Παγκόσμια αναταραχή, επικίνδυνη κατάσταση! Τέτοια είναι η εικόνα του πλανήτη, καθώς τα «πολεμικά ανακοινωθέντα» εναλλάσσονται με τις αναλύσεις-εκτιμήσεις για νέα επερχομένη ύφεση και τα δύο μαζί τροφοδοτούν την πορεία των εντάσεων και των αδιεξόδων. Κύριο στοιχείο αυτής της κατάστασης είναι η παρατεταμένη αδυναμία των ΗΠΑ να διαμορφώσουν συνεκτική στρατηγική τέτοια ώστε να δώσει συγκεκριμένη τροχιά στις εξελίξεις. Με την ηγέτιδα δύναμη του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος να μην κατορθώνει να επιβάλλει όρους, πληθαίνουν οι εκκρεμότητες, τα ανοιχτά και βαλτωμένα μέτωπα και βέβαια αυξάνονται οι όροι παρέμβασης των άλλων ιμπεριαλιστών, ακόμα και τα περιθώρια των περιφερειακών δυνάμεων. Ωστόσο, αυτή η ασάφεια μόνο καθησυχαστική δεν είναι! Η συσσώρευση των εντάσεων και των απειλών δεν είναι σκιαμαχία, αλλά η πραγματική τάση αναζήτησης των απαντήσεων εκεί που το σύστημα ξέρει να τις βρίσκει. Έτσι, οι «καταγγελίες» Νετανιάχου και η απαίτηση του για πόλεμο ενάντια στο Ιράν, όσο και αν είναι «πρώιμες» από την άποψη των όρων και των δυνατοτήτων που υπάρχουν, είναι ταυτόχρονα μια «επίσημη ομολογία» του μαντρόσκυλου των Αμερικάνων για την κατεύθυνση μεγέθυνσης του αιματοκυλίσματος των λαών, στην οποία οι ΗΠΑ θέλουν να πορευτούν. Και από την άλλη οι αναλύσεις που καταγράφουν τη φθορά του δολαρίου και την αδυναμία του να συνεχίζει να παίζει το ρόλο του κύριου παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος πρέπει να διαβαστούν και από τη γεωστρατηγική τους πλευρά. Αυτήν που είτε ως ανησυχία είτε ως εκβιασμός επισημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν θα προλάβουν αν δεν «βιαστούν» στις κινήσεις τους για παγκόσμια κυριαρχία.
Σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, για μια χώρα με τη γεωγραφική θέση και τη διπλή εξάρτηση από την ιμπεριαλιστική Δύση, όπως η Ελλάδα, είναι ευνόητο γιατί υπάρχει τόση αναστάτωση στους κυρίαρχους κύκλους για το επόμενο διάστημα και το πώς οι εξελίξεις θα αποτυπωθούν στο πολιτικό επίπεδο. Πρόκειται βέβαια για την ανησυχία των κέντρων εξουσίας, της κυβέρνησης και των κομμάτων του συστήματος, που εκδηλώνεται με τους όρους που αφορούν τα ταξικά συμφέροντα που αυτοί εκφράζουν και υπηρετούν. Και παραμένει βασικό ζητούμενο να διαμορφωθούν σε στόχους μαζικής πάλης και να εκδηλωθούν επίσης με τους δικούς τους όρους οι ανησυχίες , τα προβλήματα, τα ζητούμενα της άλλης ταξικής πλευράς. Των εργατών, του λαού και της νεολαίας, που δέχονται την πολύχρονη καπιταλιστική επίθεση και απειλούνται από τα νέα κύματά της και ταυτόχρονα απειλούνται από την ιμπεριαλιστική-πολεμική περικύκλωση της περιοχής.
