• Συνεχίζεται και εντείνεται, τόσο στη χώρα μας όσο και στην ευρύτερη περιοχή, η άγρια και βάρβαρη πολιτική σε βάρος της εργατικής τάξης και των λαών, σαν έκφραση της γενικότερης επίθεσης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, με τα ιδιαίτερα σύνθετα και πολύπλοκα χαρακτηριστικά της έτσι όπως εμφανίζονται σε μια τόσο νευραλγική και ιδιαίτερου γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος περιοχή σαν αυτή που ανήκει η χώρα μας.
Τόσο οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ όσο και οι ιμπεριαλιστές της Ευρώπης (κυρίως Γερμανίας, Γαλλίας), έχοντας δέσει τη χώρα μας με πολυποίκιλα οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά νήματα εξάρτησης, προσπαθούν -η κάθε μια για τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, αλλά και για το ευρύτερο ενδιαφέρον της Δύσης- να εκμεταλλευτούν τη θέση της χώρας.
Στόχος τους -μέσα από τους όποιους συμβιβασμούς τους, αλλά και με δεδομένη την όξυνση των μεταξύ τους ανταγωνισμών- να διατηρήσουν και να αναβαθμίσουν τη χώρα μας σαν ορμητήριο-εφαλτήριο για την προώθηση των ευρύτερων ιμπεριαλιστικών τους σχεδίων για μοίρασμα του κόσμου, για ασφυκτικό έλεγχο των ζωνών επιρροής, για τον καλύτερο έλεγχο όλων των σύγχρονων ενεργειακών και εμπορικών δρόμων.
• Η χώρα μας, όντας μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, συγκεντρώνει στο εσωτερικό και στη γειτονιά της πληθώρα αντιφάσεων και αντιθέσεων. Είναι ανοιχτή και ευπρόσβλητη στις εξελίξεις και ανατροπές στα Βαλκάνια. Επηρεάζεται καθοριστικά από τις βλέψεις των μεγάλων παικτών στο Αιγαίο αλλά και από τις αντιθέσεις της ντόπιας άρχουσας τάξης μ’ αυτήν της Τουρκίας. Είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στις πιέσεις που δημιουργούνται από το γεγονός ότι έχει αναλάβει για λογαριασμό των ιμπεριαλιστών ένα σοβαρό ρόλο στην πάγια πολιτική της Δύσης για περικύκλωση της Ρωσίας. Η θέση της αυτή την καθιστά πεδίο ανταγωνισμών των μεγάλων καπιταλιστικών-ιμπεριαλιστικών συμφερόντων που συνδέονται και με το ενεργειακό.
Η χώρα βίωσε και θα συνεχίσει να βιώνει σειρά αντιφάσεων από το γεγονός ότι αποτελούσε και αποτελεί με έναν ιδιόμορφο τρόπο τη φωνή της Αμερικής μέσα στους κόλπους της ΕΕ, με τελευταία έκφραση τον ενεργό ρόλο που ανέλαβε ο Γ. Παπανδρέου να διευκολύνει την είσοδο του ΔΝΤ σε «αναπτυγμένη» χώρα της Ευρώπης.
Επί χούντας, λοιπόν, οι ΗΠΑ πρόσδεσαν για τα καλά τη χώρα στο άρμα τους. Στη συνέχεια, ο Καραμανλής -μετά τη μεταπολίτευση- έδωσε χώρο και στους Γάλλους, για να έρθει ο Σημίτης να τροποποιήσει τις ισορροπίες φανερά προς όφελος των Γερμανών. Και για να έρθουν οι Τσίπρας και Καμμένος να «ξαναγωνιάσουν» τα πράγματα «αλληθωρίζοντας» φανερά προς ΗΠΑ.
• Ας μην ανησυχούν, λοιπόν, τα πάσης φύσεως τρωκτικά του συστήματος και όλοι όσοι βοσκάνε γύρω του. Ας μην κραυγάζουν για το πού βαδίζει η χώρα και πού πηγαίνουμε. Το ενδιαφέρον τους και οι αγωνίες τους δεν έχουν καμία σχέση με τα βάσανα και τις αγωνίες της εργατικής τάξης, του λαού, της νεολαίας και όλων των καταπιεσμένων.
Οι ιμπεριαλιστές που τόσο πάσχισαν για να στεριώσουν τα ερείσματά τους στη χώρα, το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο που έχουν διαμορφώσει τα πλαίσια ενός νέου εργασιακού μεσαίωνα, ΔΕΝ ΘΑ ΑΦΗΣΟΥΝ (και δεν αφήνουν) τίποτα στην τύχη του. Το ενδιαφέρον τους για το «οικόπεδο» Ελλάδα θα παραμένει αμείωτο και φυσικά σε τελείως διαφορετική ταξική-πολιτική βάση από όλους όσοι δουλεύουν, βασανίζονται, υποφέρουν και παράγουν τον πλούτο σ’ αυτή τη χώρα.
Τα «ενδιαφέροντα» όλων αυτών των αχόρταγων και αδίστακτων ιμπεριαλιστών κινούνται σε δύο παράλληλες και αλληλοσυμπληρούμενες κατευθύνσεις:
- Πρώτον, να διασφαλίσουν άμεσα και μεσοπρόθεσμα τους όρους με τους οποίους θα καθυποτάξουν τον εχθρό-λαό με ό,τι αυτό συνεπάγεται θεσμικά, οικονομικά κ.λπ.
- Δεύτερον, να θωρακίσουν και να βελτιώσουν το πλαίσιο κυριαρχίας τους πάνω στο πολιτικό προσωπικό της χώρας, και για τα συνολικά συμφέροντά τους, αλλά και τα ιδιαίτερά τους.
Συσσωρεύονται, βέβαια, οι όροι (αργά και μέσα από υπόγειες διαδρομές) για να μην κινηθούν τα σχέδιά τους κατά πώς τα προγραμματίζουν. Για να μπορέσουν, όμως, αυτοί οι όροι να αποκτήσουν βαρύτητα πρέπει να συσσωρευτούν κάποιες βασικές προϋποθέσεις. Οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους να μην παίρνουν πλέον καμία παραπέρα «διευθέτηση» και οι λαοί να μπουν αποφασιστικά στο δρόμο της ανασυγκρότησης των δυνάμεών τους. Γι’ αυτό όμως θα επανέλθουμε.
• Όλο αυτό, βέβαια, το ασφυκτικό «ενδιαφέρον» των μεγάλων λεγόμενων δυνάμεων για τα «οικόπεδα» της περιοχής, υπήρξε και θα συνεχίσει να είναι το πλαίσιο που σέβεται και υπηρετεί η ντόπια άρχουσα τάξη αλλά και οι γειτονικές. Σ’ αυτή τη βάση ευθυγράμμισης, εξάρτησης και ουσιαστικής υποταγής κινήθηκε η ντόπια άρχουσα τάξη. Σ’ αυτή τη βάση οικοδόμησε τον κρατικό της μηχανισμό και κάτω από την εποπτεία-προστασία αυτού του μηχανισμού εξέλιξε (όσο εξέλιξε) και συγκεντροποίησε το καπιταλιστικό σύστημα. Απ’ αυτή τη σχέση άντλησε δυνάμεις για να επιβάλλεται στην εργατική τάξη και το λαό, και σ’ αυτήν έστησε τις οικονομικές-εμπορικές της συναλλαγές. Επίσης, στη βάση επικράτησης των μεγάλων οικονομικών καπιταλιστικών- ιμπεριαλιστικών συμφερόντων έκανε τις όποιες εξορμήσεις της, πότε προς Βορρά και πότε προς Ανατολάς. Προκειμένου, επίσης, να υπηρετήσει αυτά τα συμφέροντα (μαζί και τα ιδιαίτερά της) πάσχιζε και πασχίζει να αφαιρέσει κατακτήσεις από την εργατική τάξη, να αφαιρέσει δικαιώματα από το λαό, προκειμένου να απογειώσει την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Μήπως και η χώρα γίνει πιο ελκυστική για επενδύσεις (για «ανάπτυξη» με γνώμονα όχι τα συμφέροντα του λαού, αλλά των λίγων). Μήπως και επιτέλους αισθανθούν πιο απελευθερωμένοι οι πάσης φύσης κεφαλαιοκράτες και αετονύχηδες για να υπηρετούν την οικονομία και, προπάντων, τον παρασιτισμό. Σ’ αυτήν τη βάση και γι’ αυτές τις μπίζνες έφτιαξε όλα αυτά τα λεγόμενα έργα υποδομής· για να μπορέσει να παίξει η χώρα το διαμετακομιστικό και συμπληρωματικό της ρόλο, για να στήσει τα πρόσκαιρα και αμφίβολα θαύματα της ισχυρής Ελλάδας.
• Είχε επιτυχίες το σύστημα όλες αυτές τις δεκαετίες. Συγκέντρωσε και κατασπατάλησε πολύ πλούτο, που τον μετέφερε από τους πολλούς στους λίγους και από τα μέσα προς τα έξω. Προσάρμοσε αρκετά «δημιουργικά» και πολύ βίαια τη γενικότερη καπιταλιστική επίθεση στις εσωτερικές απαιτήσεις. Σε αυτά τα πλαίσια διογκώθηκαν τα μεσοστρώματα, ενώ τα μικροαστικά στρώματα βίωναν μια σειρά αυταπάτες και ψευτοβεβαιότητες για δήθεν μόνιμη και διαρκή ευημερία.
• Όμως, τα όπλα της «ανοιχτής» οικονομίας, της ιμπεριαλιστικής ομπρέλας που υποτίθεται ότι θα προστάτευαν τη χώρα, αρκετές φορές (τόσο στην παλιότερη όσο και στην πιο πρόσφατη Ιστορία) στράφηκαν ενάντια στο λαό αλλά και ενάντια στην ίδια την ντόπια άρχουσα τάξη, η οποία μέτρησε και μετράει ουκ ολίγες ήττες. Αυτά δεν γράφονται για να λυπηθεί ο λαός τους αστούς, αλλά για να καταδειχθεί πόσο ευάλωτα και ουσιαστικά ψεύτικα είναι τα οφέλη που «παρέχει» το σύστημα στην εργατική τάξη και το λαό. Πόσο ψεύτικη είναι η ασφάλεια που παρέχει στο λαό.
Μια τέτοια εξέλιξη βίωσε και βιώνει η χώρα ιδιαίτερα μετά το 2009, όταν το πολιτικό σύστημα, η κοινωνία και η οικονομία φάνηκαν τελείως ευάλωτα στην επίθεση της κρίσης. Και όμως, η ντόπια άρχουσα τάξη δεν έπαψε ούτε μια στιγμή να σκέφτεται ταξικά και συνεπώς αντιλαϊκά. Μέσα στον ορυμαγδό της κρίσης βρήκε την ευκαιρία να προχωρήσει στις μεγάλες ανατροπές που προετοίμαζε ήδη από την εποχή των «ρετιρέ» του Α. Παπανδρέου, την εποχή του Μητσοτάκη και την εποχή Σημίτη. Προχώρησε σε μια μεγάλης κλίμακας επίθεση με τις ευλογίες της ΕΕ και του ΔΝΤ. Γέμισε ο τόπος με άνεργους, με εξαθλιωμένους, με φτωχούς, με εργαζόμενους σύγχρονους δούλους με εξευτελιστικές συνθήκες και ακόμα πιο εξευτελιστικούς μισθούς. Η «γαλεροποίηση» της Ελλάδας είναι γεγονός και εξελίσσεται. Όπως όλα δείχνουν αυτή η επίθεση δεν έχει τέρμα και τέλος, τουλάχιστον όσον αφορά τις ανάγκες του συστήματος. Ακόμα και αν η εξέλιξη της κρίσης και της σχέσης της άρχουσας τάξης με τους ιμπεριαλιστές επόπτες-πάτρωνες παίρνει τροπή που ψαλιδίζει τις φιλοδοξίες της και υποβαθμίζει τη σχετική της θέση στις χώρες μεσαίας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Προφανώς γιατί ακόμα και σ’ αυτήν την πορεία τα μόνα «φάρμακα» που διαθέτει είναι τα ίδια με τα προηγούμενα, εκείνα δηλαδή των οποίων οι παρενέργειες προκάλεσαν αυτά που προκάλεσαν στο λαό και στην εργατική τάξη. Περισσότερη λιτότητα, περισσότερη εξάρτηση, περισσότερη φασιστικοποίηση, συνοδευόμενα από λίγο περισσότερη «διαπραγμάτευση»-«κατανόηση» με τους εκπροσώπους των ιμπεριαλιστών. Διαπραγμάτευση της οποίας τα όρια και ο χαρακτήρας -έτσι όπως αποκαλύφτηκαν και τα δύο χρόνια ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση- ούτε μπορούν ούτε θέλουν να ανακουφίσουν το λαό και την εργατική τάξη. Το πολύ-πολύ να «επιτρέπει» λίγο «περισσότερη» ελεημοσύνη προς τα όλο και αυξανόμενα θύματα της κρίσης και της άγριας επίθεσης.
• Διάφοροι κονδυλοφόροι που υποτίθεται ότι διαθέτουν «ευαισθησία», αναρωτιούνται γιατί η χώρα μας υποφέρει ενώ σε άλλα σημεία της Ευρώπης και στις ΗΠΑ το σύστημα έχει βρει απαντήσεις και παίρνει ανάσες. Προφανώς μπερδεύουν ανόμοια πράγματα, κάνουν ότι δεν βλέπουν τα χαρακτηριστικά της χώρας μας και της ευρύτερης περιοχής. Προφανώς θολώνουν τα νερά, γιατί πρέπει επιτέλους αυτό το άθλιο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα να έχει να «δώσει» κάποια ελπίδα. Προφανώς εκμεταλλεύονται τη λογική των αριθμών και των στατιστικών για να δώσουν στο λαό μας την ψευδαίσθηση ότι αν κάνει υπομονή (κι άλλη!!!) και αν δεχθεί «μεταρρυθμίσεις» (κι άλλες!!!) και αν επιλέξει και κατάλληλους «κυβερνήτες» (πάλι!!!), τότε μπορεί η Ελλάδα να ξεφύγει!
Ο απόλυτος αποπροσανατολισμός! Καμία χώρα, σε κανένα σημείο του πλανήτη, (τηρουμένων βέβαια των αναλογιών της ανισόμετρης ανάπτυξης και μετά την πλήρη κατάρρευση και ήττα του κομμουνιστικού κινήματος αλλά και του πάλαι ποτέ σοσιαλιστικού στρατοπέδου) δεν ξεφεύγει της μοίρας που επιφυλάσσει ο καπιταλισμός-ιμπεριαλισμός αν δεν εμποδιστεί και ανατραπεί. Οι λαοί, και προφανώς ο δικός μας, αν έχουν να επιλέξουν δεν είναι σε ποια -δήθεν ευημερούσα- περιοχή του πλανήτη θα ήθελε να ζει, αλλά να ανεβάσουν και να οργανώσουν την αντικαπιταλιστική-αντιιμπεριαλιστική τους πάλη σε τέτοια επίπεδα που να αναμετρηθούν με το σύστημα τόσο στη χώρα τους όσο και συμπτύσσοντας τα μέτωπα των κοινών συμφερόντων και της κοινής προοπτικής.
Κραυγάζουν οι κονδυλοφόροι: «δείτε την Πορτογαλία, πώς τα κατάφερε και βγήκε απ’ τα μνημόνια», «δείτε την Ιρλανδία». Αποκρύβουν συνειδητά το τίμημα που πληρώνουν και πλήρωσαν αυτοί οι λαοί προκειμένου να «αντιμετωπιστεί» η κρίση και να διευρυνθεί η κερδοφορία της κάθε άρχουσας τάξης. Ακόμα περισσότερο, αποκρύβουν τα χιλιάδες εγκλήματα που κάθε ώρα και στιγμή πραγματοποιούνται στις εκτεταμένες περιοχές της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας προκειμένου κάποια ψίχουλα να δίνονται ως «ασπιρίνες» στους λαούς των λεγόμενων αναπτυγμένων χωρών.
Φωνασκούν οι απολογητές προκειμένου να πειθαναγκάσουν το λαό μας να συνεχίσει να αποδέχεται την ομπρέλα της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και την ευρύτερη ιμπεριαλιστική ασπίδα. Καλούν το λαό να στηρίξει τη «διαπραγμάτευση» χωρίς να διαμαρτύρεται, χωρίς να αναζητά άλλο μέλλον και άλλο δρόμο εκτός του καπιταλιστικού μονόδρομου. Έχουν μάλιστα αποθρασυνθεί τόσο, που εκβιάζουν μην τυχόν και ο λαός χάσει τα καλά της ΕΕ και μείνει έξω απ’ αυτήν. Δεν διστάζουν ακόμα και τους ληστρικούς διεθνείς οργανισμούς (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Διεθνής Τράπεζα) να τους παρουσιάζουν σαν σανίδα σωτηρίας που δήθεν θα σώσει από τον πνιγμό.
• Από τις τελευταίες μέρες της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου και πιο έντονα από την εποχή που μας πρόκυψε ως κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, καλλιεργείται από καιρού εις καιρόν μια ψεύτικη πραγματικότητα: ότι με «σκληρή», αλλά «συνετή» διαπραγμάτευση και αξιοποιώντας τις αντιθέσεις μεταξύ των ισχυρών παικτών θα βγούμε από το τούνελ. Βέβαια, αυτό που βιώνει ο λαός είναι τελείως διαφορετικό και η έξοδος από το τούνελ όχι μόνο αργεί, αλλά και το σκοτάδι μέσα στο τούνελ γίνεται όλο και πιο βαθύ. Δεν είμαστε προφήτες ούτε μελλοντολόγοι για να κάνουμε προβλέψεις. «Περιοριζόμαστε» στο να βλέπουμε τα δεδομένα, να τα διαβάζουμε και να μη θαμπωνόμαστε από την καταθλιπτική κυριαρχία των ταξικών αντιπάλων.
Υπ’ αυτό το πρίσμα εξετάζοντας τα δεδομένα, βλέπουμε ότι η όλη πορεία, τα ζιγκ-ζαγκ, τα μπρος-πίσω της όλης διαδρομής της χώρας εντός μνημονίων και του όλου σήριαλ της διαπραγμάτευσης (υπαρκτής και εικονικής), καθορίζονται ουσιαστικά από τέσσερις παράγοντες, με δεδομένη τη μεταξύ τους αλληλοσυσχέτιση και την ιεραρχική τους βαρύτητα:
1. Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε σχέση με το μέγα κεφάλαιο των στρατηγικών συμμαχιών, αλλά και ειδικότερα στο πώς εκφράζονται και ανακυκλώνονται αυτές οι σχέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστών (και με όλες τις διασταυρώσεις) στην Ευρώπη, στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου, της Ν.Α. Μεσογείου και πέριξ της Συρίας. Έχει πολλές φορές ομολογηθεί και από τα χείλη των εκπροσώπων της ντόπιας άρχουσας τάξης (π.χ. δηλώσεις Τσακαλώτου) ότι η «διαπραγμάτευση» τρενάρει και τραβάει λόγω των αντιθέσεων και διαφωνιών μεταξύ ΗΠΑ-Γερμανίας, αλλά και Γερμανίας με τους υπόλοιπους ισχυρούς ευρωπαίους εταίρους. Έχουμε, επίσης, τονίσει κατ’ επανάληψη όλα αυτά τα χρόνια ότι οι διαφωνίες μεταξύ των ισχυρών δεν περιορίζονται στα ζητήματα του χρέους, στον περισσότερο ή λιγότερο προστατευτισμό, αλλά και σε ζητήματα που άπτονται της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας.
2. Οι αντιθέσεις-τριβές που εμφανίστηκαν όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα στα ιδιαίτερα συμφέροντα της ντόπιας άρχουσας μεγαλοαστικής τάξης και στα συμφέροντα των λεγόμενων δανειστών. Ήμασταν οι πρώτοι που, σωστά, αμέσως μετά το Γενάρη του 2015, διατυπώναμε το σύνθημα «διαπραγμάτευση σημαίνει υποταγή». Και προφανώς αυτό που θέλαμε και θέλουμε να αναδείξουμε είναι ότι με τους δοσμένους όρους και συσχετισμούς, η κατάληξη των όποιων παζαρεμάτων ήταν πάντα η αποδοχή των τετελεσμένων που έβαζαν οι ιμπεριαλιστές. Αυτό που ουσιαστικά όλα τα τμήματα του ντόπιου εξαρτημένου κατεστημένου ζητούν είναι, αφού πέσουν κι άλλο οι μισθοί, αφού περικοπούν κι άλλο οι συντάξεις, αφού η χώρα δείξει όλη την προθυμία να ενταχθεί στους ευρύτερους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς, να αρθεί όλη αυτή η ασφυκτική επιτροπεία και να καλλιεργηθεί στις λεγόμενες αγορές ένα κλίμα εμπιστοσύνης έτσι ώστε και κάποιες επενδύσεις να γίνουν και ο δανεισμός να προωθείται από τις «αγορές». Ουσιαστικά, αυτό που παζαρεύει η ντόπια άρχουσα τάξη είναι μια χαλάρωση της μέγγενης.
3. Μην υποτιμάμε το λαϊκό παράγοντα, τον οποίο πολλοί τείνουν να μην υπολογίζουν καθόλου, ιδιαίτερα μετά το 2012, όταν σταδιακά και με καθοριστικό το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ οι λαϊκές μάζες μπήκαν στο περιθώριο. Αντίθετα με τις «αναλύσεις» του σωρού που εκπορεύονται από «αριστερά» και «φιλολαϊκά» χείλη, και που έχουν ξεγράψει για τα καλά τον λαό, τα ντόπια και ξένα επιτελεία είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν υπόψη τους το λαό. Με άλλους τρόπους, βέβαια, όταν ο λαός είναι ξεσηκωμένος και με άλλους όταν είναι περιθωριοποιημένος και ηττημένος όπως σήμερα. Ακόμα κι έτσι, τα επιτελεία είναι υποχρεωμένα να σκέφτονται τακτικές προκειμένου να χρυσώσουν το χάπι, να ξεγελάσουν, να αποπροσανατολίσουν, να δώσουν την ευχέρεια στους κυβερνώντες να ελιχθούν.
4. Η όλη αδράνεια και δυσκολία προσαρμογής ενός ολόκληρου κρατικού και ευρύτερου δημόσιου τομέα πάνω και γύρω από τον οποίο στήθηκε και προχώρησε «αλά ελληνικά» και ελαφρώς «ανατολίτικα» η όλη «ανάπτυξη» της χώρας μετά το 1821 και πιο συγκεκριμένα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και πιο ειδικά μετά τη χούντα. Ένας ολόκληρος τομέας που ναι μεν όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις στα λόγια ήθελαν να περιορίσουν και να αναδιαμορφώσουν, αλλά ήταν αυτός που μοίραζε τις δουλειές, που έβαζε τους όρους όλου του οικονομικού παιχνιδιού, που αποφάσιζε τους όρους των επενδύσεων και των ξεπουλημάτων, που επέτρεπε δίπλα του και υπό τις φτερούγες του να γιγαντώνονται και διάφοροι τομείς της λεγόμενης παραοικονομίας. Έκανε όμως και πολιτική: έδινε δουλειά σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, συνέβαλε στην ενίσχυση των αστικών κομμάτων διακυβέρνησης, τους διαμόρφωνε την εκλογική τους βάση. Αρκετές φορές στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, οι αδράνειες όλου αυτού του οικοδομήματος έπαιζαν βοηθητικό ρόλο στην καθυστέρηση της επίθεσης. Οι εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένων σε όλο αυτό οικοδόμημα, η δυνατότητα που είχε αποκτηθεί να έχουν σχετικά πλήρη δικαιώματα και να συνδικαλίζονται, οι προνομιακές σχέσεις των ανώτερων συνδικαλιστικών ηγεσιών με τα κυρίαρχα κόμματα κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, ουκ ολίγες φορές προστάτευσε τα μεσαία και μικρά στρώματα, τους έδωσε ρόλο, παρά τις αντιφάσεις που κουβαλούσε μαζί του. Συνεπώς ο τρίτος και ο τέταρτος παράγοντας είχαν και έχουν τις φανερές μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις και, με χαρακτηριστική έκφραση την περίοδο Γιαννίτση, ο λαϊκός παράγοντας έκανε αισθητή την παρουσία του και μέσα από τις αντιφάσεις του ευρύτερου κρατικού οικοδομήματος.
• Οι ιμπεριαλιστές της Δύσης που ενδιαφέρονται σφόδρα, όχι μόνο για τις επενδύσεις, όχι μόνο για την ιδιωτικοποίηση πολλών τομέων, αλλά και για την όλη αξιοποίηση της χώρας στους γεωστρατηγικούς τους σχεδιασμούς, μέσω του ΝΑΤΟ και στην όλη προσπάθεια περικύκλωσης της Ρωσίας, όχι μόνο δεν εναντιώθηκαν σ’ αυτό το μοντέλο ανάπτυξης υπό έντονη κρατική «προστασία» και «εποπτεία», αλλά το ευνόησαν και το συντήρησαν.
Απ’ την άλλη, με την πτώση της χούντας και τη σχετική υποχώρηση της ισχύος του αμερικάνικου παράγοντα, η Γαλλία -προκειμένου να ενισχύσει και να δώσει βάση στο συμβιβασμό του 1974 μεταξύ αμερικάνων και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών- προώθησε με αποφασιστικότητα το σχέδιο ένταξης της χώρας στην τότε ΕΟΚ. Ουσιαστικά, όπως παραδέχονταν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, η Ελλάδα δεν ήταν καθόλου έτοιμη να γίνει μια «ευρωπαϊκή» χώρα και, όπως είπαμε, παρέμεινε μια βαλκανική ιδιομορφία.
• Το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών ήταν το βαρύ τίμημα της μεταφοράς πλούτου από την Ελλάδα προς τα έξω, αλλά και της σταδιακής της υπερχρέωσης. Το όφελος για την ντόπια άρχουσα τάξη ήταν το ότι σταθεροποίησε την κυριαρχία της απέναντι στο λαό που μετά την μεταπολίτευση ζητούσε σοβαρές αλλαγές. Διαμόρφωσε ένα σταθερό πολιτικό σύστημα διαχείρισης, αφομοίωσε γρήγορα το ΠΑΣΟΚ και έδωσε νέο ρόλο στα μεσαία και μικρά αστικά στρώματα, σε βάρος βέβαια της εργατικής τάξης που από τότε άρχισε να βιώνει την επιδείνωση της θέσης της και τους αρνητικούς συσχετισμούς.
Απ’ την άλλη, προωθήθηκαν κάποιοι ελάχιστοι «εκσυγχρονισμοί», πολιτικά απαραίτητοι προκειμένου να βρουν έδαφος και μια σειρά καινούρια τζάκια. Και αφού το σύστημα λειτουργούσε, οι μεγάλοι «εξευρωπαϊσμοί» μπορούσαν να περιμένουν. Και ως έκφραση όλων αυτών σημειώνουμε το πώς έφαγε τα μούτρα του ο Μητσοτάκης την περίοδο ’90-93 που οι αντιστάσεις του «βαλκανικού οικοδομήματος» εμφανίστηκαν ιδιαίτερα ισχυρές στο βαθμό που συνυπήρξαν με σοβαρές λαϊκές αντιδράσεις.
