Του Δημήτρη Μάνου
Ακούγεται συχνά, και από τις στήλες ή τα άρθρα της «Π.Σ.» έχει αναφερθεί, ο όρος «εσωτερική υποτίμηση». Είναι ο άλλος όρος για να περιγραφεί η αντιλαϊκή φρίκη των μνημονίων και των μέτρων φτωχοποίησης-εξαθλίωσης που τα συνοδεύουν. Το σχήμα εμφανίζεται ως εξής: το δημόσιο χρέος της χώρας δείχνει ότι ο εξωτερικός δανεισμός υπερέβαινε τα όρια του παραγόμενου δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου. Έτσι υποτιμώνται «εσωτερικά» οι μισθοί και οι συντάξεις καθώς και ο λεγόμενος κοινωνικός μισθός, δηλαδή οι κοινωνικές δαπάνες, και επέρχεται μία ισορροπία εσωτερικών εκροών προς τις εξωτερικές εισροές. Επιπρόσθετα η «εσωτερική υποτίμηση», ρίχνοντας το κόστος της εργασίας, συμβάλλει ως κίνητρο και στην προσέλκυση επενδύσεων.
Στην περίπτωση της χώρας μας (αλλά και κάθε χώρας της ευρωζώνης) η «εσωτερική υποτίμηση» θεωρήθηκε ένα εργαλείο που υποκαθιστά την υποτίμηση του νομίσματος η οποία είναι απαγορευτική για χώρες που έχουν ενιαίο νόμισμα όπως το ευρώ και η νομισματική πολιτική τους δεν βρίσκεται στα χέρια των εθνικών αλλά υπερεθνικών αρχών.
Πέρα από το ότι το σχήμα αυτό δεν έφερε καμία ισορροπία όσον αφορά το χρέος αυτό καθαυτό, αντίθετα το εκτίναξε και όχι μόνον στην Ελλάδα, πέρα από το γεγονός ότι είναι ως πολιτική μονόπαντα ταξική ακόμα και εκεί που υποτίθεται ότι θα έθιγε κάποιες παρυφές αστικών στρωμάτων (π.χ. λίστα Λαγκάρντ) και πως «αγνοεί» ότι συνεχίζει να παράγεται και να αποταμιεύεται πλούτος που στηρίζεται στην ύπαρξη του εξωτερικού δανεισμού –πέρα από όλα αυτά- αφεαυτού του, κρύβει την αντιστροφή της πραγματικότητας.
Αντιστροφή
Ακριβώς η ύπαρξη του τεράστιου δημόσιου χρέους και των δημόσιων ελλειμμάτων που το τροφοδοτούν είναι το αντίστροφο είδωλο μιας τεράστιας άνισης σχέσης στις πραγματικές ροές του παραγόμενου εθνικού προϊόντος στη χώρα μας. Το εμπορικό της έλλειμμα με τη Γερμανία αυξήθηκε από 1.427 εκατομμύρια ευρώ το 1995 σε 5.337 εκατομμύρια ευρώ το 2008. Δηλαδή ενάμιση χρόνο πριν ξεκινήσει ο κύκλος των μέτρων «εσωτερικής υποτίμησης» είχε σχεδόν πενταπλασιαστεί (!), την ίδια μάλιστα περίοδο που διαπιστωνόταν πως το δημόσιο χρέος ξεπερνούσε τα όρια της «βιωσιμότητάς» του! Σύμφωνα με το σχήμα της «εσωτερικής υποτίμησης», η χώρα συνέχιζε να δανείζεται από τους Γερμανούς για να καταναλώνει τα εισαγόμενα, πράγμα βέβαια που δεν είναι ψέμα. Μόνο που είναι η μισή αλήθεια…
Από την άποψη αυτή, η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» φαίνεται να έχει κάποιες… επιτυχίες, αφού μετά τα πρώτα τρία χρόνια μνημονιακών μέτρων το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έδειχνε να είναι θετικό ύστερα από πολλά χρόνια όχι τόσο λόγω της αύξησης των εξαγωγών (που αυξήθηκαν σε πραγματικούς αριθμούς για να μειωθούν λίγο αργότερα), αλλά γιατί περιορίστηκαν οι εισαγωγές λόγω της λειψής εσωτερικής κατανάλωσης και ζήτησης που επέφερε η μείωση της αγοραστικής δύναμης.
Πρέπει συνεπώς να τους πιστέψουμε πως επιβλήθηκε μια πολιτική που προσωρινά τουλάχιστον έθιξε τις γερμανικές εξαγωγές; Μα το φαινόμενο αυτό είναι γενικό και ακολουθεί και τις υπόλοιπες χώρες του Νότου ως αναγκαίο κακό μιας πολιτικής που ευνοεί σε άλλα επίπεδα –κατά βάση χρηματοπιστωτικά, όπως επανειλημμένα έχουμε γράψει!- τον σκληρό ιμπεριαλιστικό πυρήνα της ευρωζώνης και ειδικά τους Γερμανούς.
Αλλά και στο συγκεκριμένο ζήτημα αυτή η υποχώρηση των εισαγωγών δεν έχει στρατηγικό χαρακτήρα για την ελληνική –εξαρτημένη και παραρτημοποιημένη- οικονομία. Η λέξη κλειδί εδώ είναι κατά πόσο τούτη η αντιστροφή εισαγωγών-εξαγωγών έφερε και πραγματική υποκατάσταση των πρώτων από τις δεύτερες. Τα στοιχεία είναι συντριπτικά εναντίον μια τέτοιας σοβαρά θετικής, για την ελληνική καπιταλιστική οικονομία, ανατροπής: «Επιστρέφει εφιαλτικά το εμπορικό έλλειμμα», έγραφε ο Δημήτρης Κατσάνης στην εφημερίδα «Κεφάλαιο» με υπότιτλο «ελάχιστα έχουν υποκατασταθεί οι εισαγωγές προϊόντων από την εγχώρια παραγωγή» και με υπέρτιτλο «μαζί με την ανάκαμψη». Δηλαδή, για να είμαστε ακριβολόγοι, την πιο ήπια καταβύθιση της χώρας σε ρυθμούς ύφεσης.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι πως πρόκειται για μια πρόωρη (!) ανάκαμψη των εισαγωγών μόλις κάπως άρχισε μια αναιμική ζήτηση ενδιάμεσων αγαθών (υλικών δηλαδή που χρειάζονται στη μεταποίηση) από βιομηχανικούς κλάδους και αυξήθηκε η κατανάλωση από την αύξηση του τουρισμού παράλληλα με κάποιο «ξεμούδιασμα» στην αγορά των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Μόνο που οι τουρίστες κατανάλωσαν αναλογικά περισσότερα εισαγόμενα παρά εγχώρια και οι έλληνες καταναλωτές προτίμησαν –ως φτηνότερα- τα εισαγόμενα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα από τα ελληνικά! Αυξήθηκαν και οι εισαγωγές κτηνοτροφικών προϊόντων και, όπως φαίνεται, θα εκτιναχθούν στο μέλλον μετά τις αλλαγές που επέβαλε και θα επιβάλει ο ΟΟΣΑ για το «φτηνό» γάλα.
Υπάρχουν ενδείξεις για κάποια υποκατάσταση στο χώρο των τροφίμων, ποτών και ρούχων, όμως, με ύφεση κοντά στο 2,5% οι εισαγωγές αυξήθηκαν πέρυσι με ρυθμό γύρω στο 5% και οι εξαγωγές έπεφταν κατά 4%. Αποτέλεσμα, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου –ο σκληρός πυρήνας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας- για το γ” τρίμηνο του 2013 να ξεπεράσει το 9,5% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τον αρθογράφο –που επικαλείται τραπεζιτικούς κύκλους- η αύξηση του ελλείμματος σε συνθήκες μάλιστα μείωσης του ΑΕΠ είναι ένδειξη ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι «παραπάνω από όσο θα έπρεπε εξαρτημένη από την παραγωγή άλλων χωρών».
Όμως τώρα τα πράγματα θα είναι πιο ελεγχόμενα, αφού «οι τράπεζες δεν πρόκειται να δώσουν τόσα δάνεια, οι μισθοί των εργαζομένων θα παραμείνουν καθηλωμένοι, ενώ το Δημόσιο δεν κλείνει πλέον τις “τρύπες” της οικονομίας δαπανώντας ανεξέλεγκτα». Στα σημεία αυτά όντως η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» έχει τύχει μιας ρεαλιστικής εφαρμογής με απτά αποτελέσματα…
Το μοναδιαίο κόστος εργασίας
Θα άνοιγε τον κύκλο των επενδύσεων και της ανάπτυξης η μείωση του κόστους εργασίας κατά μονάδα, το πλέον ορατό και οδυνηρά καταγεγραμμένο αποτέλεσμα της «εσωτερικής υποτίμησης». Στο άρθρο μας «Το γερμανικό κουστούμι» το 2011 και πριν εφαρμοστεί το δεύτερο και μεγαλύτερο κούρεμα του ελληνικού δημόσιου χρέους (PSI), είχαμε γράψει γι” αυτό. Υπό την οπτική τού κατά πόσο ο φτηνός μισθός των εξαρτημένων οικονομικά χωρών είναι στην πραγματικότητα φτηνότερος έναντι των ιμπεριαλιστικών χωρών του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης: «Αν δεν αποπροσανατολιστούμε από το εμφανές στοιχείο ότι ακόμα και ο “παγωμένος” ο γερμανικός μισθός εξακολουθεί σε σχέση με τον ισπανικό ή τον ελληνικό υψηλού εργασιακού κόστους (!) μισθό να είναι πιο υψηλός και ακολουθήσουμε με κάποια συνέπεια την ανάλυση του Μαρξ, οδηγούμαστε στην άποψη πως η πραγματική τιμή της εργασίας “σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις στις πλούσιες χώρες είναι φτηνότερη απ” ό,τι στις φτωχές”. Φράση του αστού οικονομολόγου Άντερσον που ο Μαρξ υιοθετεί. Γιατί “η σχετική τιμή της εργασίας, δηλαδή η τιμή της εργασίας σε σχέση τόσο με την υπεραξία όσο και με την αξία του προϊόντος”, είναι στα “πλούσια έθνη” πιο φτηνή από τα “φτωχά”. Ο Μαρξ σύγκρινε τότε την αξία της εργατικής δύναμης στη μηχανοποιημένη βιομηχανία της Αγγλίας σε σχέση με την πιο καθυστερημένη βιομηχανία της ηπειρωτικής Ευρώπης. Έτσι οι οικονομίες της Γερμανίας ή της Γαλλίας μπορούν να επωφεληθούν πολύ περισσότερο από την ανταγωνιστική μείωση του κόστους εργασίας σε σχέση με τις οικονομίες των χωρών του Νότου όπου η παραγωγική τους βάση δεν είναι σαν και αυτή των χωρών του “βιομηχανικού βορρά”. Τα μεγέθη πρέπει να εξετάζονται στη βάση της σχετικότητας. Εδώ βρίσκεται ένα άλλο μέρος της εξήγησης του παράδοξου που αναφέρθηκε πιο πάνω. Αν και στην περίπτωση της Γερμανίας, βέβαια, η μείωση του εργατικού κόστους προήλθε όχι τόσο από το πάγωμα των μισθών αυτό καθαυτό όσο από τη μείωση του λεγόμενου “μη μισθολογικού κόστους”, δηλαδή το δραστικό ψαλίδισμα των κοινωνικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων, σύμφωνα με την περίφημη “Ατζέντα Σρέντερ” που εφαρμόστηκε μέσα στον χρονικό ορίζοντα της τελευταίας δεκαετίας».
Όσο για το μοναδιαίο κόστος εργασίας ειδικότερα, γράφαμε τότε: «Τα επιχειρήματα αυτά αποκρούουν την κυρίαρχη γραμμή και τους πρόθυμους υποστηρικτές της ότι πρέπει τα ελληνικά προϊόντα και η οικονομία να γίνουν ανταγωνιστικά με τίμημα την εργασιακή και κοινωνική υποτίμηση της ελληνικής εργατικής τάξης και του λαού γενικότερα. Έτσι ώστε τάχα να επωφεληθούν όλοι από την αύξηση του Εθνικού Προϊόντος που θα προκύψει! Αυτό το τελευταίο καθόλου δεν σημαίνει πως το ελληνικό κεφάλαιο δεν έχει ως σαφή, διαχρονικό και μόνιμο ταξικό του στόχο αυτή την “εσωτερική υποτίμηση” για την οποία γίνεται λόγος πολύ τελευταία. Και φυσικά αξιοποιεί τη συγκυρία και την πίεση που ασκείται. Το ζήτημα είναι ότι η ελληνική αστική τάξη με την οικονομική και γεωπολιτική της υποβάθμιση δεν μπορεί να… εξαργυρώσει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αυτά τα αναμφισβήτητα ταξικά οφέλη. Έτσι, κομμάτια του κεφαλαίου και ιδιαίτερα του τραπεζικού που θα δεχτούν πολύ μεγάλη πίεση καθώς θα υποστούν το φόρτωμα των συνεπειών του “κουρέματος” του χρέους αρχίζουν να ψελλίζουν και κάποιες αλήθειες. Όπως για παράδειγμα η έκθεση της Eurobank που δημοσιεύτηκε στις αρχές του περασμένου Ιουλίου και υποστήριζε πως το λεγόμενο “μοναδιαίο κόστος εργασίας” υπολογίζει μόνο το κόστος εργασίας σε βιομηχανία και αγροτική οικονομία (όπου έχει σημειωθεί μεγάλη υποχώρηση) και όχι τον τομέα των υπηρεσιών που αποτελούν το 80% της ελληνικής οικονομίας. Έτσι ο υπολογισμός της ανταγωνιστικότητας αδικεί την ελληνική οικονομία Η ύφεση μάλιστα (πριν ακόμα τις ανατροπές που επιβλήθηκαν με τις “επιχειρησιακές συμβάσεις”) συμπιέζει παραπέρα το εργατικό κόστος και κάνει -πάντα σύμφωνα με την Τράπεζα- περιττή την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους! Πραγματικά, σύμφωνα με στοιχεία των τελευταίων μηνών του 2010 που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), το κόστος εργασίας στην Ελλάδα μειώθηκε το δεύτερο τρίμηνο του έτους κατά 1,8% (μέσος όρος). Πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μείωσης στην ευρωζώνη μετά την Κύπρο (-2,1%). Με εξαίρεση την Ελλάδα, την Κύπρο, τη Φιλανδία και τη Σλοβακία, στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης σημειώθηκε αύξηση του ωριαίου κόστους εργασίας. Γενικά, στην ευρωζώνη αλλά και στην Ε.Ε. σημειώθηκε αύξηση της τάξης του 1,6%. Το μισθολογικό κόστος εργασίας (αποδοχές εργαζομένων και μπόνους) μειώθηκε στην Ελλάδα κατά 1,2% και το μη μισθολογικό κατά 3,9%. Ανά τομέα, στη βιομηχανία μειώθηκε το κόστος εργασίας στη χώρα μας κατά 2% (ευρωζώνη και Ευρώπη «27»: +1,1%), στις κατασκευές κατά 3,1% (ευρωζώνη και Ε.Ε.: +1,7%, +1,1 % αντίστοιχα) και στις υπηρεσίες κατά 1,6% (ευρωζώνη +1,9%, Ε.Ε. +1,8%). Δηλαδή στην ΕΕ το ωριαίο κόστος εργασίας (σύμφωνα ακόμα και με τα συζητήσιμα μέτρα και σταθμά που χρησιμοποιούνται) αυξάνεται ενώ στην Ελλάδα μειώνεται!»
Αν συνεπώς η ελληνική μεγαλοαστική τάξη (και τα όλο και πιο στενά της «περίχωρα») όχι φυσικά γιατί δεν θέλει αλλά γιατί δεν μπορεί δεν δύναται να αξιοποιήσει υπέρ της μια τέτοια σοβαρή ταξική υποχώρηση και ήττα, δεν υπάρχει τάχα ένα όριο στον κατήφορο της «εσωτερικής υποτίμησης»; Πού μπορεί να μπει αυτό το όριο, ποιος θα το βάλει και πώς παράλληλα θα διαχειριστεί τον «μέχρι εδώ κατήφορο»;
Η «ατελέσφορη» εσωτερική υποτίμηση
Υπάρχει πολιτική δύναμη που προβληματίστηκε αρκετά γύρω από αυτά τα ζητήματα στις προσυνεδριακές της διαδικασίες τον περασμένο χειμώνα. Εννοούμε τον πρωτεύσαντα στις ευρωεκλογές ΣΥΡΙΖΑ. Όχι μόνο τα στελέχη της λεγόμενης «δεξιάς» ή «προεδρικής» πτέρυγας αλλά και η «αριστερά» αναπτύσσει ανάλογο προβληματισμό. «Όλα πρέπει να φθηνύνουν. Το σπίτι μας. Το χωράφι μας. Η δουλειά μας. Η ζωή του παιδιού μας. Η εργασία μας. Εμείς. Η χώρα. Όλη η χώρα πρέπει να φτωχύνει και φτωχαίνει συνεχώς. Και αυτό θα συνεχίζεται». Αυτά έλεγε ο Τσακαλώτος στη Βουλή το χρόνο που μας πέρασε, περιγράφοντας την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης.
Ο Μηλιός, απαντώντας πιθανότατα στον Σταθάκη που κριτικάριζε τη «λάθος» επιλογή της εσωτερικής υποτίμησης και στον Δραγασάκη που εκτιμούσε πως αυτή η κατεύθυνση πιάνει τα όριά της, τονίζει –και ορθά- πως δεν πρόκειται απλά για μια εσφαλμένη ή «ανορθολογική» πολιτική, αλλά για στρατηγική επιλογή των κυρίαρχων μερίδων του κεφαλαίου, αντιτάσσοντας ένα πρόγραμμα παραγωγικής ανάταξης και ανάκτησης της κοινωνικής συνοχής υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας και της δημοκρατίας. Θα υλοποιηθεί προφανώς διά της ψήφου με «κινηματική» υποστήριξη. Ο ίδιος ο Δραγασάκης σε μια άλλη περίπτωση-συνέντευξη στο «Βήμα» θεωρεί πως η «εσωτερική υποτίμηση έχει οδηγήσει σε αυτοτροφοδοτούμενους φαύλους κύκλους, επιβεβαιώνοντας αυτό που από την αρχή ήταν γνωστό: ότι η θεραπεία αποδείχθηκε πιο καταστροφική από την ίδια την αρρώστια». Αναπτύσσει μάλιστα ένα σύνολο χρηματοοικονομικών εργαλείων, όπως τα ομόλογα ειδικού σκοπού -εκτός των άλλων- με τα οποία μπορεί να πληρώνονται οι εργαζόμενοι σε μια κυβέρνηση προοδευτικού χαρακτήρα. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των προσεγγίσεων είναι η πεποίθηση ότι η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» έχει πιάσει τα όριά της όσον αφορά την υποκατάσταση μιας πολιτικής πραγματικής υποτίμησης του νομίσματος αλλά και ως πολιτική κατεύθυνση.
Πιο ξεκάθαρος στο συγκεκριμένο ζήτημα και όσον αφορά την έξοδο από το ευρώ είναι ο Λαπαβίτσας αλλά και όλο το κομμάτι που εντάσσεται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή τουλάχιστον ένα μέρος του που διεκδικεί την έξοδο από την ευρωζώνη (άλλοι βάζοντας ως αναγκαίο συμπλήρωμα την έξοδο από την ΕΕ και άλλοι όχι). Η δυνατότητα εθνικής υποτίμησης του νομίσματος ως απάντηση στην «εσωτερική υποτίμηση», με εσάνς βέβαια εργατικής αυτοδιαχείρισης…
Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η δημοσίευση μιας –ενδιαφέρουσας σε κάποια σημεία- ανάλυσης από το Wall Street Jornal blog πως το θεωρητικό υπόδειγμα της εσωτερικής υποτίμησης με βάση οικονομικούς ελκυστές (!) οδηγεί σε «κύκλους φθίνουσας απόδοσης κεφαλαίου» και τελικά σε μια διαδικασία που περιγράφεται ως «υστέρηση» και μέσα από τρεις κύκλους διακλαδώσεων οδηγούμαστε στην αποεπένδυση και στη δημιουργική καταστροφή.
Ακόμα και το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ δημοσιεύει μελέτη του Ηλία Ιωακείμογλου με θέμα «Εσωτερική υποτίμηση και συσσώρευση κεφαλαίου στη βάση των παραπάνω υποδειγμάτων για τους κύκλους αποεπένδυσης στο ηλεκτρονικό άρθρο του αμερικάνικου μπλογκ».
Γεννάται βέβαια το ερώτημα προς τι αυτή η ακαδημαϊκή μεταμόρφωση της συζήτησης, σε τι συνεισφέρει και σε ποιους απευθύνεται. Ένα νόημα έχει το να εντρυφεί κανείς σε τέτοιους κύκλους συζητήσεων: αν έχει την πεποίθηση πως η επίθεση την οποία δέχεται ο λαός και η εργατική τάξη είναι ζήτημα διαχείρισης (του χρέους πρώτα απ” όλα αλλά και της οικονομίας γενικότερα), ότι είναι θέμα προτάσεων ή καλύτερα αντιπροτάσεων και προγραμμάτων εξόδου, σωτηρίας κ.λπ. Και όχι –από τη μεριά του εργατικού κινήματος- πως πρόκειται για μια υπόθεση αναμέτρησης και σύγκρουσης.
Υπάρχει όμως και μια ρεαλιστικότερη προσέγγιση της «εσωτερικής υποτίμησης που πιάνει τα όριά της». Σε ένα αρκετά ενδιαφέρον άρθρο στο «Έθνος» –ίσως πιο ενδιαφέρον από τα ακαδημαϊκά υποδείγματα- ο μέχρι πρότινος πρόεδρος του ΣΕΒ γράφει και αυτός για την «ατελέσφορη εσωτερική υποτίμηση». Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι η «σχεδόν τυφλή προσήλωση στην εσωτερική υποτίμηση αποτελεί πάγια στρατηγική του ΔΝΤ, που -στη συγκεκριμένη περίπτωση- ενισχύεται από την άκαμπτη γερμανική οικονομική ορθοδοξία», ο τέως πρόεδρος του ΣΕΒ και φανατικός συλλέκτης έργων τέχνης θεωρεί πως στην Ελλάδα δεν αποτελεί το έτσι και αλλιώς μειωμένο μοναδιαίο κόστος εργασίας το πρόβλημα με την ανταγωνιστικότητα. Ήταν βεβαίως προ μνημονίων, αλλά όχι τώρα.
Και για να γίνει πιο συγκεκριμένος, διαπραγματεύεται ίσως και κάποια μικρή επαναφορά σε ένα είδος κατώτατου μισθού με την προοπτική να κατέβει το «μέσος κόστος εργασίας». Πώς το εννοεί; «Εκτός από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ισχύουν πολλές δεκάδες κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων, με πολύ υψηλούς κατώτατους μισθούς. Μαζί με την πανσπερμία νόμων, υπουργικών αποφάσεων, εγκυκλίων θεσμοθετούν εξαιρετικά ανελαστικές εργασιακές σχέσεις – τη στιγμή που η ευρωπαϊκή πρακτική έχει αποδείξει ότι η ελαστικότητα, σε συνδυασμό με τις κατάλληλες διασφαλίσεις κοινωνικού χαρακτήρα (flexicurity), προστατεύει τους εργαζομένους και την απασχόληση». Αυτή είναι η –αναμφισβήτητα- ρεαλιστική συμμετοχή του βασικού εκπρόσωπου της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης στον προβληματισμό… Μεγαλύτερη ασυδοσία κινήσεων.
Το «διά ταύτα»
Σε ό,τι μας αφορά, δεν πρόκειται να αλλάξουμε ούτε τελεία σε ό,τι γράφαμε πριν από δυόμισι χρόνια στο ίδιο άρθρο για το «γερμανικό κουστούμι»: «To ερώτημα σε τι θα συνεισφέρουν οι μειώσεις μισθών στη μείωση του δημόσιου χρέους, που απευθύνεται αθώα από τους απλούς εργαζόμενους έως κουτοπόνηρα από διάφορους όψιμους υποστηρικτές του λαού στιλ Πρετεντέρη, δεν φαίνεται να βρίσκει λογική απάντηση εκ πρώτης όψεως. Όμως οι γερμανοί και γάλλοι ιμπεριαλιστές έχουν άλλες στοχεύσεις, αν και μεταξύ τους αλληλοκατηγορούνται για το ποιος έχει ωφεληθεί μέχρι τώρα σε αυτόν τον… ανταγωνισμό ανταγωνιστικότητας. Πρώτα πρώτα θέλουν να εφαρμοστεί με σιδερένια πειθαρχία (και στους δικούς “τους” εργαζόμενους) η άγρια ταξική πολιτική που απαιτεί τη βάρβαρη συμπίεση του εργατικού εισοδήματος και το “σπάσιμο” των ενιαίων σχέσεων εργασίας σε ανακυκλώσιμες θέσεις ημιανεργίας και ημιαπασχόλησης. Να απολύουν, να προσλαμβάνουν και να αμείβουν τους εργαζόμενους σύμφωνα με τους νόμους της δικής τους κερδοφορίας, χωρίς τα ενοχλητικά, μάλιστα, βαρίδια του λεγόμενου “κοινωνικού μισθού”. Άρα οι νόμοι της ανταγωνιστικότητας πρέπει να λειτουργούν ενιαία σε όλο το… ευρωπαϊκό βασίλειο, γνωρίζοντας επιπλέον ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από την “ανταγωνιστικότητα” αστικών τάξεων σαν την ελληνική (που για να πληρώσει τα μεγάλα ευρωπαϊκά κονσόρτσιουμ των κατασκευών νομοθετεί την μη πληρωμή διοδίων ως παραβίαση του κώδικα οδικής κυκλοφορίας!). Κατά δεύτερο λόγο, όπως δήλωσε πρόσφατα και ο γερμανός υφυπουργός Οικονομικών, επειδή οι κρουνοί της χρηματοπιστωτικής επέκτασης έχουν στερέψει (αφού στράγγισαν ειδικά τις εξαρτημένες χώρες, που μετατράπηκαν σε πελάτες των δικών τους εξαγωγών), θα πρέπει χώρες σαν την Ελλάδα να σκεφτούν την… αυτοχρηματοδότηση των ελλειμμάτων τους, υποτιμώντας δηλαδή τους μισθούς και αυξάνοντας την κερδοφορία των επενδύσεων. Να υπάρξει δηλαδή “ανάπτυξη” που θα την τροφοδοτήσει η ένταση της εσωτερικής εκμετάλλευσης, συγνώμη, υποτίμησης. Και τρίτο, όπως πάλι δήλωσε ο εν λόγω γερμανός υφυπουργός, να μείνουν ανοιχτές οι πόρτες ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου της χώρας αν και εφόσον το ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο θα θεωρούσε συμφέρον και “αποδοτικό” να επενδύσει σε τούτο το ξεπούλημα. Ο εργαζόμενος λαός δεν έχει να περιμένει τίποτα από το παραμύθι της “ανταγωνιστικότητας” και του νέου ευρωπαϊκού συμφώνου όταν και στο βαθμό που δώσουν τη συναίνεση σε κάτι τέτοιο οι επικυρίαρχοι της Ένωσης».
Και όχι μόνον. Πουθενά από τις διακηρύξεις και τις ανακοινώσεις των ιμπεριαλιστών (τόσο του ΔΝΤ όσο και της ΕΕ) μετά τις ευρωεκλογές δεν συνάγεται ότι η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» πιάνει «τα όριά της».
Αντίθετα, όπως μας πληροφορεί η «Ελευθεροτυπία» στις 27/5, στα μεσοπρόθεσμα και στα μνημόνια περιέχονται πολλά «ψιλά γράμματα» που ορίζουν οικονομικές ζώνες ελάχιστων φόρων και μισθών για άδεια λειτουργίας γερμανικών καταστημάτων Stadtsparkassen στην ελληνική αγορά, για συμπράξεις με ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις παραγωγής ελληνικών προϊόντων με γερμανική φίρμα (όπως έγραψαν οικονομικές εφημερίδες). Ένα από τα «σοφά μυαλά» του γερμανικού ΙΟΒΕ εκτιμούσε πως μπορεί να υπάρχει μια μεγάλη περίοδος πάνω από δέκα χρόνια στη διάρκεια της οποίας οι έλληνες εργαζόμενοι θα υποστούν μισθολογικές και μη μισθολογικές (ασφάλεια-περίθαλψη) θυσίες. Έτσι εννοούν τα «γερμανικά μυαλά» την όποια χαλάρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής προς την πλευρά της «ανάπτυξης». Στα επείγοντα μετά τις ευρωεκλογές βρίσκεται μάλιστα το θέμα της ΕΟΖ Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη χώρα μας και τις σημαντικές της «προόδους» κάπου αναφέρεται πως αν μέσα στο 2015 έχουμε ανάπτυξη της φοβερής τάξης του 0,6% πιθανόν να αναζωπυρωθεί ο πληθωρισμός και να έχουμε άνοδο των τιμών!
Δεν χρειάζονται περίτεχνα μεθοδολογικά εργαλεία για να αποδειχτεί πως η εμμονή στην «εσωτερική υποτίμηση» μπορεί και να προκαλέσει το «ατύχημα». Το μεγαλύτερο όμως ατύχημα θα ήταν γι” αυτή την πολιτική να βρει το λαό στους δρόμους αποφασισμένο να παλέψει για τη ζωή του. Αυτός θα ήταν ο πιο σημαντικός «ελκυστής» μιας άλλης προοπτικής για το λαό. Σε κάθε περίπτωση, τους όρους που «ανακαλύπτει» και διακινεί το κεφάλαιο και οι εκπρόσωποί του (ας θυμηθούμε την περίπτωση της «παγκοσμιοποίησης») δεν πρέπει όσοι αυτοαποκαλούνται αριστεροί να τους καταναλώνουν όπως τους σερβίρονται…