Η οδυνηρή προσγείωση
Στα χρόνια που πέρασαν από την ένταξη της χώρας μας στην – τότε – ΕΟΚ (κοντά ένα τέταρτο αιώνα), αν κάτι επιβεβαιώθηκε είναι οι εκτιμήσεις όσων αντιτίθονταν στην ένταξη, για τις αρνητικές συνέπειες στο λαό και τους εργαζόμενους. Οι φτωχοί και μεσαίοι αγρότες είναι εκείνο το κομμάτι του λαού στο οποίο καλλιεργήθηκαν οι περισσότερες προσδοκίες (διάβαζε: αυταπάτες) για τα οφέλη από την ένταξη. Και είναι εκείνο το κομμάτι που είχε την πιο οδυνηρή και ανώμαλη «προσγείωση» στην πραγματικότητα της ΕΕ.
Έδιναν και έπαιρναν, στα πρώτα χρόνια της ένταξης, οι υποσχέσεις και οι «εκτιμήσεις» ότι οι αγρότες θάναι οι μεγάλοι κερδισμένοι, ότι «θα φάνε με χρυσά κουτάλια», ότι για τα αγροτικά προϊόντα της χώρας μας ανοίγεται μια τεράστια αγορά εκατομμυρίων καταναλωτών κ.α. Τα χρόνια που ακολούθησαν αποδείχτηκαν οδυνηρά για τους φτωχομεσαίους αγρότες. Η ένταξη στην ΕΕ και η εφαρμογή της ΚΑΠ είχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού στη χώρα μας σχεδόν στο μισό (πριν την ένταξη ήταν πάνω από το 30% για να φτάσει σήμερα νάναι κάτω από 17% του συνολικού πληθυσμού). Μιλάμε για πραγματικό ξεκλήρισμα της φτωχομεσαίας αγροτιάς. Και αν συνυπολογίσουμε τη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού (μόνο το 20,3% των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα είναι κάτω από 45 ετών) τότε η πραγματικότητα γίνεται πιο οδυνηρή.
Το ξεκλήρισμα της φτωχομεσαίας αγροτιάς μεθοδεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια μέσα από την εφαρμογή της ΚΑΠ, με τις «αναδιαρθρώσεις» καλλιεργειών, με τα «δικαιώματα» και τα πλαφόν στις παραγωγές αγροτικών προϊόντων, με τις «αποσύρσεις», τις χωματερές, τις συνυπευθυνότητες, τα πρόστιμα κλπ. Μία μετά την άλλη όλες οι σημαντικές καλλιέργειες κατάντησαν ασύμφορες. Από χρόνο σε χρόνο έχουμε το (πραγματικό) αγροτικό εισόδημα να μειώνεται και το βιοτικό επίπεδο να χειροτερεύει. Αντί να υπάρχει μια ανάπτυξη στον αγροτικό τομέα (όπως προπαγάνδιζαν οι υποστηριχτές της ένταξης) είχαμε συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, καταστροφή ολόκληρων κλάδων (με πρώτα και κύρια την κτηνοτροφία που είναι «ραχοκοκαλιά» και «ατμομηχανή» κάθε αγροτικής οικονομίας), δυνάμωμα της εξάρτησης από εισαγωγές αγροτικών προϊόντων (κύρια της ΕΕ), μείωση των επενδύσεων (ιδιωτικών και δημόσιων) στη γεωργία (έργα υποδομής, αγροτικά μηχανήματα και εξοπλισμός κλπ). Αντί τα αγροτικά προϊόντα της χώρα μας να «κατακτήσουν» τις αγορές της ΕΕ, ήταν η αγορά της χώρας μας που «αλώθηκε» από τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων της ΕΕ. Παράλληλα ενισχύθηκαν τα στρεβλά χαρακτηριστικά του αγροτικού τομέα με τον περιορισμό-εξαφάνιση κλάδων που στηρίζουν τη διατροφική επάρκεια (κτηνοτροφία, σιτηρά κλπ) σε όφελος βιομηχανικών φυτών (βαμβάκι, καπνός κλπ).
Τα επιχειρήματα της υποτέλειας
Τα παραπάνω δεν είναι μόνο δικές μας διαπιστώσεις. Είναι «επίσημα» στοιχεία και τα «ομολογούν» και οι υποστηριχτές της ΕΕ. Ομολογούν ότι στο οικονομικό «δούναι και λαβείν» με την ΕΕ, η χώρα μας είναι ο μεγάλος χαμένος. Όχι μόνο στον αγροτικό τομέα αλλά συνολικότερα. Δικαιολογούν όμως την ένταξη στην ΕΕ με το «επιχείρημα» ότι χρειαζόμαστε υποστηριχτές («πλάτες») και συμμάχους στα «εθνικά» μας θέματα. Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα για την αστική τάξη της χώρας μας: Η ένταξη στην ΕΟΚ ήταν για την αστική τάξη μια επιλογή που εκτός των άλλων επεδίωκε μια «εξισορρόπηση» της εξάρτησης μεταξύ αμερικάνων και ευρωπαίων. Εξάρτηση που «να πατά σε δυο βάρκες», ένθεν και ένθεν του ατλαντικού. Όσο οι «δύο βάρκες» πήγαιναν παράλληλα, η κατάσταση ήταν ελεγχόμενη από την αστική τάξη της χώρας μας. Τι γίνεται όμως όταν οι «δύο βάρκες» αποκλίνουν; Όταν δηλαδή οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, όπως στην πρόσφατη επέμβαση στο Ιράκ; Ή – για να το πούμε αλλιώς – ποια «βάρκα» θα διαλέξει η ελληνική αστική τάξη: Της «γηρασμένης Ευρώπης» (Σρέντερ, Σιράκ κλπ) ή της «νεότερης ευρώπης» των Μπούς, Μπλέρ, Μπερλουσκόνι, Αθνάρ κλπ ;;; Αλλά, και οι πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με το Κυπριακό (σχέδιο Ανάν), αποδείχνουν περίτρανα πόσο (δεν) στέκει το «επιχείρημα» της αστικής τάξης.
Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια, ακούστηκαν και «επιχειρήματα» ότι η αντιαγροτική πολιτική που ξεκληρίζει τη φτωχομεσαία αγροτιά της χώρας μας έχει στόχο να εξαλείψει τα «διαρθωτικά» προβλήματα του αγροτικού τομέα (μικρός αγροτικός κλήρος, κλπ). Αποδείχτηκε, ότι στόχος δεν ήταν η λύση των «διαρθρωτικών» προβλημάτων και η δημιουργία ανταγωνιστικού αγροτικού τομέα στην Ελλάδα αλλά η συρρίκνωση-καταστροφή της αγροτικής παραγωγής για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των χωρών του ιμπεριαλιστικού πυρήνα της ΕΕ. Η φτωχομεσαία αγροτιά και ο αγροτικός τομέας της χώρας μας θυσιάστηκαν στο βωμό της παγκόσμιας αγροτικής υπερδύναμης (σε παραγωγή και εξαγωγές αγροτικών προϊόντων) που λέγεται ΕΕ. Οι «συνέπειες» του ανταγωνισμού και της κρίσης «εξήχθηκαν» σε εξαρτώμενες χώρες, εντός ή εκτός ΕΕ, όπως είναι η χώρα μας. Έχουμε νέα «διαρθρωτικά» προβλήματα με πρώτο και μεγαλύτερο τη συρρίκνωση-καταστροφή του πρωτογενή τομέα και το βάθαιμα της εξάρτησης (και διατροφικής, εκτός των άλλων…) που αυτό συνεπάγεται.
Οι επιδοτήσεις ήταν και είναι το άλλο «μεγάλο επιχείρημα» των υμνητών της ΕΕ. Δεν θα αναφερθούμε εδώ στο αν και πόσο «κουτόφραγκοι» είναι οι δυτικοευρωπαίοι για να μας «χαρίζουν» εκατομμύρια. Ούτε στο ποιος τελικά καρπώνεται τις επιδοτήσεις (οι βιομήχανοι ή οι αγρότες). Ούτε θα αναφερθούμε στο πως οι επιδοτήσεις χρησιμοποιούνται σαν μηχανισμός συμπίεσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων διεθνώς. Εκτός από τα παραπάνω, για τη χώρα μας οι επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για να υλοποιηθεί η αντιαγροτική πολιτική χωρίς κοινωνικές εντάσεις και οξύνσεις. Για να περάσει «ομαλά» το ξεκλήρισμα της φτωχομεσαίας αγροτιάς. Η όποια (ονομαστική) αύξηση του αγροτικού εισοδήματος είχαμε στη δεκαετία του ’80 (γιατί τα επόμενα χρόνια έχουμε μείωση του αγροτικού εισοδήματος, πραγματική και ονομαστική) δεν οφείλετε στις επιδοτήσεις της ΕΕ. Οφείλετε κυρίως στη μείωση του αγροτικού πληθυσμού (λιγότεροι αγρότες μοιράζονταν τα ίδια χρήματα) και στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ που παρέμβαινε στην αγορά μέσω των συνεταιρισμών: με τις υψηλές τιμές που – με υπαγόρευση της κυβέρνησης – αγόραζαν οι συνεταιρισμοί, «έσπρωχναν» τις τιμές των αγροτικών προϊόντων προς τα πάνω, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια των αγροτών και συσσωρεύοντας χρέη στους ισολογισμούς τους, με τελική κατάληξη τη χρεοκοπία τους.
Και τα χειρότερα έπονται…
Με την πρόσφατη αναθεώρηση της ΚΑΠ θάχουμε επιτάχυνση των ρυθμών ξεκληρίσματος της φτωχομεσαίας αγροτιάς. Παραπέρα χειροτέρευση του αγροτικού εισοδήματος και του βιοτικού επίπεδου. Θάχουμε απαξίωση της αγροτικής παραγωγής, «αποσύνδεση» των αγροτών από τα χωράφια τους και την παραγωγή, μείωση της αγροτικής παραγωγής, άνοιγμα της ψαλίδας στο αγροτικό ισοζύγιο, δυνάμωμα της εξάρτησης. Οι αγρότες μετατρέπονται σε επιδοματούχους-άνεργους, από τους οποίους δεν στερούν απλά το εισόδημα αλλά στερούν το μέλλον και την ίδια την ύπαρξη αυτών και των παιδιών τους.
Για τα «μεσογειακά» προϊόντα (βαμβάκι, καπνό, ελαιόλαδο) οι αποφάσεις που πρόσφατα πάρθηκαν για αποσύνδεση της ενίσχυσης από την ποσότητα παραγωγής, θα διώξουν χιλιάδες παραγωγούς από τις καλλιέργειες, θα οδηγήσουν σε εγκατάλειψη χωραφιών σε μείωση της παραγωγής. Οι επιδοτήσεις, αφού έπαιξαν το ρόλο τους στον αποπροσανατολισμό της αγροτιάς και στην εκτόνωση των αντιδράσεών της, σήμερα κουτσουρεύονται, μειώνονται σταδιακά και οδεύουν για πλήρη κατάργηση μετά το 2013. (ΣΗΜ.: μιλάμε για κατάργηση των επιδοτήσεων και αναφερόμαστε βέβαια στις επιδοτήσεις που δίνονται σε χώρες εξαρτημένες όπως η Ελλάδα. Δεν αναφερόμαστε δηλ. στις επιδοτήσεις που δίνονται στους αγρότες των χωρών του ιμπεριαλιστικού πυρήνα της ΕΕ. Αυτές θα συνεχίσουν να δίνονται, με τον ίδιο ή με διαφορετικό τρόπο, και ίσως αυξηθούν στα επόμενα χρόνια).
Το μέλλον – αν υπάρχει – για την αγροτιά της χώρας μας παρουσιάζεται σκοτεινό και δυσοίωνο. Οι προθέσεις της ΕΕ είναι φανερές και ομολογούμενες και από τους ίδιους. Η αντιαγροτική πολιτική θα συνεχιστεί και θα δυναμώσει στα επόμενα χρόνια. Η φτωχή και μεσαία αγροτιά της χώρας μας συνθλίβεται στις μυλόπετρες της ΕΕ. Το ξεκλήρισμά της θα συνεχιστεί στα επόμενα χρόνια και θα επιταχυνθεί. Τα κοντά 25 χρόνια ένταξης της χώρας μας στην ΕΕ, είναι παραπάνω από αρκετά για να βγάλουν οι φτωχομεσαίοι αγρότες τα συμπεράσματα που πρέπει. Για να χτυπηθούν οι αυταπάτες και ο αποπροσανατολισμός των κολαούζων της ΕΕ. Για να αναπτυχθεί το αγροτικό κίνημα με προσανατολισμό και στόχο «ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΕ».
φ.502, 29/5/04