Υπάρχει ανάγκη ανάπτυξης κινήματος ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό; Το ερώτημα πιθανά να θεωρείται χωρίς ουσία και μάλιστα σε μία περίοδο που οι βόμβες των ιμπεριαλιστών πέφτουν βροχή, υπάρχει τεράστια κινητοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων σε πολλά σημεία του πλανήτη, ενώ ο πόλεμος και οι επεμβάσεις μαίνονται με θύματα τους λαούς. Στην περιοχή μας, τα μέτωπα της αντιπαράθεσης των αστικών τάξεων Τουρκίας – Ελλάδας παραμένουν ανοιχτά ενώ στην χώρα μας η κυβέρνηση ενισχύει τα δεσμά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης ιδιαίτερα από τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Όμως, για την Αριστερά στη χώρα μας, φαίνεται ότι η απάντηση στο ερώτημα θέλει… σκέψη και περισυλλογή. Κανείς δεν αρνείται την σημασία των εξελίξεων και τους κινδύνους για τον λαό, όλοι μιλούν για την ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που φέρνουν πολέμους και καταστροφή και όλοι αναδεικνύουν την ανάγκη να υπάρξει απάντηση από τη μεριά του εργατικού-λαϊκού παράγοντα και μάλιστα μαζική. Αυτά στα λόγια, γιατί στην πράξη τίποτα δεν προωθείται και όποια πρωτοβουλία παρθεί από τους «συνήθεις υπόπτους» γίνεται συστηματική προσπάθεια να υπονομευτεί για να αποτύχει. Τους αρκούν επετειακού χαρακτήρα εκδηλώσεις οι οποίες «καλύπτουν» το θέμα και βγαίνουν έτσι από την υποχρέωση της οικοδόμησης κινήματος.
Η απάντηση, βέβαια, στο ερώτημα δεν είναι να… αποφανθούμε για την ανάγκη ύπαρξης κινήματος αλλά να θέσουμε τους όρους που μπορεί να οικοδομήσουν ένα τέτοιο κίνημα. Και πρώτα από όλα, τους πολιτικούς όρους, που καθορίζονται από τις διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις και «διαβάζονται» με διαφορετικό τρόπο από τον κάθε χώρο που αναφέρεται στην Αριστερά. Όταν λοιπόν διαπιστώνεις όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για την κυριαρχία στον κόσμο και ιδιαίτερα στην περιοχή μας, τι σημαίνει αυτό; Αποτελεί κάτι προσωρινό ή το βασικό μοτίβο το οποίο για μεγάλη περίοδο θα καθορίζει τον χαρακτήρα των εξελίξεων στον κόσμο αλλά και στη χώρα μας; Η σοβαρότητα του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστών θα πρέπει να τεθεί σαν σημαντικό πολιτικό ζήτημα στον λαό ή θεωρείται ότι είναι κάτι που δεν τον αφορά και αποτελεί «υψηλή πολιτική» στην καλύτερη περίπτωση, ενώ στην χειρότερη έχουμε και εκφράσεις επιλογής ιμπεριαλιστή «προστάτη»; Το στρατιωτικό – πολιτικό «μνημόνιο» που στήνει σήμερα η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμένου, έχοντας πάρει την σκυτάλη από τους προηγούμενους, με τους αμερικανονατοϊκούς, έχει σχέση με την επίθεση που δέχεται ο εργαζόμενος λαός στα δικαιώματα, τις κατακτήσεις, την ίδια του την ζωή, από τις ίδιες δυνάμεις ή αποτελεί «απλώς» αναβάθμιση του ρόλου της ντόπιας αστικής τάξης; Εν τέλει, η αντιιμπεριαλιστική πάλη αποτελεί μία ουσιαστική πλευρά της συνολικής πάλης της εργατικής τάξης και του λαού ή την θυμόμαστε όταν μυρίζει μπαρούτι παντού; Αλλά ακόμα και τότε, κάνουμε ότι απαιτείται ή προσπαθούμε να ξεφύγουμε από το πρόβλημα;
Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα θα καθορίσουν και τους πολιτικούς όρους που μπορούν ή όχι να οικοδομήσουν ένα μαζικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό. Και εδώ να ξεκαθαρίσουμε ότι όσο κούφιος μπορεί να είναι ένας αντιιμπεριαλισμός που «ξεχνάει» την ντόπια αστική τάξη, τις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής και την επίθεση στον εργαζόμενο λαό, άλλο τόσο κούφιος είναι και ένας αντικαπιταλισμός που υποτιμάει ή και αγνοεί την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό για κυριαρχία στον κόσμο. Και για να το πούμε ακόμα πιο ξεκάθαρα, όσο αποπροσανατολιστικός να ξεστρατίσει σε εθνικιστικά και άλλα ανώδυνα για το σύστημα μονοπάτια μπορεί να αποδειχθεί ένας αντιιμπεριαλισμός χωρίς εργατική ηγεμονία και αριστερό προσανατολισμό, άλλο τόσο ανώδυνη καρικατούρα μπορεί να αποδειχθεί ένας αντικαπιταλισμός που δεν αναγνωρίζει τους πραγματικούς αντιπάλους της εργατικής τάξης και του λαού.
Στη χώρα μας, η μόνη που μπορεί να υπηρετήσει με συνέπεια και μακριά από πασιφιστικές αντιλήψεις την υπόθεση της οικοδόμησης ενός αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος είναι η Αριστερά. Όλες οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις έχουν συνδέσει την ύπαρξη και την κυριαρχία τους πάνω στον λαό και την χώρα με την υποταγή τους στους Αμερικάνους και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Με υποτέλεια έχουν υπηρετήσει όλους τους σχεδιασμούς τους τόσο για τη χώρα και την περιοχή όσο και σε κάθε γωνιά της γης (από την Κορέα μέχρι το Αφγανιστάν) που έχουν κληθεί, κατά καιρούς, να «συμβάλλουν». Αλλά τα πράγματα «δεν είναι έτσι», ο ΣΥΡΙΖΑ, άξιος κληρονόμος των Ιταλών «αριστερών», που στήριζαν τους αμερικανονατοϊκούς βομβαρδισμούς στην Γιουγκοσλαβία, δείχνει «κατανόηση» για τους βομβαρδισμούς στη Συρία, στη σύνοδο των πρωθυπουργών του ευρωπαϊκού νότου. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά για ένα κόμμα που έχει αποφασίσει να υπηρετήσει το σύστημα της εκμετάλλευσης και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης με συνέπεια και σταθερότητα.
Από εκεί και πέρα, οι υπόλοιποι χώροι που αναφέρονται στην Αριστερά (ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΛΑΕ) έχουν σοβαρά πολιτικά ζητήματα με την ανάπτυξη αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Δεν ταιριάζει με τις απόψεις περί «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας», «ολοκληρωτικού καπιταλισμού» αλλά και της θέσης ότι η «κύρια αντίθεση στην Ελλάδα είναι μνημόνιο-αντιμνημόνιο». Αν στα παραπάνω προσθέσεις και ελαφρά έως πολλά λοξοκοιτάγματα προς άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, κυρίως προς Ρωσία, τότε γίνεται φανερό για ποιο λόγο η όλη συζήτηση και η όποια κίνηση περιστρέφεται κυρίως γύρω από την ΕΕ, το νόμισμα και τους πιθανούς όρους αποδέσμευσης, στο φόντο των «ευκαιριών» που ξεπηδούν από το Brexit και της γενικότερης αμφισβήτησης μέσα και έξω από την ΕΕ. Επί της ουσίας, η Αριστερά «παρακολουθεί» τη συζήτηση και κινείται εντός των αστικών πλαισίων, ανεξάρτητα της θέσης που παίρνει. Οι όποιες κινήσεις ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό είτε έχουν ένα στενό κομματικό χαρακτήρα, είτε εντάσσονται σε επετειακού χαρακτήρα εκδηλώσεις και με αυτό τον τρόπο αποτρέπεται η μαζική κινητοποίηση εργαζόμενων και λαού. Μάλιστα, ήδη έχουν υπονομεύσει την αντιπολεμική-αντιιμπεριαλιστική διάθεση του λαού με τη γενικότερη στάση τους στο προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, καθώς η βασική τους προσέγγιση ήταν και παραμένει η «ανθρωπιστική βοήθεια» σε διάφορες μορφές.
Με αυτά και με αυτά, σε μία χώρα που το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα αποτελούσε «καρφί» για τους ιμπεριαλιστές, την ντόπια αστική τάξη και τους πολιτικούς υπηρέτες τους, σήμερα, σε μία κρίσιμη περίοδο, παρουσιάζεται ιδιαίτερα αδύναμο με κύρια ευθύνη όλων αυτών των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά αλλά στέκονται μακριά και κόντρα σε καθήκοντα που απορρέουν από τον χαρακτήρα που υποτίθεται ότι έχουν. Από εδώ πηγάζει και η βασική εκτίμηση ότι η Αριστερά «μας», στην κυρίαρχη έκφρασή της, κάτω από το βάρος της οπισθοχώρησης και της ήττας, δεν αποτολμά να ανοίξει ζητήματα που «καίνε», με μαζικούς όρους πάλης. Αντίθετα, περιορίζεται είτε σε θεωρητικές τοποθετήσεις, είτε σε διακηρύξεις, είτε σε κινήσεις περιορισμένης εμβέλειας. Με τον τρόπο αυτό και κρύβοντας σαν την στρουθοκάμηλο το κεφάλι της στο χώμα, νομίζει ότι οι κίνδυνοι θα προσπεράσουν και δεν θα χρειαστεί να ξεστρατίσει από το «πρόγραμμά» της. Δυστυχώς για αυτούς αλλά κυρίως για τον λαό μας, οι κίνδυνοι που μεγαλώνουν μέρα με την μέρα από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, τις επεμβάσεις και τους πολέμους θα γίνονται ακόμα πιο έντονοι και δεν θα αφήσουν κανέναν στην «ησυχία» του και τα «σχέδιά» του. Όσο πιο γρήγορα ανατραπεί αυτή η «αφασία» που επικρατεί, τόσο πιο αποτελεσματικά μπορεί να αναπτυχθεί το μαζικό αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό κίνημα που απαιτείται σήμερα. Στην κατεύθυνση αυτή οφείλουν να δώσουν και όλες τις δυνάμεις τους τα σχήματα και οι αγωνιστές που συγκροτούν τη Λαϊκή Αντίσταση- Αριστερή Αντιιμπεριαλιστική Συνεργασία, συμβάλλοντας, με αυτό τον τρόπο, στην ανατροπή των αντιλήψεων και των πρακτικών που καθηλώνουν τον λαό και το κίνημα.