Ανακοινώθηκε και θα συμμετάσχει στις επόμενες βουλευτικές εκλογές το νέο κόμμα του Γιώργου Παπανδρέου. Το όνομα του νέου κόμματος είναι Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών (ΚΙΔΗΣΟ) και η ανακοίνωσή του έγινε στις 3 Ιανουαρίου. Τα δημοσιεύματα του Τύπου αναφέρουν ότι η απόφαση δεν ήταν συγκυριακή και είχε ληφθεί από καιρό. Και η επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας καθόλου τυχαία, καθώς επιδίωκε να ανακαλέσει στη μνήμη την 3η Σεπτέμβρη, ημέρα ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ από τον πατέρα του, Ανδρέα Παπανδρέου.
Η απόφαση για την ίδρυση του νέου κόμματος φαίνεται ότι πάρθηκε αμέσως μετά το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων με την τρόικα στο λεγόμενο Παρίσι 1.
Είναι προφανές ότι σχετίζεται με τα αδιέξοδα και την αδυναμία του ντόπιου πολιτικού προσωπικού να διαχειριστεί την κατάσταση που προέκυπτε από τις αφόρητες πιέσεις των ιμπεριαλιστών, καθώς και την όξυνση των αντιθέσεων Αμερικανών και Ευρωπαίων, όπως αυτή εκφράζεται την τελευταία περίοδο στη χώρα μας.
Η ρήξη των σχέσεων του Παπανδρέου με την ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ εκφράστηκε δημόσια με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο στην τελευταία συνάντηση Βενιζέλου και Παπανδρέου πριν από τη δεύτερη ψηφοφορία για την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας. Είχε ήδη διαφανεί ότι η συγκυβέρνηση δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τον απαραίτητο αριθμό βουλευτών για την εκλογή προέδρου Δημοκρατίας, οπότε το ενδεχόμενο πρόωρων βουλευτικών εκλογών από πιθανό σενάριο έδειχνε πια βεβαιότητα. Στη συνάντηση ο Βενιζέλος, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ζήτησε από τον Παπανδρέου συστράτευση στην εκλογική μάχη και συμβολή στην ενότητα του χώρου ώστε να μη διασπαστεί η παράταξη, τάζοντάς του εκλόγιμη θέση στα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα πάλι με δημοσιεύματα, ο Γιώργος Παπανδρέου απάντησε ότι έχει καταθέσει τις απόψεις και τις θέσεις του σε σχέση με τη διάλυση που εμφανίζει το ΠΑΣΟΚ, χωρίς να πάρει απαντήσεις από την ηγεσία του κόμματος σχετικά με την αγωνία του για αναγέννηση και ανασυγκρότηση του κόμματος.
Η οριστική ρήξη Παπανδρέου με το ΠΑΣΟΚ Βενιζέλου είχε συντελεστεί και η ίδρυση του νέου κόμματος ήταν θέμα χρόνου.
Οι εκτιμήσεις για την κίνηση του Γιώργου Παπανδρέου να ιδρύσει νέο κόμμα
καταλαμβάνουν αρκετές σελίδες στα διάφορα έντυπα ενημέρωσης και η κοινή συνισταμένη τους επικεντρώνει -και εκεί εξαντλείται- στις προσωπικές φιλοδοξίες ενός πρώην μωροφιλόδοξου, λίγο αφελούς πρωθυπουργού, που αποπέμφθηκε από το κόμμα που ίδρυσε ο πατέρας του και που σε αυτές τις εκλογές θεωρεί ότι ήρθε η ώρα να πάρει τη ρεβάνς από τη σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Επίσης αναφέρουν μόνο την εσωτερική διάσταση αυτής της κίνησης, δηλαδή την επιθυμία του Παπανδρέου, αν μπει στη βουλή το κόμμα του, να αποτελέσει ρυθμιστικό παράγοντα στις μετεκλογικές εξελίξεις σχηματισμού κυβέρνησης, δεδομένου ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορέσει να προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Λείπει όμως εντελώς από τις σχετικές συζητήσεις η διαπίστωση ότι η ίδρυση του νέου κόμματος δεν έχει μόνο την εσωτερική πολιτική της διάσταση, το πλασάρισμά δηλαδή στο μετεκλογικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι.
Θεωρούμε ότι υποτιμάται, ή μάλλον πιο σωστά συσκοτίζεται στην κίνηση Παπανδρέου, η πλευρά που αφορά τις ιδιαίτερες επιδιώξεις, συμφέροντα και σχέσεις που προκύπτουν από την εξάρτηση της χώρας από τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές.
Με την επιφύλαξη των λίγων δεδομένων που έχουμε στη διάθεσή μας, δεν θεωρούμε ότι η ίδρυση του νέου κόμματος έγινε σε διατεταγμένη υπηρεσία, καθ’ υπόδειξη δηλαδή των Αμερικανών, ώστε να έχουν έναν δικό τους άνθρωπο, με πολιτική δύναμη τόση όση θα του επιτρέψει το εκλογικό αποτέλεσμα, να παίζει ρόλο στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Φαίνεται ότι μάλλον ο ίδιος ο Γιώργος Παπανδρέου παίρνει πρωτοβουλία να θέσει εαυτόν στη διάθεση του αμερικανικού παράγοντα, ως το πολιτικό πρόσωπο στο οποίο μπορεί αυτός να υπολογίζει.
Από πολύ νωρίς μέσα από τα έντυπά μας είχαμε διατυπώσει τη θέση ότι η αποπομπή Παπανδρέου και τα όσα ακολούθησαν στο πολιτικό σκηνικό της χώρας εξέφραζαν με ένα τρόπο την ενίσχυση της παρέμβασης του ευρωπαϊκού -κυρίως του γερμανικού- παράγοντα τις εσωτερικές εξελίξεις.
Η όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ Αμερικανών και Ευρωπαίων και η αναζήτηση από τη μεριά του αμερικανικού παράγοντα μεθόδων και μέσων που να ανταποκρίνονται στην ενίσχυση της τάσης μέσα στα αμερικανικά επιτελεία για παγκόσμια κυριαρχία έχει σαφώς την έκφρασή της και στα πολιτικά δρώμενα στη χώρα.
Στη βάση λοιπόν αυτών των εκτιμήσεών μας, που κάθε άλλο παρά διαψεύστηκαν από τις πολιτικές εξελίξεις, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πώς η ίδρυση του κόμματος Παπανδρέου σχετίζεται άμεσα με τη φάση που βρίσκονται οι σχέσεις και οι αντιθέσεις στους δύο πόλους εξάρτησης της χώρας, δηλαδή τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους αντίστοιχα.
Δεν είναι δεδομένο ότι η κίνηση του Παπανδρέου θα έχει μέλλον και θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα στα πολιτικά πράγματα της χώρας με αμερικανική στήριξη. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός έχει δείξει ότι μπορεί να αξιοποιεί το εκτεταμένο πολιτικοστρατιωτικό πλέγμα εξάρτησης της χώρας που συντηρεί και έχει αναβαθμίσει τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό το πλέγμα δίνει τη δυνατότητα στον αμερικανικό παράγοντα να θέτει όρους σε κάθε κόμμα που αναλαμβάνει με όρους αστικού κοινοβουλευτικού παιχνιδιού τη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό άλλωστε δεν αποδέχτηκε και με την πρόσφατη δήλωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ, που διαβεβαίωσε τη μη αμφισβήτηση του δόγματος «ανήκουμε στη Δύση»;
Σε σχέση με τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις είναι αρκετά σαφές πού και με ποιον τρόπο επιδιώκει να πλασαριστεί το νέο κόμμα. Από τη διακήρυξή του και από το όνομα που επιλέχτηκε, Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών, φαίνεται πως επιδίωξή του είναι η τοποθέτηση του νέου κόμματος στο λεγόμενο κέντρο. Φαίνεται πως υπάρχει εκτίμηση ύπαρξης δεξαμενής ψηφοφόρων που ανήκαν παραδοσιακά στο ΠΑΣΟΚ και που ούτε στις προηγούμενες το ψήφισαν ούτε στις επόμενες εκλογές θα το ψηφίσουν, χρεώνοντάς του τη συγκυβέρνηση με την επάρατο δεξιά.
Θα λέγαμε ότι το νέο «κίνημα» επιχειρεί να βρει βάση στήριξης στα στρώματα -κυρίως μικροαστικά- που αποτελούσαν παλαιόθεν τη βάση στήριξης του παλιού ΠΑΣΟΚ, φιλοδοξεί δηλαδή να αποτελέσει ένα ακόμα ανάχωμα μαζί με το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου και το Ποτάμι στη μετατόπιση ψηφοφόρων, προς τον ΣΥΡΙΖΑ κυρίως. Τα τρία αυτά κόμματα, και με δεδομένη την εξαέρωση της ΔΗΜΑΡ, επιχειρούν να τοποθετηθούν στο λεγόμενο κέντρο της πολιτικής σκηνής, διεκδικώντας, όπως λένε, το καθένα για λογαριασμό του την τρίτη θέση στις επερχόμενες εκλογές, που θα τα καθιστά και καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων.
Είναι σαφές πως το νέο κόμμα του Παπανδρέου θα επιχειρήσει να «επαναπατρίσει» τους πασοκογενείς ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι βέβαιο ότι οι ευσεβείς αυτοί πόθοι θα εκπληρωθούν και στην κάλπη στις 25 Γενάρη. Η συμπεριφορά των μικροαστικών και μεσαίων στρωμάτων που έχουν συμπιεστεί αφόρητα από την κρίση δείχνει να είναι απρόβλεπτη και σίγουρα τα στρώματα αυτά έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με το πολιτικό σύστημα της χώρας, που αντανακλώνται στην αποδυνάμωση της Νέας Δημοκρατίας, στη συρρίκνωση -στα όρια της αγωνίας για κοινοβουλευτική εκπροσώπηση- του ΠΑΣΟΚ και στην εξαέρωση -στην κυριολεξία- της ΔΗΜΑΡ. Ίδωμεν!
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων, ούτε καν ο Παπανδρέου μπορεί,
το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα με το Κίνημα Σοσιαλιστών Δημοκρατών.
Μένουμε στην άποψη ότι η επιδίωξη αυτού του κόμματος έχει κατ’ αρχήν ορίζοντα την εκπροσώπησή του στην επόμενη Βουλή μετά τις εκλογές στις 25 Γενάρη.
Έτσι κι αλλιώς, η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση πολλών κομμάτων στην επόμενη Βουλή καθιστά μαθηματικώς αδύνατη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του πρώτου κόμματος και αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Το σίγουρο είναι ότι ο Γιώργος Παπανδρέου και το Κίνημα Σοσιαλιστών Δημοκρατών γρήγορα θα αποδειχτεί ότι ανήκουν στο τόξο των εχθρών του λαού, στο τόξο των υπηρετών των ιμπεριαλιστών και του κεφαλαίου στη χώρα.
Κάθε δημοκράτης πρέπει να το έχει σαφές το μυαλό του: να καταδικάσει χωρίς ενδοιασμούς την κίνηση αυτή και να επιδιώξει το μαύρισμά της στις ερχόμενες εκλογές.