01 ΑΠΡΙΛΗ 2006

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΑΝΟΙΓΜΑ 6ης ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗΣ

Συντρόφισσες και σύντροφοι, συναγωνιστές και συναγωνίστριες,
σας καλωσορίζουμε στο άνοιγμα των διαδικασιών της 6ης Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ(μ-λ) και ευελπιστούμε ότι με τη γόνιμη και δημιουργική συμμετοχή σας στις εργασίες της θα συμβάλετε στην επεξεργασία των κατευθύνσεών μας και στην προετοιμασία μας για να ανταποκριθούμε στα πολλαπλά καθήκοντα που μας περιμένουν.
Επιπλέον, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους εκπροσώπους των άλλων οργανώσεων απ’ τον τόπο μας αλλά και από άλλα σημεία του πλανήτη, που είτε με τη φυσική τους παρουσία σήμερα εδώ είτε μέσω μηνυμάτων τους μας ευχήθηκαν καλή επιτυχία στις εργασίες της Συνδιάσκεψής μας.
Τέλος, θέλουμε να ευχαριστήσουμε τους συντρόφους και τους συναγωνιστές που με αίσθημα ευθύνης πήραν την πρωτοβουλία και συνέβαλαν στον προβληματισμό της Συνδιάσκεψης μέσα απ’ το διάλογο που έγινε τους τελευταίους μήνες στις στήλες της «Προλεταριακής Σημαίας».
Οταν στο πλαίσιο του Καθοδηγητικού Οργάνου πήραμε την απόφαση να προχωρήσουμε στην πραγματοποίηση της 6ης Συνδιάσκεψής μας, δεν είχαμε αμφιβολίες για το πού θα επικεντρωνόταν, για το ποιο θα ήταν το βασικό περιεχόμενό της. Ημασταν ήδη κατασταλαγμένοι ότι μέσα από την όλη διαδικασία της θα επιχειρούσαμε να προετοιμαστούμε και να εξοπλιστούμε ώστε να συμβάλουμε πιο αποφασιστικά, πιο αναβαθμισμένα στην οικοδόμηση της ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ στην άγρια επίθεση του κεφαλαίου και στη γενικευμένη ιμπεριαλιστική επιδρομή.
Οι εσωτερικές και οι διεθνείς εξελίξεις που μεσολάβησαν, μέχρι σήμερα, από τότε που πήραμε την απόφαση επιβεβαίωσαν την επιλογή, αλλά και την ανάγκη, να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας και τις προσπάθειές μας για τη φάση που περνάμε, στην οικοδόμηση όπως είπαμε της ευρύτερης λαϊκής αντίστασης.
ΔΥΟ ΒΑΣΙΚΕΣ εκτιμήσεις-διαπιστώσεις που συνδέονται μεταξύ τους μας καθορίζουν:
Η μια έχει να κάνει με το ότι η άγρια επίθεση του κεφαλαίου διαμορφώνει όλο και πιο φανερά το έδαφος πάνω στο οποίο ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ γεννιέται η αντίσταση.
Η άλλη έχει να κάνει με το ότι η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ αποτελεί μια ευρύτερη ΛΑΪΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς.
Το σίγουρο είναι ότι όσο «απομακρυνόμαστε» από τις δραματικές ανατροπές του 1989-1990, με ό,τι αρνητικό αυτές συνεπάγονταν για τους λαούς όλου του κόσμου και ιδιαίτερα μετά το 2000, όλο και πληθαίνουν τα σημάδια εμφάνισης αντιστάσεων, εκρήξεων παντού στον κόσμο.
Ζούμε στην εποχή του πιο επιθετικού ιμπεριαλισμού και του πιο άγριου και αδίστακτου καπιταλισμού που γνώρισε η ανθρωπότητα. Τίποτα λοιπόν πιο φυσικό και αναμενόμενο από το να γκρεμίζονται οι αυταπάτες. Να υποχωρεί ο εφησυχασμός και να δίνει τη θέση του στην αγωνία των λαών για το μέλλον τους. Ολες οι αντιθέσεις και αντιφάσεις που χαρακτήριζαν ανέκαθεν τον καπιταλισμό οξύνονται στο έπακρο.
Η αίσθηση ότι ο πλανήτης στο σύνολό του απειλείται είναι διάχυτη και ας πασχίζει το σύστημα να συσκοτίσει το ότι η απειλή είναι το ίδιο και ας πασχίζουν ακόμα διάφοροι απολογητές να πλασάρουν την εικόνα της «ευημερίας» και της «ανάπτυξης».
Το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα δείχνει σαν «το τρελό φορτηγό με τα φρένα σπασμένα» που απειλεί με καταστροφή.
Τίποτα το παράξενο, λοιπόν, να παίρνει νέες διαστάσεις στις μέρες μας η κλασική ρήση «όπου υπάρχει καταπίεση υπάρχει και αντίδραση».
Είναι κρίσιμο λοιπόν το ζήτημα και απαιτεί άμεσες απαντήσεις για τη σχέση των κομμουνιστών και πρωτοπόρων επαναστατών με τις αντιστάσεις. Για τη στάση τους απέναντι σε αυτές.
Φυσικά το ζήτημα αυτό δεν είναι μονοσήμαντο. Συνδέεται με μια σειρά από άλλες πλευρές της φυσιογνωμίας και του προσανατολισμού αυτών που θέλουν να κινηθούν κομμουνιστικά. Γεγονός που δεν επιτρέπει «απλοϊκές» απαντήσεις και προσεγγίσεις.
Ούτε εξαντλείται σε βερμπαλισμούς, γενικόλογες διακηρύξεις και δηλώσεις προθέσεων.
Αν θέλουμε λοιπόν να προσεγγίσουμε το ζήτημα ουσιαστικά από τη βάση του, θα πρέπει να κάνουμε μια γενναία αναγνώριση που έχει δύο, καταρχήν, σκέλη.
Οι δυνάμεις που συνεχίζουν στις μέρες μας να αναφέρονται στην κομμουνιστική κατεύθυνση και στη σοσιαλιστική προοπτική, σε παγκόσμια κλίμακα και παρά τις ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις σε ορισμένα σημεία του πλανήτη, στη λεγόμενη «ζώνη των θυελλών», είναι μικρές και ανεπαρκείς. Οχι τόσο ποσοτικά, αλλά κυρίως ποιοτικά. Είναι ηττημένες, κατακερματισμένες, διασπασμένες, με πολλές διαφορές και με θεωρητικό πολιτικό εξοπλισμό από ανεπαρκή έως τελείως λαθεμένο. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι περιθωριοποιημένες σε σχέση με κομμάτια της εργατικής τάξης και με μικρές οργανωτικές δυνατότητες, που και αυτές ακόμα αδυνατούν να τις αξιοποιήσουν στο σύνολό τους.
Εξω από τις αντιστάσεις, χωρίς κίνηση μαζών, μακριά από τις συγκρούσεις, δεν μπορεί να νοηθεί καμιά ενίσχυση του ρόλου και του κύρους των κομμουνιστών. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να νοηθούν η επαναθεμελίωση του κομμουνιστικού κινήματος και η αναζωογόνηση της σοσιαλιστικής διεξόδου.
Αναζητείται λοιπόν μια κατεύθυνση, ένας προσανατολισμός που θα συνδέει διαλεκτικά την παρέμβαση, τη δράση, την κίνηση μέσα στις μάζες, που θα ευνοεί τις αντιστάσεις και θα τις στηρίζει, με την πορεία διαμόρφωσης όρων για ένα νέο κομμουνιστικό ξεκίνημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο θεωρητικό, ιδεολογικό, πολιτικό, πρακτικό και οργανωτικό επίπεδο.
Δυστυχώς, απ’ όσα μαρτυράει η πραγματικότητα, οι συνέπειες της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος της προηγούμενης φάσης της εφόδου, των προλεταριακών επαναστάσεων, των μεγάλων εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, στρεβλώνουν αυτή τη διαλεκτική αναζήτηση και αρκετές φορές την ισοπεδώνουν.
Αλλοτε τη στρέφουν σε «πλήρη διαχωρισμό», όπου το «ένα αντιστρατεύεται το άλλο», και άλλοτε σε πλήρη «ταύτιση», όπου αρκεί το «ένα» για να οδηγήσει «αυτόματα» στο άλλο.
Οι δυσκολίες στην αναζήτηση αλλά και στην εμπέδωση ενός τέτοιου προσανατολισμού, που θα αναβαθμίζει διαλεκτικά και με ενιαίο τρόπο τη δράση των κομμουνιστών και στις δυο αυτές προκλήσεις, έγκειται σε μεγάλο βαθμό στο ότι το σύστημα έχει κατορθώσει να «ακυρώσει» το δίλημμα «επανάσταση ή μεταρρύθμιση». Και γιατί οχυρώθηκε αποτελεσματικά απέναντι σε κάθε αντίσταση, σε κάθε αίτημα έστω προσωρινής ανακούφισης, αλλά και γιατί έχει διαμορφώσει ένα κλίμα για τη φάση που περνάμε, ότι η επανάσταση όχι μόνο δεν είναι κάτι που μπαίνει στην ημερήσια διάταξη, αλλά και ότι περίπου ακυρώθηκε σαν ιστορική κοινωνική απαίτηση.
Πάνω σε αυτό το έδαφος άλλωστε, από τη μια ο ρεφορμισμός και η σοσιαλδημοκρατία έχουν μείνει κυριολεκτικά στον αέρα, χωρίς «δουλειά» και «περιεχόμενο», και από την άλλη οι τάσεις ανατροπής του συστήματος να φαντάζουν καρικατούρες και απλοί «νοσταλγοί του παρελθόντος».
Στο έδαφος αυτό, επίσης, στις μέρες μας η παραμικρή πράξη αντίστασης, η διεκδίκηση του οποιουδήποτε αιτήματος μερικής ανάσχεσης της επίθεσης, φαντάζει περίπου σαν επαναστατική πράξη.
Στο έδαφος αυτό, λοιπόν, φαντάζουν το ίδιο «αναποτελεσματικοί» οι «κινηματικοί» και «προγραμματικοί», οι «ακτιβιστές» και οι «θεωρητικοί», οι «αμυντιστές» και οι «επιθετιστές».
