07 ΜΑΗ 2006

Η Αριστερά του 21ου αιώνα. Η επαναστατική και σοσιαλιστική προοπτική

Κατά την άποψή μας η Αριστερά του 21ου αιώνα θα ‘ναι αυτή που θα …γεννήσει και θα διαμορφώσει ο 21ος αιώνας.

Στη βάση των κοινωνικών, ταξικών και πολιτικών αντιθέσεων που θα τον χαρακτηρίσουν.

Των κοινωνικών δυνάμεων που θα αντιπαρατεθούν στη βάση αυτών των αντιθέσεων.

Των μετώπων που θα διαμορφωθούν στη βάση αυτών των αντιθέσεων και ανάμεσα στις αντιπαρατιθέμενες δυνάμεις.

Αυτή η σύγκρουση θα ‘ναι που θα αναδείξει, διαμορφώσει τα χαρακτηριστικά της Αριστεράς του 21ου αιώνα. Μέσα σ’ αυτή την πάλη θα δοκιμαστούν, θα αναδειχτούν ή θα απορριφθούν ιδέες, απόψεις και αντιλήψεις.

Μέσα από μια τέτοια διαδικασία πάλης, συγκλίσεων και διαχωρισμών θα σχηματοποιηθούν τάσεις και ρεύματα, θα αναδειχτούν, θα σφυρηλατηθούν οι δυνάμεις που θα χαρακτηρίσουν την ύπαρξη, το χαρακτήρα και το ρόλο της αριστεράς στον 21ο αιώνα.

Ταυτόχρονα θα προσδιορίσουν την αναγκαιότητα (ή όχι) ύπαρξης της σοσιαλιστικής προοπτικής της πάλης των λαών καθώς και το περιεχόμενο, την μορφή και το χαρακτήρα αυτής της προοπτικής.

Φυσικά και δεν θα πρόκειται για παρθενογένεση. Όλα τα δεδομένα του ζητήματος αποτελούν συνέχεια και εξέλιξη αυτών που ήδη υπάρχουν, αυτών που μας έρχονται από τον 20ο αιώνα. Αλλά, όπως πάντα συμβαίνει, θα ‘χουν και τις ιδιαίτερες δικές τους μορφές και χαρακτηριστικά, θα ‘ναι, ας το πούμε έτσι, ίδια και ταυτόχρονα θα ‘ναι και διαφορετικά.

Το τι θα γίνει και πώς θα γίνει μένει να το δούμε. Αυτό που εμείς έχουμε να κάνουμε είναι πρώτ’ απ’ όλα να δούμε αυτή την πραγματικότητα την οποία βιώνουμε. Να την προσδιορίσουμε και να προσδιοριστούμε συγκεκριμένα απέναντί της. Πιο συγκεκριμένα το καπιταλιστικό, ιμπεριαλιστικό σύστημα που η κυριαρχία του είναι που χαρακτηρίζει την σημερινή πραγματικότητα. Ταυτόχρονα ο προσδιορισμός της θέσης μας απέναντι στο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Το δεύτερο, ο προσδιορισμός της θέσης μας απέναντι στο ζήτημα του σοσιαλισμού. Αν βλέπουμε τη σοσιαλιστική προοπτική ως διέξοδο για τους λαούς, πώς αντιμετωπίζουμε τη σοσιαλιστική εμπειρία του 20ου αιώνα και την παλινόρθωση.

Το τρίτο, πώς προσδιορίζεται η υπάρχουσα αριστερά (ό,τι κι αν εννοεί κανείς με τον όρο) απέναντι «στον εαυτό της». Ποια είναι, ποια χαρακτηριστικά κουβαλάει, αν και πόσο μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών και υπό ποιους όρους.

Το πρωταρχικό, λοιπόν, πεδίο, και όπως κιόλας αναφέραμε, είναι η θεώρηση της σημερινής πραγματικότητας, του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος που η κυριαρχία του τη χαρακτηρίζει. Φυσικά εδώ δεν μπορεί να γίνει και δεν θα γίνει καμιά ολοκληρωμένη ανάλυση. Αυτό που μπορούμε εδώ είναι να δώσουμε ένα γενικό περίγραμμα της θεώρησής μας και μέσα από μερικές βασικές επισημάνσεις.

Παρατηρούμε στις μέρες μας να κλιμακώνεται χωρίς όριο η επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη. Στα στοιχειώδη οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των εργαζομένων. Να προωθούνται σε τερατώδη κλίμακα μέτρα καταπίεσης και καταστολής. Να πραγματοποιείται μια συνολικά αντιδραστική στροφή και σε όλα τα πεδία της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Οι απολογητές του συστήματος και η «συμμαχία των προθύμων» προσπαθούν είτε να τα εξωραΐσουν όλα αυτά, να τα συγκαλύψουν, είτε να τα εμφανίσουν ως προσωρινά και συγκυριακά φαινόμενα που μέλλει να ξεπεραστούν. Η άποψή μας είναι πως αποτελούν την καθαυτή έκφραση της ουσίας και του χαρακτήρα του συστήματος. Ταυτόχρονα αποτελούν στοιχεία των τάσεων που κυριαρχούν σήμερα στα πλαίσιά του.

Το καπιταλιστικό σύστημα είναι ένα σύστημα εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους. Βασίζεται στον σφετερισμό των μέσων παραγωγής και τη βίαιη επιβολή της κυριαρχίας της αστικής τάξης και του κεφαλαίου πάνω στην εργατική τάξη και τα άλλα κοινωνικά στρώματα. Αυτά αποτελούν την βάση της ύπαρξής του. Από εδώ απορρέει η λογική που χαρακτηρίζει το σύνολο των εκφράσεων και λειτουργιών του. Από εδώ προέρχεται το φαινόμενο της σώρευσης από τη μια τεράστιου πλούτου στην πλευρά των λίγων και από την άλλη λιτότητας, φτώχειας, εξαθλίωσης για τη μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών μαζών. Από εδώ και η πολιτική της βίας, της καταπίεσης, της καταστολής. Ένα καθεστώς που «ζει» στη βάση της εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους δεν μπορεί να σταθεί παρά μόνο με την βία. Από την βία που παίρνει τις μορφές διάφορων καθημερινών εκβιασμών και καταναγκασμών μέχρι την ωμή βία των ΜΑΤ και των ασφυξιογόνων αλλά και την αιματηρή βία των όπλων, όποτε κριθεί σκόπιμο.

Το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να υπάρχει και να λειτουργεί μόνο σ’ αυτή τη βάση. Της εκμετάλλευσης. Του κυνηγητού του κέρδους, της αδιάκοπης σώρευσης πλούτου από τους κεφαλαιοκράτες. Ταυτόχρονα αυτά αποτελούν την βάση της επεκτακτικότητας, της αρπακτικότητας, της ασυγκράτητης τάσης του κεφαλαίου για επέκταση της δράσης του σε διεθνή κλίμακα. Των χαρακτηριστικών που εκφράζουν και συνιστούν την ιμπεριαλιστική διάσταση του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτήν ακριβώς που προσπαθούν να συγκαλύψουν οι απολογητές τους και οι «πρόθυμοι» από τον, υποτίθεται, προοδευτικό χώρο. Με θεωρήματα τύπου «παγκοσμιοποίησης». Με ξεδιάντροπες φλυαρίες περί προσέγγισης και συνεργασίας χωρών και λαών. Περί ανάπτυξης, ευημερίας και δημοκρατίας.

Η πραγματικότητα βέβαια είναι συντριπτική για όλα αυτά. Αυτό που βιώνει ο κόσμος, είναι η οικονομική καταστροφή σε επίπεδα ερημοποίησης ολάκερων περιοχών και χωρών. Είναι η εξαθλίωση εκατομμυρίων. Οι θάνατοι από πείνα και αρρώστιες. Είναι η κατάργηση του δικαιώματος λαών και χωρών στην αυτοδιάθεση, την ανεξαρτησία, την εθνική κυριαρχία. Είναι οι ένοπλες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Είναι το κομμάτιασμα χωρών και λαών. Οι δολοφονίες εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Είναι η μόλυνση ανθρώπων και περιοχών, με την χρήση «απεμπλουτισμένων» πυρηνικών όπλων.

Είναι, θα λέγαμε, το γεγονός ότι οι ιμπεριαλιστές αντιμετωπίζουν τον κόσμο σαν «ιδιοκτησία» τους. Ότι συμπεριφέρνονται και λειτουργούν ως «ιδιοκτήτες του κόσμου». Ιδιαίτερα οι ιμπεριαλιστές της Δύσης. Μια αντίληψη που έχει τις ρίζες της στην περίοδο της αποικιοκρατίας. Της μήτρας του σύγχρονου ρατσισμού. Ωστόσο δεν πρόκειται απλά και μόνο για ζήτημα αντίληψης. Το κύριο βρίσκεται στην υλική βάση του πράγματος. Στο γεγονός ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο στη βάση και της ιμπεριαλιστικής του διάστασης. Αιώνες κυριαρχίας (αν συνυπολογίσουμε και την περίοδο της αποικιοκρατίας) επέδρασαν στη διαμόρφωση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών ύπαρξης και λειτουργίας. Διαμόρφωσαν δεδομένα και εξαρτήσεις χωρίς τα οποία δεν μπορεί να λειτουργήσει πλέον ο καπιταλισμός. Την αναγκαιότητα ύπαρξης υπεράφθονου και φθηνού εργατικού δυναμικού. Εδώ βρίσκεται η βάση τόσο της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη όσο και του σύγχρονου δουλεμπόριου. Του εξαναγκασμού εκατομμυρίων «έτοιμων» και φθηνών εργατικών χεριών να «μεταναστεύσουν» στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Μέσα από την υπερεκμετάλλευση των χωρών τους. Την καταστροφή, την ερημοποίηση των οικονομιών τους.

Δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς φθηνή ενέργεια και φθηνές πρώτες ύλες. Δεν μπορεί χωρίς την επιβολή άνισων όρων στις υποτιθέμενες «ανταλλαγές». Δεν μπορεί χωρίς να έχει στη διάθεσή του διευρυμένες και ελεγχόμενες αγορές στις οποίες να μπορεί να διαθέσει τα προϊόντα του με όρους κερδοφορίας. Δεν μπορεί χωρίς να διασφαλίζει όρους ανεμπόδιστης κυκλοφορίας και κερδοφορίας των ληστρικών σχηματισμών του χρηματιστικού του κεφαλαίου.

Σ’ αυτή τη βάση εδράζεται η εκστρατεία επανακατάκτησης επαναποικιοποίησης του κόσμου που αναπτύσσεται στις μέρες μας. Αυτή και στη βάση του όλο και οξύτερου ανταγωνισμού ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές για την μοιρασιά της λείας. Εδώ έχουν τους κινητήρες τους οι μυλόπετρες που αλέθουν χώρες και λαούς. Εδώ εδράζεται το «δικαίωμα φόνου» που κραδαίνουν οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές ενάντια σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα. Εδώ και με αυτούς τους όρους διαμορφώνονται οι βάσεις εξόρμησης των δυνάμεων που απειλούν τον κόσμο.

Δεν θα επιμείνουμε άλλο. Θα σταθούμε σε δύο μόνο ζητήματα και κύρια για να υπογραμμίσουμε την επικινδυνότητα της τροχιάς στην οποία μπαίνουν πλέον οι διεθνείς εξελίξεις.

Την ανάδειξη και ενίσχυση των πιο καταστροφικών τάσεων στα πλαίσια του συστήματος.

