Στις 3/7 ο Τραμπ επισκέπτεται το Λονδίνο, για δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο (η πρώτη τον Ιούλιο του 2018), εν μέσω πολιτικού χάους και με την Μέι να έχει ήδη ανακοινώσει την παραίτησή της από την πρωθυπουργία. Αυτή τη φορά, η επίσκεψη ήταν τριήμερη, επίσημη, και αρκετά περίεργη. Το ότι συνέπεσε με τη 75η επέτειο της απόβασης στη Νορμανδία, λίγη σημασία έχει, μιας και αυτές οι γιορτές έχουν πλέον ξεθωριάσει σημαντικά. Βέβαια, εκεί συνάντησε τον Μακρόν, και αυτό έχει τη σημασία του, όπως και η επίσκεψη στην Ιρλανδία, με την οποία έκλεισε τη μικρή ευρωπαϊκή περιοδεία του.
Το πολιτικό γίγνεσθαι στην Ευρώπη περιστρέφεται τα τελευταία τρία χρόνια γύρω από το Brexit. Και αυτή η επίσκεψη, που είχε προγραμματιστεί τον περασμένο Απρίλη, είχε σχεδιαστεί σε διαφορετικό πλαίσιο. Ο βασικός στόχος σχετιζόταν με τη «πρόθεση στήριξης» των ΗΠΑ προς τη Βρετανία, μετά την αποχώρησή της από την ΕΕ. Αλλά αυτό δεν συνέβη και η κατάσταση στη Βρετανία έχει μεταβληθεί σημαντικά. Η αλλαγή περιεχομένου αυτής της επίσκεψης επιβάλλει νέο πλαίσιο, καθορίζοντας ίσως και τη μελλοντική ατζέντα.
H συνέντευξη Τύπου των Μέι και Τραμπ τα είχε όλα: αμοιβαίες φιλοφρονήσεις, αναγνώριση διαφωνιών αλλά και αναφορές στην ιδιαίτερη σχέση των δύο χωρών και στους κοινούς στόχους για το ΝΑΤΟ. Ως προς αυτό, ο Τραμπ επανέλαβε ότι: «αναμένουμε οι σύμμαχοί μας να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους… για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του σήμερα»,… και κατέληξε ότι «δεν έχουν άλλη επιλογή»! Τέλος, διαβεβαίωσε τη Μέι ότι θα υπάρξει «μία καταπληκτική εμπορική συμφωνία με τη Βρετανία», πλην όμως οτιδήποτε έχει σχέση με την οικονομία θα είναι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, ακόμα και το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS). Προϋπόθεση όλων είναι το Brexit, που όπως είπε ο Τραμπ «θα συμβεί, αν και θα έπρεπε να έχει συμβεί!». Και συνέχισε με διάφορες παραινέσεις με το δικό του -αντιδιπλωματικό- τρόπο, για το πώς το εννοεί αυτό. Δήλωσε πως «η Βρετανία πρέπει να αρνηθεί να πληρώσει τις 39 δις λίρες του λογαριασμού διαζυγίου με την ΕΕ και να εγκαταλείψει τις συνομιλίες για το Brexit», αν οι Βρυξέλλες δεν δώσουν αυτό που επιθυμεί το Λονδίνο. Και στο κρεσέντο της πολιτικής παρέμβασης, εξέφρασε ανοιχτά την υποστήριξή του στον Τζόνσον, για την ηγεσία των Συντηρητικών και την πρωθυπουργία της χώρας (δεν θα τον χαλούσε, όμως, και ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, Χαντ). Επιπλέον, υπέδειξε στον επόμενο πρωθυπουργό της Βρετανίας να στείλει τον Φάρατζ, ο οποίος εξελέγη ευρωβουλευτής με το κόμμα του Brexit, να διεξαγάγει τις συνομιλίες με την ΕΕ. Συνέχισε με απειλές σε όσους θεωρούν «απαράδεκτη παρέμβαση» τις παραινέσεις του, όπως τον Κόρμπιν, για τον οποίο ανέφερε ότι θα χρειαζόταν να τον «γνωρίσει» καλύτερα, …«πριν εξουσιοδοτήσει τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες να κοινοποιήσουν τις πλέον ευαίσθητες μυστικές πληροφορίες σε μια αριστερή κυβέρνηση»!
Για πολλούς αναλυτές, σήμερα οι ΗΠΑ τοποθετούμενες (μέσω Τραμπ που καταπατά κάθε διπλωματική-πολιτική κανονικότητα) ανοιχτά υπέρ του σκληρού Brexit, δεν προσβλέπουν μόνο σε κάποια ενισχυμένη ειδική σχέση µε τη Βρετανία, αλλά και σε σκληρή διαπραγμάτευση µε την ΕΕ (κυρίως τη Γερμανία) για μια «λεόντεια» εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ. Μόνο έτσι, ίσως, δικαιολογούνται οι παρεμβάσεις του Τραμπ στην κούρσα διαδοχής της ηγεσίας του Συντηρητικού κόμματος. Και όχι μόνο!
Μπορεί στη συνέντευξη Τύπου με την Μέι ο Τραμπ να δηλώνει ότι οι ΗΠΑ δεσμεύονται για μια εκπληκτική εμπορική συμφωνία μεταξύ τους, αλλά υπάρχουν και αρκετοί «αστερίσκοι». Για παράδειγμα, μαζί με τις συνηθισμένες συζητήσεις για τους δασμούς και την αφαίρεση των ποσοστώσεων, τέθηκε πως η Βρετανία πρέπει να αποβάλλει κανόνες για τα τρόφιμα και τα φάρμακα, που περιορίζουν τις αμερικανικές εξαγωγές. Επίσης, οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να περιλαμβάνει έναν μηχανισμό που να επιτρέπει στις ΗΠΑ να αντιδράσουν, εάν η Βρετανία διαπραγματευτεί μια συμφωνία με μια οικονομία «non-market» (π.χ. Κίνα). Και εδώ, οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν πως έχουν διαφορετική στάση απέναντι στον κινεζικό κολοσσό τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, Huawei, παρά την αισιοδοξία του Τραμπ ότι θα καταλήξει σε μία «πλήρη συμφωνία για τη Huawei και για όλα τα υπόλοιπα» με τη Κίνα. Το σχόλιο του Αμερικανού πρεσβευτή ότι μια εμπορική συμφωνία μεταξύ Βρετανίας-ΗΠΑ, «ήταν πάντα δύσκολο να πουληθεί», απλά επιβεβαιώνει τη δυσκολία του πράγματος. Επομένως, δε θα αποτελούσε έκπληξη αν οι ΗΠΑ, σε οποιαδήποτε μελλοντική συζήτηση με τη Βρετανία, διαπραγματεύονταν σκληρά. Από την άποψη αυτή, αποκλείεται, ως απίθανο γεγονός, ο Τραμπ να συναινέσει σε μια συμφωνία μόνο και μόνο για να πει ότι έχει διαπραγματευθεί κάτι με επιτυχία. Το μέλλον της Βρετανίας δεν είναι το «τέλος της παρτίδας» για τις ΗΠΑ. Είναι λογικό να τους ενδιαφέρει ένα σκληρό Brexit, µε δυσβάσταχτο κόστος και για Βρετανία και ΕΕ -κυρίως τη Γερμανία- που θα αποδυναμώνει αυτόματα την ευρωπαϊκή θέση σε μελλοντική διατλαντική διαπραγμάτευση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πρόσφατα η καγκελάριος Μέρκελ χαρακτήρισε «υπαρξιακής σημασίας» τη σύναψη εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ-ΕΕ.
Η επίσκεψη Τραμπ στη Βρετανία συνέπεσε με τον εορτασμό της 75ης επετείου της απόβασης των Αμερικάνων -στις 6 Ιουνίου του 1944- στην ακτή της Νορμανδίας και γενικότερα στην Ευρώπη. Σήμερα που επεξεργάζονται έναν άλλο τύπο «απόβασης», οι καθιερωμένοι εορτασμοί, και στις δύο πλευρές της Μάγχης, δεν μπόρεσαν να κρύψουν τις βαθιές αντιθέσεις των «ιστορικών συμμάχων», παρά τα «παχιά και ωραία λόγια» του Μακρόν, που δήλωσε: «Ό,τι και να συμβεί, θα είμαστε πάντα δίπλα-δίπλα, επειδή το πεπρωμένο μας είναι κοινό» κ.λπ., κ.λπ…
Η συνάντηση εργασίας Τραμπ-Μακρόν μονοπώλησε το ενδιαφέρον των πολιτικών παρατηρητών. Ήταν η πρώτη τους τετ-α-τετ συνάντηση, μετά τις «βαριές κουβέντες» που αντάλλαξαν τον περασμένο Νοέμβριο, με τις κατηγορίες του Μακρόν για εθνικισμό του Τραμπ, με αφορμή το «κλίμα», αλλά και τα σχέδιά του για τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού. Ωστόσο, το «ειδύλλιο» όχι μόνο δεν αποκαταστάθηκε αλλά, όπως όλα δείχνουν, οι διαφορές όλο και μεγαλώνουν. Οι Γάλλοι είναι ιδιαίτερα εξοργισμένοι με τις απειλές για πρόστιμα στις εταιρείες που θα τολμούσαν να εμπορευτούν με το Ιράν. Άλλωστε, στη «νέα Ευρώπη» που οραματίζεται ο Μακρόν πρέπει να αμφισβητηθεί η «ηγεμονία του δολαρίου στις διεθνείς ανταλλαγές» και να σταματήσει η Ευρώπη να διαμαρτύρεται χλιαρά στα «χαστούκια που τρώει από τις ΗΠΑ». Έλα, όμως, που η Γερμανία έχει άλλη άποψη. Αυτή τη φορά, η καγκελάριός της δεν στάθηκε ούτε στην επιθετική ρητορική του Τραμπ, ούτε στις επιπτώσεις μιας «ασύντακτης εξόδου» της Βρετανίας από την ΕΕ. Απλά χαρακτήρισε ως «λυπηρό γεγονός» την αντίθεση της Γαλλίας στην περαιτέρω αύξηση των εισαγόμενων αγροτικών προϊόντων από τις ΗΠΑ!
Στην πράξη, είναι φανερό πως η Βρετανία δεν θα είναι σε θέση να ξεκινήσει ουσιαστικές διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ, χωρίς μεγαλύτερη αποσαφήνιση της μελλοντικής της σχέσης με την ΕΕ. Και αυτό σημαίνει ότι πάμε μέχρι το τέλος Οκτωβρίου (εκτός απροόπτου), που είναι η νέα καταληκτική ημερομηνία για το Brexit. Μέχρι τότε, η αβεβαιότητα ενός no-deal, με την ΕΕ -και ότι συνεπάγεται αυτό- θα σπρώχνει το βρετανικό κατεστημένο στο να πιαστεί σε οτιδήποτε μοιάζει με σωσίβιο και, βασικά, σε μια συμφωνία με τις ΗΠΑ. Αυτό, ωστόσο, δεν αρκεί, όπως εκτιμιέται από πολλές πλευρές, για να αντισταθμίσει το αρνητικό οικονομικό σοκ, όχι μόνο άμεσα αλλά και μεσοπρόθεσμα. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, η μετακίνηση της Βρετανίας σε μια πιο αμερικάνικη προσέγγιση θα δημιουργούσε ένα περιφερειακό προηγούμενο και θα έδινε στις ΗΠΑ ένα ισχυρό πάτημα στην αυλή της ΕΕ, ανατρέποντας «κεκτημένα» της ΕΕ των τελευταίων δεκαετιών.
Ακόμη κι αν η Βρετανία προκρίνει τελικά να διατηρήσει μια χαλαρή οικονομική συνεργασία με την ΕΕ (εννοείται μετά από μια «ομαλή έξοδο»), δεν θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ακολουθεί μια ομαλή συνέχεια. Κι αυτό, γιατί η Βρετανία σε μια ειδική σχέση µε την ΕΕ, διαμορφώνει πάλι μια νέα κατάσταση. Βασικά διευρύνει, για τις ΗΠΑ, τη δυνατότητα επηρεασμού των νέων ευρωπαϊκών ισορροπιών που διαμορφώνονται από τον κατακερματισμό της, σε συνδυασμό με τη σοβούσα περιφερειακή ομαδοποίηση των 27.
Χ.Β.