Εμείς από την πλευρά μας στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1982, και ιδιαίτερα έντονα από την αρχή της δεκαετίας του ’90, πασχίσαμε να διαμορφώσουμε μία φυσιογνωμία και έναν προσανατολισμό που να υπερβαίνει μια σειρά ψευτοδιλήμματα. Διλήμματα που τις περισσότερες φορές έθετε εκβιαστικά το σύστημα και αναπαρήγαγαν με διάφορες μορφές, άλλοτε ηττοπαθείς και άλλοτε «υπερεπαναστατικές» μια σειρά τελείως λαθεμένοι και αδιέξοδοι προσανατολισμοί που κυκλοφορούσαν και κυκλοφορούν στο πλαίσιο αυτού που θέλει να αυτοπαρουσιάζεται σαν Αριστερά, με οποιοδήποτε επιθετικό προσδιορισμό και αν βάλουμε μπροστά.
Επικεντρώσαμε και επικεντρώνουμε σε αυτά που θεωρούσαμε και θεωρούμε πραγματικά διλήμματα, ανεξάρτητα το πόσο αυτά σε κάθε φάση γίνονται κατανοητά από τους αγωνιστές, λαμβάνοντας υπόψη και το μέχρι πού έφθανε η φωνή μας.
Για την οικονομία της εισήγησης δεν θα επιμείνουμε στα, ομολογουμένως μεγάλα, διλήμματα που μπαίνουν μπροστά στους αριστερούς, στους επαναστάτες, στους κομμουνιστές της εποχής μας. Οχι βέβαια γιατί τα υποτιμούμε, αλλά γιατί έχουμε τοποθετηθεί και, φυσικά, οριοθετηθεί με βάση αυτά.
Διλήμματα που αφορούν τη φάση, τα όρια, τις δυνατότητες, τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού της εποχής μας.
Διλήμματα που αφορούν, σε συνδυασμό με το προηγούμενο, το αν οξύνονται ή όχι οι αντιθέσεις, αν οξύνεται ή όχι η ταξική πάλη.
Διλήμματα που αφορούν το αν ο καπιταλισμός είναι ο μόνος δρόμος, η μόνη προοπτική μετά την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος.
Διλήμματα που αφορούν τον προσανατολισμό των κινημάτων, το αν μπορούν να αμφισβητήσουν και ν’ ανατρέψουν το σημερινό σύστημα ή αν θα πρέπει να στοχεύσουν «εκβιάζοντας» τα αδύνατα σημεία του καπιταλισμού, σε μια «κοινή» επαναδιαπραγμάτευση μαζί του για τη μελλοντική πορεία των κοινωνικών εξελίξεων.
Διλήμματα που αφορούν την αποτίμηση και κριτική προσέγγιση των κοινωνιών που τον 20ό αιώνα επιχείρησαν έμπρακτα να βαδίσουν το δρόμο της κοινωνικής απελευθέρωσης και της κατάργησης της μισθωτής σκλαβιάς, στην πρώην ΣΕ και αλλού. Διλήμματα που δεν είναι βέβαια καινούρια και έχουν τεθεί έντονα μπροστά μας ήδη από τη δεκαετία του ’50. Διλήμματα που οξύνονται από τη φαινομενική παντοδυναμία του καπιταλισμού, που δίχασαν και θα συνεχίσουν να διχάζουν, που έμπαιναν και θα μπαίνουν τροχοπέδη όχι μόνο στις προσπάθειες για την κομμουνιστική συγκρότηση, αλλά και στις καθημερινές προσπάθειες οικοδόμησης εστιών αντίστασης και ισχυροποίησης των κινημάτων. Διλήμματα που προκάλεσαν και θα συνεχίσουν να προκαλούν έντονες αντιπαραθέσεις και που πολλές φορές επικαθορίζουν αρνητικά και απαγορευτικά τις τόσο αναγκαίες και χρήσιμες απόπειρες κοινής δράσης και συντονισμού.
Πράγματι λοιπόν και στις μέρες μας συνεχίζουν να λαλούν πολλοί κοκόροι. Αυτή η πραγματικότητα ούτε ξορκίζεται ούτε διασκεδάζεται, παρά τις προσπάθειες διαφόρων να ψαρέψουν στα θολά νερά. Πολύ περισσότερο δεν αντιμετωπίζεται με πραξικοπηματικές λογικές επιβολής τής μιας φωνής και φίμωσης των υπολοίπων, όπως ονειρεύονται οι θιασώτες του μπρεζνιεφικού μοντέλου στις μέρες μας και όχι μόνο.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο έντονο και φαντάζει ακόμα πιο δυσεπίλυτο όχι μόνο γιατί οι διάφορες τάσεις το ορίζουν διαφορετικά, αλλά και γιατί προσεγγίζουν διαφορετικά τη μέθοδο, τη λογική, την αντίληψη για να το αντιμετωπίσουμε στην προοπτική να το λύσουμε.
Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν εμφανίστηκαν τάσεις οι οποίες διακηρύσσοντας λιγότερο ή περισσότερο θορυβώδικα ότι «μπούχτισαν» και «δεν πάει άλλο», ισχυρίστηκαν ότι έχουν τη «λύση», ότι είχαν έτοιμο το «σχέδιο» και για την τακτική και για τη στρατηγική του επαναστατικού κινήματος. Στο σύνολό τους αυτές οι φιλοδοξίες και ταχύρυθμες απαντήσεις όχι μόνο δεν επιβεβαιώθηκαν από τη ζωή, αλλά δημιούργησαν δυστυχώς και μεγάλη αίσθηση αδιεξόδου σε πολλούς απ’ αυτούς που τις εμπνεύστηκαν, αλλά και σε άλλους τόσους που τις ακολούθησαν. Και το πιο ανησυχητικό δεν είναι να «πειραματίζεσαι» και να «ψάχνεσαι». Το αρνητικό είναι να βλέπεις το αδιέξοδο, να το αναγνωρίζεις, αλλά να μην μπορείς να αναγνωρίσεις αυτοκριτικά τι φταίει. Στη χώρα μας ειδικότερα, ιδιαίτερα μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η πορεία υποχώρησης, απονεύρωσης και δορυφοροποίησης γύρω από την κυρίαρχη λεγόμενη Αριστερά που εμφάνισε ο χώρος της εκτός των τειχών Αριστεράς είναι αρκετά ενδεικτική αυτού που επισημαίνουμε.

Σύντροφοι, συναγωνιστές, συντρόφισσες, συναγωνίστριες,
με την επισήμανση που κάνουμε δεν σημαίνει ότι δεν θεωρούμε και τους εαυτούς μας, μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο, μέρος του γενικότερου προβλήματος που μπαίνει μπροστά μας. Εχουμε και μεις την ιστορία μας και τη διαδρομή μας και με βάση αυτή κρινόμαστε. Αν ωστόσο κάτι απαιτούμε είναι να κρινόμαστε με βάση αυτά που πραγματικά προωθούμε, με βάση αυτά που δεσμευτήκαμε, με βάση την ευθύνη που θελήσαμε και μπορέσαμε να αναλάβουμε και όχι στη βάση προκαταλήψεων και στρεβλώσεων που αναπαράγουν οι αρνητικοί συσχετισμοί, η περιρρέουσα αντικομμουνιστική ατμόσφαιρα, ο διάχυτος μηδενισμός, αγνωστικισμός και αντιοργανωτισμός της εποχής μας.
Για να συμβάλουμε, λοιπόν, στην κατανόηση σε ποιο επίπεδο μπορεί να μας γίνεται κριτική, αλλά και σε ποια βάση πρέπει και μπορούμε να στεκόμαστε ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΑ απέναντι στην όλη διαδρομή και πορεία μας, θα επαναλάβουμε σύντομα τις αφετηριακές (αρχειακές) αν θέλετε δεσμεύσεις και οριοθετήσεις πάνω στις οποίες πιστεύουμε ότι πρέπει να πατήσει ο προσανατολισμός, η φυσιογνωμία και η προοπτική όχι μόνο της ιδιαίτερης δικής μας στενής οργανωμένης προσπάθειας, αλλά και του επαναστατικού κινήματος.
Δεσμεύσεις και οριοθετήσεις που δεν αντιμετωπίζονται επιλεκτικά, που αλληλοδιαπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται, που συνιστούν το ιδιαίτερο δικό μας στίγμα και φυσιογνωμία. Δεσμεύσεις και οριοθετήσεις που τις θεωρούμε κατακτήσεις, που δεν τις αντιμετωπίζουμε απλά σαν κληρονομιά που πρέπει να διαφυλάξουμε στο «εικονοστάσι», αλλά οφείλουμε να τις εμπεδώνουμε, να τις εμπλουτίζουμε, να τις προσαρμόζουμε σε κάθε ιδιαίτερη φάση της ταξικής πάλης.
Δέσμευση απέναντι στο λαό, στην κατεύθυνση να υπηρετούμε αυτόν και τις ανάγκες του, άμεσα και ευρύτερα.
Δέσμευση απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα και τον ιμπεριαλισμό, στη βάση αντιπαλότητας με αυτό. Οριοθέτηση απέναντι στην πολιτική του, στις παγίδες του, στους «πειρασμούς» του. Καθαρή και βαθιά ματιά σε σχέση με τις εξελίξεις και τις ανατροπές στο πλαίσιό του, τις ιδιαίτερες κάθε φορά επιδιώξεις του, τόσο τακτικά όσο και στρατηγικά.
Δέσμευση απέναντι στη δυνατότητα και την αναγκαιότητα της επαναστατικής ανατροπής της άδικης και εκμεταλλευτικής καπιταλιστικής κοινωνίας και του ανοίγματος του δρόμου για την οικοδόμηση μιας καινούριας που μέσα από μια ολόκληρη πορεία θα βάλει τέλος στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Στη βάση λοιπόν αυτών των τριών αφετηριακών δεσμεύσεων θέλουμε να πιστεύουμε ότι διαμορφώνουμε τα άμεσα καθήκοντά μας, προκρίνουμε τους στόχους μας, επεξεργαζόμαστε τη γραμμή μας, συγκεντρώνουμε και αξιοποιούμε δυνάμεις, διαμορφώνουμε τις επεξεργασίες μας και τα μέτωπα αντιπαράθεσης.
Στη βάση αυτών, επίσης, αξιολογούμε τα υπόλοιπα ριζοσπαστικά ρεύματα και αριστερές τάσεις, τις αντιστάσεις και τα κινήματα που τροφοδοτεί η ιμπεριαλιστική-καπιταλιστική επιθετικότητα.
