Δεν κρύβεται ούτε από τα επίσημα στατιστικά η τραγική κατάσταση για τους εργαζόμενους στη χώρα, παρά τις επίμονες προσπάθειες της κυβέρνησης να καλλιεργεί μια αίσθηση «σταδιακής επιστροφής στην ομαλότητα». Η πραγματικότητα που αποτυπώνεται τόσο στα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ και του ΟΑΕΔ για την «επίσημη» ανεργία όσο και στην πρόσφατη ετήσια έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, που περιλαμβάνει πολύ αναλυτικότερα στοιχεία για πολλές πλευρές των όρων δουλειάς και ζωής εργαζομένων και ανέργων, είναι ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο στην οποία ο εργασιακός μεσαίωνας διευρύνεται, βαθαίνει και βυθίζει στην εξαθλίωση την πλειοψηφία του λαού, σε μια πορεία που όχι μόνο δεν έχει ανακοπεί αλλά προωθείται από όλα τα κέντρα εξουσίας μέσα κι έξω από τη χώρα.
Αυξημένο «επίσημο» ποσοστό ανεργίας για το τελευταίο τρίμηνο του 2016 ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ (23,6% έναντι 22,6% του τρίτου τριμήνου 2016), τάση που εμφανίζεται και στα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΟΑΕΔ που καταγράφουν αύξηση των εγγεγραμμένων ανέργων κατά 0,77% το Φλεβάρη. Αν συνυπολογιστούν οι «αποθαρρημένοι άνεργοι», δηλαδή εκείνοι που δηλώνουν πως δεν αναζητούν πλέον δουλειά και οι υποαπασχολούμενοι (χωρίς τους ελάχιστους που επιλέγουν μειωμένο ωράριο), το ποσοστό ξεπερνάει το 30%, σταθερά από το 2012, ενώ το 2009 ήταν περίπου 10%. Καθώς η μακροχρόνια ανεργία αφορά μόνιμα περισσότερους από το 70% των ανέργων, οι «αποθαρρημένοι» αυξάνονται συνεχώς, όπως αυξάνονται και όσοι μεταναστεύουν στο εξωτερικό, ο αριθμός των οποίων εκτιμάται στα 400.000 άτομα το διάστημα της κρίσης. Αυτά τα στοιχεία επιτρέπουν στην «επίσημη» ανεργία να εμφανίζει ακόμα και μείωση, την ώρα που η πραγματική ανεργία αυξάνεται. Η περίοδος λοιπόν εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από διαρκή ψηλά ποσοστά πραγματικής ανεργίας, χωρίς καμιά προοπτική μείωσης. Πρόσθετη σημασία έχει η ανυπαρξία πλαισίου προστασίας από την ανεργία, που σχετίζεται με το μέγεθος και τη διάρκεια του επιδόματος ανεργίας και την προστασία από απολύσεις, με το σχετικό δείκτη εργασιακής ανασφάλειας να κατατάσσει την Ελλάδα στη χειρότερη θέση από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Η ανεργία αναδεικνύεται σε εξαιρετικά κρίσιμο πρόβλημα για το σύνολο των εργαζομένων στη χώρα και συντριπτικό εκβιαστικό όπλο για το κεφάλαιο και την εργοδοσία στην επίθεσή τους σε κάθε πτυχή της εργασιακής πραγματικότητας.
Αλλά και για όσους εργάζονται, τα στοιχεία της έκθεσης της ΓΣΕΕ είναι γλαφυρά και επιβεβαιώνουν τα χαρακτηριστικά που εντοπίζαμε στα αποτελέσματα του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ για το 2016. Με «οδηγό» τον κατώτατο μισθό, που παραμένει καθηλωμένος μετά τη μεγάλη μείωση του Φλεβάρη του 2012 και υπό το καθεστώς της ρύθμισης από το κράτος, την κατάργηση -πρακτικά- των κλαδικών ΣΣΕ και τη δραματική επέκταση της ελαστικής εργασίας, ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι πληρώνονται με πολύ χαμηλούς μισθούς και με προοπτική χειροτέρευσης. Οι κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις (εθνικές και τοπικές) συνέχισαν να μειώνονται, φτάνοντας στις μόλις 16 το 2016, από τις 79 που ήταν το 2010, ενώ η μη επεκτασιμότητά τους στο σύνολο του κάθε κλάδου σημαίνει ότι από αυτές καλύπτεται πλέον ένας μηδαμινός αριθμός εργαζομένων. Οι επιχειρησιακές ΣΣΕ, μετά την εκτίναξη από 227 το 2010 σε 976 το 2012, έχουν μειωθεί σε απόλυτο αριθμό (318 το 2016) αλλά εξακολουθούν να αποτελούν το 95% όλων των συμβάσεων. Η μείωσή τους εκφράζει την άνεση της εργοδοσίας να μειώνει μισθούς χωρίς καν την ανάγκη χρήσης των «ενώσεων προσώπων» που είχαν εφευρεθεί προκειμένου να σπάσουν οι κλαδικές συμβάσεις το προηγούμενο διάστημα. Παράλληλα, η μερική και εκ περιτροπής απασχόληση κυριαρχεί στις νέες προσλήψεις εδώ και 3 χρόνια.
Τα αποτελέσματα της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων και της κατεδάφισης των εργατικών κατακτήσεων είναι πολλαπλά. Περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους έχουν μισθό κάτω από 800 ευρώ καθαρά στον ιδιωτικό τομέα και κάτω από 1.100 ευρώ στον ευρύτερο δημόσιο. Ο «επίσημος» δείκτης -σχετικής- φτώχειας (εισόδημα κάτω του 60% του διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος του εισοδήματος) βρίσκεται στο 21,4% το 2015, αν όμως χρησιμοποιηθεί ως όριο το κατώφλι φτώχειας του 2008, το ποσοστό φτώχειας από 18% το 2010 αυξάνεται στο 48% το 2015, ποσοστό που συγκρατείται βασικά από τους συνταξιούχους. 29,2% του πληθυσμού δεν μπορεί να πληρώσει για επαρκή θέρμανση. Ο δείκτης εργασιακής έντασης βρίσκεται στο διπλάσιο από τις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ, τόσο εξαιτίας των υψηλών απαιτήσεων των εργοδοτών όσο και της μικρής πρόσβασης σε αναγκαίους πόρους για την εκτέλεση της δουλειάς, συμπεριλαμβανομένου του διαθέσιμου χρόνου και μέσων προστασίας, που οδηγεί και σε ιδιαίτερα ψηλό κίνδυνο για την υγεία των εργαζομένων.
Η αποκάλυψη και «με στοιχεία» της πραγματικότητας που βιώνει ο εργαζόμενος λαός έχει μια σημασία και απογυμνώνει τα «επιχειρήματα» που συνοδεύουν την επίθεση. Αυτό όμως που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η αποκάλυψη των όρων που επέτρεψαν την επιβολή αυτής της αντεργατικής και αντιλαϊκής πολιτικής, που δεν σχεδιάστηκε ούτε υλοποιήθηκε στη βάση των «επιχειρημάτων» για τη «βελτίωση της οικονομίας» αλλά στη βάση του αρνητικού για τους εργαζόμενους συσχετισμού δύναμης. Αυτό το κομμάτι η ΓΣΕΕ προσπαθεί να κρύψει στις εκθέσεις της, χρεώνοντας τις επιλογές αυτές σε μια θολή «νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία», ακριβώς γιατί έχει τεράστιες ευθύνες για τη διαμόρφωση του αρνητικού συσχετισμού αλλά και για την υλοποίηση των μέτρων διάλυσης των εργασιακών σχέσεων (όπως πχ. με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ σε ρόλο εργολάβου του δημοσίου). Ακόμα και τώρα, όπου κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι τα μέτρα είναι «παροδικά», η ΓΣΕΕ απευθύνεται προς το σύστημα, με σκοπό την αναγνώριση της διαλυτικής δουλειάς που συνεχίζει να κάνει στους εργαζόμενους, την αναπαραγωγή της (οικονομικά και όχι μόνο) και την αναβάθμιση του θεσμικού της ρόλου στο πλευρό των δυνάμεων του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Οι προτάσεις-«αιτήματα» που παραθέτει στο τέλος της έκθεσής της, ακόμα κι αν περιλαμβάνουν σημαντικά ζητήματα, συνολικά κινούνται στη συμβιβαστική λογική που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη συνδικαλιστική ηγεσία. Το βάρος της ανάδειξης όχι απλά των προβλημάτων των εργαζομένων αλλά και των όρων για τη λύση τους, δηλαδή τη συγκρότηση του κινήματος σε όλα τα επίπεδα, πέφτει στις δυνάμεις που θέλουν να υπηρετήσουν τη λογική του αγώνα στα χέρια των ίδιων των εργαζομένων, κόντρα στη μοιρολατρία και την υποταγή.