Στόχοι, προοπτικές και επίδραση στις επικίνδυνες ισορροπίες στην Μέση Ανατολή
Το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου ξεκινούσε η τρίτη στη σειρά εισβολή του τούρκικου στρατού στη Συρία, με την κυνική ονομασία «Πηγή Ειρήνης», αυτή τη φορά ανατολικά του Ευφράτη και συγκεκριμένα στην περιοχή των κούρδικων καντονιών Τζαζίρα και Αΐν αλ-Αράμπ, η οποία έχει δημιουργήσει ένα νέο κύμα ξεριζωμένων και μετράει από τις πρώτες μέρες εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες. Η εισβολή έχει ήδη μετατραπεί, πάνω στο έδαφος των οξυμένων ανταγωνισμών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και πρώτα απ’ όλα των ΗΠΑ και της Ρωσίας, σε επιταχυντή και αναδιαμορφωτή των ισορροπιών, των τακτικών συμμαχιών και κινήσεων σε όλο το μέτωπο της Μέσης Ανατολής. Ενώ έχει μεγαλώσει συνολικά τον κίνδυνο μιας ευρύτερης ανάφλεξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους λαούς.
Η πολιτική των ΗΠΑ: στοχεύσεις, αντιφάσεις, ερωτηματικά
Η κατ’ αρχήν έγκριση της εισβολής από τη διοίκηση Τραμπ, ήρθε ως συνέχεια και ως «διέξοδος» από τη συμβιβαστική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, που είχε επιτευχθεί το περασμένο καλοκαίρι και που είχε καταλήξει σε μια από κοινού επιχείρηση δημιουργίας αυτής της «ζώνης ασφαλείας», η οποία, όμως, καρκινοβατούσε. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα, που η τουρκική ηγεσία άρχισε να θεωρεί πως η αμερικανική ηγεσία ροκάνιζε τον χρόνο, «προσφέροντας» στον τούρκικο στρατό μερικές ανούσιες κοινές αμερικανοτουρκικές περιπολίες στην τουρκοσυριακή μεθόριο.
Έτσι, η κατ’ αρχήν έγκριση του Τραμπ στην εισβολή, όπως και η συμβιβαστική συμφωνία του καλοκαιριού, έγιναν στην κατεύθυνση από τη μια να διασκεδαστούν οι «ανησυχίες ασφαλείας» και να δοθεί χώρος στις αντιδραστικές φιλοδοξίες της Τουρκίας και από την άλλη να περιοριστούν οι ρωσικές σφήνες στις αμερικανοτουρκικές στρατηγικές σχέσεις και να επανέλθει σταδιακά η Τουρκία στις αμερικανοΝΑΤΟϊκές νόρμες. Έτσι, θυσιάζεται η «συμμαχία» των ΗΠΑ με έναν «τακτικό εταίρο» (δηλαδή η χρησιμοποίηση των Κούρδων από τις ΗΠΑ) για να σωθεί η σχέση με έναν «στρατηγικό σύμμαχο» (Τουρκία) ευελπιστώντας ότι έτσι θα προωθηθούν, τελικά, πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Συρία και τη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, ιδιαίτερο ρόλο έπαιζε -και φυσικά παίζει- η ανάγκη των ΗΠΑ να χρησιμοποιηθεί το ειδικό βάρος της Τουρκίας ώστε να δοθεί μια ισχυρή ώθηση στην εκστρατεία τους ενάντια στο Ιράν η οποία επίσης βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή.
Από τη άλλη, αποτέλεσε μια «λύση» μπροστά στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί με την καθυστέρηση των ΗΠΑ να εφαρμόσουν τη συμφωνία και με γνώμονα πάντα να μην διακυβευτούν παραπέρα οι σχέσεις των ΗΠΑ και της Τουρκίας. Καθυστέρηση ακριβώς λόγω των σημαντικών διαφορών που εμφανίστηκαν στους κόλπους του αμερικανικού κατεστημένου και της ίδιας της διοίκησης Τραμπ και που αφορούσαν τις αντιφάσεις και κυρίως την αποτελεσματικότητα αυτών των κινήσεων. Ωστόσο, αυτή η απόφαση του Τραμπ, όπως ήταν φυσικό, οδήγησε στην παραπέρα όξυνση των αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Αυτό άλλωστε καταμαρτυρούν οι πολύ οξείς και πρωτοφανείς αντιδράσεις, όχι μόνο των Δημοκρατικών αλλά και επιφανών Ρεπουμπλικανών, από το Κογκρέσο ως το ίδιο το Πεντάγωνο. Αντιδράσεις που οδήγησαν τον Τραμπ σε σχετική αναδίπλωση με το να αναγκαστεί να προειδοποιήσει την Τουρκία με οικονομική καταστροφή εάν βγει «εκτός των ορίων», και, τελευταία, να ανακοινώσει νέα δέσμη κυρώσεων προς την Τουρκία. Κινήσεις που όμως δεν δείχνουν αρκετές για να αποσοβήσουν την πολιτική θύελλα που εξελίσσεται στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Διότι αυτή η απόφαση αποτελεί όχι μόνο την αιτία αλλά και την αφορμή για να οξυνθεί παραπέρα ο διαρκής διχασμός στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης των ΗΠΑ, για το ποιος ή ποιοι είναι οι πιο πρόσφοροι δρόμοι για την αντιμετώπιση της διεύρυνσης της αναντιστοιχίας μεταξύ των μέσων που διαθέτουν και του στόχου της παγκόσμιας κυριαρχίας-ηγεμονίας. Αλλά και ειδικά ποιοι είναι οι δρόμοι για την άρση των πολύχρονων αδιεξόδων που συναντούν οι ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και με στόχο την ολική επαναφορά της αμερικανικής επικυριαρχίας σ’ αυτή. Στόχος που έχει ως απαραίτητο όρο την κατάργηση των επιτυχιών του ρώσικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή, ώστε να κλείσουν οι γεωπολιτικές «τρύπες» στον χάρτη της αμερικάνικης περικύκλωσης της Ρωσίας (Συρία, Ιράν).
Μάλιστα το γεγονός ότι έως τώρα η αναμόχλευση και το ανακάτεμα που επιχειρεί ο Τραμπ δεν του βγαίνουν, ενώ επιβεβαιώνονται περισσότερο οι επικριτές του, που τον κατηγορούν ότι με τις κινήσεις του οδηγεί τους Κούρδους στην αγκαλιά του Άσαντ και της Ρωσίας, χωρίς από την άλλη να έχει λύσει κανένα από τα προβλήματα των στρατηγικών σχέσεων των ΗΠΑ με την Τουρκία, προϊδεάζει για ακόμη μεγαλύτερη όξυνση της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό των ΗΠΑ και με ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα. Από το να επιχειρηθεί ένας συμβιβασμός, έστω και πρόσκαιρος, με τη Ρωσία ως το να επιδιωχθεί κάθε είδους τυχοδιωκτισμός που να δίνει στις ΗΠΑ ξανά την πρωτοβουλία των κινήσεων. Αυτό ακόμα και αν κάποιος βάσιμα υποθέσει πως είναι ακόμη νωρίς για να εκτιμηθεί συνολικά η αποτελεσματικότητα των κινήσεων Τραμπ.
Στόχοι, όρια, «παγίδες» της τούρκικης εισβολής
Της εισβολής αυτής είχε προηγηθεί η πρώτη εισβολή, το 2016 και ενάμισι μήνα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, στην περιοχή της Τζαραμπλούς, όπου δημιουργήθηκε μια «ζώνη ασφαλείας» που διαχώριζε το καντόνι Αφρίν από τα καντόνια Τζαζίρα και Αΐν αλ-Αράμπ. Ενώ ακολούθησε τον Γενάρη του 2018 η εισβολή και η κατάληψη του Αφρίν χωρίς καμιά αντίσταση, με αφορμή -και εν μέρει αιτία- την ανακοίνωση των ΗΠΑ και των SDF, ότι θα συγκροτήσουν «Δύναμη Συνοριακής Ασφάλειας», κάνοντας ένα βήμα προς την δημιουργία μιας αυτόνομης κρατικής οντότητας στο συριακό Κουρδιστάν.
Η τρίτη αυτή εισβολή της Τουρκίας έχει ως διακηρυγμένη προτεραιότητα να δημιουργήσει μια «ζώνη ασφαλείας» σε βάθος 32 χιλιομέτρων μέσα στη Συρία, μέχρι δηλαδή τον στρατηγικό βόρειο αυτοκινητόδρομο Μ4 και σε μήκος 100 χιλιομέτρων περίπου, όσο δηλαδή απέχουν μεταξύ τους οι πόλεις Ρας Αλ Αΐν και Τελ Αμπιάντ.
Δεν χρειάζονται πολλές στρατιωτικές γνώσεις για να κατανοήσει κάποιος ότι αυτός ο στόχος είναι πολύ δύσκολα επιτεύξιμος. Όχι μόνο γιατί στην περιοχή βρίσκονται δεκάδες χιλιάδες ετοιμοπόλεμοι μαχητές της αραβοκουρδικής συμμαχίας των SDF και της κούρδικης ραχοκοκαλιάς τους, της πολιτοφυλακής των YPG, και έτσι η κατάκτηση των εδαφών αυτών, όπως ήδη αποδεικνύεται, δεν θα είναι περίπατος. Αλλά και γιατί η τούρκικη επιχείρηση δεν έχει την ενεργή υποστήριξη των ΗΠΑ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο στο πολιτικό όσο και στο στρατιωτικό επίπεδο. Στο εσωτερικό της Τουρκίας άρχισε ήδη η κριτική της αντιπολίτευσης για τη διεθνή απομόνωση στην οποία οδηγεί την Τουρκία ο Ερντογάν. Την ίδια στιγμή που η Ρωσία και ο στρατός του Άσαντ, μετά και τη συμφωνία που έκαναν με τις SDF, δείχνουν αποφασισμένες να θέσουν σαφή όρια στις κινήσεις της Τουρκίας. Ενώ και η ίδια η Τουρκία δεν φαίνεται να θέλει να διακινδυνεύσει μια σύγκρουση με τη Ρωσία. Συνολικά, έτσι, η Τουρκία κινδυνεύει να βρεθεί βαλτωμένη σε μια περιοχή εχθρική και με όλες τις συμμαχίες της, τακτικές ή όχι, μετέωρες.
Ρώσικη Ομοσπονδία: ελιγμοί και εκμετάλλευση των επιτυχιών της
Με τον αέρα των σοβαρών ανατροπών που δρομολόγησε η άμεση επέμβασή της τον Σεπτέμβρη του 2015 στη Συρία («νεκρανάσταση» του καθεστώτος Άσαντ) και η σοβαρή σφήνα που έχει βάλει στη Δύση με την τακτική της συμμαχία με την Τουρκία (S-400, αγωγοί, πυρηνικό εργοστάσιο, «διαδικασία της Αστάνα»), ο ρώσικος ιμπεριαλισμός συνεχίζει να εκμεταλλεύεται κάθε κενό ή αντίφαση της αμερικανικής πολιτικής για να εδραιώσει και να επεκτείνει την παρουσία του σε μια περιοχή εχθρική γι αυτόν και παράλληλα να διευρύνει το σπάσιμο της περιμετρικής του περικύκλωσης από τις ΗΠΑ και στη Μέση Ανατολή.
Έτσι, «κατανοώντας τις ανησυχίες ασφάλειας της Τουρκίας», ανέχτηκε και την τρίτη εισβολή της, θέτοντας ως όρο «τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας», ενώ στο ίδιο πάνω κάτω μοτίβο τοποθετήθηκε και η ιρανική ηγεσία. Αυτή η αντιφατική -εκ πρώτης όψεως- διπλωματική διατύπωση, έστελνε το μήνυμα στην Τουρκία ότι το μέχρι πού θα το τραβήξει δεν είναι κάτι που θα το αποφάσιζε ερήμην της Ρωσίας. Σε δεύτερη φάση, και εκμεταλλευόμενη την απόφαση Τραμπ για αναδίπλωση των στρατευμάτων των ΗΠΑ στις κουρδικές περιοχές, μεσολάβησε μεταξύ του Άσαντ και των SDF, κατορθώνοντας να συντάξει μια συμφωνία που αλλάζει πολλές από τις ισορροπίες ισχύος στη βόρεια Συρία.
Με όλες τις επιφυλάξεις για το τι επακριβώς έχει συμφωνηθεί, είναι γεγονός πως, με αντάλλαγμα την «προστασία» των Κούρδων έναντι της τούρκικης εισβολής, γίνεται αποδεκτή από τις SDF η «αρμοδιότητα» του καθεστώτος Άσαντ σε όλες τις κουρδικές περιοχές. Ήδη στρατεύματα του Άσαντ, με την υποστήριξη ρώσικων δυνάμεων, έχουν πάρει την θέση των αμερικανικών και γαλλικών δυνάμεων που αποχωρούν, τόσο στην στρατηγικής σημασίας πόλης Μάνμπιτζ (δυτικά του ποταμού Ευφράτη) όσο και στις κουρδικές περιοχές, προωθούμενες προς τις πόλεις–στόχους των τούρκικων δυνάμεων , Ρας Αλ Αΐν και Τελ Αμπιάντ. Ενώ σε μια επίδειξη πολιτικής «μαστιγίου και καρότου», από τη μια ρώσοι αξιωματούχοι χαρακτηρίζουν «απαράδεκτη» την εισβολή και αξιώνουν τον περιορισμό της σε χρόνο και σε βάθος το πολύ 5-10 χιλιομέτρων, ενώ από την άλλη και επειδή δεν είναι και το πιο διαχειρίσιμο πράγμα –το αντίθετο θα λέγαμε- η «συνάντηση» τουρκικών και συριακών στρατευμάτων, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη διπλωματική πρωτοβουλία της Ρωσίας για μια συμφωνία μεταξύ Συρίας και Τουρκίας, στη βάση της Συμφωνίας ων Αδάνων του 1998. Αυτή η συμφωνία, θυμίζουμε, έγινε μετά το πολεμικό τελεσίγραφο της Τουρκίας, που απαιτούσε να καταργηθούν τα στρατόπεδα του PKK στο έδαφος της Συρίας, καθώς και να πάψει η ασυλία στον ηγέτη του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Αυτή τη συμφωνία επικαλείται η Τουρκία, ισχυριζόμενη ότι της δίνει το δικαίωμα να προβαίνει σε «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ασφάλειας» εντός των συριακών εδαφών. Προωθείται λοιπόν από την πλευρά της Ρωσίας μια συμφωνία που «θα αναγνωρίζει τις εύλογες ανησυχίες της Τουρκίας», αλλά θα δίνει ως λύση όχι μια ζώνη ασφάλειας υπό τούρκικο έλεγχο αλλά ισχυρές εγγυήσεις ασφάλειας από την συριακή κυβέρνηση. Παράλληλα, ο Πούτιν, φανερά ενισχυμένος από τις τελευταίες εξελίξεις, επιχειρεί με την επίσκεψή του και τις συμφωνίες που προωθεί με το Ριάντ, να βάλει ακόμη μια σφήνα στη Δύση, να αποσυμφορήσει την πίεση προς το Ιράν και να διεκδικήσει ρόλο αξιόπιστου και σοβαρού διαμεσολαβητή στη Μέση Ανατολή, σε αντίθεση με τον «αναξιόπιστο Τραμπ».
Ο εκνευρισμός των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών
Οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές και οι θεσμικοί εκφραστές της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ως τώρα αρκεστεί σε, χλιαρές ή πιο έντονες, άσφαιρες πάντως καταγγελίες της τουρκικής εισβολής, τις οποίες συνδέουν με την καταγγελία των τουρκικών γεωτρήσεων στα ανοιχτά της Κύπρου, δηλώνοντας παράλληλα την κάθετη διαφοροποίησή τους από τις αμερικανικές αποφάσεις. Την ώρα που διανύουμε την όγδοη μέρα της εισβολής, και ενώ εξελίσσεται η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, λίγες είναι οι πιθανότητες για κάτι περισσότερο από αυτό. Βέβαια τα κροκοδείλια δάκρυα των ιμπεριαλιστικών χωρών δεν είναι ικανά να κρύψουν τα πραγματικά τους κίνητρα. Αυτά δεν είναι μόνο ή κυρίως οι φόβοι για ένα νέο προσφυγικό κύμα, το οποίο θα αναταράξει τις διαταραγμένες συνεκτικές δομές του ευρωενωσίτικου εγχειρήματος. Φόβοι που σπρώχνουν την Γερμανία και τη Γαλλία σε τόσο έντονες για πρώτη φορά αντιδράσεις έναντι της Τουρκίας. Στο βάθος, και μετά το αμερικανικό «άδειασμα» με βάση το οποίο ο «Διεθνής Συνασπισμός ενάντια στον ΙΣΙΣ» στον οποίο συμμετέχουν βρίσκεται στον αέρα, βρίσκονται οι φόβοι του γαλλικού κυρίως ιμπεριαλισμού (αλλά και του γερμανικού που παρέχει «επιμελητεία») ότι υπάρχει κίνδυνος να υποβαθμιστεί η δυνατότητά τους να παρεμβαίνουν και να έχουν ένα έστω δευτερεύοντα ρόλο στην περιοχή της Συρίας και της Μέσης Ανατολής.
Οι κίνδυνοι και τα ερωτηματικά της «επόμενης μέρας»
Οι ρώσικες κινήσεις άναψαν τον συναγερμό στα αμερικανικά επιτελεία. Έτσι, και ενώ εξακολουθεί να υπάρχει στην ατζέντα η προγραμματισμένη, ακριβώς πριν την εισβολή, συνάντηση Τραμπ–Ερντογάν στις 13 Νοέμβρη, ο Τραμπ στέλνει εσπευσμένα τον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς, πλαισιωμένο από τον επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο, τον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν, καθώς και τον ειδικό επιτετραμμένο για τη Συρία Τζέιμς Τζέφρι, στην Άγκυρα ώστε να εξασφαλίσουν «άμεση κατάπαυση του πυρός» μεταξύ της Τουρκίας και των Κούρδων και «τον τερματισμό της τουρκικής στρατιωτικής επιχείρησης στη βορειοανατολική Συρία».
Ταυτόχρονα, στα πεδία των μαχών, η κατάσταση είναι πιο συγκεχυμένη και ρευστή από ποτέ. Και ενώ Ρώσοι δημοσιογράφοι δημοσιεύουν «τσουχτερές» φωτογραφίες με υψωμένες τις ρώσικες σημαίες σε εγκαταλειμμένες αμερικάνικες βάσεις στις κουρδικές περιοχές, στο νου μας έρχονται τα λόγια του Υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ πως δεν θα βάλει του αμερικανούς στρατιώτες στη μέση μιας «μακροχρόνιας σύρραξης μεταξύ της Άγκυρας και των Κούρδων». Μ’ άλλα λόγια, το γεγονός πως στη θέση των Αμερικανών αρχίζουν να βρίσκονται Ρώσοι στρατιώτες δεν αλλάζει παρά ελάχιστα τον κίνδυνο ευρύτερης ανάφλεξης που αναπόφευκτα αυξάνεται. Επιπλέον μας κάνει να αναρωτιόμαστε εάν και πόσο μπορεί να κρατηθεί η τακτική συμμαχία Ρωσίας-Τουρκίας σε τέτοιες συνθήκες. Αλλά και πολύ περισσότερο μας δίνει το δικαίωμα να ισχυριστούμε πως, ακόμα και αν επιχειρηθούν κάποιοι προσωρινοί συμβιβασμοί μεταξύ των ιμπεριαλιστών -πάντα στο «έδαφος» των προβλημάτων ή και των αδιεξόδων τους- για το λαό και τις εθνότητες της Συρίας, για τους λαούς της Μέσης Ανατολής, τα πιο δύσκολα και τα πιο επικίνδυνα βρίσκονται μπροστά και όχι πίσω τους.