του Ανδρέα Βογιατζόγλου
Σήμερα, προτελευταία μέρα των διαδικασιών συζητήσεων και προβληματισμού που οργάνωσε η πρωτοβουλία μας, ξεκινώντας από την περασμένη Κυριακή 15 Ιούνη, διαλέξαμε ένα θέμα μεγάλου ενδιαφέροντος και πρώτης προτεραιότητας. Ένα θέμα που έτσι κι αλλιώς απασχολούσε και απασχολεί τους αγωνιστές και τους επαναστάτες και που η πρόσφατη εισβολή και κατοχή του Ιράκ το έκαναν ακόμα πιο σημαντικό και επίκαιρο και δικαίως το έβαλαν στην πρώτη γραμμή. Αναφερόμαστε στο μέγα θέμα της αναγκαιότητας και της δυνατότητας ύπαρξης αντιπολεμικού κινήματος. Στο μέγα θέμα του χαρακτήρα, του περιεχομένου και των στόχων του αντιπολεμικού κινήματος.
Φυσικά και το μεγάλο αυτό κεφάλαιο δεν ανοίγει για πρώτη φορά πρόσφατα. Ούτε είναι η πρώτη φορά που η εμφάνισή του στο προσκήνιο προκάλεσε συζητήσεις και αντιπαραθέσεις άλλοτε γόνιμες και άλλοτε στείρες στα πλαίσια της ευρύτερης αριστεράς και ειδικότερα της επαναστατικής λεγόμενης.
Κατά τη γνώμη μας ήταν απόλυτα φυσιολογικό να κυριαρχήσουν οι αντιπαραθέσεις σε βάρος των συγκλίσεων και των συμπτώσεων. Υπήρχαν μπόλικοι λόγοι που συνέβη αυτό, μιας και η ανάπτυξη της συζήτησης και του προβληματισμού γύρω από το ζήτημα του αντιπολεμικού κινήματος, έτσι όπως ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και στη χώρα μας με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, φορτίστηκε (σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένα) από μια σειρά κοσμογονικά γεγονότα και ανατροπές. Συνδέθηκε (αναπόφευκτα) με τις ιδιαίτερες θεωρήσεις του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού κόσμου, της φάσης του και της προοπτικής του, που είχαν οι διάφορες τάσεις του εν γένει αριστερού, ριζοσπαστικού, κομμουνιστικού ρεύματος.
Χρωματίστηκε από τη φάση ανάπτυξης (ή μη ανάπτυξης) του επαναστατικού-κομμουνιστικού κινήματος, την αναμφίβολη υποχώρησή του, την ήττα του αν θέλετε, έτσι όπως αποκαλύπτεται σε πλανητική κλίμακα με τις ανατροπές στα πλαίσια του πρώην ανατολικού μπλοκ. Χαρακτηρίστηκε, αν θέλετε, από τον «υποβιβασμό» και την «απαξίωση» του αντιπολεμικού κινήματος, τον περιορισμό του σε μια περιθωριακή και ευκαιριακή διαμαρτυρία «πρωτοπόρων» ενάντια σε «περιστασιακές» ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και εξορμήσεις. Που το αποκόβει και το «απομονώνει» από τη γενικότερη προοπτική και στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος, που το παρουσιάζει σαν μια «υποχρέωση» των αγωνιστών (σαν τόσες άλλες), που είναι «καταδικασμένη» να μείνει αποκομμένη από τις μάζες, να μην τις συγκινεί, να μην τις αγγίζει, να μην μπορεί να εγγυηθεί τον ταξικό προσανατολισμό και το δυνάμωμα της εργατικής τάξης.
Έκφραση κι αυτή αν θέλετε, της φάσης που διένυε το δυτικό στρατόπεδο που κατόρθωνε και να «ενιαιοποιείται» και να «νομιμοποιεί» τις εξορμήσεις του, αμβλύνοντας τις εσωτερικές του τριβές και αντιθέσεις.
Συνέπεια της δυνατότητας του δυτικού κόσμου να επιβάλλεται πάνω στην Ανατολή, της Αμερικής να επιβάλλεται της Δύσης, του καπιταλιστικού κόσμου να επιβάλλει πάνω στις μάζες τις «αξίες» του και τους στόχους του σαν μονόδρομους που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.
Φυσικά και δεν υποτιμούμε την όλη επαναστατική προσπάθεια που έγινε ιδιαίτερα την προηγούμενη δεκαετία απ’ τους επαναστάτες από χώρα σε χώρα, από περιοχή σε περιοχή να συνδεθούν με τις μάζες που αντιστέκονταν όσο και όπου αντιστέκονταν.
Φυσικά και δεν ξεχνάμε τους χιλιάδες νεκρούς και τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι προηγούμενες πολεμικές, ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις και επεμβάσεις. Ούτε τον αγώνα των λαών, των απελευθερωτικών κινημάτων που αγωνίστηκαν απ’ τη μια άκρη του πλανήτη ως την άλλη, ενάντια στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα.
Ωστόσο όπως έχουμε κατ’ επανάληψη εξηγήσει και αναλύσει μετά τις 11 Σεπτέμβρη αλλά και κυρίως με τα όσα προηγήθηκαν, συνόδευσαν και ακολούθησαν την εισβολή στο Ιράκ, μια σειρά πράγματα τίθενται σε νέα βάση. Μέσα σ’ αυτά και η συζήτηση για το αντιπολεμικό κίνημα χωρίς φυσικά να έχουμε αυταπάτες ότι άλλαξε ποιοτικά η φάση του κινήματος ούτε ότι οι συσχετισμοί ανατράπηκαν ριζικά προς όφελος των λαών.
Απλά πιστεύουμε ότι η πραγματικότητα γίνεται πιο φανερή, πιο «εύκολη» για ανάγνωση χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της προηγούμενης περιόδου. Βέβαια, δε θεωρούμε ότι μπήκαμε ως δια μαγείας στην περίοδο των γόνιμων και μόνο προβληματισμών στην περίοδο της αναζήτησης και επιδίωξης των συμπτώσεων.
Είναι προφανές για τον οποιονδήποτε ότι η στάση απέναντι στο αντιπολεμικό κίνημα και στα όσα αναδεικνύει είναι απόρροια και συνάρτηση της εκτίμησης για τις αντιθέσεις στον κόσμο. Της σχέσης και της αλληλεπίδρασης αυτών των αντιθέσεων μεταξύ τους. Της επίδρασης αυτών των αντιθέσεων στις επιλογές και στρατηγικές των ιμπεριαλιστών. Γι αυτό όμως το ζήτημα δε σκοπεύουμε να είμαστε ιδιαίτερα αναλυτικοί μιας και καλύφθηκε, όσο καλύφθηκε, σε συζητήσεις και στα εργαστήρια τις προηγούμενες μέρες των διαδικασιών της «Αντίστασης».
Σίγουρο προαπαιτούμενο για να ξεδιπλώσουμε τη συζήτησή μας είναι ο απολογισμός που κάνει ο καθένας μας για την αντιπολεμικές διαμαρτυρίες και αντιστάσεις στον κόσμο και στη χώρα μας. Τόσο τις πρόσφατες όσο και τις προηγούμενες στη διάρκεια της δεκαετίας 1990-2000.
Που και αυτός ο απολογισμός βέβαια χρωματίζεται και καθορίζεται απ’ τη γενικότερη οπτική, θεώρηση και προσανατολισμό που έχει η κάθε αριστερή τάση που θέλει να παρέμβει στο αντιπολεμικό κίνημα.
Γι αυτό και είναι φυσικό να υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις και εκτιμήσεις όσον αφορά τον απολογισμό αυτό. Που φάνηκαν καθαρά και στην περίοδο των μεγάλων κινητοποιήσεων αλλά και στο διάστημα αμέσως μετά τη συντριβή του καθεστώτος του Ιράκ. Όλοι βέβαια συμφωνούμε σε μερικές μίνιμουμ διαπιστώσεις.
1. Ήταν η πρώτη φορά που οι αντιπολεμικές αντιστάσεις και κινήσεις διαμαρτυρίας πήραν τέτοια έκταση και διάσταση στη χώρα μας και διεθνώς. Τέτοιο ξέσπασμα οργής και αγανάκτησης σε παγκόσμια κλίμακα ενάντια σε μια ιμπεριαλιστική επιδρομή σε βάρος ανεξάρτητης χώρας δεν έχουμε ξαναζήσει τις πρόσφατες δεκαετίες. Μ’ αυτή την έννοια οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις των προηγούμενων μηνών εμφάνισαν διαφορετικά ποσοτικά αλλά και ποιοτικά χαρακτηριστικά, σε σχέση με τις όποιες λαϊκές αντιδράσεις ενάντια σε προηγούμενες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.
2. Οι μαζικές αντιπολεμικές κινητοποιήσεις δεν ήταν ευκαιριακές, ούτε κεραυνός εν αιθρία. Το μαρτυρούν τα όσα είχαν προηγηθεί της εισβολής στο Ιράκ και τα όσα την έχουν ακολουθήσει. Τα οποία για όποιον θέλει να δει είναι σαφή σημάδια, ή αν θέλετε να μιλήσουμε νομικά «σαφείς αποχρώσες ενδείξεις» ότι οι λαοί (όχι φυσικά μ’ έναν ευθύγραμμο και ενιαίο τρόπο) μπαίνουν σε μια πορεία (που δε θα είναι σύντομη) διεκδίκησης του ρόλου τους στην ιστορία. Σαν μια πορεία γεμάτη «εκπλήξεις» και ανατροπές όπου οι λαοί η εργατική τάξη θα διεκδικούν όλο και πιο ενεργά και αποφασιστικά να πάρουν την πρωτοβουλία, να πάρουν τις τύχες τους στα δικά τους χέρια, να επιβάλλουν μέσα απ’ την πάλη και την αντίστασή τους την σταδιακή ανατροπή των αρνητικών συσχετισμών.
Μια πορεία που η «ολοκλήρωσή» της και η «μεταμόρφωσή» της θα καθορίζεται απ’ τους αντικειμενικούς όρους αλλά και θα επηρεάζεται καθοριστικά απ’ την πορεία ανάπτυξης του υποκειμενικού παράγοντα.
3. Οι μαζικές κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών, ανεξάρτητα του βάθους, της διάρκειας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών από χώρα σε χώρα και από περιοχή σε περιοχή ήταν ξεκάθαρα και από πρώτη ανάγνωση αντιαμερικάνικες και αντιεπεμβατικές. Αυτό ήταν το πρώτο και βασικό χαρακτηριστικό των κινητοποιήσεων. Αυτό ήθελαν να αναδείξουν τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βγήκαν στους δρόμους και αυτό κατάφεραν καταρχήν και χωρίς αμφιβολία.
Πολλοί είναι οι παράγοντες που συνετέλεσαν στο να πάρουν οι κινητοποιήσεις τέτοια χαρακτηριστικά. Και που ο καθένας μας μπορεί να τους αξιολογεί διαφορετικά και με άλλη ιεράρχηση. Αυτό που δεν αμφισβητείται είναι ότι τα εκατομμύρια των λαών αυτό που απαίτησαν ήταν να μη γίνει η εισβολή στο Ιράκ. Αυτό που προσπάθησαν ήταν να μπλοκάρουν τη μηχανή του πολέμου που κίνησαν οι ΗΠΑ και στήριξαν οι υπόλοιποι «πρόθυμοι».
4. Για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα και έκταση ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, οι μηχανισμοί που ελέγχει και όσοι τον στήριξαν δεν μπόρεσαν να επιβάλλουν τη «νομιμοποίηση» της ληστρικής επεμβατικότητάς τους. Για πρώτη φορά σε πλανητική κλίμακα μια ιμπεριαλιστική επιδρομή, παρά τα «άλλοθι» τις δικαιολογίες και τις «αξίες» που τη συνόδευσαν δεν μπόρεσε να νομιμοποιηθεί στην συνείδηση των πλατιών λαϊκών μαζών. Και αυτή η πλευρά είναι ίσως απ’ τις πιο σημαντικές, ανεξάρτητα των ιδιαίτερων λόγων που την καθόρισαν, σ’ αυτή τη φάση. Είναι αν θέλετε η βασική παρακαταθήκη που άφησαν οι κινητοποιήσεις με την έννοια ότι συνέβαλλαν στην απονομιμοποίηση προηγούμενων επεμβάσεων, αλλά και έβαλαν άλλες βάσεις για την απονομιμοποίηση των επεμβάσεων που θα έρθουν.
Έβαλαν τις βάσεις για να αμφισβητείται στο μέλλον πιο φανερά το «δικαίωμα» του ιμπεριαλισμού να εφορμά, να σφάζει να χαράζει σύνορα κατά πως τον εξυπηρετεί, στο όνομα των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών και καπιταλιστικών αξιών που τόσο δυνάστευαν και επηρέαζαν τις προηγούμενες δεκαετίες τη συνείδηση των μαζών. Μια εξέλιξη που αναμένεται να τροποποιήσει αρκετά τα μελλοντικά δεδομένα, αλλά και που θα δώσει άλλη προοπτική στην αντίσταση των λαών!
5. Το αντιπολεμικό ρεύμα των τελευταίων μηνών, με βάση τις δυνάμεις που συσπείρωσε λιγότερο ή περισσότερο ευκαιριακά, με βάση την ποιότητα και το βάθος της δουλειάς που είχε προηγηθεί απ’ τις επαναστατικές δυνάμεις, με βάση το βάθος της συνείδησης των μαζών, το βαθμό και την ποιότητα οργάνωσής του, δεν μπόρεσε να οδηγήσει τις εξελίξεις εκεί που έδειξε να θέλει. Στην ήττα των Αμερικάνων και στο μπλοκάρισμα της στρατιωτικής εισβολής. Και αν τα τέσσερα πρώτα σημεία μπορεί να θεωρηθούν κοινός τόπος και συμπεράσματα καταρχήν κοινής αποδοχής, το πέμπτο που αναφέραμε σηκώνει και την περισσότερη συζήτηση. Στην οποία είναι φυσικό να αναδεικνύονται και να κατατίθενται οι γενικότερες αντιλήψεις και προοπτικές του καθένα. Διότι η απάντηση στο «τι έφταιξε» είναι και η αφετηρία που μπορεί να οδηγήσει τον καθένα, όχι μόνο σε διαφορετικούς απολογισμούς αλλά σε διαφορετικές κατευθύνσεις για το πώς αντιλαμβάνεται και προσδιορίζει τον χαρακτήρα του αντιπολεμικού κινήματος.
Όπως επίσης εκτός από αφετηρία είναι και «κατάληξη» για το τι δικαιώθηκε ή απορρίφθηκε και τι τελικά αναδείχθηκε μέσα απ’ αυτές τις κινητοποιήσεις.
Κατά τη γνώμη μας η απάντηση στο πρόβλημα του τι έφταιξε βρίσκεται στο ότι το αντιπολεμικό ρεύμα των μηνών που μας πέρασε, δεν «πρόλαβε», δεν «μπόρεσε» να μετατραπεί σ’ ένα αντιπολεμικό κίνημα με όλη τη σημασία της λέξης. Έχουμε την άποψη (αυτό άλλωστε έδειξε και η εξέλιξη) ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει. Αφενός με βάση του τι είχε προηγηθεί τα προηγούμενα χρόνια και αφετέρου με βάση τα χαρακτηριστικά και τη φυσιογνωμία των δυνάμεων που παρέμβηκαν σ’ αυτό το ρεύμα. Και που κάποιες απ’ αυτές μάλιστα θέλησαν να το καθοδηγήσουν, να βάλουν τη σφραγίδα τους . Και που ορισμένες απ’ αυτές βρίσκονταν και βρίσκονται ανοιχτά στο στρατόπεδο του συστήματος, ανεξάρτητα αν οι αντιθέσεις τους με τις ΗΠΑ, τις ανάγκαζαν να «εναντιωθούν» σ’ αυτές, λιγότερο ή περισσότερο σθεναρά και μόνιμα. Ξεκαθαρίζοντας εξαρχής το ότι για μας αυτό που δεν έφταιξε ήταν οι άμεσοι στόχοι αυτού του ρεύματος, αυτής της μαζικής διαμαρτυρίας, ένα πρώτο θέμα που προκύπτει, είναι τι περίμενε κανείς απ’ αυτό το ρεύμα. Που έβαλε δηλαδή τον πήχη!
Εμείς, σε αντίθεση με μια φιλολογία ηττοπάθειας, απαξίωσης και ντετερμινισμού θεωρούμε ότι και «πολλά έκανε». Αν, ξαναλέμε, λάβουμε υπόψη τους ευρύτερους και ειδικότερους συσχετισμούς. Και το σπουδαιότερο είναι ότι άφησε αρκετές παρακαταθήκες. Όχι μόνο γιατί ανέδειξε σαφή αντιαμερικάνικα και αντιεπεμβατικά χαρακτηριστικά, αλλά γιατί έδειχνε να προσεγγίζει αντιιμπεριαλιστικά αλλά και αντικαπιταλιστικά στοιχεία που η πάλη των λαών πρέπει απαραίτητα να έχει. Για να μπορέσει να βρει την προοπτική της και να μετατραπεί σε κίνημα.
Εμείς διαπιστώσαμε ότι το αντιπολεμικό ρεύμα των προηγούμενων μηνών έκανε αρκετά βήματα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Και μάλιστα κόντρα σε πολλούς. Και φυσικά βοήθησε να μπουν αρκετά πράγματα στη θέση τους έστω και προσωρινά εκθέτοντας μια σειρά αστικές παραϊδεολογίες αλλά και μια σειρά ιδεολογήματα που πλασσάρονταν τα τελευταία χρόνια με αριστερό και επαναστατικό μανδύα.
Το ρεύμα αυτό, μπορεί να μην νίκησε στους άμεσους βασικούς του στόχους οπωσδήποτε όμως πέτυχε μια νίκη. Όχι τόσο φανερή για όλους αλλά υπαρκτή για όποιον θέλει να βγάλει τα συμπεράσματά του. Με τον δυναμισμό του την οργή του, τη μαζικότητά του επέβαλε τους στόχους του και σε μια σειρά πολιτικές δυνάμεις. που όχι μόνο δεν τους είχαν στις σημαίες τους αλλά και τους είχαν πολεμήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Αλλά και σε δυνάμεις που μπορεί στα λόγια να διακήρυτταν ανάλογους στόχους αλλά στην πράξη δεν πίστευαν ούτε πιστεύουν ότι είναι σε θέση τέτοιοι στόχοι να «εγγυηθούν» δημιουργία κινήματος. Δυνάμεις που δεν πίστευαν, ούτε πιστεύουν στη δύναμη των μαζών που είναι «καχύποπτες» απέναντι στην πλατιά λαϊκή δράση και περιχαρακώνονταν απέναντι σ’ οποιαδήποτε κίνηση μαζών που δεν μπορούν να ελέγξουν.
Το αντιπολεμικό ρεύμα ακόμη και αν δεν πέτυχε τους άμεσους στόχους του, δεν εξέθεσε μόνο τους ιμπεριαλιστές που μέχρι τότε θεωρούσαν ότι είχαν τους λαούς του χεριού τους αλλά και ολόκληρη τη φιλολογία περί «παγκοσμιοποίησης». Μια φιλολογία που είχε διαδεχθεί τη φιλολογία περί «ολοκληρώσεων» και «νέων σταδίων του καπιταλισμού». Σ’ αυτό βέβαια «βοήθησαν» (εντός εισαγωγικών) με βαρύ φόρο αίματος και δεινών οι εξελίξεις στο ιμπεριαλιστικό και καπιταλιστικό στρατόπεδο. Δεν παύει όμως να είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι το αντιπολεμικό ρεύμα εξέθεσε το όλο «αντιπαγκοσμιοποιητικό» κίνημα ή ρεύμα και όλες τις δυνάμεις που μέσα από συμβιβασμούς χωρίς αρχές και από διάφορες αφετηρίες συνυπάρχουν στην κορυφή του ή στις παρυφές του.
Το «αντιπαγκοσμιοποιητικό» ρεύμα εκτέθηκε διότι, όχι μόνο λόγω οπορτουνισμού, υποχρεώθηκε να υιοθετήσει τους βασικούς στόχους και τα βασικά συνθήματα του αντιπολεμικού ξεσπάσματος ενώ βρίσκονταν τελείως έξω απ’ τη λογική και την ιδεολογικοπολιτική βάση συγκρότησης του ως ρεύμα και ως πρακτική μέχρι τα τότε.
Πέραν όμως απ’ αυτή τη διαπίστωση καλό θα είναι να δούμε ότι το αντιπολεμικό ξέσπασμα εξέθεσε και μια σειρά άλλες αριστερές ενδιάμεσες δυνάμεις που μπορεί να μην αυτοπροσδιορίζονται στα πλαίσια του «αντιπαγκοσμιοποιητικού» μετώπου αλλά στην πράξη είτε πατάνε σε δύο βάρκες είτε δεν κατάφεραν ν’ αντιτάξουν και να αντιπαραθέσουν τίποτε περισσότερο πέρα απ’ την αγωνία της μικροκομματικής τους επιβίωσης και επιβεβαίωσης.
Η νίκη αυτή του αντιπολεμικού ρεύματος φυσικά και δεν είναι μόνιμη. Ούτε τόσο φανερή στα μάτια των εκατομμυρίων που πλαισίωσαν το αντιπολεμικό ξέσπασμα. Υπόκειται κι αυτή στους νέους συσχετισμούς που θα διαμορφώνονται. Εξαρτάται απ’ το βάθος και την ποιότητα της αντιπαράθεσης που θα γίνεται απέναντι στις λαθεμένες προοπτικές. Απ την πληρότητα και επάρκεια των ιδεολογικών πολιτικών μετώπων που θα ανοίγουν οι γνήσιες αντιπολεμικές αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις τόσο στη χώρα μας, διεθνώς αλλά και ειδικότερα στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ν.Α. Μεσογείου.
Κυρίως θα εξαρτηθεί απ’ τις πρωτοβουλίες που θα πάρουν, τις κατευθύνσεις και τη γραμμή πάλης που θα χαράξουν όσες δυνάμεις στη χώρα μας και διεθνώς είναι πρόθυμες να βαδίσουν στην αντιπολεμική αντιιμπεριαλιστική αντικαπιταλιστική τροχιά. Στις δυνάμεις αυτές που ευτυχώς υπάρχουν, δίνουν το παρόν καταρχήν, συνεργάζονται και συντονίζονται δεν πρέπει να τους αρκεί μόνο ο ετεροπροσδιορισμός ούτε ο στενός ρόλος του προπαγανδιστή που απλώς κάνει ζύμωση στις παρυφές των ξεσπασμάτων όποτε και όσο αυτά εμφανίζονται.
Οι διαδικασίες που προκρίναμε με αφορμή τη Σύνοδο, έκαναν μια αρχή και ταυτόχρονα συνέχισαν τις προσπάθειες καλύτερης και πιο αναβαθμισμένης συνεννόησης και συντονισμού με δυνάμεις που στη χώρα μας, στα Βαλκάνια, στην περιοχή μας αλλά και πιο ευρύτερα θέλουν να κινηθούν σε μια προοπτική ανάληψης ευθυνών ακόμα πιο αναβαθμισμένης και αναγνωρίσιμης από πλατύτερα λαϊκά στρώματα. Το σίγουρο είναι ότι οι εξελίξεις και οι μάζες δεν θα μας περιμένουν. Και αυτό φαίνεται να συνειδητοποιείται γοργά και αυτό ίσως είναι μια «παράπλευρη» αλλά καθόλου αμελητέα επιτυχία και κατάκτηση του αντιπολεμικού ξεσπάσματος.
Η Θεσσαλονίκη Αντίσταση 2003 μπορεί αύριο με τη λήξη των εργασιών της Συνόδου να κλείνει τυπικά τον κύκλο της. Είναι ωστόσο ικανοποιημένη για τις προσπάθειες που κατέβαλε στο χρόνο που πέρασε απ’ την εμφάνισή της ώστε οι επιμέρους λαϊκές αντιστάσεις οι διάσπαρτοι και «περιφερειακοί» αγώνες ενάντια στην πολιτική του ιμπεριαλισμού ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική της ΕΕ και της κυβέρνησης να συναντηθούν στα πλαίσια ενός αντιπολεμικού κινήματος με αντιιμπεριαλιστικά αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Οι δυνάμεις, οργανωμένες και μη, που συνένωσαν τη δράση τους στα πλαίσια της Αντίστασης είναι ικανοποιημένες γιατί βρήκαν το κουράγιο, τη δύναμη να υψώσουν τις διαχωριστικές γραμμές με τις λαθεμένες αντιλήψεις και πρακτικές. Χωρίς αυτό να τις εμποδίζει να παίρνουν όπου έκριναν σωστές πρωτοβουλίες κοινής δράσης και συντονισμού όπως η τελευταία για την κοινή απάντηση στην απαγόρευση στο Πόρτο Καράς, αλλά και η αμέσως προηγούμενες με την πρόταση της αντιπολεμικής συμπαράταξης. Θα ήμασταν βέβαια πιο ικανοποιημένοι αν δίναμε πιο ουσιαστικά στους αγωνιστές τη δυνατότητα να κατανοήσουν και λόγους που η Αντίσταση συσπειρώθηκε ανεξάρτητα από άλλες πρωτοβουλίες. Και σχεδόν δικαιωμένοι αν κατορθώναμε να δώσουμε ακόμη περισσότερο σάρκα και οστά στην πρόταση της αντιπολεμικής συμπαράταξης η οποία δεν πέτυχε αυτό που επεδίωκε ανεξάρτητα των όποιων επιμέρους επιτυχιών της.
Για το διάστημα που ανοίγεται μπροστά μας οι δυνάμεις που συγκρότησαν την Αντίσταση και ανεξάρτητα με τη μορφή που θα επιλέξουν για να συνεχίσουν την πάλη τους θεωρούν ότι το κεντρικό τους καθήκον είναι να συμβάλλουν στην οικοδόμηση αντιπολεμικού κινήματος. Οι εκτιμήσεις μας έτσι όπως αναλύθηκαν σε παράλληλη διαδικασία με τη σημερινή, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κάθε άλλο παρά ξεμπερδέψαμε με την αντιπολεμική πάλη και ότι ήρθε η ώρα ν’ ασχοληθούμε με «άλλα» ή να στρέψουμε τα πυρά μας «αλλού».
Βγάζοντας τα συμπεράσματα απ’ τη μέχρι τώρα εμπειρία του αντιπολεμικού ρεύματος και ξεσπάσματος πιστεύουμε ότι αποτελεί για όλους τους λαούς του κόσμου ανάγκη πρώτης γραμμής να χτίσουν το παγκόσμιο αντιπολεμικό κίνημα, το παγκόσμιο αντιπολεμικό μέτωπο. Ο λαός της χώρας μας, μαζί με τους γειτονικούς λαούς έχουν κάθε συμφέρον στα πλαίσια αυτού του μετώπου να χτίσουν από τώρα το βαλκανικό αντιπολεμικό μέτωπο.
Θεωρούμε το λαό στη χώρα μας μια απ’ τις κινητήριες δυνάμεις αυτού του μετώπου έτσι όπως το έδειξε και πρόσφατα αλλά και στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας.
Το αντιπολεμικό κίνημα που οι δυνάμεις της Αντίστασης οραματίζονται οφείλει καταρχήν να είναι αντιαμερικάνικο με την έννοια ότι θα στρέφεται ενάντια στο πιο επικίνδυνο ιμπεριαλιστή της ανθρωπότητας, ενάντια στη δύναμη εκείνη που σύμφωνα με τα δεδομένα θα επιμείνει στην κατεύθυνση να επιβάλλει την παγκόσμια κυριαρχία της με κάθε μέσο μη υπολογίζοντας κανένα κόστος και κανένα τίμημα.
Διαχωριζόμαστε κάθετα από κάθε ύπουλη προσπάθεια είτε προέρχεται από παράγοντες του συστήματος είτε απ’ τα «αριστερά», είτε ακόμη και απ’ τον χώρο της αναρχίας που θέλοντας δήθεν να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους υπονομεύουν τον αντιαμερικανισμό, τον αμβλύνουν, τον ξορκίζουν και τον θεωρούν κάτι περίπου σαν σκοταδισμό και πολιτική καθυστέρηση.
Αντίθετα θα δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις ώστε ο αντιαμερικανισμός να βαθύνει, να διευρυνθεί και να εξαπλωθεί όχι μόνο στη χώρα μας που όντως; έχει για πολλούς λόγους βαθιές ρίζες, αλλά και στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες στην Αλβανία, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στην Κύπρο στην Τουρκία.
Απορρίπτουμε ως κάλπικες και αποπροσανατολιστικές τις νουθεσίες, «να μη ρέπουμε στον αντιαμερικανισμό» γιατί δήθεν ταυτίζουμε το λαό αυτής της χώρας με την αντιδραστική του ηγεσία.
Δεν έχουμε τίποτε να χωρίσουμε με τον αμερικάνικο λαό που και αυτός απ’ τη δική του θέση και με βάση τα δικά του χαρακτηριστικά οφείλει να συμβάλλει στο αντιπολεμικό κίνημα, στο κίνημα ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξόρμηση και επέμβαση.
Η εμπειρία απ’ το αντιπολεμικό ξέσπασμα έδειξε ότι το ξέσπασμα αυτό δεν ήταν έτοιμο να μετατραπεί σε συνειδητό και με διάρκεια αντιπολεμικό κίνημα όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά γιατί δεν είχε προλάβει να διευρύνει τον αγώνα του με έναν σταθερό και μόνιμο τρόπο ενάντια στα ερείσματα τις βάσεις και τις προσβάσεις των ΗΠΑ και στην περιοχή του. Δεν νοείται συνειδητό αντιπολεμικό κίνημα που δεν στρέφεται μόνιμα και σταθερά ενάντια στην παρουσία και δράση των ΗΠΑ στην περιοχή, ενάντια στις βάσεις τους και τα στρατεύματά τους που έχουν για τα καλά ριζώσει και στη χώρα μας και στη γειτονιά μας. Δεν αρκεί στους λαούς να εξεγείρονται όταν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ήδη εκδηλώνονται ή βρίσκονται στο τελευταίο διάστημα. Δεν αρκεί στους λαούς να μένουν στην άρνηση να νομιμοποιήσουν αυτές τις επεμβάσεις.
Φάνηκε ότι για να μπλοκαριστεί η μηχανή του πολέμου χρειάζεται η ύπαρξη ενός κινήματος με πολλαπλούς στόχους με σοβαρή δικτύωση με ισχυρούς δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης που θα έχει τη δυνατότητα να δυσκολεύει να δημιουργεί ρήγματα ή και να ακυρώνει το όλο ιμπεριαλιστικό πλέγμα βάσεων και ορμητηρίων του ιμπεριαλισμού όχι μόνο στην περιοχή που εκδηλώνεται η επέμβαση αλλά παντού στον κόσμο. Χρειαζόμαστε ένα αντιπολεμικό κίνημα που δεν θα δρα μόνο όταν ο πόλεμος βρίσκεται επί θύραις όταν ο πόλεμος εκδηλωθεί.
• Διεύρυνση του αντιαμερικάνικου περιεχομένου στο αντιπολεμικό κίνημα σημαίνει ότι στο κίνημα αυτό έχουν θέση όλα τα κινήματα μπλοκαρίσματος της λειτουργίας των ξένων βάσεων και ορμητηρίων. Τα κινήματα που εναντιώνονται στο στήσιμο νέων βάσεων και ορμητηρίων σε καινούριες περιοχές του πλανήτη.
• Διεύρυνση των στόχων του αντιπολεμικού κινήματος σημαίνει να στραφούν οι λαοί ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό σε πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική βάση. Γενικά ενάντια σ’ όλες τις μορφές επικυριαρχίας και επέμβασης των ΗΠΑ οι οποίες αλληλοεμπλέκονται και αλληλοεξυπηρετούνται.
• Βαρύνουσα σημασία έχει για το αντιπολεμικό κίνημα η στροφή του και ενάντια σε κυβερνήσεις εξαρτημένες, υποτελείς οι οποίες υποτάσσονται εξυπηρετούν διευκολύνουν το επιθετικό έργο των ΗΠΑ.
Το αντιπολεμικό κίνημα για να φθάσει στην ετοιμότητα και την αποφασιστικότητα που χρειάζεται όταν αντιστέκεται στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις «νόμιμες» και μη οφείλει να οικοδομείται σε μια ευρύτερη αντιιμπεριαλιστική βάση. Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε και αποτελεί ένα κομβικό σημείο συζήτησης και αντιπαράθεσης στα ζητήματα προσανατολισμού και στόχων του αντιπολεμικού κινήματος.
Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, το ρήγμα στα πλαίσια της δυτικής λεγόμενης συμμαχίας που ήρθε εκτός των άλλων και σαν αποτέλεσμα της άγριας αμερικανικής επιθετικότητας έδωσε το ζήτημα αυτό μια σοβαρή διάσταση.
Ορισμένες απ’ τις τάσεις και ρεύματα της Αριστεράς, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς αντιδρώντας στην πολιτική της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας αλλά και απέναντι σε πολιτικές κυβερνήσεων ενδιάμεσων χώρων που έψαχναν να βρουν στηρίγματα σε άλλους ιμπεριαλιστές στην οποία αντίθεσή τους με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό έθεσαν το ζήτημα ότι το αντιπολεμικό ξέσπασμα δεν ολοκληρώθηκε γιατί ήταν μονόπλευρα αντιαμερικάνικο, γιατί δεν έβαλε σε ίδια μοίρα τους υπόλοιπους «μη πρόθυμους» ιμπεριαλιστές αλλά και κυβερνήσεις ενδιάμεσων χωρών που τον στήριζαν..
Στο όλο ζήτημα ήρθε να προστεθεί και η όλη στάση του Φόρουμ διεθνώς και εσωτερικά με αποτέλεσμα το όλο ζήτημα να μπερδευτεί ακόμη περισσότερο. Οι όποιες αντιπαραθέσεις όχι μόνο δεν βοήθησαν στο ξεκαθάρισμα αλλά μάλλον επέτειναν τη σύγχυση.
Θα συμφωνούσαμε ότι ο κομμουνιστής και ο επαναστάτης ο πρωτοπόρος δηλαδή αγωνιστής οφείλει να εναντιώνεται σε κάθε μορφή ιμπεριαλισμού είτε αυτός εκδηλώνεται στρατιωτικά είτε πολιτικά είτε οικονομικά. Σαν φυσιολογική προέκταση της στρατηγικής του ρήξης και εναντίωσης με το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό Σαν φυσιολογικό επακόλουθο του οράματος που έχει για μια άλλη κοινωνία απαλλαγμένη από εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Συμφωνούμε επίσης ότι ο κομμουνιστής ο πρωτοπόρος δεν διαλέγει ιμπεριαλιστές δεν τους ξεχωρίζει σε «καλούς» και «κακούς». Όπως επίσης έχουμε τη λογική και την έχουμε αναδείξει έμπρακτα ότι «οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες».
Ωστόσο μια τέτοια θεώρηση του όλου ζητήματος δεν πρέπει να μπερδεύεται με τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Ανάλυση στο βαθμό που στοχεύει στη χάραξη γραμμής πάλης για το κίνημα δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη το όλο πλέγμα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη ποιος είναι σε κάθε φάση ο κύριος εχθρός, ο μεγαλύτερος κίνδυνος, η μεγαλύτερη απειλή ενάντια στην οποία οι λαοί οφείλουν να στρέψουν τα κύρια πυρά τους. Αυτό που διαπιστώσαμε όλοι μας στο πρόσφατο αντιπολεμικό ξέσπασμα ήταν ότι τα πυρά των λαών, η οργή και η αγανάκτηση στράφηκε κύρια ενάντια στους υποκινητές και εμπνευστές της επέμβασης και ειδικότερα ενάντια στις ΗΠΑ. Η αντίθεση στους υπόλοιπους ιμπεριαλιστές, αλλά και σε κυβερνήσεις ενδιάμεσων χωρών, που η στάση τους κυμαινόταν από «μούδιασμα» έως «χαλαρή υποστήριξη», πέρασε σε δεύτερο πλάνο. Ενώ σε ορισμένες χώρες δεν εκφράστηκε σχεδόν καθόλου παρά μόνο έμμεσα. Μια τέτοια εξέλιξη του «μη τσουβαλιάσματος» τη θεωρήσαμε «φυσιολογική», «αναμενόμενη» και εν πάσει περιπτώσει δεν αποτέλεσε για μας σημείο κριτικής ούτε αφετηρία υποβάθμισης του κινήματος.
Θεωρήσαμε ότι έπρεπε να συμβάλλουμε ώστε να συγκεντρωθούν στον κύριο στόχο του κινήματος όσο δυνατόν περισσότερες δυνάμεις γι αυτό και διατυπώσαμε την πρόταση της αντιπολεμικής συμπαράταξης. Γνωρίζουμε ότι οι δυνάμεις που έπρεπε να συσπειρωθούν δεν είχαν τις ίδιες αφετηρίες Και δεν θα μπορούσαν να έχουν ούτε τις ίδιες μακροπρόθεσμες στοχεύσεις. Δεν προτιμήσαμε τη γραμμή του τσουβαλιάσματος διότι κάτι τέτοιο θα αφαιρούσε δυνάμεις, θα απόκοβε απ’ τον κορμό του κινήματος τάσεις που έτσι υποχρεώθηκαν να υιοθετήσουν στόχους που δεν πίστευαν. Και κυρίως δεν θα αξιοποιούνταν με τον καλύτερο τρόπο οι οξυμένες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και τριβές. Αυτό επέβαλλε η ανάγκη να χαραχθεί μια μαζική γραμμή πάλης που να συσπειρώνει ευρύτερες μάζες γιατί μόνο μια τέτοια συσπείρωση άρμοζε στον μεγάλο στόχο να σταματήσει η επέμβαση στο Ιράκ.
Δεν μετανιώνουμε καθόλου. Παρακολουθώντας την τάση του «τσουβαλιάσματος» η οποία αρνήθηκε και στην πράξη και στα λόγια την πρόταση της αντιπολεμικής συμπαράταξης διαπιστώσαμε ότι αυτό που ήθελε ήταν να «ακυρώσει» αυτό το κίνημα το οποίο έβγαινε έξω απ’ τις «δικές» της προδιαγραφές.
Ουσιαστικά η τάση αυτή «ομολογούσε» άλλωστε πιο συγκεχυμένα και άλλοτε πιο φανερά το ότι αισθανόταν άβολα με τους στόχους του αντιπολεμικού ξεσπάσματος.
Ωστόσο το πρόβλημα παραμένει! Στη φάση που μπήκαμε μετά την κατοχή του Ιράκ οι μάζες έχουν εκ των πραγμάτων ανοιχτούς λογαριασμούς και με τους υπόλοιπους ιμπεριαλιστές οι οποίοι έδειξαν τα όριά τους και τις δυνατότητές τους. Οι οποίοι, έστω και εκ των υστέρων, νομιμοποίησαν την εισβολή στο Ιράκ. Όπως επίσης οι μάζες έχουν τους λογαριασμούς τους με τις αστικές κυβερνήσεις που στη βάση του ρεαλισμού διευκόλυναν τον ιμπεριαλισμό.
Γι’ αυτό και στη φάση που μπαίνουμε μέσα σε όλα χρειάζεται ένα μόνιμο μέτωπο πάλης, αντιπαράθεσης και ξεσκεπάσματος ενάντια σε όλους εκείνους που ουσιαστικά επιδιώκουν να καθυποτάξουν τους λαούς και το κίνημα στη γραμμή ιμπεριαλιστών και αστικών κυβερνήσεων που απλώς ζητούν επαναδιαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ στα πλαίσια ενός καινούριου ιμπεριαλιστικού-καπιταλιστικού συμβιβασμού.
Ωστόσο, χρειάζεται και εδώ μια αποτίμηση. Κι εμείς αυτή που κάνουμε είναι θετική. Θεωρούμε ότι το αντιπολεμικό ξέσπασμα έδωσε στους λαούς αυξημένες δυνατότητες συνειδητοποίησης του ρόλου όχι μόνο των ΗΠΑ, αλλά και των υπόλοιπων μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Δηλαδή, σε συνδυασμό με τη δουλειά υποδομής και προετοιμασίας που οφείλουν να κάνουν οι κομμουνιστές, παρουσιάζονται σήμερα αυξημένες δυνατότητες να διευρύνει το αντιπολεμικό κίνημα την ευρύτερη αντιιμπεριαλιστική του βάση.
Παρουσιάζονται αυξημένες δυνατότητες στους λαούς να αντισταθούν πιο αποφασιστικά στις μελλοντικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, νόμιμες και μη, να οργανώσουν πιο ουσιαστικά την πάλη τους ενάντια στην όλη προετοιμασία του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, μέσα από τις αντιθέσεις του να επιβάλλει την κυριαρχία του.
Αφήσαμε για το τέλος της εισήγησής μας ένα ζήτημα που έχει προκύψει κατ’ επανάληψη και που, δυστυχώς, θα συνεχίσει να προκύπτει, με βάση τα χαρακτηριστικά μιας σειράς δυνάμεων που εμπλέκονται και στο αντιπολεμικό κίνημα. Ζήτημα που δεν εξαντλείται σε συζητήσεις σαν τη σημερινή, που, ωστόσο, δεν το θέτουμε εμείς. Θα λέγαμε πως δεν το θέτει ούτε η ίδια η ζωή και η πραγματικότητα. Ωστόσο, μπαίνει και ξαναμπαίνει. Και μάλιστα από δυνάμεις που εμφανίζονται και από «αριστερά» αλλά και από δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στα πλαίσια του «αντιοπαγκοσμιοποιητικού» κινήματος. Χωρίς να ξεχνάμε ότι το θέτει και η αναρχία (πάσης φύσης).
Το περίφημο πια ζήτημα της υποτιθέμενης διάστασης αντικαπιταλιστικού-αντιιμπεριαλιστικού περιεχομένου των αγώνων.
Σύμφωνα με αυτές τις τάσεις ένα κίνημα που αναπτύσσεται σε αντιπολεμική-αντιιμπεριαλιστική βάση ουσιαστικά παραιτείται από τον αντικαπιταλιστικό αγώνα. Αποπροσανατολίζεται, αφήνει την εργατική τάξη στο περιθώριο, δε βοηθάει την κατεύθυνση της συγκρότηση της εργατικής τάξης σαν τάξης για τον εαυτό της. Ένα τέτοιο κίνημα (σύμφωνα με αυτές τις τάσεις) εγκλωβίζει την πάλη των μαζών σε ένα «αμυντικό» πόλεμο χαρακωμάτων, που απλώς αντιστέκεται σε πλευρές του ιμπεριαλισμού, που δεν αφήνει την εργατική τάξη να πάρει την πρωτοβουλία, να αναμετρηθεί επιτέλους με το σύστημα της μισθωτής σκλαβιάς.
Μια τέτοια προσέγγιση ξεκινάει από την κατάσταση της εργατικής τάξης, από την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, από την αδυναμία της να αντισταθεί στην άγρια καπιταλιστική επίθεση.
Ναι αλλά αυτό που ποτέ μέχρι τώρα αυτές οι τάσεις δεν εξήγησαν και δεν έπεισαν είναι γιατί η προετοιμασία και η οικοδόμηση ενός αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος που θα φτάσει στα επίπεδα που απαιτούν οι συνθήκες, είναι ασύμβατη με βήματα μπροστά όσον αφορά στην ισχυροποίηση της εργατικής τάξης. Εμείς αντίθετα, έχουμε την άποψη ότι βήματα δυναμώματος του αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, όχι βέβαια με έναν αυτόματο τρόπο, δημιουργούν έδαφος για το δυνάμωμα της εργατικής τάξης, των γενικότερων στόχων και επιδιώξεών της. Δημιουργούν έδαφος για να ανατρέψουν οι επαναστάτες τον εις βάρος τους συσχετισμό και να συνδεθούν με τις μάζες.
Φυσικά, όσο μας αφορά, η οικοδόμηση κομμουνιστικού κινήματος, η συγκρότηση της εργατικής τάξης και του ταξικού της κινήματος δεν μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο στο έδαφος του αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Χρειάζεται μια ιδιαίτερη προσέγγιση αυτό το ζήτημα όπως και μια σειρά άλλα. Ούτε φυσικά περιμένουμε ότι μόνο στα πλαίσια του αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος μπορεί να προσεγγισθεί και να ολοκληρωθεί το όραμα μιας άλλης κοινωνίας.
Επίσης, όσο μας αφορά, έχουμε καταδικάσει και απορρίψει θεωρίες που πιστεύουν ότι σε χώρες σαν την Ελλάδα δεν είναι δυνατό να οικοδομηθεί ισχυρό ταξικό εργατικό κίνημα γι’ αυτό και περιοριζόμαστε σε πιο «διαταξικά» κινήματα ενάντια στον πόλεμο, στις επεμβάσεις, στην εξάρτηση, στην υποτέλεια, που λόγω της θέσης της χώρας αποτελούν την αποκλειστική και μοναδική επιλογή.
Αυτό όμως που δεν καταλαβαίνουμε είναι γιατί η εργατική τάξη πρέπει να αισθάνεται πιο βολικά μέσα στο «αντιπαγκοσμιοποιητικό» κίνημα και τις προτάσεις του για φόρο Τόμπιν και «εναλλακτικές παγκοσμιοποιήσεις». Γιατί η εργατική τάξη έχει «αντικειμενικά» θέση στο κίνημα ενάντια στις ολοκληρώσεις και τον «ολοκληρωτικό καπιταλισμό»;
Δηλαδή σε πιο ευνοϊκή θέση θα βρεθεί η εργατική τάξη αν υιοθετηθεί ο φόρος Τόμπιν και η «καλή» παγκοσμιοποίηση από το αν το κίνημα οδηγήσει τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό σε υποχώρηση και κόψει την όρεξη και στους υπόλοιπους ιμπεριαλιστές;
Δεν το νομίζουμε! Γι’ αυτό και θα μείνουμε με την «απορία»! Τι κρύβεται πίσω από την προσπάθεια εκείνων που επιμένουν στη διάσταση αντιιμπεριαλιστικού-αντικαπιταλιστικού; Το πιθανότερο είναι να κρύβεται η στρατηγική παραίτησή τους από τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, που συνάδει με τις γενικότερες εκτιμήσεις τους, ανολοκλήρωτες ή «ολοκληρωμένες», περί του τέλους του ιμπεριαλισμού και περάσματος σε άλλη φάση.
Εμείς, τελειώνοντας, θα επαναλάβουμε κάτι το αυτονόητο: Η ανάγκη αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού αγώνα δεν είναι εγκεφαλική εφεύρεση. Είναι μια ανάγκη που επιβάλλουν οι εξελίξεις και η πραγματικότητα. Θα την υπηρετήσουμε ή θα συνεχίσουμε να εθελοτυφλούμε; Οι δυνάμεις της Αντίστασης θα υπηρετήσουν αυτήν την ανάγκη και με μεγάλη ικανοποίηση διαπιστώνουν ότι δεν είναι οι μόνες ούτε στη χώρα μας ούτε στον κόσμο. Και μια πρώτη σοβαρή προτεραιότητα για όλους εμάς που συναντιόμαστε στον αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό αγώνα είναι να συντονιστούμε, να συνδεθούμε πιο ουσιαστικά και μόνιμα στη βάση του διεθνισμού και της αλληλεγγύης.