Παρατεταμένο σχόλιο για τη «φοβισμένη Αριστερά» του Δ. Κουφοντίνα.
Δημήτρης Μάνος, εκπαιδευτικός, μέλος της Εκλογικής Συνεργασίας ΚΚΕ(μ-λ) και Μ-Λ ΚΚΕ
Σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών, ο Δ. Κουφοντίνας αναφέρεται στη γοργή συστημική προσαρμογή και την υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ στα μνημόνια. Δεν θεωρεί ότι η εξέλιξη αυτή μπορεί να χρεωθεί σε όλη την Αριστερά, γιατί η Αριστερά δεν είναι μία. Την χρεώνει στη «φοβισμένη» -όπως τη λέει- Αριστερά, φορέα των ρεφορμιστικών και καθεστωτικών απόψεων και συνηθειών.
Το σχήμα, βέβαια, «φοβισμένη» και «μη φοβισμένη» Αριστερά είναι ρηχό και δεν εξηγεί πολλά πράγματα. Γιατί ο φόβος, το δέος μπροστά στην καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική πραγματικότητα δεν είναι αποτέλεσμα μιας παλικαρίσιας -ή μη- διάθεσης.
Είναι αποτέλεσμα των ιδεολογικών και πολιτικών καταβολών, της οπτικής και του φορτίου που κανείς κουβαλά. Του τι αναγνωρίζει, δηλαδή, κανείς στην πραγματικότητα που τον εμπεριέχει. Και η κυρίαρχη ρεφορμιστική Αριστερά (αυτή που ο ίδιος αποκαλεί και «καθεστωτική») συστηματικά αποδεικνύει, πολλά χρόνια τώρα, ότι δεν μπορεί να ζει χωρίς τις… αυταπάτες για την καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική πραγματικότητα. Ότι μπορεί, δηλαδή, αυτήν την πραγματικότητα να τη «μανουβράρει», να τη μετασχηματίσει σταδιακά σε μίαν άλλη κοινωνία.
Και δεν είναι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ που διατρέχεται από αυτήν την αντίληψη.
Μήτρα αυτών των αντιλήψεων είναι η ρεφορμιστική μετάλλαξη του κόμματος της εργατικής τάξης, του ΚΚΕ (πολλά, βέβαια, χρόνια πριν), κοιτίδα φυσική όλων των τάσεων, διασπάσεων, φορέων της «προσαρμογής» και της ανάδειξης τόσων διαττόντων «αστέρων» που θήτευσαν και μεγάλωσαν με αυτές τις αντιλήψεις, για να «παραδοθούν» αργότερα στη σαγήνη του κυρίαρχου συστήματος. Ο Δραγασάκης, ο Λαφαζάνης, και ο Τσίπρας ακόμη, «παιδιά του» υπήρξαν… Με τη φοβική του αντίδραση απέναντι σε κάθε πραγματικό λαϊκό ή νεολαιίστικο σκίρτημα.
Φόβος, λοιπόν, και δέος για το σύστημα, συνυφασμένα και συνταιριασμένα με τις αυταπάτες για τον κόσμο που ζούμε.
Αλλά, πραγματικά, πώς γίνεται να πιστεύει κανείς πως αυτοί «που θα μπορούσαν να περάσουν τις ορθάνοιχτες πύλες της Ιστορίας επέλεξαν να περάσουν κάτω από τα καυδιανά δίκρανα της ατίμωσης, προδίδοντας την ελπίδα ενός ολόκληρου λαού, αποκαρδιώνοντας την Αριστερά στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο»; Δηλαδή -για να καταλάβουμε- είχαν την «ευκαιρία»; Επειδή, δηλαδή, κέρδισαν τις εκλογές είχαν τη δυνατότητα να προκαλέσουν ιστορικές πολιτικές αλλαγές, αλλά ήταν θέμα επιλογής και του… φόβου τους να μην το πραγματοποιήσουν; Αυτό υποστηρίζουν τα φυλακισμένα είδωλα του χώρου της αυτοδιεύθυνσης;
Άρα, δηλαδή, με όχημα τις εκλογές, οι ρεφορμιστές, καθεστωτικοί, της φοβισμένης Αριστεράς θα μπορούσαν «να το πάρουν και αλλιώς»!
