Οι διεθνείς συσχετισμοί, οι τάσεις, το πλαίσιο που διαμορφώνεται κάθε φορά παίζουν καθο-ριστικό ρόλο για τις επιλογές και εντέλει τις εξελίξεις σε κάθε χώρα. Αν αυτό ισχύει (και στον όποιο βαθμό) για τις μεγάλες κι ισχυρές χώρες, πολύ περισσότερο ισχύει για τις λιγότερο ισχυ-ρές χώρες. Ακόμη πιο πολύ και μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο ισχύει για χώρες με «ιστορικό» εξάρτη-σης, όπως η δική μας.
Οι επιλογές των ιμπεριαλιστικών κέντρων παίζουν καταλυτικό ρόλο στις επιλογές των εξαρτη-μένων αστικών τάξεων (α.τ.).
Οι κύριες οικονομικές τάσεις στις καπιταλιστικές μητροπόλεις αποτελούν τον γνώμονα με βάση τον οποίο διαμορφώνονται οι αντίστοιχες σε μια εξαρτημένη οικονομία.
Με τον ανάλογο τρόπο εμφανίζονται και τα πολιτικά μορφώματα, οι τάσεις, οι «λύσεις». Ακόμη βαθύτερα διαμορφώνεται μια αντίστοιχη κουλτούρα, μια ιδεολογία υποταγής («προσαρμογής στις σύγχρονες τάσεις»), που διαπερνάει την φιλοσοφία των κυρίαρχων στρωμάτων.
Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ
Τα φαινόμενα αυτά τα γνωρίζουμε πολύ καλά στη χώρα μας, τα ζούμε εδώ και χρόνια, τα βιώ-νουμε καθημερινά. Ιστορικά η α.τ. της χώρας μας έχει συνδέσει την ύπαρξή της, την θέση, τον ρόλο και τα όρια της, με την ξένη ιμπεριαλιστική στήριξη-εξάρτηση. Εξάρτηση, που εκφράζεται σε όλους τους τομείς, εξάρτηση οικονομική, στρατιωτική, πολιτική. Αυτή η σχέση καθόρισε και τα βασικά της χαρακτηριστικά σαν μιας τάξης κομπραδόρικης, εμπορομεσιτικής, μεταπρατικής, μιας τάξης «υπεργολαβικού» χαρακτήρα.
Γενικότερα η διαμόρφωση ενός συνολικού πλέγματος, που καθορίζει, ορίζει, υπαγορεύει. Στις μέρες μας το όλο θέμα σερβίρεται εξωραϊσμένο. Πρόκειται λέει για ζήτημα «διεθνικότητας», για πολιτικές ανοικτών διεθνών οριζόντων και άλλα τέτοια ηχηρά. Το δίλημμα λέει είναι ανά-μεσα στην συμμετοχή στον «διεθνή καταμερισμό» από τη μια, και σ’ ένα «ξεπερασμένο απο-μονωτισμό» από την άλλη. Άλλος δρόμος «δεν υπάρχει». Φυσικά και δεν είναι έτσι. Γιατί εδώ δεν πρόκειται για ζήτημα αλληλεξάρτησης (όπως παρουσιάζεται) αλλά εξάρτησης νέτα σκέτα.
Μια εξάρτηση που εκφράζεται στο οικονομικό πεδίο. Με την έλλειψη βασικών βιομηχανικών παραγωγικών κλάδων. Με την υποτυπώδη έως ανύπαρκτη «συμπληρωματι-κότητα» του συνο-λικού οικονομικού πλέγματος τόσο από άποψη κάθετης όσο και οριζόντιας ολοκλήρωσης.
Αποτέλεσμα η διαμόρφωση μιας οικονομίας «ασταθούς ισορροπίας», εύθραυστης, ευάλωτης σε αρνητικές συγκυρίες.
Στο κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα η πρόσδεση στην ΕΟΚ όχι μόνο δεν βελτίωσε αλλά επιδείνωσε παραπέρα την κατάσταση. Οι συμφωνίες του Μάαστριχτ οδήγησαν ορισμένες τάσεις και φαι-νόμενα σε επίπεδο παροξυσμού. Την επιβολή μιας άγριας μονεταριστικής πολιτικής, με μονα-δικό της αντικείμενο την συμμόρφωση στους «δείκτες» του Μάαστριχτ.
Στην πραγματικότητα και παρά τα «λαμπρά» λογιστικά αποτελέσματα δεν έχουμε παρά μια ουσιαστική παραίτηση από οποιαδήποτε πραγματική οικονομική πολιτική, ενώ το μόνο πραγ-ματικό αποτέλεσμα είναι το ξεζούμισμα του λαού. Την ίδια στιγμή, τα κέρδη του κεφαλαίου ντόπιου και ξένου, που αυξάνονται, δεν επανεπενδύονται στη χώρα αλλά μεταφέρονται στο εξωτερικό. Τελικό αποτέλεσμα ολοένα και μεγαλύτερη όχι απλά εξάρτηση αλλά πλήρης «πα-ραρτηματοποίηση» της ελληνικής οικονομίας. Μοναδική και πραγματική φιλοδοξία της α.τ. και των εκπροσώπων της, η σύνδεση της (πάντα σε βάση εξάρτησης) με το ξένο κεφάλαιο, προσ-φέροντας αντιπαροχή το λαό και τη χώρα.
Στρατιωτικά υπάρχει πλήρης εξάρτηση με τον κυρίαρχο ρόλο καταρχήν των ΕΠΑ, με την υποτα-γή στο ΝΑΤΟ και την παρουσία των αμερικανικών βάσεων στη χώρα μας. Την πλήρη εξάρτηση σε επίπεδο εξοπλισμών (όπλων, ανταλλακτικών, συντήρησης, τεχνογνωσίας, κ.ά.), εκπαίδευσης (και «εκπαίδευσης») των αξιωματικών. Την ύπαρξη σχέσεων «συνεργασίας», δηλαδή την δημι-ουργία διαύλων ελέγχου βασικών κρίκων σαν εκείνων που επέτρεψαν την οργάνωση του πρα-ξικοπήματος του ’67. Την υποταγή στην ΔΕΕ κ.λπ. Τέλος το σκηνικό συμπληρώνεται με την δυ-νατότητα ν’ ασκούνται κάθε είδους εκβιασμοί και πιέσεις μέσω των ποσοστών της στρατιωτι-κής «βοήθειας» και γενικότερα της προμήθειας στρατιωτικών υλικών που διατίθεται σε Ελλά-δα- Τουρκία κ.λπ.
Όλα αυτά εκφράζονται βέβαια και στο πολιτικό επίπεδο. Το «ανήκουμε στη Δύση» δεν είναι γεωγραφικός αλλά πολιτικός όρος. Ανήκουμε, λοιπόν στη Δύση, στο ΝΑΤΟ, στην ΕΟΚ, επικυρώ-σαμε το Μάαστριχτ και όλες τις συμφωνίες, με όλα όσα αυτές συνεπάγονται. Την άμεση υπα-γόρευση όρων στην διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού στη χώρα. Την υπαγόρευση της πολι-τικής που ασκείται στα βασικά ζητήματα. Την συμμόρφωση στις επιλογές των ιμπεριαλιστικών κέντρων, ακόμη κι όταν αυτές αντιτίθενται στα συμφέροντα της ίδιας της α.τ.(άσε πια του λαο-ύ). Την άσκηση ανοικτών εκβιασμών ακόμη και με δημιουργία κρίσεων στην περιοχή που δημι-ουργούν μεγάλους κινδύνους για το λαό και τη χώρα.
ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ»
Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο θα πρέπει να ειδωθούν οι εξελίξεις, η πορεία των πολιτικών πραγ-μάτων και βεβαίως των κρίσιμων ζητημάτων που έχουν τεθεί. Πολύς λόγος γίνεται λ.χ. για το ζήτημα της «στρατηγικής». Αυτή που έχει δεν έχει η ΝΔ, που δεν έχει ή δεν προωθεί το ΠΑΣΟΚ, που είναι ανάγκη να διαμορφωθεί σε «εθνική βάση» και «ενότητα και συνεργασία όλων των δυνάμεων» κ.λπ. κ.λπ. Ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα
Το ζήτημα της στρατηγικής δεν είναι απλά υπόθεση «μυαλού» και επιτελείου. Είναι πρώτ’ απ’ όλα συνάρτηση υπόστασης μιας χώρας, συνάρτηση ισχύος. Οπωσδήποτε δεν έχει περιθώρια ύπαρξης υπό καθεστώς εξάρτησης. Τα «επιτελεία» που (αν) λειτουργούν σε πλαίσια εξάρτησης ούτε ελευθερία (κρίσιμων) επιλογών έχουν, ούτε σημαντικές πρωτοβουλίες μπορούν να πάρο-υν. Δεν έχουν την δυνατότητα μήτε συνολικού προγραμματισμού των κινήσεων τους παρά μόνο σε βραχυπρόθεσμη βάση (και αν). Κινούνται κατά κανόνα στη βάση του γνωστού «βλέποντας και κάνοντας».
Ωστόσο και παρόλα αυτά θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει ένα είδος «στρατηγικής» στη βάση της οποίας επιλέγει διεθνή κέντρα στήριξης ή πιο απλά «προστάτες». Η επιλογή αυτή εί-ναι γνωστή. «Ανήκουμε στη Δύση». Μόνο που κι αυτό είναι σήμερα ένα κάποιο πρόβλημα. Στη Δύση αλλά ποια Δύση; Υπήρξε βέβαια ο συμβιβασμός του ’74, η εξισορρόπηση των επιρροών ΕΠΑ – ΕΟΚ. Τι γίνεται ωστόσο όταν τα συμφέροντα αυτών των κέντρων αντιπαρατίθενται μετα-ξύ τους και μάλιστα αναφορικά με ζητήματα της περιοχής και της χώρας μας; Ακόμη περισσό-τερο, τι γίνεται όταν οι επιλογές τους βρίσκονται σε διαφορετική ή και αντίθετη τροχιά με τα συμφέροντα και «τοπικές» ιεραρχήσεις της ελληνικής α.τ.; Αυτό που συμβαίνει είναι ο τραγέ-λαφος που χαρακτήρισε τα τελευταία χρόνια την πολιτική τόσο της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ σε σχέση με κρίσιμα ζητήματα που αναδείχτηκαν στην περιοχή μας.
Το ζήτημα λοιπόν της στρατηγικής (ή «στρατηγικής») της α.τ. συνδέεται απόλυτα με την εξάρ-τησή της, με το πλαίσιο και τα όρια που δημιουργεί αυτή η σχέση.
Η διαμόρφωση στοιχειωδώς αυτόνομης στρατηγικής, θα προϋπόθετε την ανατροπή ή έστω την «υπέρβαση» (όπως λέγεται) αυτής της σχέσης. Η α.τ. ωστόσο και οι εκπρόσωποί της, ούτε θέ-λουν ούτε μπορούν ούτε καν διανοούνται κάτι τέτοιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και μια σχετική, αλλά κάποιας σημασίας, μετατόπιση μέσα πάντα σ’ αυτό το πλαίσιο, μπορεί να προ-καλέσει από σοβαρούς έως καταλυτικού χαρακτήρα τρανταγμούς. Και για να είμαστε συγκεκ-ριμένοι. Μέχρι τις αρχές περίπου της δεκαετίας του ’60, οι ΕΠΑ μονοπωλούσαν την κυριαρχία στη χώρα μας. Ο προσανατολισμός τμημάτων της α.τ., όχι στην ανατροπή αυτού του πλαισίου, αλλά στην εξισορρόπηση των επιρροών ΕΠΑ – ΕΟΚ υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για τη δικ-τατορία του ’67. «Χρειάστηκαν» όλα τα γνωστά γεγονότα με αποκορύφωμα την τραγωδία της Κύπρου για να φτάσουμε στον συμβιβασμό του ’74.
Με βάση όλα τα προηγούμενα, είναι φανερό ότι η σχετική φιλολογία περί στρατηγικής κ.λπ. δεν έχει ούτε υπόσταση ούτε πραγματικό αντικείμενο. Στην «καλύτερη» περίπτωση εκφράζει την αγωνία της α.τ. μπροστά στα προβλήματα και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει. Στην πράξη η πολιτική της ελίτ πασχίζει να βρει τρόπους εξισορρόπησης ανάμεσα σε ΕΠΑ – ΕΟΚ μέσα από ένα σχήμα που θέλει την στήριξη σε ΕΠΑ όσον αφορά τα εθνικά θέματα και την ΕΟΚ στα οικονομι-κά. Μόνο που ένα τέτοιο σχήμα ισορροπίας δεν είναι και πολύ …ισορροπημένο. Κάπου το αντι-λαμβάνεται αυτό και η ίδια η α.τ. γι’ αυτό και στην πράξη υποκαθιστά το ζήτημα μιας συγκεκ-ριμένης στρατηγικής κατεύθυνσης (που δεν είναι σε θέση να συγκροτήσει) με την αναζήτηση ενωτικών, («στρατηγικού») εξισορροπητικού σχήματος διαχείρισης (εδώ έχουν την βάση τους όλα τα κεντροδεξιά σενάρια).
Ταυτόχρονα εκφράζει και την προσπάθεια αποπροσανατολισμού των λαϊκών μαζών, που «δεν πρέπει» να ‘χουν και πολλές απαιτήσεις στα πλαίσια μιας τέτοιας «εθνικής» κατεύθυνσης.
Να το ξαναπούμε. Η α.τ. ούτε θέλει ούτε μπορεί ν’ απαντήσει σ’ ένα τέτοιο ζήτημα. Το ζήτημα μιας αυτόνομης εθνικής στρατηγικής είναι υπόθεση άλλων δυνάμεων, είναι υπόθεση του λαού και προϋποθέτει την ανατροπή της κυριαρχίας της α.τ. και του πλέγματος εξάρτησης.
ΓΙΑ ΤΑ ΚΡΙΣΙΜΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ
Το πρώτο ζήτημα που εδώ θα πρέπει καταρχήν ν’ απαντηθεί στο βαθμό μάλιστα που έχει δημι-ουργηθεί αρκετή σύγχυση, αφορά την ύπαρξη και τον χαρακτήρα αυτών των ζητημάτων. Υπάρ-χουν εθνικά ζητήματα ή ότι σχετικό τίθεται στο προσκήνιο είναι απλά εφεύρημα της α.τ. με στόχο την παγίδευση των μαζών; Είναι αλήθεια ότι ο όρος «εθνικά» δεν βοηθάει και τόσο, στο βαθμό, που παραπέμπει στον εθνικισμό ή προσφέρεται σε καπηλεία κάθε είδους. Ωστόσο το ζήτημα υπάρχει και πρέπει ν’ απαντηθεί. Η απάντηση στην καπηλεία δεν είναι η αγνόηση, η «κατάργηση» κάποιων (κρίσιμων άλλωστε) ζητημάτων, αλλά η αντιμετώπισή τους, φυσικά σε άλλη βάση από αυτήν που τα τοποθετεί η α.τ. Αποτελεί αντικειμενικό γεγονός (και δεν «καταρ-γείται» σε βάση «θεωρητικών» εφευρημάτων) το ότι ζούμε και κινούμαστε σε συγκεκριμένο χώρο (χώρα), με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με ιδιαίτερες ανάγκες και παραμέτρους εξέλιξης- ανάπτυξης κινήματος (όπως άλλωστε ισχύει και για κάθε χώρα). Η αγνόηση αυτών των παρα-γόντων στο όνομα του «διεθνισμού» μόνο τον «διεθνισμό» του ιμπεριαλισμού εξυπηρετεί, ενώ από την άλλη απελευθερώνει έδαφος για τον εθνικισμό.
Ζούμε σε περίοδο έντονων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, εκπόνησης και προώθησης επιθε-τικών σχεδίων. Σε περίοδο όπου έχουν μπει σε εφαρμογή διάφορα σχέδια «αναδιανομών» που περιλαμβάνουν τάσεις όπως κι επαναχαράξεις συνόρων. Σε περίοδο όπου στη βάση αυτών ακ-ριβώς των σχεδίων πληθαίνουν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που κομματιάζουν χώρες και ματοκυλούν λαούς.
Τέτοια σχέδια προωθούνται και ανάλογες εντάσεις δημιουργούνται στον άμεσο περίγυρό μας, με κορυφαία έκφραση το ματοκύλισμα της Γιουγκοσλαβίας. Οι κίνδυνοι εμπλοκής μεγαλώνουν από τα χαρακτηριστικά της «ηγέτιδας» α.τ. της χώρας μας και τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα ζητήματα. Από την εξάρτησή της, από τον ιμπεριαλισμό που δεν αναιρεί αλλά συνδυάζεται με τον κούφιο μεγαλοϊδεατισμό της. Από την υποτέλεια που συμπλέκεται με τον εθνικισμό. Από την ευθυγράμμισή της και ένταξή της στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, τάσεις τυχοδιωκ-τισμού.
Όλα αυτά σ’ ένα έδαφος που η εδώ και χρόνια υποχώρηση του κινήματος, το έχει αφήσει χωρίς σοβαρές αντιστάσεις και «αντισώματα». Ένα έδαφος που προσφέρεται για κάθε είδους καπη-λεία και προώθηση αντιδραστικών απόψεων, με τελευταίο παράδειγμα την σοβινιστική έξαρση γύρω από το Μακεδονικό ζήτημα. Ένα έδαφος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση του οποιουδήποτε τυχοδιωκτισμού αλλά και για την ενίσχυση των αντιδραστικών κατευθύνσεων σε όλα τα επίπεδα.
Υπάρχουν λοιπόν εθνικά ζητήματα ή όπως αλλιώς θέλει ας τα ονομάσει κανείς.
Υπάρχει ζήτημα ασφάλειας του λαού και της χώρας μέσα στα δοσμένα σύνορα της.
Υπάρχει ζήτημα ειρήνης, υπάρχει κίνδυνος εμπλοκής του λαού και της χώρας σε περιπέτειες.
Υπάρχει ζήτημα ανεξαρτησίας από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, τα κελεύσματα και τις υπαγο-ρεύσεις.
Όλα αυτά υπάρχουν όχι απλά στη βάση της τουρκικής λ.χ. επιθετικότητας, αλλά και της αντίσ-τοιχης της ελληνικής α.τ. και πάνω απ’ όλα του ρόλου που παίζουν οι ιμπεριαλιστές στην περιο-χή μας.
Στη βάση αυτή υπάρχει επίσης ένα κρίσιμο ζήτημα γραμμής πάλης και αποφασιστικής προώ-θησής της, για την αντιμετώπισή τους όχι στη βάση που τα αντιλαμβάνεται και τα καπηλεύεται η α.τ., αλλά ενάντιά της και στη βάση των πραγματικών λαϊκών συμφερόντων. Ας τα δούμε λο-ιπόν αναλυτικά όλα αυτά.
ΤΑ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΠΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ
Η περιοχή στην οποία βρισκόμαστε, η ευρύτερη περιοχή, αποτελούσε πάντα πεδίο ανταγωνισ-μού, των μεγάλων, των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Μια βασική, ιστορική, αλλά και σημερινή αντίθεση, είναι αυτή που φέρνει αντιμέτωπες την Δύση από τη μια μεριά, με προεξάρχοντα -σήμερα- τον ρόλο των ΕΠΑ και την Ρωσία από την άλλη. Δεν είναι η μόνη αντίθεση. Αντιθέσεις και μάλιστα σοβαρές αναπτύσσονται και ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις σε διάφορους συνδυ-ασμούς και διασταυρώσεις, με ιδιαίτερα έντονη το πρόσφατο διάστημα την αντίθεση ΕΠΑ – Γερμανίας.
Υπάρχουν ακόμη ή αναδεικνύονται για να χρησιμοποιούνται τοπικές αντιθέσεις ανάμεσα σε διάφορες χώρες, με χαρακτηριστική (και που μας αφορά άμεσα) την αντίθεση Ελλάδας-Τουρκίας, τις αντιθέσεις ανάμεσα στις διάφορες αραβικές χώρες κ.λπ. Ιδιαίτερη περίπτωση αυ-τή του Ισραήλ που σχετίζεται τόσο με την προηγούμενη κατηγορία αντιθέσεων όσο και με την αντίθεση ιμπεριαλισμού-λαών στο βαθμό που κατά κύριο λόγο το Ισραήλ χρησιμοποιείται ως ένα είδος πραιτοριανής δύναμης στην υπηρεσία της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας στην περιοχή της Μ. Ανατολής. Τέλος το πιο πρόσφατο και αιματηρό δείγμα χρησιμοποίησης αυτών των αν-τιθέσεων γα την προώθηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων το είχαμε στην περίπτωση της Γιου-γκοσλαβίας. Παρανομαστής όλων αυτών των αντιθέσεων και κύρια αντίθεση, αυτή που αντι-παραθέτει τους λαούς από τη μια και τον ιμπεριαλισμό από την άλλη.
Στη βάση λοιπόν αυτών των αντιθέσεων και των ιδιαιτέρων επιδιώξεων της κάθε δύναμης δια-μορφώνονται και οι στόχοι τους στην περιοχή.