«Η χώρα στα πόδια της»
Μετά την πολύμηνη πολιτική δυσκολία, που άγγιξε και στοιχεία κρίσης, η Γερμανία «επανήλθε» στο ταμπλό των ιμπεριαλιστικών διαγκωνισμών. Και ακριβώς επειδή συνεχίζει βέβαια να έχει τα προβλήματα που έχει στο στρατηγικό-στρατιωτικό επίπεδο έναντι των συμμάχων-ανταγωνιστών της και με τις ΗΠΑ να οξύνουν τον ανταγωνισμό τους με τη Ρωσία, ενώ το Βερολίνο προχωρά στο δεύτερο βόρειο αγωγό αερίου τροφοδοσίας από τη Μόσχα, η γερμανική πολιτική έχει κάθε λόγο να συνεχίσει στην προηγούμενη γραμμή της. Σε αυτήν που υπερασπίζεται την ΕΕ ως γερμανικό οικοδόμημα και δεν κάνει «χάρες» ή συνεννοήσεις για τις χώρες της περιφέρειάς της έναντι της Γαλλίας και των ΗΠΑ. Σε αυτή τη βάση επαναλαμβάνεται ξανά το γνωστό σκηνικό όλων των τελευταίων χρόνων όσον αφορά το λεγόμενο ελληνικό ζήτημα, που είναι κατάλληλο για να σταλούν ευρύτερα μηνύματα. Η πολυπόθητη λοιπόν διευθέτηση του χρέους –και παρόλο που το πρόγραμμα φτάνει …επιτυχώς στο τέλος του- δεν φαίνεται και πάλι στον ορίζοντα και η ελληνική πλευρά παραμένει μετέωρη και εγκλωβισμένη στις αντιπαραθέσεις των τριών «δανειστών» της. Το χρέος που είναι η μία όψη του νομίσματος, με την άλλη να είναι η χρηματοδότηση και οι όροι που θα διαμορφωθούν για αυτήν μετά το τέλος της τρέχουσας δανειακής σύμβασης τον ερχόμενο Αύγουστο. Αυτό το διπλό ζήτημα (χρέος-χρηματοδότηση) είναι το φλέγον ζήτημα για την κυβέρνηση, αλλά και συνολικά για την αστική τάξη. Σε αυτό συμπυκνώνεται το πώς και με τι όρους θα σταθεί και θα στηθεί η λειτουργία του συστήματος στην επόμενη φάση, για την οποία αναζητείται ένας συμβιβασμός των τριών ιμπεριαλιστικών πλευρών (ΗΠΑ-Γαλλία-Γερμανία). Ένας συμβιβασμός που η εξέλιξή του δεν ελέγχεται από την κυβέρνηση, η οποία στην πραγματικότητα περιμένει να δει τι θα της προκύψει.
Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στον αντίποδα των κατασκευών που σερβίρει η κυβέρνηση, αλλά και του καυγά που εξελίσσεται μεταξύ της και της αντιπολίτευσης. Η ουσία λοιπόν είναι μετά το ξεπούλημα-υποθήκευση στους ιμπεριαλιστές κάθε δημόσιου πλούτου και υποδομής της χώρας, μετά την παραπέρα συρρίκνωση της όποιας παραγωγικής δραστηριότητας ακόμα και στον πρωτογενή τομέα (αγροτική-κτηνοτροφική παραγωγή), η Ελλάδα συνολικά παρμένη είναι μια ακόμα πιο φτωχή, πιο αδύναμη, πιο παρατημοποιημένη και εξαρτημένη από τους ιμπεριαλιστές χώρα. Αυτή είναι η βασική αλήθεια που φαίνεται και από τα επίσημα στοιχεία (ΑΕΠ κ.α.) και που δεν μπορεί να διαστραφεί από την ταξική (του συστήματος) επιτυχία των τερατωδών πλεονασμάτων που δεν είναι παρά τα μεγέθη της ληστείας των λαϊκών μαζών. Και αυτή η βασική αλήθεια σημαίνει ότι η οικονομία της χώρας θα ζει με δανεικά, θα στηρίζεται ακόμα περισσότερο στο δανεισμό από όσο στηριζόταν ως σήμερα! Αλλά και οι επιδιώξεις–φιλοδοξίες της αστικής τάξης να γίνει η χώρα κόμβος των δικτύων ενέργειας –πέρα από το τι σημαίνει από γεωπολιτική και «πολεμική» σκοπιά αυτή η επιδίωξη- είναι μια ομολογία αυτής της οικονομικής και παραγωγικής υποβάθμισης. Είναι ομολογία παραίτησης από την παραγωγική διαδικασία, ομολογία ενίσχυσης των «ατζέντικων» χαρακτηριστικών της αστικής τάξης.
Το πιο μεγάλο λοιπόν παραμύθι της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –που ουσιαστικά εν χορώ επαναλαμβάνουν η ΝΔ και οι υπόλοιποι του συστήματος- είναι ότι η χώρα αυτά τα χρόνια της μνημονιακής λαίλαπας κατάφερε να απαντήσει τα βασικά της προβλήματα και έχει δημιουργήσει τους όρους «για να σταθεί στα πόδια της». Αυτό το αντιδραστικό παραμύθι είναι από τη μια ένας ύμνος στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση και ταυτόχρονα η εκδήλωση της ικανοποίησης της αστικής τάξης και του ντόπιου κεφαλαίου για όσα χτυπήματα κατάφερε όλα αυτά τα χρόνια στις κατακτήσεις και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και του λαού.
Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να σταθεί πράγματι η χώρα στα πόδια της και αυτός βρίσκεται στην αντίθετη πολιτική κατεύθυνση από αυτήν που «διδάσκει» και επιβάλλει το σύστημα της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης. Να πάρει ο λαός, με την εργατική τάξη στην ηγεμονία αυτής της πορείας και της πάλης, τις τύχες της χώρας στα χέρια του.
Ο «διχασμός» του ΣΥΡΙΖΑ
Το πραγματικό φόντο λοιπόν της εκλογολογίας που ανθεί, με τα σενάρια να αναφέρονται σε …κάθε χρονική περίοδο από τώρα ως το φθινόπωρο του 2019, έχει ακριβώς να κάνει με τα ρευστά και αδιευκρίνιστα των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και συμβιβασμών. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όντας κυβέρνηση, αναζητεί και προσδοκά να του δώσουν μια ικανοποιητική συμφωνία με την οποία θα μπορεί να παρουσιαστεί ως η πιο πετυχημένη …μνημονιακή δύναμη. Αυτή που τα πήγε καλύτερα από όλους στα πλεονάσματα και τις αξιολογήσεις, στην επιβολή δηλαδή της καταιγίδας των αντιλαϊκών μέτρων και γι’ αυτό κατόρθωσε στο τέλος να πάρει –για λογαριασμό της αστικής τάξης- μια «καλή συμφωνία» για χρέος-χρηματοδότηση. Μια συμφωνία που στο λαό θα την παρουσιάσει στη συνέχεια των αντιδραστικών μύθων που σήμερα κυκλοφορούν τα κυβερνητικά επιτελεία και τα παπαγαλάκια τους. Ότι δηλαδή είναι η βάση πάνω στην οποία θα χτίσει τη «νέα Ελλάδα», αυτή που δεν θέλει και δεν μπορεί να χτίσει το «παλιό πολιτικό σύστημα της διαφθοράς και της διαπλοκής».
Αυτή είναι η γραμμή με την οποία θέλει ο Τσίπρας και οι συν αυτώ να πάει στις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ, διεκδικώντας τον περιορισμό των μεγάλων απωλειών που καταγράφονται στα γκάλοπ και σε κάθε περίπτωση διεκδικώντας να παραμείνει βασική δύναμη των μετεκλογικών εξελίξεων. Είναι η γραμμή που αντιστοιχεί και στη διαμόρφωση που κατέκτησε όλα αυτά τα κυβερνητικά χρόνια ως δύναμη του συστήματος, η γραμμή της «ήρεμης δύναμης», που βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Σε αυτόν τον κυβερνητικό σχεδιασμό, που θέλει να κρατήσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως βασική πολιτική δύναμη, εντάσσεται και το ζήτημα των εκλογών της λεγόμενης τοπικής αυτοδιοίκησης, στις οποίες με το εργαλείο της απλής αναλογικής και με βοήθειες από τους «αριστερούς μεταβατικούς» ευελπιστεί να χτυπήσει τα «κάστρα» του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ελέγχει τη βασική προϋπόθεση αυτού του σχεδιασμού, την «καλή συμφωνία» που προσδοκά να πάρει από τους ιμπεριαλιστές. Γι’ αυτό το λόγο στο κυβερνητικό στρατόπεδο υπάρχει ένας «διχασμός», μια αναζήτηση εναλλακτικής γραμμής, στο βαθμό που δεν θα ευοδώνεται αυτή η προϋπόθεση. Εξετάζεται δηλαδή το ενδεχόμενο να χρειαστεί να βγει στην επιφάνεια με κάποιο τρόπο και ως ένα βαθμό ο «απείθαρχος» ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός που π.χ. δεν θα συναινεί στην τόσο μεγάλη νέα μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου ενώ δεν του δίνουν μια εύσχημη συμφωνία για το χρέος, αυτός που δεν σέρνεται «σε ένα νέο κύκλο λιτότητας» (όπως κάνει το «παλιό πολιτικό σύστημα») χωρίς δεσμεύσεις από τους δανειστές για τα βασικά ζητήματα της χώρας…
Στη βάση αυτού του «διχασμού» είναι που διατηρείται και αναπαράγεται η κατάσταση σχεδόν διαρκούς εκλογικής ετοιμότητας στο κυβερνητικό κόμμα, η οποία φυσικά αντανακλάται ανάλογα και σε όλες τις άλλες δυνάμεις. Το τι από όλα αυτά ή ποιος συνδυασμός τους θα προκύψει και θα «επιτραπεί» τελικά θα το κρίνουν βέβαια οι ευρύτερες εξελίξεις. Εξελίξεις που ένα μέρος τους είναι αυτές που αφορούν την οικονομική ας πούμε πλευρά των σχέσεων της αστικής τάξης με τους πάτρωνες της ιμπεριαλιστές. Ας μην ξεχνάμε ότι παράλληλα τρέχουν όλα τα ζητήματα της περιοχής, στα οποία εμπλέκεται η χώρα και τα οποία επίσης διαμορφώνουν ακόμα και καθοριστικά τις πολιτικές εξελίξεις. Από τα Βαλκάνια, με το ζήτημα της πΓΔΜ να δείχνει μπλοκαρισμένο, ως τα ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό και τις εξελίξεις στο θερμό πεδίο της Συρίας-Μ. Ανατολής.
Να οικοδομηθούν απαντήσεις στο κίνημα
Οι απαντήσεις από το λαό και για λογαριασμό του λαού απέναντι σε όλα αυτά σε ένα πεδίο μόνο μπορούν να οικοδομηθούν: στο πεδίο της μαζικής πάλης, στο πεδίο του κινήματος και των αγώνων. Των αγώνων που θα αντιστέκονται στην καπιταλιστική επίθεση και θα διεκδικούν, των αγώνων που θα τα βάζουν με τον ιμπεριαλισμό, την εξάρτηση και τον πόλεμο και θα κινούνται στην κατεύθυνση συγκρότησης Μετώπου των Λαών απέναντι στους μεγάλους κινδύνους που απειλούν την περιοχή.
Δεν παραγνωρίζουμε ασφαλώς τη μεγάλη υποχώρηση-αποσυγκρότηση του εργατικού λαϊκού κινήματος, της ίδιας της εργατικής τάξης, που αποτελούν έκφραση και συνέπεια της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος και των δεκαετιών κυριαρχίας της γραμμής της ταξικής συνεργασίας και της υποταγής στον ιμπεριαλισμό και στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης.
Δεν την παραγνωρίζουμε αυτή την κατάσταση, αλλά δεν την κάνουμε «θέση»! Παλεύουμε για τη διαμόρφωση όρων μιας αντίστροφης πορείας, γιατί μόνο σε μια τέτοια αντίστροφη πορεία τροποποίησης και ανατροπής των σημερινών συσχετισμών υπάρχει ελπίδα και διέξοδος για τους εργάτες και το λαό!
Σε αυτή τη βάση, αν από τη μια δεν αποτελεί διέξοδο η διαμόρφωση των «μεταβατικών» ιδεολογημάτων που θέλουν να «ταιριάξουν» τους σημερινούς συσχετισμούς με μια υποτιθέμενη «ριζοσπαστική διέξοδο», άλλο τόσο δεν αποτελεί διέξοδο μια πολιτική αναπαραγωγής του εαυτού του που ακολουθεί η ηγεσία του ΚΚΕ. Η δύναμη δηλαδή που εδώ και δεκαετίες πρωτοστάτησε στην προώθηση της γραμμής της υποταγής και της ουράς στο σύστημα, αλλά και σήμερα έχει τη βασική ευθύνη για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Όχι μόνο με τις (μη) επιλογές της στο πεδίο του κινήματος που άνοιξαν το δρόμο στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με όλη τη γραμμή και την πολιτική της πρακτική το τελευταίο διάστημα. Μια γραμμή που προπαγανδίζει το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» (751 ευρώ) και στοιχίζεται πίσω από τα αστικά κηρύγματα για την «επιθετική Τουρκία» και τους «αλυτρωτισμούς της πΓΔΜ». Μια πολιτική που επαναφέρει σε συνεδριακή θέση τη θεώρηση του κράτους ως πεδίο ταξικής πάλης και στα κατασταλτικά χτυπήματα του κράτους αναζητά το …παρακράτος και όχι την πολιτική του συστήματος και της κυβέρνησής του. Μια πρακτική που εξαντλείται στην κινητοποίηση του στενού δυναμικού της, μακριά από το λαό και από κάθε έστω και υποψία συντονισμού και κοινής δράσης με άλλες δυνάμεις. Αυτή η πολιτική, είτε έχει είτε δεν έχει εκλογική επιτυχία, δεν αποτελεί πολιτική απελευθέρωσης των μαζών, πολιτική που συγκροτεί απαντήσεις και δυνάμεις στην κατεύθυνση της αντίστασης της διεκδίκησης και της επαναστατικής προοπτικής.
Η απάντηση λοιπόν στην υποχώρηση δεν μπορεί να γίνει με τα ιδεολογήματα του ρεβιζιονισμού–ρεφορμισμού που είναι κατασκευές δικαιολόγησης της πολιτικής γραμμής του συμβιβασμού και της υποταγής. Απαιτεί γραμμή αποκάλυψης και αντιπαράθεσης με το σύστημα και απαιτεί καθημερινά στη βάση αυτής της γραμμής συγκρότηση δυνάμεων αντίστασης και πάλης.