Το σκηνικό που επιχειρείται να στηθεί τους τελευταίους μήνες -από τον Ιούνη και μετά- με πρωτεργάτες τις βασικές πολιτικές δυνάμεις του συστήματος στη χώρα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) είναι, νομίζουμε, φανερό: ΠΑΣΟΚ και ΝΔ -ανεξάρτητα από τo χρόνο διεξαγωγής των εκλογών- επιχειρούν να επιβάλουν σε εργαζόμενους και νεολαία ως αποκλειστικό και κυρίαρχο ζήτημα αυτό των εκλογών. Ολες οι συζητήσεις, και οι πρωτοβουλίες που αφορούν το ζήτημα αυτό είναι “επίκαιρες” και “επιτρεπτές”. Ο λαός –δημοκρατία έχουμε!- πρέπει να παρακολουθήσει και να ενημερωθεί αναλυτικά σχετικά με όλα αυτά τα ζητήματα: ποιος εκλογικός νόμος θα ψηφιστεί -έστω για τις μεθεπόμενες εκλογές-, ποια “προγράμματα” θα προβάλουν τα κόμματα, τι κρίνεται στην επόμενη 4ετία, τι προεκλογικές συνεργασίες μπορούν ή πρέπει να γίνουν. Τι “υπόσχεται” η κυβένηση, τι “απαντά” η ΝΔ, τι καταγγέλλει η Αριστερά ενόψει κάλπης! Αυτό είναι -πρέπει να είναι- το μόνο θέμα, η μόνη έγνοια του εργαζόμενου. Και μετά -όταν αυτοί που μπορούν να αποφασίσουν θα αποφασίσουν ότι ήρθε η “ιερή” στιγμή- ο ψηφοφόρος (γιατί πάνω απ’ όλα ο πολίτης είναι ψηφοφόρος, αυτό -όλα κι όλα- το “κυριαρχικό” δικαίωμα δεν το αρνείται κανείς) θα πάει να εκτελέσει το “καθήκον” του, να “αποφασίσει” για την τύχη της χώρας και του λαού για την επόμενη 4ετία!
Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι πως αυτή η επιχείρηση του αποπροσανατολισμού του λαού, στην ουσία η επιχείρηση πολιτικής καθυπόταξής του στις προδιαγραφές και στα πολιτικοκοινωνικά όρια του συστήματος, εξελίσσεται σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη φάση, με ανοιχτά τα μέτωπα και τους λογαριασμούς του λαού με το σύστημα. Μόλις το πρώτο εξάμηνο του 2003 κατά εκατοντάδες χιλιάδες ο λαός μας διαδήλωσε αντιπολεμικά-αντιιμπεριαλιστικά απέναντι σε έναν εχθρό που συνεχίζει και σήμερα το φονικό βηματισμό του. Υπάρχει αναγκαιότητα απολογισμού και συνέχισης-αναβάθμισης αυτής της πάλης; Φυσικά για το σύστημα και τα κόμματα της υποτέλειας στον ιμπεριαλισμό ο στόχος είναι να κλείσει αυτή η “παρένθεση”, να σβήσουν οι μεγάλες παρακαταθήκες αυτού του κινήματος. Αντίστοιχα προβάλλουν ως επιτακτική αναγκαιότητα το μέτωπο ενάντια στην αντεργατική-αντιλαϊκή επίθεση -που προμηνύεται ήδη η κλιμάκωσή της στη νέα 4ετία-, η πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα που με πολλούς τρόπους βάλλονται, αμφισβητούνται, καταργούνται (συμφωνία έκδοσης, τρομονόμοι, καταστολή…).