Με το θάνατο του Α. Παπανδρέου, στην Ευρώπη έχουμε ήδη την ισχυροποίηση της Γερμανίας, με κορυφαίο γεγονός την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, την υποχώρηση της Γαλλίας και τα αγκομαχητά της Ιταλίας. Η Ελλάδα, όπως ήταν φυσικό, ως «ανοιχτή» κοινωνία δέχεται όλες τις επιδράσεις και επί Σημίτη σηματοδοτείται η κυριαρχία της γερμανικής επιρροής στα πολιτικά-οικονομικά πράγματα της Ελλάδας. Με τα «έτσι θέλω» του Σημίτη και την έξωθεν στήριξη (ιδιαίτερα των Γερμανών) μπαίνει μπρος ένα ταχύρυθμο -υποτίθεται- πρόγραμμα, κυρίως δημιουργικής λογιστικής, έτσι ώστε η Ελλάδα – πάλι για λόγους πολιτικούς-γεωστρατηγικούς- να βρεθεί στο λεγόμενο σκληρό πυρήνα της ΕΕ προκειμένου να ευνοηθεί το εγχείρημα του ευρώ, που χωρίς Ιταλία και -κατ’ επέκταση- Ελλάδα δεν φαινόταν να προχωράει. Επί της ουσίας, το σχέδιο προσαρμογής της Ελλάδας πάλι παίρνει παράταση, ενώ -για να εμπεδωθεί η αίσθηση ότι το εγχείρημα της ΕΕ και της ΟΝΕ πατάει γερά στα πόδια του και το ευρώ μπορεί να εγγυηθεί την επέκτασή της- μέσα σ’ όλα η Ελλάδα επιλέγεται για τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004.
Η περίοδος Καραμανλή που διαδέχεται Σημίτη-Παπανδρέου ακολουθεί την πεπατημένη με ορισμένες σημαντικές διαφοροποιήσεις. Η Ολυμπιάδα αποτέλεσε τη χαριστική βολή στο όλο αντιφατικό μοντέλο χώρας, το οποίο μπορεί να αποκρύφτηκε κάπως, αλλά το 2008-2009 φάνηκε περίτρανα το ότι η χώρα μπαίνει οριστικά σε μια μεγάλη δοκιμασία, πρώτα και κύρια για το λαό της, αλλά και για την ίδια την ντόπια άρχουσα τάξη.
Σ’ όλο αυτό το διάστημα μέχρι το 2009 (εκλογή Παπανδρέου), η καραμανλική πολιτική απλώς παρακολουθεί το έγκλημα διαρκείας που τελείται σε βάρος της Ελλάδας από την πρόσδεση της χώρας στη Γερμανία και την ΕΕ γενικότερα, αλλά και από την υιοθέτηση του ευρώ, σαν σκληρό ενιαίο νόμισμα, που αφαιρεί από την Ελλάδα μια σειρά «διορθωτικές» δυνατότητες και αφήνει το λαό παροπλισμένο απέναντι σε μια άγρια, λυσσώδη επίθεση αντιλαϊκής προσαρμογής.
Καθοριστικό ρόλο στη σημερινή εξέλιξη και στην παραπέρα εμπλοκή της χώρας στις μυλόπετρες του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού έπαιξε η επιλογή του Γ. Παπανδρέου να χρησιμοποιήσει τη ρωγμή που λέγεται Ελλάδα για να βάλει στα πόδια της Ευρώπης το ΔΝΤ. Ούτε βέβαια πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η ντόπια άρχουσα τάξη στην πάγια πολιτική της να περιορίσει τις συνέπειες της ήττας που υπέστη το 1974 και να κερδίσει πόντους στον ανταγωνισμό της με την Τουρκία, έσπρωξε την Κύπρο στα νύχια της ΕΕ, με αποτελέσματα διαφορετικά απ’ ό,τι προσδοκούσε και η ελληνική πλευρά και η ελληνοκυπριακή.
• Τα χρόνια 2010-2012 η ελληνική κοινωνία, αλλά και το πολιτικό σύστημα, δέχτηκε ένα τρομακτικό σοκ κάτω από το βάρος της σκληρής αντιλαϊκής πραγματικότητας που πρόβαλλε πλέον χωρίς προσχήματα, και κυρίως υπό την επίδραση του γεγονότος ότι όσο την πρωτοβουλία συνέχιζαν να είχαν όλοι εκείνοι -εντός και εκτός Ελλάδας- που έφεραν τα πράγματα εκεί που τα έφεραν, το ένα κακό θα έβρισκε το άλλο.
Ο λαός αντέδρασε, ξεσηκώθηκε και ενστικτώδικα διέκρινε τους εχθρούς του. Έκφρασε την οργή του απέναντι στους ιμπεριαλιστές της ΕΕ και των ΗΠΑ, οι οποίοι, ενώ θα του διασφάλιζαν δήθεν την ευημερία, ζητούσαν τώρα, με τη μία, αφαίρεση όλων των δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Έκφρασε την οργή του απέναντι στο πολιτικό σύστημα που του έλεγε ότι η Ελλάδα δεν θα πληγεί από την κρίση, τη στιγμή που η κρίση στη χώρα απειλούσε να σαρώσει τα πάντα. Όχι μόνο τα μεσαία και μικρά στρώματα, όχι μόνο οι εργάτες και οι άνεργοι, αλλά και στρώματα της άρχουσας τάξης -για τους δικούς τους λόγους και από τις δικές τους αφετηρίες- αισθάνονται «προδομένα». Αναπτύσσεται ένας ιδιότυπος νεοεθνικισμός που συνάντησε το μικροαστικό ριζοσπαστισμό του ΣΥΡΙΖΑ, και διαμορφώνεται μια «νέα ελπίδα» που μπορεί και το λαό να προφυλάξει από τα χειρότερα, αλλά και στην ντόπια άρχουσα τάξη να παρέχει υπηρεσίες, κάνοντας επιτέλους «εθνική» και «σθεναρή» διαπραγμάτευση για λογαριασμό τους με τους «δανειστές», την «τρόικα», τους «θεσμούς».
Με το λαό για δεκαετίες στο περιθώριο, με το κίνημα ουσιαστικά να μην μπορεί να διαβεί τα όρια ενός «αριστερού» κυβερνητισμού, με παγιωμένες αντιλήψεις ότι σαν χώρα δεν μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς προστάτες, με την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, με τους αρνητικούς διεθνείς συσχετισμούς, όλη αυτή η «ελπίδα» ξεφούσκωσε μέσα σε λίγα χρόνια και μαζί της ξεφούσκωσε και όλη εκείνη η αγωνιστική διάθεση. Ο «εθνικά υπερήφανος» και «φιλολαϊκός» ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται ίδιος και χειρότερος «διαπραγματευτής» με τους προηγούμενους. Με ένα βασικό πλεονέκτημα: να διατηρεί περισσότερες (ακόμη) δυνατότητες για να αποκοιμίζει και να αποπροσανατολίζει τον λαό. Παρ’ όλο που έχει υπογράψει φαρδιά-πλατιά τη συνέχιση και ένταση της επίθεσης (μνημόνια) σε βάρος του λαού, παρ’ όλο που έχει βγάλει στο σφυρί τα πάντα, δεν έχει ακόμα εξασφαλίσει καμία ουσιαστική παραχώρηση από τους «μεγάλους προστάτες».
Δεν μπορούμε, ούτε θέλουμε να συμμεριστούμε τις αερολογίες που ξεστομίζουν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η πολιτική τους, με βάση τα τοπικά και διεθνή δεδομένα, δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει ούτε τα ελάχιστα που τους έχει «επιτραπεί» να «θέλουν». Σ’ αυτήν την εκτίμηση συνηγορούν όχι μόνο τα δεδομένα της πολιτικής τους, αλλά και το ότι η όλη περιοχή βρίσκεται σε μεγάλο αναβρασμό, υπάρχουν πολλά σημεία ανάφλεξης που δεν επιτρέπουν αισιοδοξία και ο ορίζοντας είναι φορτωμένος με γκρίζα σύννεφα.
ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΜΑΣ
• Το ΚΚΕ(μ-λ), όντας μια οργάνωση που κινείται σε κομμουνιστική κατεύθυνση, σ’ όλη του τη διαδρομή στόχευε και επεδίωκε να συμβάλει ώστε να βρουν η εργατική τάξη και ο λαός τη δύναμη και τα όπλα να αντισταθούν, να παλέψουν, να διεκδικήσουν αυτά που δικαιούνται.
Η περίοδος που διανύουμε αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολη και απαιτητική για οργανώσεις με τα χαρακτηριστικά και τις επιδιώξεις τις δικές μας. Κυρίως γιατί είναι μία περίοδος όπου όχι μόνο ο δικός μας λαός, αλλά και οι λαοί όλου του κόσμου βιώνουν μια μακριά περίοδο γεμάτη ήττες και υποχωρήσεις. Περίοδος όπου η εργατική τάξη παντού στον κόσμο παλεύει, μέσα σε αντίξοες συνθήκες άγριας εκμετάλλευσης και βαθιάς αποσυγκρότησης, να γίνει η ατμομηχανή, ο κινητήρας της ανάπτυξης της λαϊκής πάλης. Κι αυτό ως πρώτη προϋπόθεση έχει τη δική της συγκρότηση σαν τάξη για τον εαυτό της. Η πορεία αυτή δεν μπορεί να γίνει και ούτε θα γίνει έξω από την ταξική πάλη σε κάθε χώρα, και θα έχει σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιαίτερες απαιτήσεις.
Όπως αντιλαμβανόμαστε την περίοδο και τις απαιτήσεις της, το ΚΚΕ(μ-λ) καλείται και προκαλείται να σφυρηλατήσει τα ταξικά και αγωνιστικά του χαρακτηριστικά, πρωτοστατώντας στην προσπάθεια της εργατικής τάξης να συγκροτηθεί. Μια τέτοια ανάγκη, στις μέρες μας εξειδικεύεται και υπηρετείται από τη συμμετοχή και τη συμβολή του στην οικοδόμηση ενός ταξικού κινήματος αντίστασης και διεκδίκησης το οποίο θα αποτελέσει και τη ραχοκοκαλιά ενός ευρύτερου ΜΕΤΩΠΟΥ ΠΑΛΗΣ που πολιτικά και κοινωνικά θα συγκεντρώσει εκείνες τις λαϊκές δυνάμεις που θέλουν να βάλουν τις βάσεις για την ανατροπή της ΒΑΡΒΑΡΗΣ ΑΝΤΙΛΑΪΚΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ.
Το ΚΚΕ(μ-λ) -και ειδικότερα η Ταξική Πορεία μαζί με την Πρωτοβουλία Νέων Εργαζομένων- αντιλαμβάνεται ότι μια τέτοια διαδρομή περνάει μέσα από την οικοδόμηση εστιών αντίστασης στην επίθεση. Μέσα από αυτήν τη διαδρομή θα πάρει σάρκα και οστά η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος σε πολιτική αλλά και συνδικαλιστική βάση.
Άμεσος και πρώτος στόχος σ’ αυτή τη φάση είναι η συγκρότηση των δυνάμεων του λαού και των εργαζομένων για να ανακοπούν και να ανατραπούν όλα αυτά τα άγρια μέτρα που η ντόπια άρχουσα τάξη έχει ήδη συνομολογήσει να προωθήσει, είτε παρουσιάζονται σαν «μεταρρυθμίσεις» είτε σαν «μέτρα-αντίμετρα», είτε σαν «προϋποθέσεις για να βγει η χώρα από την κρίση». Μπορεί να βαφτίζονται μνημόνια, μπορεί να πλασάρονται σαν μέτρα για το κλείσιμο της αξιολόγησης, μπορεί να εμφανίζονται σαν τα «τελευταία» πριν την «άνοιξη», μπορεί να δικαιολογούνται σαν αναγκαία μέτρα για να μειωθεί το χρέος, όμως η ουσία τους ήταν και είναι μία, και δεν είναι άλλη από την απογείωση της εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους και την αναζήτηση διεξόδου για τις δυνάμεις του κεφαλαίου σε βάρος της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων.
Πρέπει στα πλαίσια αυτά να σφυρηλατηθεί η ενότητα ανάμεσα στους εργαζόμενους του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, η ενότητα ανάμεσα στους άνεργους και τους εργαζόμενους, ανάμεσα στα κομμάτια των εργαζόμενων που ασφυκτιούν κάτω από τις ποικίλες μορφές και σχέσεις εκμετάλλευσης, ανάμεσα στους συνταξιούχους και τους ενεργούς, ανάμεσα στους ντόπιους και τους μετανάστες.
Να ξεσκεπάσουν μέσα από τους μαζικούς αγώνες και τις αντιστάσεις, τα παραμύθια ότι για κάθε αντιλαϊκό μέτρο θα υπάρχει και ένα ισοδύναμο φιλολαϊκό, να χτυπηθούν μέσα στην ταξική πάλη οι ψευτοδικαιολογίες ότι δήθεν χτυπιούνται οι συντάξεις για να «ωφεληθούν» εκείνοι που εργάζονται. Λες και τους έπιασε ο πόνος γι’ αυτούς που εργάζονται, και θέλουν να τους απαλλάξουν από τα βάρη να «στηρίξουν» το συνταξιοδοτικό. Στην ίδια ταξική βάση που ληστεύουν τους συνταξιούχους, υποχρεώνουν και τους εργαζόμενους να δουλεύουν με άθλιες συνθήκες και με μισθούς πείνας.
Ψεύδονται και οι τωρινοί και οι πρώην διαχειριστές της καπιταλιστικής εξουσίας και του εξαρτημένου συστήματος της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, όταν ισχυρίζονται ότι ξεπουλούν τη χώρα δήθεν για να διευκολύνουν παραγωγικές επενδύσεις και να δώσουν δουλειά στον κόσμο.
Μας ξεζουμίζουν όταν εργαζόμαστε, μας ξεζουμίζουν όταν είμαστε άνεργοι, μας ξεζουμίζουν όταν με τα χίλια βάσανα μας συνταξιοδοτούν. Εντείνουν τη φοροεπιδρομή και δικαιολογούνται ότι θέλουν να συγκεντρώσουν χρήματα για να μας «ανακουφίσουν». Κι όμως η συγκέντρωση και η μεταφορά πλούτου που υλοποιείται και μέσα από τους φόρους, και μέσα από τα διόδια, και μέσα από τις περικοπές των υπηρεσιών ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης, και μέσα από τις αυξήσεις των εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν πρόκειται να μας επιστραφούν. Θα παγιωθούν σαν «νόμιμη» ληστεία και θα σημαδέψουν γενιές επί γενεών. Τα πλεονάσματα για τα οποία γίνεται τόσος λόγος είναι η επίσημη δικαιολογία της ληστείας και το επίσημο «κίνητρο» για να αφαιρούνται συνέχεια εισοδήματα από τους εργαζόμενους.
Πολύ σωστά το ΚΚΕ(μ-λ) έχει υιοθετήσει το σύνθημα «δεν θα σταματήσουν, αν δεν τους σταματήσουμε». Είναι ένα σύνθημα που συμπυκνώνει την ουσία της δύσκολης εποχής μας. Είναι ένα σύνθημα που εμπεριέχει όλη την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχουμε στη δύναμη της εργατικής τάξης και του λαού. Είναι ένα σύνθημα που δείχνει ΜΠΡΟΣΤΑ, δείχνει πού βρίσκεται η ελπίδα: στην πάλη για τα μικρά και τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν τους λαούς και τον δικό μας επίσης.
• Πού, όμως, σκοντάφτει και πού εντοπίζονται τα εμπόδια εκείνα που έχουν μετατρέψει τους λαούς από πρωταγωνιστές σε παθητικούς αποδέκτες; Προφανώς είναι αρκετά σύνθετο το ζήτημα και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Για την οικονομία της τοποθέτησης θα σταθούμε σε μια πλευρά που αφορά μια παγιωμένη αντίληψη που έχει ενσταλάξει στα μυαλά των λαών η μακροχρόνια κυριαρχία του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Και δεν είναι άλλη από την αντίληψη ότι χώρες σαν τη δική μας δεν έχουν άλλο δρόμο από το να ανήκουν στο ΝΑΤΟ, στην ΕΕ, στην «ομπρέλα προστασίας» κάποιου ισχυρού.
Το σύστημα, όπως φαίνεται καθαρά, τρέφεται και ισχυροποιείται από τα αισθήματα φόβου και τρομοκρατίας που το ίδιο καλλιεργεί και τροφοδοτεί, στη συνεχή του προσπάθεια να βρει λύσεις και διεξόδους από την κρίση και τις αντιφάσεις του. Όσο πιο ανοργάνωτοι και πιο ηττημένοι είναι οι λαοί, λουφάζουν και τρέμουν μπροστά στα χειρότερα που έρχονται.
Δικαιολογημένα ο λαός μας και οι λαοί της περιοχής μας ανησυχούν και σκέφτονται όλα τα φρικτά ενδεχόμενα της γενικευμένης εξαθλίωσης, της αστείρευτης φτώχιας, των τρομακτικών συνεπειών των πολεμικών αναμετρήσεων και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων που συνεχίζονται αλλά και όσων επαπειλούνται.
Ο κάθε ιμπεριαλιστής, βλέποντας το αναπόφευκτο της όξυνσης των αντιθέσεών του και των αντιπαραθέσεών του με τους υπόλοιπους ανταγωνιστές, προσπαθεί ταυτόχρονα δύο συμπληρωματικές επιδιώξεις. Να οχυρώσει το εσωτερικό του, τα μετόπισθεν και τις βάσεις στήριξης, και να αποσυγκροτήσει-αποδιοργανώσει τον αντίπαλο με όλα τα μέσα, κρυφά και φανερά.
Ζούμε μία περίοδο γενικευμένης ανισορροπίας του τρόμου, όπου ο κάθε ιμπεριαλιστής επιχειρεί να οικοδομήσει τις στρατηγικές συμμαχίες που τον ευνοούν, επιχειρώντας να μπλοκάρει τη συμμαχία του αντιπάλου.
Μια εξέλιξη που σχετίζεται μ’ αυτήν την πλευρά και που αφορά άμεσα τη χώρα μας, είναι η πορεία εξέλιξης που παίρνει το οικοδόμημα της ΕΕ. Η χώρα μας σαν μια οικονομία-κοινωνία εξαρτημένη, ενταγμένη στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, είναι φυσικό να φαίνεται να βαδίζει σε αχαρτογράφητα νερά, όταν η μια σταθερά στην οποία πατάει εδώ και δεκαετίες κλονίζεται, απειλείται και δοκιμάζεται σοβαρότερα από κάθε άλλη φορά.
Το θέμα είναι ότι καμία μερίδα της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης δεν έχει τη δυνατότητα να παρέμβει στην πορεία εξέλιξης της ΕΕ, και δεν έχει άλλη λύση από το να παρακολουθεί, να περιμένει και -στην καλύτερη περίπτωση- να επιλέξει(;) τον ισχυρότερο που θα στοιχηθεί από πίσω του. Όλα αυτά, όμως, προς το παρόν παραμένουν ιδιαίτερα ασαφή και αδιευκρίνιστα. Το τι μέλλει γενέσθαι δεν είναι εύκολο να προβλεφτεί. Μια σίγουρη(;) πρόβλεψη είναι ότι οι αρμοί του οικοδομήματος θα χαλαρώσουν και το όλο εγχείρημα θα προσγειωθεί στην σκληρή πραγματικότητα του ανταγωνισμού και της ανισόμετρης ανάπτυξης. Συνεπώς, όλα εκείνα τα σχέδια των «ολοκληρώσεων» και των διευρύνσεων προς Ανατολάς, που υποτίθεται ότι ήταν οι κινητήριοι μοχλοί μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, θα παραμεριστούν, αν δεν έχουν ήδη παραμεριστεί. Το BREXIT και όσα παρήγαγε έμμεσα και άμεσα (όπως π.χ. το ζήτημα του Γιβραλτάρ) είναι ένα δεδομένο που θα τροποποιήσει όχι μόνο την πορεία της Αγγλίας, αλλά και την πορεία των ιμπεριαλιστικών χωρών του σκληρού πυρήνα της ΕΕ. Ακόμα και αν είμαστε από τους πρώτους που διατυπώσαμε επιφυλάξεις και ενστάσεις σε σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες και τα όρια του εγχειρήματος της ΕΕ, το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς και πόσο θα επηρεάσει η νέα πραγματικότητα (που ακόμα διαμορφώνεται) την όλη δυνατότητα και αντοχή της ΕΕ να σταθεί στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, να διεκδικήσει αναβαθμισμένη θέση στην ιμπεριαλιστική συμμαχία, να προβάλλει σαν ομπρέλα προστασίας για χώρες των Βαλκανίων αλλά και την Τουρκία. Καίριο ζήτημα επίσης είναι το πόσο η καινούρια ευρωπαϊκή πραγματικότητα θα μπορέσει να λειτουργήσει σαν ασπίδα απέναντι στη Ρωσία, αλλά και να έχει μαζί της απαραίτητες σχέσεις «συνεργασίας».
Ένα σοβαρό πρόβλημα που ανακύπτει για τη χώρα (και πρώτα απ’ όλα για λογαριασμό της άρχουσας τάξης) είναι ότι οι ρωγμές, τα κενά που προκύπτουν στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αποδυναμώνουν σχετικά την πολιτική της άρχουσας τάξης να παρουσιάζεται σαν μια νησίδα σταθερότητας στο Αιγαίο, στα Βαλκάνια, στις σχέσεις με την Τουρκία και στο ρόλο της στην Κύπρο. Προφανώς, θα υπάρξουν (αν δεν υπάρχουν ήδη) επιπτώσεις στην πολιτική εκπροσώπηση των μερίδων της άρχουσας τάξης.
