Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στις 20 Οκτωβρίου δήλωσε ότι πρόθεση της Ουάσινγκτον είναι να παραιτηθεί από το πλαίσιο εφαρμογής της Συμφωνίας για τα πυρηνικά όπλα μέσου βεληνεκούς (INF). Σε ερώτηση για την πρακτική σημασία της κίνησης απάντησε: «θα αναπτύξουμε τέτοια όπλα». Η Ουάσινγκτον επικαλείται παραβίαση της συμφωνίας από τη Ρωσία ως το βασικό λόγο. Συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για ένα σύστημα ρωσικών πυραύλων, το 9M729, που αναπτύσσεται από τη Ρωσία στο Καλίνινγκραντ και στη Βαλτική Θάλασσα, θέτοντας εντός του βεληνεκούς τους μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Από την πλευρά της η Ρωσία ισχυρίζεται το ίδιο για ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και την ανάπτυξη πυραυλικών συστημάτων σε Ρουμανία-Πολωνία. Η Ουάσινγκτον και η Μόσχα αλληλοκατηγορούνται εδώ και χρόνια για παραβιάσεις αυτής της συνθήκης.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι δηλώσεις πρόθεσης εγκατάλειψης της INF από τις ΗΠΑ προκάλεσαν ταραχή σε συμμάχους και αντιπάλους. Όλοι σχεδόν το χαρακτήρισαν «ένα επικίνδυνο βήμα». Και ο λόγος είναι, ανεξάρτητα από το τι ίσχυε στην πράξη, για το επιπλέον που εισάγει η επίσημη καταγγελία της. Η Μόσχα, που την αφορά και άμεσα, βγήκε με «σκληρές» δηλώσεις αξιωματούχων της, μιλώντας για αντίποινα.
Στους κόλπους της ΕΕ υπάρχει σύγχυση απέναντι στην προοπτική να γίνει πυρηνικό πεδίο αναμέτρησης, όπως τη δεκαετία του ΄80. Ιδιαίτερα ανήσυχες εμφανίζονται Γαλλία και Γερμανία, που ζητούν, με γραπτή ανακοίνωση, από ΗΠΑ και Ρωσία να παραμείνουν στη συμφωνία και να διασφαλίσουν τη συνέχισή της και την «πλήρη και επαληθεύσιμη εφαρμογή της». Στον αντίποδα, όμως, άλλες χώρες, όπως η Πολωνία και η Ρουμανία, δείχνουν να αποδέχονται αυτή την εξέλιξη. Όσο για τη Βρετανία, συντάσσεται απόλυτα με την Ουάσινγκτον, όπως είπε ο υπουργός Άμυνας Ουίλιαμσον. Θέση καθόλου άσχετη με την προετοιμασία της για τη μετά Brexit εποχή.
Πέρασαν πάνω από 30 χρόνια από τότε που ο αμερικανός πρόεδρος Ρίγκαν και ο σοβιετικός ηγέτης Γκορμπατσόφ συνυπέγραψαν στην Ουάσιγκτον τη Συμφωνία INF, η οποία τέθηκε σε ισχύ ένα χρόνο μετά, με την κύρωσή της, τον Ιούνιο του 1988. Τυπικά έδινε τέλος στην κρίση που ταλάνισε την Ευρώπη σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του ’80, με την ανάπτυξη των αμερικάνικων πυραύλων Κρουζ και των σοβιετικών SS-20, που στόχευαν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η Συμφωνία αυτή, και κρίνοντας από τις εξελίξεις που την ακολούθησαν, δεν είχε, όπως και άλλες ανάλογες, βασικό στόχο τη μείωση και τον έλεγχο των εξοπλισμών! Έθετε μια σειρά νέων προτεραιοτήτων και από τις δύο πλευρές. Ιδιαίτερα για το δυτικό μπλοκ και ειδικότερα για τις ΗΠΑ.
Συνέπεσε με την απαρχή μιας διαδικασίας που οδήγησε στην κατάρρευση της Σ.Ε. και του Συμφώνου της Βαρσοβίας (τα σημάδια αυτής της εξέλιξης ήταν σχεδόν έκδηλα τότε), ανατρέποντας τις τότε ισορροπίες και ανοίγοντας νέες προοπτικές στην επέκταση της Δύσης προς τα ανατολικά. Το ΝΑΤΟ, παρά τις αρχικές «διαβεβαιώσεις» των ΗΠΑ, επεκτείνεται τάχιστα, και συνεχίζει ακόμα, στο χώρο της πάλαι ποτέ Σ.Ε. Κατά συνέπεια, η πρακτική όσο και η συμβολική σημασία της Συμφωνίας είναι σημαντική, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους Ευρωπαίους.
Για τη Ρωσία και τον Πούτιν δεν είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ ανακοινώνουν ότι θα εγκαταλείψουν μια κοινή συμφωνία εξοπλισμών. Το Δεκέμβριο του 2001, ο Μπους ο νεότερος αναγγέλλει την έξοδο των ΗΠΑ από τη Συμφωνία Αντιβαλλιστικών Πυραύλων ABM, την οποία είχαν συνυπογράψει ΗΠΑ και Σ.Ε. το 1972. Στην περίπτωση αυτή ωστόσο δεν υπήρξε κάποια σημαντική επίπτωση σε ό,τι αφορά τους εξοπλισμούς. Μάλιστα λέγεται ότι υπήρξε μείωση των πυραύλων της κατηγορίας αυτής και από τα δύο μέρη!
Η σημερινή συγκυρία ωστόσο είναι σημαντικά διαφορετική από τότε. Το κύριο και κρίσιμο ερώτημα το έθεσε ο Πούτιν: «Εάν οι ΗΠΑ αποσυρθούν από την INF, τι θα κάνουν με αυτούς τους (μέσου βεληνεκούς) πυραύλους»; Εννοώντας μάλλον «πού θα τους εγκαταστήσουν;». Στη συνέχεια μίλησε για ανταπόδοση, και μάλιστα άμεση, προειδοποιώντας ότι θα αναγκαστεί να βάλει στο στόχαστρο χώρες της Ευρώπης εάν δεχτούν να φιλοξενήσουν πυρηνικούς πυραύλους των ΗΠΑ. Βέβαια ο σύμβουλος του Τραμπ για ζητήματα εθνικής ασφάλειας, Μπόλτον, καθώς και ο Γενικός Γραμματέας του NATO δηλώνουν ότι δεν πρόκειται να αναπτυχθούν στην Ευρώπη. Τότε πού; Έμμεσα ο Τραμπ υπαινίχθηκε κάποια πράγματα, διατυπώνοντας την πρόθεση των ΗΠΑ να κατασκευάσουν νέους πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς εάν δεν καταστεί δυνατή η υπογραφή μιας διάδοχης συμφωνίας μετά την INF, στην οποία θα συμμετείχε εκτός της Ρωσίας και η Κίνα!
Με αυτήν την κίνηση η Ουάσιγκτον επιχειρεί να λάβει υπόψη τις γενικότερες γεωπολιτικές εξελίξεις σε σχέση με τη συμπεριφορά του Πεκίνου στη νότια κινεζική θάλασσα και τις αξιώσεις που θέτει εκεί με ολοένα πιο επιθετικό τρόπο. Ο αυξανόμενος ρόλος της Κίνας στα διεθνή ζητήματα πατά και σε μια γενικότερη προσπάθεια εκσυγχρονισμού των στρατιωτικών δυνάμεών της. Ήδη φέρεται να διαθέτει ένα μεγάλο οπλοστάσιο από πυραύλους μικρού και μέσου βεληνεκούς. Μάλιστα σκοπεύει να τους αυξήσει, θεωρώντας δεδομένο πως ήδη δρομολογείται από τις ΗΠΑ ανάπτυξη νέων πυραύλων στην περιοχή αυτή. Από την άποψη αυτή, η INF για τις ΗΠΑ, αν και αφορά τη Ρωσία, είναι μια Συνθήκη εμπόδιο στην ανάπτυξη χερσαίων πυραύλων μέσου βεληνεκούς για να αντιπαραταχθεί στην Κίνα.
Έχει επίσης τη σημασία του πως η συζήτηση με αφορμή την εγκατάλειψη της επίμαχης συνθήκης από τις ΗΠΑ ξεκινά ταυτόχρονα με μεγάλη άσκηση του ΝΑΤΟ στη Νορβηγία και στις ακτές της Αρκτικής με την επωνυμία «Trident Juncture 2018». Ξεκίνησε 25 Οκτώβρη και ολοκληρώνεται 7 Νοέμβρη, προσομοιώνοντας μια επίθεση από μια μη νατοϊκή χώρα (από τη Ρωσία… μάλλον) στη Νορβηγία. Συμμετέχουν 60 χιλιάδες στρατιώτες από 31 διαφορετικές χώρες, 12 χιλιάδες οχήματα διαφόρων τύπων, 250 αεροσκάφη και 75 πλοία. Στην άσκηση προστέθηκε την τελευταία στιγμή και το αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS Harry S. Truman, με 90 μαχητικά αεροσκάφη.
Όλα αυτά την κατατάσσουν στις μεγαλύτερες στρατιωτικές ασκήσεις του ΝΑΤΟ, από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. «Είμαστε εδώ αυτή τη στιγμή, στο βορρά, επιδεικνύοντας τη δυνατότητά μας να κινητοποιήσουμε μια μεγάλη δύναμη για προβλήματα φύσης Άρθρου 5» είπε ο αμερικανός ναύαρχος και επικεφαλής της άσκησης, Τζέιμς Φόγκο, αναφερόμενος στο ζήτημα της αμοιβαίας άμυνας μεταξύ των χωρών-μελών της Συμμαχίας. Από την άλλη, η Ρωσία, μόλις τον προηγούμενο μήνα, πραγματοποίησε κοντά στα σύνορα με την Κίνα τη μεγαλύτερη άσκησή της από το 1981, με την επωνυμία «Βοστόκ 2018», κινητοποιώντας 300.000 στρατιώτες, σε μια επίδειξη δύναμης η οποία περιελάμβανε και κοινά γυμνάσια με κινεζικά και μογγολικά στρατεύματα. Και οι δύο πλευρές δείχνουν πως, πέρα από τα ογκώδη στρατηγικά οπλοστάσιά τους, διαθέτουν και άλλα «εργαλεία».
Ωστόσο, στις σημερινές συνθήκες, η κίνηση Τραμπ φαίνεται ότι εξυπηρετεί και άλλες σκοπιμότητες και στοχεύσεις του Λευκού Οίκου, στο εσωτερικό μέτωπο. Λέγεται δηλαδή ότι αυτή στόχευε και στο εσωτερικό ακροατήριο, ενόψει των σημαντικών εκλογών για το Κογκρέσο στις 6 Νοεμβρίου. Άλλωστε η ανακοίνωση για την INF έγινε στο πλαίσιο αυτής της εκστρατείας και ενώ ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Μπόλτον βρισκόταν στη Μόσχα για να «συνεχίσει» τον αμφιλεγόμενο διάλογο που άρχισε τον Ιούλιο ο αμερικανός πρόεδρος με τον Πούτιν. Αυτό κάνει κάποιους αναλυτές να θεωρούν ότι το μήνυμα δεν στρεφόταν ξεκάθαρα προς τη Ρωσία – ή όχι μόνο προς τη Ρωσία.
Το γεγονός, με βάση την επίσημη αιτιολόγηση από τον Λευκό Οίκο, ότι οι ΗΠΑ θέλουν να συμπεριλάβουν στη νέα συμφωνία χώρες που δεν θέλουν καν να συμπεριληφθούν (Κίνα, Ινδία) έχει μία και μόνο συνέπεια: την πυροδότηση μιας νέας κούρσας εξοπλισμών μεταξύ των ιμπεριαλιστών, που ανοίγει το δρόμο για την ακύρωση κι άλλων Συμφωνιών για τα πυρηνικά, όπως η νέα START που λήγει το 2021. Άμεσα ωστόσο είναι και κίνηση που ενισχύει την ένταση στις διεθνείς σχέσεις και ανεβάζει το επίπεδο αντιπαράθεσης στο πλαίσιο του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Πέρα από τη σημασία μιας «τετελεσμένης πράξης», αντικειμενικά, η δήλωση Τραμπ εντάσσεται στο πλαίσιο μιας διαρκούς πίεσης απέναντι σε «φίλους και αντιπάλους».
Χ.Β.