«Κοινός» και θεμελιώδης στόχος του πλέγματος ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και τοπικών εξαρ-τημένων α.τ. ο έλεγχος, η κυριαρχία πάνω στους λαούς της περιοχής.
Ως προς τις ειδικότερες (και αντιπαρατιθέμενες) ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις:
Ο έλεγχος (από την Δύση) συνολικά της Μεσογείου, με κατοχύρωση της κυριαρχίας στις πύλες της (Γιβραλτάρ, Σουέζ, Βόσπορος), την Ν.Α. πτέρυγα του ΝΑΤΟ, τις αμερικανικές βάσεις, τον 6ο στόλο.
Ο έλεγχος, η κυριαρχία στα πετρέλαια της Μ. Ανατολής, με όργανα τόσο αυτά που αναφέρθη-καν για τον έλεγχο της Μεσογείου, όσο και την χρησιμοποίηση του Ισραήλ, αλλά και την διείσ-δυση και έλεγχο διάφορων Αραβικών χωρών. Ακριβώς αντίθετες ήταν βέβαια οι επιδιώξεις της τότε Σ.Ε., με τον δικό της στόλο, με την διείσδυση σε Αραβικές χώρες, τις βάσεις που κατά και-ρούς επιχείρησε να δημιουργήσει.
Οι ανατροπές του ’89-’91, δημιούργησαν άλλους όρους και άνοιξαν και καινούργια μέτωπα. «Σταθεροποιήθηκε» καταρχήν ο έλεγχος της Μεσογείου από την Δύση απέναντι στη Ρωσία (πλέον) ανεξάρτητα από τις αντιθέσεις που αναδείχτηκαν στα πλαίσιά της. «Απώθησε» τη Ρω-σία (προσωρινά ή μακροπρόθεσμα θα δούμε) από το μέτωπο της Μ. Ανατολής.
Άνοιξε το μέτωπο των Βαλκανίων, όπου η Δύση είδε την ιστορική ευκαιρία να διεισδύσει και να ελέγξει ένα πεδίο που ελεγχόταν τα τελευταία πενήντα χρόνια κύρια από την Σ.Ε. και όπου πάντα η Ρωσία είχε ισχυρή επιρροή. Την ίδια στιγμή οι βλέψεις επεκτείνονται μέχρι την πετρελαιοφόρα περιοχή του Καυκάσου και την διείσδυση σε μια περιοχή που ορέγονταν ακόμα από την εποχή του πολέμου, της Κριμαίας.
Με όλα αυτά, αναδείχνεται ξανά στο προσκήνιο ένα «παλιό» στρατηγικό σχήμα από το οποίο η Δύση είχε «παραιτηθεί» μόνο και για όσο δεν μπορούσε να το υλοποιήσει. Την διαμόρφωση μιας αλυσίδας χωρών που αποκλείοντας τον «σλαβικό» χώρο έχει σαν πραγματικό αντικειμενι-κό στόχο όχι βέβαια την Σερβία ή την Βουλγαρία, αλλά τον αποκλεισμό της Ρωσίας από την Μεσόγειο (καταρχήν), την απώθηση της όσο γίνεται βορειότερα και ανατολικότερα.
Κρίκοι αυτής της αλυσίδας η Τουρκία, η Ελλάδα, η Αλβανία, η Κροατία, η Ιταλία. Η αλυσίδα θα επεκτείνονταν έως Ινδία, αν οι εξελίξεις στο Ιράκ και κύρια στο Ιράν δεν βραχυκύκλωναν το όλο σχέδιο.
Από την άλλη μεριά ωστόσο η Δύση στη βάση εξελίξεων και συνθηκών που διαμορφώθηκαν πέρασε σε νέα επίθεση στο βαλκανικό μέτωπο προωθώντας και ενισχύοντας τις θέσεις της σε Βουλγαρία, Ρουμανία και ροκανίζοντας τον Μιλόσεβιτς στη Σερβία. Ιδιαίτερης σημασίας και άμεσα συνδεδεμένη με το «στρατηγικό σχήμα» που αναφέραμε η διείσδυση στο Μαυροβούνι-ο, που όπως από παλιά είχαμε επισημάνει αποτελούσε τον αδύνατο κρίκο (ως μουσουλμανικού θρησκεύματος) της Νέας Γιουγκοσλαβίας, αλλά και τον τελευταίο κρίκο που έλειπε από την α-λυσίδα Τουρκία – Ιταλία.
Μια στρατηγική, λοιπόν, που συνδυάζεται μ’ αυτή της επέκτασης του ΝΑΤΟ, μια στρατηγική ε-πιθετική, επικίνδυνη για τους λαούς και τις χώρες της περιοχής, για την ανθρωπότητα συνολι-κά.
Η προώθηση αυτής της στρατηγικής δεν είναι χωρίς προβλήματα και περιπλοκές. Καταρχήν μέ-σα στα πλαίσια του δυτικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ, όπου η πιο σοβαρή ήταν η αντίθεση των ΕΠΑ με την Γερμανία. Όπως είναι γνωστό το Βαλκανικό ζήτημα «άνοιξε» με γερμανική πρωτο-βουλία που πίεσε τις χώρες της ΕΟΚ (για την ακρίβεια τις εξεβίασε) να «αναγνωρίσουν» τις υπό απόσχιση χώρες της τότε, ενιαίας ακόμη, Γιουγκοσλαβίας. Υπήρξε από τις πιο σημαντικές πρω-τοβουλίες στρατηγικού χαρακτήρα, που μάλιστα την έφερε σε αντίθεση με τις ΕΠΑ αλλά και άλλες δυτικές χώρες.
Στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνονταν στον κόσμο, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός «επείγονταν» ν’ αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που του δίνονταν πριν αλλάξουν τα δεδομένα. Στόχοι αυτής της πολιτικής: η προσπέλαση στη Μεσόγειο μέσω ενός «διαδρόμου» χωρών όπως η Αυστρία, η Σλοβενία, η Κροατία. Η δημιουργία ερεισμάτων στην Βαλκανική με κράτη-προτεκτοράτα όπως η Κροατία και η Σλοβενία. Απώτερες βλέψεις, η προσπέλαση στα πετρέλαια της Μ. Ανατολής με δημιουργία όσο γίνεται ισχυρότερων ερεισμάτων στην Τουρκία. Οι εξελίξεις, η παρέμβαση του συνόλου των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αλλά και οι τοπικοί συσχετισμοί, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα έδειξαν και τα όρια των δυνατοτήτων της Γερμανίας στις σημερινές συνθήκες. Όλο και περισσότερο οι ΕΠΑ προωθούσαν την παρουσία και τον ρόλο τους, για να επιβληθούν τελικά σαν οι κύριοι ρυθμιστές της κατάστασης. Οι συμφωνίες του Ντέιτον υπό την εποπτεία, την υπαγόρευση και την εγγύηση κύρια των ΕΠΑ επικύρωσαν αυτή την εξέλιξη. Βεβαίως το ζήτημα δεν έχει κλείσει, τα διάφορα μέτωπα (και είναι πολλά) μπορούν ν’ ανοίξουν κάθε στιγμή και είναι πολλοί οι παράγοντες που μπορούν να παρεμβληθούν στις εξελίξεις.
Σημαντικές είναι και οι περιπλοκές που προκαλούνται από τις αντιθέσεις των α.τ. των διαφό-ρων χωρών της περιοχής. Πέρα από αυτά καθ’ αυτά τα προβλήματα που δημιουργούνται, απο-τελούν ταυτόχρονα και ένα πρόσφορο έδαφος, για την παρέμβαση και ανάπτυξη των ενδοϊμ-περιαλιστικών αντιθέσεων, που σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης έχουν σαν τελικό αποτέ-λεσμα την αδυναμία σταθεροποίησης της κατάστασης σε μακρόχρονη βάση.
Στην περιοχή της Μ. Ανατολής, πέρα από τη γνωστή και μακρόχρονη αντίθεση Ισραήλ -Αραβικών χωρών, διενέξεις υπάρχουν και μεταξύ των Αραβικών χωρών, ακόμη κι αυτών που πρόσκεινται στη Δύση, ενώ ανοικτό παραμένει το πρόβλημα του Ιράκ και κύρια του Ιράν.
Στον βαλκανικό χώρο όλα είναι ακόμη ρευστά όσον αφορά τις χώρες που προέκυψαν από την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, υπάρχουν ενεργές αντιθέσεις και άλλες που μέλλεται να ενεργοποιηθούν, συνδέθηκαν με ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις (π.χ. Βοσνία- Τουρκία, στήριξη Σερβίας από Ρωσία) ενώ τίποτα εδώ δεν μπορεί να θεωρηθεί σταθεροποιημένο.
Μία από τις σοβαρότερες περιπλοκές στην περιοχή και αυτή που ενδιαφέρει άμεσα και τη χώ-ρα μας, είναι η αντίθεση Ελλάδας- Τουρκίας. Οι δύο χώρες αποτελούν αγκωνάρια των ιμπερια-λιστικών σχεδίων στην περιοχή τόσο σε αναφορά με τον βαλκανικό χώρο, όσο και την στρατη-γική αντιμετώπισης της Ρωσίας. Οι αντιθέσεις τους δημιουργούν πολύ σοβαρά προβλήματα ενώ μια συνολικότερη κρίση μπορεί ν’ ανοίξει κι άλλα. Βασικό μέλημα, λοιπόν, της Δύσης είναι η με κάθε τρόπο «εξομάλυνση» των σχέσεων των δύο χωρών ώστε να μπορέσουν να προωθη-θούν αποτελεσματικά τα σχέδια της. Εντείνονται έτσι οι πιέσεις, το τελευταίο «σχήμα» της Ν.Α. πτέρυγας του ΝΑΤΟ με Ιταλία, Τουρκία, Ελλάδα εντάσσεται σ’ αυτή την προοπτική κ.λπ. Αλλά στο ζήτημα αυτό θ’ αναφερθούμε και στη συνέχεια.
Όσον αφορά την Ρωσία, μπορεί να πει κανείς ότι η αντίδραση της δεν ήταν στο επίπεδο των πληγμάτων που δέχεται ούτε σε αντιστοιχία με τις πάντα υπαρκτές δυνατότητες της. Οι αιτίες -κι έχουμε αναφερθεί σ’ αυτές- συνδέονται με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της μέτωπο και τις ιε-ραρχήσεις της κυρίαρχης μερίδας της α.τ.
Έτσι μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι έχει από καιρό «αποσυρθεί» από τη Μ. Ανατολή, περιό-ρισε στο ελάχιστο τις κινήσεις της στην Μεσόγειο, έχει υποστεί σοβαρές απώλειες σ’ ένα χώρο (Βαλκάνια) όπου παραδοσιακά είχε ισχυρά ερείσματα, ενώ δέχεται μεγάλη πίεση έως και την περιοχή του Καυκάσου.
Ωστόσο η αντίδραση της υπαρκτή. Στήριξε τον Ιλιέσκου, υποστήριξε τις σερβικές θέσεις (αν και όχι όσο θα ‘θελε ο Μιλόσεβιτς), βρίσκεται πίσω από τη θέση του βουλγαρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος για μη εισδοχή στο ΝΑΤΟ, προσπάθησε να παρεμβληθεί με «προτάσεις» στο Παλα-ιστινιακό ζήτημα, ενώ η υπόθεση με τους S-300 δεν έχει βέβαια μόνο εμπορικό χαρακτήρα (κύρια έχει πολιτικό). Μια από τις σοβαρές κινήσεις της, το τελευταίο διάστημα, η προσέγγιση με το Ιράκ και κύρια με το Ιράν.
Θεωρούμε δεδομένο ότι ο Ρωσικός ιμπεριαλισμός δεν θα παραιτηθεί έτσι απλά από αυτά που θεωρεί σαν ζωτικά του συμφέροντα. Πάνω σ’ αυτό δεν έχουμε αμφιβολίες, ανεξάρτητα από το αν μπορεί να προβλεφθεί το πότε, πως και σε ποιο επίπεδο θα εκδηλωθεί η αντίδραση του. Τα βασικά ερωτήματα εδώ είναι δύο. Το πρώτο σχετίζεται με το γενικότερο ζήτημα τού με ποιους ρυθμούς και όρους θα διαμορφωθεί η κατάσταση στο εσωτερικό της Ρωσίας. Το δεύτερο με το αν αυτή η κίνηση «προς ανατολάς» (από Ιράν έως …Κίνα) θα παραμείνει στο τακτικό και στο επίπεδο «αντιπερι-σπασμού» ή θα περάσει και θα ολοκληρωθεί σε στρατηγική κατεύθυνση. Όπως και να ‘χει οι κίνδυνοι που απορρέουν από αυτή την αντιπαράθεση και τις εξελίξεις που έρχονται είναι ορατοί.
Υπάρχει κι ένας ακόμη παράγοντας που αρχίζει να παρεμβάλλεται στις εξελίξεις κι αυτό αποτε-λεί το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα μέσα στο ζοφερό τοπίο που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. Η πάλη των λαών. Των Ελλήνων αγροτών, ναυτεργατών, συνταξιούχων, καθηγητών. Των ανθρακωρύχων της Ρουμανίας. Των Κούρδων που για χρόνια κρατούν ψηλά την ματωμένη σημαία του αγώνα. Των Αλβανών με την μεγαλειώδη τους εξέγερση. Των Παλαιστινίων που πα-ίρνουν την σκυτάλη για μια νέα Ιντιφάντα. Βεβαίως δεν είμαστε εμείς που θα υποτιμήσουμε τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή η πάλη και σ’ όλα τα επίπεδα. Όμως γνωρίζουμε καλά ένα πράγμα. Η πάλη των λαών σήμερα ακόμη κι όταν εμφανίζεται (στα ειδικότερα στοιχεία ιδεολογικής και πολιτικής της συγκρότησης) ότι βρίσκεται «πίσω» από αγώνες της προηγούμενης φάσης, στην πραγματικότητα βρίσκεται πιο μπροστά.
Ας εξηγηθούμε. Οι αγώνες της προηγούμενης φάσης (πάντα σεβαστοί κι άγιοι) εκφράζανε «ό,τι είχε μείνει» από ένα κίνημα που είχε οικοδομηθεί σε άλλες συνθήκες, με άλλους όρους, ένα κί-νημα που είχε κάνει τη «διαδρομή» του, ένα κίνημα που είχε ήδη (εδώ και χρόνια) νικηθεί στα κεντρικά του μέτωπα (το γιατί είναι άλλο ζήτημα). Ήταν, ας το πούμε έτσι, αγώνες «οπισθοφυ-λακής».
Οι σημερινοί, με όλες τις τεράστιες αδυναμίες τους είναι αγώνες της εποχής που έρχεται. Είναι αγώνες μέσα από τους οποίους οι λαοί αρχίζουν ν’ «αναγνωρίζουν» τους εχθρούς τους (με αν-τιφατικό έως «πρωτόγονο» τρόπο). Αν αυτό φαίνεται λίγο, η άποψή μας είναι ότι αποτελεί θε-μελιακό στοιχείο ενός αγώνα με προοπτική, αναντικατάστατη προϋπόθεση για τη γέννηση ενός κινήματος. Ίσως πάρει καιρό, ίσως όχι και τόσο. Ένα ακόμη από τα πράγματα που ξέρουμε είναι πως ο πραγματικός χρόνος δεν είναι πάντα ίδιος με τον «πολιτικό χρόνο». Και τότε θα λογαρια-στούμε αλλιώς. Με την αντίδραση, τους ιμπεριαλιστές, τα σχέδια και τις επιβουλές τους.
Πως τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά η α.τ. και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι και πως τα αντιμετω-πίζουν. Κατά κύριο λόγο μέσα από το πλέγμα της εξάρτησης και στη βάση του εμπορομεσιτικο-ύ, μεταπρατικού της χαρακτήρα. Σ’ αυτό το σχήμα βρίσκονται η αφετηρία αλλά και το είδος των αυταπατών που χαρακτήρισαν την πολιτική της, οι υπερφίαλες φιλοδοξίες που εξεδήλωσε, οι εξάρσεις του εθνικισμού-σοβινισμού που άγγιξαν τα όρια του τυχοδιωκτισμού. Το αναπόφευκτο φιάσκο μιας τέτοιας κατεύθυνσης, την εξανάγκασε να επιστρέψει στον «ρεαλισμό». Την ένταξη και πλήρη ευθυγράμμιση των όποιων φιλοδοξιών της, με τα σχέδια των ιμπεριαλιστών. Ναι αλλά ποια σχέδια και ποιων ιμπεριαλιστών; «Αμλετικό» το δίλημμα της α.τ. και στην πλευρά της πάντα η απειλητική σκιά του εταίρου εκ των διεκδικούντων την ανάθεση της υπεργολαβίας στην περιοχή, την Τουρκία. Ας τα δούμε, όμως, πιο συγκεκριμένα.
ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
Έχει μια ιδιαίτερη σημασία ν’ αναφερθούμε στην αντίθεση με Τουρκία, στο βαθμό που αυτή επιδρά σε σημαντικό βαθμό στις επιλογές της α.τ. αλλά και σε εσωτερικές πολιτικές διαμορ-φώσεις. Η αντιπαλότητα αυτή από τη μια αφορά υπαρκτές αντιθέσεις και από την άλλη φορτί-ζεται από το πως τις χρησιμοποιούν οι ιμπεριαλιστές για να διαιωνίζουν τον έλεγχό τους στην περιοχή. Ως προς τις υπαρκτές αντιθέσεις, πέρα από τις ιστορικές τους καταβολές, αυτό που κύρια τις χαρακτηρίζει (και τις οξύνει) είναι το σημερινό τους περιεχόμενο.
Κύριο ζήτημα ο ανταγωνισμός των α.τ. Ελλάδας και Τουρκίας για τον πρώτο ρόλο στην περιοχή και πάντα στα πλαίσια της πρακτόρευσης ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Για το ποια χώρα θ’ αποτελέσει τη «γέφυρα» της Δύσης προς την Μ. Ανατολή και ποια α.τ. θα πάρει τη μεγάλη φέ-τα των «υπεργολαβιών» που συνοδεύουν μια τέτοια σχέση.
Για τον έλεγχο της διαδρομής από τον Εύξεινο στη Μεσόγειο, της προσπέλασης της Δύσης στον Καύκασο ή (το ακόμη πιο κρίσιμο) της καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Η Τουρκία ελέγχει τα στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων. Το μεγάλο της αυτό πλεονέκτημα θα ‘χανε ένα ση-μαντικό μέρος από την σημασία του αν ο έλεγχος του Αιγαίου περιέρχονταν ολοκληρωτικά στην ελληνική πλευρά. Εδώ βρίσκεται και η βάση της διένεξης για το Αιγαίο (τ’ άλλα έπονται) και γι’ αυτό τα περιθώρια «συνεννόησης» είναι πολύ περιορισμένα. Το ζήτημα της Κύπρου είναι ένα ιδιαίτερο πρόβλημα με τα δικά του χαρακτηριστικά, αλλά συνδέεται επίσης με αυτόν τον ανταγωνισμό (θ’ αναφερθούμε ιδιαίτερα).
Ως προς το ζήτημα της Θράκης και της μουσουλμανικής μειονότητας. Αναμφισβήτητες οι ευθύ-νες της ελληνικής α.τ. και αναμφισβήτητα υπαρκτή η πολιτική διακρίσεων σε βάρος της μειονό-τητας. Σ’ αυτή τη διάσταση του ζητήματος είναι πολύ καθαρό το «με ποιον είμαστε» και ενάν-τια σε ποιον. Από την άλλη μεριά ωστόσο πρέπει επίσης να ‘ναι καθαρό ότι η τουρκική πολιτική προσπαθεί να χρησιμοποιεί την ύπαρξη της μειονότητας σαν «χαρτί» για το σύνολο των αντι-θέσεών της με την Ελλάδα, ενώ στην ουσία αδιαφορεί πλήρως για την τύχη και τα πραγματικά της συμφέροντα (την βλέπει ακριβώς σαν «χαρτί», ένα χαρτί που αν χρειαστεί μπορεί και να το «κάψει» κυριολεκτικά). Εδώ και λίγα χρόνια έχει μπει στο προσκήνιο και το ζήτημα των Βαλκα-νίων, δημιουργώντας ένα νέο πεδίο ανταγωνισμού για τον κύριο ρόλο ανάμεσα στις δύο α.τ.
Παρανομαστής σε όλα αυτά, η επιδίωξη της κάθε πλευράς να κερδίσει την «εύνοια» και την υποστήριξη των ιμπεριαλιστικών κέντρων, πράγμα που το χρησιμοποιούν κάθε στιγμή οι ιμπε-ριαλιστές με αποτέλεσμα να είναι και οι μόνοι που αποκομίζουν κάθε φορά και μεγαλύτερα (και κάθε είδους) κέρδη από αυτή την αντιπαλότητα.
Υπάρχει ζήτημα απειλής; Βεβαίως και υπάρχει. Μόνο που θα πρέπει να προσδιορίζουμε τι εί-δους και από ποια πλευρά κύρια προέρχεται. Στην πρώτη γραμμή βρίσκεται το καθεστώς της εξάρτησης από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα που εκμεταλλεύονται αυτές τις αντιθέσεις με κάθε τρόπο και που δεν πρόκειται να διστάσουν μπροστά σε οτιδήποτε για την προώθηση των συμ-φερόντων τους. Με τον τρόπο που κάθε φορά «μοιράζουν» την οικονομική, στρατιωτική «βοή-θεια», την προμήθεια οπλισμού, το πακέτο των «επενδύσεων». Με τον τρόπο που «αναθέτο-υν» (ή δεν αναθέτουν) ρόλους, με το πως χρησιμοποιούν τα προβλήματα (π.χ. μειονότητες) της κάθε χώρας, με το πως παρεμβαίνουν υπέρ της μιας ή της άλλης όταν ανοίγουν κάποια ζητήμα-τα. Με την χρησιμοποίηση των μηχανισμών και των ερεισμάτων που διαθέτουν και στις δύο χώρες, μέχρι και την δημιουργία – υποκίνηση ανοικτών κρίσεων (που μπορεί να μετατραπούν και σε «θερμές»), όταν τα άλλα μέτρα δεν επαρκούν για την συμμόρφωση και ευθυγράμμιση της μιας ή και των δύο α.τ.
Η δεύτερη πηγή κινδύνων συνδέεται με τα χαρακτηριστικά και την πολιτική των δύο α.τ. Με τους στόχους και τις επιδιώξεις τους. Πολύς λόγος γίνεται λ.χ. για την επιθετικότητα της Τουρ-κίας. Βεβαίως και είναι υπαρκτή. Να ξεκαθαρίσουμε, όμως, εδώ ένα ζήτημα. Το σχήμα επιθετι-κή Τουρκία, αμυντική Ελλάδα για μας είναι αποπροσανατολιστικό. Η όποια (μεγαλύτερη) επι-θετικότητα της Τουρκίας και ο όποιος «αμυντισμός» της χώρας μας δεν έχει σχέση με τα χαρακ-τηριστικά των δύο α.τ. Από άποψη χαρακτήρα, είναι και οι δύο εξίσου επιθετικές. Αυτό που τις διαφοροποιεί (και είναι και αυτό μια υπαρκτή πολιτική διάσταση) είναι ο μεταξύ τους συσχε-τισμός. Από τη μεριά μας δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι οι τάσεις θα ήταν ακριβώς αντίστροφες αν επίσης αντίστροφος ήταν ο συσχετισμός. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε μια επίσης κρίσιμη διάσταση. Αυτός ο συσχετισμός που σήμερα φαίνεται να ευνοεί την Τουρκία, δεν έχει τόσο σταθερές βάσεις. Αντίθετα υπάρχουν πολλοί παράγοντες και κύρια τα μύρια όσα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα (μέτωπα) που απασχολούν την Τουρκία και που είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήσουν άλλους όρους κάποια στιγμή.
Το δεδομένο πάντως είναι, ότι αυτή η σχέση πραγμάτων χαρακτηρίζει την πορεία των σχέσεων- αντιθέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες όλα αυτά τα χρόνια.
Το ν’ αναφερθούμε λίγο περισσότερο στο ζήτημα της Κύπρου θα φώτιζε τόσο το προηγούμενο ζήτημα όσο κάποιες άλλες του διαστάσεις.
Ο ρόλος της Τουρκίας είναι ολοφάνερος. Πραγματοποίησε μια στρατιωτική εισβολή σε μια ανε-ξάρτητη χώρα και συνεχίζει να κατέχει στρατιωτικά το ένα τρίτο της. Εκείνο που αποσιωπάται συστηματικά -στη χώρα μας- είναι οι ευθύνες της Ελλαδικής πλευράς. Το πολύ ν’ αναφέρεται η «αφροσύνη των συνταγματαρχών» της δικτατορίας και η «τρέλα» ή έστω η «προδοσία» του Ιωαννίδη. Ακροθιγώς αναφέρονται οι ευθύνες και ο ρόλος των ιμπεριαλιστών και ιδιαίτερα ΕΠΑ και Αγγλίας. Πέραν τούτου ουδέν. Αλλά το ζήτημα ουσίας βρίσκεται στο πως αντιμετώπισε το ζήτημα της Κύπρου η ελληνική α.τ. Το αντιμετώπισε κύρια σαν ευκαιρία επέκτασης της κυριαρχίας της και δευτερευόντως (για την ακρίβεια ανταγωνιστικά) σαν ζήτημα ελευθερίας και αυτοδιάθεσης ενός λαού. Το ότι ο λαός αυτός ήταν στην πλειοψηφία του ομοεθνής αποτέλεσε κύρια πρόσχημα για την βασική της επιλογή παρά κίνητρο για μια σωστή αντιμετώπιση του ζητήματος. Η απόπειρα, λοιπόν, του Ιωαννίδη δεν ήρθε από το φεγγάρι, αλλά αποτέλεσε έκφραση -ακραία έστω- αυτής της πολιτικής.
Από κει και πέρα τα τουρκικά αποβατικά ήταν έτοιμα και δεν περίμεναν παρά την ευκαιρία που τους δόθηκε.
Ήταν λοιπόν η «συνάντηση» της επιθετικότητας και των δύο α.τ. που δημιούργησε το δράμα της Κύπρου. Από κει και πέρα η στρατιωτικο-πολιτική ήττα που υπέστη η ελληνική α.τ. δημιο-ύργησε δεδομένα που άνοιξαν την βεντάλια των προβλημάτων στο σύνολό της. Ενθαρρυμένη η τουρκική α.τ. θεώρησε ότι μπορεί πλέον να αξιοποιήσει παραπέρα την νίκη της επεκτείνοντας τις διεκδικήσεις της και σε μια σειρά άλλα πεδία (Αιγαίο κ.λπ.). Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά κινή-θηκαν στην ουσία τα πράγματα για αρκετά χρόνια. Όχι πως δεν υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις σ’ όλο αυτό το διάστημα, αλλά δεν θα πρόσθεταν και πολλά αν αναφερθούμε σ’ αυτές. Μια αναφορά μόνο στην κρίση του ’87, όπου η ελληνική α.τ. χωρίς να κατορθώσει ν’ ανατρέψει τη σχέση που είχε διαμορφωθεί, εξεδήλωσε ωστόσο ότι τα περιθώρια υποχωρήσεών της δεν είναι απεριόριστα.
Ας έρθουμε ωστόσο στα σημερινά. Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων οδήγησαν το ζήτημα σε ακόμη μεγαλύτερα επίπεδα έντασης. Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, εκτός από την όρε-ξη των ιμπεριαλιστών, άνοιξε την όρεξη και των κολαούζων τους. Έτσι η ελληνική α.τ. καβάλησε το χρυσόμαλλο κριάρι και άρχισε να ονειρεύεται την Κολχίδα (αλλά πως να περάσει την Προ-ποντίδα), ενώ οι τουρκικές βλέψεις επεκτάθηκαν έως Κίνα. Τα σχέδια των ιμπεριαλιστών που αναφέραμε προηγούμενα ενέτειναν τον ανταγωνισμό για το ποια από τις δύο α.τ. είναι σε θέση να τα «εξυπηρετήσει» καλύτερα. Η κρίση στα Βαλκάνια δημιούργησε ένα ακόμη μέτωπο κοντά σ’ όλα αυτά ήρθε και η επικύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο των Θαλασσών και για τα 12 μίλια, να πυροδοτήσει μια ήδη εξελισσόμενη (με βάση τα πραγματικά της στοιχεία) κρίση. Ένα «τυπικό» σ’ άλλες περιπτώσεις ζήτημα, αλλά που στην περίπτωση του Αιγαίου (αν εφαρμοστεί) κλείνει μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο (υπέρ Ελλάδας) το ουσιαστικό ζήτημα. Υπήρξε η απειλή πολέμου από μεριάς Τουρκίας, η ένταση των παραβιάσεων στο Αι-γαίο, οι πιέσεις κ.λπ.
Στο ίδιο διάστημα από ελληνικής πλευράς έγινε μια κίνηση που πρέπει να δούμε τη σημασία της. Το λεγόμενο «ενιαίο αμυντικό δόγμα» (ΕΑΔ). Αν το δει κανείς σαν τέτοιο που δηλώνεται, λίγο απέχει από το ν’ αποτελεί μια σαπουνόφουσκα. Από καθαρά στρατιωτική άποψη είναι το πιο δυσμενές πεδίο για την ελληνική α.τ. (το λιγότερο δυσμενές λ.χ. είναι αυτό της Θράκης). Ορατή η πολιτική του σημασία. Αλλά ως προς αυτή την πλευρά θα αρκούσε η δήλωση-δέσμευση που ήδη υπήρχε πως τυχόν επίθεση ενάντια στην Κύπρο θα ήταν «αιτία πολέμου» (casus belli) για την Ελλάδα. Το σημαντικό του ζητήματος βρίσκεται στην στρατηγική του διάσ-ταση ανεξάρτητα από το πόσο συνειδητά και πόσο «μέχρι το τέλος» είναι διατεθειμένη να το τραβήξει η ελληνική α.τ.
Με το «ΕΑΔ» και όσο αυτό υλοποιείται στην πράξη, η Ελλάδα «βγαίνει» στην Ανατολική Μεσό-γειο. Σε μια τέτοια βάση -αν υποθέσουμε πως υπάρχει τέτοια εκδοχή- ακόμη και η διχοτόμηση- διπλή «ένωση» της Κύπρου παύει να είναι δελεαστική για την Τουρκία.
Κάπως έτσι ο ανταγωνισμός οδηγήθηκε σε επίπεδα παροξυσμού, κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στην κρίση στα Ίμια που τόσο δα ήθελε να φτάσει σε μια ένοπλη σύρραξη. Όλα αυτά, σε συν-δυασμό με την οικονομική διείσδυση της Ρωσίας στην Κύπρο, τους S-300 και πάνω απ’ όλα την αδημονία των ιμπεριαλιστών της Δύσης να μπουν -«επιτέλους»- σε φάση υλοποίησης τα σχέδια που αναφέραμε, ενέτειναν τις πιέσεις για «συνεννόηση». Ας επαναλάβουμε, λοιπόν, ότι Ελλάδα- Τουρκία αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους αυτών των σχεδίων. Αν η ένταση μεταξύ τους βοηθάει στην χειραγώγησή τους από μεριάς ιμπεριαλιστών, τυχόν εμπόλεμη σύρραξη στη σημερινή φάση, τινάζει αυτά τα σχέδια στον αέρα και μπορεί να ‘χει και πολλές άλλες παρε-νέργειες. Η οικονομική διείσδυση της Ρωσίας στην Κύπρο, οι S-300 κ.ά. ήρθαν απλώς να υπογ-ραμμίσουν την κρισιμότητα του ζητήματος. Ήδη οι πιέσεις (άλλωστε τα δεδομένα του ζητήμα-τος) φαίνεται να έχουν δημιουργήσει κάποιο έδαφος. Από τη μεριά μας, δεν είμαστε σε θέση (κι ούτε νομίζουμε ότι είναι κανείς) να πει τι ακριβώς περιλαμβάνει το περίφημο «πακέτο», και κυρίως τι από αυτά μπορεί να υλοποιηθεί. Τα σενάρια που κυκλοφορούν είναι πολλά. Τα «με-λετάμε» αλλά και τα προσπερνάμε. Σ’ αυτά που θέλουμε να σταθούμε και που τα θεωρούμε δεδομένα είναι άλλα.
Στον χαρακτήρα των δύο αστικών τάξεων που προσδιορίζει και τις αντιθέσεις, αλλά και τα πε-ριθώρια πραγματικής και οριστικής επίλυσης τους.
Στον ρόλο, την επικυριαρχία, την «εγγύηση» των ιμπεριαλιστών σε οποιαδήποτε «ρύθμιση» που πάντα θα εμπεριέχει την δυνατότητα να υποκινηθεί εκ νέου η ένταση αν αυτό θα υπαγο-ρεύεται από τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα.
Δεν είμαστε (έτσι γενικά) ενάντια στη «συνεννόηση», ούτε και σε βάση αρχής αντιμαχόμαστε τον -έστω αστικό- «ρεαλισμό».
Επιμένουμε ότι η υπόθεση της συνεννόησης των δύο λαών είναι πολύ σοβαρή για ν’ αφήνεται στα χέρια των ιμπεριαλιστών και των κολαούζων τους. Είναι υπόθεση ακριβώς των δύο λαών και μόνο αυτοί είναι σε θέση να την υλοποιήσουν πραγματικά, ουσιαστικά και μέχρι το τέλος.
ΤΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ «ΕΠΟΣ»
Ως προς την αντιμετώπιση του Βαλκανικού ζητήματος, η ελληνική α.τ. και οι πολιτικοί της εκ-πρόσωποι εμφάνισαν με τον πιο κραυγαλέο τρόπο τόσο τον αντιδραστικό τους χαρακτήρα όσο και την ανικανότητα-επικινδυνότητά τους σαν «ηγέτιδες» δυνάμεις αυτής της χώρας. Την κρίση των Βαλκανίων την είδαν καταρχήν και πάνω απ’ όλα σαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εκ-μεταλλευτούν το δράμα των λαών, διείσδυσης, επέμβασης, εκβιασμών και κηδεμονίας, ενώ αναπτύσσονταν και απόψεις έως και εδαφικών «διευθετήσεων». Ταυτόχρονα, με την «απίστε-υτη ελαφρότητα» μιας (εξαρτημένης) α.τ. που δεν είχε ποτέ στην ουσία την «πλήρη ευθύνη» του ρόλου της «εφόρμησε» στην «Βαλκανική επαρχία».
Η εύνοια, που ως τα τότε (’89-’91) απολάμβανε σαν προωθημένη σφήνα του δυτικού ιμπερια-λισμού σε μια περιοχή που κατά βάση ανήκε στην «άλλη πλευρά», πίστεψε ότι θα αρκούσε για να της ανατεθεί ένας ρόλος «γενικού αντιπροσώπου» των ιμπεριαλιστών στα Βαλκάνια. Δεν μπόρεσε να δει ότι οι ιμπεριαλιστές είχαν τα δικά τους σχέδια και πως στη βάση αυτή δημιουρ-γούσαν πλέον τις δικές τους άμεσες διασυνδέσεις και ερείσματα ελέγχου στις «νέες χώρες».
Στην ίδια βάση «βραχυκυκλώθηκε» ανάμεσα στην πίεση συμμόρφωσης στις ιμπεριαλιστικές προτεραιότητες και σχέδια και τις δικές της «τοπικές» ιεραρχήσεις που δεν συμπίπτανε πάντα με τις προηγούμενες (ζήτημα Σερβίας).
Στα πλαίσια του γενικού ρεύματος υποστήριξε αναφανδόν την «αλλαγή» και τις πιο αντιδρασ-τικές δυνάμεις σ’ αυτές τις χώρες (Αλβανία Μπερίσα, Βουλγαρία Ζέλεφ κ.λπ.) πιστεύοντας ότι έτσι θα «τις έχει στο χέρι» για να αιφνιδιαστεί στην συνέχεια από τον αναπόφευκτο εθνικισμό που αναδείχτηκε από αυτές τις πλευρές. Η πιο τραγελαφική έκφραση του τρόπου κίνησής της, υπήρξε στην περίπτωση του Μακεδονικού ζητήματος, όπου συνολικά η εξωτερική της πολιτική παγιδεύτηκε σ’ ένα ζήτημα που οπωσδήποτε δεν ήταν το σημαντικότερο απ’ όσα αντιμετώπιζε.
Όλα αυτά οδήγησαν και οδηγήθηκαν σ’ ένα μεγαλοπρεπές και συνολικό φιάσκο. Όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε κανένας από τους επιδιωκόμενους στόχους, αλλά η ελληνική α.τ. βρέθηκε να ‘χει ανοίξει διάφορα μέτωπα πέρα από τα όρια και τις δυνατότητές της και έχοντας πάντα ανοικτό στα πλευρά της το (κύριο) μέτωπο με Τουρκία. Πολύ σύντομα εδώ, μια και σ’ όλα αυτά έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα.
Συμμορφώθηκε (η ελληνική α.τ.) και συνυπόγραψε την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας (που τώρα θεωρείται λάθος), απέρριψε το «πακέτο Πινέιρο» (που σήμερα θεωρείται «χαμένη ευκαιρία»), οδηγήθηκε -και οδήγησε- στην σοβινιστική έκρηξη και τα συλλαλητήρια (που σήμερα θεωρεί-ται έως βλακεία), έφτασε (επί ΠΑΣΟΚ) στην αποχώρηση από τις συνομιλίες στον ΟΗΕ (που σή-μερα θεωρείται έως και εγκληματικό λάθος), για να φτάσει στο «μικρό πακέτο» (που κάποιοι κτυπούν τώρα το κεφάλι τους γιατί δεν επέλεξαν το «μεγάλο»).
Ως προς το τι «πέτυχε» σε σχέση με τον περίγυρο: Για Τουρκία ήδη αναφερθήκαμε. Με Βουλ-γαρία όχι μόνο διαλύθηκε ο περίφημος άξονας Αθήνας- Σόφιας, αλλά διαγράφηκαν προοπτικές για δημιουργία άξονα Άγκυρας- Σόφιας. Με την ΠΓΔΜ τα γνωστά. Με την Αλβανία οι σχέσεις κάποια περίοδο είχαν οδηγηθεί σε επίπεδα διπλωματικής (και όχι μόνο) ρήξης. Ακόμη και με την Σερβία ο αντιφατικός τρόπος κίνησης της πολιτικής «ηγεσίας» έφερε αυτό που ονομάστηκε σαν «αχαριστία» του Μιλόσεβιτς.
Εκείνο πάντως που περισσότερο ταρακούνησε την ελληνική α.τ. ήταν η αδυναμία της να επιλέ-ξει διεθνή κέντρα στήριξης. Το σχήμα για τα εθνικά στις ΕΠΑ, για την οικονομία στην ΕΟΚ φαί-νεται «ευφυές» και ισορροπημένο αλλά στην πράξη τα πράγματα εμφανίζουν τις δικές τους αναπόφευκτες αντιφάσεις και περιπλοκές.
Έτσι από την συμμόρφωση στους γερμανικούς εκβιασμούς, αναζητήθηκε στη συνέχεια μια σχέση ισορροπίας (που δεν βρέθηκε) πράγμα που μαζί με άλλα οδήγησε στην ανατροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ. Ο Α. Παπανδρέου θέλησε στη συνέχεια να «τ’ ακουμπήσει» όλα στις ΕΠΑ πράγμα που προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση των Ευρωπα-ίων (μαζικές αναγνωρίσεις της ΠΓΔΜ) και νέα περιδίνηση των «ιθυνόντων» που με το τέλος του Α. Παπανδρέου οδηγήθηκαν στον «ευρωπαϊστή» Σημίτη που «κάτι έπαθε» κι αυτός με τα Ίμια και άρχισε τις ευχαριστίες στις ΕΠΑ. Το πρόβλημα παραμένει το ίδιο για την α.τ., το κρίσιμο ζήτημα είναι η φόρμουλα στήριξης στα δύο αυτά κέντρα, και αυτή την «ρεαλιστική» θέση συνεχίζει να αναζητά.
Ο σημερινός (και Σημιτικός) Ρεαλισμός
Η «εξισορρόπηση» που φαίνεται πως «προέκυψε» μετά την κρίση των ΄Ιμια δείχνει να σταθε-ροποιείται και σαν επιλογή της κυβέρνησης Σημίτη ως προς τα κέντρα στήριξης (ΕΠΑ- ΕΟΚ) και «αποφασιστική» ευθυγράμμιση με τα σχέδια και τις επιλογές αυτών των κέντρων. Μια επιλογή που στη φάση αυτή δείχνει να ευνοείται από τη σχετική σύμπλευση ΕΠΑ- ΕΟΚ ενόψει κρίσιμων ζητημάτων (επέκταση ΝΑΤΟ κ.λπ.).
Ιεράρχηση του κύριου μετώπου της Τουρκίας, δόγμα κ.λπ.
Στο Κυπριακό «αναμονή» (και δόγμα) ενόψει «πρωτοβουλίας» των ΕΠΑ και υλοποίησης «συμ-φωνίας σύνδεσης» με ΕΟΚ.
Επιλογή μιας κατεύθυνσης οικονομικής διείσδυσης στα Βαλκάνια (πάντα και για λογαριασμό της Δύσης), σύνδεσης -από θέση υπεροχής- με Βουλγαρία, Ρουμανία και -αν συνεχίσει να ισχύει η «άδεια»- με Σερβία και κατεύθυνση δορυφοροποίησης απέναντι σε ΠΓΔΜ και Αλβανία.
Πέρα από τον αντιδραστικό χαρακτήρα αυτών των κατευθύνσεων (που αναφερθήκαμε και θα ξαναναφερθούμε) δείχνει σαν πολιτική «ρεαλιστική» και «ισορροπημένη». «Επιτέλους» μια «εθνική στρατηγική» όπως θα ‘λεγαν και κάποιοι που πολύ αγωνιούν περί τούτου.
Ωστόσο. Το ότι ΕΠΑ και ΕΟΚ συμβαδίζουν (όσο) σ’ αυτή τη φάση, δεν είναι κάτι δοσμένο για πάντα. Μόλις πρόσφατα είχαμε γερές κόντρες και μάλιστα στην περιοχή μας και σ’ ένα ζήτημα (Γιουγκοσλαβικό) που έχει «κλείσει» για να παραμείνει ανοικτό.
Μια -πράγμα πιθανό- νέα όξυνση των αντιθέσεών τους, θα θέσει αυτομάτως υπό αίρεση την βάση στήριξης μιας τέτοιας «στρατηγικής». Από κει και πέρα η ενεργοποίηση και όξυνση όλων των αντιφάσεων που την χαρακτηρίζουν και σε όλα τα μέτωπα ας θεωρείται δεδομένη, καθώς και η χρησιμοποίησή τους από τα δύο ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Αλλά και χωρίς (πριν) μια τέτοια εξέλιξη τα ζητήματα παρουσιάζουν τα δικά τους χαρακτηριστι-κά, περιπλοκές κι αντιφάσεις.
Κύριο μέτωπο λέει η Τουρκία. Μόνο που τα δύο ιμπεριαλιστικά κέντρα (η βάση της «στρατηγι-κής») έχουν άλλη άποψη. Στη βάση σχεδίων που αναφερθήκαμε εντείνονται οι πιέσεις για «συ-νεννόηση». Ήδη διαγράφονται σαφείς ενδείξεις συμμόρφωσης σε μια τέτοια κατεύθυνση. Πέ-ρα από το τι τελικά θα γίνει (θα δούμε), από μόνη της μια τέτοια εξέλιξη ανατρέπει «στρατηγι-κές», ιεραρχήσεις, εσωτερικές ισορροπίες κ.ά. (βλέπε και αντίδραση βουλευτών ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΠΟΛΑ, ΔΗΚΚΙ). Άμεση η σύνδεση με το Κυπριακό. Και πάλι δεν θα κάνουμε προβλέψεις αλλά μπορούμε να πούμε ότι προσέγγιση με Τουρκία και «Ενιαίο λ.χ. Αμυντικό Δόγμα» μάλλον δεν μπορούν να συμβιώσουν. Την άποψη μας την έχουμε πει από τότε που υπάρχουμε. Είμαστε υπέρ της συνεργασίας των δυο λαών και όχι της αντιπαράθεσης. Μόνο που δεν μπορούμε να την εμπιστευτούμε σ’ αυτούς που την «προωθούν» (εντός, εκτός).
Για την οικονομική διείσδυση. Έχουμε αναφερθεί και παλιότερα για κάποια χαρακτηριστικά της ελληνικής α.τ. Για το μειονέκτημα της έλλειψης συνολικής διάρθρωσης (βάσης) που την χαρακτηρίζει στη βάση του μεταπρατικού της χαρακτήρα, αλλά και για το πλεονέκτημα της «ευκινησίας» που της προσδίδει ο ίδιος αυτός χαρακτήρας. Ένα πλεονέκτημα που ισχύει ενόσω σε μια περιοχή υπάρχει αστάθεια, ρευστότητα, που κάνει διστακτικές εκείνες τις δυνάμεις που προσβλέπουν σε πιο σταθερές, μακρόχρονες και ασφαλείς «επενδύσεις».
Στις σημερινές συνθήκες φαίνεται πως η αστάθεια θα συνεχίσει να υπάρχει για καιρό στα Βαλ-κάνια. Αυτό δίνει περιθώρια ρόλου στην ελληνική α.τ. με όλα τα πλεονεκτήματα αλλά και τους κινδύνους που χαρακτηρίζουν μια τέτοια κατάσταση. Γιατί πάντα υπάρχει (και θα υπάρχει) η πιθανότητα δυσάρεστων περιπλοκών από «πάνω» από «κάτω» ή από «δίπλα».
Ως προς την κατεύθυνση της «δορυφοροποίησης». Έκδηλος και αναμφισβήτητος ο αντιδραστι-κός της χαρακτήρας. Εμφανίζεται σαν ρεαλισμός, σαν κατεύθυνση προσέγγισης (με ΠΓΔΜ), βο-ήθειας (προς Αλβανία) και σαν ενδιαφέρον για την ελληνική μειονότητα στην τελευταία. Δεν είμαστε εμείς που θ’ αντιτασσόμασταν σε τέτοιες κατευθύνσεις. Ήμασταν από αυτούς που ά-μεσα αντιταχτήκαμε στα «συλλαλητήρια» κ.λπ. και είμαστε πάντα υπέρ της συνεργασίας των λαών. μόνο που δεν πειθόμαστε. Μόνο που διακρίνουμε τους πραγματικούς στόχους στα πλαί-σια των οποίων ακόμη και η ελληνική μειονότητα χρησιμοποιείται σαν πιόνι.
Ταυτόχρονα τους θεωρούμε υπερφίαλους και επικίνδυνους. Τέτοιοι στόχοι βρίσκονται πέρα από τα μέτρα της ελληνικής α.τ. και μόνο κινδύνους εγκυμονούν για το λαό, τη χώρα μας και τους λαούς της περιοχής.
α)Στην ίδια κατεύθυνση (της δορυφοροποίησης) κινούνται δυνάμεις πολύ ισχυρότερες. Η Ιταλία είναι η «μικρότερη» από αυτές, στο βαθμό που ακολουθούν οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΟΚ και βεβαίως οι ΕΠΑ. Η Ελλάδα μόνο να χρησιμοποιηθεί μπορεί για τα σχέδια όλων αυτών με ότι αυτό συνεπάγεται.
β)Οποιαδήποτε περιπλοκή (πράγμα κάτι περισσότερο από πιθανό) ανοίγει πολλαπλά μέτωπα και κινδύνους. Με Αλβανία, ΠΓΔΜ, αλλά πιθανότατα και με Σερβία, Βουλγαρία, Τουρκία, χώρια τα «παιχνίδια» των ιμπεριαλιστών.
γ)Ενισχύει τον εθνικισμό και την εσωτερική αντίδραση. Είναι χαρακτηριστικές δύο πρόσφατες εκδηλώσεις του πράγματος, όχι και τόσο διαφορετικές ή αντίθετες μεταξύ τους. Η πρώτη συν-δέεται με τις εξελίξεις στην Αλβανία και αφορά την ανάδυση ενός μεγαλοϊδεατισμού («Ράμπο» στην Αυλώνα και πανστρατιά το πρώτο διάστημα υπέρ επέμβασης στη «Β. Ήπειρο»), μέσα ακ-ριβώς στο πλαίσιο της «μετριοπαθούς» πολιτικής Σημίτη, που δείχνει πόσο «επιρρεπής» είναι η α.τ. σε τέτοιους «πειρασμούς». Η δεύτερη συνδέεται με το «μέτωπο» που εμφάνισαν βουλευ-τές από ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΔΗΚΚΙ (και η ΠΟΛΑ) ενάντια στην προσέγγιση με ΠΓΔΜ και τα ανοίγματα σε Τουρκία και δείχνει πόσα ερείσματα έχει ο εθνικισμός. Με τέτοια «υλικά» μια τέτοια κατεύ-θυνση ενισχύει εσωτερικά τις αντιδραστικές αντιλαϊκές τάσεις και ταυτόχρονα διαμορφώνει ακόμη πιο ευνοϊκό έδαφος για ιμπεριαλιστική χειραγώγηση και απόπειρες τυχοδιωκτικών πε-ριπετειών.
δ)Πάν’ απ’ όλα μας φέρνει σε αντίθεση με τους λαούς που μπορεί να μαστίζονται από μύρια δεινά, αλλά καταλαβαίνουν πολύ καλά τον ρόλο και τις πραγματικές προθέσεις του καθένα. Ένα καλό δείγμα προσφέρει η αλβανική εξέγερση. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή η εξέγερση και γενικότερα ο αλβανικός λαός είναι δεδομένα. Όμως, ας μη γελιέται κανείς. Ανε-ξάρτητα από το ποιες θα ‘ναι οι εξελίξεις στο άμεσα προσεχές διάστημα αυτών των εβδομά-δων, έχει διατρέξει πολλαπλάσιο «χρόνο» γνώσης και κατανόησης των προβλημάτων, των εχ-θρών, των φίλων, του ρόλου που παίζει ο καθένας και τόσο αυτός όσο και οι άλλοι λαοί των Βαλκανίων έχουν κάτι ν’ «αποδώσουν» στον καθένα στους καιρούς που θα έρθουν.
Και μια και συζητιέται πολύ, και κάτι για τους «Ράμπο». Να θυμίσουμε, λοιπόν, ότι Ράμπο δεν υπήρξαν παρά μόνο στο σινεμά. Οι όποιοι πραγματικοί «Ράμπο» υπήρξαν, γύρισαν μισότρελοι από το Βιετνάμ. Ίσως γι’ αυτό επί χρόνια πολλά προσπαθούν να εξορκίσουν το «κακό» οι «ιερε-ίς της τέχνης».
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΛΑΟ
Η οικονομική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων (όλων) ήταν πάντα και είναι μια πολιτική βαθύτατα ταξική, αντιλαϊκή και τα τελευταία χρόνια έχει «συστρατευτεί» στη γενικότερη πολι-τική της επίθεσης του καπιταλιστικού συστήματος ενάντια στο προλεταριάτο και γενικότερα τους εργαζόμενους. Ταυτόχρονα είναι μια πολιτική που στρέφεται ενάντια στα γενικότερα συμφέροντα της χώρας, μια πολιτική αδιέξοδη, ανύπαρκτη σαν τέτοια και εν τέλει …«αντιοικονομική»!
Ακούγονται βέβαια πολλά. Για τον εκσυγχρονισμό, την ανταγωνιστικότητα, την αναβάθμιση της οικονομίας και της θέσης της χώρας, τον στόχο της Ευρώπης, το Μάαστριχτ, την διεθνοποίηση στην οποία πρέπει να προσαρμοστούμε ξεπερνώντας τον απομονωτισμό κ.λπ. κ.λπ.
Για όλα αυτά έχουμε αναφερθεί συγκεκριμένα στην εισήγηση για τα γενικότερα οικονομικά ζη-τήματα και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Θα σημειώσουμε μόνο κάποιες «ιδιαιτερότη-τες» της «άποψης» των ημετέρων ιθυνόντων.
Είναι κάλπικο το δίλημμα διεθνοποίηση ή απομονωτισμός. Αλλά πέρα απ’ αυτό δεν υπάρχει δι-εθνής ρόλος, θέση στην διεθνή αγορά με ανυπαρξία συγκεκριμένης βάσης στήριξης (εθνικής). Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει διεθνής στρατηγική, χωρίς αντίστοιχη εθνική. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς ανοησίες. Οι ελληνικές κυβερνήσεις «βλέπουν» και μαϊμουδίζουν τις κι-νήσεις των ιμπεριαλιστικών αφεντικών τους, μόνο που είναι προφανώς αλλήθωρες. Αλλιώς «θα έβλεπαν» ότι αυτές οι χώρες ασκούν διεθνή πολιτική στη βάση μιας ιδιαίτερης η κάθε μια στρατηγικής και ανταγωνίζονται άγρια στη βάση των ιδιαίτερων «στενών» τους συμφερόντων (τέτοιος «απομονωτισμός»)! Άλλωστε αυτοί ακριβώς οι ανταγωνισμοί αποτελούν το πλέγμα-βάση της «διεθνοποίησης».
Για την «ευρωπαϊκή» κατεύθυνση. Αναφερθήκαμε πως ΕΕ «δεν υπάρχει» και δεν πρόκειται να υπάρξει σαν τέτοια. Υπάρχει κατεύθυνση αναδιάρθρωσης της ΕΕ στα μέτρα των μεγάλων, με ήδη ειλημμένες αποφάσεις για τους ρόλους και τις «ταχύτητες» του καθένα. Από την άποψη αυτή, οι δείκτες του Μάαστριχτ το μόνο νόημα που δεν έχουν, είναι το να αποτελέσουν, τάχα, κριτήριο, για την θέση του καθένα. Ο ρόλος των «δεικτών» είναι να προετοιμάσουν από κάθε άποψη το έδαφος γι’ αυτές τις ήδη παρμένες αποφάσεις
Στην ίδια θέση και κατεύθυνση, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει ΕΟΚ, σαν το ευρύ πεδίο δράσης του κεφαλαίου των ιμπεριαλιστικών ευρωπαϊκών μητροπόλεων. Ο «εκσυγχρονισμός» στην περίπτωσή της έγκειται στην προσαρμογή στις απαιτήσεις των ισχυρών για όλο και μεγα-λύτερο αφοπλισμό των οικονομιών των μικρότερων χωρών ώστε να δημιουργείται όλο και πιο «παρθένο» και ευρύ πεδίο δράσης για τις δικές τους επιχειρήσεις.
Εκσυγχρονισμός- αναβάθμιση. Δηλαδή ποιος εκσυγχρονισμός; Αν για τις καπιταλιστικές ιμπε-ριαλιστικές μητροπόλεις έχει κάποιο νόημα και περιεχόμενο (έχουμε αναφερθεί αναλυτικά), εδώ ποιο είναι αυτό; Ποιες είναι οι νέες επενδύσεις, βιομηχανίες, τεχνολογίες, ποια η οικονο-μική (με πλήρη έννοια) αναδιάρθρωση που συντελείται; Αυτό που βλέπουμε (και βλέπουν όλοι) είναι διαδικασίες αποεπένδυσης και αποβιομηχάνισης. Σ’ αυτές (τις επιχειρήσεις) που παραμέ-νουν εν ενεργεία ο μόνος «εκσυγχρονισμός» που πραγματοποιείται είναι αυτός που αποβλέπει στην συμπίεση του εργατικού κόστους. Είναι βέβαια και οι ιδιωτικοποιήσεις (αποκρατικοποιή-σεις τις λένε). Ο εκσυγχρονισμός της εκμετάλλευσης. Αναφερθήκαμε σ’ αυτό και θέτουμε και κάτι ακόμα.
Έχουμε, όμως, «αποτελέσματα». Στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Όσο για το έλλειμμα ευελπιστούν πως την ώρα του απολογισμού θα το ‘χουμε… ξεχάσει ότι κάποτε υπήρξε σαν στό-χος. Να επαναλάβουμε σε συντομία. Τόσο ο πληθωρισμός όσο και το έλλειμμα είναι δημιούρ-γημα της α.τ. Της οικονομικής της πολιτικής. Για την ακρίβεια έχουν ωφεληθεί τα μέγιστα τόσο από τον πληθωρισμό όσο και από την διαδικασία ελλείμματος. Τώρα καλείται ο λαός να πλη-ρώσει ξανά και ξανά (αυτά που ‘χουν καταβροχθίσει αυτοί και οι προστάτες τους) για να δημι-ουργήσει ακόμη μεγαλύτερα περιθώρια εκμετάλλευσης. Όχι ο λαός δεν χρωστάει σε κανένα. Ή μάλλον «χρωστάει» κάτι. Μόνο που δεν ήρθε η ώρα ακόμη να το «ξεπληρώσει» (αλλά που θα πάει).
ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΙΝΟΥΣΕΣ ΙΔΕΕΣ
Υπάρχει πράγματι η τάση προσαρμογής στα διεθνή δεδομένα αλλά με την έννοια της διαμόρ-φωσης στις επιταγές του διεθνούς κεφαλαίου. Στους «νόμους της αγοράς». Αυτό είναι όλο κι όλο. Το τι σημαίνει έχουμε αναφερθεί και θ’ αναφερθούμε.
Όλο το πεδίο στο κεφάλαιο. Αυτό είναι το πραγματικό περιεχόμενο των αποκρατικοποιήσεων (ιδιωτικοποιήσεων), αυτός και ο «εκσυγχρονισμός» που προωθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Όλες οι μέχρι τώρα κρατικές επιχειρήσεις στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Όλος ο αγροτικός χώρος. Το πεδίο ασφάλισης. Η παιδεία. Η άμυνα. Και ό,τι άλλο προσφέρεται.
Όλο το πεδίο και οι διευκολύνσεις στο διεθνές κεφάλαιο, στους «προστάτες- εγγυητές». Τα προηγούμενα ισχύουν και εδώ. Κι ακόμη περισσότερο. Διάλυση εγχώριας βιομηχανικής παρα-γωγής για δημιουργία «πεδίου». Διάλυση αγροτικής παραγωγής για ελεύθερη προσπέλαση των αγροτικών προϊόντων των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων στα πλαίσια της ΚΑΠ και GATT. Μέτρα λουκέτου για τους μικρομεσαίους για «απελευθέρωση» της αγοράς για λογαριασμό των πολυεθνικών. «Απελευθέρωση» επίσης της «αγοράς εργασίας» παράδοση, δηλαδή, της εργατικής τάξης της χώρας μας βορά στις εκμεταλλευτικές ορέξεις του διεθνούς κεφαλαίου.
Και ό,τι προκύψει. Προκύπτουν βέβαια διάφορα. Υπάρχει πάντα η πλεονεκτική γεωγραφική θέση που υπό κάποιες συνθήκες (και κατά περιόδους) ευνοεί σχετικά μια δράση μεταπρατικού, εμπορομεσιτικού χαρακτήρα. Υπήρξε η ευνοϊκή μεταχείριση της Δύσης σε μια χώρα-σφήνα στο Βαλκανικό «εθνικό» χώρο. Υπήρξε για ένα διάστημα η ευνοϊκή συγκυρία (πόλεμος ’67) που έ-κανε το ελληνικό κεφάλαιο προνομιούχο υπεργολάβο της Δύσης στην Μ. Ανατολή. Υπάρχει σή-μερα (για όσο) το Βαλκανικό πεδίο. Και υπάρχει πάντα ο τουρισμός (εκτός και βρέξει)! Ποια «α-ναβάθμιση» και ποια «ανταγωνιστικότητα» σ’ ένα διεθνές πλαίσιο που τσακίζει;
Στην πραγματικότητα. Έχουμε μια ουσιαστική «παραίτηση» της α.τ. και των εκπροσώπων της από μια παραγωγική -οικονομική (και όχι μόνο) στρατηγική ή ακόμη και απλώς πολιτική γραμ-μή. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η μόνη τους «στρατηγική» και η μόνη υπαρκτή γραμμή είναι να «εντοπίσουν» το σε ποια πλευρά να υποταχτούν, να στηριχτούν, να προσαρμοστούν.
Μοναδικός υπαρκτός στόχος. Πάντα στα πλαίσια που μόλις προηγούμενα αναφέραμε, υπάρχει κάποιος στόχος (ας μην τους «αδικούμε»). Η «διάσωση» της μεγαλοαστικής τάξης (τμήματος της έστω) σε βάση σύνδεσης-εξάρτησης και πρακτόρευσης των συμφερόντων του διεθνούς κε-φαλαίου στην περιοχή, με αντιπαροχή τον λαό και την χώρα.
Τα συγκεκριμένα και πραγματικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής τα ‘χουμε κιόλας αναφέ-ρει. Αποβιομηχάνιση, διάλυση της όποιας βιομηχανικής υποδομής της χώρας.
Διάλυση της υπάρχουσας αγροτικής δομής και της αγροτικής παραγωγικής δυνατότητας.
«Εκκαθάριση» των μικρομεσαίων χάριν της εισβολής των πολυεθνικών.
Διάλυση της παιδείας χάριν της προσαρμογής της στις απαιτήσεις του ντόπιου και ξένου κεφα-λαίου.
Την ίδια στιγμή, τα κέρδη των κεφαλαιοκρατών «επενδύονται» – αποθησαυρίζονται στις τράπεζες και σε επιχειρήσεις «έξω».
Υπάρχουν βέβαια και οι ΕΟΚικές «επιδοτήσεις». Η μεγάλη μηχανή. Το σλόγκαν των επιτήδειων. Μα ακριβώς αυτόν τον ρόλο παίξανε αυτές οι επιδοτήσεις. Σύμφωνα με όλα τα στοιχεία οι επι-δοτήσεις αυτές υπολείπονται κατά πολύ των κερδών που «απορρόφησε» το ευρωπαϊκό κεφά-λαιο από την εισβολή του στην ελληνική αγορά. Αλλά ακόμη κι αν δεν είναι έτσι. Οι επιδοτήσεις αυτές (που σε λίγο θα πάψουν να υπάρχουν) υπήρξαν κατ’ αρχήν το δέλεαρ, το «αντίτιμο», για την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας (βιομηχανικής, αγροτικής κ.λπ.) και κατά δεύτερο λόγο της δημιουργίας ενός εσμού «ΕΟΚανθρώπων». μιας μερίδας, δηλαδή, υποκειμένων (πολιτικών, «επιχειρηματιών», ανθρώπων του «πολιτισμού») που διαμορφούμενοι ως τρόφιμοι του ΕΟΚικού πρυτανείου, θα υπηρετούσαν στο διηνεκές την σχέση που τους τρέφει (πλουσιοπάροχα). Την απαλλοτρίωση, δηλαδή, των συμφερόντων του λαού και της χώρας χάριν του ΕΟΚικού κεφαλαίου. Ως επίκαιρο παράδειγμα τα τεκταινόμενα στην «Πολιτιστική» Θεσσαλονίκη. Πλήθος τρωκτικών (από πολιτικούς έως εργολάβους και «καλλιτέχνες») καρπώνονται δεκάδες δις για να… μην κάνουν απολύτως τίποτα.
