Κάθε άλλο παρά ευοίωνα δείχνει να εξελίσσεται η κατάσταση στην περιοχή, που έχει γίνει ένα από τα πιο σημαντικά πεδία του άγριου ανταγωνισμού των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του πλανήτη (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, ΕΕ) και με τις ΗΠΑ να πρωτοστατούν σ΄αυτόν, επιχειρώντας να την εντάξουν στις στρατηγικές τους επιδιώξεις. Μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο εντάσσονται τόσο η κινητικότητα με στόχο μια φιλοϊμπεριαλιστική λύση του Κυπριακού όσο και η συνεχιζόμενη ελληνοτουρκική ένταση.
Τριμερής στο Βερολίνο: «αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά»;
Τελικά δεν διαψεύστηκαν όσοι κρατούσαν μικρό καλάθι για την τριμερή συνάντηση του Γ.Γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες με τους Νίκο Αναστασιάδη και Μουσταφά Ακιντζί στο Βερολίνο. Πριν από τη συνάντηση ο κύπριος πρόεδρος σε συνομιλία του με τον πρώην ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Μεχμέτ Αλί Ταλάτ χαρακτήρισε την τριμερή «τζάμπα έξοδα». Κάτι που δεν διέψευσε αλλά έσπευσε να δικαιολογήσει ως αποτέλεσμα της αρνητικής στάσης του τούρκου ΥΠΕΞ, Μ. Τσαβούσογλου, κάτι που μόνο εν μέρει είναι αλήθεια διότι τόσο η ελληνοκυπριακή όσο και η ελληνική πλευρά είναι πολύ προβληματισμένες για το είδος και τα μεγέθη των συμβιβασμών στους οποίους καλούνται να συναινέσουν. Το ίδιο και η Τουρκία, που θεωρεί πως η «λύση» που προωθείται αδυνατίζει την επιρροή της στο νησί, ενώ και η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν θέλει να «σκαλιστεί» το όλο θέμα πριν από τις εκλογές του Απριλίου στα κατεχόμενα.
Η Βρετανία και λόγω ΒΡΕΧΙΤ προτιμά κι αυτή τη μεταφορά στο μέλλον, ενώ απαιτεί να διασφαλιστούν όλα τα «δικαιώματά» της (βάσεις). Βέβαια, όλοι τους κρύβουν πίσω από τακτικές δυσκολίες τις αντιθετικές τους επιδιώξεις. Παρ’ όλα αυτά και για λόγους που έχουμε εξηγήσει πολλές φορές, οι Αμερικάνοι μέσω του Γκουτέρες, και όχι μόνο, έχουν εντείνει τις πιέσεις με στόχο την πλήρη επικυριαρχία στο νησί, είτε με την επιβολή μιας ιμπεριαλιστικής διχοτομικής λύσης είτε με τη σταδιακή ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στις αμερικανοΝΑΤΟϊκές δομές. Και με τους γερμανούς και γάλλους ιμπεριαλιστές μέσα σ” όλο αυτό το σκηνικό να προσπαθούν εναγωνίως να βρουν κανάλια αναβάθμισης της επιρροής τους στο νησί.
Η τελική δήλωση που συνέταξε ο Γκουτέρες εμπεριέχει τη φράση «αυτό το στάτους κβο δεν είναι βιώσιμο», που αποτέλεσε και τον διπλωματικό μοχλό πίεσης στις δύο ελίτ του νησιού αλλά και στις δύο αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας, στέλνοντας έτσι το μήνυμα πως το στρίμωγμα θα συνεχιστεί. Αυτό δείχνουν και οι συνεχείς αναφορές στην ένταση που επικρατεί στην Ανατολική Μεσόγειο (μαστίγιο) αλλά και στον πολλαπλασιασμό των κερδών από μια από κοινού εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων (καρότο). Από κει και πέρα, όμως, η ανακοίνωση, που είναι διανθισμένη με αναφορές στις συμφωνίες και στα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, δεν αποτελεί παρά μια επανάληψη των διατυπωμένων θέσεων του ΟΗΕ. Έτσι, οι δύο ηγέτες επιβεβαίωσαν την αποφασιστικότητά τους να επιτύχουν μια λύση στη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (η διχοτομική λύση που προωθείται εδώ και δεκαετίες). Το επιπλέον που σύμφωνα με την ανακοίνωση «καταχτήθηκε» είναι πως οι δύο ηγέτες επιβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους στην Κοινή Διακήρυξη της 11ης Φεβρουαρίου του 2014 και στο πλαίσιο των έξι σημείων που παρουσίασε ο Γκουτέρες στις 30 Ιουνίου του 2017. Δηλαδή βρισκόμαστε στο σημείο που οι συνομιλίες στο Κραν Μοντανά κατέρρευσαν και με τα επίδικα να είναι τα ίδια:
Ένα σημαντικό ζήτημα αφορά την κατάργηση του καθεστώτος των εγγυητριών δυνάμεων και της αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων στα οποία, πέρα από την Τουρκία, και η Βρετανία κοντράρει παρασκηνιακά. Ένα δεύτερο ζήτημα αφορά το «εδαφικό», το περουσιακό και την επιστροφή των προσφύγων. Σ’ αυτό υπάρχουν επίσης ενστάσεις από την τουρκοκυπριακή πλευρά. Εξίσου σημαντικό είναι το κεφάλαιο της «πολιτικής ισότητας», που περιλαμβάνει την εκ περιτροπής προεδρία και τη λειτουργία της κοινής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, πράγμα που σχετίζεται με την «μία» τουρκοκυπριακή ψήφο-βέτο στο Υπουργικό Συμβούλιο και σε 10 εκτελεστικά όργανα του ομοσπονδιακού κράτους, με την ελληνοκυπριακή πλευρά να εγείρει σημαντικές διαφωνίες.
Όλα τα προηγούμενα δεν αντανακλούν παρά το γεγονός πως προωθείται μια λύση βασισμένη στην αλληλοκαχυποψία και στην αλληλοϋπόβλεψη, μια λύση που βαθαίνει τη διχοτόμηση και τις διαιρετικές πολιτικές, μια λύση με πραγματικό ζητούμενο το βάθεμα του ελέγχου του νησιού από τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές.
Το ότι τελικά ούτε ημερομηνία για μια ενδεχόμενη σύγκληση μιας άτυπης πενταμερούς (Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι και οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας) δεν κατορθώθηκε να βρεθεί δεν προδικάζει ευοίωνες εξελίξεις για την Κύπρο!
Οι δηλώσεις Μπερνς και τα πραγματικά ζητήματα
«Λυπάμαι που το λέω, αλλά αν η Ελλάδα χρειαστεί τη στήριξη των ΗΠΑ σε ένα θερμό επεισόδιο με την Τουρκία, δεν νομίζω ότι θα την έχει από τον πρόεδρο Τραμπ». Μεγάλη δημοσιότητα δόθηκε από τα εγχώρια ΜΜΕ στις παραπάνω δηλώσεις, που συνοδεύτηκαν από μια αιχμηρή τοποθέτηση που σαφώς διαχώριζε τη στάση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου από αυτήν του Τραμπ, του πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στη χώρα μας, Νίκολας Μπερνς. Σίγουρα στις δηλώσεις αυτές εμπεριέχεται και η πλευρά της τωρινής θέσης του Μπερνς, ως ενός από τους διαμορφωτές της προεκλογικής εκστρατείας του Τζο Μπάιντεν για το χρίσμα των Δημοκρατικών και εν δυνάμει αντιπάλου του Τραμπ. Ωστόσο, το κρίσιμο ζήτημα, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η αστική τάξη τις υποδέχθηκε με προβληματισμό και ανησυχία, απηχούν ουσιαστικές πλευρές μιας βασικής αλήθειας. Ότι, δηλαδή, παρά το γεγονός πως η ελληνική αστική τάξη συνεχίζει ακάθεκτη να δίνει γη, θάλασσα και αέρα στους αμερικανοΝΑΤΟϊκούς φονιάδες, μετατρέποντας τη χώρα σε ορμητήριο ενάντια σε λαούς και ανταγωνιστές των ΗΠΑ, όχι μόνο δεν πρέπει να ελπίζει σε μια ευνοϊκή σε σχέση με την Τουρκία θέση, αλλά κινδυνεύει να μετεωρίζεται παρέα με τις μωροφιλοδοξίες της έναντι της ανταγωνίστριας αστικής τάξης. Αυτό βέβαια δεν αφορά μόνο τον Τραμπ και τη διοίκησή του, αλλά συνολικά τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό που απέναντι και στις δύο εξαρτημένες αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας λειτουργεί με μόνο γνώμονα την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη προώθηση των συμφερόντων του, κρατώντας ισορροπίες και αναπαράγοντας με το καλό ή με το ζόρι τον επικυριαρχικό του ρόλο.
Οι ανησυχίες της ντόπιας αστικής τάξης μεγαλώνουν γιατί γνωρίζει πως για τις ΗΠΑ αποτελεί προτεραιότητα η αποκατάσταση των τραυματισμένων στρατηγικών σχέσεών τους με την Τουρκία. Άρα, πως οι τριμερείς συνεργασίες με Κύπρο-Ισραήλ-Αίγυπτο έχουν σαν επιμέρους αλλά σημαντική στόχευση την πίεση προς την τούρκικη ηγεσία για περιορισμό στο ελάχιστο των αποκλίσεών της. Πολύ περισσότερο που η Τουρκία, παράλληλα με τη διαπραγμάτευση που κάνει με τις ΗΠΑ και τις κινήσεις με τα γεωτρύπανα στα ανοιχτά της Κύπρου, το τελευταίο διάστημα έχει εντείνει και τις προσπάθειες να αντιμετωπίσει τις εν λόγω τριμερείς με τη διαμόρφωση ενός πλέγματος περιφερειακών συμμαχιών και ανταγωνιστικών προς την Ελλάδα σχημάτων, με τη Λιβύη, το Λίβανο και με την Παλαιστινιακή Αρχή, έστω και αν γνωρίζει πόσο εύθραυστες μπορεί να είναι συμφωνίες με περιπτώσεις όπως οι παραπάνω. Ενώ φανερά πιέζει την εδώ ηγεσία μέσω της εργαλειοποίησης των προσφυγικών ροών και κατηγορώντας την ελληνική ηγεσία για «κακομεταχείριση των προσφύγων».
Έτσι μπορούν να εξηγηθούν οι υψηλοί τόνοι του Προκόπη Παυλόπουλου και του Μητσοτάκη, που ανταπέδωσαν τις κατηγορίες για κακομεταχείριση των προσφύγων (αλληλοαποκαλύπτονται!) και κατήγγειλαν «την ωμή παραβίαση του διεθνούς δικαίου εκ μέρους της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή και στα ελληνοτουρκικά».