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ -και από δίπλα οι υπόλοιποι της Βουλής- λένε σε πολλούς τόνους και με διαφορετικούς τρόπους ότι όλα αυτά πρέπει να πάνε στην άκρη ως ζητήματα που αντιμετωπίζονται στο δρόμο, με όρους πάλης και κινήματος. Στην καλύτερη περίπτωση να “συζητηθούν” -αν, όσο και όπως- στο πλαίσιο της προεκλογικής περιόδου των επόμενων δύο ή έξι μηνών. Αλλά οπωσδήποτε με το λαό θεατή, αδρανή, στη γωνία, να παρακολουθεί για να κρίνει με “διαύγεια”…
Από αυτή την άποψη, η πρόταση της ΚΟΕ για “ενωτικό αριστερό ψηφοδέλτιο” είναι η καλύτερη ίσως αφορμή για να αναδειχθεί το πραγματικό δίλημμα που κατά τη γνώμη μας αντιμετωπίζει ο λαός και η νεολαία σήμερα: ΕΚΛΟΓΕΣ Ή ΚΙΝΗΜΑ; Δίλημμα που δεν τίθεται σε αναφορά με μια γενική θεωρητική προσέγγιση της εκλογικής διαδικασίας στην αστική δημοκρατία, αλλά σε αναφορά με τη συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση, τις αναγκαιότητες που αυτή ορίζει και τις δυνατότητες της πάλης όπως αυτές αναδείχθηκαν όλη την προηγούμενη περίοδο. Να υποταχθεί λοιπόν ο λαός -και όσες δυνάμεις μιλούν στο όνομα των συμφερόντων του, της Αριστεράς και της επαναστατικής προοπτικής- στο προεκλογικό σκηνικό που στήνεται; Να εγκλωβιστεί στην εκλογολογία και να επικεντρώσουν όλες οι αριστερές δυνάμεις τις προσπάθειές τους με στόχο ψηφοδέλτια, εκλογικές συνεργασίες και άλλα τινά; Ή να επιδιώξουν στο έδαφος των οξυμένων αντιθέσεων, κόντρα στην ιμπεριαλιστική λαίλαπα, και στην αντεργατική θύελλα, να ευνοήσουν τη συγκρότηση μετώπων πάλης με κινηματική λογική και με εργαλείο την κοινή δράση; Αυτό είναι κατά τη γνώμη μας το πραγματικό ερώτημα και σχετικά με την αντιμετώπιση του ζητήματος των εκλογών. Γιατί βέβαια ακόμα και ο εκλογικός απεγκλωβισμός λαϊκών τμημάτων από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ προϋποθέτει την πολιτική και κινηματική αντιπαράθεση με το σύστημα, τα κόμματά του και την πολιτική τους. Πολύ περισσότερο, το κέρδισμα μαζών στο κίνημα, τα μεγάλα βήματα συγκρότησης αγωνιστικής, αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς με εμβέλεια, δεν ξεκινούν από το εκλογικό πεδίο, ούτε μπορούν -όταν υπάρχουν- να εκφραστούν ολοκληρωμένα στο πλαίσιο των εκλογών. Η πιο πρόσφατη και πιο “θεαματική” περίπτωση ευρύτερης εκλογικής συνεργασίας ολόκληρου του φάσματος της επίσημης Αριστεράς (1989, ΣΥΝ) έδωσε το ισχνό 13% παρ’ όλες τις τυμπανοκρουσίες που συνόδευαν το εγχείρημα, ακριβώς γιατί -πέρα από το πολιτικό της περιεχόμενο- ήταν μια πρωτοβουλία στο πλαίσιο των εκλογών. Ακριβώς γιατί δεν τηρούσε την απαράβατη προϋπόθεση της κινηματικής, αγωνιστικής “προϊστορίας”. Από αυτή την άποψη δεν συμφωνούμε λοιπόν και με την πολυκυκλοφορούσα άποψη ότι ο λαός περιμένει πώς και πώς να ενωθεί εκλογικά “όλη η Αριστερά”, για να αισθανθεί καλύτερα και να την υπερψηφίσει μαζικά! Ο λαός αισθάνεται και πράττει στη βάση των πραγματικών συσχετισμών που συναντά στην καθημερινή ζωή του! Δηλαδή στο αν και πώς βγάζει μεροκάματο, έχει δικαιώματα, αποκρούει και ανατρέπει μέτρα και πολιτικές κατευθύνσεις. Και η Αριστερά που θα “υπερψηφίσει μαζικά” θα “ναι μια δύναμη που καθοδηγεί, εμπνέει, πρωτοστατεί σε όλα αυτά. Τότε και μόνο τότε θα είναι Αριστερά, τότε και μόνο τότε και σαν φυσιολογικό αποτέλεσμα της ταξικής-πολιτικής σχέσης της με το λαό θα κερδίζει πόντους και στην εκλογική διαδικασία.
Αυτό θεωρούμε ότι είναι και το κύριο πρόβλημα της πρότασης της ΚΟΕ: υποτασσόμενη στο σκηνικό που στήνεται, αναζητώντας “μια ενότητα στη δράση της Αριστεράς, σαν πρώτο βήμα στο χτίσιμο του αριστερού πόλου” με αφετηρία το “ενωτικό αριστερό ψηφοδέλτιο” στις εκλογές, κάνει μια όχι εκλογική, αλλά εκλογικίστικη πρόταση, προπαγανδίζει μια αντικινηματική λογική, υποκύπτει στην αντίληψη “εύκολων λύσεων”. Τουλάχιστον αυτό εκτιμούμε, θεωρώντας ότι η πρόταση της ΚΟΕ δεν είναι προσχηματική, δεν είναι ένα πολιτικό πυροτέχνημα, αλλά αντίθετα αποτελεί έναν πραγματικό πολιτικό στόχο που, ανεξάρτητα από την κατάληξή της, φιλοδοξεί να δείξει μια κατεύθυνση που “θα δημιουργήσει καλύτερες προϋποθέσεις για να ακουστεί δυνατά η απαίτηση να αλλάξουν τα πράγματα στη χώρα, στην κοινωνία και φυσικά στην Αριστερά”. Μάλιστα τονίζοντας η Κ.Ο.Ε. ότι “πρέπει να αρχίσουμε από το τελευταίο”, δηλαδή “αλλάζοντας την Αριστερά”, δίνει ένα ακόμα επιχείρημα για να πει κανείς ότι ακριβώς η εκλογικίστικη λογική είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της επίσημης Αριστεράς που η πρόταση της ΚΟΕ κάθε άλλο παρά αντιπαλεύει να αλλάξει στις συνειδήσεις των αριστερών ανθρώπων, στο λαό και στο κίνημα.
“Δικομματισμός” και “ανακούφιση”
Ιδιαίτερα ενισχυτικά για το χαρακτηρισμό “εκλογικίστικη” είναι και όλα τα στοιχεία του περιεχομένου της πρότασης της ΚΟΕ. Τα δύο βασικότερα από αυτά είναι ο πολιτικός στόχος του προτεινόμενου “ενωτικού αριστερού ψηφοδελτίου”, που είναι το “όχι στο δικομματισμό”, και το, ας πούμε, κοινωνικό περιεχόμενο της πρότασης που προσδιορίζεται ως “ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων”.