Το πρώτο αφορά την οικονομική διάσταση αυτών των τάσεων. Δεν είναι κάτι νέο. Οι οικονομικές κρίσεις αποτελούσαν και αποτελούν εγγενή έκφραση της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Στον πυρήνα του φαινομένου, η ανελέητη αναζήτηση κέρδους. Στα αποτελέσματά του, η εκτεταμένη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Ακόμη και οι πόλεμοι. Αντιμετωπίζονταν και από την μεριά του συστήματος σαν κάτι αρνητικό. Σαν μια αδυναμία του συστήματος απέναντι στην οποία επιστρατεύονταν διάφορες μέθοδοι αντιμετώπισης. Όλα αυτά ωστόσο φαίνεται να οδεύουν πλέον προς το μουσείο της Ιστορίας του καπιταλισμού. Το νέο δόγμα που έρχεται από την μητρόπολη του καπιταλισμού είναι αυτό της «δημιουργικής καταστροφής». Στη βάση μιας τέτοιας θεώρησης οι οικονομικές κρίσεις, ακόμη και οι «ελεγχόμενοι» πόλεμοι δεν αποτελούν κάτι αρνητικό. Ίσα-ίσα. Αποτελούν τους παράγοντες που «εκκαθαρίζουν» το έδαφος από «καθυστερούσες» μορφές και οικονομικές λειτουργίες, από μη κερδοφόρες και μη αποδοτικές επιχειρήσεις. Που δημιουργούν «παρθένο» έδαφος και προϋποθέσεις που ανοίγουν τον δρόμο για εκτίναξη του καπιταλισμού σε ανώτερα και αποδοτικότερα επίπεδα λειτουργίας (εκμετάλλευσης). Θα μπορούσε βέβαια να παρατηρήσει κανείς γιατί μόνο οι «μικροί» και «ελεγχόμενοι» πόλεμοι και όχι και οι μεγάλοι. Αυτοί που μπορούν να δημιουργήσουν ακόμα πιο «παρθένο» έδαφος και μάλιστα σε πιο εκτεταμένη (πλανητική) κλίμακα. Παραλογισμός; Σίγουρα ναι.

Σ’ αυτόν λοιπόν τον παραλογισμό, σ’ αυτή την εφιαλτική εκδοχή των πραγμάτων έρχεται να απαντήσει η άλλη πλευρά του ζητήματος που θέτουμε. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε σε αμερικανικό περιοδικό η «εκτίμηση» ότι οι ΗΠΑ είναι σε θέση να καταστρέψουν το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας (και της Κίνας) χωρίς να κινδυνέψουν οι ίδιες από πυρηνική ανταπάντηση. Παλιό αρρωστημένο σενάριο. Που «βασάνισε» τα αμερικανικά επιτελεία από το 1945 μέχρι τις μέρες μας. Που τέθηκε ξανά «στο τραπέζι» με τις καταρρεύσεις του ’89-’91, που ανακινήθηκε με την δημοσιοποίηση -πριν λίγα χρόνια- των προθέσεων του τότε προέδρου Νίξον (1972) να πλήξει με πυρηνικά όπλα το Βιετνάμ. Με τη «διαρροή» των σχεδίων του Πενταγώνου που είχαν στο πυρηνικό τους στόχαστρο την «φίλη» Ρωσία και άλλες χώρες. Στη βάση τους βρίσκεται η στρατηγική της παγκόσμιας κυριαρχίας. Το αδιέξοδο αυτής της στρατηγικής. Ένα αδιέξοδο που οι ΗΠΑ δοκίμασαν να το ξεπεράσουν εκστρατεύοντας στο Ιράκ. Για να πετύχουν το ακριβώς αντίθετο. Την ανάδειξη αυτού του αδιεξόδου καθώς συνάντησαν την αδάμαστη αντίσταση του Ιρακινού Λαού. Αυτό που τίθεται εκ των πραγμάτων, μια αναθεώρηση αυτής της στρατηγικής, είναι κάτι που δύσκολα θα το αποδέχονταν οι ΗΠΑ.

Προβάλλει συνεπώς ως πολύ ισχυρή η εκδοχή μιας νέας «φυγής προς τα εμπρός». Λ.χ. μιας επίθεσης στο Ιράν. Μια επίθεση ωστόσο στο Ιράν με όρους Ιράκ απλά θα πολλαπλασίαζε τα προβλήματα και τα αδιέξοδά τους. Έτσι «διαχέεται» η πιθανότητα να επιτεθούν στο Ιράν με «τακτικά» πυρηνικά όπλα. Για να προετοιμαστεί το κλίμα, το έδαφος και ιδιαίτερα η αμερικανική κοινή γνώμη. Κυρίως για να σταλεί το «μήνυμα-προειδοποίηση» σε εχθρούς και «φίλους» να μην αναμειχθούν. Αυτή είναι η μια, η τερατώδης εκδοχή του πράγματος. Υπάρχει όμως και η ακόμα πιο εφιαλτική, που συνδέεται με το παλιό αρρωστημένο όνειρο. Του να «τελειώνουν με την Καρχηδόνα», το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας ακόμη και με έναν πυρηνικό πόλεμο.

Συνοψίζοντας. Το ιμπεριαλιστικό καπιταλιστικό σύστημα, υπάρχει και λειτουργεί για λογαριασμό μιας μειοψηφίας και σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων. Καταπατά αδίστακτα τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των λαών, είναι ένα σύστημα κυριολεκτικά βουτηγμένο στο αίμα. Ταυτόχρονα ένα σύστημα που δεν επιδέχεται αλλαγών, βελτιώσεων και μεταρρυθμίσεων, αλλά που ήδη αναπτύσσει τις πιο αρνητικές, τις πιο επικίνδυνες πλευρές του.

Βιώνουμε ήδη μια περίοδο όπου το ιμπεριαλιστικό-καπιταλιστικό σύστημα αναδείχνει και κινείται στην τροχιά των πιο καταστρεπτικών προοπτικών για την ανθρωπότητα. Ένα σύστημα που απειλεί πλέον τις ίδιες τις πηγές της ζωής στον πλανήτη, αυτές που η φύση χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια για να τις δημιουργήσει.

Ποια σχέση μπορεί να μας συνδέει (ή αντιπαραθέτει) μ’ αυτό το σύστημα; Είναι μια σχέση συμπόρευσης και συνεργασίας, «δημοκρατικού διαλόγου» και «εποικοδομητικών προτάσεων»; Είναι μια σχέση σχετικής συμπόρευσης-αντιπαράθεσης και με στόχο «βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές» και μεταρρυθμίσεις; Ή είναι μια σχέση απόλυτης, διαρκούς και αδιάλλακτης αντιπαράθεσης και με μόνο νοητό στόχο την ανατροπή του; Είναι προφανές ότι ανάλογα με την απάντηση που δίνει ο καθένας προσδιορίζει και την αφετηρία, τα ιδεολογικά και πολιτικά θεμέλια του είδους της αριστεράς στην οποία προσβλέπει.

Όσο μας αφορά, είναι σαφές ότι προσβλέπουν σε μια αριστερά επαναστατική και με στόχο την ανατροπή του συστήματος και σ’ αυτήν την κατεύθυνση συντασσόμαστε. Αλλά θα θέλαμε να προσθέσουμε και κάτι ακόμη.

Με τις εκτιμήσεις μας αυτές μπορεί κανείς να διαφωνεί λιγότερο ή περισσότερο, εν όλω ή εν μέρει. Αυτό και κατανοητό και θεμιτό είναι. Εκείνο που δεν είναι θεμιτό είναι η «μη τοποθέτηση» και μάλιστα μ’ έναν συγκεκριμένο και ξεκάθαρο τρόπο. Μια άποψη η οποία θέλει να έχει λόγο πάνω στο ζήτημα της αριστεράς είναι αδιανόητο το να μην τοποθετείται συγκεκριμένα απέναντι στο σύστημα. Αυτό που σήμερα κυριαρχεί και διαμορφώνει έτσι τους όρους πορείας των πραγμάτων. Μια τέτοια αντιμετώπιση δεν είναι απλώς ανεπαρκής ή λαθεμένη. Μια τέτοια στάση είτε συνειδητά θέλει να κοροϊδέψει τον κόσμο είτε απλώς είναι πολιτικά ανύπαρκτη.

 

Απέναντι στην σοσιαλιστική προοπτική

 

Η άλλη βασική συνάρτηση της ζητούμενης απάντησης αφορά την αναγκαιότητα προσδιορισμού απέναντι στη σοσιαλιστική προοπτική. Βεβαίως το ερώτημα αυτό δεν ισχύει γι’ αυτούς που υποστηρίζουν ότι το σύστημα καλώς έχει και δε χρειάζεται να αλλάξει. Ισχύει κατά πρώτο λόγο γι’ αυτούς που υποστηρίζουν την αναγκαιότητα ανατροπής του συστήματος που σήμερα κυριαρχεί. Ταυτόχρονα ισχύει και για όσους, έστω και σε επίπεδο ρητορείας, αναφέρονται στην αναγκαιότητα «ριζικών» αλλαγών και ανατροπών ή και με οποιοδήποτε τρόπο στη σοσιαλιστική προοπτική.

Η απάντηση στο ερώτημα έχει κατ’ αρχάς μια άμεση, σημερινή και καίρια πολιτική σημασία. Στις μέρες μας ένα αποφασιστικής σημασίας πολιτικοϊδεολογικό όπλο του συστήματος είναι η άποψη πως ο καπιταλισμός είναι «μονόδρομος». Αυτό όχι, ή όχι μόνο, επειδή προβάλλεται από τους εκπροσώπους του συστήματος και άλλους «πρόθυμους». Κυρίως επειδή βρίσκει έδαφος στην απογοήτευση που έχει δημιουργήσει στον κόσμο η παλινόρθωση και ενισχύει μια -παραλυτική- αίσθηση αδιεξόδου.

Η υποστήριξη της σοσιαλιστικής προοπτικής αποτελεί σε καθοριστικό βαθμό συνάρτηση της θέσης για ανατροπή του συστήματος. Αποτελεί έναν αποφασιστικό συνεκτικό παράγοντα της πάλης της εργατικής τάξης και των λαών, έναν κρίσιμο όρο μεγιστοποίησης της αποτελεσματικότητας της λαϊκής πάλης.

Δεν είναι, άλλωστε, καθόλου συμπτωματικό ότι η ύπαρξη της αριστεράς, στις όποιες εκφράσεις της, είναι ιστορικά συνδεδεμένη με το ζήτημα της σοσιαλιστικής προοπτικής.

Είναι, συνεπώς, φανερή η σημασία και το βάρος που έχει η ανασύσταση και πειστική προβολή της σοσιαλιστικής προοπτικής. Αυτή η ανασύσταση θα γίνει, κατά πρώτο και κύριο λόγο, στο έδαφος της ταξικής πάλης όπως αυτή θα διεξάγεται στις σημερινές συνθήκες. Αυτή είναι το πρωταρχικό, το αποφασιστικό πεδίο. Έχει όμως και ορισμένες βασικές συναρτήσεις που αφορούν τόσο την ανασύσταση -αυτής καθ’ αυτής- της σοσιαλιστικής προοπτικής όσο και την αποτελεσματική προώθηση της ταξικής πάλης και σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Η μια βασική συνάρτηση αφορά την ανάδειξη, προβολή και υπεράσπιση της προσφοράς του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος και του σοσιαλισμού που υπήρξε, στην εργατική τάξη και τους λαούς του κόσμου. Πολύ περισσότερο που δεκαετίες συκοφάντησης από αστούς και ρεφορμιστές έχουν πλασάρει μια εντελώς ανεστραμμένη εικόνα αυτού που πραγματικά υπήρξε. Η δεύτερη αφορά την ερμηνεία της παλινόρθωσης. Όσο μας αφορά τουλάχιστον, έχουμε καθαρό ότι χωρίς πειστικές εξηγήσεις σ’ αυτό το κρίσιμο κεφάλαιο η δυνατότητα ανασύστασης της σοσιαλιστικής ιδέας και προοπτικής στις συνειδήσεις του κόσμου θα είναι το λιγότερο προβληματική. Οι εργαζόμενες μάζες, η νεολαία, θέτουν -και απόλυτα δικαιολογημένα- ερωτήματα και ζητούν απαντήσεις.

 

Για την προσφορά του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος και του σοσιαλισμού

 

Η προσφορά του κινήματος είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο, που είναι αδύνατο να εκτεθεί εδώ και σε λίγες γραμμές. Αναγκαστικά, λοιπόν, θα «σταχυολογήσουμε» ορισμένα χαρακτηριστικά σημεία.