Στη βάση αυτών οριοθετούμαστε απέναντι στις τάσεις συνδιαλλαγής με το σύστημα, στις τάσεις υπόκλισης στη φαινομενική παντοδυναμία του συστήματος, όποιο ιδεολογικό ή πολιτικό μανδύα και να ενδύονται κάθε φορά, ανάλογα με τις καμπές της ταξικής πάλης. Στη βάση αυτή συνεχίζουμε να αξιολογούμε το κομμουνιστικό κίνημα στην προηγούμενη διαδρομή του.
Αυτές οι τρεις αφετηριακές δεσμεύσεις είναι, αν θέλετε, και το μέτρο για να κρίνουμε μέσα στη διαδρομή μας απολογιστικά και τις δικές μας συνολικές προσπάθειες.
Το γεγονός που τυγχάνει κοινής αναγνώρισης, τόσο μέσα όσο και έξω από τις γραμμές της οργάνωσης, ότι σε όλη μας τη διαδρομή μάς χαρακτηρίζει μια κόκκινη γραμμή, χωρίς κωλοτούμπες, οβιδιακές μεταμορφώσεις, αδειάσματα, που ταυτόχρονα δεν μας εμπόδισε να εξελίξουμε, να αφομοιώσουμε δημιουργικά μια σειρά στοιχεία της φυσιογνωμίας μας και της πλούσιας κληρονομιάς που μας άφησε το κομμουνιστικό κίνημα, χωρίς κρίσεις και διασπάσεις, επιβεβαιώνει το ότι πατάμε σταθερά στις δεσμεύσεις μας.
Το ότι εμφανίσαμε μια σταθερότητα, μια επιμονή, μια αποφασιστικότητα, το ότι δεν βιώσαμε υπαρξιακές κρίσεις και δεν τσαλαβουτούσαμε εδώ και εκεί αναζητώντας ταυτότητα, παρά τις πιέσεις μιας, ομολογουμένως, δύσκολης εποχής, είναι μόνο η μια πλευρά της δράσης και της ύπαρξής μας, που σίγουρα αξιολογείται θετικά. Αντιλαμβανόμαστε ωστόσο ότι μέσα στην όλη εξέλιξη και πορεία της ταξικής πάλης δεν θα κριθούμε μόνο στη βάση του αν αντέξαμε, αλλά κυρίως στο αν θα συμβάλουμε ουσιαστικά στις μεγάλες επαναστατικές προκλήσεις της εποχής.
Εχουμε συνεπώς, μια σειρά ευρύτερες φιλοδοξίες που θέλουμε να βάλουμε στην πράξη για να αποκτήσουν σάρκα και οστά. Φιλοδοξίες που μόνο στο βαθμό που αρχίσουν να υλοποιούνται μπορούν να φέρουν το δυνάμωμά μας και το στέριωμά μας μέσα στο λαό. Εχουμε και μεις λοιπόν τη δική μας μέθοδο, το δικό μας δρόμο για να προσεγγίσουμε τα ζητούμενα και να βαδίσουμε. Καλούμαστε στο πλαίσιο της 6ης Συνδιάσκεψης να αποσαφηνίσουμε περισσότερο αυτό το δρόμο, να τον συνδέσουμε πιο οργανικά με τις απαιτήσεις της ταξικής πάλης, να τον προσαρμόσουμε στο εύρος και το βάθος της επίθεσης και να τον συνδέσουμε διαλεκτικά και όχι μεταφυσικά με το ευρύτερο σύνολο των απαιτήσεων του επαναστατικού κινήματος. Ευτυχώς από κάθε άποψη δεν είμαστε στο μηδέν, αν και με μια έννοια είμαστε στην «αρχή» και ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς. Μας συνοδεύει πλέον μια ολόκληρη εμπειρία που έχουμε παράξει και εμείς, δίπλα στην τεράστια εμπειρία που έχει σωρεύσει το κομμουνιστικό κίνημα σε όλη του τη μακρά και μεγαλειώδη διαδρομή.
Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, θέλοντας έμπρακτα να επιβεβαιώσουμε τη δέσμευσή μας να υπηρετούμε το λαό και τις ανάγκες του στηριγμένοι στις δικές μας δυνάμεις, αλλά και σε συντονισμό με άλλους αγωνιστές και συλλογικότητες, διακηρύξαμε και τεκμηριώσαμε την ανάγκη που βλέπαμε να συγκεντρωθούν και να αφιερωθούν δυνάμεις στην οικοδόμηση εστιών αντίστασης στην επίθεση που ήδη είχε εμφανιστεί με τα πρώτα της κύματα, προϊδεάζοντας για όσους ήθελαν να δουν το τι θα επακολουθούσε. Στην πορεία και μέσα από τις θετικές αλλά και αρνητικές εμπειρίες που σωρεύσαμε όχι μόνο δεν ανατρέψαμε τον προσανατολισμό μας αυτόν, αλλά θελήσαμε να τον συγκεκριμενοποιήσουμε ακόμα περισσότερο, να βρούμε μορφές συγκρότησης και παρέμβασης των δικών μας δυνάμεων που να τις διευκολύνουν στην προώθηση αυτής της κατεύθυνσης. Για να μη μακρηγορούμε απολογιστικά, θεωρούμε ότι η 6η Συνδιάσκεψη συμπίπτει με μία περίοδο όπου το ζήτημα της αντίστασης στην επίθεση και του προσανατολισμού για την οικοδόμηση του ευρύτερου μετώπου που θα τη στηρίζει, θα την πολιτικοποιεί, θα τη συνολικοποιεί, τίθεται με επιτακτικό τρόπο.
Ανοίγοντας τις διαδικασίες της Συνδιάσκεψης και για να διευκολύνουμε εισηγητικά τις διαδικασίες θα τονίσουμε ορισμένες πλευρές που συνδέονται με το μεγάλο αυτό ζήτημα.

Παρ’ όλο που οι αντιστάσεις παντού στον κόσμο φουντώνουν τα τελευταία χρόνια, κάτω από το βάρος της καπιταλιστικής επίθεσης και της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας, βρίσκονται ακόμα πολύ κάτω των απαιτήσεων και των αναγκαιοτήτων. Και δεν είναι ακόμα σε θέση όχι μόνο ν’ ανατρέψουν την επίθεση και να τροποποιήσουν θετικά τους συσχετισμούς, αλλά αδυνατούν τις περισσότερες φορές να ανασχέσουν έστω και πλευρές της επίθεσης, ακόμα και όταν είναι πολύ σκληρές. Οι εκτιμήσεις που κυκλοφορούν στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς, ας πούμε, σχετικά με τις αιτίες της πραγματικότητας που σύντομα επισημάναμε, δεν είναι σίγουρα ενιαίες και αποτελούν ένα ακόμα αντικείμενο και πεδίο αντιπαράθεσης. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε αυτές τις διαφορές στην ανάγνωση και ερμηνεία της αρνητικής αυτής πραγματικότητας, γιατί σίγουρα παραπέμπουν και σε διαφορετικές προτάσεις ή δρόμους για την αντιμετώπισή της.
Μια άλλη πλευρά, επίσης ενδιαφέρουσα αλλά αρκούντως διδακτική για τους όρους, τα όρια, τις δυνατότητες των αντιστάσεων της φάσης που διανύουμε, είναι ότι δεν πρόκειται να σταματήσουν να εκδηλώνονται, μιας και όπως αναφέραμε έχουμε ήδη μπει σε μια μακρά σχετικά περίοδο όπου οξύνονται όλες οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις του καπιταλισμού. Αλλες απ’ αυτές τις αντιστάσεις θα έχουν μονιμότερα χαρακτηριστικά, άλλες θα εκδηλώνονται για να «σβήσουν» και να μεταφερθούν σε άλλο σημείο του πλανήτη. Αλλες πάλι, επειδή θα αδυνατούν να ανατρέψουν το συσχετισμό, θα παραδίδουν τη σκυτάλη αλλού. Ολη αυτή η πραγματικότητα όπου οι αντιστάσεις θα εκδηλώνονται ακόμη και αν δεν έχουν διασφαλισμένη την επιτυχία, ακόμη και αν σε αυτές οι κομμουνιστές δεν έχουν ιδιαίτερη συμβολή και συμμετοχή, είναι σίγουρα πολύ αντιφατική.
Επί τάπητος έχει τεθεί το ζήτημα της προοπτικής και του χαρακτήρα των αντιστάσεων. Με άλλα λόγια, το ζήτημα της σχέσης και της αλληλεπίδρασης των κομμουνιστικών προσπαθειών με την αναπόφευκτη αναζήτηση απ’ τους λαούς των τρόπων και των όρων ν’ αντισταθούν και να παλέψουν.
Μιλώντας καταρχήν για εμάς, με βάση την όποια εμπειρία έχουμε αποκομίσει απ’ τις προσπάθειές μας, θα λέγαμε ότι οι αντιστάσεις, όταν και όπως εμφανίζονται, είναι σαν το οξυγόνο που αναζωογονεί και τροφοδοτεί με καύσιμα τις γενικότερές μας προσπάθειες και τη συμβολή μας στην επαναστατική υπόθεση. Δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι η κινηματική ατμόσφαιρα, παρά τις απαιτήσεις που βάζει, τις συγκρούσεις που τη συνοδεύουν, το ξεβόλεμα που προκαλεί, αποτελεί μια θαυμάσια κατάσταση που μας εξοπλίζει με περίσσια δύναμη και περισσότερο κουράγιο για να συνεχίσουμε.
Είμαστε απόλυτα πεισμένοι επίσης ότι οι μαζικοί αγώνες δεν έχουν ευεργετική επίδραση μόνο στους πρωτοπόρους, στους κομμουνιστές, αλλά κυρίως στο λαό που στηρίζει αυτές τις αντιστάσεις, συλλογικά μέσα απ’ τις μορφές πάλης και συγκρότησης που ο ίδιος επιλέγει.
Με αυτή την έννοια λοιπόν, και έτσι απλά, οι αντιστάσεις όχι μόνο δεν πρέπει να φέρνουν γκρίνια, μιζέρια, μεμψιμοιρία γιατί δήθεν δεν βρίσκονται πάντοτε εντός «προδιαγραφών» και παρουσιάζουν μπόλικες ανορθογραφίες, αλλά πρέπει να επιδιώκονται συστηματικά και ν’ αποτελούν πεδίο δραστήριας παρέμβασης και συμμετοχής, με όποια μορφή και τρόπο είναι προσφορότερα στην κάθε περίπτωση απ’ την πλευρά των κομμουνιστών και των πρωτοπόρων.