Τι βλέπουμε σ’ όλα αυτά; Ακριβώς αυτά που ήδη έχουμε αναφέρει. Ο ήδη μεταπρατικός χα-ρακτήρας της ελληνικής οικονομίας, η έλλειψη συμπληρωματικής διάρθρωσης (κάθετης, ορι-ζόντιας) διευρύνεται αντί να μειώνεται. Μια οικονομία εύθραυστη, μια οικονομία ασταθούς ισορροπίας που εξαρτάται σε απόλυτο βαθμό από τις συγκυρίες. Ταυτόχρονα μια οικονομία εξαρτημένη, ευάλωτη σε πιέσεις και «χειρισμούς» από τη μεριά του ιμπεριαλιστικού κεφαλαί-ου, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης κ.λπ.
Τα αδιέξοδά της γενικά και ιδιαίτερα σε περίπτωση δυσμενών συγκυριών είναι δεδομένα. Η «διέξοδος» κι αυτή γνωστή. Η μεταφορά των συνεπειών στον λαό, η ένταση της εκμετάλλευ-σης. Μόνο που κι αυτή η συνταγή έχει πιάσει πλέον τα όριά της.
Έχουμε έτσι την μεταφορά της επίθεσης στα μεσοστρώματα (τα «κατώτερα») της α.τ. Αλλά η πιο χαρακτηριστική έκφραση των αδιεξόδων μιας τέτοιας πολιτικής είναι ίσως η εμφάνιση αν-τιθέσεων ακόμη και στα πλαίσια της μεγαλοαστικής τάξης, τμήματα της οποίας βλέπουν με δέ-ος ότι μπορεί να μείνουν (ακόμη κι αυτοί) εκτός ελίτ. Σημεία των καιρών και είμαστε ακόμη στην αρχή. Στο μεταξύ η κυβέρνηση Σημίτη επιμένει ν’ αναζητάει την «λύση» στις συνταγές του νεοφιλελευθερισμού. Ή όπως θα έλεγε και ο πολυπράγμων Τσουκάτος το ανώτερο στάδιο του σοσιαλισμού είναι ο… μονεταρισμός. Ας έρθουμε, όμως και σ’ αυτό το θέμα.
Η επίθεση ενάντια στον λαό αποτελεί μέρος κι έκφραση της γενικότερης επίθεσης του παγκόσ-μιου καπιταλιστικού συστήματος με στόχο την διαμόρφωση ενός νέου ταξικού συσχετισμού προς όφελος του και σε βάρος του προλεταριάτου και των λαών.
Στην ειδικότερή της έκφραση στη χώρα μας αποτελεί ταυτόχρονα συνέπεια, συνάρτηση και «α-ναπόφευκτη» έκφραση στο συγκεκριμένο πεδίο της γενικότερης πολιτικής των ελληνικών κυ-βερνήσεων και πάντα στην υπηρεσία του ντόπιου και διεθνούς κεφαλαίου.
Στόχοι μιας τέτοιας πολιτικής. Άμεσα το φόρτωμα όλων των συνεπειών και των βαρών των αδι-εξόδων, των της «έλλειψης» πολιτικής, στον λαό.
Σαν κατεύθυνση, η διαμόρφωση σχέσεων απόλυτης κυριαρχίας του κεφαλαίου (ντόπιου και ξέ-νου) έστω κι αν αυτό σημαίνει ένα -στην ουσία- εξανδραποδισμό- του λαού μας. Σαν συνέπεια, η προλεταριοποίηση μεγάλων τμημάτων του λαού, η λιτότητα, η ανεργία.
Το κλείσιμο μιας σειράς επιχειρήσεων (βιομηχανικών κ.λπ.) έχει σαν άμεση συνέπεια το μεγά-λωμα της στρατιάς των ανέργων. Η καταστροφή της αγροτιάς σημαίνει την προλεταριοποίηση σημαντικών τμημάτων της χωρίς να υπάρχει το ελάχιστο πλάνο ένταξης τους σ’ άλλη παραγω-γική οικονομική διαδικασία (ανεργία).
Αντίστοιχα αποτελέσματα έχει το λουκέτο που επιβάλλεται σε χιλιάδες μικρομεσαίους.
Μείωση της «μερίδας» οικονομικών απολαβών όχι μόνο κατά μονάδα, αλλά γενικότερα στη σχέση κεφαλαιοκρατών- εργαζόμενου λαού. Με την ανεργία και την διαμόρφωση μικρότερου «σώματος» εργαζομένων σε συγκεκριμένη βάση και με ανάλογες αποδοχές. Με την ακρίβεια, με την καθήλωση των αμοιβών. Με τις περικοπές στην ασφάλεια, την περίθαλψη, τις συντάξε-ις, την παιδεία κ.ά.
Στόχος οι αποδοχές (το μερίδιο) των εργαζόμενων στο όριο της επιβίωσης. Όσο για εκείνους που θα βρεθούν κάτω ακόμη κι απ’ αυτό, διαμορφώνονται διάφορα «φιλανθρωπικά» πλάνα (συσσίτια κ.λπ.).
Τα προηγούμενα παρ’ όλη την προβλεπόμενη ένταση της δουλειάς και της εκμετάλλευσης. Η εντατικοποίηση αποτελεί συγκεκριμένη και συνειδητή κατεύθυνση.
Το μειωμένο ωράριο (με μειωμένες αποδοχές) δεν σημαίνει καν λιγότερη δουλειά, αλλά κατε-ύθυνση απόδοσης (ξεζουμίσματος) μέσα στο μειωμένο ωράριο της ίδιας δουλειάς με το κανο-νικό. Αυτό ήδη το γνωρίζουν οι εργαζόμενοι και θα το μάθουν καλύτερα στην πορεία.
Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκονται η «απελευθέρωση» του ωραρίου, η ένταξη των υπερωριών σε ετήσια βάση, το κυκλικό ωράριο κ.λπ. Ταυτόχρονα η αναγκαία σε μια τέτοια βάση δεύτερη δουλειά (και κατά κανόνα «μαύρη») προσφέρει μια ακόμη σχέση εντατικοποίησης της δουλει-άς (απόδοσης) και διεύρυνσης του πεδίου εκμετάλλευσης.
Ανατροπή σχέσεων εργασίας- κατάργηση του δικαιώματος στη δουλειά (όποιο έστω υπάρχει). Η θρασύτατη ανακοίνωση περί «απασχολήσιμων» του Σημίτη δεν αποτελεί τίποτα άλλο από την έκφραση του κυνισμού της α.τ. και των εκπροσώπων της αλλά και μια ξεδιάντροπη ομολο-γία (κι αυτά σημεία των καιρών) της μοίρας που επιφυλάσσουν για τους εργαζόμενους. Στην ουσία καταργείται η έννοια του εργαζόμενου, οι σχέσεις εργασίας που υπήρχαν, τα ελάχιστα έστω στοιχεία κατοχύρωσης αυτής της σχέσης. Θεσπίζεται η απόλυτη κυριαρχία του κεφαλαι-ούχου-επιχειρηματία και η μετατροπή του εργαζόμενου σ’ ένα είδος μηχανής (που μ’ ένα κο-υμπί την «ανοίγεις» και την «κλείνεις») από την άποψη ελέγχου και κυριαρχίας, αλλά ακόμη υποδεέστερου (από την μηχανή) από την άποψη της μέριμνας και της ευθύνης γι’ αυτό (ένα μηχάνημα πρέπει ν’ αποσβεστεί στον λιγότερο δυνατό χρόνο κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με πλήρη και συνεχή λειτουργία και απόδοση).
Ταυτόχρονα μέσα από την επιβολή τέτοιων σχέσεων αποσυντίθεται η δυνατότητα συγκρότησης των εργαζομένων, η οργάνωση της άμυνας, της διεκδικητικής τους πάλης κ.λπ. κ.λπ.
Στο επίπεδο της ασφάλειας, της περίθαλψης, των συντάξεων κ.λπ. διαμορφώνεται μια τερατώ-δης λογική που θέλει λ.χ. τους συνταξιούχους (δηλαδή, αυτούς που δημιούργησαν, οικοδόμη-σαν τον όποιο σημερινό πλούτο) περίπου «άχρηστους» και «βάρος» που «επιβαρύνουν» (χωρίς «ανταποδοτικότητα») τους «οικονομικούς δείχτες» (εξαιρούνται βεβαίως οι της αστικής τάξης μια κι αυτοί έχουν διασφαλίσει πολλαπλάσια τα αναγκαία).
Σε διάφορες παραλλαγές αυτής της λογικής τίθεται το ζήτημα της περίθαλψης, της υγείας κ.λπ.
«Σχεδιάζεται» ωστόσο όπως ήδη αναφέραμε το «πιάτο του Δήμου» για όσους το ‘χουν ανάγκη και προβλέπεται να ‘ναι αρκετοί στο μέλλον.
Μ’ αυτά τα δεδομένα, ο «κοινωνικός διάλογος» είναι ό,τι θρασύτερο και εξοργιστικό έχει προβληθεί τα τελευταία χρόνια. Η κυβέρνηση Σημίτη γνωρίζει πολύ καλά τι αισθάνονται οι ερ-γαζόμενοι για την πολιτική της. Γνωρίζει επίσης ότι η «κρατικοποίηση» των συνδικάτων, η εξα-γορά «συνδικαλιστών» δεν αρκεί πλέον για ν’ αποτρέψει τις εκρήξεις (τα δείγματα έχουν ήδη υπάρξει). Προσπαθεί, λοιπόν, να διευρύνει το πλέγμα των παραγόντων (και μόνο τέτοιων όχι λαού) που εξαγοραζόμενοι θα υπηρετήσουν μια τέτοια πολιτική. Κάποιοι τέτοιοι μουστερήδες ήδη έχουν εμφανιστεί στον ορίζοντα (π.χ. από την μεριά του Συνασπισμού που πάντα είχαν έ-φεση στον «διάλογο»).
Ανάλογης θρασύτητας είναι οι εξαγγελίες για τα «μέτρα για την ανεργία» κ.λπ. κ.λπ. Πρόκειται απλώς για την θεσμοθέτηση (και αποδοχή) της ανεργίας. Όταν αυτό που προβλέπεται είναι η παραπέρα μείωση της συμμετοχής στην παραγωγική- οικονομική διαδικασία των εργαζομένων, όταν δεν προβλέπονται νέες επενδύσεις, διεύρυνση της παραγωγικής οικονομικής βάσης, για ποια αντιμετώπιση της ανεργίας έχουν την αναίδεια να μιλούν; Για ποια «μετεκπαίδευση» των εργαζομένων μιλούν οι αχρείοι (οι ίδιοι ακριβώς που διαλύουν το -όποιο- οικοδόμημα της παι-δείας); Πότε και που θα «μετεκπαιδευτεί» ο απολυμένος εργάτης, που θα τρέχει και δεν θα φτάνει να βρει κάποιο μεροκάματο να θρέψει την οικογένειά του; Δεν είναι ότι αυτά τα αποτ-ρόπαια ανθρωπάρια δεν τα γνωρίζουν όλα αυτά. Τα γνωρίζουν και πολύ καλά μάλιστα. Αλλά ευρισκόμενοι σε διατεταγμένη υπηρεσία (με το αζημίωτο πάντα) έχουν ένα και μόνο στόχο. Αυτόν και που προηγούμενα αναφέραμε. Την διαμόρφωση μιας σχέσης απόλυτης κυριαρχίας του κεφαλαίου και της μετατροπής των εργαζόμενων σε αντικείμενα «χρήσεως», με μόνη μέ-ριμνα την «συντήρηση» τους (και αν…).
ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Το πολιτικό ζήτημα είναι κατά βάση το ζήτημα της εξουσίας. Σαν τέτοιο τέθηκε μόνο την περίο-δο της κατοχής και του εμφυλίου. Λύθηκε, με τους γνωστούς τρόπους, υπέρ της α.τ., του κεφα-λαίου και των ιμπεριαλιστών και σε βάρος του λαού.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, λίγες φορές σ’ όλο αυτό το διάστημα τέθηκε και σαν ζήτημα στρατη-γικού προσανατολισμού όπως τον έχουμε προηγούμενα προσδιορίσει. Το 1947 η Μ. Βρετανία «παραδίδει» την αρμοδιότητα στις ΕΠΑ, εξέλιξη στην οποία προσαρμόζεται ασμένως η α.τ. Στην δεκαετία του ’60 διαμορφώνονται (στην α.τ.) τάσεις προσανατολισμού και προς Ευρώπη, που θέλουν να εξισορροπήσουν την σχέση απόλυτης κυριαρχίας των ΕΠΑ που είχε διαμορφωθεί.
Διαδοχικές κρίσεις με αποκορύφωμα την -με υποστήριξη ΕΠΑ- δικτατορία του ’67. Η κατάρρευ-ση της δικτατορίας οδηγεί στην μεταπολίτευση και στον συμβιβασμό του ’74, σε βάση ισορρο-πίας της εξάρτησης από ΕΠΑ – ΕΟΚ, εξέλιξη που επικυρώνεται με την είσοδο στην ΕΟΚ
Αυτός ο συμβιβασμός αποτελεί από τα τότε την βάση λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, μια σχέση που η α.τ. θα ‘θελε να συνεχίσει να την έχει σαν βάση στήριξης.
Από κει και πέρα και μέσα στο πλαίσιο αυτό, το πολιτικό ζήτημα υπάρχει κύρια σαν ζήτημα δι-αχείρισης (εννοείται πολιτικής πάντα και να μην δημιουργούνται παρανοήσεις ως προς αυτό), με «σύνηθες» πεδίο αντιπαράθεσης τις εσωτερικές ανακατανομές. Αυτό βέβαια δεν είναι από-λυτο. Τα πάντα υπόκεινται στην επίδραση των εξελίξεων και δοκιμάζονται από τα προβλήματα που καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν. Πολύ περισσότερο στη χώρα μας με τα πολλά και μεγάλα και οξυμένα ζητήματα που έχουν τεθεί. Έτσι η εξέλιξη του πολιτικού ζητήματος δεν περιορίστη-κε πάντα στην σύνδεσή του με «εσωτερικά» μόνο ζητήματα διεργασίες και ανακατανομές.
Το ζήτημα τέθηκε με μεγαλύτερες απαιτήσεις ιδιαίτερα μετά την περίοδο ’89-’91, όπου είχαμε πολύ σημαντικές εξελίξεις. Μια πρώτη συνέπεια, όπως ήδη έχει αναφερθεί, η εμφάνιση εντο-νότερων αντιθέσεων ανάμεσα σε ΕΠΑ – ΕΟΚ. Μια εξέλιξη που άρχισε ν’ αντανακλάται και στο εσωτερικό και να θέτει κάποια πρώτα ερωτήματα για την βάση στήριξης του πολιτικού συστή-ματος.
Οι μεταβολές στον κόσμο και πολύ περισσότερο η ιδιαίτερη έκφρασή τους στην περιοχή μας, που έθετε ζητήματα για την α.τ. σε βάση απαιτήσεων πολύ μεγαλύτερη και πιο σύνθετη από αυτή που είχε συνηθίσει (αναζήτηση νέου ρόλου, Βαλκάνια, αντιθέσεις με Τουρκία κ.ά.). Η εμ-φάνιση αντιφάσεων ανάμεσα σε «τοπικές» επιλογές της ελληνικής α.τ. και στις ιεραρχήσεις που προσδιόριζαν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα σε σχέση μ’ όλα αυτά τα ζητήματα.
Ταυτόχρονα η ανατροπή του παγκόσμιου συσχετισμού σε βάρος των λαών που έφερε και στη χώρα μας μια συνολική μετατόπιση του πολιτικού ταμπλό προς τα δεξιά. Στο τελευταίο οι πολι-τικές δυνάμεις προσαρμόστηκαν με προθυμία και χωρίς για την ώρα μεγάλους κλυδωνισμούς (ως προς αυτό υπάρχει μια «διαδρομή» που πρέπει να γίνει και που δεν έχει ακόμη διανυθεί). Οι περιπλοκές εμφανίστηκαν αλλού. Η πολιτική «ηγεσία» ήταν συνηθισμένη να κινείται υπό κάλυψη και «προστασία». Πιστεύοντας ότι έχει αυτή την κάλυψη, έκανε τη γνωστή βαλκανική εξόρμηση με τα επίσης γνωστά αποτελέσματα. Προσπάθησε να ελιχθεί, αποπειράθηκε μάλιστα να «παίξει» με τις αντιθέσεις ΕΠΑ – ΕΟΚ με την προσπάθεια του Α. Παπανδρέου να τ’ «ακουμ-πήσει» όλα στις ΕΠΑ Η οργισμένη αντίδραση των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών έφερε αυτό για το οποίο είχε κατηγορηθεί η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. «Αδράνεια πολιτικής». Όχι δεν ήταν η αρρώστια του Α. Παπανδρέου το κύριο ζήτημα. Ήταν η αμηχανία της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ μπροστά σε ζη-τήματα που αδυνατούσε ν’ αντιμετωπίσει. Από την άλλη μεριά κι αν θέλουμε να έρθουμε λίγο πιο κοντά, η εκλογή του «ευρωπαϊστή» Σημίτη, αν αυτή καθ’ αυτή σήμαινε κάτι, ήρθαν τα Ίμια για να αποκαταστήσουν τις ισορροπίες.
Στη βάση όλων αυτών μπορούμε να παρατηρήσουμε κάποια πράγματα. Το ζήτημα προσανατο-λισμού (και πάντα μέσα στα πλαίσια της εξάρτησης) είναι από τα πιο κρίσιμα για την α.τ. της χώρας μας. Η σχετική σύμπλευση το τελευταίο διάστημα των ΕΠΑ- ΕΟΚ (ενόψει επέκτασης του ΝΑΤΟ) δείχνει ν’ αποκαθιστά την βάση στήριξης και ισορροπίας. Ωστόσο προβλήματα εμφανίσ-τηκαν στο αμέσως προηγούμενο διάστημα και πιθανότατα θα εμφανιστούν και στην πορεία. Το σχήμα με το οποίο ερωτοτροπούν οι πολιτικοί παράγοντες της χώρας για εθνικά στις ΕΠΑ για την οικονομία στην ΕΟΚ μοιάζει ισορροπημένο αλλά στην πράξη τα πράγματα είναι εντελώς δι-αφορετικά.
Από την άλλη μεριά (ή μάλλον μαζί μ’ αυτή) είναι φανερή η αδυναμία της α.τ. και των εκπρο-σώπων της στην αντιμετώπιση των κρίσιμων ζητημάτων που έχουν τεθεί. Έκδηλη η αδυναμία διαμόρφωσης μιας σταθερής και αποτελεσματικής κατεύθυνσης. Δεν είναι θέμα ικανότητας (που κι αυτή συζητείται). Κατά κύριο λόγο είναι συνάρτηση της φύσης και του χαρακτήρα της α.τ. και των πολιτικών της εκπροσώπων, της σχέσης τους με τα πράγματα, την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, τον λαό από την άλλη, τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα ζητήματα.
Αποτέλεσμα. Η υποκατάσταση της αναζήτησης στρατηγικής με την φιλολογία περί στρατηγικής και κύρια με την αναζήτηση «στρατηγικού» σχήματος ικανού να χειριστεί αυτά για τα οποία υπάρχει ανικανότητα διαμόρφωσης γραμμής. Την ίδια βάση έχουν και η φιλολογία αλλά και οι κατά καιρούς προσπάθειες για δημιουργία κεντροδεξιάς ή κεντροαριστεράς. Τα τελευταία συν-δέονται και με εσωτερικές πολιτικές ανακατανομές και ισορροπίες αλλά πάντα έχοντας σαν πλαίσιο αναφοράς τα προηγούμενα. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή η αναφορά δεν ήταν σε συγκεκ-ριμένα πολιτικά ζητήματα και επιλογές (που μπορούν να ενώσουν ή να διαχωρίσουν) είχαμε άλλοτε έξαρση της «συναινετικής» και «εθνικοενωτικής» φιλολογίας και τάσεων και άλλοτε άγριους καυγάδες «δι’ ασήμαντον αφορμήν».
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις το «δίδυμο» Καραμανλή- Ανδρέα (’81-’85). Η «αριστερή» κίνηση στη συνέχεια (1985) του Α. Παπανδρέου με άλλοθι την οποία μετατόπισε το ΠΑΣΟΚ δεξιά (σέρ-νοντας κι όλο το πολιτικό ταμπλό) καθώς προσπάθησε να γίνει κεντροδεξιά από μόνος του.
Η απάντηση ήρθε το ’88-’89-’90 με το σκάνδαλο Κοσκωτά, την σύμπραξη ΝΔ, ΣΥΝ, «Κ»ΚΕ κ.λπ.
