04 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 2004

Γιλμάζ Γκιουνέι, γκιουλέ-γκιουλέ

Σ” εκείνα τα πρώτα μετά τη χούντα χρόνια (πόσο μακρινά φαντάζουν άραγε) πρωτογνωρίσαμε το έργο και το θρύλο του Γιλμάζ Γκιουνέι. Σ” εκείνες τις κινηματογραφικές αίθουσες τέχνης το «Ανετον», τον «Αία», «όλοι μαζί τρελή παρέα», χαρμάνι της γενιάς του 114 κι εκείνης του Πολυτεχνείου που αντάμα σφυρηλάτησε ο αντιδικτατορικός αγώνας, ήταν που βρεθήκαμε μπρος σε μιαν άλλη Τουρκία. Μια Τουρκία που προσπαθούσε να μπαλώσει πληγές κι αγωνιζόταν κι αυτή –καλή ώρα– για «ψωμί, παιδεία, δημοκρατία», εθνική ανεξαρτησία. 

Από τα μικρά μας μπουχτισμένοι από «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» δεκαετιών, τις «Κόκκινες Μηλιές» και την έπαρση των κίτρινων σημαιών με το δικέφαλο. Με ζωντανή ακόμα στα μάτια μας τη φρίκη των τανκς της επιστράτευσης που γράφαν «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη» (ήταν τα ίδια που είχαν ματοκυλήσει τους δρόμους της Αθήνας). Με τις ξιφολόγχες του Εβρέν made in USA στην Κύπρο, και πρόσφυγες, ξανά- μανά, σ” αντίσκηνα, με… Μα τι κάθομαι κι αραδιάζω τώρα, λες και με τους πλανητάρχες και τα τσιράκια τους έχουν τελειωμό όλα τούτα, τόσα κι άλλα τόσα που «χαράμ” να τους γενούν». Που λες, μ” όλα αυτά σαν πραμάτια, κι όχι μόνο, καθόμασταν στον «Αία» και παρακολουθούσαμε στην οθόνη το δράμα ενός τούρκου φουκαρά, ενός άνεργου αραμπατζή, που σαν μοναδική του ελπίδα ψάχνει για ένα χαμένο θησαυρό και βρίσκει… την παραφροσύνη. Και είναι ο φακός κι ο κόσμος του Γιλμάζ Γκιουνέι που ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Ενας κόσμος «ταπεινών και καταφρονεμένων», ένας κόσμος που έχει δικαίωμα στο όνειρο και του κλείνουν το δρόμο, σαν εκείνον τον ήρωα του Χικμέτ, τον αλυσοδεμένο Μπερνατζή.
Γιλμάζ Γκιουνέι ο ηθοποιός, ο σκηνοθέτης, ο αγωνιστής. Γεννήθηκε το 1937 στο χωριό Γενιτζέκιοϊ των Αδάνων. Παιδί μιας κούρδικης, χωρίς γη, οικογένειας. Το όνομά του ήταν Γιλμάζ Πουτούν και σημαίνει άθραυστο κουκούτσι βουνίσιου φρούτου ή, όπως ο ίδιος έλεγε, «αλύγιστος στις δυσκολίες, ανένδοτος στην απελπισία, απτόητος στο φόβο, ανίκητος». Η μάνα του η Γκιουλού ήταν ο συνηθισμένος τύπος της ανατολίτισσας νοικοκυράς κι ο πατέρας του, ο αρχιεργάτης Χαμίτ, γόνος μιας κακορίζικης φάρας.
«Τη ζωή μου την κέρδισα από τα εννιά μου χρόνια δουλεύοντας, πρώτη μου δουλειά βοσκός στα γελάδια. Τσάπιζα, έσκαβα τη γη με κασμά, μάζευα βαμβάκι, έγινα μπεχτσής και φύλαγα τα καρποφόρα και τα αμπέλια. Σαν μαθητής γυμνασίου, πάλι στη βιοπάλη. Το πρωί πριν απ” το μάθημα πουλούσα κουλούρια, μετά το σκόλασμα γκαζόζες. Είχα μεράκι με τ” αγγλικά και, πράγμα παράδοξο, παρά τις δυσκολίες, έφτασα στο σημείο να προετοιμάζω και τους συμμαθητές μου στο μάθημα της ξένης γλώσσας… Εκείνα τα χρόνια έβγαλα ένα περιοδικό με τ” όνομα Doruk. Hμουν μερακλής της τέχνης κι έγραφα διηγήματα. Το 1955 εξαιτίας ενός διηγήματός μου παραπέμφθηκα σε δίκη» αφηγείται ο ίδιος.
Από τότε, δίκες και φυλακίσεις θα τον ακολουθούν μέχρι το τέλος της ζωής του. Ελεγε το 1983, πολιτικός εξόριστος στην Ευρώπη: «Οι ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ελευθερίας του λαού με τραβούσαν και ένιωθα ακατανίκητη έλξη προς αυτές. Και σκεφτόμουν ότι ένας καλλιτέχνης οφείλει με τα έργα του να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του λαού και να βρίσκεται όσο το δυνατό πιο κοντά του». Και συνεχίζει: «Ενας καλλιτέχνης είναι καθρέπτης του λαού και σαν τέτοιος πρέπει να συμμετέχει στη μάχη του. (…) Αν κανείς αρκείται στο να τοποθετήσει όλα τα προβλήματα μόνο στην καλλιτεχνική σφαίρα, απατά το λαό κι εκμεταλλεύεται τα συναισθήματά του. Λοιπόν με αυτό το σκεπτικό αποφάσισα να πάρω και εγώ τη θέση μου σε τούτο τον αγώνα για τη δικαιοσύνη και τη λευτεριά. Δεν μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου και να αδιαφορήσω για όλα αυτά που υφίσταται ο λαός, αλλά να τα λάβω υπόψη μου και να τα δώσω με τις ταινίες μου».
Πεισματάρης, φιλομαθής και εργατικός ο Γιλμάζ, πρώτα στην Αγκυρα και το 1957 στην Κωνσταντινούπολη, προσπαθεί να σπουδάσει οικονομικά. Η δίωξη όμως του 1955 διακόπτει τις σπουδές του. Το 1961 φυλακίζεται και εξορίζεται στο Ικόνιο. Ο ίδιος θα πει: «Μπροστά μου η μοναδική εκπαίδευση, το σχολείο της ζωής. Βιβλία, κινηματογράφος, δουλειά, φυλακή, απονιά, βιοπορισμός, κοινωνική καταπίεση, πουστιές, ηρωισμοί. Αποφασιστικότητα να αντιστέκομαι, να νικώ και να συγκρούομαι». Στο διάστημα μεταξύ της πρώτης καταδίκης του και του 1968 που πάει φαντάρος, γνωρίζεται επαγγελματικά με τον κόσμο του κινηματογράφου. 1955 και And Film στα Αδανα, 1956 Πόλη και Dar Film. Σχετίζεται με τον Ατίφ Γιλμάζ, προσωπικότητα του κινηματογράφου, και δραστηριοποιείται σαν ηθοποιός, σεναριογράφος, βοηθός σκηνοθέτη. Συνεργάζεται με αριστερές πολιτικές οργανώσεις και προσωπικότητες, ενώ υποστηρίζει ανοιχτά τις συνεπείς αντιρεβιζιονιστικές κομμουνιστικές πολιτικές του πεποιθήσεις. Το 1971 συλλαμβάνεται μαζί με δεκάδες διανοούμενους, καλλιτέχνες, συγγραφείς και εξορίζεται για τρεις μήνες στο Nevsehir. Στις 16 Μάρτη του 1972 ξανασυλλαμβάνεται για επαναστατική δραστηριότητα και δικάζεται 10 χρόνια φυλακή και εξορία. Θα αποφυλακιστεί με την αμνηστία του 1974.
Ανάμεσα σε διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες, γράφει σενάρια και προλαβαίνει να παίξει σε δεκάδες ταινίες. Το 1964 σε δέκα, το 1965 σε είκοσι, οι περισσότερες λαϊκά μελοδράματα. Είναι ο πιο περιζήτητος ηθοποιός, που οι σκηνοθέτες κυνηγούν με μανία. Τον βάζουν να κάνει τον ήρωα των βουνών, τον αντάρτη, τον Ζεϊμπέκη, τον εκδικητή του λαού, τον καβγατζή, τον καπάνταη, το σκληρό εραστή, τον άνθρωπο της τιμής και του ήθους. Ακόμα και τον Ζορό παριστάνει στην ταινία σπαγγέτι -συγνώμη, μάλλον γκιουβέτσι- «Το μαύρο γεράκι».