Το εργατικό κομμουνιστικό κίνημα αποτέλεσε τον πυρήνα και πυροδότη, την κύρια μαχητική έκφραση μιας συνολικής απελευθερωτικής κίνησης. Μιας κίνησης που, από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, αναπτύσσεται κύρια στον ευρωπαϊκό χώρο για να απλωθεί στη συνέχεια σε όλον τον κόσμο.

Υπήρξε το κίνημα που πυροδότησε και ηγήθηκε μιας τεράστιας ιστορικής ανατροπής. Της «εισόδου» των μαζών από το περιθώριο στο προσκήνιο της ιστορίας. Αυτό που έφερε τον άνθρωπο στο κέντρο των αξιών και τον ανήγαγε σε «μέτρο» της αποτίμησής τους. Ανέδειξε τη σημασία και τον ρόλο της εργασίας, όχι μόνο στην παραγωγή αλλά και στην δημιουργία-ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Αυτό έθεσε-διαμόρφωσε τη βάση μιας εντελώς νέας και διαφορετικής θεώρησης, μιας άλλης κλίμακας αξιών για το σύνολο των οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων.

Προσδιόρισε, ανέδειξε και «εξέθεσε» τις αντιφάσεις, τις αντινομίες, τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού συστήματος, τον εκμεταλλευτικό, καταπιεστικό και άδικο χαρακτήρα του.

Απέναντι στους «ιδιοκτήτες του κόσμου» αντέταξε το δικαίωμα των λαών στην ελευθερία, την αυτοδιάθεση, την ανεξαρτησία.

Πολέμησε τον πόλεμο, απονομιμοποίησε το «σπορ» του πολέμου στο οποίο επιδίδονταν οι κυρίαρχοι με το αίμα των άλλων.

Όλα αυτά όχι μόνο θεωρητικά και σε επίπεδο διακηρύξεων αλλά ως προτάγματα και διεκδικήσεις μιας πάλης την οποία προωθούσε και ανέπτυσσε σε όλα τα πεδία.

Αυτός ο αγώνας σηματοδότησε την αυγή μιας άλλης πορείας για την ανθρωπότητα. Ταυτόχρονα, ανύψωσε το κομμουνιστικό κίνημα σε σημαιοφόρο αξιών και σε κινούσα δύναμη του αγώνα για την απελευθέρωση του ανθρώπου.

Ταυτόχρονα, το κίνημα αυτό ήταν εκείνο που στάθηκε ικανό τις ιδέες του να τις μετατρέψει σε υλική πολιτική δύναμη, να επιβάλλει αλλαγές, να φτάσει έως και την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος αρχικά στη Ρωσία και μετά και σε άλλες χώρες.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση υπήρξε η κορύφωση της πάλης αυτού του κινήματος και ταυτόχρονα το άνοιγμα του δρόμου για την ανοικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αποτέλεσε γεγονός ιστορικής σημασίας και μόνο το ότι μια τέτοιου είδους επανάσταση, πραγματοποιήθηκε, νίκησε, πήρε και κράτησε την εξουσία. Σήμερα αυτό φαντάζει σαν κάτι που απλώς «συνέβη». Μόνο που για να πραγματοποιηθεί δε χρειάστηκε απλώς να νικηθεί η ισχύς και η αντίσταση των κρατούντων. Αυτό που πρώτα απ’ όλα απαιτήθηκε να κατανικηθεί ήταν το δέος που διακατείχε για αιώνες τους κολασμένους, τους δουλοπάροικους και τους μουζίκους απέναντι στο «ακατάλυτο» και «αιώνιο», την «ιερότητα» της κυριαρχίας των αρχόντων. Η επανάσταση αυτή ήταν που πραγματοποίησε το ακόμα πιο αδιανόητο. Προώθησε την οικοδόμηση ενός άλλου ριζικά διαφορετικού (σοσιαλιστικού) κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Έφερε το όραμα, την «ουτοπία» στο έδαφος της πραγματικότητας. Έδωσε την μεγαλύτερη, την πιο χειροπιαστή απόδειξη ότι η ιστορία και οι λαοί μπορούσαν να προχωρήσουν χωρίς τους δυνάστες τους. Απέδειξε ότι μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη η οποία δεν είναι «απαραίτητο» να περάσει μέσα από την υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης, την καταστροφή της αγροτιάς, το ρήμαγμα των μικρομεσαίων. Ότι δεν χρειάζεται τη «συμβολή» του προϊόντος της ληστείας των αποικιών και των εξαρτημένων χωρών. Ότι η ανάπτυξη μπορεί να υπάρξει, και μάλιστα σε υψηλό επίπεδο, στηριγμένη στην αξιοποίηση της δουλειάς, των παραγωγικών και δημιουργικών δυνατοτήτων των εργαζόμενων μαζών.

Στην καθυστερημένη Ρωσία αυτή η ανάπτυξη προωθήθηκε με την καθιέρωση σε καθολική κλίμακα του 8ωρου και 7ωρου, 6ωρου και 5ωρου στις βαριές και ανθυγιεινές δουλειές. Με πλήρη κατοχύρωση του δικαιώματος στη δουλειά, της ασφάλισης, της δωρεάν περίθαλψης, τη συνεχή άνοδο του βιοτικού και συνολικά του επιπέδου ζωής των εργαζομένων. Όλα αυτά που την ίδια περίοδο, και μάλιστα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, οι εργαζόμενοι δουλεύουν 10-14 ώρες χωρίς ασφάλιση, χωρίς περίθαλψη και χωρίς καμιά διασφάλιση της δουλειάς και της ζωής τους.

Το ότι πραγματοποιήθηκαν αυτές και μια σειρά ακόμη κατακτήσεις σε μια ως τα τότε καθυστερημένη χώρα, ήταν κιόλας κάτι πολύ σημαντικό. Το κρίσιμο ωστόσο και το πιο ουσιαστικό ήταν άλλο: Στο σοσιαλισμό όλα αυτά δεν πραγματοποιούνταν ως «παραχώρηση» του κράτους στους πολίτες αλλά ως αυτονόητα δικαιώματά τους χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Αντιμετωπίστηκαν ως στοιχεία σύμφυτα με την ύπαρξη και τη λειτουργία του σοσιαλιστικού συστήματος. Ως στοιχεία οργανικά συνδεδεμένα με αυτό και στη βάση μιας αντίληψης που θεωρούσε αδιανόητη την ύπαρξη του σοσιαλισμού χωρίς αυτά.

Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Ρωσία, δίνοντας συγκεκριμένη «υλική» υπόσταση σε προαιώνιες προσδοκίες και διεκδικήσεις των κολασμένων της γης, λειτούργησε ταυτόχρονα ως πυροδότης ενός κινήματος που απλώθηκε σαν πυρκαγιά σ’ όλη τη γη. Ενός κινήματος που αποτέλεσε την προωθητική δύναμη της απελευθερωτικής κίνησης της ανθρωπότητας σε όλα τα πεδία. Όλα αυτά «συνέβησαν», υπήρξαν, δε διαγράφονται και δεν ακυρώνονται από τις μετέπειτα εξελίξεις, τις υποχωρήσεις, τις ανατροπές, την ήττα.

Ωστόσο, και όπως κιόλας αναφέραμε, το «φρενάρισμα», η αναστροφή αυτής της πορείας από ένα σημείο και πέρα, θέτουν ορισμένα σοβαρά ζητήματα. Και ένα ζήτημα καίριας σημασίας είναι η διερεύνηση, η ερμηνεία των όρων αυτής της αναστροφής.

 

Για τους όρους της παλινόρθωσης

 

Αν δούμε το ποιες ήταν οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που κυριάρχησαν στην Ρωσία και τις άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες θα διαπιστώσουμε κάτι που είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό: Στο σύνολό τους προέρχονται από τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που κυριαρχούσαν στο προηγούμενο, υποτίθεται «σοσιαλιστικό», καθεστώς. Αυτό που είναι διαφορετικό, λιγότερο ή περισσότερο ανά περίπτωση, είναι η εσωτερική διάταξη, ιεραρχία και αρμοδιότητα. Φυσικά και το προσωπείο. Από δήθεν «κομμουνιστές» ντυθήκανε δήθεν «δημοκράτες». Αυτό, ωστόσο, που κύρια μας ενδιαφέρει εδώ είναι πώς αυτό το φαινόμενο μας προσφέρει και ένα βασικό «κλειδί» για την εξήγηση της παλινόρθωσης.

Αυτές οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις είναι εκείνες που συγκροτούσαν το σώμα της Νέας Αστικής Τάξης (ΝΑΤ) που κυριαρχούσε σ’ αυτές τις χώρες για σχεδόν σαράντα χρόνια. Η κυριάρχηση αυτών των δυνάμεων ήταν που ανέτρεψε -μετά το θάνατο του Στάλιν- την επαναστατική σοσιαλιστική κατεύθυνση στη ΣΕ. Που αλλοίωσε το σοσιαλιστικό χαρακτήρα του καθεστώτος, που έφθειρε, κατάργησε τις σοσιαλιστικές κατακτήσεις, που προετοίμασε τους όρους της παλινόρθωσης και τελικά οδήγησε σ’ αυτήν.

Αυτό που ενδιαφέρει ιδιαίτερα είναι η προέλευση αυτής της ΝΑΤ, το έδαφος και οι όροι πάνω στους οποίους διαμορφώθηκε. Ιδιαίτερη σημασία έχει ακόμη το σε βάση ποιών όρων κατόρθωσε να επιβληθεί, να κυριαρχήσει στη ΣΕ.

Η προέλευσή της, η κοινωνική βάση διαμόρφωσής της βρίσκεται στο στρώμα της ιντελιγκέντσιας ή αλλιώς το στρώμα της «εργαζόμενης διανόησης» όπως την αναφέρει ο Στάλιν.

Ποια ήταν αυτή η ιντελιγκέντσια, ποια η προέλευση και ο ρόλος της στο σοβιετικό καθεστώς; Πολύ σύντομα και επιγραμματικά:

Η κοινωνική βάση του σοσιαλιστικού καθεστώτος συγκροτείται από την εργατοαγροτική συμμαχία. Πολιτικά κυριαρχεί το κόμμα των μπολσεβίκων -το κόμμα της εργατικής τάξης. Στην πορεία (βασικά στη δεκαετία του ’30) διαμορφώνεται το στρώμα των «κόκκινων ειδικών». Αυτό που έρχεται να αντικαταστήσει τους αστούς ειδικούς, που αναγκαστικά χρησιμοποιούσε μέχρι τα τότε το σοσιαλιστικό καθεστώς.

Η εκπαιδευτική έκρηξη στη ΣΕ δίνει τη δυνατότητα να στελεχωθούν όλοι οι μηχανισμοί, οικονομικοί, κρατικοί, στρατιωτικοί, κοινωνικοί από έναν κόσμο λαϊκής καταγωγής και σοσιαλιστικής παιδείας και ιδεολογίας. Αυτό το νέο κοινωνικό στρώμα προσέφερε πολλά. Στην ανάπτυξη της σοβιετικής οικονομίας, την αποτελεσματικότερη λειτουργία σε όλους τους τομείς, την προετοιμασία της άμυνας ενόψει του επερχόμενου πολέμου κ.λπ., κ.λπ. Από την άποψη αυτή, ο χαρακτηρισμός «κόκκινοι ειδικοί» ανταποκρίνεται σημαντικά στην πραγματικότητα.