Η σημερινή φιλολογία περί κεντροαριστεράς έχει τις αναλογίες της με τα προηγούμενα αλλά κι ένα ειδικότερο ενδιαφέρον. Αφετηρία η χωρίς προηγούμενο δεξιά μετατόπιση του ΠΑΣΟΚ και η κλιμάκωση της επίθεσης που φέρνει όλο και πιο άμεσα αντιμέτωπους το σύστημα με το λαό. Η κυβέρνηση Σημίτη ψάχνει συνενόχους προς τ’ «αριστερά» ελπίζοντας ότι έτσι θα μπορέσει ν’ αμβλύνει τις λαϊκές αντιδράσεις. Είναι ένα ζήτημα του ποιοι, πόσο, πως και αν θα μπορέσουν ν’ ανταποκριθούν. Ένα άλλο ζήτημα είναι ωστόσο ότι το σύστημα βρίσκεται σε μια τροχιά εξάν-τλησης των εφεδρειών του κι αυτό είναι κάτι που θα ‘χει τις συνέπειές του σε μια πορεία.
ΠΩΣ ΤΙΘΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ
Μ’ όλα αυτά, θεωρούμε ότι η πορεία του πολιτικού ζητήματος στη χώρα μας κινείται σε «ασ-ταθές» έδαφος και είναι πάντα δυνατή η δημιουργία κρίσης. Αυτό όπως ήδη αναφέραμε δεν είναι τόσο θέμα αυτών ή εκείνων των πολιτικών διεργασιών αλλά κατά κύριο λόγο συνάρτηση των κρισίμων ζητημάτων που έχει και αδυνατεί ν’ αντιμετωπίσει.
Αυτό ισχύει φυσικά για την σημερινή κυβέρνηση. Η κυβέρνηση Σημίτη δείχνει «ισχυρή» και ο ίδιος ο Σημίτης αναδείχτηκε μέσα από μια σειρά διαδοχικές «νίκες». Ωστόσο αυτό που θα κρί-νει στην πορεία την όποια ισχύ και σταθερότητά της είναι οι εξελίξεις σε βασικά ζητήματα. Στην σχέση ΕΠΑ- ΕΟΚ, στα εθνικά, στην οικονομία, στη σχέση της με τον λαό. Ήδη με αφορμή τα εθνικά εκδηλώθηκε η κίνηση των «32». Και βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή. Ταυτόχρονα το «υλικό» που συγκροτεί το πολιτικό σύστημα δε δείχνει ικανό για κινήσεις πέρα από αυτό το πλαίσιο καθώς είναι απλώς «αντάξιο» του συστήματος και της τάξης που εκπροσωπεί. Ας δούμε ωστόσο λίγο περισσότερο κι αυτή την πλευρά του ζητήματος.
ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Για το ΠΑΣΟΚ (αλλά και τα άλλα) δεν είναι πως έχουμε να πούμε κάτι που -λίγο πολύ- δεν το ‘χουμε ξαναπεί. Μπορούμε σε συντομία, λοιπόν, να σημειώσουμε κάποια πράγματα.
Το ΠΑΣΟΚ ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι ένα κόμμα της α.τ., προσαρμοσμένο στο καθεσ-τώς της εξάρτησης και συνολικά στην υπηρεσία του συστήματος.
Επειδή κάποιες συγχύσεις ως προς αυτό συνεχίζουν να καλλιεργούνται:
Το ΠΑΣΟΚ συγκροτήθηκε (από ταξική άποψη) σαν συμβιβασμός τμημάτων της μεγαλοαστικής τάξης με τα ανερχόμενα αστικά μεσοστρώματα, όπου το πάνω χέρι το είχε εξαρχής η μεγαλο-αστική τάξη. Η πρώτη και βασική ρήξη αυτού του συμβιβασμού έγινε το ’85 (αμέσως μετά τις εκλογές) με πρωτοβουλία του Α. Παπανδρέου (ιδιαίτερος και τότε ο ρόλος του Σημίτη σαν υπο-υργού Εθνικής Οικονομίας) και υπέρ της μεγαλοαστικής πλευράς.
Το ΠΑΣΟΚ μετατοπίστηκε δεξιότερα (ρυμουλκώντας και όλο το πολιτικό ταμπλό) επιδιώκοντας ταυτόχρονα τον πλήρη έλεγχο όλων των βασικών κέντρων εξουσίας (η ιστορία με την προεδρία κ.λπ.).
Στο κομματικό επίπεδο είχαμε την ουσιαστική διάλυση των οργανώσεων (την εξουδετέρωση τους) και την διαμόρφωση κλασσικών πλέον αστικών πελατειακών σχέσεων.
Αυτή η πορεία προς τα δεξιά συνεχίστηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλα αυτά τα χρόνια για να ολοκληρωθεί και να σταθεροποιηθεί με τον Σημίτη σε τέτοιο επίπεδο μάλιστα ώστε να «δι-εκδικεί» από την Ν.Δ. τον ρόλο του κατ’ εξοχήν εκπροσώπου των μεγαλοαστικών συμφερόντων (τουλάχιστον του «αποτελεσματικότερου»).
Ως προς τους διεθνείς προσανατολισμούς και εξαρτήσεις. Όσο μας αφορά εμάς δεν είχαμε ποτέ καμία αυταπάτη ότι τα περί «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο» και τα «Έξω οι βάσεις» είναι απλώς προς κατανάλωση.
Από τότε είχαμε ξεκαθαρίσει πως το ΠΑΣΟΚ στην «καλύτερη» περίπτωση ήθελε απλώς να κινη-θεί με μεγαλύτερη ευελιξία και ν’ αξιοποιήσει καλύτερα τα περιθώρια που άφηναν οι τότε διε-θνείς συσχετισμοί. Αυτά που ‘γιναν στην πράξη τα ‘χουμε κιόλας δει, ενώ οι εξελίξεις και οι α-νατροπές που συντελέστηκαν εξαφάνισαν τα όποια περιθώρια και διαμόρφωσαν νέα δεδομέ-να. Έτσι το ΠΑΣΟΚ μέσα από μια περιδίνηση ανάμεσα σε ΕΠΑ – ΕΟΚ από την οποία βγήκε αρκε-τά ζαλισμένο κατέληξε με τον Σημίτη στην αναζήτηση μιας ισορροπίας εξαρτήσεων. Μόνο που όπως ήδη έχουμε αναφέρει η συνταγή -και στη βάση ζητημάτων που ήδη έχουν τεθεί- δεν είναι και τόσο εγγυημένη.
Στο οικονομικό πεδίο, ο «σοσιαλισμός» του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν τίποτε άλλο (και πάντα στην καλύ-τερη περίπτωση) από μια απόπειρα προώθησης μιας Κεϋνσιανής πολιτικής (μιας παραλλαγής της τέλος πάντων) στη χώρα μας, και εφόσον ευνοούνταν κάτι τέτοιο από τις εξελίξεις. Οι εξελί-ξεις ωστόσο «αδιαφορώντας» για όλα αυτά, δημιουργούσαν τα δικά τους δεδομένα. Έτσι από «στενωπού» εις «στενωπόν», οδηγήθηκαν τα πράγματα στην υιοθέτηση της ακριβώς αντίθε-της, σκληρής μονεταριστικής πολιτικής και στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί σ’ αυτό εδώ το κείμενο.
Ως προς την πολιτική του συγκρότηση το ΠΑΣΟΚ δεν ανήκει στην κατηγορία των ιστορικών σο-σιαλιστικών – σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Αυτό επιχειρήθηκε να εμφανιστεί σαν στοιχείο που το διαφοροποιούσε επί το «αριστερότερον» από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Το παραμύθι δεν κράτησε πολύ και θα κρατούσε πολύ λιγότερο αν η όλη επιχείρηση παραπλάνησης δεν είχε την αμέριστη αρωγή του «Κ»ΚΕ, του «Κ»ΚΕ εσ. κ.λπ.
Το ΠΑΣΟΚ συγκροτήθηκε από ένα τμήμα της παλιάς Ένωσης Κέντρου (μετά το ’77 απορρόφησε ένα ακόμη τμήμα της) και ριζοσπαστικές μικροαστικές δυνάμεις που είχαν αναδειχθεί στην δε-καετία του ’60 και στη διάρκεια της δικτατορίας.
Στο μόρφωμα που προέκυψε ο Α. Παπανδρέου επεχείρησε να προσδώσει ιδεολογική βιτρίνα ανακατεύοντας σ’ ένα απίθανο σαλατικό τον Φουριέ, τον Μαρξ, τον Α. Βελουχιώτη και τον …Βενιζέλο. Το νήμα βέβαια που διαπερνούσε και συνέδεε τα στοιχεία του ΠΑΣΟΚ ήταν πάντα αστικό και το οδήγησε τελικά στον προορισμό του. Στον θατσερικό «σοσιαλισμό» του Τσουκά-του. Όλα αυτά θα ήταν απλώς διασκεδαστικά αν δεν είχαν χρησιμοποιηθεί, και μάλιστα με επι-τυχία, για να απορροφήσουν τις αγωνιστικές διαθέσεις και την αντίθεση των μαζών και της νε-ολαίας σε δικτατορία, Δεξιά και ιμπεριαλιστές, και να οδηγήσουν στην υποταγή και στην πλήρη αποδοχή του συστήματος. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αρκούν. Το «Έξω οι βάσεις» ηχο-ύσε ακόμα στον δρόμο, όταν το ΠΑΣΟΚ προωθούσε στην Βουλή την επικύρωση της συμφωνίας ανανέωσης της παραμονής τους. Μιας συμφωνίας που εγκρίθηκε από το 90% της Βουλής κάτι που δεν είχε πετύχει και που δεν θα μπορούσε να το πετύχει ποτέ η Δεξιά.
Βασικό προεκλογικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ το ’81 ήταν το «Σοσιαλισμός στις 18» (ημέρα των εκ-λογών). Σε ποιο «σοσιαλισμό» οδήγησε το ΠΑΣΟΚ τη χώρα μετά από 15 και πάνω χρόνια στην κυβέρνηση κι αυτό επίσης το γνωρίζουμε.
Τα προηγούμενα αποτελούν και στοιχεία αυτού που θα ονομάσουμε «αξία χρήσης» του ΠΑΣΟΚ για το σύστημα. Αυτή συνίσταται στο «αριστερό» προφίλ που είχε κατορθώσει να πλασάρει, στην δυνατότητα του να απορροφά σε σημαντικό βαθμό την λαϊκή δυσαρέσκεια, τα περιθώρια που είχε στο να βρίσκει συμμάχους (συνενόχους) στ’ «αριστερά» τα ερείσματα που είχε οικο-δομήσει στο συνδικαλιστικό κίνημα κ.λπ.
Είχε βέβαια και κάποια μείον. Αυτά συνδέονται κύρια με τις εγγυήσεις που παρείχε στο σύστη-μα, τα ερείσματά του στην α.τ., τις προσβάσεις του στον κρατικό μηχανισμό κ.λπ. Ήδη ωστόσο μετά από μια πορεία 15 χρόνων στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ έχει καλύψει τις «ατέλειες» σε όλα τα επίπεδα και αποτελεί πλέον μια «εγγυημένη» λύση για το σύστημα.
Μόνο που εδώ υπάρχει και το αντίθετο του πράγματος.
Η κάλυψη αυτών των αδυναμιών που εμφάνιζε το ΠΑΣΟΚ απέναντι στο σύστημα, έγινε με τέτο-ιο τρόπο που εξουδετέρωσε σε σημαντικό βαθμό τα αντίστοιχα πλεονεκτήματά του. Η «αριστε-ρή» δημαγωγία του δεν έχει πλέον μεγάλο βεληνεκές. Οι υποψήφιοι «σύμμαχοι» του προς τ’ «αριστερά» έχουν πλέον μεγάλη δυσκολία στο να του «συμπαρασταθούν». Τα ερείσματά του στον συνδικαλισμό αποδυναμώνονται και σε ορισμένες περιπτώσεις χρεοκοπούν τελείως ( βλέπε λ.χ. αγροτικό). Το βέβαιο είναι ότι αδυνατούν να λειτουργήσουν ως αξιόπιστοι πρεσβευ-τές της ΠΑΣΟΚικής πολιτικής στις λαϊκές και εργαζόμενες μάζες. Και το επίσης βέβαιο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ ολοένα και περισσότερο θα χρησιμοποιήσει για την προώθηση της πολιτικής τα πα-ραδοσιακά αστικά μέσα που χρησιμοποιούσε και η «Δεξιά». Τον κρατικό «συνδικαλισμό» τύ-που Καρακίτσου, τις πιέσεις, τις διώξεις, την αστυνομική βία και καταστολή.
Ως προς την προοπτική. Ένα καθοριστικό ζήτημα σε σχέση μ’ αυτό είναι το ότι όλα τα στοιχεία που υπάρχουν σήμερα στο ΠΑΣΟΚ (μιλάμε για το ηγετικό και στελεχικό απαράτ) είναι ολότελα διαβρωμένα και αστικοποιημένα πλήρως. Οι όποιες αντιθέσεις τους, δεν έχουν καμία σχέση με τον λαό, με τα πραγματικά του συμφέροντα κ.λπ. «Αριστερά» στο ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει, κι αυτό δεν είναι σημερινή ιστορία. Εμείς θυμόμαστε πολύ καλά κάποια τραγελαφικά επεισόδια που δείχνουν όχι μόνο την «αριστεροσύνη» αλλά και την έλλειψη έρματος και στοιχειώδους αξιοπ-ρέπειας κάποιων μεγαλοσχημόνων. Όταν τους απέλυε ο Α. Π. τότε «ξεσπάθωναν» με «αριστε-ρές» απόψεις. Μόλις τους επαναπροσλάμβανε τ’ άφηναν όλα αυτά στην άκρη και προσαρμό-ζονταν, για να τα «ξαναθυμηθούν» μόλις τους ξαναπέλυε ο Ανδρέας (το συνήθιζε αυτό ο μακα-ρίτης) κ.ο.κ.
Αλλά ας έρθουμε στα σημερινά. Συγκλονίστηκε η χώρα από το απεργιακό κύμα των αγροτών, ναυτεργατών, συνταξιούχων, καθηγητών κ.ά. Στο ΠΑΣΟΚ δεν κουνήθηκε «αριστερό» φύλλο. Αν-τίθετα μια σοβαρή κρίση βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη με ευδιάκριτες τις εθνικιστικές τάσεις στελε-χών του ΠΑΣΟΚ (32).
Ότι κι αν γίνει, λοιπόν, (και οπωσδήποτε θα γίνουν κάποια πράγματα) πολύ λίγο έως καθόλου θα συναρτάται με υποτιθέμενες ιδεολογικές διεργασίες και τάσεις και πολύ περισσότερο από γεγονότα και εξελίξεις (όπως άλλωστε για όλες τις αστικές δυνάμεις καθώς ήδη αναφέραμε). Τα περιθώρια που έχει, ή που θα δοθούν στον Σημίτη από αυτή την σχέση πραγμάτων δεν είναι απεριόριστα,. Το ζήτημα, λοιπόν, των πιθανών διεργασιών και ανακατατάξεων στο μέλλον, δεν αφορά απλά το ΠΑΣΟΚ αλλά το σύνολο των αστικών δυνάμεων και στη βάση των ζητημάτων που έχουμε ήδη αναφέρει.
Η Νέα Δημοκρατία υπήρξε το κατ’ εξοχήν, το παραδοσιακό κόμμα της μεγαλοαστικής τάξης και φυσικά συνεχίζει να υπηρετεί τα ίδια συμφέροντα. Συγκροτήθηκε με βασικό κορμό την παλιά ΕΡΕ που βαφτίστηκε Ν.Δ., που κι αυτή παλιότερα (η ΕΡΕ) ήταν αναβάπτιση του «Συναγερμού» του Παπάγου που κι αυτός ήταν αναβάπτιση του Λαϊκού κόμματος του Τσαλδάρη. Στην ουσία μιλάμε για το ίδιο κόμμα, την ίδια παράταξη στις διάφορες μεταμορφώσεις της ανά εποχή και συνθήκες.
Την παράταξη την συνδεδεμένη με το μεγάλο κεφάλαιο (ντόπιο και ξένο), τα συμφέροντα του οποίου εξέφραζε και υπηρετούσε.
Την παράταξη την συνδεδεμένη με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, την ευνοούμενη και στηριζόμενη απ’ αυτά, αυτή διαμέσου της οποίας εκφράζονταν και υλοποιούνταν το καθεστώς της εξάρτη-σης.
Την παράταξη μέσα από την οποία πέρασε η κάθε είδους αντιδραστική πολιτική, ο αντικομου-νισμός, οι διώξεις, οι φυλακές, οι εξορίες, οι εκτελέσεις.
Την παράταξη που κυβέρνησε την χώρα μονοπωλιακά σχεδόν τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι το ’67 και από το ’74 μέχρι το ’81. Αλλά και η περίοδος της δικτατορίας δεν της είναι και τόσο «ξέ-νη» στο βαθμό που αποτελώντας τον πόλο συσπείρωσης των πιο αντιδραστικών δυνάμεων, υπήρξε ταυτόχρονα και η φωλιά, η μήτρα που εξέθρεψε από κάθε άποψη την δικτατορία (ιδεο-λογικά, πολιτικά, σε μηχανισμούς και στελέχη). Μπορούμε, συνεπώς, να πούμε πως υπήρξε η παράταξη που βασικά διαμόρφωσε την φυσιογνωμία και την δομή της χώρας, όπως την γνωρί-ζουμε.
Τα τελευταία χρόνια, ο χώρος της Δεξιάς έχει υποστεί σαν παράταξη ορισμένα σοβαρά πλήγμα-τα.
Το πρώτο, η απώλεια της κυβέρνησης το 1981.
Το 1985 έχασε και το έρεισμα της προεδρίας για να το ξαναπάρει το ’90, ενώ από το ’95 και δώθε υπήρξε ένα είδος συμβιβασμού στο πρόσωπο του Στεφανόπουλου.
Γενικά και με εξαίρεση την τριετία Μητσοτάκη βρίσκεται από τότε (1981) εκτός διακυ-βέρνησης, ενώ πρόσφατη είναι η επανεκλογή του ΠΑΣΟΚ.
Στο ίδιο διάστημα. Έχασε πολλά από τα ερείσματά της στον κρατικό μηχανισμό.
Το ΠΑΣΟΚ εξισορρόπησε ή και την υπερκέρασε στο ζήτημα της σύνδεσης με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ανάλογη εξέλιξη σε επίπεδο σχέσης με την μεγαλοαστική τάξη όπου σημαντικές μερί-δες της συνδέθηκαν με το ΠΑΣΟΚ. Τελευταία αντιμετωπίζει το πρόβλημα διείσδυσης του ΠΑΣΟΚ στην παραδοσιακή εκλογική της πελατεία, ενώ η ακόμα παραπέρα δεξιά μετατόπιση του ΠΑΣΟΚ δείχνει να διεκδικεί και να της αφαιρεί «ζωτικό χώρο».
Κάπως έτσι αναδείχθηκε για την ΝΔ πρόβλημα φυσιογνωμίας, «ιδεολογίας» κ.λπ. Εδώ ας ξεκα-θαρίσουμε κάποια πράγματα. Το ότι τα ζητήματα τίθενται μ’ ένα ορισμένο τρόπο, δεν σημαίνει ότι είναι κι έτσι. Αν μιλήσουμε, λοιπόν, για «ιδεολογία» της ΝΔ για την φιλοσοφία που την δια-περνά και την διέπει, αυτή είναι δοσμένη άπαξ και δια παντός. Είναι η «ιδεολογία» της εξυπη-ρέτησης των συμφερόντων της μεγαλοαστικής τάξης, η αποδοχή και στήριξη στο καθεστώς της εξάρτησης, ο αντικομουνισμός, η εναντίωση στα λαϊκά συμφέροντα. Στην δοσμένη φάση δεν τίθεται (από ουσιαστική άποψη) ούτε ζήτημα προσανατολισμού, ενώ ακόμη και το ζήτημα της πολιτικής γραμμής δεν βρίσκεται στην άμεση προτεραιότητα.
Σε επίπεδο εξάρτησης κινούνται σε ανάλογα νερά με το ΠΑΣΟΚ (γραμμή ισορροπίας ανάμεσα σε ΕΠΑ – ΕΟΚ), ενώ στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής ο μονεταρισμός με «τριβές» ως προς την μορφή, τον χρόνο υιοθέτησης, την τακτική προώθησης. Μάλιστα είναι η ΝΔ που «εισάγει» αυτή την άποψη στην Ελλάδα με πιο σημαντικό και ολοκληρωμένο ντοκουμέντο το πρόγραμμα της ΝΔ το 1984. Είναι η ΝΔ που πιέζει το ΠΑΣΟΚ για την εφαρμογή της (άλλο που δεν ήθελε κι αυτό) και είναι η περίοδος της διακυβέρνησης Μητσοτάκη που δίνει ορμή στην πολιτική των ι-διωτικοποιήσεων κ.λπ.
Αλλού βρίσκεται το πρόβλημα.
