠΑ αποτυπώνεται και στη θέση, στον ρόλο και στην ισχύ του δολαρίου. Η δυνατότητα της FED να «τυπώνει» συνεχώς δολάρια, ή, αλλιώς, η δυνατότητα των ΗΠΑ να χρηματοδοτούν την οικονομία τους «αφ’ εαυτών» (και στην πραγματικότητα σε βάρος των άλλων) στηρίζεται αποφασιστικά στους όρους που προαναφέρθηκαν. Ταυτόχρονα η μακρόχρονη κυριαρχία των ΗΠΑ-δολαρίου (σχεδόν 70 χρόνια) έχει δημιουργήσει δεδομένα που αναγκάζουν τις άλλες χώρες να στηρίζουν το δολάριο για να μη χάσουν οι ίδιες. (Λ.χ. τα τεράστια αποθέματα σε δολάρια και χρεόγραφα ΗΠΑ της Κίνας, των πετρελαιοπαραγωγών χωρών κ.ά.) Αυτός είναι άλλος ένας από τους λόγους που οδήγησε τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές να δημιουργήσουν το ευρώ, τους Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Ν. Αφρική στη νομισματική συμφωνία των BRICS, την πρόσφατη νομισματική συμφωνία Κίνας – Ιαπωνίας – Ινδίας και… έπεται συνέχεια. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν -ακίνδυνα- να κινούνται ανεξέλεγκτα και χωρίς όρια, να ρισκάρουν ανοιχτές συγκρούσεις, ανεξαρτήτως όρων και συνθηκών. Σημαίνει ωστόσο ότι στο πεδίο των εκατέρωθεν κινήσεων, πιέσεων, εκβιασμών και χτυπημάτων κάτω από τη μέση βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση.
Όσον αφορά την Αγγλία, το πλεονέκτημά της βρίσκεται στη θέση που κατέχει στο παγκόσμιο πλέγμα των «αγορών». Πιο συγκεκριμένα, στη θέση του «Σίτι» σαν παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κέντρου, στον ρόλο του στην κίνηση και διαχείριση κεφαλαίων. Με δεδομένο ωστόσο ότι χάριν αυτού του ρόλου η Αγγλία έχει αποδυναμώσει (σχετικά) την πραγματική οικονομική της βάση, το πλεονέκτημα αυτό μπορεί να αποδειχτεί πολύ σοβαρό μειονέκτημα αν τα πράγματα πάρουν στραβό δρόμο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η Αγγλία πολύ λίγο μπορεί να ελπίζει στη βοήθεια της «φίλης» χώρας των ΗΠΑ, μια και αυτή θα έχει να αντιμετωπίσει το δικό της πρόβλημα. άλλωστε με αυτό (και με αυτό) συνδέονται και οι ανησυχίες βρετανικών κύκλων για την μονόπλευρη σύνδεση με τις ΗΠΑ και οι διαφωνίες για τη στάση που κράτησε ο Βρετανός πρωθυπουργός στην πρόσφατη σύνοδο της ΕΕ.
«Δημοσιονομικές» αντιφάσεις
Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές δεν μπορούν να κινηθούν στο ζήτημα αυτό στα ίδια επίπεδα με τις ΗΠΑ. Δεν αποτελούν ενιαίο κράτος αλλά συνασπισμό συνεργαζόμενων και ταυτόχρονα ανταγωνιζόμενων ιμπεριαλιστικών χωρών. Αυτό καθορίζει και τα όρια ενότητας γραμμής, τόσο στο πολιτικό πεδίο όσο και στο οικονομικό που είναι το προνομιακό της περίπτωσης (όσο για το στρατιωτικό, αυτό είναι ακόμα πιο πίσω). Ταυτόχρονα, και παρά τα όσα λέγονται και γράφονται, αντίστοιχα όρια υφίστανται και στο πεδίο της νομισματικής, δημοσιονομικής πολιτικής. Εδώ, και επειδή αρκετός θόρυβος γίνεται, χρειάζεται κάποια διευκρίνιση. Δημοσιονομική πολιτική δεν σημαίνει απλά και μόνο μια «σφιχτή» πολιτική στο πεδίο αυτό ή, αλλιώς, και όπως εμφανίζεται, επιβολή νομισματικής «πειθαρχίας». Αποτελεί πολιτικό και οικονομικό «εργαλείο» μιας χώρας στην υπηρεσία των οικονομικών της επιλογών και της γενικότερης πολιτικής της. Σε αυτή τη βάση σημαίνει ότι όχι μόνο δεν μπορεί να είναι «άκαμπτη» (και πουθενά σε καμία πραγματικά κυρίαρχη χώρα δεν είναι), αλλά προϋποθέτει τη δυνατότητα δημοσιονομικής, νομισματική ευελιξίας ανάλογα με τους όρους και τις συνθήκες, εσωτερικές και διεθνείς. Όπως ως έναν βαθμό αναφέρθηκα με αφορμή το ζήτημα της αναπτυξιακής πολιτικής, τέτοια δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να υπάρχει όχι μόνο ανάμεσα σε Γερμανία και Ελλάδα, λ.χ., αλλά ούτε και ανάμεσα σε Γερμανία-Γαλλία. Το ότι τα μέτρα επιβολής όρων των ισχυρών της ΕΕ στους αδύναμους εμφανίζονται σαν «κοινή δημοσιονομική πολιτική», υπηρετεί απλά συγκεκριμένες σκοπιμότητες.