Μια άλλη διαπίστωση που έχουμε κάνει συμμετέχοντας σε μια σειρά αντιστάσεις στη χώρα μας, τα χρόνια που πέρασαν, αλλά και από όσα αντιλαμβανόμασταν για τις αντιστάσεις και τους αγώνες σε άλλα σημεία του πλανήτη, είναι ότι οποιαδήποτε εστία αντίστασης και πάλης χρειάζεται φορείς και κινούσες δυνάμεις που πρέπει να δώσουν το έναυσμα, τις πρώτες σπίθες δηλαδή. Το λεγόμενο «αυθόρμητο» της όλης υπόθεσης κατά βάση «ακολουθεί». Το «αυθόρμητο» δηλαδή με την έννοια του πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά απλώνει το μήνυμά της, πλαισιώνεται και στηρίζεται από τις μάζες. Κατά πόσο δηλαδή το πρώτο ερέθισμα, το πρώτο τσίγκλισμα, οι πρώτες προσπάθειες κατάφεραν να εκφράσουν πραγματικά γνήσιες λαϊκές διαθέσεις.
Αυτές λοιπόν οι πολιτικές και κοινωνικές κινούσες δυνάμεις που παίρνουν την πρωτοβουλία, ανάλογα με τις αφετηρίες τους και τις ιδιαίτερες επιδιώξεις, είναι αυτές που έχουν κατά κανόνα βαρύνοντα και ηγεμονεύοντα λόγο, στους στόχους, στις μορφές, στη διάρκεια, στην ένταση, στην προοπτική και στο βαθύτερο χαρακτήρα των αγώνων και των αντιστάσεων.
Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις στον κανόνα που αναφέρουμε. Είτε γιατί ο αγώνας παίρνοντας μαζικές λαϊκές διαστάσεις ξεπέρασε τις επιδιώξεις και τις στοχεύσεις του «πρώτου στενού κύκλου» και «αποκατέστησε» κάπως τα πράγματα είτε γιατί «ο πρώτος κύκλος» παρά το ότι είχε γενικά σωστή κατεύθυνση και προοπτική, λόγω μικρών δυνατοτήτων ή ανωριμότητας, ή λόγω ευρύτερων συσχετισμών, δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την ηγεμονία και έχασε τη δυνατότητα να δώσει προοπτική και δυνατότητες νίκης.
Με βάση αυτά λοιπόν καταλήξαμε, αναφερόμενοι καταρχάς στη χώρα μας όπου έχουμε προφανώς καλύτερη και πιο άμεση επίγνωση , ότι οι κομμουνιστές, οι επαναστάτες, οι πρωτοπόροι δεν θα πρέπει να υποκύψουν στην πίεση της πραγματικότητας και να υιοθετήσουν μια στάση όπου ούτε λίγο ούτε πολύ θα «αναμένουν» τις αντιστάσεις να παραχθούν και να μαζικοποιηθούν ερήμην τους για να παρέμβουν στη «συνέχεια» προκειμένου να πάρουν απ’ αυτές ό,τι θεωρούν ότι τους «αναλογεί». Εμείς κατανοώντας ότι οι μικρές δυνάμεις, με όλα τα αρνητικά τους, που είχαμε και μεις αλλά και άλλες συλλογικότητες, δεν ήταν σε θέση να συμβάλουν ή και να ηγηθούν των αντιστάσεων, ήδη απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’90 βάλαμε την ιδέα της κοινής δράσης και του συντονισμού όλων των μικρότερων και διάσπαρτων δυνάμεων προκειμένου ν’ αναβαθμιστούν οι δυνατότητες ευνόησης και στήριξης αντιστάσεων και αγώνων. Θυμηθείτε επίσης ότι τότε δεν υπήρχε καν η πολυτέλεια, λόγω του άσχημου κλίματος, έστω να παρεμβαίνουμε σε αντιστάσεις που παράγονταν έξω από μας. Τουλάχιστον στη χώρα μας. Υπήρξαμε μάλιστα ιδιαίτερα τολμηροί και αποφασιστικοί και δεν διστάσαμε να δημιουργήσουμε μονιμότερα εργαλεία κοινής δράσης και συντονισμού. Ετσι εμείς βλέπαμε τη ΜΑΧΟΜΕΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ.
Ο απολογισμός αυτής της κατεύθυνσης, να παρθούν από κοινού πρωτοβουλίες, να αναληφθούν από κοινού ευθύνες χωρίς φόβους και κρατήματα απέναντι στο λαό που στέναζε και στενάζει, έφερε αποτελέσματα, με τη στήριξη και από άλλες δυνάμεις, έστω και με μπόλικες ταλαντεύσεις από την πλευρά τους.
Στις μέρες μας, μέσα στις οποίες γίνεται η 6η Συνδιάσκεψη, ορισμένα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί, ιδιαίτερα στον υποκειμενικό τομέα με αντιφατικό τρόπο. Ενώ από αντικειμενική άποψη από τη μια μεριά εξελίσσονται ακόμα πιο αρνητικά και απ’ την άλλη πιέζουν για περισσότερες πρωτοβουλίες απ’ τους κομμουνιστές και για περισσότερη τόλμη στην ανάληψη ευθυνών από την πλευρά τους.
Συμπληρώνονται τις μέρες αυτές 6 χρόνια από την έναρξη των βομβαρδισμών στη Σερβία και 3 χρόνια από την έναρξη τις ιμπεριαλιστικής επιδρομής στο Ιράκ. Το πρώτο, πράγματι εντυπωσιακό, είναι ότι έχουν παρέλθει τρία ολόκληρα χρόνια από την άνοιξη του 2003, μέρες έξαρσης του αντιπολεμικού κινήματος, και αν εξαιρέσουμε μ’ έναν τρόπο την κινητοποίηση των ναυτεργατών που πήγε να δημιουργήσει πολιτικό ζήτημα και για τους γνωστούς λόγους εμποδίστηκε, δεν έχουμε στη χώρα μας σοβαρές εκδηλώσεις εστιών αντίστασης σε κλίμακα που να ανταποκρίνονται στο εύρος και το βάθος της επίθεσης, στο μέγεθος και στην έκταση των ιμπεριαλιστικών προκλήσεων και επεμβάσεων στην περιοχή μας και αλλού. Οχι τυχαία αυτή η κατάσταση έχει σε μεγάλο βαθμό σαν αιτία την κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα στη χώρα μας και αναφερόμαστε βασικά σε ό,τι αυτοθεωρείται και αυτοπαρουσιάζεται σαν Αριστερά σε όλη της την κλίμακα και σε όλες της τις τάσεις.
Το ΚΚΕ όσο εγκλωβίζεται στο μπρεζνιεφικό μοντέλο και όσο κυριαρχείται από το φόβο του απέναντι στο κίνημα, προκειμένου να «απαντήσει» το πρόβλημα ταυτότητας και φυσιογνωμίας που κληρονόμησε μετά τις ανατροπές του ’90, θα αποτελεί τροχοπέδη και υπονομευτή των εστιών αντίστασης. Και ας υπάρχουν τμήματα, κυρίως της βάσης του, που ασφυκτιούν μπροστά στην αδυναμία να συμβάλουν στην οικοδόμηση κινήματος.
Ο Συνασπισμός, τώρα που στέγνωσε το νερό που είχε πάνω του από την κολυμπήθρα των κινημάτων της λεγόμενης αντιπαγκοσμιοποίησης, και αφού εξάντλησε καταπώς φαίνεται όλες τις εφεδρείες που κατά καιρούς αναλάμβαναν τη σωτηρία του, επέστρεψε στα κλασικά υπαρξιακά του διλήμματα που δεν αφορούν σε καμία περίπτωση την οικοδόμηση μιας καινούριας Αριστεράς, και πολύ περισσότερο τις αγωνίες του λαού.
Φυγόκεντρες τάσεις άρχισαν ξανά να τον απειλούν και είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς σε τι ελπίζει για τη σωτηρία του.
Ενα ζήτημα που μας αφορά ίσως πιο άμεσα, γιατί συνδέεται με δυνάμεις που συνεργαστήκαμε πιο στενά στο πλαίσιο της κοινής δράσης και που στις διακηρύξεις εμφανίζονται με ανάλογες αγωνίες με τις δικές μας, είναι η κατάσταση του χώρου της εκτός των τειχών Αριστεράς.
Κυριαρχείται λοιπόν αυτός ο χώρος από μια διάχυτη κρίση προσανατολισμού που συνοδεύεται από διαλυτικά φαινόμενα. Και όσο και αν πιστεύουμε ότι αυτή η εικόνα δεν μας χαρακτηρίζει, δεν είμαστε αφελείς να πιστεύουμε ότι δεν μας απασχολεί. Σαν μια αρνητική εξέλιξη δημιουργεί και για μας καινούργια δεδομένα που πρέπει να λάβουμε υπόψη στα γενικότερα και ειδικότερα καθήκοντά μας.
Υπάρχει επίσης στη χώρα μας ένα καθόλου ευκαταφρόνητο από αριθμητική άποψη διάσπαρτο δυναμικό που μ’ έναν γενικό τρόπο επιμένει να αναφέρεται στην Αριστερά και που βρίσκεται στις παρυφές των μεγαλύτερων και μικρότερων οργανωμένων κομματιών της. Το δυναμικό αυτό παλινδρομεί ανάμεσα στην ιδιώτευση-αποστράτευση και σε σποραδικές προσπάθειες μέσα σε χώρους εργαζομένων, σε κινήσεις πόλης και αλλού να στηρίξει προσπάθειες εστιών αντίστασης.
Στο πλαίσιό του έχουν συναντηθεί τμήματα, όπως λέγεται, της παλιάς πολιτικοποίησης, αλλά και της πιο φρέσκιας (δεκαετίας ’90). Αποτελεί ένα δυναμικό που κουβαλάει πολλά σημάδια της ήττας, ευάλωτο στις πιέσεις των δύο μεγάλων της Αριστεράς.
Παρά τις προσπάθειες που γίνονται στο πλαίσιό του, με διάφορες πρωτοβουλίες, τέτοιου ή αλλιώτικου επιπέδου, προκειμένου να συσπειρωθεί, να αποκτήσει λόγο και υπόσταση, δεν έχει καταφέρει να βρει προσανατολισμό και να παρέμβει δραστήρια στην υπόθεση της Αριστεράς και του κινήματος.
Με τμήματα αυτού του δυναμικού έχουμε ανταμώσει σε περιπτώσεις κινηματικής έξαρσης, γεγονός ωστόσο που δεν έχει επιτρέψει ακόμη να βρεθούν δρόμοι και μορφές συνεννόησης, συνεργασίας του δυναμικού αυτού με τις προσπάθειές μας.
Κεντρικός πολιτικός προσανατολισμός του ΚΚΕ(μ-λ) για τη φάση που διανύουμε και όπως εμείς έχουμε αντιληφθεί τα χαρακτηριστικά της περιόδου είναι η οικοδόμηση ενός ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ που θα δώσει πνοή, θα αναβαθμίσει, θα συνενώσει, θα πολιτικοποιήσει τους αγώνες για ΕΙΡΗΝΗ, ΔΟΥΛΕΙΑ και ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.
Δυστυχώς, και τουλάχιστον στη φάση που διανύουμε, ένας τέτοιος προσανατολισμός δεν βρίσκεται στις επιδιώξεις άλλων δυνάμεων της Αριστεράς.
Είναι φανερό ότι ένα τέτοιο Μέτωπο στο οποίο εμείς προσανατολιζόμαστε δεν μπορεί να έχει σχέση με τα «αντινεοφιλελεύθερα μέτωπα», που δεν είναι τίποτε άλλο από το όχημα που θέλει να χρησιμοποιήσει η χρεοκοπημένη «Παναριστερά». Ούτε φυσικά με τις καρικατούρες μετώπων τύπου ΠΑΜΕ που κάνει το ΚΚΕ. Στη λογική και την οπτική τη δικιά μας ένα τέτοιο Μέτωπο αποτελεί έκφραση και αποκρυστάλλωση μιας ευρύτερης συγκέντρωσης δυνάμεων σε διευρυμένη και αναβαθμισμένη βάση που σαν ενδιάμεσος σταθμός θα διαμορφώσει όρους και θα δώσει νέα ώθηση και δυναμική κάνοντας πιο ορατή και εφικτή την κεντρική σύγκρουση με το σύστημα και την ανατροπή του.
Εχουμε αρκετές φορές τεκμηριώσει γιατί οι στόχοι της ειρήνης, της δουλειάς, και της δημοκρατίας, έστω και με γενικό τρόπο διατυπωμένοι, μπορούν να αποτελέσουν το πολιτικό υπόβαθρο, την πολιτική βάση της συγκέντρωσης εκείνων των τμημάτων του λαού που μέσα από την ιδιαίτερη διαδρομή σύγκρουσης και αντιπαράθεσης με τις ειδικότερες πλευρές της επίθεσης του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού θα φτάσουν να συναντηθούν και να συντονιστούν μονιμότερα και με προοπτική.
Εχουμε επίσης εξηγήσει ότι στο πλαίσιο αυτής της αναβαθμισμένης συγκέντρωσης δυνάμεων, για να μπορέσουν οι γενικοί αυτοί στόχοι να τίθενται σε αντιιμπεριαλιστική και αντικαπιταλιστική βάση και να ευνοούν το προχώρημα προς τη μετωπική αναμέτρηση με το σύστημα, θα πρέπει οι δυνάμεις μιας άλλης, επαναστατικής Αριστεράς να έχουν αναβαθμισμένη έως και ηγεμονεύουσα δυνατότητα παρέμβασης και επίδρασης στους προσανατολισμούς του Μετώπου. Δυνατότητα που, εκτός των υπολοίπων ιδεολογικών και πολιτικών προϋποθέσεων, προϋποθέτει τα ισχυρά της ερείσματα στα λαϊκά στρώματα, ισχυρή και διακριτή παρουσία μιας μαζικής και αποφασιστικής κομμουνιστικής οργάνωσης στο πλαίσιο αυτής της Αριστεράς.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι ένα τέτοιο ΜΕΤΩΠΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ θα έχει στο κοινωνικό επίπεδο ως βάση στήριξης τα πιο μαχητικά τμήματα της εργατικής τάξης και του προλεταριάτου που θα έχουν αναδειχθεί μέσα από μια πορεία αντιστάσεων και συγκρούσεων με την άγρια επίθεση του κεφαλαίου. Τμήματα που ταυτόχρονα θα αποτελούν τη μαγιά, την κρίσιμη μάζα που θα ευνοήσει τη συγκρότηση της εργατικής τάξης σαν τάξη για τον εαυτό της.
Ενα τέτοιο Μέτωπο επίσης θα έχει ως υποστυλώματα τα πιο μαχητικά και πρωτοπόρα τμήματα νεολαίας, τα πιο ζωντανά τμήματα της φτωχής και μικρής αγροτιάς έτσι όπως θα ’χουν αναδειχθεί μέσα απ’ τη σύγκρουσή τους με την πολιτική ξεκληρίσματός τους.
Υποστυλώματα που θα τροφοδοτούνται και θα στηρίζονται απ’ τα κινήματα στις πόλεις, τα οποία μέσα από τη δική τους διαδρομή θα έχουν συμβάλει και στην ανάδειξη αλλά και εμπέδωση μιας σειράς μορφών λαϊκής οργάνωσης και έκφρασης.
Γίνεται επίσης σαφές ότι παρ’ όλο που είναι αδιευκρίνιστες οι κεντρικότερες μορφές συνεννόησης των όποιων πολιτικών δυνάμεων στηρίζουν το Μέτωπο και εκφράζουν τη θέλησή του, θα πατάει και θα νομιμοποιείται μέσα απ’ τις μορφές οργάνωσης και έκφρασης που θα έχουν προκύψει και θα έχουν αποκρυσταλλωθεί στην όλη διαδρομή πάλης και αντιστάσεων που θα αποτελούν τον τροφοδότη του Μετώπου αυτού.
Παρ’ όλο λοιπόν που το ΜΕΤΩΠΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ δεν μπορεί να αποτελέσει την ΑΜΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ(μ-λ), είναι για μας άμεση προτεραιότητα να ΕΡΓΑΣΤΟΥΜΕ ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΥΝ ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ.
Τι συνιστά όμως για τη φάση που βρισκόμαστε το να δράσουμε από τώρα για να μπουν οι βάσεις του Μετώπου;
Σημαίνει να προσανατολίσουμε καταρχήν τις δικές μας δυνάμεις, αλλά και τις δυνάμεις που συμμετέχουν στα σχήματα που στηρίζουμε, στο να μπουν αποφασιστικά και δυναμικά στους χώρους που ζει, εργάζεται, σπουδάζει ο λαός και η νεολαία με όποιες μορφές και τρόπους κρίνουν προσφορότερους, με στόχο να πάρουν μέρος ή και να πρωτοστατήσουν στις εστίες αντίστασης που είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι θα τροφοδοτεί η επίθεση του κεφαλαίου. Πρώτη απαραίτητη προϋπόθεση είναι να κάνουμε σωστή αναγνώριση του πεδίου παρέμβασης, σωστή ανάγνωση του συσχετισμού δυνάμεων σ’ αυτούς, με στόχο τη διαμόρφωση γραμμής πάλης που θα αναδεικνύει στόχους και αιτήματα που να μπορούν σε πρώτη φάση να προκαλέσουν ρήγματα στην επίθεση και να την ανακόψουν. Που να μπορούν να αγκαλιαστούν απ’ τον κόσμο που απευθυνόμαστε, να εγγυηθούν τη διαμόρφωση μορφών συλλογικότητας που να ανταποκρίνονται στις δυνατότητες και στα όρια του λαού σ’ αυτή τη φάση και στις οποίες να συμμετέχουμε χωρίς κρατήματα.
Απ’ την άλλη, να κάνουμε ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας, με πειστικό τρόπο, με επιμονή, με αντιπαράθεση όπου χρειάζεται, για να βάζουμε τις βάσεις της κοινής δράσης και του συντονισμού στη δράση με άλλες δυνάμεις, ακόμα και αν ορισμένες απ’ αυτές αναφέρονται στη ρεφορμιστική Αριστερά.
Τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί έτσι όπως κατατέθηκαν στο πλαίσιο της προσυνδιασκεψιακής διαδικασίας, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες πλευρές και εκφράσεις που είχαν, επικεντρώθηκαν σε δύο αλληλένδετα ζητήματα.
Το ένα αφορά τα πολυποίκιλα εμπόδια που έμπαιναν και μπαίνουν ακόμη σε αυτή τη δράση που αναφέραμε και που δεν έχουν πάντα να κάνουν με τη δική μας επιμονή και αποφασιστικότητα. Το δεύτερο έχει να κάνει με το αν το ΚΚΕ(μ-λ) με βάση τη διαδρομή που έχει ήδη διανύσει, αλλά και τα καινούρια δεδομένα που αντιμετωπίζει, έχει ισχυροποιηθεί πολιτικά, ιδεολογικά, οργανωτικά αρκετά ώστε να ανταποκριθεί στα ομολογουμένως αυξημένα καθήκοντα.
Οσο λάθος είναι να υποκλινόμαστε και να παραιτούμαστε μπροστά στα εμπόδια άλλο τόσο λάθος είναι να τα αγνοούμε και να προσποιούμαστε ότι δεν υφίστανται. Γι’ αυτό αξίζει να σταθούμε σε αυτά τα εμπόδια, να τα αξιολογήσουμε και να τα αντιμετωπίσουμε σε μια πορεία. Αυτά λοιπόν χοντρικά βρίσκονται σε τρία επίπεδα:
Τα εμπόδια που βάζει με πολλούς τρόπους φανερά και «κρυφά» το ίδιο το σύστημα και όταν αισθάνεται απόλυτα κυρίαρχο και όταν, ειδικότερα στη φάση που περνάμε, βρίσκεται στριμωγμένο.