Κατ” αρχήν δεν θεωρούμε προσπεράσιμο ότι η διατύπωση και η ουσία αυτών των δύο θέσεων-συνθημάτων είναι η ίδια και απαράλλακτη με τα βασικά γνωστά συνθήματα του ρεφορμισμού εδώ και πολλά χρόνια. Τι στ” αλήθεια μπορούν να σημαίνουν αυτά τα συνθήματα; Τι αντίληψη καλλιεργούν στο λαό, ποια σχέση μπορεί να έχουν με την υπόθεση οικοδόμησης κινήματος αγώνων και πολύ περισσότερο μιας μαζικής επαναστατικής Αριστεράς;
Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο σύνθημα. Η πρόταση μιλάει για “ένα πρόγραμμα υπεράσπισης των λαϊκών στρωμάτων, πραγματικής ανακούφισης των εργαζομένων, των αγροτών, της νεολαίας, αποτροπής της κοινωνικής και οικονομικής καταστροφής”. Υποθέτουμε ότι η “καταστροφή” για την οποία γίνεται λόγος αναφέρεται σε μια γενικότερη εκτίμηση για μια επικείμενη δραματική χειροτέρευση των όρων δουλειάς και ζωής του λαού μετά το διαβόητο 2004, στη βάση της κρίσης, της παραρτημοποίησης-εξάρτησης της οικονομίας της χώρας, στη βάση της πολιτικής όλα για το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο που από κοινού υπηρετούν και στηρίζουν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Αν είναι έτσι, τότε από ποιον ζητείται η “αποτροπή” και η “πραγματική ανακούφιση”; Πρόκειται για μια “συμβουλή” προς ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. για να περιορίσουν την ξέφρενη επίθεση; Ή πρόκειται για μια διαχειριστική πρόταση προς το υπό διαμόρφωση “αριστερό ενωτικό ψηφοδέλτιο”; Ή μήπως πρόκειται για κάλεσμα πάλης προς το λαό; Αν είναι το τελευταίο, τότε είναι τουλάχιστον άστοχη η διατύπωση του καλέσματος! Γιατί στο λαό προτείνεις αγώνα για απόκρουση, αντίσταση, ανατροπή μέτρων και πολιτικών. Γιατί ο λαός καλείται να παλέψει για την υπεράσπιση κατακτήσεων και δικαιωμάτων όχι ως εκεί που θα “ανακουφιστεί”(!), αλλά ως εκεί που του επιτρέπουν κάθε φορά οι ταξικοί-πολιτικοί συσχετισμοί. Και καλείται με συνθήματα και θέσεις που αναδεικνύουν τις πραγματικές ταξικές-πολιτικές αντιθέσεις και όχι με διατυπώσεις που υπαινίσσονται τη λογική διεύρυνσης περιθωρίων στην οικονομία και στην κοινωνία ώστε να χωρέσει σε αυτά και μια “λαϊκή ανακούφιση”.
Ταιριαστό σ” αυτό το δεξιάς λογικής σύνθημα περί “ανακούφισης” είναι και το άλλο πολυφορεμένο “όχι στο δικομματισμό”. Επίσης, εδώ και πολλά χρόνια είναι γνωστό ότι ο ρεφορμισμός (ΚΚΕ-ΣΥΝ) έχει προσδιορίσει και αναγάγει το “δικομματισμό” ως το κύριο πολιτικό πρόβλημα που έχει απέναντί του ο λαός. Ομοίως και η πρόταση της ΚΟΕ αναφέρει: “Το πολιτικό ερώτημα είναι: μπορεί να περιοριστεί, να ηττηθεί ο δικομματισμός;” και ταυτόχρονα ανάγει το σύνθημα αυτό σε κεντρικό πολιτικό στόχο του “αριστερού ενωτικού ψηφοδελτίου”. Ομως ο δικομματισμός δεν είναι παρά μια μορφή, ένας τρόπος διακυβέρνησης και ακριβώς γι” αυτό δεν ταυτίζεται με το πολιτικό σύστημα εξουσίας. Ακριβώς γι” αυτό και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες στο παρελθόν και σήμερα υπήρξαν περισσότερα από δύο κόμματα που συμμετείχαν και συνδιαμόρφωναν το παιχνίδι της κυβερνητικής εξουσίας. Τι αποκαλύπτει λοιπόν στο λαό το σύνθημα εναντίωσης στο δικομματισμό; Εξάλλου, ήδη οι εγχώριοι εμπνευστές του το συμπληρώνουν με φράσεις του τύπου “…και όχι στα κεντροδεξιά και κεντροαριστερά σενάρια” γιατί βλέπουν ότι δεν αποκλείεται σε μια επόμενη φάση το ίδιο το σύστημα να περάσει σε μια αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Ομολογούν έτσι και οι ίδιοι οι θιασώτες της αντι-δικομματικής πάλης την αδυναμία του σχήματός τους να περιγράψει και να αποδώσει ικανοποιητικά ακόμη και αυτές τις στενές πολιτικές εξελίξεις, τη μορφή του πολιτικού σκηνικού.
