Οι αστικές τάξεις της Ευρώπης, η μία μετά την άλλη, ανοίγουν την συζήτηση για την θεμελίωση νέων μέτρων ελέγχου και καταστολής. Ειδικά στην Γερμανία, η πρόσφατη επίθεση με φορτηγό ενάντια σε πολίτες στο Βερολίνο πυροδότησε εκ νέου τη συζήτηση για τα «μέτρα ασφάλειας». Ο Γερμανός υπουργός εσωτερικών Τόμας Ντε Μεζιέρ, προερχόμενος από το κυβερνόν κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών, έχει ανακοινώσει ήδη από το καλοκαίρι σειρά πρωτοβουλιών, με αφορμή τις τότε επιθέσεις σε Γαλλία, Βέλγιο και Γερμανία.
Η κύρια συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα της «συγκέντρωσης και επεξεργασίας των πληροφοριών» σε εθνικό και πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η δέσμη μέτρων του Ντε Μεζιέρ στοχεύει φαινομενικά στις παθογένειες της γερμανικής γραφειοκρατίας, οι οποίες φυσικά δεν είναι αμελητέες. Πρώτα από όλα, ο Ντε Μεζιέρ θέλει να υπαχθεί ο έλεγχος της υπηρεσίας πληροφοριών στην κεντρική κυβέρνηση, καθώς θεωρεί ότι η υπαγωγή της στις κυβερνήσεις των κρατιδίων ευνοεί την διασπορά των πληροφοριών. Ίσως όχι άδικα για λογαριασμό των αναγκών της γερμανικής αστικής τάξης. Πρέπει όμως ταυτόχρονα να συνεκτιμηθεί, ότι πίσω από τις εκάστοτε δημόσιες δηλώσεις για καλύτερο «συντονισμό των αρμόδιων υπηρεσιών εντός της ΕΕ», κρύβεται η επιδίωξη του γερμανικού (ή και γαλλικού) ιμπεριαλισμού να απλώσει το δίκτυο πληροφοριών του σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Και η δημιουργία μιας ισχυρής, κεντρικής υπηρεσίας πληροφοριών για την Γερμανία δεν είναι καθόλου άσχετη ούτε με την ενδοϊμπεριαλιστική κόντρα και τις εκτεταμένες παρακολουθήσεις από την αμερικανική NSA, ούτε με την γερμανική επιδίωξη για στρατιωτικό επανεξοπλισμό. Ο τομέας των μυστικών υπηρεσιών είναι κομβικός όταν έχεις τέτοιου είδους προβλήματα και επιδιώξεις.
Μιας και μιλήσαμε για τον στρατό, είναι η δική του ανάμιξη που προωθείται για την αντιμετώπιση των «απειλών», όταν οι αστυνομικές μονάδες δεν θα μπορούν να ανταπεξέλθουν. Η άμεση ανάμιξη του στρατού στον πολιτικό κατασταλτικό μηχανισμό είναι δυστυχώς ένα δεδομένο για τους λαούς της Ευρώπης. Σε Γαλλία, Βέλγιο και Ιταλία, οι στρατιωτικές περιπολίες είναι πλέον συνηθισμένο φαινόμενο. Και εάν στην Ελλάδα υπάρχουν ειδικές αγκυλώσεις λόγω του στρατιωτικού πραξικοπήματος, στην κεντρική Ευρώπη η κατάσταση θυμίζει όλο και περισσότερο μεσοπόλεμο. Η άμεση εμπλοκή του στρατού στην Γερμανία ακόμα δεν είναι θεσμοθετημένη και ίσως απαιτήσει συνταγματικές αλλαγές (όπως και τα περισσότερα προτεινόμενα μέτρα).
Η όλη συζήτηση φυσικά διεξάγεται στον φόντο της γερμανικής μεταναστευτικής πολιτικής και ειδικά πάνω στο ζήτημα του ασύλου και των απελάσεων. Η συζήτηση αυτή, που όπως θα δούμε έχει λάβει κεντρική προεκλογική διάσταση στην Γερμανία, αφορά μακρόπνοους σχεδιασμούς του γερμανικού κεφαλαίου. Είναι γνωστή η προτροπή των Γερμανών βιομηχάνων να «εισαχθούν» πρόσφυγες-εργάτες στην Γερμανία, επιθυμία που αποτυπώθηκε στη μέχρι πρόσφατα ελαστική πολιτική ασύλου και στη χαλαρή τήρηση της συνθήκης Σένγκεν. Όπως αποκαλύφθηκε ήδη με την συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό, η Γερμανία σκοπεύει να μετατρέψει την Ελλάδα και άλλες βαλκανικές χώρες σε αποθήκες εν δυνάμει εργατικού δυναμικού. Αυτό το εργατικό δυναμικό ελέγχεται από τη γερμανική αστική τάξη μέσω της διαδικασίας χορήγησης ασύλου. Και αν οι βαλκανικές χώρες προορίζονται να λειτουργήσουν ως κυματοθραύστης, μέσα στην ίδια την Γερμανία προωθούνται συγκεκριμένα μέτρα για τις μαζικές απελάσεις, οι οποίες θα συμβαίνουν κάτω από τον μανδύα της λεγόμενης «παραβατικότητας» και της «δημόσιας απειλής». Ο Ντε Μεζιέρ πρότεινε να μεταφερθεί από τα κρατίδια στην κυβέρνηση η ευθύνη των απελάσεων. Το συγκυβερνόν Χριστιανοκοινωνικό κόμμα έχει προτείνει ετήσιο όριο 200 χιλιάδων προσφύγων τον χρόνο, ως προϋπόθεση για την κοινή κάθοδο στις εκλογές.
Η έννοια της «παραβατικότητας» δεν θεμελιώνεται μόνο σε επίπεδο φακελώματος και παρακολούθησης. Χρειάζεται και η ιδεολογική επίθεση από την πλευρά του συστήματος. Μπορούμε εδώ να θυμηθούμε την υπόθεση με τις σεξουαλικές επιθέσεις στην Κολωνία, που αποδόθηκαν συλλήβδην στους πρόσφυγες, χωρίς όμως αυτό να τεκμηριωθεί από στοιχεία. Η υπόθεση της επίθεσης στο Βερολίνο γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή, αν ο αναγνώστης αναλογιστεί το γεγονός ότι αρχικά συνελήφθη χωρίς στοιχεία ως δράστης ένας πακιστανός πρόσφυγας που πέρασε από κέντρα κράτησης, για να αφεθεί ύστερα ελεύθερος. Οι έρευνες(;) των αρχών ύστερα επικεντρώθηκαν στον Τυνήσιο Αμρί, ο οποίος τελικά εκτελέστηκε από την ιταλική αστυνομία.
Σύμφωνα λοιπόν με δημοσιεύματα (Suddeutsche Zeitung κ.α.), ο Αμρί ήτανε διπλά φακελωμένος από τις μαροκινές και γερμανικές μυστικές υπηρεσίες για διασυνδέσεις με το Ισλαμικό Κράτος, και μάλιστα πρόσφατα εξετάστηκε η απέλασή του. Παρουσιάζεται το επαναλαμβανόμενο φαινόμενο οι δράστες αυτών των επιθέσεων να είναι γνωστοί στην αστυνομία, και να εντοπίζονται σχετικά εύκολα λίγες μέρες μετά τις επιθέσεις για να εκτελεστούν σε «ανταλλαγή πυρών». Κανείς ύποπτος ακόμα δεν έχει παραπεμφθεί σε δίκη. Η πρακτική αυτή, πέρα από το ότι καθιερώνει μια ιδιότυπη θανατική ποινή χωρίς δίκη, γεννά και άλλου είδους υποψίες. Ειδικά όταν αναφερόμαστε για ένα δίκτυο ισλαμικών κοινοτήτων και οργανώσεων όπου οργιάζουν οι μυστικές υπηρεσίες κάθε χώρας. Οι σέχτες αυτές απευθύνονται σε απελπισμένους και καταπιεσμένους ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν κανένα μέσο ή διάθεση να ελέγξουν την πραγματική ταυτότητα και πρόθεση αυτών που καθοδηγούν τις επιθέσεις. Μέσα σε αυτό το τοπίο, οι οργανώσεις αυτές έχουν μετατραπεί σε όργανα εξυπηρέτησης κάθε είδους επιδίωξης.
Επιστρέφοντας στα προτεινόμενα μέτρα: ακόμα και εάν δεν μπορούν να εφαρμοστούν άμεσα λόγω συνταγματικών διατάξεων, η προώθησή τους από το πιο «θεσμικό» κόμμα που βρίσκεται στην κυβέρνηση της ηγέτιδας δύναμης στην ΕΕ, έχει πολιτική σημασία που ξεπερνά τα όρια των συσχετισμών στο γερμανικό κοινοβούλιο. Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης έχει επιβληθεί σε μια σειρά χώρες της κεντρικής Ευρώπης αλλά και στην Τουρκία, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό περιβάλλον φασιστικοποίησης και καταστολής για τους λαούς της Ευρώπης. Οι ιμπεριαλιστικές ελίτ της ΕΕ βρήκανε, ή ίσως και δημιουργήσανε, μια χρυσή ευκαιρία για να βάλουν στον γύψο τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, σε μια συγκυρία όπου το μίσος των λαών για την πολιτική τους γεννά λαϊκά κινήματα. Το κράτος έκτακτης ανάγκης που έχει απλωθεί σαν μαύρο σύννεφο πάνω από τους λαούς της Ευρώπης, δήθεν για να τους προστατέψει, σύντομα θα στραφεί εναντίον τους. Και θα τεθεί στην υπηρεσία της προώθησης των νέων αντιλαϊκών και αντεργατικών μέτρων που σπέρνουν από άκρη σ’ άκρη την εξαθλίωση.
Ειδικά στην Γερμανία, και ειδικά για το κομμουνιστικό κίνημα, οι εξελίξεις αυτές ήρθανε σε μια κρίσιμη στιγμή. Οι 18 επαναστάτες αγωνιστές της ΑΤΙΚ δικάζονται αντιμετωπίζοντας ολόκληρο το υπάρχον αντικομμουνιστικό κατασταλτικό πλαίσιο. Η δικογραφία είναι γεμάτη παρακολουθήσεις τηλεφώνων, ατομικών σημειώσεων και πολιτικών διαδικασιών, για να τεκμηριωθεί η οργανωτική συσχέτιση με το TKP/ML που θεωρείται «τρομοκρατική οργάνωση». Η σύλληψη και απέλασή τους προετοιμάστηκε και εκτελέστηκε από μια σειρά χώρες, ανάμεσα τους και η Ελλάδα, αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα που έδινε η λεγόμενη «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία, η οποία θεσπίστηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Η δίκη της ΑΤΙΚ είναι μια ζωντανή απόδειξη, μια εικόνα από το μέλλον, για το πώς και ενάντια σε ποιους θα εφαρμοστούν οι τρομοϋστερικές διατάξεις. Από ποιον τελικά θα έπρεπε να φυλάγονται πρώτα οι πολίτες της Ευρώπης;
ΚΚ