Από την άλλη μεριά, ωστόσο, το ίδιο αυτό κοινωνικό στρώμα αποτέλεσε το κυρίως έδαφος όπου αναπτύχθηκαν μια σειρά αρνητικές τάσεις και όροι. Και πάλι συνοπτικά: Παρατηρείται μια μετατόπιση αρμοδιοτήτων από την εργατική τάξη, το κόμμα, το κράτος σ’ αυτήν τη νέα κοινωνική δύναμη. Μια συγκέντρωση αρμοδιοτήτων που σταδιακά μετατοπίζει το κέντρο βάρους του συστήματος από την εργατική τάξη και την εργατοαγροτική συμμαχία σ’ αυτό το κοινωνικό στρώμα. Σ’ αυτήν την ίδια διαδικασία διαφοροποιούνται και οι ίδιες οι αντιλήψεις που κυριαρχούν στα πλαίσιά του. Διαμορφώνεται συνείδηση ενότητας συμφερόντων και μάλιστα στη βάση μιας αντίληψης ελίτ. Μια ελίτ που θεωρεί πως έχει ιδιαίτερες ικανότητες και ιδιαίτερη προσφορά στα πλαίσια του σοσιαλιστικού καθεστώτος και συνεπώς της ανήκει και ένας ιδιαίτερος -αναγνωρισμένος- ρόλος και αρμοδιότητες. Σ’ αυτή τη βάση αναπτύσσονται τάσεις διεκδίκησης αυτού του ρόλου, αλλά και ιδέες, αντιλήψεις που στηρίζουν θεωρητικά αυτήν την κατεύθυνση. Εδώ έχει τη βάση του ο ρεβιζιονισμός που αποτέλεσε την ιδεολογική και πολιτική έκφραση αυτού του στρώματος. Αυτός, άλλωστε, ο ρεβιζιονισμός ήταν που αποτέλεσε και την πολιτική δύναμη ανατροπής της επαναστατικής κατεύθυνσης μετά τον θάνατο του Στάλιν.

Αυτή η εξέλιξη, αυτή η συγκέντρωση αρμοδιοτήτων στη μεριά της ιντελιγκέντσιας δεν έγινε μόνο αφ’ εαυτής. Δε θα μπορούσε να γίνει, και οπωσδήποτε όχι σ’ αυτήν την κλίμακα και με αυτόν τον τρόπο, αν δεν συνέτρεχαν και άλλοι παράγοντες, αν μια σειρά λειτουργίες δεν συνέβαλαν ή δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν ανασταλτικά σε μια τέτοια εξέλιξη. Από τη μεριά μας, ως τον κρίσιμο παράγοντα θεωρούμε τη σταδιακή υποχώρηση της εργατικής τάξης ως προς τον ενεργό, αποφασιστικό της ρόλο. Η εργατική τάξη μπόρεσε να αποτελέσει την κύρια δύναμη της επαναστατικής ανατροπής επειδή ήταν συγκροτημένη σαν τάξη, στο ανώτερο επίπεδο, λειτουργούσε και κινούνταν σαν τέτοια με τον πιο άμεσο και ενεργητικό τρόπο. Συνέχισε να λειτουργεί σαν τέτοια για μεγάλο διάστημα μετά την επανάσταση. Δε στήριζε απλά το μπολσεβίκικο κόμμα, τη σοσιαλιστική κυβέρνηση, το σοβιετικό κράτος. Ήταν μια δύναμη που συμμετείχε άμεσα στη διαμόρφωση των αποφάσεων και κατευθύνσεων, που λειτουργούσε διαρκώς ως το πεδίο αναφοράς των προσανατολισμών που διαμορφώνονταν.

Ωστόσο, από ένα σημείο και πέρα αυτή η λειτουργία άρχισε να ατονεί, να υποβαθμίζεται, να ανοίγει μια διαδικασία μετατόπισης αρμοδιοτήτων. Θα λέγαμε προς τη μεριά του κόμματος, αλλά αυτό δεν είναι ακριβές. Το κόμμα, το καθαυτό κόμμα, περισσότερο σαν ενδιάμεσος κρίκος αυτής της μετατόπισης λειτούργησε παρά σαν αυτό που ανέλαβε αυτές τις αρμοδιότητες.

Ας έρθουμε όμως σ’ αυτό. Θεωρούμε ότι ο δεύτερος παράγοντας ήταν η διαδικασία αλλοίωσης, εξουδετέρωσης του χαρακτήρα του κόμματος ως κόμματος της εργατικής τάξης. Η διαδικασία είναι ανάλογη και παράλληλη μ’ αυτήν που αναφέραμε σε σχέση με την εργατική τάξη. Μια διαδικασία μετατόπισης αρμοδιοτήτων από το κόμμα στο κράτος. Δεν είναι καθόλου ακριβές αυτό που ευρέως λέγεται, ότι το κόμμα υποκατέστησε το κράτος. Αντίθετα ήταν το κράτος που «απορροφά» το κόμμα και βασικά το ηγετικό του επίπεδο. Έτσι έχουμε έναν «διαχωρισμό» του κόμματος ανάμεσα στο στελεχικό του δυναμικό που ενσωματώνεται στο κράτος, που μετατρέπεται σε κράτος και στο καθαυτό κόμμα, αυτό που άλλοτε συνδεόταν και λειτουργούσε σε αναφορά με την τάξη, σε ένα αδρανοποιημένο σώμα.

Συνολικά έχουμε μια διαδικασία μετατόπισης αρμοδιοτήτων, συγκέντρωσης αρμοδιοτήτων (και εξουσίας) στο κράτος. Η αρμοδιότητα της αρμοδιότητας, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από την εργατική τάξη στο κράτος. Και πάλι, ωστόσο, δεν είμαστε ακριβείς. Το κράτος ποτέ και πουθενά δεν είναι ένας αυθύπαρκτος οργανισμός. Συγκροτείται, υπάρχει και λειτουργεί σε αναφορά με μια τάξη, με κοινωνικές δυνάμεις. Ποιες είναι αυτές; Είναι οι δυνάμεις της ιντελιγκέντσιας, της «εργαζόμενης διανόησης». Το στρώμα των στελεχών του οικονομικού τομέα, του κρατικού και του κόμματος. Το κράτος, οι μηχανισμοί του κράτους λειτουργούν ως το πεδίο «συνάντησης» όλων αυτών, συνένωσης και συνδιαμόρφωσης των χαρακτηριστικών τους σε ενιαίο κοινωνικό στρώμα. Προερχόμενα από διαφορετικούς τομείς έχουν και διαφορές και εδώ, άλλωστε, οφείλεται η ύπαρξη των δυο διαφορετικών ρεβιζιονιστικών τάσεων. Το κύριο, ωστόσο, είναι το ότι αποτελούν κοινωνικό στρώμα με κοινά συμφέροντα απέναντι και ενάντια στην εργατική τάξη και την αγροτιά. Σ’ αυτή τη βάση συνενώνονται στην κοινή ρεβιζιονιστική πολιτική κατεύθυνση ενάντια στην κομμουνιστική, επαναστατική.

Αυτοί είναι σε πολύ γενικές -είναι αλήθεια- γραμμές οι όροι που επέτρεψαν στην ιντελιγκέντσια να σχηματοποιηθεί σε κοινωνική και πολιτική δύναμη και να διαμορφώσει εκείνους τους όρους που της επέτρεψαν μετά το θάνατο του Στάλιν να πάρει ολοκληρωτικά το πάνω χέρι στη ΣΕ. Μια ανατροπή που καθόρισε τις εξελίξεις και στις περισσότερες από τις σοσιαλιστικές χώρες.

Ως προς τις αιτίες, αυτές μπορεί να διακριθούν σε αντικειμενικές και -αν και όσο μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι- σε υποκειμενικού χαρακτήρα.

Ως προς το πρώτο, αυτό συνδέεται με τους συνολικούς όρους στο πλαίσιο των οποίων συντελείται η επαναστατική ανατροπή. Το όλο πρόβλημα θα μπορούσε να συνοψιστεί σ’ αυτό που αναφέρει ο Στάλιν πως οι σοσιαλιστικές σχέσεις έπρεπε να δημιουργηθούν «από το μηδέν». Η διατύπωση δίνει με παραστατικό τρόπο την ουσία, τον πυρήνα του προβλήματος. Υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στο πέρασμα από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό από τη μια και το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό από την άλλη. Ο καπιταλισμός διαμορφώνεται, σχηματοποιείται, ως έναν τουλάχιστον βαθμό, ακόμη στα πλαίσια της φεουδαρχίας. Έτσι, όταν η αστική τάξη παίρνει την εξουσία, είναι αφενός η ίδια συγκροτημένη σ’ έναν αποφασιστικό βαθμό σε «τάξη για τον εαυτό της» αλλά όχι μόνο. Ταυτόχρονα, έχει ήδη αναπτύξει ένα πλέγμα παραγωγικών οικονομικών σχέσεων στη βάση των οποίων μπορεί να λειτουργήσει άμεσα -ως καπιταλισμός- να τις αναπτύξει παραπέρα κ.λπ. κ.λπ.

Αντίθετα, το προλεταριάτο συγκροτείται σαν τάξη στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά είναι αδύνατο να αναπτύξει παραγωγικές οικονομικές σχέσεις που να αντιστοιχούν στον τύπο του (σοσιαλιστικού) συστήματος που εκφράζει και εκφράζεται από τη φύση της εργατικής τάξης. Αυτό είναι αντικειμενικό και συνδέεται με τον άμεσα ενεργό ρόλο της αστικής τάξης στην οικονομική διαδικασία, σε αντίθεση με τη φεουδαρχική που βρισκόταν «έξω» απ’ αυτήν και απλώς εισέπραττε.

Έτσι, η επαναστατική ανατροπή απαντάει σ’ έναν αποφασιστικό βαθμό, αλλά όχι στο σύνολο του προβλήματος. Δίνει τον κύριο ρόλο στην εργατική τάξη, ανοίγει τον δρόμο μετεξέλιξης της κοινωνίας που έκφραζε η κυριαρχία της αστικής τάξης, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αυτή η εξέλιξη είναι διασφαλισμένη και μάλιστα προς μια ορισμένη -κομμουνιστική- κατεύθυνση. Ανοίγει μια ολάκερη μεταβατική περίοδος, στην οποία δεσπόζει -αρχικά τουλάχιστον- η σοσιαλιστική κατεύθυνση, αλλά που ταυτόχρονα είναι ανοιχτή και προς άλλες κατευθύνσεις.

Αυτό αποτυπώνεται σε ένα σύνολο παραμέτρων και εδώ θα σταθούμε βασικά σε δύο: Στον χαρακτήρα των παραγωγικών οικονομικών σχέσεων που διαμορφώνονται και στο ρόλο της εργατικής τάξης.

Τα μέτρα που παίρνονται, οι μετασχηματισμοί που πραγματοποιούνται έχουν κατ’ αρχάς σοσιαλιστικό χαρακτήρα και κατεύθυνση. Διαμορφώνουν, συγκροτούν μια καταρχήν σοσιαλιστική οικονομική βάση.

Απέχουν, ωστόσο, από το να αποτελούν μετασχηματισμούς ολοκληρωμένα σοσιαλιστικού κομμουνιστικού χαρακτήρα.

Αντίστοιχα η εργατική τάξη αναδείχνεται ως η ηγετική κοινωνική και πολιτική (με το κόμμα της) δύναμη, αυτή που ορίζει το χαρακτήρα του συστήματος.

Ωστόσο, απέχει ακόμα από το να κυριαρχεί σε όλα τα πεδία και εκφράσεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής και να καθορίζει πλήρως την εξέλιξή τους.

 

Αυτό θέτει ένα πρόβλημα διπλής όψεως και με αντιφατικές πλευρές.

Το αν αυτές οι παραγωγικές σχέσεις, που δεν είναι πλέον καπιταλιστικές αλλά και δεν είναι ολοκληρωμένα σοσιαλιστικές, θα εξελιχθούν προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση, θα καθοριστεί από τον ρόλο και την ισχύ των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.

Από την άλλη μεριά, το επίπεδο και ο χαρακτήρας των παραγωγικών σχέσεων καθορίζει τη θέση (στην παραγωγή, την οικονομία κ.λπ.) των κοινωνικών δυνάμεων και συνεπώς το ρόλο και την ισχύ τους. Με άλλα λόγια, το πώς εξελίσσονται οι παραγωγικές σχέσεις είναι συνάρτηση του ρόλου των κοινωνικών δυνάμεων και ταυτόχρονα ο ρόλος των κοινωνικών δυνάμεων είναι συνάρτηση της θέσης που έχουν με βάση τις παραγωγικές σχέσεις.

Ποια η απάντηση, ποια η λύση σ’ αυτήν την αντιφατική σχέση πραγμάτων;

Η άποψή μας είναι πως ο κρίκος βρίσκεται στο ρόλο και την ισχύ που έχουν την «κάθε στιγμή» οι κοινωνικές δυνάμεις και, στην περίπτωση μας, η εργατική τάξη.