Πιθανώς να έχουμε σε μια πορεία ανισορροπία και αναταράξεις στο συμβιβασμό του ’74 που είναι η βάση συγκρότησης της άρχουσας τάξης μετά τη χούντα. Μια πρώτη προφανής προσέγγιση είναι ότι τα κενά που θα δημιουργούνται με τη χαλάρωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό του, θα καλύπτονται από τις ΗΠΑ. Ήδη μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται. Όμως δεν θα είναι τόσο απλή, ούτε τόσο αρμονική και αναίμακτη, αν δεχτούμε ότι θα συνοδεύεται από όξυνση της αντίθεσης των ΗΠΑ με τους Ευρωπαίους σε διάφορες διασταυρώσεις.
• Ας διευκρινίσουμε εδώ ότι η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται το σύνθημα της εξόδου της χώρας από την ΕΕ, από τη σκοπιά του λαού και της εργατικής τάξης, δεν έχει κανένα σημείο επαφής και επικοινωνίας με πιθανές αναταράξεις και ανατροπές που θα θέσουν σε σοβαρή δοκιμασία τη σχέση της χώρας με την ΕΕ.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, το σύνθημα της εξόδου από την ΕΕ σχετίζεται και πατάει πάνω σε μια ολόκληρη στρατηγική κατεύθυνση και -υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης και σε συμμαχία με λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου- απαιτεί να κάνει το λαό αφέντη στον τόπο του, σε άμεση σύνδεση με ανάλογες προσπάθειες των λαών σε γειτονικές χώρες.
Το σύνθημα, λοιπόν, της εξόδου από την ΕΕ δεν απευθύνεται προς την άρχουσα τάξη και δεν συγχέει τα αδιέξοδα και τα εμπόδια που θα βρει μπροστά της η άρχουσα τάξη με τις κατακτήσεις και τη νίκη που θα σωρεύσει η λαϊκή πάλη στην αναμέτρησή της με τον ιμπεριαλισμό.
Το σύνθημα της εξόδου από την ΕΕ, τουλάχιστον όπως το στηρίζουμε και προτείνουμε εμείς, σαν σύνθημα ζύμωσης αλλά και δράσης, δεν συνοδεύεται από αυταπάτες για την πρόθεση των ιμπεριαλιστών και των ντόπιων αστών, στο βαθμό που παραμένουν κυρίαρχοι και με τους συσχετισμούς υπέρ τους. Συνεπώς, ακόμα και αν υποχρεωθούν να τροποποιήσουν ή ακόμα και να ακυρώσουν πλευρές σύνδεσης με την ΕΕ, η σχέση της εξάρτησης και της υποταγής δεν θα αμφισβητηθεί. Και ας μην ξεχνάμε ότι τέτοιας εμβέλειας ανατροπές, όπου διαρρηγνύονται συμμαχίες, συνεργασίες, σχέσεις εξάρτησης, συντελούνται δυστυχώς με πολύ αίμα και σαν αποτέλεσμα έκφρασης γενικευμένων συγκρούσεων, ακόμα και πολεμικών.
• Αφήσαμε για το τέλος το κεφάλαιο των αντιιμπεριαλιστικών-αντιπολεμικών καθηκόντων που, με βάση τις εξελίξεις, αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία.
Ας διευκρινίσουμε ότι το ζήτημα της αντιιμπεριαλιστικής-αντιπολεμικής πάλης, προωθείται εκ παραλλήλου και σε σύνδεση με την όλη μας παρέμβαση στην εργατική τάξη, με στόχο τη συγκρότησή της και την αναβάθμιση της πάλης της ενάντια στους ταξικούς της εχθρούς, εντός και εκτός Ελλάδας, στα επίπεδα που απαιτούν οι εποχές.
Επίσης, μια τέτοια πάλη πηγαίνει χέρι-χέρι με τις συνεχείς προσπάθειες που καταβάλλουμε για την προώθηση του προλεταριακού διεθνισμού και της αντιιμπεριαλιστικής μετωπικής αλληλεγγύης ανάμεσα στους λαούς της.
• Το ΚΟ στη συνεδρίαση του τέλους του Μάρτη, κατέληξε και ενέκρινε τις θέσεις της οργάνωσης για το Κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές διαφορές, υπό το πρίσμα των γενικών και ειδικών εκτιμήσεων για τον κόσμο και την περιοχή, έτσι όπως εκτέθηκαν στο πρώτο μέρος των αποφάσεων του που δημοσιεύτηκαν στην Προλεταριακή Σημαία πριν τις διακοπές του Πάσχα.
• Επίσης, το ΚΟ στη συνεδρίασή του συζήτησε τη δράση και παρέμβαση της οργάνωσης στα πλαίσια της ΛΑΪΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ – Αριστερής Αντιιμπεριαλιστικής Συνεργασίας, στην προοπτική η μετωπική αυτή συνεργασία να παίξει το ρόλο της στους λαϊκούς και εργατικούς αγώνες.
Μέσα σε συνθήκες πλήρους υποχώρησης και σοβαρής αποδυνάμωσης του κινήματος, επιβεβαιώθηκε η ανάγκη ώστε το ΚΚΕ(μ-λ), μέσα και από τη συμμετοχή του στη ΛΑΪΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ – Αριστερή Αντιιμπεριαλιστική Συνεργασία, να πάρει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για να δώσει διέξοδο και περιεχόμενο στις εστίες αντίστασης απέναντι στην άγρια επίθεση του συστήματος.
Η κατάσταση στην Αριστερά (κυρίαρχη και εξωκοινοβουλευτική) βαδίζει από το κακό στο χειρότερο, με κυρίαρχο τη διευρυνόμενη αποστράτευση στο πλαίσιό της και το ομολογημένο πολιτικό της αδιέξοδο.
Το ΚΚΕ(μ-λ), παραμένοντας συνεπές στην προώθηση της κοινής δράσης, της συνεργασίας και της συμπόρευσης του όποιου αγωνιστικού δυναμικού συνεχίζει να έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Επισης, αντιλαμβάνεται ότι αυτό που θα βαρύνει, μεταξύ άλλων, θα είναι η ισχυροποίηση του ΚΚΕ(μ-λ) και των σχημάτων που στηρίζει.
Ήδη μέσα από αρθρογραφία στην εφημερίδα άρχισε η προβολή των αποφάσεων αυτών, ενώ μέσα από την καθημερινή κίνηση και δράση προωθείται η υλοποίηση τους και η παραπέρα εξειδίκευσή τους.
Ήδη ανακοινώθηκαν οι πρώτες εκδηλώσεις με την ευκαιρία των 100 χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση, ενώ συνεχίζονται οι επαφές και οι προσπάθειες, κυρίως στο εξωτερικό, με επαναστατικές-κομμουνιστικές συλλογικότητες ώστε όσο πλησιάζουμε προς τον Οκτώβρη του 2017, να πραγματοποιούνται διευρυμένες εκδηλώσεις τιμής και μνήμης τόσο στο εξωτερικό όσο και στη χώρα, με στόχο την κορύφωσή τους στην Αθήνα τις μέρες εκείνες.