Στην ίδια βάση και για τους ίδιους λόγους το ευρώ δεν είναι ακριβώς νόμισμα με την πλήρη έννοια του όρου και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν είναι ακριβώς… τράπεζα (όπως και η Ευρωβουλή δεν είναι καθόλου Βουλή).
Έχει μια ορισμένη σημασία να δούμε αυτά στα οποία χρησίμεψε πραγματικά και ουσιαστικά το ευρώ.
Πρώτον, διευκόλυνε «τεχνικά» (και συνεπώς πραγματικά) τις συναλλαγές στο πλαίσιο της ΟΝΕ και ΟΝΕ, που τόσα κέρδη απέφεραν στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις της ΕΕ σε βάρος των άλλων χωρών.
Δεύτερον, η επιβολή του ευρώ ακύρωνε στην ουσία τη δυνατότητα άσκησης δημοσιονομικής, νομισματικής πολιτικής σε σειρά χωρών. Το αντάλλαγμα ήταν η είσοδος στο κλαμπ (χαμηλά επιτόκια ευρέως δανεισμού κ.λπ.). Ο «λογαριασμός» πληρώνεται τώρα και μάλιστα πολύ ακριβά. Τα οφέλη τους οι ευρωπαϊκές μητροπόλεις τα εισπράττουν πλέον σε πολλαπλάσια κλίμακα.
Τρίτον, το ότι μπόρεσε να επιβληθεί σαν παγκόσμιο αποθεματικό παίρνοντας σημαντικό μερίδιο από μια «πίτα» που μονοπωλούσε έως τότε το δολάριο, προς μεγάλη φυσικά δυσαρέσκεια των ΗΠΑ. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές μπορούν να «πωλούν» ευρώ (όπως και οι ΗΠΑ δολάρια), με μια έννοια να πουλάν τον «αέρα» της υπεροχής τους και να προσπορίζονται πραγματικές αξίες.
Βεβαίως, αυτό δεν γίνεται στην κλίμακα που γίνεται με το δολάριο. Το εύρος διεθνούς λειτουργίας του δολαρίου συνδέεται, όπως αναφέρθηκε, με τη γενικότερη ισχύ των ΗΠΑ, με τον μεγαλύτερο χρόνο ζωής του και δημιουργίας σχέσεων στη διεθνή αγορά. Από την άλλη μεριά, ορισμένες χώρες για οικονομικούς ή και πολιτικούς λόγους επιλέγουν να στραφούν και προς το ευρώ (σαν αποθεματικό) ή ακόμη, και όπως αναφέρθηκε, αναζητούν και άλλες λύσεις (BRICS κ.λπ.).
Πέραν αυτών, το πρόβλημα βρίσκεται στο ίδιο το ευρώ ως νόμισμα. Ένα «κανονικό» νόμισμα (το δολάριο των ΗΠΑ, η λίρα Αγγλίας, το μάρκο Γερμανίας ή το γαλλικό φράγκο, παλιότερα) έχει μια πλήρη σχέση με τη συνολική (και όχι μόνο οικονομική) πραγματικότητα της χώρας που το εκδίδει. Αυτό, πέρα από τη βάση στήριξης που του παρέχει, του προσδίδει και ανάλογη ευλυγισία, ευκινησία, προσαρμοστικότητα τέτοια που δεν μπορεί να έχει το ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι το άνοιγμα ανάμεσα στον όγκο ευρώ που μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία είναι -και μάλλον κατά πολύ – μικρότερο από το αντίστοιχο του δολαρίου. Δεν είναι δηλαδή απλά ζήτημα «ευρύτητας αντίληψης» του Ομπάμα ή στενοκεφαλιάς της Μέρκελ η ευχέρεια της FED να τυπώνει δολάρια και αντίθετα η ΕΚΤ να είναι «σφιχτή».