Εδώ χρειάζεται να διευκρινίσουμε κάποια ζητήματα. Όταν λέμε ότι κάποια πράγματα είναι δοσμένα, δεν εννοούμε καθόλου ότι δεν υπάρχουν διαφορές και αντιθέσεις. Ίσα-ίσα υποστηρί-ζουμε το ακριβώς αντίθετο. Όταν μιλάμε για ασταθή ισορροπία στο συνολικό πολιτικό σκηνικό έχουμε υπόψη μας τα μεγάλα προβλήματα που θα ενεργοποιήσουν αντιθέσεις, εξέλιξη από την οποία δεν εξαιρείται η ΝΔ.
Συμβαίνει ωστόσο το εξής. Το γεγονός ότι η ΝΔ βρίσκεται στην αντιπολίτευση από τη μια την «απαλλάσσει» από την πίεση της αποσαφήνισης της πολιτικής της γραμμής και τις αντιθέσεις που θα δημιουργούσε μια τέτοια απόπειρα (πράγμα που δεν θα αποφύγει τελικά) και από την άλλη της βάζει άμεσα και πιεστικά το ζήτημα της επανόδου (και τίνι τρόπω) στην εξουσία. Έτσι οι αντιθέσεις στη φάση αυτή κατά κύριο λόγο «προβάλλονται» στο ζήτημα γραμμής-τακτικής και σε αναφορά με το ζήτημα της εξουσίας και μορφοποιούνται σε πρόσωπα, ομάδες, σε ζήτη-μα ηγεσίας κ.λπ. Κάπως έτσι έγινε η τρόικα του μονεταριστή Μάνου με την Ντόρα και τον κα-ραμανλικό Σουφλιά, κάπως έτσι ο εβερτικός Βαρβιτσιώτης έριξε τον καραμανλικό Έβερτ χάριν του Καραμανλή του νεώτερου κ.λπ. κ.λπ.
Κάπως έτσι βρίσκεται σε αμηχανία και σύγχυση και ο νέος «ηγέτης» γύρω από το πρόβλημα της «φυσιογνωμίας» της Ν.Δ., δηλαδή της γραμμής-τακτικής για επάνοδο στην εξουσία, αλλά και πολιτικής γραμμής με την πλήρη έννοια, δηλαδή αποσαφήνισης θέσεων πάνω στα πραγμα-τικά ζητήματα που έτσι ή αλλιώς απαιτούν απαντήσεις.
«Έκλεψε» λέει το ΠΑΣΟΚ τις θέσεις της Ν.Δ. Και λοιπόν; Αυτό μπορεί να βάζει μύρια όσα προβ-λήματα στην Ν.Δ. (τακτικής, εκλογικής πελατείας κ.ά.) αλλά γιατί πρόβλημα φυσιογνωμίας; Το ζήτημα, όμως, είναι ότι πρέπει να βρεθεί η συνταγή που και τις θέσεις της Ν.Δ. θα εκφράζει αλ-λά και την άνοδο της δύναμης και της επιρροής της να διασφαλίζει.
«Λαϊκή Δεξιά», λοιπόν, για την προσέλκυση εκλογικής πελατείας ή διεκδίκηση του κοπυράιτ στον νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή προσπάθεια για ξανακέρδισμα της προτίμησης του κεφαλαί-ου (είναι κι εκείνο το πρόβλημα με τα οικονομικά της Ν.Δ. που έχει ανακύψει);
«Πατριωτική» Δεξιά στα εθνικά θέματα ή «ρεαλισμός» για το κέρδισμα της εύνοιας των ιμπε-ριαλιστικών κέντρων;
«Προοδευτικό» και «δημοκρατικό» άνοιγμα στον κεντρώο χώρο (αντιπερισπασμό στο άνοιγμα Σημίτη προς τα δεξιά) αλλά τι γίνεται με το «σώμα» των χουντοβασιλικών που την στηρίζουν στελεχικά και εκλογικά;
Οι προβλέψεις ως προς το ζητούμενο, αν είναι πάντα δύσκολες, είναι χωρίς νόημα σε μια πε-ρίπτωση που η διαπάλη και τα διλήμματα δεν συνδέονται άμεσα, απόλυτα και καθοριστικά με τα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα, αλλά στην πρώτη γραμμή βρίσκεται η αναζήτηση της «συντα-γής».
Σε μια τέτοια περίπτωση οτιδήποτε είναι δυνατόν να συμβεί. Εκείνο που εμείς μπορούμε να πούμε είναι πως οι όποιες αναζητήσεις και μανούβρες αυτού του χαρακτήρα, αργά ή γρήγορα (και πιστεύουμε γρήγορα) θα ξεπεραστούν από την ανάδειξη των πραγματικών πολιτικών προβλημάτων και των απαιτήσεων που θα θέσουν.
Η Πολιτική Άνοιξη (ΠΟΛΑ) υπήρξε έκφραση και συνέπεια του «βαλκανικού έπους» της α.τ. Ό-πως είναι γνωστό και όπως έχουμε κιόλας αναφερθεί, η α.τ. με κυβέρνηση τότε τη ΝΔ αλλά και την ομόθυμη παρότρυνση της αστικής αντιπολίτευσης κι άλλων κολαούζων, την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ την είδε σαν «ιστορική ευκαιρία» των μεγαλοϊδεατικών φαντασιώσεων της. έτσι εφόρμησε. Η επέλαση ωστόσο της ελαφριάς ταξιαρχίας (μιλάμε για πολύ «ελαφρά» και μήτε καν ταξιαρχία) γρήγορα ξεθύμανε καθώς βρέθηκε αντιμέτωπη με τα σχέδια των ιμπε-ριαλιστικών κέντρων από την έγκριση των οποίων ούτως ή άλλως εξαρτούσε την ευόδωση των προσδοκιών της. Έτσι επέστρεψε στον «ρεαλισμό» (στον όποιο ρεαλισμό τέλος πάντων για τον οποίο είναι ικανή). Κάποιοι ωστόσο με επικεφαλής τον Α. Σαμαρά δεν πρόλαβαν, δεν κατάλα-βαν, κάτι έγινε και ξέμειναν μπροστά. Με το κλίμα που προηγούμενα είχε δημιουργηθεί στην αρχή ήταν αρκετοί. Όταν, όμως, άρχισε να δείχνει πιο καθαρά το πράγμα και είδαν ότι το άλογο που ακολουθούσαν δεν ήταν ο Βουκεφάλας αλλά απλώς κεφάλας, οι πιο «ψύχραιμοι» άρχισαν να λακάνε και ξέμεινε ο Σαμαράς (μ’ όσους) προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς του συνέβη.
Το μόνο που του μένει πλέον είναι η προσδοκία κάποιων διεργασιών που να του επιτρέψουν μια «ηρωική» επιστροφή στη ΝΔ, ή ότι άλλο προκύψει τέλος πάντων. Αυτό ανεξάρτητα από τυ-χόν νέες εθνικιστικές εξάρσεις της α.τ. που πάντα είναι πιθανές. Ακόμη και σε μια τέτοια περίπ-τωση το χαρτί Σαμαρά είναι από εκείνα που έχουν κιόλας παιχτεί: Είναι ελάχιστα πιθανό πλέον να του ανατεθεί ρόλος σαν αυτόν που φιλοδοξούσε.
Αξιοσημείωτη υπήρξε η εκλογική επίδοση του ΔΗΚΚΙ Νομίζουμε ωστόσο πως και τα δικά του όρια είναι λίγο πολύ προσδιορισμένα.
Το ΔΗΚΚΙ εμφανίστηκε σαν «λαϊκό» κόμμα (το «παλιό ΠΑΣΟΚ») αλλά με προδιαγραφές (πολιτι-κές, οργανωτικές, στυλ) λίγο πολύ αστικές, ενώ το πιο σημαντικό του ατού υπήρξε το προφίλ που είχε διαμορφώσει ο αρχηγός του Τσοβόλας. Στην πραγματικότητα δεν μπόρεσε και δεν μπορεί να ξεπεράσει το πλαίσιο μιας έκφρασης διαμαρτυρίας που μάλιστα περιορίστηκε γύρω και με κέντρο αναφοράς το ΠΑΣΟΚ.
Όμως, το βεληνεκές, αυτό καθ’ αυτό, ενός τέτοιου σχήματος είναι πάντα περιορισμένο (και χρονικά). Η βιωσιμότητα τέτοιων σχημάτων (πέρα από την αρχική ευνοϊκή συγκυρία) εξαρτάται από το αν τα «παίζει» η α.τ. ή έστω μια μερίδα της (σε αντίθεση λ.χ. με τα αριστερά κόμματα που προσπαθούν να συνδεθούν άμεσα με το λαό, να στήσουν οργανώσεις κ.λπ.).
Στις σημερινές συνθήκες, αυτό εκφράζεται πολύ καθαρά από τη στάση των ΜΜΕ. Τον Τσοβόλα για την ώρα «δεν τον παίζει» κανείς. Έτσι η πιο ελπιδοφόρα διέξοδος για το ΔΗΚΚΙ συνδέεται μάλλον με πιθανές διεργασίες στο ΠΑΣΟΚ και ευρύτερα.
Ο ΣΥΝασπισμός ως χώρος αντιπροσωπεύει την κοινωνική κατηγορία της μικροαστικής προοδε-υτικής (ή «προοδευτικής») ιντελιγκέτσιας.
Ως πολιτικός σχηματισμός αποτελεί σύμπραξη στελεχών με αριστερή προέλευση, αλλά στην πλειοψηφία του ολότελα σχεδόν διαβρωμένα από το σύστημα.
Φέρει τα στίγματα και τα χαρακτηριστικά της ταξικής και πολιτικής του προέλευσης και όπως αυτά μορφοποιήθηκαν με τις επιδράσεις που δέχτηκε στην πολιτική του διαδρομή.
Σαν μικροαστικός χώρος, ταλαντεύεται μονίμως ανάμεσα στην α.τ. και το προλεταριάτο και δι-αμορφώνει αντίστοιχα ενδιάμεση, κεντρώα, ρεφορμιστικά ιδεολογία. Ανάλογα τις συνθήκες τραβιέται είτε προς τη μεριά του κινήματος είτε προς τη μεριά της α.τ. εκδηλώνοντας (ιδιαίτερα τμήματα της διανόησης) κι αναπτύσσοντας αντίστοιχα τις αρετές ή τα ελαττώματα του (την ευαισθησία ή την «ευαισθησία», το ανήσυχο πνεύμα ή τον ελιτισμό, την σχέση ή την απόσταση από τα πραγματικά λαϊκά προβλήματα).
Επί του συγκεκριμένου πάνε πολλά χρόνια τώρα (δεκαετίες) που η κύρια τάση στον χώρο αυτό είναι προς τα δεξιά, προς την α.τ. με ανάλογες συνέπειες στα πολιτικά (και όχι μόνο) χαρακτη-ριστικά που έχει διαμορφώσει.
Πολιτικά αποτελεί έκφραση, συνέχεια και κατάληξη του ρεβιζιονισμού ρεφορμιστικού ρεύμα-τος (της μιας του πτέρυγας) που κυριάρχησε εδώ και δεκαετίες στο κομμουνιστικό κίνημα α-νατρέποντας την προλεταριακή κομμουνιστική γραμμή και κατεύθυνση. Σ’ αυτό το εγκληματικό για την υπόθεση των λαών έργο (το πόσο εγκληματικό έχει φανεί πλέον πολύ καθαρά) οι δύο πτέρυγες συνήργησαν από κοινού για να διαχωριστούν αργότερα. Με κοινό έδαφος τον ρεφορμισμό διασπάστηκαν στο τμήμα εκείνο που παρέμεινε αγκιστρωμένο στην ΣΕ και σ’ εκείνο που έστρεφε τις κεραίες του και διαμορφώνονταν κάτω από την άμεση επιρροή της αστικής τάξης της χώρας του (και συνολικά της Δύσης, των ιδεολογικών και πολιτικών νεορεφορμιστικών ρευμάτων που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη κ.λπ.).
Με αυτούς τους όρους η πορεία αυτού του χώρου υπήρξε μια συνεχής διαδικασία «διόρθωσης λαθών» επί το δεξιότερον. Χαρακτηριστικά. Το μάθημα της Χιλής το εισέπραξαν στη βάση μιας λογικής που άγγιζε τα όρια της διαστροφής. Εφ’ όσον, λοιπόν, στη Χιλή αποδείχτηκε για άλλη μια φορά ότι το «ειρηνικό πέρασμα» (η γραμμή τους) αποτελεί ουτοπία, η «λύση» είναι το πέ-ρασμα στο σοσιαλισμό με την συνεργασία της… α.τ. (ενός τμήματός της έστω). Μας προέκυψε έτσι ο «ιστορικός συμβιβασμός» για να ξεχαστεί κι’ αυτός και να απομείνουν οι «βαθιές διαρ-θρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις» για να ξεμείνουν κι’ αυτές στ’ αζήτητα από την κυριάρ-χηση μιας λογικής πλήρους ένταξης στο σύστημα.
Βεβαίως και όσον αφορά ειδικότερα το ελλαδικό τμήμα του ρεύματος, έπαιξαν το ρόλο τους και κάποιες εξελίξεις. π.χ. το γεγονός πως το ΠΑΣΟΚ άλωσε συνολικά σχεδόν τον μικροαστικό χώρο, βάζοντας σοβαρό πρόβλημα και στις δυο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού. Μια και δεν έλε-γαν και δεν προωθούσαν κάτι ουσιαστικά διαφορετικό, διευκολύνονταν ο μικροαστικός οπορ-τουνισμός στο να βρίσκει πιο απλό και βολικό την ένταξη σε ένα «αποδεχτό» κόμμα από ένα κόμμα «χαρακτηρισμένο». Ειδικότερα για τον ΣΥΝ (αρχικά «Κ»ΚΕ εσ., μετά ΕΑΡ και μετά ΣΥΝ) υπήρξε πρόσθετο πλήγμα το γεγονός πως το «Κ»ΚΕ κέρδισε το μεγαλύτερο τμήμα εκείνου του αριστερού κόσμου που δεν τραβήχτηκε από το ΠΑΣΟΚ (σε βάση «αριστερού» βερμπαλισμού, κάλυψης από ΣΕ και ελλαδικών ιδιαιτεροτήτων). Για την συγκεκριμένη τάση και τον σχηματισμό έμπαινε έως και θέμα ύπαρξης. Βεβαίως ο συνασπισμός στελεχών που τον πλαισίωνε υπεραμύνονταν στα διάφορα πάνελ της αναγκαιότητας ιδιαίτερης ύπαρξής τους, αλλά είναι συζητήσιμο το αν θα επιβίωνε σαν σχηματισμός χωρίς τη γενναία υποστήριξη του συστήματος και παρά την μετάγγιση από το «Κ»ΚΕ ενός μεγάλου τμήματος στελεχών.
Καταλυτικές -και για τον ΣΥΝ- υπήρξαν οι ανατροπές που συντελέστηκαν το ’89-’91. «Απελευ-θερωμένοι» πλέον, τρέξανε -κυριολεκτικά- να προλάβουν ποιος θα ενταχθεί γρηγορότερα και καλύτερα στο σύστημα. Ο σημερινός ΣΥΝ είναι (στο μεγαλύτερο μέρος του στελεχικού του α-παράτ) ολότελα διαβρωμένος και αφομοιωμένος από το σύστημα με μόνο μέλημα αυτών που τον συγκροτούν το πως θα πουλήσουν σε καλύτερη τιμή την πραμάτεια τους στο σύστημα.
Το μόνο που τους αξίζει, πλέον, είναι η περιφρόνηση κι αν «αδικούμε» κάποιον εκεί μέσα τη λύση μπορεί να τη δώσει μόνο ο ίδιος.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι ξεμπερδεύουμε μια για πάντα με αυτόν τον χώρο. Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Σαν χώρος, σαν ταξική «περιοχή» θα συνεχίσει να υπάρχει ούτως ή άλλως. Σαν τάσεις και ρεύματα αυτού ή εκείνου του τύπου θα συνεχίσουν ν’ αναπαράγονται. Πολύ περισ-σότερο. Η σημερινή κατάσταση στον κόσμο, η επίθεση του συστήματος που πλήττει ανελέητα έως και τμήματα (τα κατώτερα) της α.τ. θα ενισχύσει τις τάσεις αντίστασης παντού. Ήδη μια τέ-τοια διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη.
Το πότε, πως και σε ποια κατεύθυνση θα μορφοποιηθούν αποτελεί συνάρτηση της ανάπτυξης του προλεταριακού επαναστατικού κινήματος. Αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.
Το «Κ»ΚΕ είναι ένα κόμμα που διαμορφώθηκε την περίοδο ’50-’90. Δεν έχει σχέση με το παλιό ΚΚΕ που γεννήθηκε, ανδρώθηκε και μορφοποίησε τα χαρακτηριστικά του (με τις όποιες αδυνα-μίες μπορεί να διαπιστώσει κανείς) πάνω στο έδαφος της ταξικής πάλης της χώρας μας και στα πλαίσια του παγκόσμιου επαναστατικού προτσές.
Το «Κ»ΚΕ γεννήθηκε μέσα από ένα πραξικόπημα που μπόρεσε να επιβληθεί μόνο επειδή προ-ωθήθηκε άμεσα από την χρουστσοφική κλίκα και επειδή ένα μεγάλο τμήμα στελεχών και με-λών του ΚΚΕ βρίσκονταν πρόσφυγες στην ΣΕ και τις άλλες Ανατολικές χώρες (ένα άλλο σημαντι-κό τμήμα βρίσκονταν σε φυλακές και εξορίες της χώρας μας και με προφανή την αδυναμία πα-ρέμβασης στις εξελίξεις). Ακόμη κι έτσι, χρειάστηκε (με την βοήθεια και την βία των χρουστσο-φικών μηχανισμών) να «διαγραφούν» τα 3/4 περίπου των μελών του κόμματος για να «νομι-μοποιηθεί» η νέα «καθοδήγηση». Το «Κ»ΚΕ, λοιπόν, γεννήθηκε μέσα από ένα έγκλημα σε βά-ρος του κομμουνιστικού κινήματος (ακολούθησαν κι άλλα) κι αυτό σφράγισε την μετέπειτα πο-ρεία του, τα χαρακτηριστικά, την φυσιογνωμία του.
Σ’ αυτό το έγκλημα, οι δύο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού – ρεφορμισμού, ενήργησαν από κοινού και υπό την καθοδήγηση κι αμέριστη βοήθεια του χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής κλίκας, για να διασπαστούν στην συνέχεια.
Στη βάση κι αυτής της εξέλιξης, το «Κ»ΚΕ μορφοποίησε και σταθεροποίησε εκείνα τα χαρακτη-ριστικά που το διαφοροποιούσαν από το «Κ»ΚΕ εσ.
Βασικό στοιχείο αυτής της συγκρότησης η σύνδεση-εξάρτηση από το ΚΚΣΕ. Εκεί βρίσκονταν η αναφορά, το «όραμα», από εκεί οι ιδεολογικές αναλύσεις έως και η πολιτική γραμμή, από εκεί βεβαίως η κάθε είδους υποστήριξη και ενίσχυση (και οικονομική).
Ο άλλος βασικός παράγοντας που επιδρούσε καθοριστικά στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του «Κ»ΚΕ συνδέεται με το είδος των σχέσεων που διαμόρφωσε με την α.τ. της χώρας μας. Δε-δομένη αυτή η επίδραση (όπως και στο «Κ»ΚΕ εσ.) και πολύ περισσότερο σ’ ένα κόμμα όπου απουσίαζε η επαναστατική γραμμή και κατεύθυνση και η ανάλογη αντίσταση, αντιπαράθεση στις πιέσεις και την επίδραση της αστικής ιδεολογίας. Αυτή η ολοφάνερη αντίφαση (του υπηρε-τείν δύο κυρίους) δημιούργησε αρκετά προβλήματα στο «Κ»ΚΕ, αλλά λιγότερα από αυτά που θα μπορούσαν να εκδηλωθούν (και μάλιστα πιο νωρίς) στον βαθμό που διευκολύνονταν το ξε-πέρασμά της (της αντίφασης) από την γραμμή της …ΣΕ. Η γραμμή της ΣΕ, σύνδεσης δηλαδή με την ελληνική α.τ. (όπως κι άλλων χωρών) διευκόλυνε το «Κ»ΚΕ καθώς όχι μόνο δεν έβαζε ζήτη-μα σύγκρουσης με την α.τ., αλλά του έδινε την δυνατότητα αυτή την «ιδιότυπη», ρεφορμιστική γραμμή, να την εντάσσει στα πλαίσια της «παγκόσμιας στρατηγικής του κινήματος» κ.λπ. κ.λπ.
Φυσικά δεν κατόρθωσε ν’ αποφύγει την διαρκή «παραγωγή» Ανδρουλάκηδων κ.λπ., αναπόφε-υκτη έκφραση της ιδεολογίας, της γραμμής, της φυσιογνωμίας του.
Ο σεισμός του ’89-’91 συγκλόνισε φυσικά και το «Κ»ΚΕ. Έχασε τον πόλο αναφοράς του, την πλάτη στην οποία στηριζόταν. Ταυτόχρονα για τους ίδιους αλλά και για ειδικότερους λόγους, η α.τ. της χώρας μας το «έριξε» χάριν του ΣΥΝ. Στην ίδια περίοδο και για διαφορετικούς λόγους ένα μεγάλο μέρος του στελεχικού του απαράτ «μετακόμισε» στον ΣΥΝ, ενώ ένα άλλο τμήμα δι-αχώρισε την θέση του, κινούμενο προς τ’ αριστερά (ΝΑΡ).
Ταυτόχρονα στην ίδια περίοδο ολοκληρωνόταν μια εξέλιξη που υπό άλλους όρους θα ‘χε μικρή σημασία, αλλά που στην περίπτωση του «Κ»ΚΕ είχε μεγάλη. Ολοκλήρωνε τον βιολογικό της κύκλο η γενιά του ’40. Αποχωρούσε από το προσκήνιο ένας κόσμος που ούτως ή άλλως αποτε-λούσε την δεξαμενή απ’ όπου αντλούσε στήριξη το «Κ»ΚΕ, μια κι όλα αυτά τα χρόνια η ρεφορ-μιστική του γραμμή δεν του επέτρεπε ν’ ανανεώσει τις «βάσεις» του στο λαό. Σχετική εξαίρεση οι νεολαίοι που εντάχθηκαν στις γραμμές του ιδιαίτερα τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια αλλά που κι αυτοί το εγκατέλειψαν είτε (υλοποιώντας την ρεφορμιστική του κατεύθυνση στις συνέπειες της) προς τα δεξιά, είτε (το πιο συγκροτημένο κομμάτι της νεολαίας του) προς τα αριστερά (ΝΑΡ).
Για το «Κ»ΚΕ και την ηγεσία του, έμπαινε πλέον (και μπαίνει) θέμα επιβίωσης, ζήτημα που συν-δέθηκε και με το ζήτημα φυσιογνωμίας που επίσης αναδείχθηκε από τις εξελίξεις.
Μιλώντας για το σημερινό «Κ»ΚΕ, ας έχουμε υπ’ όψιν μας ότι μιλάμε για το στελεχικό του απα-ράτ. Ένα απαράτ που είναι το ίδιο το παλιό, μείον η ομάδα που μετακόμισε στον ΣΥΝ. Ως προς αυτό θα μπορούσαμε απλά να πούμε ότι εμείς δεν πιστεύουμε στις μεταλλάξεις, αν και δεν δι-αφεύγει της προσοχής μας ότι δεν είναι πια (και δεν μπορεί) τόσο αγέρωχο, σίγουρο για τον εαυτό του όπως παλιά και «απρόσβλητο» σε επιδράσεις. Ας δούμε όμως. Σαν τέτοιο, από τα πρώτα στοιχεία που εκδήλωσε μετά την κρίση, ήταν μια «αυθόρμητη» τάση αναπαραγωγής παλιών σχέσεων. Αναζήτηση πλάτης στην Κίνα (η οποία αιφνιδίως έγινε «κάστρο του σοσιαλισ-μού»), κράτημα κάποιων γεφυρών με την α.τ., καλλιέργεια προσδοκιών για τις εξελίξεις στη Ρωσία, κάποια πασαλείμματα «αυτοκριτικής» και περισσότερος βερμπαλισμός στα πρότυπα της συνταγής, που μετά το ’74 έδωσε στο «Κ»ΚΕ την υπεροχή απέναντι στο τότε «Κ»ΚΕ εσ.
Το παρασκεύασμα, ωστόσο, δεν έδεσε.
Από γενική άποψη οι σχέσεις που διαμόρφωσαν το «Κ»ΚΕ στην προηγούμενη περίοδο δεν υ-πάρχουν πλέον, έχουν τελειώσει ιστορικά και δεν μπορούν ν’ αναπαραχθούν. Η ιμιτασιόν εκδο-χή που διακρίνεται σε διάφορα δεδομένα, δεν αρκούν για να αναπαράξει και να στηρίξει το «Κ»ΚΕ που ονειρεύεται η ηγεσία του. Από διεθνή άποψη η «πλάτη» της Κίνας δεν αρκεί, ενώ οι εξελίξεις στη Ρωσία ακόμη κι αν (όταν κι αν) δώσουν κάτι, αυτό δεν θα είναι η ΣΕ των Χρουσ-τσόφ και Μπρέζνιεφ.
Στο εσωτερικό η α.τ. βλέπει στο «Κ»ΚΕ μια εφεδρεία για ώρα ανάγκης, αλλά για την ώρα η «ρήτρα του ευνοούμενου αριστερού» κόμματος έχει κατακυρωθεί στον ΣΥΝ. Υπ’ αυτές τις συν-θήκες η ηγεσία του «Κ»ΚΕ είναι αναγκασμένη να δει ότι χωρίς βάση στήριξης (οργανωτική, εκ-λογική), χωρίς «αριστερό κεφάλαιο» δεν έχει πολύ μέλλον.
Εδώ, όμως, αναδείχνεται ένα άλλο ζήτημα. Το κεφάλαιο που διαχειρίστηκε η ηγεσία του «Κ»ΚΕ δεν το παρήγαγε η ίδια. Στο κύριο μέρος του το «κληρονόμησε» (ή καλύτερα το σφετερίστηκε) για να το καταναλώσει ασύστολα. Η αναπαραγωγή στις νέες συνθήκες θ’ απαιτούσε άλλη γραμμή (επαναστατική, κομμουνιστική), άλλες διαδικασίες και «χρόνο», πράγματα τα οποία η ηγεσία του «Κ»ΚΕ ούτε θέλει ούτε τα μπορεί (άσε που βιάζεται κιόλας). Άλλωστε μια τέτοια κα-τεύθυνση αντιφάσκει με τα άλλα στοιχεία με τα οποία συναρτάται η κίνηση του «Κ»ΚΕ («πλά-τη», σύνδεση με την α.τ.). Εδώ θα πρέπει κατ’ αρχήν να διευκρινίσουμε κάτι. Όταν λέμε ότι δεν μπορεί να αναπαραχθεί, εννοούμε εκείνη τη βάση στήριξης που χρησιμοποίησε το «Κ»ΚΕ το προηγούμενο διάστημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι από γενική άποψη ένα τέτοιο κόμμα δεν μπορεί ν’ αυξήσει την επιρροή του σε μικροαστική ρεφορμιστική βάση. Μπορεί και παραμπορεί, και η όποια διεύρυνση της επιρροής του μετά το ’74 είχε κυρίως τέτοιο χαρακτήρα (γι αυτό και φύ-ρανε εύκολα). Αλλά εδώ υπάρχουν κάποια προβλήματα. Στο πεδίο αυτό το «Κ»ΚΕ έχει από σο-βαρούς μέχρι και δευτερεύοντες ανταγωνιστές (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ, ΔΗΚΚΙ) που μάλιστα λειτουργούν με προνομιακούς όρους απέναντι στο «Κ»ΚΕ (τουλάχιστον οι δύο πρώτοι).
Το πεδίο είναι, λοιπόν, κατειλημμένο και η συνταγή μάλλον δεν είναι η πιο κατάλληλη. Έτσι η ηγεσία του «Κ»ΚΕ παλινδρομεί ανάμεσα στις διάφορες εκδοχές αναζητώντας την σύνθεση που θα της επιτρέψει να ξαναμπεί στο παιχνίδι με καλούς όρους. Γι αυτό άλλωστε και οι αντιθέσεις στο ηγετικό επίπεδο (με Φλωράκη, Κωστόπουλο κ.λπ.) των οποίων δεν έχουμε δει ακόμα παρά μόνο την άκρη.
Συνοψίζοντας. Το «Κ»ΚΕ είναι το ίδιο κόμμα με αυτό που διαμορφώθηκε την περίοδο ’56-’90. Από άποψη φιλοσοφίας που το κινεί, από ιδεολογική, πολιτική, οργανωτική άποψη, αλλά και με το ίδιο ηγετικό απαράτ. Για όλη αυτή την περίοδο η ηγεσία του «Κ»ΚΕ δεν έχει κάνει καμία ουσιαστική-πραγματική αυτοκριτική. Όχι ότι θα αρκούσε κάτι τέτοιο, ούτε και είναι αυτό που αποτελεί το κύριο ζήτημα. Το κύριο είναι πάντα το ότι το «Κ»ΚΕ (η ηγεσία του) ούτε θέλει ούτε μπορεί να αλλάξει. Και μια προϋπόθεση γι αυτό θα ήταν μια πραγματική αυτοκριτική. Γιατί το ηγετικό απαράτ του «Κ»ΚΕ δεν βαρύνεται απλώς με κάποια σφάλματα, αλλά και με πραγματι-κά εγκλήματα σε βάρος του κινήματος.
Συμπαρατάχθηκε με την ηγεσία του ΚΚΣΕ στην επιχείρηση ανατροπής της σοσιαλιστικής κατεύ-θυνσης στην ΣΕ Υποστήριξε τους Χρουστσόφ, Μπρέζνιεφ, Γκορμπατσόφ μέχρι την τελευταία ώρα. Συνήργησε και συμπαρατάχθηκε στο μαύρο μέτωπο που δημιουργήθηκε από Μόσχα έ-ως… Ουάσιγκτον με στόχο την κατασυκοφάντηση της περιόδου της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Είναι συνυπεύθυνο (στο ποσοστό που του αναλογεί) για την ανατροπή της επαναστατικής κατεύθυνσης στο κίνημα, για όλα εκείνα που οδήγησαν στην συνολική ανατροπή των συσχε-τισμών σε βάρος των λαών.
Ως προς το ελληνικό κίνημα υπήρξε ο καρπός μιας επαίσχυντης επιχείρησης διάλυσης του ΚΚΕ, ιδεολογικά, οργανωτικά, στην οποία συμμετείχε ως κολαούζος των χρουστσοφικών υπηρεσιών και ανταμείφθηκε αναδεικνυόμενο στην «καθοδήγηση».
Από αυτή τη θέση έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στον αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος που το μετέτρεψε σε ουρά των αστικών δυνάμεων, της ΕΚ, των «αντιδικτατορικών δυνάμεων», του Καραμανλή, του ΠΑΣΟΚ, του …Μητσοτάκη.
Αντί για μια πραγματική και ουσιαστική αυτοκριτική η ηγεσία του «Κ»ΚΕ, θρασσύτατα μιλάει για «δικαίωση» της γραμμής της και «επαλήθευση» των εκτιμήσεων της. Πέρα από το αυταπό-δεικτο του ότι δεν θέλουν να πάρουν τις ευθύνες τους (και μόνο αν είχε κανείς αυταπάτες θα περίμενε κάτι τέτοιο), το κύριο είναι πάντα άλλο. Το «Κ»ΚΕ (το ηγετικό του απαράτ) ούτε θέλει ούτε μπορεί ν’ αλλάξει. Γιατί πραγματική αυτοκριτική θα σήμαινε και αναίρεση βασικών ιδεο-λογικών και πολιτικών χαρακτηριστικών που το συγκροτούν ως συγκεκριμένο πολιτικό οργα-νισμό.
Αν σταθούμε λ.χ. στην «αυτοκριτική», τις «εκτιμήσεις» του γύρω από την παλινόρθωση, θα δο-ύμε να περιστρέφεται κύρια γύρω από το ζήτημα της «προδοσίας» του Γκορμπατσόφ, της ιμπε-ριαλιστικής επέμβασης κ.λπ. Όχι πως δεν υπήρξαν κι αυτά. Αλλά το κύριο ζήτημα βρίσκεται πά-λι αλλού. Βρίσκεται ακριβώς εκεί που δεν θέλει να το «δει» η ηγεσία του «Κ»ΚΕ. Στην πορεία διαμόρφωσης της ΝΑΤ που μέσα απ’ αυτήν αναδείχθηκαν οι Γκορμπατσόφ, Γέλτσιν και σία. Στην αναγνώριση της αναγκαιότητας συνέχισης της ταξικής πάλης του προλεταριάτου και των κομμουνιστών για όλη τη μεταβατική περίοδο.
Το «Κ»ΚΕ επιμένει στην αντίληψη ενός μοντέλου «σοσιαλισμού», ενός κρατικού καπιταλισμού υπό την ηγεμονία και καθοδήγηση της ιντελιγκέτσιας, της ΝΑΤ, σαν αυτό που υπήρξε στην ΣΕ του Μπρέζνιεφ κι αυτό υπάρχει σήμερα στην Κίνα.
Επιμένει σ’ αυτήν, επειδή τηρουμένων των αναλογιών, αντιπροσωπεύει αντίστοιχες ταξικές δυ-νάμεις.
Επιμένει σ’ αυτήν, επειδή εναρμονίζεται «σοσιαλιστικά» με την ρεφορμιστική πολιτική του γραμμή και κατεύθυνση. Αυτή που δεν του βάζει πρόβλημα στην λογική της ταξικής συνεργα-σίας, της δημιουργίας «μετώπου» με το ΠΑΣΟΚ, τον Μητσοτάκη και όποιον άλλο προκύψει αύ-ριο. Τα προβλήματα, δηλαδή που θα του έβαζε μια γραμμή συνολικής ρήξης με το σύστημα και οικοδόμησης των όρων για την ανατροπή, αλλά και τις ιδεολογικές, πολιτικές και οργανωτικές προϋποθέσεις για ένα σοσιαλισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Παραμένουν, λοιπόν, όλα εκείνα τα στοιχεία που παρήγαγαν τη γνωστή ρεφορμιστική πολιτική γραμμή και τακτική και που θα συνεχίσουν να την αναπαράγουν.
Από την άποψη αυτή αποτελούν απλώς στοιχείο «επιφάνειας» και τακτικισμού κάποιες «αρισ-τερές» κορόνες και κάποιες «αγωνιστικές» εξάρσεις χωρίς συνέχεια. Για όλα αυτά, όμως, θα μπορούσαμε να πούμε πολύ απλά ότι το έργο το έχουμε ξαναδεί (την περίοδο μετά το ’74 όταν το «Κ»ΚΕ αγωνιούσε «να πάρει κεφάλι» από το τότε «Κ»ΚΕ εσ.).
Όλα αυτά στις σημερινές συνθήκες συνδέονται άμεσα με το πρόβλημα ύπαρξης που αντιμετω-πίζει το «Κ».Κ.Ε. και βέβαια της φυσιογνωμίας που αναζητεί σε αναφορά με τα νέα δεδομένα. Πιο συγκεκριμένα.
Με το γεγονός ότι στη φάση αυτή και για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του η α.τ. «δεν το παίζει».
Με το πρόβλημα διαχωρισμού του από τον ΣΥΝ και κύρια το ζήτημα ηγεμονίας στον πέρα του ΠΑΣΟΚ χώρο.
Με την αναγκαιότητα δημιουργίας «αριστερού» κεφαλαίου, έτσι ώστε να ξαναμπεί στο παιχνί-δι με καλύτερους όρους.
Με το γεγονός ότι η επίθεση του συστήματος έχει πάρει τέτοιες μορφές που δεν του αφήνει μεγάλα περιθώρια ελιγμών (εδώ έχουν πρόβλημα ως και στελέχη του ΠΑΣΟΚ).
Τέλος με την πίεση (συνάρτηση και του προηγούμενου) της βάσης του, που ένα σημαντικό τμή-μα της είναι εργατική και αριστερή.
Αλλά ακόμη κι έτσι βλέπουμε ότι η γραμμή του «Κ»ΚΕ στα βασικά της στοιχεία («αντιμονοπω-λιακό μέτωπο» κ.λπ.) είναι η ίδια με την παλιά. Αυτή που κατά την Παπαρήγα «δικαιώθηκε». Ταυτόχρονα στην προώθηση της, στα ειδικότερα στοιχεία της, στην τακτική, ευδιάκριτα είναι κάποια πράγματα.
Η προσπάθεια της ηγεσίας του «Κ»ΚΕ σε κάθε περίπτωση, να μην οδηγεί η όποια αντίθεση της με τις αστικές δυνάμεις σε επίπεδο ρήξης.
Την δημιουργία αυταπατών, την παγίδευση και «κατανάλωση» των αγωνιστικών διαθέσεων των μαζών.
Η «φροντίδα» της να μην ξεκαθαρίζει την άποψή της σχετικά μ’ ένα κρίσιμο ζήτημα όπως αυτό της ΕΟΚ. Κορυφαία έκφραση της λογικής της, η στάση που κράτησε στην διάρκεια της έκρηξης του απεργιακού αγωνιστικού κινήματος στη χώρα μας. Δεν έκανε καμία προσπάθεια συντονισ-μού- συγχρονισμού των αγώνων, πράγμα που θα τους έδινε άλλη δυναμική και πολιτική διάσ-ταση ακριβώς για να αποφύγει την αντιπαράθεση με την αστική τάξη. Μέσα από «αριστερές» και «αγωνιστικές» κορόνες το οδήγησε στην ήττα, ενώ στην περίπτωση του μεγαλειώδους α-γώνα των αγροτών κυριολεκτικά τους ξεπούλησε. Στην περίπτωση αυτή η ηγεσία του «Κ»ΚΕ «ανέλαβε τις ευθύνες της» όπως ακριβώς απαιτούσε απ’ αυτήν η κυβέρνηση. Ανέλαβε αυτόν τον ρόλο επειδή συνεχίζει να ευελπιστεί ότι η μοιρασιά στα διάφορα προεδρεία θα επεκταθεί και σε πιο σημαντικούς πολιτικούς ρόλους. Συνεχίζει να έχει και να καλλιεργεί αυταπάτες ότι οι δυνάμεις που κυριαρχούν σε ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ μπορούν «ν’ αλλάξουν πολιτική» και κατ’ επέκταση οι αστικές πολιτικές δυνάμεις που τις ποδηγετούν. Ακριβώς γι αυτό κρατάει το ζήτημα των συμ-μαχιών «ανοικτό». Κάποιοι θα βρεθούν στην πορεία για να τους προτείνει συνεργασία σε βάση «προστατευτισμού» της «εθνικής οικονομίας» και της «αυτοδύναμης ανάπτυξής» της.
Αλλά ειδικά για το «Κ»ΚΕ και τα προβλήματα που βάζει η παρουσία του στην πάλη των μαζών θα χρειαστεί να επανέλθουμε.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ
Για το ζήτημα της πάλης των μαζών τα προβλήματα και τα καθήκοντα που αυτή θέτει, αναφερ-θήκαμε ως ένα βαθμό: Στόχος μας είναι ν’ αναφερθούμε ειδικότερα και αναλυτικότερα σ’ όλα αυτά σ’ ένα εντελώς ξεχωριστό κεφάλαιο. Έτσι εδώ μπορούμε απλώς να σημειώσουμε επιγ-ραμματικά κάποια πράγματα.
«Αυτό που αλλάζει» είναι όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι διαθέσεις των μαζών απέναντι στο σύστημα και τις δυνάμεις που το εκπροσωπούν. Αυτό που ενεργοποιείται είναι η αντίθεση τους στην επίθεση που δέχονται, κι αυτό που έρχεται είναι η ένταση των αγώνων τους.
Εξελίσσεται ήδη ένα προτσές ξεπεράσματος συνδικαλιστικών κ.λπ. «ηγεσιών» που τις παγίδε-υαν και τις αδρανοποιούσαν. Το προτσές αυτό βρίσκεται μόλις στην αρχή του γι αυτό και υπάρ-χουν και τα αναπόφευκτα πισωγυρίσματα. Ωστόσο υπάρχει μια τέτοια τάση που αναπτύσσεται και το ζητούμενο είναι η ανύψωση της στο πολιτικό πεδίο.
Η επίθεση του συστήματος θα συνεχιστεί θα κλιμακωθεί αλλά και, αναπόφευκτα, θα διευρυν-θεί και σε πεδία όπως της παραβίασης συνδικαλιστικών και δημοκρατικών ελευθεριών, θα γί-νει συχνότερο φαινόμενο η χρήση βίας για την αντιμετώπιση των λαϊκών αγώνων. Εξελίξεις που θα θέτουν όλο και πιο άμεσα και επιτακτικά το ζήτημα αντιμετώπισής τους.
Υπάρχει, και θα τίθεται όλο και πιο έντονα, κενό εκπροσώπησης όχι μόνο των προλεταριακών λαϊκών συμφερόντων, αλλά μ’ ένα τρόπο ακόμα και μικροαστικών έως και μικρομεσαίων αστι-κών δυνάμεων.
Στη βάση της κλιμακούμενης επίθεσης, του κοινωνικού ζητήματος που θα θέτει, στη βάση των προβλημάτων που συνδέονται με τα εθνικά ζητήματα και που θα τίθενται στην πορεία, θα πρέπει ν’ αναμένονται σαν πολύ πιθανές και ν’ αντιμετωπιστούν ανάλογες πολιτικές ανακατα-τάξεις σ’ όλα τα επίπεδα.
Συνολικά και από κάθε άποψη βρισκόμαστε σε περίοδο ανασύνταξης του λαϊκού κινήματος. Ανάλογα, λοιπόν και τα καθήκοντα των κομμουνιστών που πρέπει όχι απλώς να συμμετάσχουν στα μέτωπα αυτής της πάλης, αλλά μέσα απ’ αυτή τη συμμετοχή τους να διαμορφώνουν και να οικοδομούν τις προϋποθέσεις για να ηγηθούν σε μια πορεία αυτής της προσπάθειας και πάλης.