Πολύ νωρίτερα από το τριώδιο φαίνεται ότι θα αναγκαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποκαλύψει το πραγματικό του πρόσωπο στα λαϊκά στρώματα που βρίσκονται σε κινητοποίηση, εναντιωμένα στα αντιλαϊκά μέτρα που η κυβέρνηση προωθεί στο ασφαλιστικό, στο φορολογικό αλλά και στα εργατικά.
Είναι αλήθεια πως αυτός ο χώρος ανέκαθεν είχε την ικανότητα να ξεγλιστρά ισορροπώντας ανάμεσα στις ρεφορμιστικές του απόψεις και αιτήματα που πρόβαλλε και τη συμμετοχή του στα συνδικαλιστικά και πολιτικά κινήματα που προέκυπταν. Παρά τη μικρή του δύναμη στο κίνημα, ήταν από τους βασικούς παράγοντες που ενώ έβαζε με περισσή προθυμία το χεράκι του στο ξεπούλημα και στο σαμποτάρισμα των αγώνων, μπορούσε συνάμα να παρουσιάζει ότι συμμετείχε ενεργά στην προβολή τους.
Ο όρος «κινηματικός κυβερνητισμός» δικαίως βρήκε την πεμπτουσία του περιεχομένου του στις προσπάθειες καπηλείας και χυδαίας εκμετάλλευσης των κινηματικών ξεσπασμάτων του 2010-12 που επέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ ως σύνολο αλλά και οι «αριστερές» συνιστώσες του που τότε προθύμως συνέρρεαν για να γλείψουν το κοκαλάκι της εξουσίας.
Ο απολίτικος τρόπος αντιπολίτευσης στη μνημονιακή πολιτική των ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, το κυνήγι των αριστερών συλλογικοτήτων από τις πλατείες, η γηπεδιακή συνθηματολογία, η αποδοχή και η συνύπαρξη με ακροδεξιές, εθνικιστικές απόψεις σε συνδυασμό με τους τραμπουκισμούς απέναντι σε όσους προσπαθούσαν να εκφέρουν συγκροτημένο αριστερό κινηματικό λόγο, καθώς και η επιλογή του προτάγματος «κάτω η κυβέρνηση» με το οποίο προβαλλόταν στα οργισμένα λαϊκά στρώματα η εκλογή του ως κυβέρνηση που θα έσκιζε τα μνημόνια, οδήγησαν το εργατικό και λαϊκό κίνημα σε οπισθοχώρηση, αφοπλισμό και στη συνέχεια σε απογοήτευση.
Βεβαίως, καμία αυτοκριτική δεν εκφράστηκε από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού η στάση του αυτή υπήρξε μελετημένη επιλογή αλλά και φρόντισε να τη συνεχίσει και μετά. Ούτε όμως από τις συνιστώσες που με ζήλο την εφάρμοσαν, καθώς και από το σύνολο του λεγόμενου εξωκοινοβουλίου που νόμιζε ότι θα κολυμπήσει άνετα στα θολά αυτά νερά που άπλωνε ο ΣΥΡΙΖΑ, για να διαπιστώσει στη συνέχεια ότι θα γινόταν ο ίδιος θύμα λεηλασίας του δυναμικού του.
Φτάσαμε στο τραγελαφκό σημείο αυτή η αντιδραστική κυβέρνηση να μπορεί να διακηρύσσει, μέσω του «εργατικού τομέα» του ΣΥΡΙΖΑ, ότι συμπαραστέκεται και συμμετέχει στις απεργιακές κινητοποιήσεις που ξέσπασαν με αφορμή τα αντιλαϊκά μέτρα που προσπαθεί να φορτώσει στις πλάτες των εργαζόμενων. Να προσπαθεί δηλαδή να καπηλευτεί το απεργιακό κίνημα και την οργή του λαού που στρέφεται ενάντια στην αντιδραστική της πολιτική, ως μέσο πίεσης απέναντι στους ιμπεριαλιστές ώστε να της δώσουν μια ανάσα στην εφαρμογή των απαιτήσεών τους. Θεωρεί δηλαδή ότι μπορεί ακόμη να κοροϊδεύει τους εργαζόμενους όπως στις πλατείες, αναμασώντας τα ίδια επιχειρήματα των προκατόχων της για αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, για συμφωνίες που δεν μπορούν να ανατραπούν, για σκληρές διαπραγματεύσεις και κόκκινες γραμμές. Ότι εντέλει είναι μαζί τους, αλλά δεν μπορεί να κάνει πίσω στα μέτρα. Βεβαίως, δεν είναι ότι πρωτοτυπεί αν σκεφτεί κανείς ότι ο ΓΑΠ είχε συμμετάσχει και σε πορεία παλιότερα όντας κυβέρνηση.
Όμως τα πράγματα δεν είναι όπως το 2012 ούτε καν όπως τον Σεπτέμβρη του 2015. Η οργή των εργαζόμενων, των μικρομεσαίων αγροτών και επαγγελματιών έχει φτάσει στο κόκκινο. Τα παιχνίδια μέσω του κινήματος, για να ριχτούν γέφυρες στα μεσαία στρώματα που προσπαθεί να προσεταιριστεί και στο μεγάλο κεφάλαιο με τις συμφωνίες του ΣΕΒ, έχουν όρια και δεν αποδίδουν πλέον στα λαϊκά στρώματα.
Ήρθε λοιπόν η ώρα, κάτω από την πίεση που ασκεί η οξυμένη ταξική πάλη, να μιλήσει και να δράσει όπως αρμόζει σε κάθε αντιλαϊκή κυβέρνηση. Οι ψιλοτροποποιήσεις ως στάχτη στα μάτια, αφού δεν γίνονται δεκτές από τις λαϊκές μάζες δίνουν τη θέση τους στα δακρυγόνα -στα πιο «ανώδυνα μέτρα καταστολής»- όπως εκμυστηρεύτηκε ο υπουργός, στα γκλοπ και στους ΔΕΛΤΑδες.
Μέτρα, λοιπόν, αστυνομικής καταστολής απέναντι στα τρακτέρ που κάποτε επισκεπτόταν ο Αλέξης αλλά σήμερα θεωρούνται «τανκς». Απαγορεύσεις και διώξεις σε όσους… ξεπεράσουν τα όρια διαμαρτυρίας, που όπως ζητιέται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τα Μέσα Μαζικής Αποβλάκωσης που ελέγχουν, θα πρέπει πλέον να οριοθετηθούν, αφού το πάθημα -εννοούν την προηγούμενη ενθάρρυνση τέτοιων μορφών πάλης από επίδοξους κυβερνητικούς μνηστήρες- έγινε μάθημα. Να μπει μια «τάξη» στις αντιδράσεις των μαζών.
Τρομοκρατία κρατική και καταστολή αστυνομική και δικαστική είναι αυτό που πλέον θα δούμε να εφαρμόζεται σαν κεντρική κατεύθυνση, γιατί σε επιμέρους κινητοποιήσεις οι εργαζόμενοι την έχουν ήδη γευτεί.
Από κοντά και όλο το γνωστό πακέτο συκοφάντησης που παραλαμβάνει με τους κυβερνητικούς θώκους κάθε κυβέρνηση: «ακροδεξιά» ή «ακροαριστερά» στοιχεία πρωτοστατούν, ανάλογα με τη φάση και την κυβέρνηση. «Εγωιστές» οι απεργοί ή οι αγρότες, γιατί αυτοί είναι προνομιούχοι ενώ οι εξαθλιωμένοι εργαζόμενοι δεν αντιδρούν. Συντεχνίες και περιθωριοποιημένοι όσοι συμμετέχουν.
Γνωστά λόγια και έργα από όλους αυτούς που αναλαμβάνουν να προωθήσουν τα αντιλαϊκά μέτρα που απαιτούν ιμπεριαλιστές και κεφάλαιο. Θεωρούμε όμως ότι ο κοινωνικός αυτοματισμός και η διάσπαση στα λαϊκά στρώματα ολοένα και θα περνάνε δυσκολότερα. Βεβαίως, εξακολουθεί το εργατικό αλλά και αγροτικό κίνημα να παραμένει ασυγκρότητο και να ελέγχεται από εργατοπατέρες και αγροτοπατέρες που φροντίζουν να μην υπερβαίνουν τα εσκαμμένα, αλλά η οργή των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων δεν μπορεί να καναλιζαριστεί τόσο εύκολα πλέον σε κινητοποιήσεις εκτόνωσης.
Κι όσο το πραγματικό πρόσωπο της κυβέρνησης θα γίνεται και σε αυτό το πεδίο ίδιο με εκείνο των προκατόχων της, θα δυσκολεύουν να πείθουν οι απάτες περί φιλεργατικού και ταξικού πρόσημου όπως αρέσκεται να διατυμπανίζει ο Κατρούγκαλος.
Αυτό από μόνο του δεν αρκεί, εάν δεν συνοδευτεί από την διεύρυνση της επιρροής των προοδευτικών και κυρίως κομμουνιστικών απόψεων μέσα στο κίνημα. Γιατί κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στον λάκκο που ο ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε με τη πολιτική του και την απολίτικη και αντικομματική έκφραση μέσα στις κινηματικές διαδικασίες. Κάτι που ευθέως ευνοεί την Χρυσή Αυγή και τους κάθε Τζήμερο και Άδωνι.