Ιδιαίτερη σημασία, σε σχέση με αυτό το ζήτημα, έχει να επισημανθεί ότι οι δυνατότητες του δολαρίου συναρτώνται (πέρα από τις παγκόσμιες διακυμάνσεις που αφορούν όλους) με το πώς πάνε τα πράγματα στις ΗΠΑ. Αντίθετα, η ικανότητα και η σταθερότητα του ευρώ συναρτάται όχι μόνο με το τι συμβαίνει σε Γερμανία και Γαλλία λ.χ., αλλά και το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία, συνολικά στην ΟΝΕ αλλά και σε όλη την ΕΕ. Βεβαίως τα μεγέθη ορισμένων χωρών έχουν το βάρος και τη σημασία τους, αλλά σε ένα αρθρωτό σύστημα, όπως είναι η ΕΕ, όλοι οι κρίκοι έχουν τον ρόλο τους.
Εδώ και σε σχέση (και) με τα προηγούμενα χρειάζεται να διευκρινιστεί ένα ζήτημα ιδιαίτερης και μάλλον κρίσιμης σημασίας.
Αναφέρεται αρκετά συχνά τελευταία ότι το ευρώ είναι στην πραγματικότητα ευρώ Γερμανίας, άντε και Γαλλίας. Αν το ζήτημα το περιορίσουμε στη βάση των ωφελημάτων που έχουν οι ευρωπαϊκές μητροπόλεις από τη χρήση του ευρώ, μπορούμε να «κατανοήσουμε» την αναφορά. Η πραγματική σχέση ωστόσο που αποτελεί και τη βάση στήριξης του ευρώ είναι πολύ διαφορετική.
Η βάση στήριξης του ευρώ δεν βρίσκεται μόνο στη Γερμανία ή στη Γαλλία και στις άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις, ούτε καν μόνο στην ΟΝΕ. Βρίσκεται στο συνολικό οικοδόμημα της ΕΕ. Αυτή και στο σύνολό της αποτελεί το ευρύ πεδίο οικονομικής δράσης και κερδοφορίας του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Αυτό το ευρύ πεδίο είναι που αντισταθμίζει τις ατέλειες του ευρώ ως νομίσματος, αυτό αποτελεί το έδαφος της «πίστης» απέναντι στο ευρώ, του προσδίδει το «κύρος» και τη δυνατότητα να αποφέρει τα οφέλη που προαναφέρθηκαν.
Αυτή η διαπίστωση βοηθάει και στην απάντηση του ερωτήματος που επίσης έχει τεθεί και σε αναφορά με το πώς αντιμετωπίζεται το μέλλον του ευρώ, της ΟΝΕ και συνολικά της ΕΕ από τις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Είναι σαφέστατο ότι αυτές θέλουν να διατηρήσουν και το ευρώ και την ΟΝΕ και την ΕΕ. Αυτές οι σχέσεις είναι πλήρως διασυνδεδεμένες μεταξύ τους και σε βάση αλληλεξάρτησης, αλληλοστήριξης.
Αυτό είναι που ορίζει τη βασική τους επιδίωξη και οι «προειδοποιήσεις» (περί αποβολής κ.λπ.) περισσότερο έχουν σαν στόχο τον εξαναγκασμό σε ευθυγράμμιση, παρά το ότι αποτελούν μέρος ενός σχεδίου που έχει τεθεί σε εφαρμογή. Απ’ ό,τι δείχνουν μάλιστα οι εξελίξεις, οι πιέσεις αποδίδουν. Η εξαίρεση της Αγγλίας αποτελούσε πάντα ένα, έτσι κι αλλιώς, ζήτημα διαφορετικής τάξης.
Είναι άλλο ζήτημα το αν οι εξελίξεις σε διεθνές ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο πάρουν τέτοια τροπή που να μην μπορούν πλέον να ελεγχθούν. Σε μια τέτοια περίπτωση τα διάφορα εναλλακτικά σενάρια και προβλέψεις για τα οποία γίνεται λόγος (και που πιθανά υπάρχουν) μάλλον θα αποδειχτούν ανεπαρκή απέναντι στα πραγματικά δεδομένα που θα αναδείξουν οι εξελίξεις. Το πώς θα αντιμετωπισθεί η συρρίκνωση, λ.χ., της βάσης στήριξης του ευρώ είναι ένα ζήτημα που μόνο όταν τεθεί (και υπό ποίους γενικούς και ειδικούς όρους) θα φανεί αν και πώς μπορεί να απαντηθεί. Όπως και να έχει, είναι σαφές πως άλλο πράγμα είναι το τι επιθυμούν και επιδιώκουν οι ιθύνοντες της ΕΕ και άλλο το τι θέμα θα τεθεί από ανεπιθύμητες εξελίξεις.
Το «μήνυμα» στις «αγορές»
Με βάση όλα αυτά και πέραν των στοχεύσεων στις οποίες προηγούμενα αναφέρθηκα, τι είδους απάντηση συγκροτούν οι αποφάσεις που πάρθηκαν απέναντι στα προβλήματα που έχουν τεθεί; Θα μπορούσε να ειπωθεί πως μας δίνει μια ιδέα η «ικανοποίηση» που εξέφρασε η Λαγκάρντ εκ μέρους του ΔΝΤ, ο «σκεπτικισμός» που εξέφρασαν οι ΗΠΑ και η δυσαρέσκεια που εκδήλωσαν οι Άγγλοι. Πιο συγκεκριμένα:
Σε σχέση με τις «αγορές». Οι αποφάσεις σημαίνουν τη συνέχιση στήριξης του πλέγματος των αγορών και ταυτόχρονα υπεράσπισης της θέσης των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών σε αυτό το πλέγμα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό και αυτονόητο και, συνεπώς, αναμενόμενο ήταν.
Είναι έτσι, αλλά πλέον με «αστερίσκο». Ας εξηγηθώ. Είναι γνωστές οι πολλαπλές πιέσεις και τα χρηματιστικά παιχνίδια και τα προβλήματα που δημιουργούν σε ευρώ-ΟΝΕ-ΕΕ. Αποκορύφωμα οι «προειδοποιήσεις» των «οίκων αξιολόγησης» (που ελέγχονται από Αγγλοσάξονες) για υποβάθμιση χωρών όπως η Γαλλία, η Γερμανία, αλλά και συνολικά της ΟΝΕ. Μια κίνηση που στην ουσία αποτέλεσε χτύπημα κάτω από τη μέση. Μόνο που η Γαλλία και η Γερμανία (θα έλεγα και η Ιταλία) δεν είναι Ελλάδα ή Πορτογαλία. Είναι από τις χώρες-πυλώνες του διεθνούς πλέγματος των «αγορών» και συνολικά του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η συνέχιση και ο πολλαπλασιασμός τέτοιων «χτυπημάτων» και οι αναπόφευκτες «απαντήσεις» θα μπορούσε να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες εξελίξεις.
Για την ώρα οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές απαντούν σε ανάλογη κλίμακα, τόσο συνολικά όσο και σε πλευρές του ζητήματος. Όπως ήδη αναφέρθηκε, στηρίζουν την ύπαρξη και τον ρόλο του πλέγματος των «αγορών» και τη θέση τους σε αυτό. Ταυτόχρονα «προειδοποιούν». Το στηρίζουν επειδή αποτελεί όργανο συνολικά του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος και με ειδικότερο ρόλο τη δημιουργία και διασφάλιση «ροών» αξιών εκ των κάτω προς τα άνω. Αποτελώντας βασικές δυνάμεις στήριξης αυτού του συστήματος, ενδιαφέρονται ζωτικά τόσο για την ύπαρξη και λειτουργία του όσο και για τη διασφάλιση των δικών τους «τραβηχτικών» δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, και όπως είναι ευνόητο, επιδιώκουν τη στήριξη του ευρώ τόσο ως βασικού εργαλείου της εσωτερικής τους λειτουργίας (στο πλαίσιο ΟΝΕ-ΕΕ) όσο και στη σχέση τους και στον ρόλο του ευρώ σε αυτό το διεθνές πλέγμα.
Ισοσκελισμένη ληστεία
Κεντρική θέση και σε αναφορά με το σύνολο των επιδιώξεών τους έχει η επιβολή της λεγόμενης «δημοσιονομικής πειθαρχίας» και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών.
Ανεξάρτητα από το πόσο πραγματικά ισοσκελισμένοι θα εμφανίζονται αυτοί οι προϋπολογισμοί τα επόμενα χρόνια (πράγμα όχι και τόσο βέβαιο), αυτό που έχει σημασία είναι το ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης. Αυτό συνδέεται βασικά με τα μέτρα που απαιτούνται για την επίτευξη αυτού του στόχου και την ιεράρχηση των δαπανών.
Σε αυτή την λογική τα μέτρα που προωθούνται βάσει των αποφάσεων που πάρθηκαν έχουν πολλαπλό ρόλο. Κατ’ αρχάς, και όπως προηγούμενα αναφέρθηκε, υλοποιούν την πολιτική της επίθεσης ενάντια στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες και τους όρους διασφάλισης της «ροής» αξιών προς τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Ειδικότερα, αυτό που ιεραρχείται σαν πρωτεύον στο πλαίσιο των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών είναι η εξόφληση των «χρεών» στις «αγορές». Η υλοποίησή της μέσω της μείωσης των δημόσιων δαπανών, των αμοιβών των εργαζομένων, των συντάξεων, των δραστικών περικοπών στις κάθε είδους κοινωνικές δαπάνες κ.λπ. Θα μπορούσε να ειπωθεί και διαφορετικά, δηλαδή όπως πραγματικά έχει. Κόψτε από το ψωμί των εργαζομένων, από τα φάρμακα των ανήμπορων, από το γάλα των παιδιών και δώστε τα στο κεφάλαιο. Ταυτόχρονα αυτή η αφαίμαξη, αυτή η ροή αξιών, αντιμετωπίζεται και σαν όρος στήριξης του ευρώ, ενίσχυσης της αξίας και της σταθερότητάς του.
Αυτή η ιεράρχηση κατοχυρώνεται ακόμη περισσότερο και διασφαλίζεται με τη διασύνδεση των σχέσεων (δανειοδότησης κ.λπ.) με το ΔΝΤ και τους κανόνες του που «αρχή» τους είναι ότι η εξόφληση των «χρεών» σε αυτό αποτελεί την πρώτη και μη διαπραγματεύσιμη προτεραιότητα μιας χώρας. Αυτό το «μήνυμα» στις «αγορές» ενισχύεται και με άλλα μέτρα. Με την απόφαση πως το «κούρεμα» δεν πρόκειται να επαναληφθεί ή, στην εξαιρετική περίπτωση που κριθεί απαραίτητο, θα γίνεται με όρους ΔΝΤ. Με τη συνέχιση της παροχής εγγυήσεων (περιορισμένης μεν, αλλά υπαρκτής) για τα ομόλογα που εκδίδουν οι «αδύναμες» χώρες. Με την πίστωση 500 δισ. από τον Ιούλιο του 2012 και μόλις αρχίσει να λειτουργεί ο Μόνιμος Μηχανισμός Στήριξης (ESM). Με το δάνειο 200 δισ. από την ΕΕ στο ΔΝΤ για να «μπορεί να παρέμβει το ΔΝΤ πιο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της κρίσης». Αν δεν καταλάβατε, δανείζει η ΕΕ το ΔΝΤ για να δανείζει το ΔΝΤ σε χώρες της ΕΕ, αλλά με όρους ΔΝΤ. Την παροχή 115 δισ. για κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών. Την πρόβλεψη για παράλληλη αναζήτηση κεφαλαίων και από άλλες πηγές. Αυτά τα «μηνύματα» προς τις «αγορές» βρίσκονται σε παράλληλη τροχιά με την κίνηση των 6 μεγαλύτερων τραπεζών του κόσμου για στήριξη συνολικά του τραπεζοχρηματιστικού συστήματος και του όρου πλέγματος των «αγορών».
Δισταγμοί και ανησυχίες
Αυτά τα μέτρα της ευρωπαϊκής συνόδου αντιμετωπίστηκαν, όπως προηγούμενα αναφέρθηκε, με σχετική ικανοποίηση από διάφορες πλευρές του διεθνούς πλέγματος, αλλά γενικότερα κρίθηκαν ως ανεπαρκή για τη συνολική αντιμετώπιση του ζητήματος.
Σημαίνει μήπως ότι θα τους ικανοποιούσαν τα μέτρα που προτάθηκαν αλλά απορρίφθηκαν, με επιμονή βασικά της Γερμανίας; Δεν έχω καθόλου μια τέτοια άποψη. Ας δούμε ωστόσο ποια είναι τα μέτρα που δεν υιοθετήθηκαν. Η πρόταση για μαζική αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ. Η δυνατότητα να έχει ο προσωρινός μηχανισμός στήριξης (EFSF) χαρακτήρα τράπεζας ώστε να μπορεί να δανείζεται από την ΕΚΤ και να αυξήσει έτσι τα διαθέσιμα κεφάλαιά του.
Η θέση της Κομισιόν, της Γαλλίας και άλλων χωρών για την έκδοση ευρωομολόγων.
Απέναντι σε αυτές και άλλες ανάλογου χαρακτήρα προτάσεις, η άρνηση της Γερμανίας ερμηνεύεται ότι οφείλεται στην επιθυμία της να διατηρήσει τα πλεονεκτήματα που έχει. Τη δυνατότητα να δανείζεται με το χαμηλότερο επιτόκιο από όλες τις χώρες της ΕΕ. Την πλεονεκτική της θέση στο πεδίο συνολικά των εν γένει συναλλαγών. Αυτή η ερμηνεία έχει βάση, αλλά δεν αρκεί για να καλύψει το ζήτημα που έχει τεθεί, ενώ τις «ερμηνείες» περί «στενοκεφαλιάς» της Μέρκελ απλώς τις προσπερνώ. Πέραν των προηγουμένων, έχει βάση και το επιχείρημα που προβάλλει η Γερμανία, ότι η υιοθέτηση αυτών των προτάσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε «χαλάρωση» των ρυθμών προώθησης των μέτρων που αποφασίστηκαν, δηλαδή τη σχετική ακύρωση της πολιτικής που προωθείται. Όσο για τον κίνδυνο πληθωρισμού, που πάλι από μεριάς Γερμανίας προβάλλεται το αντίθετο επιχείρημα ότι σε συνθήκες κρίσης, στασιμότητας και αποπληθωρισμού αυτός είναι ο μικρότερος κίνδυνος, δεν είναι αβάσιμο. Και πάλι ωστόσο δεν καλύπτει το ζήτημα που τίθεται. Οι ανησυχίες των Γερμανών στο πεδίο αυτό περισσότερο μάλλον σχετίζονται με τις «ατέλειες» του ευρώ και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη σταθερότητά του μια υπερπροσφορά νομίσματος και ομολόγων. Ανησυχίες που δεν τις έχουν μόνο οι Γερμανοί, αλλά και οι Γάλλοι και άλλοι εταίροι, άσχετα αν αυτοί έχουν και άλλες πιο άμεσες πιέσεις. Το επιχείρημα ότι μια τέτοια πολιτική (έκδοση ευρωομολόγων κ.λπ.) θα «καθησυχάσει» τις «αγορές» έχει και άλλη ανάγνωση. Την πιθανότητα οι «αγορές» αντί να «ησυχάσουν» να κάνουν «πάρτι» σε πιο διευρυμένο πεδίο, μεγεθύνοντας το συνολικό πρόβλημα και τα αδιέξοδα. Γενικότερα οι ανησυχίες των Γερμανών συνδέονται με το ότι οι διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά του προβλήματος είναι τέτοια που ακόμη και αν υιοθετούνταν αυτές οι προτάσεις, αυτό δεν θα σήμαινε και την οριστική λύση του προβλήματος. Προτιμάται λοιπόν αυτά τα μέτρα να παραμένουν σε θέση εφεδρείας ώστε να παρθούν εφόσον οι εξελίξεις το απαιτήσουν. Με άλλα λόγια, η άρνηση της Γερμανίας δεν είναι τόσο απόλυτη όσο εμφανίζεται. Και εκείνο που χρειάζεται να σημειωθεί είναι πως, πέρα από τους λόγους που αναφέρθηκαν, η στάση της αποτελεί και μέρος του «άλλου μηνύματος». Αυτού που αποστέλλεται προς άλλες (εκτός ΕΕ) κατευθύνσεις και που η πιο συγκεκριμένη και αιχμηρή του έκφραση υπήρξε η αντιμετώπιση της Αγγλίας.
Το άλλο μήνυμα
Το μήνυμα στην Αγγλία, που προφανώς έχει και άλλους (υπερατλαντικούς) αποδέκτες, αποτελεί συνέχεια των οργισμένων αντιδράσεων στις «προειδοποιήσεις» των «οίκων αξιολόγησης» για υποβάθμιση Γαλλίας, Γερμανίας, ΟΝΕ. Στην ίδια κατεύθυνση η προωθούμενη από μεριάς ΕΕ «έρευνα» για τα πεπραγμένα και την αξιοπιστία των οίκων αξιολόγησης. Οι συζητήσεις για τη δημιουργία αντίστοιχων ευρωπαϊκών «οίκων». Το κρίσιμο και αυτό που ενδιαφέρει ζωτικά τους Άγγλους αφορά τις διαθέσεις που εκδηλώνονται για προώθηση μέτρων ελέγχου ή και φορολόγησης των διατραπεζικών συναλλαγών και γενικότερα της κίνησης κεφαλαίων. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε πολύ σοβαρό πλήγμα για την Αγγλία (γι’ αυτό και αντέδρασε) που ένα μεγάλο μέρος του εθνικού της εισοδήματος το αντλεί από αυτό το πεδίο με βάση τη θέση και τον ρόλο που έχει το «Σίτι» σε αυτό.
Το μήνυμα συνεπώς που αποστέλλει η Γερμανία και το οποίο στηρίζουν και οι άλλοι εταίροι (ανεξαρτήτως των ταλαντεύσεών τους) είναι ότι στα «χτυπήματα» των άσπονδων «φίλων» είναι έτοιμοι και διατεθειμένοι να απαντήσουν ανάλογα.
Η διαφοροποιημένη τοποθέτηση του Σόιμπλε δεν αναιρεί αλλά υπογραμμίζει αυτή την εκτίμηση. Εκφράζει τις ανησυχίες κύκλων του γερμανικού (και ευρύτερα ευρωπαϊκού) κεφαλαίου για τους κινδύνους που συνεπάγεται συνολικά για το σύστημα το πέρασμα σ’ έναν κύκλο ανοιχτών «εχθροπραξιών». Με αυτή την έννοια, εμπεριέχει και ένα «παράπλευρο» μήνυμα. Αφήνει ανοιχτό το παράθυρο της συνεννόησης εάν και εφόσον.
Η «διάσωση» του… «χρέους» και τα αδιέξοδα του συστήματος
Το μεγάλο ερώτημα πάντως αφορά το αν με αυτά τα μέτρα των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών (ή και τα ανάλογα και καθόλου διαφορετικά στην ουσία, στη λογική και στις στοχεύσεις τους, που παίρνονται στις ΗΠΑ και άλλες χώρες) θα απαντηθεί το πρόβλημα είτε του «χρέους» είτε το συνολικό του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος (δεν αναφέρομαι εδώ καθόλου στο πρόβλημα των λαών, μια και η πολιτική του συστήματος στοχεύει στη μεγέθυνση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι λαοί, παρά στη λύση τους. Την απάντηση στο πρόβλημά τους οι λαοί θα τη δώσουν οι ίδιοι και μέσα από δικούς τους δρόμους).
Η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική. Όσον αφορά κατ’ αρχάς το ζήτημα του «χρέους». Μια πραγματική απάντηση θα προϋπέθετε κατ’ αρχάς την «αναγνώριση» της πραγματικότητας. Το ότι δηλαδή το παγκόσμιο (συνεπώς και το ευρωπαϊκό) «χρέος» είναι στην κύρια πλευρά και στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του εικονικό, κατασκευασμένο και ανύπαρκτο. Συνεπώς και την ανάλογη αντιμετώπιση του ζητήματος. Μόνο που μια τέτοια αντιμετώπιση θα σήμαινε ότι οι ιμπεριαλιστές θα καταργούσαν με τη θέλησή τους έναν μηχανισμό που τους αποφέρει τεράστια κέρδη, θα αποστερούνταν μια σχέση που εκφράζει και υπηρετεί την οικονομική και πολιτική κυριαρχία τους στον κόσμο. Σε τελευταία ανάλυση, να απαρνηθεί το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα τον εαυτό του. Μόνο εκείνοι που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τις αυταπάτες τους μπορούν να ελπίζουν σε κάτι τέτοιο. Αυτό που επιχειρούν είναι το ακριβώς αντίθετο. Να διασώσουν αυτή τη σχέση, να διασώσουν το… «χρέος». Να το κάνουν, καθώς λεν, «βιώσιμο». Με το παραπέρα ξεζούμισμα των λαϊκών μαζών και την καταλήστευση των εξαρτημένων χωρών. Αλλά και με την ένταση του ανταγωνισμού ανάμεσά τους για το ποιος θα υφαρπάξει κέρδη και ποιος θα μεταφέρει ζημίες στον άλλον. Αυτά αποτελούν το βασικό περιεχόμενο της πολιτικής τους. Από εκεί και πέρα οι προσπάθειες συνεννόησης και συντονισμού των κινήσεών τους εξαντλούνται σε μέτρα που απλώς μεταθέτουν το πρόβλημα στον χρόνο. Μόνο που και αυτό έχει τα όριά του, και θα φανούν στην πορεία.
Ανάλογα και ευρύτερων διαστάσεων προβλήματα αναδείχνονται σε σχέση με την αντιμετώπιση της γενικότερης κρίσης του συστήματος, μέρος άλλωστε και έκφραση της οποίας είναι και η κρίση του «χρέους».
Για κάτι τέτοιο θα απαιτούνταν ένας ακόμη πιο ριζικός αναπροσανατολισμός των δυνάμεων του συστήματος, μια αναστροφή πορείας. Σε σχέση με αυτό διατυπώνονται επίσης προτάσεις από διάφορες πλευρές (κυρίως της κεϊνσιανής οικονομικής αντίληψης και ρεφορμιστικές πολιτικές δυνάμεις). Απόψεις που θεωρητικά εμπεριέχουν στοιχεία «λογικής» απάντησης στο ζήτημα της διεξόδου από την κρίση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αναγκαιότητα να δοθεί βάρος στην πραγματική οικονομία, να δοθεί προτεραιότητα σε μια αναπτυξιακή πολιτική, να ιεραρχηθούν σε πρώτο πλάνο επενδύσεις ευρείας κλίμακας και -εννοείται- στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας πάντα. Αντίστοιχα να ελεγχθεί η λειτουργία του τραπεζοχρηματιστικού συστήματος και των κερδοσκοπικών κινήσεων. Ταυτόχρονα να γίνει δραστικό «κούρεμα» των χρεών που θα αποσυμπίεζε την κατάσταση σε μια οικονομία που ασφυκτιά από το καταθλιπτικό πλέον βάρος του χρέους. «Λογικές» απόψεις, μόνο που απευθύνονται σε ώτα μη ακουόντων, καθώς το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα λειτουργεί με τη δική του «λογική». Ιδιαίτερα στη φάση που διανύουμε, οι τάσεις που κυριαρχούν, οι κατευθύνσεις που έχουν δρομολογηθεί, ο ανταγωνισμός που στο πλαίσιο της πορείας αναδιάταξης δυνάμεων γίνεται όλο και πιο λυσσαλέος είναι αυτά που δίνουν τον τόνο και καθορίζουν την τροχιά των πραγμάτων.
Δεν έχω τα περιθώρια στο πλαίσιο αυτού του άρθρου να επιχειρηματολογήσω πάνω σε μια άποψη που άλλωστε έχει εκτεθεί επανειλημμένα και αναλυτικά στις στήλες αυτής της εφημερίδας. Περιορίζομαι στο να διατυπώσω δύο βασικά συμπεράσματα που με μια έννοια αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Πρώτον, το ότι με βάση τα πραγματικά δεδομένα της κατάστασης δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να αναπτυχθούν «αφ’ εαυτών» δυνάμεις στο πλαίσιο του συστήματος που να θέλουν και να μπορούν να προχωρήσουν σε μια αναστροφή πορείας. Συνεπώς πρέπει να απορριφθούν απόψεις που άμεσα ή έμμεσα στριφογυρίζουν γύρω από μια τέτοια εκδοχή με μόνο αποτέλεσμα την τροφοδότηση αυταπατών που βραχυκυκλώνουν την ανάπτυξη του κινήματος.
Δεύτερον, ότι την απάντηση στο πρόβλημά τους οι εργαζόμενες λαϊκές μάζες (που είναι και απάντηση στο πρόβλημα του κόσμου) μπορούν να την αναζητήσουν και να τη βρουν μόνο στους δικούς τους δρόμους. Στους δρόμους της πάλης, στους δρόμους συγκρότησης των δικών τους δυνάμεων και στο επίπεδο που θα τις καθιστά ικανές να βάλουν τη δική τους σφραγίδα στις εξελίξεις.
Βασίλης Σαμαράς