Βεβαίως στην πραγματικότητα το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται ή γράφεται εδώ, εμφανίζει σειρά προβλημάτων με τα οποία δεν έχουμε τα περιθώρια να ασχοληθούμε εδώ . Περιοριζόμαστε στο να πούμε πως θεωρούμε αποφασιστικό παράγοντα το επίπεδο συγκρότησης της εργατικής τάξης και συνειδητοποίησης των προβλημάτων που έχει να αντιμετωπίσει.

Το άλλο ερώτημα αφορά στο πόσο γίνονταν αντιληπτά ή πόσο μπορούσαν από υποκειμενική άποψη να γίνονται αντιληπτά τα προβλήματα που έμελλε να εμφανιστούν. Από αντικειμενική άποψη, δε θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό το σύνολο των προβλημάτων και σε όλες τους τις διαστάσεις. Αυτό είχε ως συνέπεια αδυναμίες θεώρησης και συνεπώς προετοιμασίας αντιμετώπισης.

Βεβαίως, στοιχεία -σωστής- θεώρησης υπήρχαν από τα πριν. Λ.χ. η άποψη του Μαρξ για το ότι ο κομμουνισμός δεν είναι μοντέλο και για την ύπαρξη μεταβατικής περιόδου μετασχηματισμού της κοινωνίας. Η άποψη του Ένγκελς πως η κρατικοποίηση είναι ο πιο άμεσος, προσιτός και αποτελεσματικός τρόπος, αλλά όχι και η ιδανική μορφή κοινωνικοποίησης κ.ά. Ωστόσο, όλα αυτά δεν είχαν, και δε θα μπορούσαν να έχουν, την ανάπτυξη και τη «δεσμευτική» τεκμηρίωση που μπορεί να δώσει μόνο η στήριξή τους σε απτά, σε πραγματικά δεδομένα.

Θεωρούμε βασικό το ότι η περίοδος μετάβασης από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό αντιμετωπίστηκε ψς «πολιτική» περίοδος. Δηλαδή ως μια περίοδος σχετικά σύντομη, όπου η αποφασιστική προώθηση μετασχηματισμών, ανάπτυξης κ.λπ. θα διαμόρφωνε τους όρους περάσματος στον κομμουνισμό. Σ’ αυτό συνέτεινε και το ότι το «σχήμα πορείας», με καθοριστικό παράγοντα την επαναστατική ορμή, έδωσε για μια περίοδο σημαντικά αποτελέσματα και μεγάλες επιτυχίες.

Αυτό είχε ως συνέπεια τη θεώρηση-αντιμετώπισή της ως μια διαδικασία που λίγο πολύ μπορεί να προγραμματιστεί, να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί σαν τέτοια. Σε συνάρτηση μ’ αυτό και η ανύψωση ενός πολιτικού οργάνου -θεωρητικά του κόμματος- στο ρόλο του «ρυθμιστή» της πορείας.

Στην πορεία, βέβαια, άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι δεν πρόκειται για μια σύντομη και απλά, ή κυρίως, πολιτική περίοδο. Ότι πρόκειται για μια ολάκερη ιστορική περίοδο κοινωνικού χαρακτήρα, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Ήδη, ωστόσο, είχαν διαμορφωθεί και παγιωθεί δεδομένα και, απ’ ό,τι αποδείχτηκε, μη αναστρέψιμα.

Γιατί στην πράξη -τελικά- δεν ήταν ούτε η εργατική τάξη, ούτε καν το κόμμα -σαν κόμμα- που συγκέντρωσε ισχύ και αρμοδιότητες. Ήταν -πρακτικά- το κράτος και επί της ουσίας η ιντελιγκέντσια που είχε πάρει το πάνω χέρι σ’ όλους τους μηχανισμούς, οικονομικούς, κρατικούς, κομματικούς και ιδιαίτερα στα ανώτερά τους επίπεδα.

Ποια συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από όλα αυτά; Θα περιοριστούμε εδώ σε κάποια βασικά:

Την κατανόηση ότι η μεταβατική είναι μια μακρόχρονη ιστορική περίοδος κοινωνικού χαρακτήρα.

Ότι ο μετασχηματισμός των παραγωγικών οικονομικών κ.λπ. σχέσεων σε κομμουνιστική κατεύθυνση δε γίνεται εφάπαξ αλλά είναι μια συνεχής διαδικασία μετασχηματισμών που εκτείνεται σ’ όλη αυτήν την περίοδο. Ότι αυτή η εξέλιξη είναι ένα «ανάπτυγμα» των βασικών σοσιαλιστικών μετασχηματισμών της φάσης εφόδου.

Ότι θεμελιώδης όρος γι’ αυτό είναι ο ρόλος της εργατικής τάξης, η οποία θα πρέπει να γίνεται όλο και πιο ικανή στο να καθορίζει τη λειτουργία και την πορεία της παραγωγής, της οικονομίας της κοινωνίας.

Ότι αυτή η πορεία είναι, πέραν των άλλων, και ένα πεδίο πάλης. Ότι το σοσιαλιστικό σύστημα, όπως και κάθε σύστημα, έχει τις αντιφάσεις και αντινομίες και τις αντιθέσεις του. Διαφορετικές απ’ ό,τι λ.χ. στο καπιταλιστικό αλλά υπαρκτές. Ότι η λύση των αντιφάσεων και αντιθέσεων θα απαιτήσει και αντιπαραθέσεις, πιθανά και αναμετρήσεις, ταξικού χαρακτήρα.

Μια τέτοια διαδικασία ενός τέτοιου χαρακτήρα είναι προφανές για μας ότι δεν μπορεί να «σχεδιαστεί», να «προγραμματιστεί». Μια αναγκαία παρένθεση εδώ προς άρση παρανοήσεων. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν χρειάζονται σχέδια και προγράμματα. Αλλά αυτά έχουν ως όριό τους αυτό που προσδιορίζεται από τα κάθε φορά δεδομένα που έχουν στη διάθεσή τους αυτοί που τα πραγματοποιούν. Όταν πρόκειται για μια ολάκερη περίοδο, αυτό που μπορεί να προσδιοριστεί (και όσο) είναι η γενική κατεύθυνση, ο προσανατολισμός και οι κοινωνικές, βασικά, δυνάμεις στήριξης αυτού του προσανατολισμού.

Αυτό σημαίνει ότι ο κύριος ρόλος, η αρμοδιότητα της αρμοδιότητας δεν ανήκει στο κράτος, δεν ανήκει καν στο κόμμα. Ανήκει στην εργατική τάξη. Είναι γνωστή η ρήση του Λένιν, πως «μόνο μια τάξη μπορεί να ανατρέψει μια τάξη». Έχουμε την άποψη ότι αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σε σχέση με το ζήτημα που τίθεται εδώ. Έχουμε την άποψη πως μόνο μια τάξη μπορεί να μετασχηματίσει μια κοινωνία. Μόνο μια τάξη, στην καθολική και συνεχή της λειτουργία και δραστηριοποίηση σε όλα τα πεδία, σε όλες τις εκφράσεις, σε όλες τις λειτουργίες και σε όλους τους αρμούς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, μπορεί να πραγματοποιήσει έναν τέτοιο συνολικό μετασχηματισμό. Κανένα σχέδιο και κανείς δεν μπορεί να την υποκαταστήσει σ’ αυτό το ρόλο.

Αυτό δεν αναιρεί την αναγκαιότητα ύπαρξης και το ρόλο του πολιτικού της οργάνου, του κόμματος της εργατικής τάξης. Η ταξική πάλη εκφράζεται και στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Μάλιστα συχνά συμπυκνωμένη σε πολιτικές αντιπαραθέσεις, που η έκβασή τους έχει σημαντικό έως και κρίσιμο χαρακτήρα. Θεωρούμε, συνεπώς, πως η συγκρότηση της εργατικής τάξης θα είναι ατελής αν δεν ολοκληρώνεται και στην πολιτική της διάσταση, στο πεδίο συγκρότησης των πολιτικών της οργάνων. Η διαλεκτική σχέση τάξης-κόμματος σημαίνει ότι η αρμοδιότητα της τάξης δεν μπλοκάρει τον πολιτικό ρόλο του κόμματος, αλλά και ο πολιτικός ρόλος του κόμματος δεν αναιρεί το ότι η αρμοδιότητα της αρμοδιότητας ανήκει τελικά στην εργατική τάξη.

Το τελευταίο ερώτημα που θα θέταμε εδώ αφορά στο κατά πόσο αυτά τα προβλήματα γίνονταν αντιληπτά και με ποιο τρόπο. Η άποψή μας είναι ότι γίνονταν αντιληπτά, αλλά ως έναν ορισμένο βαθμό και όχι σ’ όλες τους τις διαστάσεις. Αυτό εκφράστηκε και στον τρόπο αντιμετώπισης. Σ’ όλη τη διάρκεια, ιδιαίτερα μετά τη λήξη του πολέμου, στο ΚΚΣΕ διεξάγεται έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στη σταλινική τάση και τις ρεβιζιονιστικές τάσεις. Το ζήτημα ήταν ότι παρά το τεράστιο τότε κύρος του Στάλιν, αυτή η αντιπαράθεση διεξάγεται σ’ ένα έδαφος όπου ήδη έχουν διαμορφωθεί αρνητικοί παράγοντες. Η ισχυροποίηση της ιντελιγκέντσιας και των ρεβιζιονιστικών της εκφράσεων. Η αφυδάτωση των λειτουργιών και του ρόλου του καθαυτού κόμματος ως οργάνου της εργατικής τάξης. Η οπισθοχώρηση και αδρανοποίηση της ίδιας της εργατικής τάξης. Έτσι, οι ρεβιζιονιστικές τάσεις εξελίχθηκαν απέναντι στο κύρος του Στάλιν, απέφυγαν τη μετωπική αντιπαράθεση, ή ακόμη και «συμφώνησαν» με τις απόψεις του. Έτσι, μετά το θάνατό του, οι δύο ρεβιζιονιστικές τάσεις και παρά τις διαφορές τους κινήθηκαν συντονισμένα και αποφασιστικά στο να εκκαθαρίσουν κάθε εστία αντίστασης στο κράτος και στο κόμμα. Η κυριάρχησή τους ανοίγει μια εντελώς διαφορετική σελίδα στην πορεία της ΣΕ.

Η τελευταία μεγάλη μάχη της επαναστατικής εργατικής κομμουνιστικής κατεύθυνσης δίνεται στην Κίνα και ιδιαίτερα με τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση (ΜΠΠΕ). Δεν έχουμε το περιθώριο εδώ να αναφερθούμε σ’ αυτό το μεγάλο κεφάλαιο του κινήματος. Θα υπογραμμίσουμε μόνο ένα πράγμα: Πολλοί είπαν πολλά, κριτικάροντας ή και συκοφαντώντας από τότε μέχρι σήμερα τη ΜΠΠΕ. Για τα, αναπόφευκτα σε τέτοια γεγονότα, λάθη, υπερβολές, ανεπάρκειες κ.λπ. Σήμερα και με βάση τις εξελίξεις στην Κίνα κανείς, όχι κομμουνιστής αλλά απλώς έντιμος, δεν μπορεί να πει ένα πράγμα: Ότι δε γνωρίζει ποιες δυνάμεις συγκρούστηκαν με ποιες στην διάρκεια της ΜΠΠΕ και ποιο ήταν το διακύβευμα της σύγκρουσης.

Όπως και προηγούμενα αναφέραμε, το ότι υπήρξαν αρνητικές εξελίξεις, το ότι συντελέστηκε η παλινόρθωση, το ότι το εργατικό κομμουνιστικό κίνημα υπόστηκε μια μεγάλη ήττα δεν αναιρεί για μας αυτά που συντελέστηκαν. Ταυτόχρονα, και αυτό είναι πλέον το πιο σημαντικό, δεν αναιρεί αυτά που μπορούν και πρέπει να γίνουν. Το εργατικό κομμουνιστικό κίνημα και ο σοσιαλισμός ήταν που έθεσαν στην ημερήσια διάταξη της ιστορίας το ζήτημα της απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από δουλείες αιώνων. Που έθεσε το όραμα μιας άλλης κοινωνίας στο έδαφος της πραγματικότητας. Υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι η μόνη συνολική απάντηση, η μόνη πρόταση συνολικής αναίρεσης του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Στις σημερινές συνθήκες της κυριαρχίας της ιμπεριαλιστικής καπιταλιστικής βαρβαρότητας συνεχίζει να αποτελεί τη μόνη πραγματική διέξοδο για τους λαούς.

Την απάντηση στο σύστημα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των πολέμων και της εν ψυχρώ δολοφονίας εκατομμυρίων. Με το σοσιαλισμό δημιουργούνται όλες οι βασικές προϋποθέσεις για μια κοινωνία δικαίου, χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, για μια κοινωνία που στο κέντρο των αξιών της θα βρίσκεται ο εργαζόμενος άνθρωπος για έναν κόσμο χωρίς πολέμους.

Βεβαίως και όλα αυτά δε θα γίνουν από μόνα τους. Η ιστορία μάς έδειξε ότι ο σοσιαλισμός παρότι κινήθηκε σε μια τέτοια τροχιά, παρότι άνοιξε δρόμους προς το μέλλον, δεν κατόρθωσε να προχωρήσει πέρα απ’ ένα σημείο. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα που θέτει η ιστορία στη σημερινή Αριστερά: Να διδαχτεί από όλα αυτά και, στηριγμένη στο έδαφος της σημερινής πραγματικότητας, να προχωρήσει ακόμη περισσότερο.

Θα κλείσουμε και αυτό το θέμα όπως και το προηγούμενο. Με τις απόψεις και εκτιμήσεις αυτές, μπορεί ο καθένας να διαφωνεί ή να συμφωνεί εν όλω ή εν μέρει. Εκείνο ωστόσο που δεν είναι νοητό, και ιδιαίτερα για πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να αναφέρονται στην Αριστερά, είναι η «μη τοποθέτηση». Δε νοείται πολιτική δύναμη που θέλει να εμφανίζεται σαν αριστερή και η οποία να μην τοποθετείται και με τον πιο συγκεκριμένο τρόπο απέναντι στο ζήτημα του σοσιαλισμού. Του σοσιαλισμού που υπήρξε, όσο -και κύρια- της σοσιαλιστικής προοπτικής.

 

Η Αριστερά απέναντι «στον εαυτό της»

 

Το τρίτο κεφάλαιο αφορά το πώς προσδιορίζεται αυτή η Αριστερά απέναντι «στον εαυτό της». Ποια είναι Αριστερά σήμερα; Τι κουβαλάει από τον περασμένο αιώνα; Πώς εμφανίζεται η ευρύτερη, ας πούμε, Αριστερά απέναντι στα ζητήματα της εποχής μας; Τι νέα στοιχεία ενσωματώνει; Πάνω απ’ όλα, σε ποια προβλήματα καλείται να απαντήσει; Πόσο το μπορεί και υπό ποιους όρους;

Αυτή η ευρύτερη αριστερά, όπως μας έρχεται από τον 20ο αιώνα, φέρει, κατά την άποψή μας, σε καθοριστικό βαθμό τα χαρακτηριστικά της οπισθοχώρησης, της ήττας. Ταυτόχρονα, τον τρόπο με τον οποίο συντελέστηκε αυτή η ήττα, των όρων στη βάση των οποίων αντιμετωπίστηκε.

Πιο συγκεκριμένα:

Της κυριάρχησης του ρεβιζιονισμού και της ΝΑΤ στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.

Αντίστοιχα, της κυριάρχησης του ρεβιζιονισμού και ρεφορμισμού στο μεγαλύτερο μέρος των κομμουνιστικών κομμάτων των άλλων χωρών.

Με το μπρεζνιεφικό ρεύμα να κινείται σε τροχιά πλήρους σύνδεσης με την πολιτική της ΣΕ.

Με το λεγόμενο «Ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα που ο βαθμός αποδέσμευσής του από την Μόσχα βρισκόταν σε ευθεία συνάρτηση με το βαθμό σύνδεσής του με την πολιτική των αστικών τάξεων στις χώρες που δρούσε το κάθε κόμμα.

Με άλλα ρεύματα, αντιφατικού χαρακτήρα, εν συγχύσει ευρισκόμενα και σε σχέση διαρκούς παλινδρόμησης ανάμεσα σε υπερεπαναστατικές και αστικορεφορμιστικές αντιλήψεις, θέσεις και πρακτικές.

Την ίδια περίοδο, κάτω από την επίδραση και των προηγούμενων αρνητικών παραγόντων, έχουμε ένα πισωγύρισμα θεμελιώδους σημασίας. Την παραπέρα προώθηση του προτσές περιθωριοποίησης της εργατικής τάξης. Του κορμού ισχύος της λαϊκής πάλης, της ταξικής, κοινωνικής βάσης ύπαρξης της οποιασδήποτε Αριστεράς.

Απέναντι σ’ αυτές τις αρνητικές εξελίξεις το μ-λ ρεύμα αγωνίστηκε προσπαθώντας να τις αναστρέψει. Το γεγονός, ωστόσο, είναι ότι δεν το κατόρθωσε. Βασική αιτία γι’ αυτό, η ήττα της ΜΠΠΕ στην Κίνα. Της πιο σημαντικής προσπάθειας του κομμουνιστικού κινήματος, μετά το ’50, να δώσει τις απαντήσεις που απαιτούσε η παραπέρα προώθηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Από την άλλη μεριά, το ίδιο το μ-λ ρεύμα στις άλλες χώρες δεν μπόρεσε να συγκροτηθεί, να εντάξει στη φυσιογνωμία και τη γραμμή του τα ζητήματα που έθεσε η ΜΠΠΕ.

Οι ίδιες αρνητικές επιδράσεις, αν και με πιο αργούς ρυθμούς, εμφανίστηκαν και στα πλαίσια του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Είναι γεγονός ότι η οξύτητα των αντιθέσεων στη ζώνη των θυελλών κρατούσε ανοιχτά τα μέτωπα πάλης ενάντια στα υπολείμματα της αποικιοκρατίας και τον ιμπεριαλισμό. Συνακόλουθα, παρείχαν έδαφος στήριξης και στις αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις. Ωστόσο, οι συνολικά αρνητικές εξελίξεις έφεραν τελικά και εδώ τα αποτελέσματά τους.

Οι ίδιες αρνητικές εξελίξεις καθόρισαν και τους όρους, τη μορφή της ήττας, το διαλυτικό χαρακτήρα που πήρε για το μεγαλύτερο μέρος αυτού που εμφανιζόταν ως Αριστερά σε παγκόσμια κλίμακα. Για να συνέβαινε διαφορετικά, θα έπρεπε αυτή η αριστερά να συγκροτούνταν όχι απλά σε ανεξάρτητη βάση με όσα αρνητικά συντελούνταν στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, αλλά σε πλήρη αντιπαράθεση μ’ αυτές. Κάτι τέτοιο, όπως είναι γνωστό, δεν έγινε παρά μόνο σε μερική κλίμακα. Έτσι, η κατάρρευση τού υποτίθεται σοσιαλιστικού στρατοπέδου «συμπαράσυρε» στην ήττα, και με όρους διάλυσης, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της υποτίθεται πλέον Αριστεράς.

Λίγες μόνο δυνάμεις αντιστάθηκαν, χωρίς φυσικά να κατορθώσουν να προσδώσουν διαφορετικό χαρακτήρα στην ήττα. Αυτό που κατόρθωσαν, να μη συρθούν στο ρεύμα παράδοσης άνευ όρων, να διατηρήσουν ζωντανή τη σπίθα ενόψει ευνοϊκότερων συνθηκών.

Σ’ αυτό οφείλεται το επαίσχυντο φαινόμενο ότι κατά εκατομμύρια τα μέλη και τα στελέχη των κομμουνιστικών κομμάτων του ανατολικού μπλοκ, και με επικεφαλής τις «ηγεσίες» τους, κοιμήθηκαν ένα βράδυ «κομμουνιστές» και ξύπνησαν το πρωί «σοσιαλιστές», «δημοκράτες» και αντικομμουνιστές. Το γεγονός ότι το πάλαι ποτέ «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα σύσσωμο, σχεδόν, και «συγκροτημένα» απέβαλε κάθε κομμουνιστική ή και σοσιαλιστική ακόμα αναφορά. Ήταν και στα δικά του πλαίσια που αναπτύχθηκε ο «προβληματισμός» για το αν έχει νόημα η διάκριση Αριστεράς και Δεξιάς. Και ήταν, τελικά, το ίδιο το σύστημα που τους ανέσυρε από το τέλμα για να τους αναθέσει τον ρόλο της «νέας Αριστεράς» των Κλίντον, Μπλερ, Ζοσπέν, Σρέντερ και σία.

Εξελίξεις που επέτειναν τα φαινόμενα απογοήτευσης, σύγχυσης, αποπροσανατολισμού και αδρανοποίησης, που ενίσχυσαν τις τάσεις ενδοτισμού σε μαζική κλίμακα.

Που ενίσχυσαν αντικειμενικά, αλλά και υποκειμενικά, την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία του συστήματος.

Το πλασάρισμα θεωρημάτων αποδοχής και ενσωμάτωσης στο σύστημα.

Που εμφάνισαν την ήττα ως επιστροφή στην «φυσική τάξη πραγμάτων».

Την αναγωγή του καπιταλισμού σε πεμπτουσία της Δημοκρατίας.

Την ιμπεριαλιστική κυριαρχία της Δύσης σε «παγκοσμιοποίηση».

Τον καπιταλισμό ως «μονόδρομο» για την ανθρωπότητα.

Τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και το ματοκύλισμα λαών ως «ειρηνευτικές» επεμβάσεις.

Όλα αυτά που αποτέλεσαν την ιδεολογική βάση του μεγάλου αίσχους. Της υποστήριξης (θεωρητικά, πολιτικά και πρακτικά) της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία, των βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας. Γενικότερα μια κατάσταση όπου οι προσπάθειες, οι εστίες και οι δυνάμεις αντίστασης βρίσκονταν σχετικά απομονωμένες, δεν είχαν το έδαφος και τις δυνατότητες να αναπτυχθούν, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που έθεταν οι εξελίξεις. Πολύ περισσότερο που, εκτός από τους προηγούμενους, είχαν να αντιμετωπίσουν και άλλους και μάλιστα από το χώρο της ευρύτερης Αριστεράς. Εκείνους που υιοθετούσαν την λογική των «ίσων αποστάσεων». Τη στάση της αδράνειας ή ακόμα και της υπονόμευσης των προσπαθειών αντίστασης.

 

Σημείο καμπής – Το ρήγμα

 

Σημείο καμπής σ’ αυτές τις συνολικά αρνητικές εξελίξεις αποτέλεσε η εμφάνιση αυτού που θα ονομάζαμε ως ρήγμα στα πλαίσια του συστήματος. Το ότι η εμφάνισή του συνέπεσε με την προετοιμασία της αμερικανικής επίθεσης στο Ιράκ δεν είναι άσχετο μ’ αυτήν, αλλά ούτε και η μοναδική αιτία. Ως προς τους θεμελιώδεις όρους της εμφάνισης αυτού του ρήγματος: Είναι η κλιμάκωση της επίθεσης του κεφαλαίου, που, πέρα από την εργατική τάξη, επεκτείνεται και στα μεσοστρώματα. Μια επίθεση που αποσυγκροτεί τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες που είχαν συγκροτηθεί (βασικά στις καπιταλιστικές Μητροπόλεις) μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αποτελούσαν την εσωτερική βάση στήριξής του.

Είναι η ιμπεριαλιστική εκστρατεία επανακατάκτησης, επαναποικιοποίησης του κόσμου που οξύνει την αντίθεση με τους λαούς αλλά δημιουργεί αντιθέσεις και με αστικές δυνάμεις των χωρών που πλήττονται.

Είναι η κατάκτηση της «Ανατολής» από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης, η προσπάθειά τους να μετατρέψουν την «Ανατολή» (ακόμη και Ρωσία, Κίνα) σε «ενδοχώρα» της Δύσης.

Είναι οι φιλοδοξίες των ΗΠΑ για παγκόσμια κυριαρχία, η προώθηση μιας αντίστοιχης πολιτικής που άρχισε να ανησυχεί το σύνολο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Που προκάλεσε τις αντιδράσεις ακόμη και των συμμάχων των ΗΠΑ, Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, όπως αυτές εκδηλώθηκαν στην περίπτωση του Ιράκ.

Αν με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ «ενιοποιείται» σε παγκόσμια κλίμακα το καπιταλιστικό σύστημα, αυτό δεν αποτελεί παρά τη μια πλευρά των εξελίξεων. Η άλλη συνδέεται με το ότι και στη βάση των ίδιων ακριβώς εξελίξεων διαμορφώνονται οι όροι για την εμφάνιση ενός συνολικού ρήγματος στα πλαίσια του συστήματος. Ενός ρήγματος από πάνω μέχρι κάτω, στα πλαίσια του οποίου τίθενται υπό κρίση όλοι οι όροι και κανόνες λειτουργίας του εσωτερικά και διεθνώς. Όλες οι εσωτερικές, κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, αλλά και όλες οι διεθνείς έως και στρατηγικού χαρακτήρα συμμαχίες.

Από την άλλη μεριά αρχίζουν να εμφανίζονται στοιχεία ανασύνταξης της λαϊκής αντίστασης και πάλης. Ταυτόχρονα, και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, διάφορες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις δείχνουν να ξεπερνούν το σοκ των ανατροπών του ’89-’91 και να ενεργοποιούνται.

Ενεργοποιείται η αντίσταση της εργατικής τάξης στην επίθεση του κεφαλαίου με απεργίες και κινητοποιήσεις.

Εκδηλώνονται φαινόμενα μαζικής απόρριψης κεντρικών επιλογών των αστικών κυβερνήσεων.

Αναζωπυρώνεται και αναπτύσσεται η πάλη των επαναστατικών κινημάτων στην ζώνη των θυελλών.

Εκατομμύρια διαδηλωτών πλημμυρίζουν τους δρόμους του κόσμου διαδηλώνοντας την οργή τους ενάντια στα εγκληματικά σχέδια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Η ηρωική αντίσταση του Ιρακινού Λαού αναδείχνει το αδιέξοδο της στρατηγικής των ΗΠΑ και αποδείχνει ότι ακόμη και ο ισχυρότερος ιμπεριαλισμός δεν είναι ακαταμάχητος.

Συνολικά διαμορφώνονται καλύτερες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της αντίστασης, της λαϊκής πάλης του κινήματος. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως είναι ξανά η ώρα της Αριστεράς. Μόνο που θα πρέπει να την «ειδοποιήσει» κάποιος. Γιατί η υπάρχουσα Αριστερά, μάλλον δεν το έχει αντιληφθεί, είτε δεν θέλει αλλά ούτε και μπορεί να αναλάβει ευθύνες που της θέτει η ιστορία.

Αναμφισβήτητα οι εξελίξεις έχουν επιδράσει και σ’ αυτήν την πλευρά και στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης κινητικότητας, έχουν επιβάλλει διαφοροποιήσεις. Απέχουν, ωστόσο, πολύ από αυτά που σήμερα απαιτούνται. Ας δούμε, όμως, πώς διαμορφώνεται η κατάσταση λίγο πιο συγκεκριμένα:

Το πάλαι ποτέ μπρεζνιεφικό ρεύμα συνεχίζει να βρίσκεται σε κρίση-αναζήτηση ταυτότητας και πολιτικής. Το πιο χαρακτηριστικό, ίσως, της ιδεολογικής του σύγχυσης η εμμονή τους στο μπρεζνιεφικό μοντέλο «σοσιαλισμού». Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι ο μπρεζνιεφισμός υπήρξε προϊόν συγκεκριμένων ιστορικών συγκυριών. Ότι δεν υπάρχει «απευθείας δρόμος» από τον καπιταλισμό στον μπρεζνιεφισμό. Η ζωή θα τους υποχρεώσει να το «δουν». Θα αλλάξουν θέλουν δε θέλουν. Το ερώτημα είναι προς ποια κατεύθυνση. Αυτό εκφράζεται και στη γενική πολιτική τους γραμμή. Ο αντιιμπεριαλισμός τους χαρακτηρίζεται από μια ισχυρή τάση αναζήτησης διεθνούς ρεύματος στήριξης, στα πλαίσια του οποίου φιγουράρουν δυνάμεις σαν τον Ζουγκάνοφ και της «σοσιαλιστικής» Κίνας. Αντίστοιχη και η στάση τους απέναντι στο κίνημα, όπου το κύριο στοιχείο είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στις μάζες και ο «φόβος απέναντι στο κίνημα».

Το πάλαι ποτέ «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα εξεμέτρησε το ζην στη συγκεκριμένη ιστορική του μορφή και μάλιστα με τον πιο επαίσχυντο τρόπο. Μεταλλασόμενο στην κλιντονική «Αριστερά» έφτασε στον πάτο. Αυτό δε σημαίνει ότι ρεφορμιστικές τάσεις αυτού ή εκείνου του χαρακτήρα θα σταματήσουν να εμφανίζονται στο κίνημα. Ήδη έχουμε, και μάλιστα σε διεθνή κλίμακα, την εμφάνιση των Φόρουμ που αποτελούν μια μετάλλαξη των προηγούμενων αλλά όχι μόνο. Σημαντικό ρόλο στη συγκρότησή τους έπαιξαν οι επιλογές και η αντίστοιχη στήριξη από μεριάς αστικών έως και ιμπεριαλιστικών κύκλων. Ωστόσο, δεν πρέπει να μας διαφεύγει μια σημαντική πλευρά. Ότι τα Φόρουμ κατόρθωσαν να ενσωματώσουν τις διαθέσεις και άλλων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, που δέχονται την όλο και πιο ισχυρή πίεση των συνολικά αντιδραστικών εξελίξεων και εκδηλώνουν τάσεις αντίστασης. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε η αδυναμία του επαναστατικού κινήματος να δώσει πειστική και αποτελεσματική διέξοδο σ’ αυτές τις τάσεις και διαθέσεις.

Πέρα από αυτά, υπάρχουν και σειρά άλλων τάσεων και ρευμάτων που χαρακτηρίζονται σε σημαντικό βαθμό από ριζοσπαστικές και αγωνιστικές διαθέσεις. Ταυτόχρονα, ωστόσο, και όπως έχουμε κιόλας αναφέρει είναι ισχυρό στα πλαίσιά τους το στοιχείο της σύγχυσης, και η επίδραση αστικορεφορμιστικών αντιλήψεων.

Η πορεία της κάθε μιας από αυτές τις τάσεις θα εξαρτηθεί από την κατεύθυνση στην οποία θα λύσουν αυτήν την αντίφαση που τα χαρακτηρίζει.

Θα επιβάλλει η ριζοσπαστική και μαχητική διάθεση την αναθεώρηση-διόρθωση των λαθεμένων αντιλήψεων ή οι λαθεμένες αντιλήψεις θα ευνουχίσουν τελικά τις αγωνιστικές διαθέσεις; Αν η πρώτη είναι η θετική, η δεύτερη είναι μια αρνητική εξέλιξη, την οποία έχουμε κιόλας δει να εκφράζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Η σχετική αυτονόμηση του μ-λ ρεύματος από τις διαδικασίες κατάρρευσης έδωσε την δυνατότητα να «κρατηθούν» οργανώσεις και δυνάμεις. Η στήριξή τους στην παράδοση του κομμουνιστικού κινήματος, η ταξική αδιαλλαξία που χαρακτήρισε όσες δυνάμεις άντεξαν, τις «προφύλαξε» από μεταμορφώσεις και μεταλλάξεις σαν αυτές που είδαμε στο προηγούμενο διάστημα. Τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά αποτελούν θεμελιακά στοιχεία στήριξης της παραπέρα πορείας τους. Ωστόσο δεν αρκούν. Αν θέλουν να ανταποκριθούν στον ρόλο που φιλοδοξούν να κατακτήσουν, οφείλουν να τολμήσουν. Να διαμορφώσουν, να οικοδομήσουν τη φυσιογνωμία και το ρόλο τους στη βάση των απαιτήσεων που θέτει σήμερα η ταξική πάλη.

Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, οι επαναστατικές και μ-λ δυνάμεις στις ζώνες των θυελλών επέδειξαν, και για τους λόγους που αναφέραμε, μεγαλύτερες αντοχές. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα ώστε η ανασύνταξη να προχωρήσει με πιο γοργούς ρυθμούς. Ήδη το κίνημα εμφανίζεται εξαιρετικά ελπιδοφόρο σε χώρες όπως το Νεπάλ, οι Ινδίες, οι Φιλιππίνες και της Λατινικής Αμερικής. Ωστόσο, το γεγονός ότι η διεθνής διάσταση του κινήματος δεν είναι στον ανάλογο βαθμό αναπτυγμένη θέτει ένα σοβαρό πρόβλημα. Τα κινήματα αυτά δεν έχουν ακόμη τη στήριξη ενός διεθνούς επαναστατικού ρεύματος που θα ενίσχυε την ακόμα πιο αποφασιστική προώθηση των στόχων τους. Από την άλλη μεριά, και σε τέτοιες συνθήκες, οι ιμπεριαλιστές έχουν ακόμη τη δυνατότητα να απομονώνουν ένα κίνημα, να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους ενάντιά του και να το τσακίζουν. Οι συνθήκες, βέβαια, δεν είναι οι ίδιες όπως τη δεκαετία του ’90, ωστόσο το πρόβλημα συνεχίζει να υπάρχει.

Αυτή η Αριστερά -συνολικά παρμένη και όπως έχει- μπορεί να ανταποκριθεί στις σημερινές απαιτήσεις; Έχουμε την άποψη ότι προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι να ανασυγκροτηθεί, να μετασχηματιστεί, θα λέγαμε να ανασυσταθεί σε όλα της τα στοιχεία. Ο πρώτος όρος γι’ αυτό θα ‘ταν η «αναγνώριση της κατάστασης», η διάθεση να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη. Το πόσο είναι διατεθειμένη για κάτι τέτοιο φαίνεται από τη στάση ορισμένων τουλάχιστον δυνάμεων απέναντι στο κίνημα.

Είναι γεγονός ότι το κίνημα, η πάλη των λαών συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από μεγάλες και σοβαρές αδυναμίες. Τίποτα πιο φυσικό απ’ αυτό κατά την άποψή μας. Αυτές, ωστόσο, οι αδυναμίες γίνονται για ορισμένους η αφορμή για μια «κριτική» που υποτιμάει, υποβαθμίζει έως και απαξιώνει την πάλη που διεξάγουν οι λαοί στα διάφορα μέτωπα αντίστασης. Ιδιαίτερα επικεντρώνεται αυτό το είδος της «κριτικής» στην πάλη του Ιρακινού Λαού, και γενικότερα τις μορφές πάλης που αναπτύσσονται στο χώρο της Μέσης Ανατολής. Όσο μας αφορά, δεν απαλλοτριώνουμε καθόλου το δικαίωμα της κριτικής. Το θεωρούμε όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση απέναντι στο κίνημα. Θεωρούμε, ωστόσο, ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να «ξεχνάει» ότι ο Ιρακινός Λαός συγκρούεται σήμερα με την ισχυρότερη πολεμική μηχανή του κόσμου, με τον μεγαλύτερο εχθρό των λαών. Άλλο είναι, όμως, το ζήτημα που κυρίως θέλουμε να θέσουμε εδώ.

Έχουμε πολύ καθαρά την άποψη ότι η Αριστερά πριν κάνει την κριτική της σε οποιοδήποτε κίνημα, αυτό που θα όφειλε πριν και πάνω απ’ όλα θα ‘ταν να κάνει την αυτοκριτική της. Έχουμε την άποψη ότι οι αδυναμίες που εμφανίζει το κίνημα, στις όποιες εκφράσεις του, έχουν ένα κοινό υπόβαθρο. Την οπισθοχώρηση, την ήττα του αριστερού, του επαναστατικού, εργατικού, κομμουνιστικού κινήματος. Μια ήττα που οφείλεται και σε αντικειμενικούς λόγους, αλλά που οφείλεται, και σε καθοριστικό βαθμό, στις αδυναμίες, τα λάθη, τις ανεπάρκειες αυτού του κινήματος. Αυτά είναι που οφείλει να αντιμετωπίσει. Οφείλει, λοιπόν, αυτή η Αριστερά, πρώτα απ’ όλα να πετάξει από πάνω της τη συσσωρευμένη σαβούρα κοντά πενήντα χρόνων. Σε θεωρίες, ιδεολογικές αντιλήψεις, πολιτικές απόψεις, παγιωμένα χαρακτηριστικά, νοοτροπίες και πρακτικές που, σε διάφορες διαβαθμίσεις, χαρακτηρίζουν το σύνολο των σχηματισμών της. Να προχωρήσει, στη συνέχεια, την αυτοκριτική της σε μεγαλύτερο βάθος.

Δεν έχουμε, βέβαια, την αυταπάτη ότι όλες οι δυνάμεις είναι διατεθειμένες για κάτι τέτοιο. Γνωρίζουμε ότι η απαξιωτική «κριτική» σ’ αυτούς που μάχονται, έστω με «λάθος τρόπο», είναι για ορισμένες δυνάμεις απλώς ένα άλλοθι για τις δικές τους επιλογές. Στην ίδια βάση είναι σαφές ότι όλοι όσοι αναφέρονται ή εμφανίζονται ως αριστεροί, δεν πρόκειται να βαδίσουν στον ίδιο δρόμο.

Το τελευταίο συνδέεται και με το ζήτημα της ενότητας της Αριστεράς. Για την ακρίβεια, το εμπόριο της ενότητας στο οποίο επιδίδονται ορισμένες δυνάμεις. Δεν είναι, μάλιστα, καθόλου συμπτωματικό ότι συνήθως πρόκειται για τις ίδιες, που υπονομεύουν τις δυνατότητες κοινής δράσης, την ίδια στιγμή που ορκίζονται στην «ενότητα». Γιατί, βεβαίως, άλλο πράγμα η δυνατότητα κοινής δράσης και άλλο η ιδεολογική και πολιτική ενότητα της Αριστεράς. Η σύγχυση που καλλιεργείται ως προς αυτό από ορισμένους μόνο αθώα δεν είναι. Αλλά ας εξηγηθούμε περισσότερο:

Η ενότητα που υπήρξε, η διαμόρφωση ενός ενιαίου βασικού κορμού του κινήματος, και συγκεκριμένα του ρεύματος της 3ης Διεθνούς, υπήρξε στη βάση συγκεκριμένων ιστορικών όρων. Θα τους συνοψίζαμε σε δυο θεμελιώδεις παράγοντες: Στο γεγονός ότι η Λενινιστική Επαναστατική στρατηγική επαληθεύτηκε πλήρως στην πράξη, με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Με το ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Ρωσία επαλήθευσε (τουλάχιστον για μεγάλο διάστημα) και την άλλη πλευρά. Την άποψη για τη δυνατότητα οικοδόμησης μιας άλλης κοινωνίας με συγκεκριμένη σοσιαλιστική μορφή και χαρακτήρα. Αυτοί ήταν οι θεμελιώδεις όροι στη βάση των οποίων το ρεύμα της 3ης Διεθνούς συσπείρωσε στα πλαίσιά του και «γύρω» του την μεγάλη πλειοψηφία των αριστερών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, τάσεων και ρευμάτων, περιθωριοποιώντας ταυτόχρονα όλα τα άλλα.

Η διαδικασία της παλινόρθωσης και η ολοκλήρωσή της έθεσε υπό κρίσην και πρακτικά-πολιτικά αναίρεσε την πλευρά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αυτό επέδρασε αρνητικά και στο κύριος της λενινιστικής επαναστατικής στρατηγικής παρόλο που άμεσα και αυτή καθ’ αυτή δε διαψεύστηκε. Τίποτα πιο φυσικό, μετά απ’ όλα αυτά, από το να ερμηνεύονται διαφορετικά οι εξελίξεις, να αναζητούνται διαφορετικοί δρόμοι απάντησης, να εμφανίζονται διαφορετικές τάσεις και ρεύματα.

Η πολυδιάσπαση είναι κι αυτή μια συνέπεια της ήττας, ενώ έχει πάντα ένα «σταθερό» κοινωνικό υπόβαθρο. Είναι μια κατάσταση που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, που οφείλουμε να κατανοούμε ότι θα την έχουμε για καιρό. Πάνω απ’ όλα οφείλουμε να έχουμε καθαρό ότι δεν πρόκειται να αντιμετωπισθεί δια του «εξορκισμού» και άλλες μαγικές και «ταχύρρυθμες» συνταγές. Είναι ένα ζήτημα που θα απαντηθεί σε μια πορεία μέσα στο κίνημα και με όρους κινήματος.

Ταυτόχρονα, και όπως κιόλας έχουμε αναφέρει, οφείλουμε να έχουμε καθαρό πως δε θα ενωθούμε «όλοι» και σε μια ενιαία κατεύθυνση. Ότι αυτή η πορεία θα είναι μια διαδικασία ενότητας αλλά και πάλης συγκλίσεων, αλλά και διαχωρισμών.

Αυτή η ανασυγκρότηση-ανασύσταση της αριστεράς του 21ου αιώνα μπορεί να πραγματοποιηθεί στη βάση συγκεκριμένων όρων και απαιτήσεων. Αναφερθήκαμε ήδη σε δυο θεμελιώδεις όρους. Τον προσδιορισμό απέναντι στο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα. Τον προσανατολισμό στην οικοδόμηση μιας αριστεράς επαναστατικού χαρακτήρα. Τον προσδιορισμό απέναντι στη σοσιαλιστική προοπτική, την απόρριψη της άποψης ότι ο καπιταλισμός είναι μονόδρομος, ότι η διέξοδος για τους λαούς υπάρχει και βρίσκεται στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική κατεύθυνση. Μια τέτοια Αριστερά δεν μπορεί να έχει παρά και μια συγκεκριμένη κοινωνική βάση στήριξης και αναφοράς.

Εδώ αναδείχνεται το κρισιμότερο των ζητημάτων. Την αναγκαιότητας της «εκ νέου» συγκρότησης του προλεταριάτου σε «τάξη για τον εαυτό της». Η Αριστερά, εδώ και κοντά δύο αιώνες, έχει συνδεμένη την ύπαρξή της με την πάλη της εργατικής τάξης. Αν εξετάσουμε την ιστορία θα δούμε ότι τόσο οι φάσεις ανόδου όσο και υποχώρησης του κινήματος, βρίσκονται σε ευθεία συνάρτηση με το κάθε φορά επίπεδο συγκρότησης της εργατικής τάξης. Καθόλου συμπτωματικά. Τόσο η επαναστατική πάλη, όσο και η σοσιαλιστική οικοδόμηση μπορούν να προωθηθούν μόνο εφόσον στηρίζονται σε μια κοινωνική δύναμη που έχει τη δυνατότητα και τη θέληση να αγωνισθεί για αυτούς τους στόχους. «Μια τάξη μπορεί να ανατραπεί μόνο από μια τάξη», λέει ο Λένιν. Μια κοινωνία μπορεί να μετασχηματισθεί μόνο από μια τάξη, θα θέλαμε να προσθέσουμε εμείς. Αυτή η τάξη και για πολύ συγκεκριμένους λόγους είναι η εργατική τάξη.

Πέρα από τα προηγούμενα θα πρέπει να προσδιορισθούν συγκεκριμένα:

Οι αντιθέσεις στον σημερινό κόσμο. Τα μέτωπα πάλης. Οι δυνάμεις που αντιπαρατίθενται και ο χαρακτήρας των αντιπαραθέσεών τους. Ποιοι είναι οι εχθροί και ποιοι οι φίλοι για τους λαούς και την πάλη τους. Η απόρριψη κάθε λογής αυταπατών και αποπροσανατολιστικών απόψεων.

Όσο πιο συνοπτικά μπορούμε εδώ.

Η απόρριψη των αυταπατών που βασίζονται στη διάκριση των ηγετικών παραγόντων των ΗΠΑ σε γεράκια και περιστέρες. Πρόκειται για απόψεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η δημιουργία της κλιντονικής «Αριστεράς». Βεβαίως, η τάση αυτή, και στη βάση της όξυνσης των αντιθέσεων Αμερικανών και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, έχει στις μέρες μας ατονήσει. Ωστόσο, είναι μέσα στις πιθανότητες να ξαναβγεί στο προσκήνιο και μάλιστα με «απαιτήσεις».

Την απόρριψη της άποψης για επικίνδυνους και «ακίνδυνους» ιμπεριαλιστές ή ακόμη για απόψεις που συγκαλύπτουν τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα συγκεκριμένων δυνάμεων. Των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Της Ρωσίας. Της Κίνας. Το να συγκεντρώνουμε τα πυρά μας σ’ αυτόν που θεωρούμε ως κύριο εχθρό των λαών είναι σωστό. Αυτό, ωστόσο, καθόλου δε σημαίνει ότι πρέπει να αφήνονται στο απυρόβλητο οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ακόμη χειρότερα. Να οδηγείται το κίνημα στο να στοιχηθεί πίσω από την α ή β ιμπεριαλιστική δύναμη. Να αυτοεξουδετερώνεται.

Την απόρριψη των αυταπατών για το ρόλο αστικών τάξεων, που, από τη μεριά τους, αναζητούν επαναδιαπραγμάτευση της θέσης τους στο παγκόσμιο ταμπλό. Ανεξάρτητα από πιθανές τακτικές επιλογές, το αριστερό κίνημα οφείλει να έχει καθαρά δύο πράγματα: Πρώτο και κύριο ότι η υπόθεση της εργατικής τάξης και του λαού δεν ταυτίζεται με την υπόθεση της αντίστοιχης αστικής τάξης αλλά το ακριβώς αντίθετο. Δεύτερο, το ότι η ανεξάρτητη, αυτόνομη συγκρότησή του, και στη βάση των δικών του στόχων και επιδιώξεων, αποτελεί αδιαπραγμάτευτο όρο. Γενικότερα την απόρριψη αντιλήψεων, απόψεων και θεωρημάτων που συγκαλύπτουν τον χαρακτήρα του συστήματος, που άμεσα ή έμμεσα οδηγούν στην αποδοχή των όρων του συστήματος.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, αυτή η Αριστερά, όπως και αν την εννοεί ο καθένας, μπορεί να ανασυγκροτηθεί μόνο μέσα στο κίνημα. Στα μέτωπα πάλης που ήδη αναπτύσσονται και στα άλλα που θα υπάρξουν. Η Αριστερά ή θα οικοδομηθεί-διαμορφωθεί μέσα σ’ αυτούς τους αγώνες ή απλώς δε θα υπάρξει.

Στο μέτωπο αντίστασης στην επίθεση του κεφαλαίου.

Της αντίστασης στην ιμπεριαλιστική εκστρατεία επαναποικιοποίησης του κόσμου.

Της πάλης ενάντια στον μεγαλύτερο εχθρό των λαών, τις ΗΠΑ, και τα σχέδιά τους για παγκόσμια κυριαρχία.

Της αντίστασης και της πάλης ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, της αλληλεγγύης στους λαούς που δέχονται την επίθεση.

Της πάλης ενάντια στον πόλεμο και ιδιαίτερα τα πολεμικά σχέδια των ΗΠΑ.

Σ’ αυτά τα μέτωπα είναι που μπορεί και πρέπει να αναπτυχθεί η κοινή δράση, σ’ αυτά μπορούν να συμπαραταχθούν αγωνιστικά ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις.

Ταυτόχρονα, σ’ αυτά τα μέτωπα θα δοκιμαστούν ιδέες, απόψεις, τάσεις, ρεύματα και οργανώσεις. Θα αναδειχθούν ή θα απορριφθούν. Θα ενωθούν ή θα διαχωριστούν. Θα διαμορφώσει, θα σφυρηλατήσει την ταυτότητά της η Αριστερά του 21ου αιώνα.

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr