δημοσιεύεται στη Προλεταριακή Σημαία που κυκλοφορεί σήμερα
Βρισκόμαστε σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής του δημοψηφίσματος στην Καταλονία και κανείς δεν είναι σε θέση να πει με σιγουριά αν αυτό θα πραγματοποιηθεί ή όχι. Πολλά είναι τα ερωτήματα, και πάντως πολύ περισσότερα από τις τυχόν απαντήσεις που μπορούν να δοθούν. Ίσως όχι τόσο όσον αφορά τις βασικές πλευρές του γενικού -πλανητικού- αλλά και του ειδικού -στην Ιβηρική χερσόνησο- πλαισίου που έδωσε τη δυνατότητα να εμφανιστεί με τέτοια ορμή μια αρκετά παλιά ιστορία, με μακραίωνη διαδρομή στο χρόνο. Αλλά για τις βαθύτερες αιτίες, τις επιδιώξεις, τους στόχους των δυνάμεων που καθορίζουν τη ροή των γεγονότων.
Είναι φανερό στον καθένα πως κοντά σχεδόν δέκα χρόνια από την εκδήλωση της παγκόσμιας δομικής κρίσης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, οι αντιθέσεις και τα αδιέξοδα αυτού του σάπιου κόσμου περισσεύουν. Αναπόφευκτα αυτό οδηγεί στην εναγώνια προσπάθεια όλων, από τους μεγάλους ως τους πιο μικρούς φονιάδες και εκμεταλλευτές, για διέξοδο από αυτή την κατάσταση. Διέξοδο σε βάρος ανταγωνιστών και προπάντων σε βάρος των λαών. Αυτή η κατάσταση έχει παραγάγει μεταξύ των πολλών σημείων έντασης την εκλογή Τραμπ αλλά και το BREXIΤ. Αυτό είναι και το γενικό πλαίσιο, που ωστόσο δεν φτάνει αν δεν συνδυαστεί με το ειδικό πλαίσιο, το συγκεκριμένο έδαφος, καλύτερα, πάνω στο οποίο εκδηλώθηκε αυτή η διαμάχη που συγκλονίζει την Ιβηρική χερσόνησο.
Ο Ραχόι ως πυροδότης της διαμάχης
Η αναζωπύρωση, λοιπόν, του προβλήματος ξεκινά από την απόφαση του Ραχόι (δες το ιστορικό στο τέλος του κειμένου) να καταργήσει το 2010 ακόμα και αυτόν τον άτολμο, κατά την άποψη της μεγάλης πλειοψηφίας των καταλανικών κομμάτων, νέο Καταστατικό Χάρτη της Καταλονίας που είχε ψηφιστεί τέσσερα χρόνια πριν. Το πιο πιθανό είναι πως η κυβέρνηση Ραχόι θεώρησε πως σε συνθήκες κρίσης, και με την Ισπανία να είναι ένα από τα επίκεντρά της, αυτή η έστω και μικρή επαύξηση των περιθωρίων αυτοδιοίκησης της Καταλονίας που έδινε ο αναθεωρημένος Καταστατικός Χάρτης του 2006, απειλούσε την γι’ αυτόν αναγκαιότητα μιας ισχυρής συγκεντρωτικής πολιτικής υπεράσπισης του «έχει» της ισπανικής αστικής τάξης. Άλλωστε, το κόμμα του, σε μεγάλο βαθμό προερχόμενο από τις μεταλλάξεις της φρανκικής φασιστικής δεξιάς, αλλά και ως ένας βασικός εκπρόσωπος της καπιταλιστικής Ισπανίας, διατηρούσε μια παραδοσιακή εχθρότητα απέναντι σε ό,τι λεγόταν αυτονομία ή, πολύ περισσότερο, ανεξαρτησία. Πολύ περισσότερο που αυτήν την εχθρότητα, ειδικά για οτιδήποτε έθιγε το ενιαίο του ισπανικού κράτους, τη μοιράζονταν στην ουσία της και με τον άλλο βασικό πυλώνα της αστικής πολιτικής, το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Το οποίο, αν και είχε τη διπροσωπία και τον ελιγμό σαν χαρακτηριστικά που το βοηθούσαν στη διαχείριση δύσκολων καταστάσεων (ενδεικτικό το πώς κινήθηκε με το νέο Καταστατικό Χάρτη τις χρονιές 2005-2006), στα βασικά ζητήματα στεκόταν στο πλευρό του κόμματος της δεξιάς.
Ο Ραχόι θα λέγαμε πως λειτούργησε ακριβώς όπως λειτούργησε στο μεγαλύτερο μέρος της πορείας του το μεσαιωνικό/φεουδαρχικό και μετέπειτα καπιταλιστικό ισπανικό κράτος. Αντί να δράσει πυροσβεστικά και στην κατεύθυνση της ουσιαστικής συνύπαρξης των λαών και των εθνοτήτων της Ισπανίας, λειτούργησε σαν πυροδότης των αισθημάτων παραγκωνισμού του καταλανικού πληθυσμού. Οδήγησε καταλανικά συντηρητικά κόμματα που μέχρι πρότινος διεκδικούσαν την αυτονομία στα πλαίσια του ισπανικού κράτους να μετατοπιστούν προς θέσεις χωρισμού της Καταλονίας από την υπόλοιπη Ισπανία. Οι τελευταίες του κινήσεις, με τις συλλήψεις εκλεγμένων δημάρχων και αξιωματούχων των καταλανικών περιοχών, η δίκη του προέδρου και αρκετών υπουργών της προηγούμενης Ζενεραλιτάτ για το δημοψήφισμα που διοργάνωσαν το 2015, οι συνεχείς πολιτικές και νομικές απειλές προς τους καταλανούς αξιωματούχους, το «μπλέξιμο» της αστυνομίας στην όλη διαμάχη και η κλιμάκωση της κατασταλτικής πολιτικής είναι ζήτημα -που θα αποδειχθεί σύντομα- αν λειτουργήσουν αποτρεπτικά στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Πάντως, και με μαθηματική ακρίβεια, υποσκάπτουν τους όποιους όρους συνύπαρξης της Καταλονίας με την Ισπανία και μεσοπρόθεσμα λειτουργούν αποσταθεροποιητικά για την τελευταία. Δεν το καταλαβαίνει ή θεωρεί πως μέσω της πυγμής μπορεί να αναζητηθεί ένας συμβιβασμός με την άλλη πλευρά, τέτοιος που να «κόβει με το μαχαίρι» ανεπίτρεπτες φιλοδοξίες (αποχωρισμός από την Ισπανία) και να ξαναβάζει για μεγάλο διάστημα «τα πράγματα στη θέση τους» όσον αφορά το ενιαίο του ισπανικού κράτους;
Δεδομένα και ερωτήματα για την καταλανική πλευρά
Σε σχέση με την άλλη πλευρά (Καταλονία), ενώ με μια πρώτη ματιά φαίνεται εύκολο, εξετάζοντας καλύτερα το ζήτημα, δεν είναι καθόλου έτσι. Θα ξεκινήσουμε από μερικά δεδομένα, για να περάσουμε στα ερωτήματα και σε κάποιες ανολοκλήρωτες πρώτες απαντήσεις.
Ο καταλανικός εθνικισμός και η τάση για ανεξαρτησία/αποχωρισμό από την Ισπανία χρησιμοποιεί κατ’ αρχήν τον υπαρκτό και πολύχρονο παραγκωνισμό της Καταλονίας σε σχέση με την περιοχή της Καστίλης, ενώ η διαμάχη για την πρωτοκαθεδρία μεταξύ της Βαρκελώνης και της Μαδρίτης βρίσκει την έκφρασή του ακόμα και στο …ποδόσφαιρο. Ο καταλανικός εθνικισμός συνδέθηκε επίσης με το δημοκρατικό κίνημα ενάντια στη μοναρχία.
Ωστόσο αυτή η διαμάχη, στην οποία οι καταλανικοί πληθυσμοί πράγματι υφίσταντο μια σειρά διακρίσεις σε βάρος τους, είναι μια διαμάχη που το περιεχόμενό της χρωματιζόταν καθοριστικά από τα συμφέροντα των οικονομικών και πολιτικών ελίτ των περιοχών αυτών. Είναι μια διαμάχη για την πρωτοκαθεδρία, μια διαμάχη για το από πού θα αντλεί η ισπανική μοναρχία τούς πολιτικούς αξιωματούχους της και κατ’ επέκταση πόσα και ποια ιδιαίτερα προνόμια θα απολαμβάνουν οι τοπικές οικονομικές ελίτ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αντιδραστική και η «από τα πάνω» επιβληθείσα άποψη ότι η Καταλονία πρέπει να αποχωριστεί από την υπόλοιπη Ισπανία, διότι ως πλούσια και ανεπτυγμένη οικονομικά περιοχή «χάνει» με το να δίνει τμήμα των εσόδων της για τις φτωχές περιοχές της Ισπανίας, επιχείρημα που το πρωτοακούσαμε σαν επιχείρημα από την ακροδεξιά ιταλική Λέγκα του Βορρά (έναντι του φτωχού ιταλικού νότου). Επιχείρημα που εκτός των άλλων προσπαθεί να μεταφέρει τις ευθύνες για την επίθεση που υφίσταται ο λαός της Καταλονίας, όπως και όλος ο ισπανικός λαός, από το κεφάλαιο, τις κυβερνήσεις του και την ΕΕ, στους φτωχούς των άλλων περιοχών.
Όμως έτσι η διαμάχη παίρνει και λαϊκό χρώμα. Διότι «συναντιούνται» τα αισθήματα από τον παραγκωνισμό, τις κατά καιρούς διώξεις και τις απαγορεύσεις που δέχονταν ο λαός της Καταλονίας (απαγορεύσεις που έφταναν κατά περιόδους έως και στη χρησιμοποίηση της καταλανικής γλώσσας), με τη δίκαιη οργή που αισθάνεται ο λαός αυτός από την επίθεση στο βιοτικό του επίπεδο και τα ζωτικά του δικαιώματα, που συνεχίζεται κλιμακούμενη τα τελευταία χρόνια.
Αποτελεί ωστόσο ένα σημαντικό ερώτημα το τι ακριβώς επιδιώκουν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Καταλονίας; Στην Καταλονία παράγεται το 20% του πλούτου της χώρας και το 25% των εξαγωγών της Ισπανίας φεύγει από εκεί. Η Βαρκελώνη διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά λιμάνια της Μεσογείου, τέσσερα αεροδρόμια, ενώ στην περιοχή της Καταλονίας εδρεύουν 560.000 επιχειρήσεις, μερικές από τις οποίες με παγκόσμια διείσδυση. Ωστόσο, όλα αυτά τα πλεονεκτήματα η Καταλονία τα βιώνει μέσα στο πλαίσιο του ισπανικού κράτους. Άραγε, ακόμα και αν υποθέσουμε πως υφίστανται με έναν τρόπο Καταλανοί κεφαλαιοκράτες, ποιο άραγε συμφέρον θα έχουν να αντικαταστήσουν την «αναφορά» στο ισπανικό κράτος με μια «αναφορά» σε ένα κράτος κατά πολύ ασθενέστερο του πρώτου, με μόλις 7,5 εκατομμύρια πολίτες, που αντιστοιχούν στο 16% του συνολικού πληθυσμού της Ισπανίας; Και εκτός ΕΕ -για ένα σημαντικό διάστημα- πράγμα που θα τους στερούσε τα πλεονεκτήματα της κοινής αγοράς;
Παραπέρα και όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούν τα μεγαλοαστικά στρώματα στην Καταλονία, όντως θέλουν την απόσχιση της Καταλονίας από την Ισπανία; Έως τώρα και χωρίς να παραγνωρίζουμε, ίσα- ίσα, πως οι εξελίξεις διαμορφώνουν τη δική τους δυναμική, νομίζουμε πως οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Καταλονίας διεκδικούσαν έως τώρα έναν άλλο συμβιβασμό στα πλαίσια του ισπανικού κράτους. Τέτοιον που από το επίπεδο της αυτοδιοικούμενης περιοχής να περάσουν σε ένα καθεστώς παρόμοιο με αυτό που επικρατεί στη Χώρα των Βάσκων. Έτσι, παραδείγματος χάρη, στο ζήτημα των φόρων διεκδικούσαν να ισχύσει ό,τι και στη χώρα των Βάσκων: να μένουν όλοι οι φόροι στην περιοχή και να δίνονται στην κεντρική εξουσία ανάλογα με τις υπηρεσίες που το κράτος παραχωρεί στην Καταλονία, συν κάτι επιπλέον ως συμμετοχή αλληλεγγύης για τις φτωχές περιοχές της Ισπανίας. Έχουν «φύγει» από αυτές τις θέσεις και επιδιώξεις και με ποιο «μέτρημα» των υπέρ και των κατά;
Ο διφορούμενος Τραμπ, η περίεργη έκθεση και η ΕΕ
Στην όλη διαμάχη μπλέχτηκαν μια παλιά έκθεση των αμερικανικών υπηρεσίων, η -ως συνήθως πια- διφορούμενη δήλωση του Τραμπ, η διορθωτική δήλωση της αμερικανίδας εκπροσώπου και οι δηλώσεις Γιούνκερ και Μέρκελ.
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ρητά δήλωσε πως ο ίδιος συντάσσεται με αυτό που θα «πουν» το Ανώτατο και Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας (το οποίο λίγες μέρες μετά αποφάνθηκε -όπως ήταν αναμενόμενο- πως το δημοψήφισμα είναι παράνομο). Επίσης τόνισε προς όλες τις κατευθύνσεις και για να μην «παρεξηγηθεί», ότι χωρίς να είναι δική του υπόθεση εργασίας, στην περίπτωση που η Καταλονία διαχωρισθεί από την Ισπανία δεν θεωρείται αυτοδίκαια μέλος της ΕΕ, αλλά θα πρέπει να ξεκινήσει -εάν φυσικά θέλει- τη γνωστή ενταξιακή πορεία. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Μέρκελ.
Από την άλλη, ο Τραμπ, εμφανώς σε διαφορετικό μήκος κύματος, δήλωσε πως η κυβέρνησή του θα συνεργαστεί με όποια «οντότητα» και αν προκύψει από το δημοψήφισμα, προκαλώντας ερωτήματα και σχόλια. Δήλωση που συνδέθηκε με «εκτιμήσεις» μιας παλιότερης έκθεσης της αμερικανικής κυβέρνησης το 1990, επί προεδρίας Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, που εκτιμούσε πως μια πιθανή κατάρρευση του έθνους-κράτους σε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης θα συνοδευόταν από την αναβίωση περιφερειακών αλυτρωτισμών που σε ορισμένες περιοχές της θα οδηγούσε στην ανεξαρτησία τους. Μεταξύ αυτών αναφερόταν και η Καταλονία, ενώ δεν υπήρχε καμιά αναφορά, π.χ., στη Χώρα των Βάσκων, με ισχυρές αποσχιστικές τάσεις, μεγαλώνοντας τα ερωτήματα για το εάν επρόκειτο για εκτιμήσεις ή κατευθύνσεις προς υλοποίηση.
Πάντως αμέσως μετά τη δήλωση Τραμπ, η εκπρόσωπος του αμερικανικού ΥΠΕΞ δήλωνε «διορθωτικά» πως η κυβέρνηση Τραμπ δεν πρόκειται να εμπλακεί στο δημοψήφισμα «το οποίο, ιδωμένο υπό την οπτική της ΕΕ, αποτελεί εσωτερική υπόθεση».
Από την πλευρά μας θα μπορούσαμε να σκεφτούμε δύο λόγους για μια ενδεχόμενη ευνοϊκή στάση των ΗΠΑ απέναντι σε μια τέτοια εξέλιξη και χωρίς αυτό να σημαίνει «επικοινωνία» των ΗΠΑ με κάποια πλευρά. Ο ένας είναι γενικός και αφορά το γεγονός πως ό,τι περιπλέκει τις σχέσεις στην ΕΕ, ό,τι την αδυνατίζει και την κάνει ευάλωτη είναι καλό για τις ΗΠΑ. Ο δεύτερος είναι πιο συγκεκριμένος και αφορά την επιρροή και τη διείσδυση της Ισπανίας και της ΕΕ (μέσω της Ισπανίας) στη Λατινική Αμερική, που αντικειμενικά θα δέχονταν πλήγμα από μια απόσχιση της Καταλονίας.
Επίλογος
Βάσει όλων των παραπάνω, δεν προσφέρουν, όπως ίσως νομίζουν, στους λαούς και στο κίνημα όποιοι στην αριστερά, εγχώρια και μη, κοπιάρουν ανόμοιες καταστάσεις και συνθήματα. Και είναι πολλοί αυτοί!
Από την πλευρά μας, καταδικάζουμε με τον πιο απόλυτο τρόπο την αντιδημοκρατική πολιτική της ισπανικής κυβέρνησης απέναντι στο λαό της Καταλονίας. Διατηρούμε το δικαίωμα ωστόσο να σκεφτόμαστε πάνω στις εξελίξεις και να εκτιμούμε το κάθε φορά πραγματικό περιεχόμενο μιας διαμάχης. Θέλουμε να διαχωρίζουμε τη θέλησή μας από την πραγματικότητα και να εκτιμούμε σωστά τις δυνάμεις που την καθορίζουν και την κινούν. Και προσπαθούμε να βάλουμε τα σωστά ερωτήματα ώστε, ακόμα και αν δεν δίνουμε (δεν μπορούμε να δώσουμε) όλες και πλήρεις απαντήσεις, τουλάχιστον να έχουμε περισσότερες πιθανότητες μη λαθέψουμε στις βασικές πλευρές της πραγματικότητας αυτής.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΜΑΧΗΣ
Η διαμάχη μεταξύ της Καταλονίας και του ισπανικού κράτους χάνεται μέσα στους αιώνες. Θα τολμούσαμε να πούμε πως αποτελεί ένα παράδειγμα για το πώς η διαδικασία συγκρότησης των εθνών κρατών στη Δύση, σαν μια κατεξοχήν ιστορική διαδικασία, άφησε μια σειρά ιστορικές εκκρεμότητες, που βρίσκουν κάποια στιγμή τη δυνατότητα να εκφραστούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Οι ρίζες της διαμάχης ακουμπούν την ίδια τη διαδικασία συγκρότησης του συγκεντρωτικού κράτους της Ισπανίας, που ξεκινά με την ένωση του Βασιλείου της Καστίλης και του Στέμματος της Αραγωνίας (κύριο τμήμα του οποίου υπήρξε η μεσαιωνική Καταλονία ή Κομιτεία της Βαρκελώνης). Διότι η συγκρότηση της ισπανικής μοναρχίας βασίστηκε στο πιο εύρωστο βασίλειο της Καστίλης και αυτό με τη σειρά του συσσώρευσε στο πέρασμα των χρόνων μια σειρά και σε διάφορα επίπεδα δυσαρέσκειες στο σχετικά «ριγμένο» κομμάτι της Καταλονίας.
Η διαμάχη για την Ισπανική Διαδοχή, κατά την οποία η Καταλονία στήριζε τη δυναστεία των Αψβούργων έναντι όλων των υπόλοιπων ισπανικών περιοχών που στήριζαν τη γαλλική δυναστεία των Βουρβώνων, που τέλειωσε το 1714 με την επικράτηση της δυναστείας των Βουρβώνων, πρόσθεσε και άλλα μέτρα παραγκωνισμού της Καταλονίας.
Παρ’ όλα αυτά, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η περιοχή της Καταλονίας υφίσταται μια σημαντική καπιταλιστική βιομηχανική ανάπτυξη, αποτελώντας το κέντρο της βιομηχανοποίησης της Ισπανίας, που συνδυάζεται με την εμφάνιση ενός σημαντικού πολιτιστικού ρεύματος, της επονομαζόμενης και καταλανικής αναγέννησης, που συμβάλλει στη δημιουργία του καταλανικού εθνικισμού. Η πρώτη του άνοδος πραγματοποιείται στη βάση της ήττας της Ισπανίας στον ισπανοαμερικανικό πόλεμο του 1898. Ισχυροποιείται παραπέρα με την ιδρυτική πράξη δημιουργίας της Κοινοπολιτείας της Καταλονίας (που ονομάζεται και Ένωση των Τεσσάρων Επαρχιών), μια πρώτη μορφή αυτονομίας της το 1914. Αυτή η μορφή αυτονομίας καταργείται από τη δικτατορία του Μιγέλ Πρίμο δε Ριβέρα τα χρόνια 1923-1930.
Η περίοδος της Β’ Ισπανικής Δημοκρατίας που ξεκινά αμέσως μετά δίνει στα 1931 τη δυνατότητα για την επανασύσταση της Ζενεραλιτάτ της Καταλονίας (Generalitat de Catalunya), της λεγόμενης Κυβέρνησης της Καταλονίας, και της ψήφισης του καθεστώτος της αυτονομίας τον επόμενο χρόνο. Η Ζενεραλιτάτ, θεσμός που έλκει την καταγωγή του από τα μεσαιωνικά συμβούλια Corts Reials (στα οποία αντιπροσωπεύονταν οι ευγενείς, οι κληρικοί και οι συντεχνίες των πόλεων), θεωρείται ένας εμβληματικός θεσμός για τους Καταλανούς ο οποίος καταργήθηκε το 1714. Η προσπάθεια των καταλανών προέδρων Μασιά και Κονπάνς να ανακηρύξουν ξεχωριστό καταλανικό κράτος οδηγεί την ισπανική δεξιά που έχει κερδίσει τις εκλογές του 1933 στο πάγωμα της αυτονομίας μέχρι το 1936. Η άνοδος του Λαϊκού Μετώπου το 1936 επαναφέρει σε λειτουργία τις αυτόνομες καταλανικές δομές, για να παυτούν αυτές για σαράντα χρόνια, μετά την ήττα της Δημοκρατικής Ισπανίας και την επιβολή της φρανκικής φασιστικής δικτατορίας (1939-1975).
Μετά την πτώση της δικτατορίας του φασίστα στρατηγού Φράνκο, το αστικό σύνταγμα του 1978 και ο νόμος του επόμενου χρόνου έθεσαν ξανά την Καταλονία σε ένα καθεστώς αυτοδιοίκησης. Η Ζενεραλιτάτ επανασυστάθηκε ταυτιζόμενη έως σήμερα με την Κυβέρνηση της Αυτοδιοικούμενης Περιφέρειας της Καταλονίας αλλά και με το ευρύτερο καθεστώς αυτοδιοίκησης της περιοχής. Το καθεστώς της αυτοδιοίκησης της επιτρέπει να έχει σημαντικές αρμοδιότητες σε τομείς όπως η περίθαλψη, η εκπαίδευση, ο πολιτισμός, οι μεταφορές και η πολεοδομία. Από την άλλη , η αυτοδιοικούμενη περιοχή κρατά το μισό των φόρων που εισπράττει, αποδίδοντας το άλλο μισό στην κεντρική κυβέρνηση της Ισπανίας.
Το 2005 το καταλανικό κοινοβούλιο ενέκρινε ένα νομοσχέδιο τροποποίησης του Καταστατικού Χάρτη της Αυτοδιοικούμενης Περιφέρειας της Καταλονίας, δηλαδή του νόμου του ισπανικού κράτους που ορίζει τις αρμοδιότητες της Κυβέρνησης της Καταλονίας (ψηφίστηκε, όπως προαναφέραμε, το 1979), νομοσχέδιο που προωθήθηκε στη συνέχεια στο ισπανικό κοινοβούλιο. Ο νέος Καταστατικός Χάρτης ψηφίστηκε από τα ? των καταλανών ψηφοφόρων το 2006, περιλαμβάνοντας ωστόσο στην τελική του μορφή -μετά τις διαβουλεύσεις με την κεντρική κυβέρνηση (του Θαπατέρο)- πολύ λίγες από τις τροποποιητικές προτάσεις του καταλανικού κοινοβουλίου. Τελικά, ακόμα και αυτό το νέο καταστατικό ακυρώθηκε σε μεγάλο βαθμό από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας μετά από προσφυγή της κυβέρνησης Ραχόι το 2010.