Ρηχότητα σκέψης; Οπωσδήποτε, άλλα όχι μόνο…
Αν κάτι τέτοιο δεν είναι η μεγαλύτερη αυταπάτη, τότε ποια είναι;
Και πού διαφέρει από τη στάση των περισσότερων τάσεων της Αριστεράς (μέχρι και ενός κομματιού της Αναρχίας) που συνταυτίστηκαν με μια τέτοια -τάχα μου- προοπτική και άρχισαν να κάνουν όνειρα θερινής νυκτός για «ρωγμές» και για «δυναμικές που απελευθερώνονταν», για «νίκη του λαού» κ.λπ.;
Πίνει, συνεπώς νερό, από την ίδια πηγή (της ανάθεσης σε τρίτους) που κριτικάρει, γιατί και η ίδια η δική του πορεία είναι μία αυτο…ανάθεση για «πύλες της Ιστορίας που θα περίμενε» ενδεχομένως να διαβεί, μακριά όμως από τους πραγματικούς πρωταγωνιστές της Ιστορίας: τις λαϊκές μάζες και το βασανιστικό και παρατεταμένο τους αγώνα να κατακτήσουν την αυτοοργάνωση τους, στην αναμέτρηση με το κυρίαρχο σύστημα, με τους φόβους και τις αναστολές που προκαλεί σήμερα η έλλειψη επαναστατικής προοπτικής.
Είναι κοινή η βάση τής παραπάνω λογικής που υποκαθιστά το λαϊκό παράγοντα, που βρίσκεται απέναντι από την επαναστατική αντίληψη για τον αναντικατάστατο ρόλο των μαζών στην Ιστορία και που αναθέτει σε κοινοβουλευτικούς ηγέτες της «ευκαιρίας» (λίγο παλιότερα σε πραξικοπηματίες ή «κεντρώους» στρατιωτικούς που δρούσαν με την υποστήριξη μεγάλων δυνάμεων, σε στρατιωτικές επεμβάσεις που εξάγουν το… σοσιαλισμό -για να θυμηθούμε το Αφγανιστάν, όπου ο λαός μάθαινε από το ραδιόφωνο ότι έγινε επανάσταση!-, ακόμα και σε ξεκομμένους και εύκολα χειραγωγημένους «πιστολέρο») να μιλήσουν και να δράσουν στη θέση του λαού και της λαϊκής πάλης.
Κανονικά, «κάποιοι», μετά το μεγάλο κάζο του 2001 (όταν παταγωδώς κατάρρευσε η εικόνα μιας δήθεν επαναστατικής οργάνωσης που δρούσε στο όνομα του λαού, προκαλώντας ζημιά στη λαϊκή υπόθεση, στην εικόνα της Αριστεράς και τα κατακτημένα δημοκρατικά δικαιώματα), θα έπρεπε σεμνά να σιωπούν. Εμείς, από τη μεριά μας, τουλάχιστον ως προς τον ίδιο (δεν μιλάμε για τους υπόλοιπους που τα έδωσαν όλα όσα τους «ζητήθηκαν» και ίσως ακόμα… παραπάνω), θα του συστήναμε τη σιωπή.
Η οικοδόμηση, συνεπώς, ενός πολύμορφου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου που «θα μιλά για το κόστος των αγώνων» (αλλά και για την ελπίδα -ή, καλύτερα, την προοπτική- που γεννούν), για το αναπόφευκτο της λαϊκής έκρηξης και της αναμέτρησης με τον κόσμο της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής σκλαβιάς, όχι με υλικά ευκαιριακών συγκολλήσεων και εύκολων τίτλων (συμφωνούμε, αναγκαίου σήμερα από… χθες ακόμα), δεν έχει καμία σχέση με το δικό του «αφήγημα».
Εξάλλου, το έχουμε τόσες φορές συναντήσει, διαβάσει και ακούσει το μεγάλο αυτό ανασταλτικό αφήγημα της «ευκαιρίας» και της ανάθεσης σε σωτήρες. Ειρηνικούς, κυριλέ, φοβικούς ή «άφοβους». Και, φυσικά, της απελπισίας που το συνοδεύει. Της ατέλειωτης ήττας…