Όλο και φουντώνει η «μάχη» για τις «διπλές» εκλογές (Ευρωεκλογές και για την Τοπική Αυτοδιοίκηση). Θριαμβολογίες από τη μεριά της κυβέρνησης για την «είσοδο στις αγορές» και υποσχέσεις για «ανάκαμψη» και «παροχές».
Συνακόλουθα επιστρατεύονται οι εφεδρείες του συστήματος με ποτάμια, ελιές, δέντρα και άλλα… φυτά και με στόχο την αναπαραγωγή κυβερνητικών σχημάτων που να συνεχίσουν να προωθούν την ίδια αντιλαϊκή πολιτική. Και από την «άλλη» μεριά βροντερές διακηρύξεις για ανέξοδες «ανατροπές» και «νέες πορείες» στο μοτίβο των ίδιων πάντα αυταπατών.
Σε ποιους και τι «χρησιμεύουν» αυτές οι εκλογές;
Αλλά, αλήθεια, σε τι -και σε ποιον- χρησιμεύουν αυτές οι εκλογές; Σε ποια προβλήματα του λαού έρχονται να απαντήσουν, από ποιους, σε ποια κατεύθυνση, με ποιους στόχους και με ποιον τρόπο;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την απάντηση σε ορισμένα άλλα ειδικότερα ερωτήματα:
Το πραγματικό πρόβλημα του λαού
Σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός, αυτά θα μπορούσαν να συνοψισθούν στο ότι εκμηδενίζονται βασικά, στοιχειώδη, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματά του.
Δικαιώματα που η ύπαρξή τους θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται σαν κάτι το αυτονόητο, και τα οποία -ωστόσο- όχι μόνο αμφισβητούνται αλλά συρρικνώνονται έως και καταργούνται στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος.
Τα προβλήματα της χώρας
Σε ανάλογη βάση τίθενται και τα προβλήματά μας ως χώρα.
Το χτύπημα της αγροτιάς και συνολικά της αγροτικής παραγωγής, στα πλαίσια της «Κοινής» Αγροτικής Πολιτικής.
Το χτύπημα των μικρομεσαίων ώστε να διευρυνθεί ο χώρος εκμεταλλευτικής δράσης των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων.
Όλες αυτές οι αρνητικές εξελίξεις επιτάθηκαν με την είσοδο σε ΕΟΚ-ΕΕ-ΟΝΕ και πλασαρίστηκαν μάλιστα σαν ο σύγχρονος τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων που ήθελε το μέλλον να βρίσκεται στον τριτογενή τομέα και τις υπηρεσίες.
Είναι ακριβώς εκείνα που πριόνισαν τις δυνατότητες της χώρας να στέκεται στοιχειωδώς στα πόδια της και οδήγησαν στην ομηρία των μνημονίων που επέβαλλαν οι ιμπεριαλιστές με εργαλείο το ανύπαρκτο «χρέος».
Τα προβλήματα δεν θα λυθούν από εκείνους που τα δημιουργούν
Σ’ αυτά τα προβλήματα του λαού και της χώρας, όχι μόνο δεν διατίθεται να απαντήσει η ΕΕ, αλλά αντίθετα είναι αυτή που τα δημιουργεί και τα επιτείνει, από κοινού με τον άλλο πόλο της εξάρτησης, τις ΗΠΑ. Αυτό είναι κάτι που το συνειδητοποιεί πλέον, όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερος κόσμος.
Ακριβώς επειδή η ΕΕ δεν αποτελεί τίποτε άλλο από έναν συνασπισμό των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και με συγκεκριμένους αντιδραστικούς στόχους:
Ποιο «Ευρωκοινοβούλιο» και ποιες «εκλογές»;
Σ’ αυτά τα πλαίσια και με αυτούς τους όρους, το λεγόμενο Ευρωκοινοβούλιο και οι Ευρωεκλογές δεν αποτελούν τίποτε άλλο από μια επιχείρηση αποπροσανατολισμού των λαών και διαμόρφωσης «δημοκρατικής» βιτρίνας που να «νομιμοποιεί» αυτές τις αντιδραστικές επιδιώξεις. Έτσι ή αλλιώς, το Ευρωκοινοβούλιο δεν έχει καμιά ουσιαστική αρμοδιότητα, μιας και αυτές που παίρνουν τις αποφάσεις στα πλαίσια της ΕΕ είναι οι ιμπεριαλιστικές χώρες, κατά κύριο λόγο Γερμανία-Γαλλία και μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο η Αγγλία. Ταυτόχρονα, μια παράλληλη χρησιμότητα αυτής της διαδικασίας είναι η διαμόρφωση «ΕΟΚανθρώπων» δηλαδή παραγόντων που σιτίζονται πλουσιοπάροχα για να πρακτορεύουν τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στις χώρες τους.
Σ’ αυτή τη βάση όχι μόνο δεν έχει κανένα νόημα η συμμετοχή στις Ευρωεκλογές, αλλά αντίθετα υπηρετεί τον εξωραϊσμό, τη «νομιμοποίηση» της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και του καθεστώτος εξάρτησης της χώρας μας.
Αυτό είναι που αναδεικνύει τη θέση της ΑΠΟΧΗΣ σαν την μοναδικά σωστή απέναντι στην επιχείρηση αποπροσανατολισμού και παγίδευσης του λαού που προωθούν οι δυνάμεις του συστήματος.
Πόσο «Τοπική» και πόσο «Αυτοδιοίκηση»;
Έχει διαφορές αλλά και σημαντικές αναλογίες το πώς τίθεται το ζήτημα των εκλογών για τη λεγόμενη Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ένα θεσμό που οι διάφοροι Καλλικράτες και Καποδίστριες τον έχουν απομακρύνει σε μέγιστο βαθμό από την όποια σχέση του με τις τοπικές κοινωνίες και ουσιαστικά τον έχουν προσαρτήσει στο κυβερνητικό κέντρο.
Σ’ αυτή τη βάση έχει χάσει τον -έτσι κι αλλιώς μειωμένο και προβληματικό- αυτοδιοικητικό χαρακτήρα που είχε παλιότερα και έχει μετατραπεί πλήρως σε όργανο μεταφοράς της κυβερνητικής πολιτικής στις περιφέρειες χωρίς τοπικούς αυτοδιοικητικούς περισπασμούς.
Σ’ αυτή τη βάση οι αυτοδιοικητικές εκλογές κατά πρώτο λόγο υπηρετούν τη νομιμοποίηση και παγίωση των ανατροπών που έχουν συντελεστεί. Από κει και πέρα, η συμμετοχή και διαπάλη των πολιτικών δυνάμεων σ’ αυτό το πεδίο δεν έχει και δεν μπορεί να έχει σχέση με τα πραγματικά προβλήματα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του λαού. Αυτό που έχει σαν κύριο αντικείμενό της είναι το κέρδισμα πόντων στα πλαίσια και το πεδίο της διαπάλης τους στο κεντρικό πολιτικό ταμπλό.
Με αυτούς τους όρους μόνο μια καθοριστικού χαρακτήρα μεταβολή των συσχετισμών ανάμεσα στο λαϊκό κίνημα, από τη μια, και τις δυνάμεις του συστήματος, από την άλλη, θα μπορούσε να δώσει νόημα στην πάλη στο πεδίο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και -εννοείται- στο καθαυτό τοπικό επίπεδο και όχι το ευρύτερο και περιφερειακό.
Αυτή η σχέση πραγμάτων καθορίζει και τη δική μας στάση του άκυρου-λευκού σ’ αυτές τις εκλογές.
Η αστική τάξη ούτε θέλει ούτε μπορεί
Σ’ αυτά τα προβλήματα του λαού και της χώρας ούτε θέλει ούτε μπορεί να απαντήσει η ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό.
Δεν το θέλει επειδή η συρρίκνωση-κατάργηση αυτών των δικαιωμάτων αποτελεί κοινή επιδίωξη των δυνάμεων του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα, τμήμα του οποίου αποτελεί και η εγχώρια κεφαλαιοκρατική αστική τάξη.
Τα μέτρα που προωθούνται αποτελούν έκφραση της γενικευμένης επίθεσης των δυνάμεων του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος ενάντια στον κόσμο της δουλειάς και συνολικά τους λαούς. Αυτή η επίθεση προωθείται και στη χώρα μας με πρόσχημα το υποτιθέμενο «χρέος» και εργαλείο τα μνημόνια.
Αυτή την πολιτική υπηρετεί συνειδητά και η κεφαλαιοκρατική αστική τάξη της χώρας μας, τόσο στη βάση των ταξικών της συμφερόντων όσο και των υπαγορεύσεων των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Σ’ αυτές τις υπαγορεύσεις συμμορφώνεται ακόμη και στις περιπτώσεις που με βάση τις αυξημένες σήμερα απαιτήσεις του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου θίγονται και πλευρές των ιδιαίτερων δικών της συμφερόντων.
Ακριβώς επειδή πρόκειται για μια αστική τάξη κομπραδόρικου, μεταπρατικού χαρακτήρα που λειτουργεί σε βάση εξάρτησης από τα δυο ιμπεριαλιστικά κέντρα ΗΠΑ και ΕΕ. Αυτή τη σχέση εξάρτησης υπηρετεί και από αυτήν υπηρετείται ενάντια στο λαό.
Σ’ αυτή τη σχέση πραγμάτων βρίσκεται και η εξήγηση για τη διαφθορά, τη διαπλοκή, την ηθική κατάπτωση της πολιτικής ελίτ. Ακριβώς επειδή η ανάδειξη -χρόνια τώρα- των πιο ανερμάτιστων ανίκανων και ασπόνδυλων παραγόντων σε κυβερνητικές θέσεις αποτελεί όρο για την ανενδοίαστη προώθηση μιας πολιτικής που στρέφεται βάναυσα ενάντια στον ίδιο τους το λαό και οδηγεί στην παραρτηματοποίηση της ίδιας τους της χώρας.
Πόσο μπορεί και πόσο «θέλει» η Αριστερά;
Στα προβλήματα αυτά του λαού και της χώρας δεν μπορεί να απαντήσει η αντιπολίτευση, (αν υποθέσουμε ότι κάποιοι «θέλουν») και ειδικότερα η Αριστερά της χώρας μας.
Ολοφάνερα ΔΗΜΑΡ, Ποτάμια και άλλοι σχηματισμοί που εμφανίζονται δεν αποτελούν παρά εφεδρείες της πολιτικής του συστήματος.
Από την άλλη, τα διάφορα υποτίθεται «αντιμνημονιακά» και «πατριωτικά» σχήματα λειτουργούν σαν κάδοι ανακύκλωσης της δυσαρέσκειας ενός κόσμου.
Ιδιαίτερη και ιδιόμορφη περίπτωση αποτελεί η Χρυσή Αυγή. Το νεοφασιστικό αυτό μόρφωμα στηρίχτηκε σε χουντικά, ακροδεξιά κατάλοιπα του ελλαδικού χώρου και αξιοποίησε την αγανάκτηση ενός κόσμου. Κυρίως, ωστόσο, προωθήθηκε συνειδητά από δυνάμεις του συστήματος ως μαύρη εφεδρεία και για κάθε χρήση. Το χτύπημά της από την κυβέρνηση αποτελεί «εσωτερική υπόθεση» που κατά κύριο λόγο έχει σαν αντικείμενό της τα όρια τής κάθε φορά δράσης της και, πάνω απ’ όλα, το ποιος καθορίζει αυτά τα όρια.
Όσο για την Αριστερά, όχι απλά δεν μπορεί να απαντήσει, αλλά στην ουσία -με βάση τα χαρακτηριστικά και την πολιτική της- έχει παραιτηθεί από την αντιμετώπιση των προβλημάτων του λαού.
Όλο και περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ προσαρμόζει την πολιτική και τους στόχους του στα πλαίσια του συστήματος. Είναι καθαρό ότι η αποδοχή του σαν σταθερού πλαισίου λειτουργίας του συστήματος (ΕΕ-ΟΝΕ-Ευρώ αλλά και ΝΑΤΟ) πολύ απλά σημαίνει ότι και στην περίπτωση που αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες θα τις διαχειριστεί με «υπεύθυνο» τρόπο. Δηλαδή μέσα στα όρια και τους όρους αυτού του πλαισίου. Μόνο που μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο δεν υπάρχουν περιθώρια για μια πραγματική αντιμετώπιση των προβλημάτων του λαού και της χώρας. Οι απαντήσεις βρίσκονται έξω και ενάντια σ’ αυτό το πλαίσιο.
Όσο για το ΚΚΕ, περιορίζεται στην ανέξοδη καταγγελία του συστήματος και της πολιτικής του, αρνούμενο να αναλάβει τις ευθύνες και το ρόλο που θα αντιστοιχούσαν σε ένα πραγματικά κομμουνιστικό κόμμα. Ένα πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα και ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες θα είχε σαν πρώτιστο καθήκον και ταυτόχρονα τον πρώτο λόγο στην προώθηση και συγκρότηση της ευρύτερης δυνατής αντίστασης και πάλης της εργατικής τάξης και συνολικά των λαϊκών δυνάμεων. Ένα καθήκον από το οποίο στην πραγματικότητα έχει παραιτηθεί η ηγεσία του ΚΚΕ, στο όνομα μιας «λαϊκής εξουσίας» στην οποία σκοπεύει προφανώς να φτάσει με… αερογέφυρα. Στην πραγματικότητα το μόνο που την απασχολεί είναι η αυτοσυντήρησή της.
Σε ανάλογα νερά και παρά τις βροντερές «επαναστατικές» διακηρύξεις κινούνται και δυνάμεις όπως ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Σχέδιο-Β και άλλες. Τα «μεταβατικά τους προγράμματα» και οι «δυαδικές εξουσίες» που ονειρεύονται δεν αποτελούν παρά παραλλαγές της ρεφορμιστικής γραμμής της «ανάληψης κυβερνητικών καθηκόντων με κινηματική στήριξη».
Το ζήτημα της σημερινής πολιτικής συγκυρίας
Τι κρίνεται, συνεπώς, σ’ αυτές τις εκλογές ή, αλλιώς, σε ποιο πεδίο κρίνονται πραγματικά τα προβλήματα που απασχολούν τον λαό;
Η πρεμούρα που έχει πιάσει όλες αυτές τις δυνάμεις σε σχέση με τις επικείμενες εκλογές έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και στόχους.
Όσον αφορά τις κυβερνητικές δυνάμεις αυτό που επιδιώκουν είναι να περιορίσουν όσο γίνεται περισσότερο μια διαφαινόμενη ως πιθανή εκλογική ήττα. Τόσο ώστε κι αν ακόμη υπάρξει, να μην δημιουργεί πολιτικό ζήτημα. Έτσι θα μπορούν να συνεχίσουν να προωθούν αυτή την πολιτική και για όσο γίνεται μεγαλύτερο διάστημα.
Σ’ αυτή τη βάση οι δυνάμεις του συστήματος:
Από την άλλη μεριά, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει μια εκλογική νίκη τέτοια που να θέτει πολιτικό ζήτημα έτσι ώστε να μπορεί να θέσει ζήτημα ανατροπής της κυβέρνησης και βουλευτικών εκλογών τις οποίες ευελπιστεί ότι θα κερδίσει.
Το ΚΚΕ, προερχόμενο από μια βαριά εκλογική ήττα, προσπαθεί εναγωνίως να αυξήσει τα ποσοστά του ώστε να ανασάνει από την πίεση που του ασκείται από κάθε πλευρά.
ΑΝΕΛ και ΔΗΜΑΡ αγωνίζονται για ποσοστά επιβίωσης μια και αντιμετωπίζουν έως και πρόβλημα ύπαρξης.
Τόσο αυτοί όσο και άλλοι σχηματισμοί και παράγοντες που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στο προεκλογικό τοπίο επιχειρούν να πετύχουν εκείνο το στοιχειώδες εκλογικό ποσοστό που θα τους δίνει την πιθανότητα να «πάρουν θέση» στις πολιτικές διεργασίες που αναμένεται να ακολουθήσουν.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα. Αποτελεί εκτίμηση όλων ότι κατά πάσα πιθανότητα αμέσως μετά τις εκλογές θα κινηθούν πολιτικές διεργασίες αναδιαμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού και αναδιάταξης των πολιτικών δυνάμεων. Τόσο στην πλευρά των κυβερνητικών όσο και της αντιπολίτευσης ή και σε «διασταυρώσεις». Σ’ αυτές τις διεργασίες και αναδιατάξεις προσβλέπουν όλες αυτές οι δυνάμεις και παράγοντες. Εξαίρεση αποτελεί το ΚΚΕ που την περίοδο αυτή επιλέγει να βρίσκεται εκτός αυτών των διεργασιών.
Αντίθετα, δυνάμεις όπως ΑΝΤΑΡΣΥΑ και παρόμοιες ευελπιστούν ότι -με ένα καλό ποσοστό- θα έχουν λόγο και ρόλο στις διεργασίες στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς.
Το πραγματικό ερώτημα
Το ερώτημα σε σχέση με αυτά είναι: Σε τι ενδιαφέρουν όλα αυτά πραγματικά τον λαό και ποια απάντηση μπορούν να δώσουν στα προβλήματά του;
Σε οποιαδήποτε περίπτωση το αποτέλεσμα που μπορούμε να έχουμε είναι:
Ο κοινός παρονομαστής βρίσκεται στο ότι και οι δύο εκδοχές αποτελούν προϊόν μιας κατεύθυνσης που υπηρετείται από κοινού από όλες τις δυνάμεις:
Της κατεύθυνσης που στρέφει τον κόσμο να αναζητά την απάντηση σε ένα πεδίο που καθορίζεται από τις προδιαγραφές του συστήματος: το κοινοβουλευτικό.
Μια κατεύθυνση που τον αποπροσανατολίζει σε σχέση με εκείνη στην οποία μπορεί να αναζητήσει και να βρει απαντήσεις: την κατεύθυνση της Αντίστασης και Πάλης.
Και αν κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο όσον αφορά τις δυνάμεις του συστήματος, το πρόβλημα βρίσκεται στη στάση των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά. Δυνάμεις οι οποίες μάλιστα έχουν το θράσος να εγκαλούν τον λαό για «αδράνεια» την ίδια στιγμή που τον ωθούν σε μια κατεύθυνση «αδρανοποίησης». Στην πραγματικότητα εκείνο που επιχειρούν με αυτό τον τρόπο είναι η συγκάλυψη των ευθυνών τους για το πώς έχει διαμορφωθεί η κατάσταση.
Δεύτερον -που έχει πλέον και τη μεγαλύτερη σημασία- αναζητούν άλλοθι στο ότι συνεχίζουν να αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Πού βρίσκονται οι απαντήσεις;
Αυτό που πρέπει να είναι κατανοητό και το οποίο ούτε θέλουν ούτε μπορούν να ενστερνιστούν οι δυνάμεις της λεγόμενης Αριστεράς, είναι ότι την απάντηση στα προβλήματα του λαού και της χώρας μπορεί να την δώσει μόνο ο ίδιος ο λαός.
Υπό ορισμένους, ωστόσο, όρους και προϋποθέσεις:
Μόνο που μια τέτοια κατεύθυνση έχει άλλες απαιτήσεις. Απαιτήσεις στις οποίες ούτε θέλουν ούτε μπορούν να ανταποκριθούν οι δυνάμεις της λεγόμενης Αριστεράς με βάση τα χαρακτηριστικά και την πολιτική τους γραμμή.
Δεν είναι ούτε εύκολος ούτε σύντομος και ούτε επιδέχεται μαγικές συνταγές αυτός ο δρόμος. Είναι ωστόσο ο μοναδικός στον οποίο μπορεί να αναζητηθούν και να βρεθούν απαντήσεις.
Τίποτε δεν πρόκειται να μας χαριστεί. Αντίθετα θα κατακτηθεί μόνο με επίμονους μακρόχρονους και σκληρούς αγώνες.
Στη δοσμένη πολιτική συγκυρία η άρνηση των εκλογικών αυταπατών, η απόρριψη του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, η ΑΠΟΧΗ από την φάρσα των ευρωεκλογών αποτελεί όρο ανάδειξης και στήριξης μιας τέτοιας κατεύθυνσης.