Οσο είναι φυλακισμένος εκδίδει το περιοδικό «Γκιουνέι», που αριθμεί 13 τεύχη πριν το κλείσει ο στρατιωτικός νόμος και εξαιτίας των γραπτών του ξεκινήσουν δέκα διαφορετικές δίκες. Κάνε κουράγιο και διάβαζε κατηγορίες: κομμουνιστική προπαγάνδα, αποδυνάμωση του εθνικού συναισθήματος, παρακίνηση του λαού σε διάπραξη εγκλημάτων, εγκλήματα που κλονίζουν το κύρος του κράτους στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Το όνομά του τον Αύγουστο του 1974 ανακατεύεται στη δολοφονία ενός εισαγγελέα και καταδικάζεται σε 19 χρόνια. Προσμετρώντας και τις άλλες καταδίκες του, η ποινή του πλησιάζει τα 100 χρόνια φυλάκισης.
Ο Γκιουνέι γράφει: «Τον Οκτώβρη του 1981 βγήκα με άδεια από τις αγροτικές φυλακές Isparta και δεν ξαναγύρισα. Μετά διέφυγα στο εξωτερικό. Μέχρι τον Οκτώβρη του 1981 πέρασα 12 χρόνια σε 15 διαφορετικές φυλακές και 2 αγροτικές. Μέσα στους πρώτους μήνες που έφυγα από την πατρίδα μου τέλειωσαν τρεις δίκες και έμαθα ότι με καταδίκασαν 20 χρόνια βαριάς φυλάκισης και κοντά στα 7 χρόνια εξορίας. Οι υπόλοιπες δίκες μου συνεχίζονται, χωρίς να ξέρω πόσες τέλειωσαν και πόση φυλακή έφαγα». Εξόριστος σε Ελβετία και Γαλλία, θα δηλώσει: «Σήμερα βρίσκομαι στην εξορία. Για μένα η εξορία είναι ένα πεδίο μάχης για να καταφέρω μια μέρα να γυρίσω στην πατρίδα μου. Δεν τη δέχομαι μοιρολατρικά και δεν δέχομαι να εγκατασταθώ στην εξορία γιατί θα ήταν συμβιβασμός».
Μια επιλεκτική φιλμογραφία, που περιλαμβάνει ταινίες που αναγνώριζε ο Γκιουνέι, αφήνοντας έξω μεγάλο αριθμό ταινιών που τις αισθανόταν ξένες προς το έργο του, κατά παραγγελία και εμπορικές είναι: «Το χάνι του Σεγίτ» (1968), «Πεινασμένοι λύκοι (1969)», «Η ελπίδα» (1970), «Απελπισμένοι» (1972), «Πόνος» (1972), «Μοιρολόι» (1973), «Ο πατέρας» (1973), «Αγχος» (1974), «Ο σύντροφος» (1974), «Αθλιοι» (1975), «Το κοπάδι» (1978), «Ο δρόμος» (1982), «Ο τοίχος» (1983 – Βραβείο Χρυσού Φοίνικα). Οι ταινίες αυτές –εκτός από τον «Τοίχο»- γυρίστηκαν με δικές του υποδείξεις από συνεργάτες του όσο ήταν φυλακή. Οι περισσότερες κυκλοφορήσαν και σαν βιβλία, ανεβάζοντας τον αριθμό των γραπτών του σε 25 περίπου. Ανάμεσά τους τα «Απελπισμένοι», «Ο λόγος του υπόδικου», «Θέλουμε μια σόμπα, ένα παράθυρο και δυο ψωμιά», «Γράμματα του Σελιμιγιέ», «Υπόδικος», «Με καλεί ο θάνατος», «Τα βουνά αγαπούν αυτούς που τ” αγαπούν», «Παραμύθια για το γιο μου», «Το κελί μου», «Ο νόμος των συνόρων» κ.λπ. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1985 το «Σάλπα ο βρωμιάρης» από τις εκδόσεις «Θεωρεία».
Στα έργα του ο Γκιουνέι προσπάθησε με τιμιότητα και ειλικρίνεια να κάνει τα βιώματα και τις αντιλήψεις του πράξη. Προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα της ισορροπίας ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο, δίνοντας φυσικά έμφαση στο δεύτερο. Ο φακός του προώθησε τις μέχρι τότε φόρμες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού με τη μυθοποίηση πραγματικών κοινωνικοπολιτικών δεδομένων («Ελπίδα»), την με απλή γλώσσα δραματοποίηση των σχέσεων και των αδιεξόδων της τούρκικης καθημερινότητας («Δρόμος») και την έξυπνη, πλατιά και διακριτική μαρξιστική θεώρηση της κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης με την «επικολυρική πνοή ενός ποιητή της εικόνας» («Κοπάδι»). Η αφηγηματική τεχνική του, συχνά σαρκαστικά, χιουμοριστικά και αισιόδοξα, αποδίδει πρωταγωνιστικό ρόλο στις συνθήκες όπως αυτές διαμορφώνονται και διαμορφώνουν πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα. Αξίζει να αναφερθεί ακόμα η πλούσια λαογραφική και ηθογραφική παρουσία που τονίζει τα όποια βιώματα των ηρώων του και τους χαρακτηρίζει γλαφυρά σε τόπο και χρόνο.
Ο Γκιουνέι στην Ελλάδα έτυχε εγκάρδιας αποδοχής. Ο ίδιος θα πει: «Δεν βρήκα αλλού αυτή τη ζεστασιά του κόσμου, κι αυτό για μένα είναι φυσικό, γιατί ο ελληνικός λαός έχει πολλά κοινά σημεία με τον τουρκικό», για να καταλήξει «αισθάνομαι τους Ελληνες σαν το λαό μου».
Αρχές της δεκαετίας του ’90 στην Τουρκία ο Γκιουνέι και το έργο του καταξιώνονται ολοένα και περισσότερο. Στην Ιστικλάλ τζαντεσί στο Πέραν, μπρος στον κινηματογράφο «Ντουνιά σινεμασί», ουρές θεατών περιμένουν να δουν την «Ελπίδα», είκοσι χρόνια από τότε που είχε πρωτοπροβληθεί. Η «Τζουμχουριέτ» αναγγέλλει την ταυτόχρονη προβολή του έργου σε Προύσα και Αδανα, ενώ πολιτικά και καλλιτεχνικά περιοδικά όπως Nokta και 2000 Dogru κάνουν εκτενή εγκωμιαστικά αφιερώματα. Η παγκόσμια αναγνώριση του Γκιουνέι αναγκάζει τις εφημερίδες να γράψουν «αυτό το κουρδόσπερμα, αυτός ο τσαμπουκάς βρωμοανατολίτης, ο αληταράς, ο νταβατζής και δολοφόνος, ο κομμουνιστής, εχθρός και διχαστής του έθνους» έγινε ο καλύτερος πρέσβης του ποιοτικού τούρκικου κινηματογράφου. Το γελοιογραφικό περιοδικό Girgir του αφιερώνει το τεύχος της 25-2-1990. Στο πρωτοσέλιδο σκίτσο, μεγαλοκαρχαρίες καπιταλιστές με πούρα στο στόμα, έντρομοι, πετάγονται έξω από κινηματογράφο ουρλιάζοντας «Αλίμονο, τα σινεμά χαλάσανε. Παίζουν την «Ελπίδα» του Γκιουνέι, δρόμο από δω».
Εφέτος το Σεπτέμβρη κλείνουν είκοσι χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του Γιλμάζ Γκιουνέι (1984). Κάθε τόσο στους αγώνες του τούρκικου λαού, στις διάφορες προβολές, ο Γιλμάζ δίνει το δικό του παρών, κλείνοντάς μας το μάτι.
Στην Τουρκία φωτογραφίες του διατίθενται στους δρόμους, ενώ στους τοίχους κρεμάστηκαν αφίσες που γράφουν: «Εσένα που για χρόνια πολεμούσαν να σβήσουν το όνομά σου από την ιστορία του τουρκικού κινηματογράφου, κρατώντας σε πίσω απ” τα σιδερένια κάγκελα, δεν μπόρεσαν να δέσουν τις Ελπίδες σου στις αλυσίδες. Καλώς ήρθες ανάμεσά μας, Γιλμάζ Γκιουνέι».
Εμείς όμως θα θυμηθούμε και θα νοσταλγήσουμε εκείνες τις προβολές στον «Αία». Τότε που η «Ελπίδα», «Το κοπάδι» φάνταζαν και ήταν μεταλαβιά για την ανθρωπιά και την αγωνιστικότητά μας. Κάθε τόσο στα πρόσωπα, τους αγώνες και τις διηγήσεις τούρκων συντρόφων, ο Γκιουνέι, οι ήρωές του ζωντανεύουν. Μαζί μ” αυτούς τους συντρόφους, υψώνουμε και τη δικιά μας φωνή, σφίγγουμε τα χέρια γροθιά και είναι σαν λέμε «Γιλμάζ Γκιουνέι γκιουλέ-γκιουλέ».

Γιλμάζ Γκιουνέι

Μουσική-στίχος: Θωμάς Κοροβίνη

Περιέχεται στο έργο του Από έβενο κι αχάτη.

Ασίκηδες τραγουδιστές με ούτια και σάζια
τρελοί δερβίσηδες στις μυστικές στροφές σας
κι εσείς ατρόμητοι λεβέντες και νταήδες
κλάψτε τον πρώτο τον πιστό στις διδαχές σας.

Γκιουλέ, γκιουλέ Γιλμάζ Γκιουνέι.

Πλέκει η αδερφή σου στο Σιβάς χρυσό κιλίμι
και τα γκαρντάσια στο Μαρντίν χτυπούν τα τέλια
μα εσύ δεν πρόλαβες να δεις που λαχταρούσες
μπέηδες κι αγάδες στολισμένους με κουρέλια.

Γκιουλέ, γκιουλέ Γιλμάζ Γκιουνέι.

Σ” άγριο φαρί καβάλα τώρα πας σεργιάνι
κοπάδια σέρνοντας και δρόμους περπατώντας
της φυλακής μας το ντουβάρι σιγοσκάβεις
πάντα μπαμπάς και σύντροφος δικός μας.

Γκιουλέ, γκιουλέ Γιλμάζ Γκιουνέι.

Σε κλαίνε απόψε πολεμώντας κούρδοι αντάρτες
θρηνούν οι Κούρδισσες ξεσχίζουν τα σαλβάρια
μα στο στερνό σου ρόλο γελώντας εσύ βάφεις
μ” άσπρη μπογιά της κόλασης ντουβάρια.

Γκιουλέ, γκιουλέ Γιλμάζ Γκιουνέι.

φ.507-508, 4/9/04

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr