Να μην περάσει το νέο Μνημόνιο, με το λαό στους δρόμους!
Αν δεν επρόκειτο για τα βάσανα και τη φτώχεια ενός ολόκληρου λαού, αν δεν αφορούσε την υπόσταση κα τις τύχες μιας χώρας, το κυβερνητικό σενάριο της συμφωνίας-λύσης αυτών των δεινών από όσους τα επέβαλλαν -και βέβαια απαιτούν τη συνέχισή τους και το βάθεμά τους- θα μπορούσε να γίνει κείμενο για επιθεώρηση.
Τελικά, η ελπίδα (των εργατών, των φτωχών, των κατατρεγμένων) έχει όνομα, επώνυμο και θεσμική ιδιότητα: Είναι ο Τζακ Λιου, υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ! Τελικά, το θαύμα (για το λαό που δεν έχει πού να νοσηλευτεί, για την διέξοδο από την πιστωτική ασφυξία, για την «παραγωγική ανασυγκρότηση» της χώρας) μπορεί να έρθει από πολλές μεριές: από την Αγία Βαρβάρα, από τις «προκαταβολές» του Πούτιν, από την Τράπεζα των BRICS -όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την ISKRA! Τελικά, ο ΦΠΑ -και ίσως όλοι οι έμμεσοι φόροι- είναι «αναδιανεμητικό εργαλείο» υπέρ των αδυνάτων και γι’ αυτό όταν οι εισπράξεις από αυτόν αυξάνονται κατά 1,8 δις ή έστω κατά 1 δις, η φτωχολογιά πρέπει να πανηγυρίζει και να αποθεώνει την «διαπραγματευτική ομάδα» που κατάφερε τέτοιο βαρύ πλήγμα στην πλουτοκρατία!…
Όμως, η κατάσταση είναι ήδη πολύ βαριά για το λαό μας και καθώς φαίνεται, πλησιάσαμε πολύ την ώρα των «υπογραφών» της νέας συμφωνίας, την ώρα που θα μπει για ψήφιση και εφαρμογή ένα ακόμα Μνημόνιο! Όσο και αν μια τέτοια διαπίστωση ακούγεται «βαριά» από έναν ολόκληρο κόσμο που τον οδήγησαν να αποθέσει ελπίδες και προσδοκίες για τη ζωή του στην κυβερνητική αλλαγή του περασμένου Γενάρη, η πραγματικότητα ξετυλίγεται αμείλικτη μπροστά μας. Έχει τους όρους της, τις δυνάμεις που καθορίζουν αυτή ή την άλλη εξέλιξη. Αυτήν την πραγματικότητα πρέπει να «κατανοήσουμε για να την αλλάξουμε» σε μια κατεύθυνση, σε έναν δρόμο που θα συγκροτούνται και θα ισχυροποιούνται οι εργατικές-λαϊκές δυνάμεις. Για όλο αυτόν τον κόσμο που ήδη εδώ και 3,5 χρόνια –από τις 12/2/12 που ψηφίστηκε το δεύτερο Μνημόνιο- του έδειξαν ως διέξοδο στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση και στην καπιταλιστική εκμετάλλευση την κάλπη, αλλά και για το λαό συνολικά και όλους τους αγωνιστές, είναι χρήσιμοι ίσως αυτή την ώρα οι αιχμηροί στίχοι του Μπρεχτ, που στο «κουράστηκα να αγωνίζομαι» απαντούσε «ήλπιζες τι; Πώς ο αγώνας θαν’ εύκολος;
Δεν είναι έτσι. Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες». Και διαπίστωνε-προέτρεπε: «Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει, θα χαθούμε». Χρειάζεται, λοιπόν, να κάνουμε αυτό που εμείς, οι εργάτες, η νεολαία, ο λαός, θα ζητήσουμε από τον εαυτό μας. Την οργάνωση και τη συγκρότηση της δύναμής μας. Την ανάπτυξη της μαζικής μας πάλης για να μην περάσει το νέο Μνημόνιο, για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας, για να ανοίξουμε το δικό μας δρόμο.
Η «τελευταία ώρα»
Η κυβερνητική προπαγάνδα, εδώ και μέρες, επιμένει –πανηγυρίζοντας!- ότι επίκειται συμφωνία το αμέσως επόμενο διάστημα, τέλη Μάη-αρχές Ιούνη. Αυτή η κυβερνητική στάση είναι χρήσιμη στο βαθμό που επιδεικνύει «καλή διαγωγή» στα ξένα κυρίως -αλλά και στα ντόπια- αφεντικά, με τα οποία εμφανίζεται πρόθυμη να συμφωνήσει. Ωστόσο την «τελευταία ώρα», την «ώρα της συμφωνίας» δεν την επιλέγει η κυβέρνηση, αλλά οι ιμπεριαλιστές. Αυτοί είναι που θέλουν να κυλήσει και άλλο ο χρόνος, πριν δεχθούν να… συμφωνήσουν σε όσα απαιτούν. Ακριβώς για να διευρύνουν αυτά που απαιτούν, για να δέσουν ακόμα πιο σφιχτά την κυβέρνηση στο άρμα τους, για να διαμορφώσουν ακόμα πιο ισχυρούς όρους ευθυγράμμισης και να πετύχουν βήματα προς την απαιτούμενη για αυτούς κατάλληλη διαμόρφωση συνολικά του πολιτικού συστήματος.
Η μεθόδευση αυτή βέβαια, βασίζεται στην πραγματική σχέση εξάρτησης, στην πολιτική, οικονομική, στρατιωτική επικυριαρχία που έχουν Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές έναντι της αστικής τάξης της χώρας. Και για έναν ολόκληρο κόσμο που χρειάζεται να καταλάβει «τι έχει γίνει» αυτούς τους τέσσερις μήνες των διαπραγματεύσεων, θα πρέπει να επαναλάβουμε μια βασική αλήθεια. Η υπόθεση της αντίστασης και της σύγκρουσης με τα ιμπεριαλιστικά δεσμά της χώρας δεν είναι υπόθεση μιας κυβέρνησης με το λαό στη γωνία, αμέτοχο, να περιμένει το «θαύμα»! Δεν είναι καθόλου «πρόθυμοι» οι ιμπεριαλιστές να παραιτηθούν οικειοθελώς έστω και εν μέρει από την καταλήστευση και τον έλεγχο μιας χώρας που τους «ανήκει» και στην οποία οι ίδιοι καθορίζουν το πλαίσιο της λειτουργίας της, την υπόστασή της. Πολύ περισσότερο αυτή η υπόθεση δεν είναι υπόθεση μιας κυβέρνησης όπως αυτής των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που θεμέλια γραμμή της είναι το «ανήκουμε στη Δύση», που δηλαδή όχι μόνο δεν αμφισβητεί την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, αλλά θεωρεί απόλυτα αναγκαία την αναπαραγωγή της. Και αυτή η γραμμή δεν αποτελούσε μόνο μια προεκλογική θέση των δυνάμεων αυτών ή απλώς μια διακήρυξή τους μετά τις 25 Γενάρη. Αλλά αποτελούσε τον οδηγό της κυβερνητικής πράξης σε όλο το φάσμα του πλέγματος της εξάρτησης. Δεν αφορά δηλαδή μόνο στο θέμα των Μνημονίων και της αποδοχής των όρων που έχουν διαμορφωθεί με τα «προγράμματα διάσωσης» από ΔΝΤ και ΕΕ που ξεκίνησαν το 2010. Αλλά αφορά στο σύνολο των «υποχρεώσεων» και του ρόλου που έχει η χώρα έναντι της Δυτικής Συμμαχίας, σε τέτοιο βαθμό που έφτασε να προτείνει και να «διεκδικεί» από τις ΗΠΑ νέα βάση τους στο Αιγαίο!
Αυτός ο φαύλος κύκλος βαθέματος της υποταγής σε αυτούς από τους οποίους ζητάς υποτίθεται χαλάρωση των όρων επιτροπείας δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στη σημερινή εικόνα: Η κυβέρνηση –πνιγμένη από την πιστωτική ασφυξία και ανήσυχη για το βαθμό στήριξης που θα συνεχίσει να έχει από τα ντόπια κέντρα- εκλιπαρεί ουσιαστικά για συμφωνία με όσα έχει ήδη δώσει, αλλά ΔΝΤ, Βερολίνο, Κομισιόν κοκ δηλώνουν πως χρειάζεται «και άλλη δουλειά». Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση επιδιώκει να μεταθέσει σε δεύτερο χρόνο την συμφωνία της σε μια σειρά ζητήματα (εργασιακό, ασφαλιστικό) ώστε να μπορεί να διαχειριστεί πολιτικά την πρώτη της συμφωνία. Από την άλλη, οι ιμπεριαλιστές έχουν κάθε λόγο να επιδιώξουν να τη δέσουν από τώρα με συγκεκριμένες δεσμεύσεις στα ζητήματα αυτά, ακόμα και αν τα σχετικά μέτρα θα μπαίνουν σε χρονοδιάγραμμα μετά το καλοκαίρι. Σε αυτή τη βάση δεν θα είναι καθόλου απροσδόκητο η «τελευταία ώρα» να κρατήσει όλο τον Ιούνη, στη διάρκεια του οποίου να εφαρμοστούν στην πράξη και πιο έντονα οι εκβιασμοί που αφορούν το στράγγισμα της ρευστότητας και την απειλή της χρεοκοπίας.
Το «μικρό» Μνημόνιο
Ποια είναι ωστόσο η «ήδη υπάρχουσα» συμφωνία που η κυβέρνηση επείγεται να την «καθαρογράψει» ενώ π.χ. το ΔΝΤ την απορρίπτει, γιατί δεν του φτάνει συμφωνία με «δύο- τρία μέτρα»; Σύμφωνα με αυτά που διαρρέουν οι ίδιοι οι κυβερνητικοί προετοιμάζοντας το αναγκαίο κλίμα, στις «επιτυχίες» της διαπραγμάτευσης καταμετρούνται ήδη:
-Η «αναδιάρθρωση» (!) του ΦΠΑ, έτσι ώστε τα έσοδα του να αυξηθούν κατά 1,8 δις (λένε οι «εταίροι») ή κατά 1 δις (λένε οι κυβερνητικοί). Ένταση, λοιπόν, της φοροληστείας του λαϊκού εισοδήματος, των ανέργων, των φτωχών, που μπορεί να αποδειχθεί ακόμα μεγαλύτερη από όσο φαίνεται αφού π.χ. η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι ΔΕΚΟ θα μείνουν στο ίδιο ποσοστό ΦΠΑ αλλά ο μεσαίος συντελεστής (14%) που η ίδια προτείνει είναι μια μονάδα πάνω από το 13% που ισχύει σήμερα για τις ΔΕΚΟ.
-Αποδοχή των πρωτογενών πλεονασμάτων που λιγότερο ή περισσότερο ψηλά, σημαίνουν προϋπολογισμούς που κρατάνε εκεί που βρίσκονται ή ωθούν πιο χαμηλά μισθούς και συντάξεις, ενώ ταυτόχρονα παραμένουν… ανύπαρκτες οι δαπάνες για κοινωνικά δικαιώματα και για λειτουργικά έξοδα σχολείων, νοσοκομείων κλπ.
-Αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, γιατί αυτό σημαίνει η κατάργηση των λεγόμενων «πρόωρων» συντάξεων αλλά και ταυτόχρονη δέσμευση για αναζήτηση «βιώσιμου» ασφαλιστικού που οδηγεί στη συντριβή όποιου δικαιώματος ασφάλισης έχει μείνει για το λαό.
-Προώθηση, διεύρυνση των ιδιωτικοποιήσεων (που στο κυβερνητικό λεξικό λέγονται «αξιοποιήσεις») σε λιμάνια, αεροδρόμια, ΤΡΑΙΝΟΣΕ κλπ. Είναι και αυτές συμβολή στο «αναγκαίο» πρωτογενές πλεόνασμα, και βέβαια προϋπόθεση για την ανάδυση των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών και της ενίσχυσης της κατεύθυνσης του εργασιακού μεσαίωνα.
Αυτά είναι (με κάθε επιφύλαξη για το τι μας κρύβουν) τα βασικά στοιχεία του «μικρού μνημονίου» που έχει ήδη διαμορφωθεί. Είναι φανερό, ακόμα και αν ευοδωθούν οι κυβερνητικές επιδιώξεις και η πρώτη υπογραφή μείνει σε αυτά, ότι πρόκειται για τη στερέωση και τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής που ο λαός μας αντιμετώπισε και όλα τα προηγούμενα «μνημονιακά» χρόνια. Και είναι επίσης φανερό ότι αυτό το «μικρό» μνημόνιο, με βάση και όσα προηγούμενα αναφέραμε, ανοίγει σε κάθε περίπτωση το δρόμο για την ένταση αυτής της πολιτικής, την ένταση της βαρβαρότητας μέσα στην οποία ήδη ζουν οι εργάτες και ο λαός.
Για το λαό δεν υπάρχει «τελευταία ώρα»!
Η ιμπεριαλιστική μέγγενη λοιπόν στη χώρα και στο λαό παραμένει σφιχτή, όπως επιτάσσουν και επιτρέπουν οι συνθήκες και οι συσχετισμοί. Η αστική τάξη βολοδέρνει σε μια διαπραγμάτευση στην οποία έχει να προσφέρει -και προσφέρει- τη γεωπολιτική θέση της χώρας στους αμερικανονατοϊκούς σχεδιασμούς. Και παράλληλα προσφέρεται να συμπράξει σε «επενδύσεις» απ’ έξω που θα της δίνουν μια κάποια βεβαιότητα για τα κέρδη της. Σταθερός και απαράβατος όρος σε αυτή της την προσφορά –και για να είναι «ελκτική»- είναι η ένταση της εκμετάλλευσης, η ανέχεια, η εξαθλίωση για τους εργάτες και το λαό.
Με αυτά τα δεδομένα, η πολιτική αστάθεια παραμένει και προστίθεται ο κάβος που πρέπει να περάσει η κυβέρνηση προωθώντας τα νέα μέτρα. Παραμένουν λοιπόν ανοιχτές και ενεργές οι αναζητήσεις των όρων και των μέσων με τα οποία θα επιδιωχθεί η αναγκαία αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος. Δηλαδή όχι μόνο στο κυβερνητικό κέντρο αλλά και στα κέντρα εξουσίας συνεχίζουν να υπάρχουν προβληματισμοί για εκλογές ή αναζητήσεις άλλων λύσεων από την παρούσα Βουλή. Ήδη οι πιέσεις έχουν φέρει «πιο κοντά» το ΣΥΡΙΖΑ με το Ποτάμι, ενώ στη ΝΔ οι εξελίξεις τροφοδοτούν αντιθέσεις που καθώς δεν υπάρχει ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός, θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμα και σε διχασμό.
Σε αυτό το πλαίσιο αναταράσσονται και οι «αριστερές συνιστώσες» του κυβερνητικού μπλοκ. Πρόκειται για μια τελικά χρήσιμη για το σύστημα «αναταραχή». Είτε γιατί θα οδηγήσει κάποιους και σε διακηρυκτική συμφωνία με την κυβερνητική πολιτική της υποταγής στο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό. Είτε γιατί θα συνεχίσουν να αποτελούν το «αριστερό νεφέλωμα» που εγκλωβίζει έναν κόσμο στην αναμονή… εξελίξεων εντός του βασικού κυβερνητικού κόμματος, που τάχα θα ανοίξουν το δρόμο στη «ρήξη»! Γιατί η μόνη πραγματική ρήξη σήμερα είναι το κάλεσμα και η συμβολή στον ξεσηκωμό του λαού για να μην περάσει το νέο μνημόνιο, για την ανατροπή της πολιτικής του συστήματος. Και οι δυνάμεις που καταγράφτηκαν (με πρόταση προσθήκης στην φιλοκυβερνητική απόφαση) ως «75» στη τελευταία Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν εργαστεί εδώ και χρόνια και οπωσδήποτε τους τελευταίους 4 μήνες στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση!
Για το λαό δεν υπάρχει «τελευταία ελπίδα», ούτε βέβαια «τελευταία ώρα». Δεν μπορούν να τον «τελειώσουν» ούτε οι εχθροί του ούτε οι παλιοί και νέοι πολιτικοί υπηρέτες τους. Έχει ανάγκη να ζήσει, να δουλέψει, να έχει δικαιώματα και κατακτήσεις. Αυτό που δείχνει μακρινό, ο λαϊκός ξεσηκωμός, είναι αναγκαίο και οι εξελίξεις των επόμενων εβδομάδων θα το κάνουν επιτακτικό. Από πολιτική άποψη αυτό που κατάφερε το σύστημα, να έχει μια Βουλή που ομοφωνεί στην αποδοχή και την προώθηση της επίθεσης στο λαό -και με την ηγεσία του ΚΚΕ να εξαντλείται στην επιδίωξη της εκλογικής δικαίωσής της- αποτελεί ένα πολιτικό όριο που πρέπει και μπορεί να το ξεπεράσει η λαϊκή πάλη. Για αυτόν τον αναγκαίο, δύσκολο αλλά μόνο ρεαλιστικό δρόμο για το λαό χρειάζεται να αγωνιστούμε σταθερά και αποφασιστικά!