Τα εμπόδια που βάζουν οι υπόλοιπες μικρότερες ή μεγαλύτερες οργανωμένες αριστερές δυνάμεις, ή ακόμα και συσπειρώσεις-ομαδοποιήσεις ανεξάρτητων αγωνιστών, αρνούμενες πολλές φορές τη συνεργασία και την κοινή δράση, είτε γιατί φοβούνται την κίνηση μαζών που μπορεί να εμφανισθεί είτε γιατί φοβούνται μη χάσουν τον έλεγχο είτε γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη στις θέσεις τους. Αλλες φορές διαχωρίζονται στα αιτήματα και τους στόχους γιατί δήθεν αυτό που θέτουμε εμείς είναι «αμυντικό». Αλλες φορές πάλι για να «σκεπάσουν» ένα αίτημα αιχμής που συγκεντρώνει δυνάμεις και βρίσκει ανταπόκριση «θυμούνται» να βάλουν όλο τους το πρόγραμμα, γιατί δήθεν η πάλη για το αίτημα αιχμής είναι τυφλή και δεν φέρνει πολιτικοποίηση. Αλλες φορές πάλι, για να αποφύγουν τη σύγκρουση με το σύστημα και για να πάρουν την πρωτοβουλία απ’ τον κόσμο που παλεύει, το «γυρνάνε» στις συνεννοήσεις και τη συνδιαλλαγή με τους κυρίαρχους.
Τα εμπόδια που βάζει ο λαός, με βάση την κατάσταση που τον έχει οδηγήσει το σύστημα μέσα απ’ τις απανωτές επιτυχίες που είχε εις βάρος των λαϊκών δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Εμπόδια που μπαίνουν απ’ το λαό, που δεν έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, που έχει υποστεί όλη τη διαβρωτική δουλειά του συστήματος που τον έχει πείσει ότι το σύστημα είναι ανίκητο και μονόδρομος. Εμπόδια που βάζει άλλες φορές στην εκκίνηση της αντίστασης και άλλες φορές στην πορεία εξέλιξής της, ιδιαίτερα όταν αυτή δείχνει ότι δεν μπορεί να νικήσει, να βρει συμμάχους, να πολιτικοποιηθεί, να ενοχλήσει το σύστημα.

Το ΚΚΕ(μ-λ), έτσι όπως έχει φτάσει σήμερα, αν όχι τόσο ποσοτικά, κυρίως ποιοτικά είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με τη θέση που βρισκόταν στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Ωστόσο αυτό δεν είναι τόσο ορατό, μιας και η ψαλίδα ανάμεσα σε ό,τι έχει κατακτήσει και σε αυτά που το ίδιο αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να ανταποκριθεί παραμένει ακόμα φανερή. Γι’ αυτό και απερίφραστα θα πούμε ότι είναι απαραίτητο το ΚΚΕ(μ-λ) να ενισχυθεί!
Η ανάγκη ενίσχυσης απευθύνεται καταρχήν προς τα έξω, προς το λαό, προς τους αγωνιστές, μιας και κατά τη γνώμη μας μια τέτοια ανταπόκριση των «έξω» δεν μεταφράζεται απλά στην ισχυροποίηση μιας οργάνωσης, αλλά κυρίως στην ενίσχυση μιας τάσης, μιας λογικής ανάπτυξης κινήματος και ενίσχυση της προοπτικής της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Απ’ την άλλη, ίσως και πιο έντονα μια τέτοια ανάγκη ενίσχυσης του ΚΚΕ(μ-λ) απευθύνεται προς τα «μέσα», προς τους ίδιους τους εαυτούς μας, αφού άλλωστε είμαστε οι «πρώτοι αρμόδιοι» για να αναλάβουμε το έργο της αναβάθμισης και της ενίσχυσής μας.
Σε τι όμως συνίσταται στη σημερινή φάση η ενίσχυσή μας στην οποία πρέπει να δεσμευτούμε και μέσα απ’ τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης:
Να δεσμευτούμε ότι θα αφιερωθούμε πιο αποφασιστικά στο κίνημα.
Να δεσμευτούμε ότι θα κάνουμε πιο τολμηρά βήματα για να υπηρετήσουμε τη φιλοδοξία μας να συμβάλουμε στην κομμουνιστική επαναθεμελίωση της εποχής μας και στην αναζωογόνηση της σοσιαλιστικής διεξόδου για τις μάζες και την εργατική τάξη ειδικότερα.
Η πρώτη μας δέσμευση άμεσα μεταφράζεται πρώτα και κύρια στο να διαμορφώσουμε την απαιτούμενη πολιτική ατμόσφαιρα, ώστε οι ΛΑΚ, η ΤΑΞΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ, οι Αγωνιστικές Κινήσεις, οι Αντιιμπεριαλιστικές Επιτροπές να αποκτήσουν τη φυσιογνωμία και το χαρακτήρα που επιβάλλει η μετεξέλιξή τους σε πλατιά και φιλόξενα σχήματα για τους αγωνιστές που αποφασίζουν μέσα από τις εμπειρίες τους να έχουν στη διάθεση τους ένα πιο αναβαθμισμένο και πιο συνειδητό πεδίο συνάντησης και κοινής διαμόρφωσης κατευθύνσεων που θα υπηρετούν τη λαϊκή αντίσταση. Ετσι ώστε να μπορέσουν δίπλα και στις υπόλοιπες μορφές λαϊκής οργάνωσης που θα προκύπτουν στην πορεία να αποτελέσουν τα κύτταρα του Μετώπου Αντίστασης.
Η δεύτερη δέσμευσή μας κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να φωτίσει και να διευρύνει τους ορίζοντες, τους δικούς μας αλλά και των πρωτοπόρων αγωνιστών που ήδη υπάρχουν και άλλων που θα αναδείξει η ταξική πάλη. Προκειμένου να τους διασφαλίσει την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση, την αίσθηση υπεροχής απέναντι στα χρεοκοπημένα αστικά ιδεολογήματα αλλά και στις καταδικασμένες ιστορικά σοσιαλδημοκρατικές και ρεφορμιστικές θεωρίες και πρακτικές.
Υπήρξαν εποχές που αφορούν στην προηγούμενη φάση του κινήματος, όπου οι κομμουνιστές, με βάση τους συσχετισμούς, την ύπαρξη της ΣΕ, την παρουσία ισχυρών κομμάτων, θεωρούσαν ότι κάθε αντίσταση, κάθε αγώνας, κάθε κίνημα λαϊκοδημοκρατικό ή αστικοδημοκρατικό είναι αναπόφευκτοι προπομποί αλλά και τμήματα της προλεταριακής επανάστασης που αργά ή γρήγορα στην εξέλιξή τους θα συναντήσουν τη σοσιαλιστική διέξοδο και προοπτική. Ηταν οι εποχές όπου το καπιταλιστικό σύστημα δικαιολογημένα έβλεπε πίσω από κάθε κινητοποίηση πίσω από κάθε λαϊκή αντίδραση το γνωστό κομμουνιστικό δάκτυλο. Φυσικά μια τέτοια εξέλιξη των πραγμάτων ακόμα και τότε δεν θεωρούνταν «αυτόματη» αλλά συνέβαλαν καθοριστικά οι κομμουνιστές.
Στις μέρες μας όμως η όλη ατμόσφαιρα, οι όλοι συσχετισμοί, οι περισσότερες απ’ τις κινούσες δυνάμεις που ηγούνται ή παρεμβαίνουν στις αντιστάσεις που ξεσπάνε όχι μόνο δεν εγγυώνται τη συνένωση των αγώνων σε ένα ενιαίο ρεύμα και μέτωπο που θα αναζητάει τη σοσιαλιστική προοπτική, αλλά λειτουργούν σε εντελώς αντίθεση κατεύθυνση. Στην ασφυξία δηλαδή κάτω απ’ την καπιταλιστική κυριαρχία, στον εγκλωβισμό των αντιστάσεων στο δίλημμα «καπιταλισμός ή χάος». Γι’ αυτό και οι κομμουνιστές πρέπει να δώσουν πολύ σκληρές μάχες σε όλα τα επίπεδα και με το σύστημα και με τους εαυτούς τους και με μια σειρά ψεύτικους φίλους προκειμένου να υπηρετούν τις αντιστάσεις, δημιουργώντας ταυτόχρονα τα δεδομένα αργά και βασανιστικά ότι υπάρχει και άλλος δρόμος εκτός απ’ τον καπιταλιστικό.
Συνεπώς η μάχη για τη σταδιακή «επιστροφή» του κομμουνιστικού κινήματος στο κέντρο των προσπαθειών των ανθρώπων, για να τελειώσουν τον καπιταλισμό και να οικοδομήσουν μια άλλη δίκαιη κοινωνία, πρέπει να ξεκινήσει από σήμερα. Και όχι προφανώς με ένα μεταφυσικό τρόπο όπου θα τάζουμε τον παράδεισο και το σαγηνευτικό πρόγραμμα ανατροπής και απελευθέρωσης.
Αλλά προσδιορίζοντας σωστά και πατώντας πάνω στους υλικούς όρους του σήμερα που συγκροτούν τη λεγόμενη παντοδυναμία του συστήματος.
Δεν νοείται εγχείρημα κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, δεν νοείται προσπάθεια συγκέντρωσης στο πλαίσιο ενός κομμουνιστικού κόμματος των πρωτοπόρων στοιχείων της εργατικής τάξης, αν δεν έχουμε παράλληλα σήμερα σαν κατεύθυνση τη συγκρότηση της εργατικής τάξης σαν τάξη για τον εαυτό της. Δεν νοείται κομμουνιστική οργάνωση, έστω και μικρή, στις μέρες μας που να θεωρεί την εργατική τάξη της εποχής μας σαν «τον μεγάλο άγνωστο», που να μην έχει έστω στοιχειώδεις προσλαμβάνουσες απ’ αυτή την τόσο καταπιεσμένη και εκμεταλλευόμενη τάξη. Που να μην μπορεί να την αφουγκραστεί, να δει τις αγωνίες της. Αλλωστε, από αντικειμενική άποψη η τάξη που έχει τις περισσότερες δυνατότητες να αρνηθεί τον καπιταλιστικό μονόδρομο και να περάσει το μήνυμα στα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα είναι η εργατική.
Το κομμουνιστικό εγχείρημα της εποχής, η οικοδόμηση μιας καινούριας Αριστεράς, που θα είναι επαναστατική ή τίποτα, θα κριθεί και στην αποκάλυψη, στο θεωρητικό ξετίναγμα των όρων λειτουργίας και αναπαραγωγής του καπιταλισμού, των σάπιων αξιών του, των ιδεολογημάτων του που τόσο εύκολα ανακαλύπτει στη σημερινή φάση της καταθλιπτικής του κυριαρχίας.
