Συνεχίζονται και πληθαίνουν οι εικόνες διάλυσης και παρακμής που εμφανίζονται το τελευταίο διάστημα στα εργατικά κέντρα μιας σειράς περιοχών της χώρας. Μετά την κρατική-δικαστική επέμβαση στο Εργατικό Κέντρο Αθήνας, μετά τη διάσπαση του Εργατικού Κέντρου Λαμίας και μετά τα επεισόδια στο Εργατικό Κέντρο Πάτρας, σειρά είχαν τα Εργατικά Κέντρα Κοζάνης και Τρικάλων. Αυθαιρεσίες, παρατυπίες και νοθείες σε διαδικασίες συνεδρίων είναι η κοινή αφορμή όλων αυτών των εξελίξεων, όπως κοινή είναι και η κατάληξή τους: επέμβαση των κρατικών μηχανισμών και των αστικών δικαστηρίων, που αναλαμβάνουν να «διαφυλάξουν» τις διαδικασίες και να «λύσουν» τα προβλήματα. Και μάλιστα αυτό συμβαίνει με τη σύμφωνη γνώμη ή, έστω, τη σιωπηρή αποδοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας των συνδικαλιστικών δυνάμεων που παρεμβαίνουν στα εργατικά κέντρα. Από ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ μέχρι το «ταξικό» ΠΑΜΕ, όλοι τους αποδέχονται στο τέλος τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Χώρια που όλοι τους εναλλάσσονται στο ρόλο αυτού που προσφεύγει στα αστικά δικαστήρια, νομιμοποιώντας την κρατική παρέμβαση στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Τι είναι όμως αυτό που αναδεικνύει η επαναλαμβανόμενη αυτή κατάσταση; Για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά και τι έρχονται να εξυπηρετήσουν; Στη βάση των απαντήσεων σε αυτά και άλλα ερωτήματα είναι σαφές ότι βρίσκεται η αποσυγκρότηση του εργατικού κινήματος, η απομαζικοποίηση των συνδικάτων, η απομάκρυνση των εργαζομένων από τα όργανα πάλης τους και τις διαδικασίες τους. Όταν τα πρωτοβάθμια σωματεία, δηλαδή τα ζωντανά κύτταρα του εργατικού κινήματος, συσπειρώνουν όλο και λιγότερους εργαζόμενους και οι διαδικασίες τους είναι άμαζες, τότε είναι πολύ εύκολο να διαπιστώσει τι θα συμβαίνει στον δεύτερο βαθμό οργάνωσης των εργαζομένων, στα εργατικά κέντρα και τις ομοσπονδίες.
Και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στις περιπτώσεις των εργατικών κέντρων στα οποία αναφερθήκαμε. Με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του Εργατικού Κέντρου Φθιώτιδας το οποίο είχε αναλάβει να κάνει τον… εργοδότη σε προγράμματα κατάρτισης του ΕΣΠΑ, όλα αυτά τα εργατικά κέντρα είχαν σαν κοινό τους παρονομαστή την αδράνεια ή τη λειτουργία σε μια καθαρά εθιμοτυπική βάση. Κατάσταση που ίσχυε (και συνεχίζει να ισχύει) και για το μεγαλύτερο εργατικό κέντρο της χώρας, το Εργατικό Κέντρο Αθήνας. Καμία κινηματική πρωτοβουλία, καμία κίνηση απεύθυνσης προς τους εργαζόμενους, παρά την ένταση της αντεργατικής επίθεσης, παρά τα δεκάδες μέτωπα (μεγαλύτερα και μικρότερα) που ανοίγονται καθημερινά και παρά την επιτακτική ανάγκη να στηριχτούν ιδεολογικά και πολιτικά οι εργαζόμενοι ώστε να μπορέσουν να δράσουν, να αγωνιστούν, να παλέψουν. Και αυτή είναι μια εικόνα που παρουσιάζεται σε όλα τα Εργατικά Κέντρα και όχι μόνο σε αυτά που αναφέραμε.
Είναι απόλυτα λογικό και αναμενόμενο, λοιπόν, πάνω στην απουσία των εργαζομένων να «ανθίζουν» αντιλήψεις, χειρισμοί και τακτικές που μόνο στόχο τους έχουν να συντηρηθεί και να επεκταθεί ο αρνητικός συσχετισμός στο εργατικό κίνημα, να επανακατοχυρωθεί η πρωτοκαθεδρία των αστικορεφορμιστικών δυνάμεων, έστω και με λαθροχειρίες. Και είναι σε απόλυτο συμφέρον του αστικού κράτους να σφίξει κι άλλο τον έλεγχό του σε μια τέτοια περίοδο, όπου η αντεργατική επίθεση έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμη.
Εξάλλου, όλα αυτά αποτελούν και χαρακτηριστικά παραδείγματα (ή και δοκιμαστικές κινήσεις) για το τι έχουν στο μυαλό τους οι δυνάμεις του κεφαλαίου με τους νέους αντεργατικούς νόμους που ετοιμάζουν σχετικά με τον συνδικαλισμό.
Δήθεν «σκίζει τα ρούχα του» το ΠΑΜΕ για τις εξελίξεις αυτές. Προσπαθεί να πείσει ότι είναι αυτό που υπερασπίζεται τη λειτουργία των εργατικών κέντρων κόντρα στις αυθαιρεσίες της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ. Και μάλιστα στήνει και «κινητοποιήσεις» διαμαρτυρίας, όπως έκανε σε Πάτρα και Κοζάνη. Μόνο που γι’ αυτήν την εικόνα ευθύνεται και το ίδιο. Είναι δεκάδες τα παραδείγματα των δικών του αυθαιρεσιών, εκλογικών και μη. Είναι πάμπολλες οι φορές που οι διοικήσεις των εργατικών κέντρων που ελέγχει στρέφονται ενάντια σε κάθε αριστερή, ταξική φωνή που δεν συμφωνεί με το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ. Οι τραμπουκισμοί και οι προπηλακισμοί για τους οποίους κατηγορεί την ΠΑΣΚΕ και την ΔΑΚΕ, είναι και δικό του γνώρισμα. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, την επανειλημμένη στάση του Εργατικού Κέντρου Λάρισας ενάντια στους συνδικαλιστές της Ταξικής Πορείας και στις προσπάθειές τους να χρησιμοποιήσουν το χώρο του ΕΚΛ.
Βέβαια, αυτό που δεν αντέχει το ΠΑΜΕ (και γι’ αυτό κάνει φασαρία) είναι να βλέπει τις δυνάμεις του αστικού ρεφορμισμού να διατηρούν την πλειοψηφία στα δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα την ώρα που οι κομματικοί τους φορείς έως και συρρικνώνονται, όπως συμβαίνει με το ΠΑΣΟΚ. Για τα καλά μαθημένο να πρωτοστατεί στις εκλογικές λοβιτούρες δυσανασχετεί τώρα που αυτές γίνονται από άλλους και σε βάρος του. Όχι βέβαια ότι «θα τα βάψει μαύρα». Γιατί γνωρίζει ότι αυτή η συνεχιζόμενη αδράνεια, η απουσία των αγώνων και των εργατικών μαζών, αποτελούν προνομιακό πεδίο για τη συντήρηση και της δικής του -πολιτικά άσφαιρης και ακίνδυνης για το σύστημα- φυσιογνωμίας.
Έχει σημασία να αντιληφθούν οι εργαζόμενοι τη σημασία αυτών των κινήσεων και την ουσία της άποψης των «πρωταγωνιστών» τους. Διότι μέσα απ’ όλα αυτά προετοιμάζεται ένα νέο τοπίο, ακόμη πιο εχθρικό για το ξετύλιγμα των εργατικών αγώνων. Προετοιμάζονται νέοι νόμοι που θα συρρικνώνουν τα εργατικά δικαιώματα. Στρώνεται το έδαφος για ασφυκτικότερο έλεγχο του συνδικαλισμού και την εξουδετέρωση κάθε ταξικής φωνής, κάθε διάθεσης για αντίσταση και διεκδίκηση. Και μπορεί η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων να μην ξέρει ούτε καν «πού πέφτει» το Εργατικό Κέντρο Αθήνας, όμως πρέπει να καταλάβει ότι οι εξελίξεις αυτές, όσο μακρινές κι αν του φαίνονται, τον αφορούν. Γίνονται χωρίς αυτόν, μακριά από αυτόν αλλά σίγουρα ενάντια σε αυτόν.