Ωστόσο επιμένουν να κρατούν σαν κύριο το “όχι στο δικομματισμό”, και μπορεί κανείς να αναρωτηθεί σε τελική ανάλυση γιατί δεν τους αρκεί, π.χ., το “όχι στη δεξιά πολιτική” που στοχεύει στο περιεχόμενο και δεν ακυρώνεται από τις πιθανές εναλλαγές στις μορφές διακυβέρνησης. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η ουσία της ρεφορμιστικής-εκλογικίστικης λογικής που εκφράζει το σύνθημα αυτό: για το ρεφορμισμό το πρόβλημα αρχίζει από το ποσοστό που παίρνει στις βουλευτικές εκλογές, και γι” αυτό βρίσκεται εκεί η βάση της λύσης του. Ενα άλλο, μεγάλο ποσοστό -και άρα ο σημαντικός περιορισμός του “δικομματισμού”, δηλαδή των ποσοστών ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ.- “θα ανοίξει το δρόμο” για μια φιλολαϊκή πολιτική, που βέβαια μπορεί να αρχίσει από μέτρα “ανακούφισης” των λαϊκών στρωμάτων. Γι’ αυτό το λόγο είναι βέβαια και “κλειδί” η απλή αναλογική για τις πολιτικές εξελίξεις όπως επίμονα επαναλάμβανε ο Χ. Φλωράκης τις παραμονές του ’89 και όχι μόνο αυτός, όχι μόνο τότε…
Πρόκειται λοιπόν για την κλασική ρεφορμιστική θεώρηση που στο λαό επιφυλάσσει το ρόλο του οπαδού και του ψηφοφόρου των “φιλολαϊκών λύσεων”. Που συγκαλύπτει την ταξικότητα, τους πραγματικούς όρους λειτουργίας και αναπαραγωγής του συστήματος, που αρνείται τον πρωταγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο των μαζών για κάθε διαφοροποίηση-ανατροπή των συσχετισμών. Που τέλος, υιοθετεί την εκλογική διαδικασία όχι ως ακόμη ένα πεδίο αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις του συστήματος, άλλα σαν την κύρια και βασική διαδικασία που στο πλαίσιό της μπορούν “ν” ανοίξουν δρόμοι”, να “γυρίσει η σελίδα”, να, να, να…
“Ευκαιρίες” και πραγματικές δυνατότητες
Στη βάση όλων αυτών μπορεί κανείς να αναρωτηθεί με ποιον τρόπο λογαριάζει η ΚΟΕ να παρέμβει και να αξιοποιήσει τις -υπαρκτές- αντιφάσεις και αδυναμίες που παρουσιάζονται και οξύνονται στα κόμματα και στις δυνάμεις του ρεφορμισμού. Γιατί αυτό το στοιχείο φαίνεται να αποτελεί βασικό στήριγμα στη σκέψη της και στην επιχειρηματολογία της σχετικά με το “πώς τολμά” ένα τέτοιο μεγαλεπήβολο εγχείρημα. Ποια είναι η αιτία λοιπόν που σήμερα η ρεφορμιστική θεώρηση και πολιτική δείχνει περισσότερο έωλη, φαντάζει σαθρή ακόμη και στα μέλη των δυνάμεων αυτών; Μα, ποια άλλη από την ίδια την αντικειμενική κατάσταση, την ένταση της αντιλαϊκής επίθεσης, την κλιμάκωση της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας, που αποδεικνύουν έμπρακτα ότι η καθημερινή ζωή -πολύ περισσότερο η κοινωνία- δεν αλλάζει με τα ρεφορμιστικά φληναφήματα αλλά με μαζικό αγώνα, κίνημα, πάλη. Αν λοιπόν στη βάση των προβλημάτων των ρεφορμιστικών δυνάμεων βρίσκεται η όξυνση της αντίθεσης λαών-ιμπεριαλισμού και εργασίας-κεφαλαίου, τότε σε ποια κατεύθυνση πρέπει να παρέμβει μια δύναμη που επιδιώκει τον απεγκλωβισμό των μαζών και την ανάπτυξη κινήματος; Στην κατεύθυνση που συνηγορεί με τη ρεφορμιστική αντίληψη, στην κατεύθυνση που αντικειμενικά υπερασπίζεται την εκλογικίστικη-αντικινηματική λογική; Ή στην κατεύθυνση της παραπέρα όξυνσης αυτών των αντιθέσεων με όρους μαζικής αντίστασης, πάλης, κινήματος; Με το λαό-ψηφοφόρο ή με το λαό στους δρόμους θα κερδίσει δυνάμεις και θα κάνει βήματα η υπόθεση της πάλης και της επαναστατικής προοπτικής;
Εμείς επιμένουμε ότι για το λαό δεν υπάρχουν “ευκαιρίες” και σίγουρα δεν υπάρχουν “εκλογικές ευκαιρίες” και πάντα αντιταχθήκαμε στο εκλογικό άγχος του ρεφορμισμού. Και όταν το ’93 -σε συνθήκες κινηματικής άπνοιας- προχωρήσαμε στην “από τα πάνω” συγκρότηση της Μαχόμενης Αριστεράς δηλώναμε πως πρόκειται για μια συνειδητά “εκβιαστική” κίνηση για να δώσει αποτελέσματα στο πεδίο της κοινής δράσης, και από τα αποτελέσματα της παρουσίας και της δράσης της δικαιωθήκαμε! Σήμερα, με την κίνηση και τη στάση των μαζών παντού στον κόσμο και στη χώρα σε ένα άλλο, ελπιδοφόρο επίπεδο, είμαστε οι πρώτοι που υποστηρίζουμε ότι υπάρχουν πραγματικές δυνατότητες!
Δυνατότητες για σημαντικά βήματα στην πολιτικοποίηση, στον απεγκλωβισμό μαζών από το σύστημα και από το ρεφορμισμό, δυνατότητες για τη συγκρότηση μαζικών λαϊκών κινημάτων αντίστασης στην αντιλαϊκή λαίλαπα και στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα. Ομως οι δυνατότητες αυτές υπάρχουν μέσα στο κίνημα, σε αναφορά με τα μέτωπα πάλης των μαζών και πουθενά αλλού. Μόνο αν αξιοποιηθούν εκεί μπορούν να εκφραστούν -και πάλι σ” ένα βαθμό- και στο εκλογικό επίπεδο. Μια τέτοια δυνατότητα μας έδωσε ο λαός μας τους προηγούμενους μήνες, όταν βγήκε μαζικά αντιπολεμικά-αντιαμερικανικά-αντιιμπεριαλιστικά στους δρόμους. Και η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σ” αυτό το πεδίο, έθεσε τότε μια σημαντική πρόταση που μεταξύ πολλών άλλων και η ΚΟΕ την “προσπέρασε”! Ηταν μια πρόταση που σε πραγματικές συνθήκες κίνησης μαζών -και όχι στη γυάλα των εκλογών- έθετε στοιχεία και μιας ουσιαστικής παρέμβασης στο ρεφορμισμό. Ανάλογα σήμερα βρίσκονται μπροστά μας μια σειρά πραγματικές δυνατότητες και αναγκαιότητες για το λαό. Η 27η Σεπτέμβρη, η παραπέρα συνέχεια του αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, τα μέτωπα της αντίστασης στην επίθεση, το ζήτημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Σε όλα αυτά είναι που θα επανέλθουμε εμείς και με αυτή τη λογική. Εκεί βρίσκονται οι πραγματικές δυνατότητες και για μας τουλάχιστον εκεί θα γίνει η ουσιαστική προεκλογική προετοιμασία του λαού και των δυνάμεων που αναφέρονται σ” αυτόν.
Οχι στην “εκλογική ομηρία” του κινήματος
Είναι αλήθεια ότι η πρόταση της ΚΟΕ δεν αποτελεί έκπληξη σε σχέση με τα πολιτικά χαρακτηριστικά που η ίδια διαμόρφωσε τουλάχιστον εδώ και κάποιο διάστημα. Το θάμπωμά της από το “ριζοσπαστικό” περιεχόμενο του Φόρουμ που δεν της επιτρέπει ούτε να αναγνωρίσει σε αυτό το περιεχόμενο τα κλασικά σοσιαλδημοκρατικά-ρεφορμιστικά προτάγματα, ούτε να αντιληφθεί πως η στήριξη και η συγκρότησή του Φόρουμ σε παγκόσμιο επίπεδο σπεύδει να προλάβει και να χειραγωγήσει την κίνηση των μαζών και όχι να την προκαλέσει. Η λογική της προβολής-στήριξης προσωπικοτήτων και παραγόντων -που η εμβέλειά τους (πάντα στις εκλογές, πάντα στη λογική της αντιπροσώπευσης!) “υπερβαίνει” την εμβέλεια κομματικών συνδυασμών-, η ίδια η θεώρησή της για τα πράγματα (“παγκοσμιοποίηση”) είναι στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε μια τέτοια λογική, σε μια τέτοια πρόταση.
Ωστόσο το πρόβλημα δεν αρχίζει ούτε τελειώνει στην ΚΟΕ και την πρότασή της. Αυτή απλώς αποτελεί ένα καλό παράδειγμα… προς αποφυγή, μια ξεκάθαρη εκδοχή μιας λανθασμένης λογικής και μιας εκλογικίστικης προσέγγισης της συγκυρίας. Με αυτή την έννοια είναι “σήμα κινδύνου” και απόδειξη πως δεν χωρίζουν σινικά τείχη την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά από τα κόμματα της επίσημης Αριστεράς,, ώστε η πρώτη να είναι απρόσβλητη από τις ασθένειες και τις αμαρτίες της δεύτερης. Αντίθετα, πολλές φορές και σε μια σειρά περιπτώσεις -ίσως όχι τόσο θεαματικά- έχουν μεταφερθεί ιοί σε πολιτικές θέσεις, σε λογικές και πρακτικές από την αριστερή κοινοβουλευτική πτέρυγα προς την εξωκοινοβουλευτική.
Στη σημερινή συγκυρία ο ιός του εκλογικού άγχους μπορεί να εμφανιστεί αρκετά ισχυρός ώστε να “προσπεραστούν” αναγκαιότητες και να ακυρωθούν οι όποιες δυνατότητες συνεννόησης, συντονισμού, κοινής δράσης. Εμείς θα αντιπαλέψουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο! Το θεωρούμε ανάξιο της στάσης, της προσφοράς, των στοχεύσεων όλων μας. Και κυρίως το θεωρούμε αναντίστοιχο με τις πραγματικές ανάγκες του λαού και του κινήματος οι δυνάμεις αυτές να είναι όλο το επόμενο διάστημα όμηροι των εκλογικών και πολιτικάντικων σχεδιασμών της κυβέρνησης -ακόμα χειρότερα, υποταγμένες στις πραγματικές ανάγκες του συστήματος.
Ας επιδιώξουμε λοιπόν συντροφικά να συμβάλουμε στην ανάδειξη και στην προώθηση των πραγματικών μετώπων πάλης της εργατικής τάξης και του λαού.
————
Σημείωση: Τα αποσπάσματα σε εισαγωγικά είναι από την “Αριστερά!” της 6/9/03