Οπως είμαστε σίγουροι ότι θα κριθεί μέσα απ’ τους καθαρούς λογαριασμούς και τις παστρικές κουβέντες που λένε απέναντι στη μεγάλη ιστορία, παράδοση και εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος που ηττήθηκε, μέσα από μια τεκμηριωμένη και συστηματική κριτική αποτίμηση της πορείας του.
Μόνο λοιπόν με την προϋπόθεση ότι υπηρετούμε αυτές τις προτεραιότητες και επιδιώκοντας να είμαστε «χρήσιμοι» στους λαϊκούς αγώνες και τις αντιστάσεις μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι θα κάνουμε στέρεα βήματα στην αποσαφήνιση και στον προσδιορισμό των όρων και του περιεχομένου της σοσιαλιστικής προοπτικής και διεξόδου.

Σύντροφοι και συντρόφισσες, συναγωνιστές και συναγωνίστριες,

η κατάσταση στη χώρα αλλά και σε πολλά άλλα σημεία του πλανήτη αν δεν θυμίζει καζάνι που βράζει σίγουρα μπορεί να παρομοιαστεί με νερό που όλο και θερμαίνεται και όλο πλησιάζει στο σημείο βρασμού. Καθημερινά, κάθε ώρα, κάθε στιγμή συσσωρεύεται η οργή, η αγανάκτηση στις λαϊκές μάζες, απ’ όσα τις υποχρεώνει το σύστημα να υφίστανται. Παρά τον ασφυκτικό έλεγχο που έχουν επιβάλει οι κυρίαρχοι του πλανήτη και στα ζητήματα της πληροφόρησης, όπου οι ειδήσεις που δεν συμφέρουν το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό περνούν με το σταγονόμετρο, όλο και διαρρέουν εικόνες από εξεγέρσεις, λαϊκές εκρήξεις, αντιστάσεις και μέσα απ’ την καρδιά του λεγόμενου αναπτυγμένου καπιταλισμού αλλά και απ’ τις περιοχές του πλανήτη που ο καπιταλισμός έχει οδηγήσει σε πλήρη εξαθλίωση, σε καταστροφή, σε ερήμωση. Ολα αυτά που φτάνουν σ’ εμάς, και άλλα τόσα ή και περισσότερα που μας αποκρύβονται συστηματικά, έρχονται απλώς να υπογραμμίσουν ότι έχουμε περάσει σε μια φάση όπου οι λαοί αναζητούν διέξοδο. Υπογραμμίζουν ταυτόχρονα ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτή η ανάγκη διεξόδου, που συνοδεύεται πολλές φορές από ηρωισμό, αυταπάρνηση και βίαιες συγκρούσεις και που δεν είναι μόνο ευκαιριακή ή συγκυριακή αλλά αποκτά διάρκεια και μονιμότητα, παραμένει εγκλωβισμένη στα όρια του καπιταλισμού.
Ολη αυτή η αναστάτωση και κινητικότητα που παρατηρείται στους λαούς, παρά την κατά καιρούς αισιοδοξία που τροφοδοτεί, παρά την αγωνιστική ατμόσφαιρα που αποπνέει, δεν καταφέρνει να εκμεταλλεύεται τις έντονες ενδοαστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για το δικό της όφελος και τη δική της προοπτική, αλλά σέρνεται πίσω απ’ αυτές και καθορίζεται απ’ αυτές.
Ενα σωρό καλοθελητές, απολογητές του καπιταλισμού που πασχίζουν να τον εξωραΐσουν ή να τον «εξευμενίσουν» έχουν οικοδομήσει ολόκληρα «διεθνικά» δίκτυα, που αλλάζουν μορφή και μανδύες, που εργάζονται συστηματικά ώστε οι λαϊκές αντιστάσεις και εκρήξεις να μη διανοηθούν να χειραφετηθούν και να οικοδομήσουν τη δικιά τους προοπτική έξω και κόντρα στο σύστημα.
Αξιος ο μισθός όλων αυτών που είναι πολύ ικανοποιημένοι όταν συμβάλλουν στο να σέρνονται οι λαοί πίσω από τον έναν ιμπεριαλιστή, προκειμένου δήθεν να αντιμετωπιστεί ο άλλος, ο πιο επιθετικός. Είναι πολύ ευχαριστημένοι όταν οι κόποι τους δεν πάνε χαμένοι και εγκλωβίζονται οι λαοί και η εργατική τάξη στο πλαίσιο του ενός ιμπεριαλιστικού συνασπισμού, δήθεν για να αποτινάξουν τα δεσμά από έναν άλλο συνασπισμό, δήθεν πιο σκληρό και πιο απάνθρωπο.
Εκπληρώνονται μια χαρά ο ρόλος όλων αυτών των προθύμων να εγγυηθούν την «αιωνιότητα» του καπιταλισμού και το ανίκητο του ιμπεριαλισμού όταν οι εκρήξεις σέρνονται πίσω από επιδιώξεις κλικών, φατριών και αστικών τάξεων που, στριμωγμένες για δεκαετίες στο πλαίσιο της εξάρτησης και εγκλωβισμένες στα δεσμά της νεοαποικιοκρατίας, επαναδιαπραγματεύονται με τον ιμπεριαλισμό τους όρους κυριαρχίας τους και διαιώνισης της εξάρτησής τους.
Ολα αυτά έρχονται να υπογραμμίσουν, όπως κατ’ επανάληψη έχουμε τονίσει, την απουσία ενός διεθνούς ρεύματος ή μετώπου των λαών και της εργατικής τάξης που θα συγκέντρωνε σε μια ενιαία κοίτη ενός ορμητικού ποταμιού όλα τα ρυάκια και τους παραπόταμους που αναβλύζουν στις μέρες μας.
Η έλλειψη ενός τέτοιου ρεύματος-μετώπου που θα συνένωνε, σεβόμενο την πολυμορφία και την ιδιαιτερότητα, τους λαούς, τα κινήματα, τους κομμουνιστές, τους ριζοσπάστες, τους επαναστάτες, στη βάση κοινών στόχων, ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση και τον ιμπεριαλισμό είναι κραυγαλέα και δυστυχώς απόλυτα ερμηνεύσιμη.
Καταρχήν συνάδει με την άσχημη κατάσταση των κινημάτων και των μετώπων αντίστασης στο εσωτερικό της κάθε χώρας, ακόμα και σε εκείνες που βρίσκονται ή θα βρεθούν στο μάτι του κυκλώνα στη φάση που διανύουμε.
Συνάδει με την υποκειμενική αδυναμία και ανεπάρκεια των προσπαθειών των κομμουνιστών που όφειλαν και μπορούσαν να είναι ο συνδετικός ιστός, η ατμομηχανή της όλης προσπάθειας.
Συνάδει με την αδυναμία και την ανεπάρκεια των επαναστατών και πρωτοπόρων στο εσωτερικό της κάθε χώρας να αναδείξουν από κοινού στόχους και ν’ αποκτήσουν συναντίληψη στην ερμηνεία και κατανόηση της κατάστασης τοπικά και διεθνώς.
Ωστόσο οι συνθήκες παγκόσμια αλλά και σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, και μεταξύ αυτών στη γειτονιά μας, θέτουν ,μαζί με άλλα φυσικά, την ανάγκη ενός τέτοιου διεθνούς ρεύματος χωρίς όμως κάτι τέτοιο να είναι ακόμα ώριμο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να καθίσουμε με σταυρωμένα χέρια και να παραπέμψουμε στις καλένδες τα μικρά αλλά τόσο χρήσιμα βήματα για να αποκατασταθεί η επικοινωνία, η σχέση, η ανταλλαγή εκτιμήσεων, προσανατολισμών ανάμεσα σε οργανώσεις, κινήματα, συλλογικότητες, συσπειρώσεις.
Εμείς τουλάχιστον, εδώ και κάποια χρόνια, το επιδιώκουμε με πιο συστηματικό τρόπο, χωρίς να έχουμε αυταπάτες ότι αυτό που κάνουμε, όπως το κάνουμε, αποτελεί και την απάντηση στο ζητούμενο. Δηλαδή την οικοδόμηση ενός διεθνούς ρεύματος.
Με την ένταξή μας στο ILPS δεν αρνούμαστε ότι με τις οργανώσεις και κινήσεις που το συναποτελούν έχουμε κοινά σημεία και συμπτώσεις. Ταυτόχρονα θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι παρά τους στενούς δεσμούς που έχουμε οικοδομήσει με ορισμένα μ-λ κόμματα και οργανώσεις στην πορεία των χρόνων, προεξάρχοντος του ΚΚΤουρκίας (μ-λ), η ένταξή μας στο ILPS δεν έγινε επειδή αποτελεί προκάλυμμα ή συνέχεια του παλιού μ-λ κινήματος, αλλά γιατί μπορεί, κάτω από προϋποθέσεις, να συμβάλει στη διαμόρφωση συναντίληψης μέσα από μια πορεία κοινών και συντονισμένων δράσεων στα μέτωπα που αναδεικνύει η ταξική πάλη.
Με αυτή την έννοια διευκρινίζουμε ότι δεν θεωρούμε το ILPS σαν ένα κλειστό κλαμπ, ή σαν μια «διεθνή» μ-λ κομμάτων, αλλά σαν ένα χρήσιμο και ζωντανό πεδίο συνάντησης και κοινών πρωτοβουλιών που ταυτόχρονα διασφαλίζει ένα έδαφος γόνιμης συζήτησης και αναζήτησης κοινής συνισταμένης και που σίγουρα πρέπει να μένει ανοιχτό.
Σε αυτή τη βάση πήραμε και θα παίρνουμε τις πρωτοβουλίες στη χώρα μας και στη γειτονιά μας. Σε αυτή τη βάση ανταποκρινόμαστε σε πρωτοβουλίες που παίρνονται σε άλλες περιοχές, όπως στη Βομβάη το 2004 και αλλού.
Συνέχεια, μ’ έναν τρόπο, των πρωτοβουλιών που πήραμε ήταν και η καθοριστική συμμετοχή για την πραγματοποίηση της ΑΑΣ στις αρχές Μάη στη χώρα μας, σε μια περίοδο και με τέτοια μορφή που να μην κρύβει τον αντιπαραθετικό της χαρακτήρα με τις παράλληλες εργασίες του λεγόμενου Ευρωπαϊκού Φόρουμ στη χώρα μας την ίδια περίοδο.
Μια συνάντηση που φιλοδοξεί να συγκεντρώσει στη χώρα μας κινήματα, συλλογικές προσπάθειες και αγωνιστές που να καλύπτουν ένα ευρύτερο φάσμα δυνάμεων. Δυνάμεις που δραστηριοποιούνται κυρίως στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια στη Μ. Ανατολή και στην Ευρώπη, που απλώνονται και έξω από το φάσμα δυνάμεων που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο του ILPS.
Το εύρος των δυνάμεων που θα συγκεντρώσει αυτή η πρωτοβουλία, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, δικαιώνει όσους τη στήριξαν και διαμορφώνει προϋποθέσεις που προεξοφλούν την επιτυχία της.
Απ’ την άλλη, η πρωτοβουλία αυτή ξαναφέρνει στην επιφάνεια μια ολόκληρη συζήτηση και αντιπαράθεση σε σχέση με το χαρακτήρα και τον προσανατολισμό διαφόρων διεθνών ρευμάτων που λιγότερο ή περισσότερο θορυβώδικα παρουσιάστηκαν σαν κινήματα των κινημάτων, σαν απάντηση στις απαιτήσεις των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων του κόσμου.
Και αν μεταξύ αυτών το Φόρουμ έκανε, κυρίως στη Δύση, αρκετό θόρυβο, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις απόπειρες που γίνονται να συγκροτηθεί ένα άλλο -υποτιθέμενο αντίπαλο- δέος από χώρες, κινήματα, κόμματα και οργανώσεις, που θα έχει ως πυρήνα και εμπνευστή τους επίγονους του πάλαι ποτέ ορθόδοξου μπρεζνιεφικού ρεύματος και που στη χώρα μας εκφραστή θα έχει το ΚΚΕ.
«Αντίπαλο δέος» που είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, εκτός αν συνδεθεί με ανακατατάξεις στο επίπεδο των στρατηγικών συμμαχιών στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, εξέλιξη που αν και όταν αποκρυσταλλωθεί θα δώσει νέα διάσπαση στις κάθε είδους ανακατατάξεις στη διαμόρφωση των μπλοκ και στις μεταξύ τους συγκρούσεις.
Οπως και να’ ναι, εμείς σαν ΚΚΕ(μ-λ), παρά τις μικρές μας δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι το μέτωπο των λαών που θεωρούμε ότι ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις απαιτήσεις αποτελεί ακόμα μακρινή προοπτική, επί της ουσίας μιλώντας δεν μπήκαμε στον πειρασμό να επενδύσουμε σε «αντίπαλα δέη» που μας προσφέρθηκαν και θα συνεχίσουν να προσφέρονται απλόχερα, ανάλογα με την όξυνση των αντιθέσεων και της ταξικής πάλης. Σαν συνέχεια και αναβάθμιση της παλιότερης στάσης που κατέκτησε το ΚΚΕ(μ-λ) και που συνοψιζόταν στο σύνθημα «Οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες». Σύνθημα που συνεχίζει να είναι επίκαιρο και χρήσιμο για όσους επιμένουν να αναζητούν την επαναστατική προοπτική για τους λαούς.
Με την ευκαιρία λοιπόν της έναρξης της 6ης Συνδιάσκεψης θα πούμε για μία ακόμα φορά ότι δεν υπάρχει μαγική συνταγή που να διασφαλίζει εσαεί τους επαναστάτες απέναντι στους κινδύνους που απειλούν συστηματικά να οδηγήσουν τις προσπάθειές τους σε αδιέξοδο και τέλμα.
Το να κρυβόμαστε πίσω απ’ την «καθαρότητά» μας, το να αναμασάμε απλώς τις «αρχές» μας για να διασκεδάζουμε τους φόβους μας απέναντι στο κίνημα, για να κρύβουμε την έλλειψη εμπιστοσύνης στις θέσεις μας, για να συγκαλύπτουμε την αδυναμία μας να παρεμβαίνουμε στην κίνηση των μαζών, δεν αποτελεί απάντηση στη διάχυση, στο μηδενισμό, στην υπόκλιση στον ισχυρό.
Το να συρόμαστε πίσω από κάθε τι που φαντάζει «κινηματικό» για να διασκεδάζουμε την έλλειψη εμπιστοσύνης στην προοπτική της επανάστασης, για να γίνουμε «πολλοί» και να βγούμε απ’ το περιθώριο, δεν αποτελεί απάντηση στο δογματισμό.
Το να γινόμαστε μπαλάκι ανάμεσα στις διάφορες πτέρυγες του ρεφορμισμού και έρμαιο των διάφορων εναλλακτικών μορφών διαχείρισης του καπιταλισμού, γιατί δήθεν έτσι οικοδομούμε πλατιά μαζική ενωτική πολιτική, αυτά δεν μπορούν να συγκαλύψουν τη μη ανάληψη ευθύνης να χαραχτεί ένας άλλος δρόμος.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι στα χρόνια που πέρασαν διαμορφώσαμε σταδιακά μια φυσιογνωμία που μας επέτρεψε να μην παρασυρθούμε απ’ τα ρεύματα και δεν φάγαμε τα μούτρα μας πάνω στις συμπληγάδες που αναφέραμε.
Η επίγνωση των κινδύνων που μας απειλούσαν, σε συνδυασμό με τη λογική που διαμορφώσαμε, να μελετάμε τις κινήσεις μας και να εξετάζουμε τα πράγματα γύρω μας, μπορεί να έδιναν την εντύπωση ότι μας χαρακτηρίζει ατολμία. Εμείς βέβαια πιστεύαμε ότι στηρίζαμε τα βήματά μας και προετοιμάζαμε το έδαφος. Ετσι ώστε να αποκτήσουμε τις δυνατότητες να ξανοίξουμε το βήμα μας και να βαδίσουμε μπροστά πιο τολμηρά, πιο αποφασιστικά.

Συντρόφισσες και σύντροφοι, συναγωνιστές και συναγωνίστριες,
είναι σε όλους σας γνωστό ότι στα χρόνια που προηγήθηκαν επενδύσαμε πολλά σε αυτό που ονομάζουμε πολιτική κοινής δράσης. Στις διάφορες φάσεις και ανάλογα με τα μέτωπα που ανοίγονταν ξεκαθαρίσαμε ότι δεν τη θέταμε σαν ένα απλά τακτικό ζήτημα που μας εξυπηρετούσε συγκυριακά. Την αντιμετωπίζαμε σαν μια ολόκληρη λογική και πρακτική που υπηρετούσε και την αναβαθμισμένη παρέμβαση στο κίνημα, αλλά και τη διαμόρφωση γόνιμου πεδίου ενότητας και πάλης όπου θα έμπαιναν και οι όροι για την κομμουνιστική επαναθεμελίωση.
Αποδείξαμε ότι δεν την περιορίζαμε μόνο στη βάση ούτε την εξαντλούσαμε στην κορυφή. Δεν προορίζαμε να υλοποιείται μόνο στα καθημερινά, αλλά τη θέταμε και την παλεύαμε προκειμένου να υιοθετείται και σε κεντρικότερες κομβικές πολιτικές αναμετρήσεις.
Στην πορεία και όσο οι πόρτες η μία μετά την άλλη έκλειναν, ορισμένες φορές και κατάμουτρα, προσχηματικά και χωρίς πολλές ευγένειες, δεν παραιτηθήκαμε απ’ αυτή την πολιτική. Απλώς την προσαρμόσαμε. Προσαρμογή που εκλήφθηκε από ορισμένες πλευρές σαν οπισθοχώρηση ή σαν εκδήλωση αμηχανίας από μεριάς μας. Στη φάση της προσαρμογής της χρειάστηκε να την οριοθετήσουμε απέναντι στη λογική της τέτοιας ή της άλλης ενότητας που έμπαινε λανθασμένα, ακόμα και αγοραία. Χρειάστηκε να την οριοθετήσουμε απέναντι σε λογικές εγκλωβισμού των προσπαθειών σε πόλους και κλειστά σχήματα.
Δεν είναι τυχαίο που σε εποχές σαν και αυτή που διανύουμε δεν βρέθηκε ούτε ένα μέλος ή ένα στέλεχος της οργάνωσης να αμφισβητήσει αυτή την πολιτική της κοινής δράσης.
Το ΚΟ μεταφράζοντας τη συλλογική θέληση της οργάνωσης θεωρεί ότι το ΚΚΕ(μ-λ) συνεχίζει να επιμένει στην ενεργό προώθηση αυτής της πολιτικής, με ενεργό στήριξή της στα διάφορα μέτωπα πάλης.
Εκτιμάει δε ότι είναι αρκετά πιθανό, στις συνθήκες που διαμορφώνονται στη χώρα, να έχει αυτή η πολιτική αναβαθμισμένα αποτελέσματα και επιτυχίες και να αφήσει περισσότερα αποτυπώματα απ’ όσα στην προηγούμενη φάση, τη δεκαετία του ’90 και προς το τέλος της. Και δεν το εννοούμε με την έννοια τη ρεβανσιστική, ή με την έννοια της κομματοκεντρικής επιβεβαίωσης. Αλλά με την έννοια της έμπρακτης αποσαφήνισης ότι ορισμένοι άλλοι δρόμοι που δοκιμάστηκαν από άλλες πλευρές στα χρόνια που φάνηκε ότι η κοινή δράση «ορφάνεψε», δεν έφεραν αποτελέσματα.
Τουλάχιστον, αποσαφηνίστηκε ότι η πολιτική της κοινής δράσης μπορεί να είναι αποφασιστική, αρκούντως «επιθετική», με πολιτικό υπόβαθρο που θα αναβαθμίζει συνολικά τις προσπάθειες των οργανωμένων τμημάτων αλλά και των ανθρώπων του λαού που θα την πλαισιώνει και θα την κάνει υπόθεσή του.
Εχοντας αυτά κατά νου, θέλουμε να ανταποδώσουμε τους χαιρετισμούς που απευθύνθηκαν στη σημερινή εκδήλωση και να ευχηθούμε καλή δύναμη, καλό κουράγιο και καθαρό μυαλό. Θα μας χρειαστούν όλα!

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr