του Ανδρέα Βογιατζόλου, ΚΚΕ(μ-λ)
Συντρόφισσες και σύντροφοι
Είναι αξιοσημείωτο και συνάμα ελπιδοφόρο το γεγονός ότι παρά τις απανωτές ήττες και τις υποχωρήσεις που υποχρεώθηκε το κομμουνιστικό κίνημα, εδώ και πάνω από μισό αιώνα, οι κομμουνιστές παντού στον κόσμο δε λένε να το βάλουν κάτω. Κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, με τους συσχετισμούς να παραμένουν γενικά αρνητικοί, δεν υπάρχει περιοχή του πλανήτη όπου οι κομμουνιστές δεν κάνουν προσπάθειες να ανασυνταχθούν, να ξανασυνδεθούν με τους λαούς, την εργατική τάξη και τις αντιστάσεις που γεννάει η ιμπεριαλιστική επίθεση και η καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Το καπιταλιστικό σύστημα, βρισκόμενο στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, και σαφώς ενισχυμένο από την κατάρρευση του πάλαι ποτέ σοσιαλιστικού στρατοπέδου, αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο που εν δυνάμει κρύβει για τα βάθρα της κυριαρχίας του η προσπάθεια ανασύνταξης των κομμουνιστικών δυνάμεων. Γι’ αυτό και καταβάλλει κάθε προσπάθεια να την εμποδίσει και να την ακυρώσει. Χρησιμοποιεί όλα τα μέσα (ιδεολογικά, πολιτικά, κατασταλτικά) προκειμένου να παρουσιάσει τις σύγχρονες κομμουνιστικές οργανωμένες προσπάθειες σαν γραφικές απομιμήσεις ενός μακρινού παρελθόντος, που θα φάνε για ακόμη μια φορά τα μούτρα τους, ακόμα και αν έχουν πρόσκαιρες επιτυχίες σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη.
Εμείς βέβαια που επιμένουμε στον κομμουνιστικό δρόμο και τη σοσιαλιστική προοπτική ξέρουμε πολύ καλά ότι το καπιταλιστικό σύστημα θα διαψευστεί, και ας καμώνεται ότι είναι παντοδύναμο και δεν κινδυνεύει από την οργή και την αγανάχτηση των λαών. Και αυτό το λέμε εμείς που έχουμε πλήρη επίγνωση των πολλών και μεγάλων προκλήσεων που αντιμετωπίζει το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής μας, που έχουμε κάθε διάθεση ν’ αναγνωρίσουμε τις αιτίες που οδήγησαν τα πράγματα εδώ που τα οδήγησαν.
Οι κομμουνιστές είμαστε από τη φύση μας αισιόδοξοι, γιατί γνωρίζουμε ότι έχουμε δίκιο. Γιατί έχουμε μάθει ν’ αντικρίζουμε κατάφατσα την πραγματικότητα, γιατί έχουμε το θάρρος της κριτικής και της αυτοκριτικής. Γι’ αυτό και οι κομμουνιστές δεν είναι υπερφίαλοι και βερμπαλιστές, γιατί ξέρουν τι έχουν ν’ αντιμετωπίσουν και με ποιούς εχθρούς έχουν να κάνουν. Γι’ αυτό και είναι υποχρεωμένοι να βάζουν τον πήχη ψηλά, και να μην περιορίζονται οι φιλοδοξίες τους στο να συγκροτήσουν ένα κίνημα διαμαρτυρίας ή μια άσφαιρη Αριστερά της διόρθωσης και του εξορθολογισμού του συστήματος.
Σαν κομμουνιστές είμαστε υποχρεωμένοι ν’ αναμετριόμαστε με το παρελθόν μας, να μην το αποφεύγουμε, να μην το συγκαλύπτουμε. Όχι βέβαια για να απολογηθούμε στο σύστημα και την αντίδραση που με κάθε ευκαιρία μας ζητάει να κάνουμε δηλώσεις μετανοίας και απόρριψης της μεγαλειώδους διαδρομής και ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος. Είμαστε υποχρεωμένοι να κοιτάμε προς τα «πίσω» για να αφομοιώσουμε τη μεγάλη εμπειρία των προλεταριακών επαναστάσεων και λαϊκών εξεγέρσεων. Είμαστε υποχρεωμένοι να υπερασπιζόμαστε αλλά και να αποτιμάμε κριτικά την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, μέσα στις πραγματικές συνθήκες που τότε εξελίχθηκε και όχι μέσα από εγκεφαλικές και μεταφυσικές προσεγγίσεις. Απ’ την άλλη, οι ιδεολογικές μας αφετηρίες, οι θεωρητικές και φιλοσοφικές μας προσεγγίσεις, μάς οδηγούν στην ανάγκη αλλά και μας δίνουν τη δυνατότητα να θέλουμε να βλέπουμε πιο μακριά και πιο πέρα από τα στενά και ασφυκτικά πλαίσια του καπιταλισμού και της σημερινής εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Μας δίνουν τη δυνατότητα να οραματιζόμαστε, με βάση τις αξίες και τα ιδανικά της εργατικής τάξης πάνω απ’ όλα, τη σοσιαλιστική κοινωνία μέσα από την ανατροπή του καπιταλισμού και την αποτίναξη των δεσμών της μισθωτής σκλαβιάς.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι κομμουνιστές του σήμερα βιώνουμε μια καινούρια αντίφαση, που δεν απασχολούσε τόσο πολύ τους επαναστάτες στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου οι προλεταριακές επαναστάσεις βρίσκονταν για πρώτη φορά στην ημερήσια διάταξη, χωρίς να έχουν δοκιμαστεί στην πράξη προηγούμενα. Τότε που οι επαναστάτες είχαν να αναμετρηθούν με τον καπιταλισμό χωρίς να κουβαλούν τα βαρίδια του σήμερα. Αντίφαση που έχει, εκτός των άλλων, λαθεμένη επίδραση σε αρκετούς επαναστάτες της εποχής μας. Αντίφαση που οδηγεί σε λανθασμένες μονομέρειες σε βάρος της διαλεκτικής σχέσης των πραγμάτων.
Άλλοι επαναστάτες θεωρούν λανθασμένα ότι για να προχωρήσουμε προς τα μπροστά πρέπει να αποτινάξουμε συλλήβδην όλα τα «δεσμά» του παρελθόντος. Άλλοι πάλι, εξίσου λανθασμένα, θεωρούν αδιανόητη την οποιαδήποτε απόπειρα προχωρήματος της θεωρίας και της πράξης της σύγχρονης επανάστασης αν δεν περιοριστούν στα όρια και τα δεδομένα που αναπαρήγαγε και διαμόρφωσε το κομμουνιστικό κίνημα τις εποχές της μεγάλης εφόδου στον ουρανό. Φυσικά, υπάρχουν και μια σειρά παραλλαγές της μιας ή της άλλης προσέγγισης που, ωστόσο, καταλήγουν το ίδιο αναποτελεσματικές, εμποδίζοντας τους κομμουνιστές να παίξουν το ρόλο τους.
Η απάντηση, λοιπόν, στο πρόβλημα, τουλάχιστον όπως το βλέπουμε εμείς του ΚΚΕ(μ-λ), δεν βρίσκεται στην άκριτη απόρριψη του παρελθόντος του κινήματος δήθεν για να απελευθερωθούμε απ’ τα βαρίδια. Ούτε, βέβαια, βρίσκεται στην αντιδιαλεκτική κατεύθυνση να γεμίσουμε ξανά το κέλυφος που ο ρεβιζιονισμός άδειασε τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Μ’ άλλα λόγια, να βλέπουμε την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος μόνο με τα παλιά υλικά που σκόρπισε η ρεβιζιονιστική ισοπέδωση.
Υπάρχει, βέβαια, το ερώτημα, πάνω σε ποιο έδαφος να πατήσουμε πιο στέρεα ώστε να βρούμε τη σωστή σχέση ανάμεσα στο «να κοιτάμε μπροστά και στο μέλλον» χωρίς να παραλείπουμε την αναμέτρηση με τους εαυτούς μας και το παρελθόν μας.
Μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν! Ωστόσο αν θέλουμε να περιγράψουμε σαν σχήμα μια σωστή σχέση πραγμάτων, θα καταλήγαμε στο τρίπτυχο: «Κοιτάμε μπροστά, αναμετριόμαστε με το παρελθόν ανιχνεύοντας και μελετώντας το σήμερα και κυρίως δρώντας μέσα στο σήμερα».
Είμαστε λοιπόν απόλυτα πεισμένοι ότι το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής μας, στις αρχές του 21ου αιώνα, έχει αρκετά υπέρ αλλά και αρκετά βαρίδια σε σχέση με τα δεδομένα που αντιμετώπιζε το κομμουνιστικό κίνημα στις αρχές του 20ού αιώνα. Πολλά υπέρ και πολλά βαρίδια όσον αφορά και τους αντικειμενικούς όρους αλλά και τους υποκειμενικούς που αλληλοδιαπλέκονται μεταξύ τους χωρίς απόλυτα στεγανά. Ωστόσο, αν σε κάτι «μοιάζουν» οι δύο εποχές είναι ότι και σήμερα το κομμουνιστικό κίνημα καλείται να ανδρωθεί και να επανακτήσει τον πρωτοπόρο ρόλο του στην αντιπαράθεσή του με τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό, στο έδαφος της σημερινής κοινωνίας, στο έδαφος των σημερινών ταξικών αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων.
Χωρίς περιστροφές, λοιπόν, και χωρίς να παραβλέπουμε μια σειρά άλλα παράλληλα καθήκοντα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ως κεντρικό καθήκον των κομμουνιστών της εποχής μας τη ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΖΕΣ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ένα καθήκον που είναι πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο, που επιμερίζεται σε επιμέρους καθήκοντα, αναγκαιότητες, προτεραιότητες.
Σύνδεση με τις μάζες, που θα επιτευχθεί στο έδαφος των σημερινών δεδομένων και των σημερινών ταξικών συγκρούσεων. Μόνο στο έδαφός τού αν υλοποιείται ή όχι αυτό το καθήκον, μπορούν να ελέγχονται και να αποτιμώνται οι υπόλοιπες πλευρές της θεωρητικής και πρακτικής συνεισφοράς του κομμουνιστικού κινήματος. Το μέτρο ή το κριτήριο που θα κρίνει και θα αξιολογεί τι πρέπει να κάνουμε και τι όχι, τι προκρίνουμε και τι απορρίπτουμε δεν μπορεί να είναι άλλο απ’ το αν υπηρετείται η ανάγκη της σύνδεσης με τις μάζες.
Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΖΕΣ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Η σύνδεση με τις μάζες, η προσπάθεια να τις αφουγκραστούμε και να τις κατανοήσουμε, δεν είναι βέβαια μια κατεύθυνση αποϊδεολογικοποιημένη, χωρίς επαναστατικό περιεχόμενο και βάση. Η σύνδεση με τις μάζες δεν πρέπει να ερμηνεύεται σαν μια προσπάθεια γενική και αόριστη να γίνουμε «αρεστοί» στις μάζες, που τις περισσότερες φορές καταλήγει να γίνουμε αρεστοί στο σύστημα.
Η ιστορία του επαναστατικού κινήματος είναι γεμάτη από οπορτουνισμούς, υποχωρήσεις, αντιδραστικές μεταλλάξεις μιας σειράς πρωτοπόρων αγωνιστών στο όνομα της ανάγκης να μας «καταλάβουν» οι μάζες που δεν είναι έτοιμες για επαναστατική δράση, για αγώνες, για εξεγέρσεις. Αναφερόμαστε, λοιπόν, σε μια σύνδεση με τις μάζες, όχι στα όρια και στα επίπεδα που «επιτρέπει» η ασφυκτική κυριαρχία του καπιταλισμού, αλλά σε μια σύνδεση που συνοδεύεται από μια ορατή αναβάθμιση τόσο του επιπέδου προσφοράς και συμμετοχής των κομμουνιστών, όσο και του επιπέδου της ταξικής πάλης. Από ένα ανέβασμα του επιπέδου ωρίμανσης και συνειδητοποίησης των λαϊκών μαζών, του επιπέδου ανασυγκρότησης της εργατικής τάξης, του επιπέδου ωρίμανσης των λαϊκών και εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων.
Αναφερόμαστε, λοιπόν, σε μια σύνδεση με τις μάζες, που πρέπει να αποφύγει αφ’ ενός τον ελιτισμό και αφ’ ετέρου την ενσωμάτωση. Μια σύνδεση με τις μάζες, που πρέπει να δένει διαλεκτικά τη σχέση δράσης και προπαγάνδας. Μια σύνδεση με τις μάζες που δεν πρέπει να ξεστρατίζει πότε στον ακαδημαϊσμό-βερμπαλισμό και πότε στον τυφλό ακτιβισμό-αγνωστικισμό.
Σαφώς, η ανάγκη της σύνδεσης με τις μάζες, δεν είναι ένα μονοδιάστατο και μονοσήμαντο καθήκον που ακολουθεί για όλες τις περιοχές του πλανήτη την ίδια συνταγή, τους ίδιους ρυθμούς, την ίδια αποτελεσματικότητα. Άλλωστε, οι ίδιες οι μάζες δεν είναι ίδιες σε όλες τις περιοχές του πλανήτη (παρά τους μύθους περί παγκοσμιοποίησης η ανισομετρία ζει και βασιλεύει). Και αυτό φαίνεται και στις συμπεριφορές των μαζών στα διάφορα σημεία του πλανήτη, στις εμπειρίες τους, στις συνειδήσεις τους, στο τι είναι ώριμες και τι όχι να πράξουν και να διεκδικήσουν.
Ανάλογα, η ίδια ανισομετρία χαρακτηρίζει και τις κομμουνιστικές προσπάθειες από περιοχή σε περιοχή, από χώρα σε χώρα. Ανισομετρία χαρακτηρίζει τις θεωρητικές τους προσεγγίσεις, ανισομετρία χαρακτηρίζει την ωρίμανσή τους, τη δυνατότητά τους να παρεμβαίνουν στην ταξική πάλη, τα ερείσματά τους στις μάζες και την εργατική τάξη.
Αυτές όμως οι ανισομετρίες δεν είναι ικανές, ώστε να παραπέμπουν το καθήκον της σύνδεσης με τις μάζες σ’ ένα απροσδιόριστο μέλλον, για τις επόμενες γενιές των κομμουνιστών. Δεν υπάρχει, βέβαια, κομμουνιστής στον πλανήτη που να μην αναγνωρίζει, στα λόγια τουλάχιστον, ότι το καθήκον της σύνδεσης με τις μάζες πρέπει να υλοποιηθεί. Το μέγα ζήτημα, που γεννά βέβαια και τις αντιπαραθέσεις, είναι αν μπορεί να πραγματοποιηθεί στις σημερινές συνθήκες και με ποιούς όρους.
Καταρχήν, για να μην μελλοντολογούμε και μόνο, υπάρχουν ακόμη και στις σημερινές ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, κομμουνιστικές προσπάθειες, σε λίγες έστω περιοχές του πλανήτη, που έχουν υλοποιήσει το καθήκον της σύνδεσης με τις μάζες σε ικανοποιητικό βαθμό, με ευδιάκριτο τρόπο, χωρίς να έχουν χάσει το επαναστατικό και απελευθερωτικό τους περιεχόμενο. Αντίθετα μάλιστα, το έχουν εξελίξει σε θαυμαστό βαθμό. Εμείς του ΚΚΕ(μ-λ) παρακολουθούμε όσο μπορούμε αυτές τις προσπάθειες και θέλουμε να διδαχτούμε απ’ αυτές.
Ωστόσο και αυτές ακόμη οι θαυμαστές εξαιρετικές καταστάσεις, δεν είναι σε θέση να αναιρέσουν τη γενική εικόνα που παρουσιάζει το κομμουνιστικό κίνημα γενικά αλλά και ειδικά, στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη. Όσο και να διευρύνουμε αυθαίρετα τα όριά του, όσες τάσεις και αν δεχτούμε χάριν της συζήτησης ότι συμπεριλαμβάνονται στα πλαίσιά του, πέραν αυτών που αναφέρονται ειδικά στον μαρξισμό-λενινισμό, ακόμα και αν αποδεχτούμε ότι στα πλαίσιά του συμπεριλαμβάνονται και κόμματα εξουσίας (π.χ. Β. Κορέα, Κούβα), είναι ακόμα περιθωριοποιημένο πίσω από τις απαιτήσεις και αδύναμο να χρωματίσει την πάλη των λαών.
Και αυτή η κατάσταση δεν είναι μόνο και κυρίως πρόβλημα ποσοτικό, αλλά κύρια ποιοτικό. Όχι ότι υποτιμάμε τα προβλήματα που απορρέουν από τις γενικά ακόμη μικρές δυνάμεις που με έναν συνειδητό τρόπο αναφέρονται στο κομμουνιστικό κίνημα. Και βέβαια, η κατάσταση που εντοπίζουμε γίνεται ακόμα πιο φανερή αν ξεφύγουμε απ’ τα όρια του κομμουνιστικού κινήματος και φτάσουμε στα όρια της ευρύτερης Αριστεράς όπως και αν αυτή προσδιορίζεται.
Αυτό λοιπόν που διαπιστώνουμε είναι ότι στα πλαίσια του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και της ευρύτερης Αριστεράς, κυριαρχούν η διάσπαση, ο κατακερματισμός, οι σοβαρές αντιθέσεις και διαφορές πάνω στα μικρά και μεγάλα ζητήματα της επαναστατικής δράσης και θεωρίας. Μ’ άλλα λόγια ένα κομμουνιστικό κίνημα που από γενική άποψη χαρακτηρίζεται ακόμη και σήμερα, περισσότερο από τα συμπτώματα της ήττας παρά από τα σημάδια της ανάκαμψης. Και χωρίς, επαναλαμβάνουμε, να είναι ευκαταφρόνητο το δυναμικό που το πλαισιώνει σε αρκετές περιοχές του πλανήτη.
Αυτή η πραγματικότητα που, δυστυχώς, χρονίζει και συνεχίζει ν’ αναπαράγεται παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες που έγιναν στα πλαίσια του κομμουνιστικού κινήματος να απαντηθεί (μια πολύ σοβαρή απ’ αυτές ήταν του μ-λ κινήματος), πιέζει συνήθως με άσχημα αποτελέσματα, τις κομμουνιστικές προσπάθειες τού σήμερα. Μια πίεση που δεν περιορίζεται μόνο στην ανάγκη απαντήσεων για τα αίτια της ήττας και την αποτίμηση της δράσης και του έργου των μεγάλων επαναστατών, του Λένιν, του Στάλιν, του Μάο και άλλων, αλλά που προεκτείνεται και στην ανάγκη απολογισμού για τα αίτια που συνεχίζουν να καθυστερούν την ανάκαμψη του κινήματος και δεν τού επιτρέπουν να υλοποιήσει το κύριο καθήκον που είπαμε, της σύνδεσης με τις μάζες.
Μπορεί, βέβαια, όσο εξελίσσεται η συζήτηση και η αντιπαράθεση για το πως φτάσαμε στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όπου γίνονται πλέον φανερά τα σημάδια της ήττας της Πολιτιστικής Επανάστασης, να φωτίζονται και πλευρές του ζητήματος, που άνοιξε από ‘κει και πέρα. Ωστόσο είναι θεμελιακό λάθος να περιμένουν να βρούμε λύσεις και απαντήσεις για το πρόβλημα τού σήμερα, αναμένοντας μονοδιάστατα και μεταφυσικά τις απαντήσεις για τα αίτια της ήττας, ή για την αποτυχία της ΜΠΠΕ και του μ-λ κινήματος στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Πρέπει, σαν κομμουνιστές του σήμερα, να δώσουμε απαντήσεις και να κάνουμε απολογισμό για τη δική μας δράση. Πρέπει, επιτέλους, να σταθούμε και να αξιολογήσουμε το δικό μας σύγχρονο επαναστατικό έργο και να μην βολευόμαστε ούτε στο ανάθεμα των προηγούμενων γενιών των επαναστατών, ούτε, βέβαια, στη μεταφυσική αντιγραφή της πορείας και της δράσης αυτών των επαναστατών.
Δεν ευθύνονται μόνο τα αντικειμενικά δεδομένα που η σύνδεση με τις μάζες σε επαναστατική βάση, των κομμουνιστών του σήμερα, καθυστερεί να προχωρήσει. Μεγάλο ρόλο έχουν παίξει πληθώρα υποκειμενικών αδυναμιών και ανεπαρκειών, που μέσα σε μια διαδρομή περίπου 60 ετών, το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται πίσω απ’ τις απαιτήσεις καθυστερώντας να υλοποιήσει έμπρακτα το έργο της επαναθεμελίωσής του και της ανασυγκρότησής του.
Φυσικά, ένα μέρος του προβλήματος σωστά έχει εντοπιστεί στη μακρόχρονη κυριαρχία του ρεβιζιονισμού και του ρεφορμισμού στο κομμουνιστικό και ευρύτερα επαναστατικό κίνημα, και ας πασχίζουν οι σημερινοί απόγονοι και συνεχιστές της ρεβιζιονιστικής κληρονομιάς να πείσουν ότι ο δρόμος συνεχίζει να βρίσκεται στην αναπαραγωγή του «μπρεζνιεφικού» μοντέλου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Σήμερα όμως, 20 χρόνια μετά τις ανατροπές στις Ανατολικές χώρες και τη Σ.Ε., όπου η επίθεση του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού βρίσκεται σε απογείωση, μαζί με τις συνέπειες της ήττας, που δυστυχώς παραμένουν ενεργές και ζώσες, έχουν εμφανιστεί μια σειρά καινούρια δεδομένα. Μέσα σε κλίμα σύγχυσης, αναζήτησης, αποπροσανατολισμού, εκεί που οι αντιδραστικοί πριν μερικές δεκαετίες βρίσκονταν σε απομόνωση να αμύνονται και να απειλούνται απ’ την όλη δράση και παρουσία του επαναστατικού κινήματος, βρίσκονται σε αντεπίθεση με αρκετούς «καινούριους» συμμάχους και φαντάζουν παντοδύναμοι.
Ο αντικομμουνισμός διαβρώνει αποτελεσματικά τις συνειδήσεις. Παλιοί και χρεοκοπημένοι εχθροί των λαών και της εργατικής τάξης εμφανίζονται σαν καινούριοι-ψεύτικοι φίλοι. Παλιές και χρεοκοπημένες θεωρίες με μήτρα τη Β΄ Διεθνή και τις ευρωρεβιζιονιστικές θεωρίες των Τολιάτι-Μπερλίγκουερ καμουφλάρονται πίσω από διάφορα Φόρουμ και πλασάρουν τη ρεφορμιστική τους πραμάτεια σαν διέξοδο για τους λαούς. Πολλοί καλοθελητές, εκμεταλλευόμενοι την υποχώρηση και περιθωριοποίηση του κομμουνιστικού κινήματος και της επαναστατικής Αριστεράς, άλλοτε με την ανοχή του συστήματος και άλλοτε με ανοιχτή ενθάρρυνση και πριμοδότηση απ’ αυτό, πάνε να καλύψουν τα κενά που έχουν δημιουργηθεί.
Οι λαοί όλου του κόσμου βάλλονται κατά μέτωπο απ’ τον ιμπεριαλισμό και την άγρια καπιταλιστική επίθεση, γι’ αυτό και υποχρεώνονται ν’ αντισταθούν, να εξεγερθούν, να αντιδράσουν. Δεν υπάρχει γωνιά στον πλανήτη που να μην εκδηλώνεται λαϊκή αντίσταση, ανάλογα βέβαια και με τις τοπικές ιδιομορφίες. Γι’ αυτό και με την προτροπή του συστήματος έχει στηθεί ένα ολόκληρο παγκόσμιο δίκτυο, που με διάφορες μορφές και προσωπεία, πλαγιοκοπεί συστηματικά τους λαούς για να μη συναντήσουν το κομμουνιστικό κίνημα. Ένα ολόκληρο πλέγμα θεωριών, ιδεολογημάτων, παραϊδεολογιών, που θέλει να στήσει μια υγειονομική ζώνη ώστε να εμποδίσει τους κομμουνιστές να συναντήσουν τις μάζες και να συνδεθούν μ’ αυτές. Ένα ολόκληρο συμπληρωματικό «παρασύστημα» που θέλει να συσκοτίσει τις ταξικές αντιθέσεις, να κρύψει τους κινδύνους που απειλούν τους λαούς, να δικαιολογήσει τους πολέμους και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, να διαλύσει κάθε εργατική αντίσταση, να ρίξει τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην αγκαλιά του εθνικισμού και του θρησκευτικού παροξυσμού, να εγκλωβίσει το αντιπολεμικό κίνημα στα όρια των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, να καταδικάσει τους λαούς της Αφρικής σε μόνιμη ζητιανιά και τους λαούς των πρώην σοσιαλιστικών χωρών σε μόνιμη εξαθλίωση. Μ’ αυτά και πολλά άλλα έχει να αναμετρηθεί το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής μας. Στο έδαφος αυτής της αντιπαράθεσης οφείλει να πραγματώσει τη σύνδεσή του με τις μάζες.
Το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής μας, για να σφυρηλατήσει εκ νέου τα ταξικά επαναστατικά του χαρακτηριστικά, οφείλει να εξοπλιστεί ιδεολογικά-πολιτικά, να αξιολογήσει τα νέα δεδομένα και να διευρύνει την αντιπαράθεση με τις θεωρίες και τα ιδεολογήματα του συστήματος που επιδιώκουν να συσκοτίσουν τις ταξικές αντιθέσεις, να εκφυλίσουν τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα προκειμένου να εκτρέψουν τη διογκούμενη λαϊκή οργή και αγανάχτηση, παντού στον κόσμο, σε ανώδυνα πλαίσια.
Πολλές απ’ αυτές τις θεωρίες και ιδεολογήματα, προσβάλλουν επί δεκαετίες το κύριο σώμα των κομμουνιστικών απόψεων και καμουφλαρισμένα επηρεάζουν αρνητικά και αποπροσανατολιστικά επαναστάτες και αγωνιστές αλλά και ολόκληρες οργανωμένες προσπάθειες.
Γι’ αυτό το κομμουνιστικό κίνημα περνάει, και θα συνεχίσει να περνάει, μια φάση όπου ταυτόχρονα με την αναζήτηση της συνεργασίας, της κοινής δράσης, της αλληλεγγύης, του προλεταριακού διεθνισμού θα χαρακτηρίζεται και από αντιπαραθέσεις, μερικές φορές και σκληρές, στα πλαίσιά του αλλά και στα πλαίσια της όποιας ευρύτερης Αριστεράς.
Το κομμουνιστικό κίνημα στις μέρες μας δεν μπορεί να θεωρεί σαν αποκλειστικό στόχο της αντιπαράθεσής του τον ρεβιζιονισμό και ρεφορμισμό κάθε απόχρωσης. Για να αποκτήσει τη φυσιογνωμία που χρειάζεται θα πρέπει να πρωτοστατήσει στην πολιτική-ιδεολογική αντιπαράθεση με το σύστημα, και ό,τι καλυμμένα ή ανοιχτά εκπορεύεται απ’ την πλευρά του. Άλλωστε ο ποιο αποτελεσματικός τρόπος για να ξεσκεπαστεί ο ρεβιζιονισμός και ο ρεφορμισμός είναι να οχυρωθεί η επαναστατική προσπάθεια του σήμερα απ’ την ιδεολογική και πολιτική επίθεση του συστήματος.
Το σύστημα δεν έχει πλέον μόνο τον ρεβιζιονισμό και τον ρεφορμισμό σαν τα μοναδικά μέσα για να υπονομεύσει το κομμουνιστικό κίνημα. Έχει βάλει, ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία, πολλά καινούρια όπλα στην φαρέτρα του για να το αποδυναμώσει κι’ άλλο. Γι’ αυτό και οι κομμουνιστικές προσπάθειες οφείλουν να στρέψουν την προσοχή τους στην εξουδετέρωση όλων αυτών των καινούριων όπλων που έχει το σύστημα και ο ιμπεριαλισμός.
Η πορεία, λοιπόν, μέσα απ’ την οποία το κομμουνιστικό κίνημα και η Αριστερά θα συνδεθούν εκ νέου με τις μάζες σε επαναστατική και απελευθερωτική βάση, θα είναι μακρά, επίπονη και θα περνάει από πολλά ζιγκ-ζαγκ και μπρος-πίσω. Το κομμουνιστικό κίνημα απ’ τη φύση του, απ’ την ιδεολογία που έχει, απ’ την κατεύθυνση που έχει να πρωτοστατήσει στην απελευθέρωση της ανθρωπότητας απ’ την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, δεν υποτιμάει, δεν αδιαφορεί για κανένα κοινωνικό στρώμα και κοινωνική ομάδα που πλήττεται από τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Δεν κλείνει τα μάτια για τα δεινά της φτωχής αγροτιάς παντού στον πλανήτη, δεν αδιαφορεί για την επιδείνωση της θέσης των μεσαίων στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου, για τη συμπίεση προς τα κάτω που υφίσταται η υπαλληλία του τριτογενούς τομέα σ’ όλες τις περιοχές του πλανήτη.
Δεν αδιαφορεί επίσης και δεν σνομπάρει τα διάφορα κινήματα που ξεσπούν κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, στις διάφορες περιοχές του κόσμου, είτε αυτές βρίσκονται στην καρδιά του αναπτυγμένου καπιταλισμού είτε στις λεγόμενες ζώνες των θυελλών, στη Λ. Αμερική, στην Ασία, στην Αφρική και που θέλουν ν’ αντισταθούν στην πείνα, στην εξαθλίωση, στη φτώχεια, στην ανεργία, στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, στην κατοχή χωρών από ιμπεριαλιστικά στρατεύματα.
Πρέπει, επίσης, όμως να είναι ξεκάθαρο, ότι η σφυρηλάτηση δεσμών και η απόκτηση ερεισμάτων του σύγχρονου κομμουνιστικού κινήματος με όλα αυτά τα στρώματα και τα κινήματα θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη σύνδεση του κομμουνιστικού κινήματος με την εργατική τάξη και το σύγχρονο προλεταριάτο παντού στον κόσμο. Για ένα και μόνο λόγο: Ότι, δηλαδή, η προοπτική και η πορεία αυτών των στρωμάτων και των κινημάτων στο έδαφος του σημερινού καπιταλισμού αλλά και στη μάχη για την ανατροπή του, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη διαδρομή και την πορεία της εργατικής τάξης και του προλεταριάτου.
Και αν εκτιμούμε ότι η διαδικασία σύνδεσης των κομμουνιστών με τις μάζες θα πάρει χρόνο, είναι γιατί εκτιμάμε, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, ότι η διαδικασία της εκ νέου συγκρότησης της εργατικής τάξης θα χρειαστεί χρόνο και δεν θα προκύψει αυτόματα και απότομα.
Είναι μεγάλη η συζήτηση για το πως, με ποιούς όρους, με ποιές μορφές και μέσα από ποιές διαδρομές θα υλοποιηθεί η συγκρότηση της εργατικής τάξης, η οποία, ωστόσο, είναι αναγκαστική και επιβεβλημένη από τα πράγματα. Όπως επίσης είναι μεγάλη συζήτηση η διαδρομή για την οικοδόμηση γερών και μαζικών κομμουνιστικών κομμάτων, η εκ νέου, δηλαδή, συγκρότηση των επαναστατικών επιτελείων της εργατικής τάξης.
Γι’ αυτό που είμαστε σίγουροι είναι ότι η διαδρομή αυτή δεν θα είναι ευθύγραμμη, δεν θα υποτάσσεται σε ένα κεντρικό σχεδιασμό (αλήθεια, ποιοί θα πάρουν την ευθύνη να σχεδιάσουν γι’ άλλους;), θα έχει πολλές ανισομετρίες και θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό, ιδιαίτερα με τη φάση που περνάμε, απ’ τις προσπάθειες των κομμουνιστών στην κάθε χώρα, στην κάθε περιοχή που υπάρχουν και παρεμβαίνουν μέσα από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.
Ωστόσο, αυτό που είναι κοινή ανάγκη για όλους τους κομμουνιστές είναι να ανταποκριθούν σε ένα βασικό καθήκον που έχει δύο σκέλη: Απ’ τη μια να μελετήσουν και να καταλήξουν σε μάχιμα συμπεράσματα για τους όρους και τα δεδομένα μέσα στα οποία συντελέστηκε σταδιακά η υποχώρηση της εργατικής τάξης, του εργατικού και προλεταριακού κινήματος, μιας και αυτή η υποχώρηση, που ξεκίνησε από εκεί που η εργατική τάξη βρέθηκε κυρίαρχη και στην εξουσία, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ευρύτερη υποχώρηση του κινήματος και στην ήττα του. Απ’ την άλλη να σκύψουμε, όπου βρισκόμαστε και να βγάλουμε επίσης μάχιμα συμπεράσματα για τα σημερινά δεδομένα που βιώνει η εργατική τάξη και το προλεταριάτο, που παρά τις αποπροσανατολιστικές θεωρίες περί σταδιακής εξαφάνισης, υπάρχει, υποφέρει και, βεβαίως, διευρύνεται.
Οι αστοί, οι αντιδραστικοί αλλά και οι ρεφορμιστές, ο καθένας για τους λόγους του, οι πρώτοι επειδή θεωρούν εαυτούς παντοδύναμους και οι άλλοι επειδή είναι βαλτωμένοι στο μεταρρυθμισμό τους, θεωρούν ότι η σύγχρονη εργατική τάξη, με βάση την επίθεση που έχει δεχτεί αλλά και την κυριαρχία του καπιταλισμού, όχι μόνο δεν θα μπορέσει να ξαναβγεί στο προσκήνιο της Ιστορίας ως ηγέτιδα δύναμη της επανάστασης, αλλά και ούτε να υπερασπιστεί τα έσχατα δικαιώματά της.
Φυσικά και μέσα στην πορεία θα διαψευστούν, και μάλιστα οικτρά. Ωστόσο η σημερινή πραγματικότητα δίνει στους εχθρούς και τους ψεύτικους φίλους της εργατικής τάξης το δικαίωμα να παρουσιάζουν σαν απραγματοποίητο όνειρο την εκ νέου έφοδο της εργατικής τάξης.
Είναι γεγονός, που δυστυχώς δεν συνειδητοποιήθηκε έγκαιρα, ότι η πορεία της υποχώρησης και ήττας της εργατικής τάξης στις πάλαι ποτέ σοσιαλιστικές χώρες και στις Λαϊκές Δημοκρατίες, θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου που θα σάρωναν όλα τα υπόλοιπα κομμάτια της εργατικής τάξης στον υπόλοιπο κόσμο του αναπτυγμένου καπιταλισμού αλλά και της λεγόμενης περιφέρειας. Η συνειδητοποίηση, βέβαια, αυτής της αλήθειας ήρθε ιδιαίτερα μετά τις ανατροπές του ’89. Σήμερα, λοιπόν, αντιστρέφοντας τα πράγματα, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η σοβαρή καθυστέρηση της εκ νέου συγκρότησης της εργατικής τάξης στις χώρες αυτές όπου ζουν και δουλεύουν εκατομμύρια άνθρωποι που συγκροτούν την εκεί εργατική τάξη και το προλεταριάτο, παίζει σοβαρό ρόλο στη γενικότερη υποχώρηση της εργατικής τάξης παντού στον κόσμο. Ας λάβουμε επίσης υπόψη τα μεταναστευτικά στρώματα με τα οποία τροφοδοτούν αυτές οι χώρες τις οικονομίες των υπόλοιπων χωρών, για να έχουμε καλύτερα το μέτρο του προβλήματος. Γι’ αυτό και παρακολουθούμε με μεγάλο ενδιαφέρον τις προσπάθειες των εκεί κομμουνιστών να χαράξουν τις κατευθύνσεις τους και να διαμορφώσουν τη φυσιογνωμία τους που απαιτούν τα δεδομένα σ’ αυτές τις χώρες.
Είναι επίσης γεγονός ότι στις χώρες αυτές (και πάλι όχι ενιαία) υπάρχουν μια σειρά ιδιομορφίες, με βάση τα εκεί μεταβατικά καθεστώτα που προέκυψαν μετά την κατάρρευση του ρεβιζιονισμού, που τροποποιούν τα δεδομένα, την τακτική, την μορφή που θα πάρει η διαδικασία της επαναστατικής ανασυγκρότησης σε σχέση με τις, ας πούμε κλασσικές καπιταλιστικές χώρες, όπου η εργατική τάξη για καμιά περίοδο της ιστορίας της δεν βρέθηκε να έχει την εξουσία στα χέρια της.
Ωπωσδήποτε, έτσι όπως είναι τα πράγματα, δεν μπορούμε και ούτε θέλουμε να φορτώσουμε τους εκεί συντρόφους που παλεύουν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, με την κύρια ευθύνη της ανασυγκρότησης της εργατικής τάξης. Οι κομμουνιστές παντού στον κόσμο, πρέπει από κοινού, και με πνεύμα προλεταριακού διεθνισμού, να συμβάλλουμε στη μεγάλη ανάγκη της εποχής και να πασχίσουμε, ο καθένας στη χώρα του και την περιοχή του, να βάλει το λιθαράκι του. Είμαστε σίγουροι ότι στην μακρά επαναστατική διαδρομή θα ξαναεμφανιστούν οι καινούριοι αδύναμοι κρίκοι της κυριαρχίας του συστήματος και οι αντίστοιχες εμπροσθοφυλακές της επανάστασης. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
Ωστόσο, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι κάποιοι κομμουνιστές έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν άλλους, αλλά όλοι μαζί πρέπει να συνεχίσουν και να αναβαθμίσουν την παρέμβαση και δράση τους στην εργατική τάξη όπου τη συναντούν, όπου είναι κομμάτι της.
Με την ίδια λογική και αντίληψη επίσης, οι κομμουνιστές της εποχής μας οφείλουν ν’ ανταποκριθούν στην άλλη μεγάλη απαίτηση της εποχής, που δεν είναι άλλη απ’ αυτή της δημιουργίας ενός διεθνούς αντιπολεμικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, που βάσει ακριβώς της εκτίμησης ότι η όξυνση μιας σειράς παράπλευρων αντιθέσεων, όπως οι ενδοϊμπεριαλιστικές, βγάζει στο προσκήνιο την όξυνση της κύριας αντίθεσης στην εποχή μας, αυτής μεταξύ των ιμπεριαλιστών και των λαών.
Τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα, μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’90, με ορόσημο την επέμβαση της Δύσης στην πρώην Γιουγκοσλαβία, περηφανεύονταν για δύο κατά βάση ζητήματα. Το ένα αφορούσε τη διαβόητη αρραγή ενότητα του Δυτικού στρατοπέδου, που εκτός των άλλων περνούσε μέσα από τη συνεργασία των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Περηφανεύονταν επίσης ότι δεν υπάρχει τίποτα ικανό στον πλανήτη (χώρα, λαός, κίνημα, ηγέτης) που να μπει εμπόδιο στα επεκτατικά τους σχέδια. Τα πράγματα ακόμη κινούνταν στη δυναμική των ανατροπών των αρχών του ’90, όπου η Δύση, μεθυσμένη από τη νίκη της στον ψυχρό πόλεμο, θεωρούσε απόλυτα εφικτό τον στόχο της ανεμπόδιστης κυριαρχίας της πάνω στον πλανήτη, με φανερή την ηγεμονία των ΗΠΑ στα πλαίσια της Δυτικής Συμμαχίας.
Ήταν η εποχή που οι θεωρίες της παγκοσμιοποίησης και των ολοκληρώσεων είχαν κυριολεκτικά απογειωθεί, θέλοντας με το ζόρι να επιβάλλουν, ακόμη και στους πιο δύσπιστους, την εντύπωση ότι το σύστημα περνάει σε ένα καινούριο «μεταιμπεριαλιστικό» στάδιο. Ήταν η εποχή που το καπιταλιστικό σύστημα, παρουσιάζονταν έτοιμο να εφορμήσει προς κάθε κατεύθυνση και να μετατρέψει τις Ανατολικές χώρες της ΣΕ και την Κίνα σε μια ακόμη ενδοχώρα του.
Φυσικά τα πράγματα από τότε εξελίχθηκαν και εξελίσσονται διαφορετικά. Ένα ρήγμα εμφανίστηκε στα πλαίσια της Δυτικής Συμμαχίας, σαν απόρροια και της πολιτικής Μπους. Ένα ρήγμα που, όπως ήταν φυσικό, εξαπλώθηκε και σε πολλές περιοχές της περιφέρειας, με εκφράσεις και στο οικονομικό και στο πολιτικό επίπεδο. Ξαναφάνηκε καθαρά ότι τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα είναι συγκρουόμενα όταν αφορούν ζώνες και σφαίρες επιρροής, ερείσματα σε άλλες χώρες, έλεγχο της ενέργειας κ.λπ. Ένα ρήγμα που, παρά τις απόπειρες συγκόλλησης του τις οποίες επιβάλλουν τα γενικότερα συμφέροντα καπιταλιστικής κυριαρχίας και εξάπλωσης, δεν δείχνει να επιτρέπει να επανέλθουν τα πράγματα εκεί που βρίσκονταν τις μέρες του ’90.
Οι συνέπειες αυτού του ρήγματος δεν εκφράστηκαν βέβαια και μόνο με τη σοβαρή όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Μεταφέρθηκαν και στις σχέσεις του κάθε ιμπεριαλιστή με τις χώρες και τα καθεστώτα που ήθελε ή μπορούσε να έχει σε άμεση ή έμμεση εξάρτηση. Αντικειμενικά αν το εξετάσουμε «αφήνοντας» στην άκρη προς στιγμήν τις υπόλοιπες υποκειμενικές παραμέτρους που επηρεάζουν την επαναστατική δράση και προοπτική, η εμφάνιση του ρήγματος αυτού, που εκτός των άλλων αποδυνάμωσε τις αστικές θεωρήσεις και δόγματα, ευνοεί τη δράση και ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος.
Δεν παραγνωρίζουμε καθόλου τους μεγάλους κινδύνους που απειλούν τους λαούς όλου του κόσμου από την όξυνση των αντιθέσεων που αναφέραμε. Ωστόσο, σαν εξέλιξη έρχονται να επιβεβαιώσουν και να δικαιώσουν μια σειρά εκτιμήσεις και θέσεις των κομμουνιστών και πολλά από τα διδάγματα και συμπεράσματα του Μαρξισμού και του Λενινισμού.
Μια άμεση παρενέργεια της εμφάνισης του ρήγματος ήταν η όξυνση της αντίθεσης κεφαλαίου εργασίας στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών, ιδιαίτερα του αναπτυγμένου κόσμου, με δεδομένη τη σκλήρυνση της επίθεσης του κεφαλαίου στους λαούς και την εργατική τάξη, προκειμένου να αποκτηθούν καλύτεροι όροι στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.
Αυτό που κυρίως όμως προκάλεσε η εμφάνιση του ρήγματος ήταν η αφύπνιση των λαϊκών μαζών και η όξυνση της αντίθεσης ιμπεριαλισμού-λαών, ανεξάρτητα του πως αυτή η όξυνση μπορεί να διαστρέφεται σαν όξυνση των αντιθέσεων Δύσης-Ανατολής ή σαν όξυνση αντιθέσεων με θρησκευτικό περιεχόμενο. Ανεξάρτητα ακόμα και αν πολλοί καλοθελητές θέλησαν και θέλουν να διαστρέψουν την αντίθεση αυτή και να την εμφανίσουν σαν αντίθεση σοσιαλδημοκρατίας-νεοφιλελευθερισμού ή σαν αντίθεση Αμερικής-Ευρώπης.
Μπορεί σαν κομμουνιστικό κίνημα, και δικαιολογημένα, να έχουμε ενστάσεις, κριτικές και πολεμικές ακόμα για το βάθος και το περιεχόμενο του αντιπολεμικού κινήματος που βιώσαμε παντού στον κόσμο πριν τέσσερα χρόνια. Μπορεί, και δικαιολογημένα, να θεωρούμε ότι αυτό το αντιπολεμικό κίνημα ήταν εκμεταλλεύσιμο από ιμπεριαλιστές εναντίον άλλων. Αυτά όλα όμως δεν αναιρούν την κύρια πλευρά του ζητήματος που, για να θυμηθούμε μια έκφραση του προέδρου Μάο, είναι μια ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ.
Η αντιπολεμική-αντιιμπεριαλιστική διάθεση των μαζών στη Λ. Αμερική έχει διογκωθεί και εκφράζεται με μαζικές διαστάσεις και ανάδειξη κινημάτων. Το ίδιο είδαμε να συμβαίνει και μέσα στις ίδιες τις μητροπόλεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Ανάλογα φαινόμενα εμφανίζονται στην Ασία και, βεβαίως, με ιδιαίτερη όξυνση στη Μ. Ανατολή, όπου εξέχουσα θέση έχει η παλαιστινιακή και η ιρακινή Αντίσταση, χωρίς να υποτιμάμε τα συμβαίνοντα στο Αφγανιστάν. Ακόμη και στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες όπου η παλινόρθωση του καπιταλισμού αλληλοτροφοδοτιέται με την ιμπεριαλιστική επιδρομή, έχουμε, έστω και με υπόγειες προς στιγμήν διεργασίες, σαφή αλλαγή του κλίματος που σαν βασικό χαρακτηριστικό της έχει την διογκούμενη αμφισβήτηση του «ονείρου» που πλάσαρε ο καπιταλισμός όλες τις προηγούμενες δεκαετίες και που στήριξαν οι εκεί ρεβιζιονιστικές κλίκες και όσοι τους διαδέχτηκαν.
Το κομμουνιστικό κίνημα, όπου υπάρχει και δρα, ανάλογα και με τις ιδιομορφίες, προσδιορίζοντας κατά περίπτωση σε μια σωστή διαλεκτική βάση τη σχέση ενότητας και πάλης με όλα αυτά τα κινήματα, οφείλει να παρέμβει δραστήρια προκειμένου να διαμορφώσει όρους, ώστε μέσα σ’ αυτά τα κινήματα να κερδίζουν έδαφος οι σωστοί προσανατολισμοί πάλης σε βάρος των λαθεμένων.
Κεντρικός στόχος του δεν μπορεί να είναι άλλος από την οικοδόμηση σε μια πορεία ενός παγκόσμιου μετώπου των λαών ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο. Σημείο κλειδί σ’ όλη αυτή τη διαδρομή θα είναι η ενεργότερη συμμετοχή τμημάτων της εργατικής τάξης στο αντιπολεμικό κίνημα, που όλο θα διευρύνονται προκειμένου ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας να αποτελέσει οργανικό κομμάτι της σύγκρουσης με το σύστημα στην προοπτική της ανατροπής του.
Το ΚΚΕ(μ-λ) πασχίζει, όπως έχει δείξει και με τη συμμετοχή του στη Λίγκα αλλά και με τη στήριξη που δίνει και παίρνει από το ILPS, να διευρύνει τη βάση συνεργασίας και αλληλεγγύης με κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις, με κινήματα παντού στον κόσμο που αντιπαλεύουν τον ιμπεριαλισμό, τους συνασπισμούς του, τις εξορμήσεις και τα στηρίγματά του.
Ταυτόχρονα, θεωρεί ότι η κύρια συμβολή του σ’ αυτή τη φάση είναι η προσπάθεια που καταβάλλει στη χώρα του, προκειμένου να δυναμώσει το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Στα πλαίσια αυτά θέλει να δώσει ιδιαίτερο βάρος στην σύσφιξη σχέσεων και δεσμών με κομμουνιστές αλλά και αντιιμπεριαλιστές που δραστηριοποιούνται στις γειτονικές με την Ελλάδα χώρες, στα Βαλκάνια και την Τουρκία.
Κλείνοντας τον διήμερο κύκλο των εκδηλώσεων, θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά τους συντρόφους από τα άλλα κόμματα και τις οργανώσεις, που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μας να τιμήσουμε με ένα ουσιαστικό τρόπο την Οκτωβριανή επανάσταση, σ’ αυτή τη διεθνιστική συνάντηση.
Θέλουμε επίσης να στείλουμε συντροφικούς χαιρετισμούς και στους υπόλοιπους συντρόφους που δεν κατόρθωσαν να βρεθούν σ’ αυτή τη διεθνιστική συνάντηση και να τους διαβεβαιώσουμε ότι θα είμαστε μαζί και δίπλα στους μεγάλους και μικρούς αγώνες που έρχονται ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό, για την ανατροπή του σάπιου συστήματος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο