Μια βασική αρχή για τους κομμουνιστές, ένας οδηγός θεωρίας και πράξης είναι η αναγκαιότητα «αναγνώρισης της πραγματικότητας». Ή, όπως το έθεσε ο Λένιν, η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Μέσω αυτής προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά της πραγματικότητας που βιώνουν και μέσω αυτών τους δρόμους των απαντήσεων στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Μια τέτοια ανάλυση περιλαμβάνει, όπως είναι ευνόητο, ένα ευρύ σύνολο ζητημάτων, ενώ και το καθένα απ’ αυτά έχει διάφορες πλευρές. Δεν σκοπεύω εδώ να αναφερθώ σε όλα αυτά παρά μόνο σε ένα κυρίως και οπωσδήποτε σημαντικό.
Ο όρος, η «αναγνώριση» του προβλήματος
Αποτελούν πλέον μια οδυνηρή πραγματικότητα για την εργατική τάξη και συνολικά τους λαούς οι συνέπειες της παλινόρθωσης και γενικότερα της ήττας του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος. Άλλο τόσο βασανιστικά τα ερωτήματα που έχουν τεθεί. Ποιες οι αιτίες της ήττας. Πώς το αντιμετωπίζουμε αυτό. Πώς ξαναβρίσκουμε το δρόμο μας. Αυτό που αναφέρθηκε σε σχέση με τη συνολική κατάσταση αποτελεί και εδώ το πρώτο ζητούμενο.
Η «αναγνώριση» του προβλήματος
Στην τρέχουσα φιλολογία έχουν δοθεί διαφόρων ειδών απαντήσεις, εξηγήσεις και ερμηνείες. Από εκείνες που διαπνέονται από μια ξεκάθαρα αντιδραστική, αντικομμουνιστική διάθεση μέχρι εκείνες που χαρακτηρίζονται -τουλάχιστον ως προς τις προθέσεις τους- από ένα πνεύμα αναζήτησης απαντήσεων από αριστερή σκοπιά.
Δεν θα μας απασχολήσουν καθόλου σ’ αυτό το σημείο οι πρώτες. Σε σχέση με τις δεύτερες, έχουμε απόψεις που αναζητούν την απάντηση στα «λάθη» που γίνανε, στο ότι «δεν τηρήθηκαν» οι αρχές του μ-λ, στο ότι δεν ακολουθήθηκαν οι κατευθύνσεις των κλασικών της κομμουνιστικής κοσμοαντίληψης κ.λπ. Μεγάλη πέραση είχαν και συνεχίζουν να έχουν οι απόψεις που άμεσα ή έμμεσα αναφέρονται στην «προδοσία» στελεχών που βρέθηκαν στην ηγεσία του κινήματος. Σε σχέση μ’ αυτά, πολύ σύντομα μπορώ να πω ότι και λάθη (ή «λάθη») γίναν και παραβιάσεις (ή «παραβιάσεις») υπήρξαν και προδοσίες (ή «προδοσίες») εκδηλώθηκαν. Μόνο που δεν βρίσκεται σ’ αυτά η απάντηση.
Ένα πρωταρχικό ερώτημα
Εκείνο που θεωρώ ότι τίθεται είναι ένα πρωταρχικό ερώτημα. Προδοθήκαμε ή νικηθήκαμε; Όσο τουλάχιστον με αφορά, η άποψή μου είναι σαφής και κατηγορηματική. Δεν «προδοθήκαμε». Ή τουλάχιστον δεν βρίσκονται σ’ αυτό οι βασικοί όροι και αιτίες του ζητήματος που αντιμετωπίζουμε.
Νικηθήκαμε. Αυτό που συντελέστηκε δεν ήταν άλλο από την αρνητική για την εργατική τάξη και τους λαούς έκβαση της ταξικής πάλης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Σε αντίθεση με τη θετική έως θριαμβευτική έκβασή της στο πρώτο μισό του ίδιου αιώνα.
Πρόκειται λοιπόν για ήττα. Όλοι οι άλλοι προσδιορισμοί δεν αποτελούν παρά μορφές «διαφυγής» (συνειδητής ή ασυνείδητης δεν έχει σημασία) από το πρόβλημα και τις απαιτήσεις που θέτει. Ας τη δούμε λοιπόν κατά πρόσωπο. Όχι για να υποστείλουμε τις σημαίες μας, αλλά επειδή μόνον έτσι μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα βρούμε τις απαντήσεις που απαιτούνται.
Το δεύτερο ερώτημα
Σε σχέση με αυτά ανακύπτει και ένα δεύτερο ερώτημα. Σε τι διαφέρει αυτή η ήττα από τις προηγούμενες ήττες του κομμουνιστικού κινήματος και συνολικά των λαών;
Όσον αφορά κατ’ αρχάς τη «μορφή» με την οποία συντελέστηκε, μια σύντομη ματιά στην ιστορία μας δίνει τα εξής. Η Κομμούνα νικήθηκε από τις (ενισχυμένες από τον Βίσμαρκ) στρατιωτικές δυνάμεις της γαλλικής αντίδρασης. Οι εξεγέρσεις του 1848-1850 συντρίφτηκαν από τις στρατιωτικές δυνάμεις των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων. Αν πάμε ακόμα πιο πίσω, θα βρούμε πολλά ανάλογα παραδείγματα μέχρι το πιο «μακρινό»: τη συντριβή του Σπάρτακου από τις ρωμαϊκές λεγεώνες.
Και μετά από κάθε ήττα, αργά, βασανιστικά, μέσα από το διάβα του χρόνου, οι κολασμένοι της γης ξανασήκωναν κεφάλι. Αναζητούσαν ξανά και ξανά δρόμους και τρόπους που να τους οδηγήσουν στη νίκη. Και τελικά τους βρήκαν. Κάναν την έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα. Προχώρησαν στην οικοδόμηση μιας άλλης, μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. «Εισέβαλαν» ορμητικά στο προσκήνιο της ιστορίας, δημιουργώντας ένα επαναστατικό κύμα που άλλαξε τη μορφή του κόσμου. Παρ’ όλα αυτά νικηθήκαμε. Πριν πω οτιδήποτε άλλο σε σχέση με αυτό, αναγκαία εδώ μια βασική διαπίστωση. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες επαναστάσεις, δεν νικηθήκαμε στο στρατιωτικό πεδίο. Ίσα ίσα. Η επανάσταση αντιμετώπισε νικηφόρα τις αντεπαναστατικές δυνάμεις και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Ο Κόκκινος Στρατός συνέτριψε τον χιτλεροφασισμό. Οι στρατιές του κινέζικου λαϊκού στρατού μπήκαν νικηφόρες στο Πεκίνο. Δημιουργήθηκε το σοσιαλιστικό «στρατόπεδο». Μια σειρά χώρες μπήκαν στο δρόμο της απελευθέρωσης από τα αποικιακά, ιμπεριαλιστικά δεσμά. Η επανάσταση γνώρισε νέες νίκες. Στην Κούβα, την Καμπότζη, το Βιετνάμ.
Υπήρξαν βέβαια και ήττες. Όπως στη χώρα μας ή την Ινδονησία κ.α. Ωστόσο ο ισολογισμός σ’ αυτό το πεδίο έδειχνε θριαμβευτικός για την εργατική τάξη, τους λαούς, το κομμουνιστικό κίνημα. Αυτά σημαίνουν ένα πράγμα. Ότι οι όροι της ήττας δεν διαμορφώθηκαν-καθορίστηκαν από «εξωτερικούς» παράγοντες. Όχι ότι δεν παίξαν και αυτοί το ρόλο τους, αλλά οπωσδήποτε όχι τον αποφασιστικό.
Όποια επίδραση κι αν ασκούσαν αυτοί οι «εξωτερικοί» παράγοντες, δεν αλλάζει το ότι ο κύριος και αποφασιστικός ρόλος βρίσκεται στους «εσωτερικούς». Σε τάσεις, αντιλήψεις και δυνάμεις που γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν μέσα στα πλαίσια του σοσιαλιστικού σχηματισμού. Μια τέτοια διαπίστωση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο ελάχιστο και ταυτόχρονα αποτελεί όρο για μια πραγματική και ουσιαστική διερεύνηση των όρων της ήττας.
Το τρίτο ερώτημα
Υπάρχει και ένα τρίτο ερώτημα. Αυτό συνδέεται με μια ακόμη και καίριας σημασίας διαφορά αυτής της ήττας σε σχέση με τις προηγούμενες. Μια διαφορά που πρέπει να κατανοηθεί με τον πιο ουσιαστικό τρόπο, σε όλο της το βάθος και τις συνέπειές της.
Οι παλιότερες ήττες είχαν αναμφίβολα και αυτές τις συνέπειές τους. Το ματοκύλισμα των λαών. Την τρομοκρατία. Την απογοήτευση από την ήττα. Την υποταγή για μεγάλο πολλές φορές διάστημα. Ωστόσο η πραγματικότητα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης πάντα ωθούσε τους κολασμένους της γης στο να αναζητούν και να διεκδικούν τον δικό τους κόσμο.
Εκείνο που έμπαινε μπροστά τους ήταν ένα κυρίως ζήτημα. Το πώς και μέσα από ποιους δρόμους θα μπορέσουν να συγκροτηθούν σε δύναμη ικανή να αναμετρηθεί νικηφόρα με τους δυνάστες τους. Και, όπως ήδη αναφέρθηκε, τους βρήκαν και μέσα απ’ αυτούς φτάσανε στη νίκη.
Το σημερινό είναι σχετικά διαφορετικό και οπωσδήποτε πιο σύνθετο. Βεβαίως ξανατίθεται και το προηγούμενο ζήτημα. Το πώς δηλαδή θα μπορέσουν να συγκροτηθούν σε δύναμη νίκης. Είναι γεγονός ότι σε σχέση μ’ αυτό υπάρχει όλη η προηγούμενη εμπειρία και οι σχετικές απαντήσεις. Μόνο που αυτό πλέον δεν αρκεί. Αυτή η κατεύθυνση, αυτή η δύναμη δεν μπορεί να συγκροτηθεί αν δεν ενσωματώσει, αν δεν μπολιαστεί με στοιχεία απάντησης στα κρίσιμα ζητήματα που έχουν τεθεί.
Ας εξηγηθώ περισσότερο. Εκείνο που ωθούσε και συνεχίζει να ωθεί τις εργαζόμενες λαϊκές μάζες να αντιστέκονται και να διεκδικούν είναι η εκμετάλλευση και η καταπίεση που υφίστανται. Ταυτόχρονα ωστόσο εκείνο που τις ενέπνεε και τις οιστρηλατούσε, που τις έκανε ικανές να μάχονται με την πιο αδάμαστη αποφασιστικότητα, επιμονή και αυταπάρνηση ήταν το όραμα μιας κοινωνίας δικαίου. Αυτό είναι που κοντά στα άλλα έχει χτυπηθεί μέσα από την ήττα. Η δύναμη του σοσιαλιστικού οράματος να εμπνέει, να συνενώνει τις ευρύτερες λαϊκές μάζες, να διαμορφώνει όρους διαρκούς και σταθερής προσήλωσης στον τελικό στόχο.
Αυτό είναι που έχει κλονιστεί στις συνειδήσεις των εργαζόμενων λαϊκών μαζών και είναι αυτό που επιδρά αρνητικά στις πάντα υπαρκτές διαθέσεις τους να αντισταθούν, έως και να αναμετρηθούν με τις δυνάμεις του συστήματος.
Όσοι δοκιμάζουν να κουβεντιάζουν με έναν απλό εργαζόμενο κόσμο και δεν περιορίζονται στο να αεροβατούν με τους ομόσταυλους το διαπιστώνουν συνεχώς αυτό.
Και ένα τέταρτο
Όσον αφορά το τέταρτο ερώτημα. Τι είναι συνεπώς αυτό που έχουμε μπροστά μας και πώς το αντιμετωπίζουμε;
Μια σοβαρή συνέπεια των εξελίξεων αποτελεί το ότι έχει ενισχυθεί η άποψη της αντίδρασης πως ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί παρά μια ουτοπία. Και το ζήτημα δεν βρίσκεται στο πόση πέραση έχει μια τέτοια άποψη στους χώρους του συστήματος ή σε υποτιθέμενους αριστερούς που σε μια τέτοια άποψη βρίσκουν το άλλοθι των καιροσκοπικών τους επιλογών. Εκείνο που οφείλει να μας απασχολεί είναι η επίδραση που έχει μια τέτοια άποψη σε απλό εργαζόμενο κόσμο – και είναι αυτό που οφείλει να αντιμετωπισθεί.
Απέναντι σ’ αυτό το ζήτημα στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς επιχειρούνται απαντήσεις που είναι το λιγότερο ανεπαρκείς, όταν δεν είναι αποπροσανατολιστικές και καιροσκοπικού χαρακτήρα. Έτσι έχουμε από θεωρήματα μετεξέλιξης του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό (έως και κομμουνισμό κατά ορισμένους) μέχρι θεωρητικά σχήματα «ιδανικού σοσιαλισμού» εκτός τόπου και χρόνου. Σε όλα αυτά έχουμε δώσει τις απαντήσεις μας και θα συνεχίσουμε να τις δίνουμε. Εδώ θα περιοριστώ στο να σημειώσω κατ’ αρχάς τα εξής. Η απάντηση στο ζήτημα αυτό κινείται «υποχρεωτικά» σε τρία πεδία.
Το πρώτο αφορά την προβολή, την υπεράσπιση αυτού που έχει ήδη «υπάρξει». Του γεγονότος ότι αυτή η «ουτοπία» όχι μόνο έχει υπάρξει αλλά έχει αλλάξει τη μορφή του κόσμου για σχεδόν έναν αιώνα. Και δεν εννοώ μόνο τη μορφή των χωρών που κινήθηκαν σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Το δεύτερο συνδέεται με την αναγκαιότητα πειστικών εξηγήσεων για τους όρους και τις αιτίες της παλινόρθωσης, της ήττας, τη συναγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων και διδαγμάτων. Τέτοιων που να στηρίζουν την αποκατάσταση της ελκτικής δύναμης του σοσιαλισμού και της δυνατότητάς του να υπάρξει και να προχωρήσει.
Το τρίτο, με την ενσωμάτωση αυτών των συμπερασμάτων και διδαγμάτων στη διαμόρφωση της σημερινής φυσιογνωμίας και πολιτικής γραμμής του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος.
Ας σταθώ λίγο περισσότερο σ’ αυτά τα δύο που και σημαντικά είναι και συνδέονται μεταξύ τους. Σε μια παλιότερη παρέμβασή μου βρέθηκα αντιμέτωπος με το ερώτημα «ποιος είναι ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα;». Η απάντησή μου, η οποία παραμένει ίδια και σήμερα, ήταν ότι ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα θα είναι ο σοσιαλισμός που θα διαμορφώσει η ταξική πάλη του… 21ου αιώνα.
Ας γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος. Το όραμα, η διεκδίκηση μιας άλλης κοινωνίας γεννιέται κατ’ αρχάς μέσα από την ΑΡΝΗΣΗ της κοινωνίας της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, του εξανδραποδισμού και του μακελέματος των λαών. Αυτό είναι το πρωταρχικό πεδίο. Βεβαίως και δεν αρκεί. Αναγκαία η ανύψωση της άρνησης σε ΘΕΣΗ.
Εδώ έχει να μας δώσει κάτι πολύ σημαντικό η ιστορία του κινήματος (που είναι και ιστορία συνολικά της ανθρωπότητας).
Η τομή στην ιστορία της ταξικής πάλης και συνολικά της ιστορικής εξέλιξης υπήρξε η συνένωση-σύμφυση της πάλης της εργατικής τάξης με την κομμουνιστική κοσμοαντίληψη όπως εκφράστηκε βασικά από τους Μαρξ και Ένγκελς.
Αυτό είχε ένα διπλό αποτέλεσμα κοσμοϊστορικού χαρακτήρα. Από τη μια έδωσε τη δυνατότητα στην εργατική τάξη να συγκροτηθεί στο ανώτερο πολιτικό της επίπεδο σαν εργατικό επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα. Από την άλλη το σοσιαλιστικό όραμα, από τον χώρο της ουτοπίας ως τότε, διαμορφώθηκε σε συγκεκριμένη πολιτική πρόταση διεξόδου για την κοινωνία, καθώς απέκτησε συγκεκριμένη «υλική»-πολιτική υπόσταση μέσα από τη σύνδεση-στήριξή του από μια κοινωνική δύναμη που ήθελε και μπορούσε να το πραγματοποιήσει. Αυτή η σύνδεση αποτέλεσε, όπως κιόλας αναφέρθηκε, τη μεγάλη τομή όχι μόνο στην εξέλιξη της ταξικής πάλης αλλά συνολικά στην πορεία του κόσμου.
Με τι αναμετριόμαστε
Αυτή παραμένει και σήμερα η βάση της απάντησης στα ζητήματα που έχουν τεθεί. Μιας απάντησης που έχει ωστόσο τους όρους και τις προϋποθέσεις της. Την αναγκαιότητα της πάλης για την «εκ νέου» συγκρότηση του προλεταριάτου σε «τάξη για τον εαυτό της». Της πάλης για τη συνολική ανασύσταση- ανασυγκρότηση του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος και στη βάση των συνθηκών και απαιτήσεων της εποχής μας.
Με τη σειρά τους αυτά έχουν ορισμένους δικούς τους όρους και προϋποθέσεις. Αυτούς που αναφέρθηκαν ήδη. Την αναγκαιότητα πειστικών εξηγήσεων για την παλινόρθωση, την ήττα. Τη συναγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων και διδαγμάτων. Την ενσωμάτωσή τους στη σημερινή πολιτική γραμμή και φυσιογνωμία του κινήματος.
Δεν έχουμε εδώ ζητήματα που μπορούν να απαντηθούν εύκολα ή γρήγορα. Ούτε πρόκειται για ζητήματα απλά και μόνο θεωρητικού χαρακτήρα (που είναι και τέτοια). Όσο τουλάχιστον με αφορά, τα αντιλαμβάνομαι σαν ζητήματα πάλης. Σαν ζητήματα που θα απαντηθούν μέσα στην πάλη και με όρους ταξικής πάλης. Μια πάλη που θα «πατάει» στο πεδίο της ΑΡΝΗΣΗΣ για να διαμορφώσει όρους που θα της δίνουν τη δυνατότητα να οικοδομήσει τη ΘΕΣΗ.
Με αυτά έχουν να αναμετρηθούν οι κομμουνιστές. Με τα προβλήματα και τις δυσκολίες της ταξικής πάλης αλλά και με την ίδια τους την ιστορία και τους εαυτούς τους. Και ως προς αυτό δεν θα ‘χα να προσθέσω τίποτε καλύτερο από αυτά που αναφέρει ο Μαρξ στην «18η Μπρυμαίρ». «Οι προλεταριακές επαναστάσεις όπως οι επαναστάσεις του 19ου αιώνα κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σ’ εκείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελάνε με ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνονται να ξαπλώνουν χάμω τον αντίπαλό τους μόνο και μόνο για να του δώσουν την ευκαιρία να αντλήσει καινούριες δυνάμεις από τη γη και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα και όπου οι ίδιες οι περιστάσεις φωνάζουν: «Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Εδώ είναι το ρόδο, εδώ χόρεψε».
Βασίλης Σαμαράς