01 ΑΠΡΙΛΗ 1998

Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΔΟΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ

1. Η ανατροπή του συσχετισμού και οι συνέπειές της.

Το κύριο στοιχείο των διεθνών εξελίξεων στα τελευταία χρόνια είναι όπως ήδη έχουμε αναφέρει η ολοκλήρωση της ανατροπής του παγκόσμιου συσχετισμού σε βάρος των λαών.

Μια ανατροπή που μαζί με την ολοκλήρωση της νίκης του καπιταλιστικού συστήματος, ανάδειξε στην πρώτη γραμμή και ενίσχυσε τον ρόλο των πιο αντιδραστικών, των πιο επιθετικών του δυνάμεων.

Ανέτρεψε τον ταξικό συσχετισμό σε παγκόσμια κλίμακα και στο εσωτερικό κάθε χώρας υπέρ της αστικής τάξης, πράγμα που έδωσε την δυνατότητα να κλιμακωθεί σε πρωτοφανείς διαστάσεις η επίθεση ενάντια στο προλεταριάτο και γενικότερα στους λαούς.

Άνοιξε την διαδικασία ανατροπής του μεταπολεμικού στάτους, με όλες τις συνέπειες και τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτό για την ειρήνη και την ανθρωπότητα γενικότερα.

Ανέτρεψε τον συσχετισμό «Δύσης»–«Ανατολής», αναδείχνοντας στην θέση του ισχυρού και αυτού που υπαγορεύει τους όρους την Δύση.

Ειδικότερη και κρίσιμη έκφραση αυτής της ανατροπής υπήρξε ο συσχετισμός που διαμορφώθηκε ανάμεσα σε ΕΠΑ-Ρωσία (πρώην ΕΣΣΔ), με σαφή πλέον την υπεροχή των ΕΠΑ.

Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο αυτών των ανατροπών συρρικνώθηκαν έως εξαφανίστηκαν εντελώς τα όποια περιθώρια ελιγμών και -σχετικής πάντα- «αυτονομίας κινήσεων» που «επέτρεπε» η προηγούμενη σχέση πραγμάτων για χώρες τρίτου και τέταρτου επιπέδου.

Όλα φαίνονται καλά για το καπιταλιστικό σύστημα, τον ιμπεριαλισμό, τη «Δύση», τις ΕΠΑ., ενώ στο προσκήνιο των εξελίξεων διαγράφονται οι πλέον ευνοϊκοί όροι για τις επιδιώξεις τους.

Τα πράγματα φαίνονται έτσι, είναι σε σημαντικό βαθμό έτσι, αλλά ταυτόχρονα εμπεριέχουν στοιχεία και όρους ανατροπής τους σε μια πορεία.

Αυτή η διαπίστωση συνδέεται με τις αντιθέσεις που υπάρχουν και την δυναμική που αυτές μπορούν να αναπτύξουν, αλλά και με τις αντιφάσεις, τις αντινομίες του ίδιου του συστήματος.

Ας δούμε καταρχήν σε συντομία το διάγραμμα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και την διάταξη των βασικών δυνάμεων.

Οι ανατροπές που συντελέστηκαν έθεσαν ένα ζήτημα αναδιάταξης δυνάμεων, ανακατανομής ρόλων ανάμεσα στις διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ζήτημα που βρίσκεται μόλις στην αρχή του.

Η παγκοσμιοποίηση της αγοράς, της οικονομίας, δίνει άλλες ποιοτικά διαστάσεις στην από χρόνια υπαρκτή παγκοσμιοποίηση του γεωστρατηγικού ζητήματος.

Η πολιτικοποίηση- στρατιωτικοποίηση του οικονομικού ζητήματος αποτελεί έκφραση αλλά και παράγοντα για παραπέρα ένταση των ανταγωνισμών, και όλα μαζί την βάση του φαινομένου που αναφέραμε σαν πόλεμο όλων εναντίον όλων.

Ειδικότερες εκφράσεις του ζητήματος και καταρχήν πάντα σε συντομία.

Η «Ανατολή» (Ρωσία) έχει υποστεί πολύ μεγάλα πλήγματα, χαρακτηρίζεται από οξύτατες αντιφάσεις και αδυναμίες, αλλά απέχει ακόμα από του να έχει νικηθεί ολοκληρωτικά και οπωσδήποτε η ήττα της δεν έχει στρατιωτικό χαρακτήρα. Αυτό κρατάει πάντα ανοιχτό ένα ζήτημα, πολύ περισσότερο όταν είναι δυνατό κάτω από την πίεση της επιθετικότητας της Δύσης να ωθηθούν Ρωσία-Κίνα σε εκ νέου σύμπηξη συμμαχίας στρατηγικού χαρακτήρα, εξέλιξη που από μόνη της θα δημιουργούσε ένα άλλο παγκόσμιο σκηνικό.

Ως προς τις ΕΠΑ αυτό που ολοφάνερα επιδιώκουν είναι η παγκόσμια κυριαρχία και σε βάση που να μην μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν. Έτσι έχει αναδειχτεί σε σημαιοφόρο της επίθεσης ενάντια στους λαούς και μεγαλύτερο εχθρό τους και ταυτόχρονα στην πιο επιθετική ιμπεριαλιστική δύναμη και στον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ειρήνη.

Σ’ αυτή τους την επιδίωξη (κυριαρχία) αντιμετωπίζουν καταρχήν τρία βασικά προβλήματα. α)Δεν έχουν πετύχει ακόμη την ολοκληρωτική εξουδετέρωση του παράγοντα Ρωσία. β)Υπάρχει αναντιστοιχία στόχων και μέσων, βάσης στήριξης που διαθέτουν (από μόνες τους) για έναν τέτοιο ρόλο. Αυτό θέτει το ζήτημα των συμμαχιών στρατηγικού χαρακτήρα, ζήτημα που οι ΕΠΑ θέλουν να το λύσουν στην βάση των μεταπολεμικών όρων. γ)Μόνο που οι εταίροι της Δύσης δεν τους αποδέχονται πλέον και χωρίς να αμφισβητούν άμεσα την πρωτοκαθεδρία των ΕΠΑ, επιζητούν ωστόσο ανακατανομή ρόλων και αρμοδιοτήτων.

Συνολικά το στρατόπεδο της Δύσης, εξακολουθεί μεν να διατηρεί δεσμούς και κοινές κατευθύνσεις, χαρακτηρίζεται ωστόσο και από την ύπαρξη έντονων αντιθέσεων και αντιφάσεων. Οι ανατροπές που συντελέστηκαν, μαζί με τους ευνοϊκούς όρους που διαμόρφωσαν για την Δύση, προκάλεσαν και μια κρίση ισορροπιών με ζητούμενο πλέον την νέα έκφρασή τους. Οι ιμπεριαλιστές της Ευρώπης ζητούν έναν νέο ρόλο, Γερμανία και Ιαπωνία ζητούν να βγουν απ’ την «καραντίνα», επιδιώξεις που δεν βρίσκουν σύμφωνες τις ΕΠΑ. Αλλά και μεταξύ τους (ΕΕ) το πρόβλημα πολύ απέχει από το να θεωρείται λυμένο. Έχουμε αναφερθεί και θα αναφερθούμε και στην συνέχεια, σημειώνουμε ωστόσο και εδώ την ύπαρξη σοβαρότατων αντιφάσεων και αντιθέσεων που εκδηλώνονται ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ.

Όλα αυτά, με δεδομένη την περιθωριοποίηση του λαϊκού παράγοντα, σχέση ωστόσο που δεν θα διαρκέσει για πάντα (ήδη διαφαίνονται σημάδια άλλης εξέλιξης). Είναι σαφές ότι η διαφοροποίηση ή και ανατροπή αυτής της σχέσης σε μια πορεία, όχι μόνο θα θέσει άλλους όρους στον συσχετισμό αντιδραστικών δυνάμεων από τη μια και λαών από την άλλη, αλλά θα επιδράσει καθοριστικά και στο πεδίο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και αντιφάσεων.

Αναμφισβήτητη λοιπόν η νίκη του συστήματος και κάποιων δυνάμεων στα πλαίσια των εσωτερικών συσχετισμών.

Όχι ωστόσο στις διαστάσεις που προβάλλεται και πολύ περισσότερο όχι τέτοια που να του διασφαλίζει μακρόχρονη κυριαρχία και σταθεροποίηση όπως υποδηλώνεται αλλά και υπαγορεύεται με την καθιέρωση του όρου «Νέα Τάξη πραγμάτων».

Αυτή η Νέα Τάξη (χιλιετή την ήθελε το 3ο Ράιχ) που θέλει να επιβάλλει το σύστημα και ιδιαίτερα ορισμένες δυνάμεις του, βρίσκεται σε αντίφαση με την ίδια την ιστορική εξέλιξη και αργά ή γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις δυνάμεις που αδιάκοπα αυτή η εξέλιξη γεννάει.

Ας το αφήσουμε ωστόσο αυτό «στην άκρη» προς στιγμήν. Ας σταθούμε καταρχήν σ’ αυτά που ήδη -στο αποκορύφωμα του «θριάμβου» του- αντιμετωπίζει το σύστημα. Τις δικές του αντιθέσεις, αντιφάσεις, αντινομίες.

Ευδιάκριτα είναι για μας τα μεταβατικά χαρακτηριστικά της περιόδου που διανύσουμε. Αν στο αμέσως προηγούμενο διάστημα αυτό προσδιοριζόταν από το επικείμενο τέλος της μεταπολεμικής περιόδου, σήμερα καθορίζεται από την αναζήτηση σχέσεων και ισορροπιών που θα πάρουν την θέση των προηγούμενων. Και αυτό αφορά όλα τα μεγέθη. Την διάταξη δυνάμεων, τους συσχετισμούς, την αντιμετώπιση των «εκκρεμοτήτων» που έχουν δημιουργηθεί κ.λπ. Άλλο τόσο ευδιάκριτα είναι τα στοιχεία της κρίσης σε όλα σχεδόν τα πεδία έκφρασης και δραστηριότητας του συστήματος. Την σύμπλεξη και αλληλοτροφοδότησή τους σε βαθμό να δημιουργούν όρους γενικευμένης κρίσης. Την διαμόρφωση ενός «ρεύματος» που χαρακτηριζόμενο από τις πιο επιθετικές του εκφράσεις, ωθεί τις αντιφάσεις του στα άκρα και σε επίπεδα μη ελέγξιμα. Μια διαδικασία ανακύκλωσης αδιεξόδων ακριβώς σε μια περίοδο που ζητούνται απαντήσεις σε σειρά κρίσιμων ζητημάτων. Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα τα ζητήματα.

2. ΕΠΑ – Ο μεγαλύτερος εχθρός των λαών.

Από τις δυνάμεις που ο ρόλος τους έχει παγκόσμιες διαστάσεις η σημαντικότερη είναι αναμφισβήτητα οι ΕΠΑ. Κινείται σε όλα τα σημεία του πλανήτη και έχει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις σε κάθε γωνιά της γης.

Κεντρικός στόχος των ΕΠΑ, ο οποίος κατευθύνει την πολιτική της και άξονας του συνόλου των δραστηριοτήτων τους, η παγκόσμια κυριαρχία. Η ιθύνουσα τάξη, η πολιτική ηγεσία, το σύνολο των παραγόντων των ΕΠΑ, τον επιδιώκουν συνειδητά με όλες τους τις δυνάμεις και δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο για την επίτευξη του.

Επιδιώκουν όχι απλώς έναν ηγεμονικό ρόλο, αλλά την πλήρη και αδιαφιλονίκητη παγκόσμια κυριαρχία σε όλα τα πεδία. Το πολιτικό, το οικονομικό, το στρατιωτικό, το ιδεολογικό.

Αυτή τους η επιδίωξη με βάση και τις εξελίξεις του δεύτερου μισού του αιώνα μας, έχει συνδεθεί τόσο πολύ με την λειτουργία και την πολιτική των ΕΠΑ, ώστε να αποτελεί πλέον οργανικό και αναπόσπαστο στοιχείο του συνόλου σχεδόν των δραστηριοτήτων της που έχουν κάποια σημασία. Είναι αδύνατο πλέον να «παραιτηθούν» οι ΕΠΑ από μια τέτοια επιδίωξη σε οποιοδήποτε πεδίο, να αναιρέσουν την λειτουργία πάνω στην οποία στηρίζεται και την αναπαράγει, από μόνες τους, ή έστω κάτω από μια «συνήθη» πίεση πραγμάτων και συσχετισμών. Οι αντιδράσεις τους σε οποιαδήποτε τέτοια περίπτωση είναι από έντονες έως βίαιες, και πολλές φορές φτάνουν στην ανοιχτή χρήση στρατιωτικών μέσων.

Σ’ αυτή τους την επιδίωξη οι ΕΠΑ έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα και δυνατότητες, αλλά και εξίσου σημαντικά μειονεκτήματα και αδυναμίες. Ως προς τα πρώτα.

Είναι η πρώτη οικονομική δύναμη στον κόσμο, η οικονομική της δράση έχει πλανητικές διαστάσεις και όχι απλώς σε επίπεδο εμπορικών ανταλλαγών, αλλά διείσδυσης, ελέγχου, εκμετάλλευσης.

Είναι η ισχυρότερη δύναμη τόσο στο στρατηγικό, όσο και στο κλασικό στρατιωτικό πεδίο. Στο στρατηγικό (πυρηνικά κ.λπ.) είναι πιθανή μια σχέση ισορροπίας με την Ρωσία, αλλά αν κάποια από τις δυο έχει κάποιες προϋποθέσεις να διαφοροποιήσει υπέρ της τον συσχετισμό, αυτή είναι απ’ όσο μας δείχνουν τα δεδομένα, οι ΕΠΑ. Στο παραδοσιακό στρατιωτικό πεδίο δεν παίρνουμε υπόψη το συνολικό δυναμικό που μπορεί να αναπτύξει κάθε δύναμη σε περίπτωση μεγάλης κρίσης (αυτό είναι πάντα ανοιχτό ζήτημα για δυνάμεις ίδιου «αναστήματος»), αλλά αυτήν που μπορεί να χρησιμοποιεί «καθημερινά» σαν όργανο της παγκόσμιας πολιτικής της.

Στο επιστημονικό τεχνολογικό βρίσκεται και εδώ στην πρώτη γραμμή, ενώ ο κυριότερος ανταγωνιστής της, η Ρωσία (πρώην ΕΣΣΔ), δείχνει να έχει «λαχανιάσει» με βάση τα γνωστά προβλήματα που αντιμετωπίζει.

Έχει ισχυρό εσωτερικό μέτωπο από την άποψη ότι η αστική της τάξη πέρα από τις όποιες αντιθέσεις της, έχει ενστερνιστεί τον παγκόσμιο ρόλο και επιδιώξεις, πολύ περισσότερο όταν μια τέτοια πολιτική διασφαλίζει σημαντικά οφέλη στο σύνολό της.

Ελέγχει τις θαλάσσιες και εναέριες μεταφορές, με τις βάσεις που έχει διάσπαρτες στον κόσμο, την κατοχή νευραλγικών σημείων (άμεσα ή μέσω συμμάχων), τους στόλους της που κινούνται σ’ όλες τις θάλασσες.

Με τον ίδιο τρόπο ελέγχει τις επικοινωνίες, και σε σημαντικό βαθμό την πληροφόρηση (ή «πληροφόρηση»). Έχει τον κύριο ρόλο (ουσιαστικά δικαίωμα βέτο) σε όλους τους σημαντικούς Διεθνείς Οργανισμούς, από τον ΟΗΕ, μέχρι ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, κ.λπ.

Το νόμισμά της, το δολάριο, παρά τις κατά καιρούς διακυμάνσεις, παραμένει το ισχυρότερο, και οπωσδήποτε το πιο «ασφαλές», πράγμα που φαίνεται κάθε φορά σε περιόδους κρίσεων.

Έχει επιβάλλει σε σημαντικό βαθμό την «αμερικάνικη ιδεολογία» κι αυτό φαίνεται όχι μόνο από την επιβολή στην αγορά των προϊόντων της αμερικανικής «πολιτιστικής» βιομηχανίας, αλλά και από το ότι λειτουργεί σαν σημείο αναφοράς (και μίμησης) σε όλα τα αντίστοιχα πεδία.

Όλα αυτά, και άλλα που δεν αναφέραμε, δένουν, στηρίζουν αλλά και αναπαράγονται από τις πολιτικές διασυνδέσεις που έχει αναπτύξει σε παγκόσμια κλίμακα και που αποτυπώνουν σχέσεις από απλής υπεροχής (ανάλογα τη χώρα) έως απόλυτης σχεδόν κυριαρχίας. Ακριβώς οι σχέσεις εκείνες που επιτρέπουν στις ΕΠΑ να εμφανίζονται σαν αυτές που μπορούν να έχουν τον τελευταίο και καθοριστικό λόγο στην ρύθμιση κρίσεων τόσο αυτών που προκαλούνται από διάφορους παράγοντες όσο και αυτές που προκαλούν οι ίδιες οι …ΕΠΑ για να μπορέσουν να εμφανιστούν ως ρυθμιστές.

Παρονομαστής η δυνατότητα που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη δύναμη έχουν αναπτύξει οι ΕΠΑ, να επεμβαίνουν στρατιωτικά (άμεσα ή έμμεσα) στο μεγαλύτερο μέρος της γης όταν αυτό κριθεί αναγκαίο για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους.

Αν τα στοιχεία υπεροχής των ΕΠΑ είναι σαφή και λίγο πολύ γνωστά στο καθένα, δεν είναι το ίδιο προβεβλημένα τα στοιχεία που συγκροτούν τις αδύνατες πλευρές της. Γιατί υπάρχουν και αυτά. Θα μπορούσαμε να τα συνοψίσουμε σε μια σχέση αναντιστοιχίας στόχων και διαθέσιμων μέσων. Ή αλλιώς τα πλεονεκτήματα των ΕΠΑ είναι επαρκή για να τους διασφαλίζουν την θέση της πρώτης δύναμης στον κόσμο αλλά όχι τόσο ώστε να τους επιτρέπουν και να τους διασφαλίζουν μια καθολική, απόλυτη και διαρκή κυριαρχία όπως αυτές επιδιώκουν.

Στο οικονομικό πεδίο, εξακολουθεί να τους ανήκει η πρώτη θέση, αλλά οι αποστάσεις από τους δεύτερους και τους τρίτους έχει μειωθεί σημαντικά. Οπωσδήποτε ο συσχετισμός ανάμεσα σε ΕΠΑ και το σύνολο των άλλων ανταγωνιστών της (σαν σύνολο) έχει ανατραπεί δραματικά σε σχέση με αυτόν που (μεταπολεμικά) έδωσε στις ΕΠΑ τον ηγεμονικό ρόλο στη Δύση. Ακριβώς στη βάση αυτής της ανατροπής οι εταίροι -ανταγωνιστές όχι μόνο ανταγωνίζονται τις ΕΠΑ στο οικονομικό πεδίο, αλλά -στη βάση και των πρόσφατων ανατροπών- διεκδικούν ανακατανομή ρόλων συνολικότερα.

Στο στρατηγικό πεδίο, όπως ήδη αναφέραμε, βρίσκονται σε σχέση σχετικής έστω ισορροπίας με την Ρωσία, πράγμα που πολύ απλά σημαίνει, ότι για αρκετά ακόμη τουλάχιστον χρόνια δεν μπορούν να της ασκήσουν (ακίνδυνα) πυρηνικό εκβιασμό, όπως μπορούν να κάνουν (και δεν έχουν κανέναν δισταγμό) απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη δύναμη.

Στο στρατιωτικό πεδίο, έχουν μεν μεγάλες δυνατότητες επέμβασης, αλλά όχι απεριόριστες κι αυτό έχει φανεί στην πράξη. Αν εξαιρέσουμε τις «εύκολες» περιπτώσεις τύπου Γρανάδας και Παναμά (πιο σημαντική απ’ αυτές ήταν η επιχείρηση των Βρετανών στα Φόκλαντ) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις: Δράσανε είτε μέσα από ευρύτατες και ισχυρότατες συμμαχίες, όπως στην περίπτωση του Ιράκ και της Γιουγκοσλαβίας, είτε μέσω «πραιτοριανών» με πιο κλασική την περίπτωση του Ισραήλ. Αντίθετα είχαν και σημαντικές αποτυχίες όπως στην περίπτωση του Λιβάνου, του Ιράν, της Σομαλίας.

Στο επιστημονικό τεχνολογικό πεδίο είναι ερώτημα το πόσο προηγείται της Ρωσίας, ενώ στο πεδίο εφαρμογών, άλλοτε με μικρή άλλοτε με μεγαλύτερη απόσταση την ακολουθούν και οι εταίροι- ανταγωνιστές ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έως και την ξεπέρασαν.

Ως προς τον έλεγχο θαλάσσιων βάσεων, μεταφορών κ.λπ., στη βάση εξελίξεων αλλά και του ανταγωνισμού, καθημερινά αυξάνει το οικονομικό αλλά και πολιτικό κόστος συντήρησης των δικτύων ελέγχου.

Αν παρατηρήσουμε τα πράγματα στης εξέλιξή τους, βλέπουμε ακόμη, ότι ναι μεν είναι οι ΕΠΑ αυτές που έχουν το καθοριστικό λόγο στις διάφορες κρίσεις, αλλά οι λύσεις που επιβάλλουν έχουν κατά κανόνα κοντά ποδάρια. Τόσο περισσότερο όσο λιγότερο έχουν κατορθώσει οι ΕΠΑ να διασφαλίσουν ευρύτερες συμμαχίες στήριξης αυτών των λύσεων, ή έχουν θελήσει να μοιράσουν τα οφέλη απ’ αυτές και με άλλους. Τα παραδείγματα επίσης αρκετά, από την Μ. Ανατολή έως Βαλκάνια κ.λπ.

Σε σχέση με όλα αυτά έχουν θέσει και επιφυλάξεις ακόμη και σε αναφορά με αυτό που θεωρείται από τα σταθερότερα στοιχεία ισχύος των ΕΠΑ. Το εσωτερικό τους μέτωπο. Μια βασική αντίθεση είναι πάντα υπαρκτή. Ανάμεσα στην αστική τάξη από τη μια και τα εκατομμύρια των προλετάριων, των ανέργων, των εξαθλιωμένων, των γκέτο («εγχρώμων» και «λευκών»). Η αδρανοποίηση αυτής της τεράστιας μάζας διασφαλίζεται από την λειτουργία του πιο πολυπλόκαμου και τερατώδους πλέγματος ελέγχου και καταστολής που έχει εμφανιστεί στην ιστορία και που κύριο μέλημά του έχει να εμποδίσει με κάθε τρόπο, αυτή η αντίθεση, να αποκτήσει πολιτική έκφραση. Σήμερα τα γενικότερα ευνοϊκά δεδομένα για τις ΕΠΑ διευκολύνουν αυτό τον έλεγχο. Δεν θα είναι πάντα έτσι. Να θυμίσουμε ένα μόνο. Στην περίοδο της βιετναμικής κρίσης ενεργοποιήθηκαν αντιθέσεις και δημιουργήθηκαν ρήγματα έως και στα ανώτερα επίπεδα της αστικής τάξης.

Συνολικά στο ζήτημα αυτό μπορούμε να πούμε. Στρατηγικά στρατιωτικά η υπεροχή τους δεν είναι τέτοια που να τους διασφαλίζει την δυνατότητα στρατιωτικής λύσης τόσο στο κεντρικό, όσο και σε επιμέρους πεδία. Οικονομικά, οι απαιτήσεις των στόχων τους έχουν πλέον τέτοιες διαστάσεις, που σαφέστατα υπερβαίνουν τις δυνατότητες της οικονομικής βάσης στήριξης των ΕΠΑ. Πολιτικά, τόσο σε αντιστοιχία με τα προηγούμενα όσο και στη βάση των επιπτώσεων των πρόσφατων ανατροπών αυτές οι επιδιώξεις των ΕΠΑ αμφισβητούνται και αντιπαλεύουν (σ’ αυτόν ή εκείνο το βαθμό) από όλες τις δυνάμεις πρώτης γραμμής Δυτικές και Ανατολικές.

Οι ΕΠΑ λοιπόν ή θα πρέπει να παραιτηθούν από αυτές τις επιδιώξεις (που «δεν μπορούν») ή:

α)Να βρουν τρόπους υπέρβασης των σημερινών αναλογιών, διεύρυνσης της οικονομικής και στρατηγικής βάσης στήριξης της πολιτικής τους.

β)Να συγκροτήσουν μια νέα στρατηγική συμμαχία όχι όμως πλέον στη βάση των μεταπολεμικών όρων, αλλά κάνοντας έως και σημαντικές παραχωρήσεις στους όποιους μετόχους αυτής της συμμαχίας.

γ)Να κινηθούν στο πιο επικίνδυνο πεδίο, της συνεχούς δημιουργίας κρίσεων στρατιωτικού χαρακτήρα και να εκβιάζει «λύσεις» ρισκάροντας ακόμη και μια συνολική αναμέτρηση.

Οι ΕΠΑ τα ζητήματα αυτά τα αντιμετωπίζουν με συνδυασμένες κινήσεις σε όλα τα πεδία.

Στο πεδίο της οικονομίας: Άμεσοι στόχοι η διατήρηση της υπεροχής, ο εκσυγχρονισμός της βιομηχανικής βάσης, η διατήρηση του ελέγχου των διαφόρων διεθνών οργανισμών, η διατήρηση του δολαρίου στη θέση του «ασφαλέστερου» νομίσματος, η διεύρυνση του μεριδίου τους στην αγορά, η επιστράτευση πολιτικοστρατιωτικών πιέσεων και εκβιασμών όπου κρίνουν και μπορούν.

Στόχοι προς υλοποίηση. Πέρα από τον έλεγχο των πετρελαίων της Μ. Ανατολής (που ανήκουν στους άμεσους και «μη διαπραγματεύσιμους»), η προσπάθεια για έλεγχο συνολικά των σημαντικότερων ενεργειακών πηγών του πλανήτη όπως π.χ. του Καυκάσου. Των πηγών πρώτων υλών. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τον έλεγχο σημείων κλειδιών (Παναμάς- Σουέζ, κ.λπ.) και των θαλάσσιων διαδρόμων θα μπορούσαν να τις καταστήσουν αδιαφιλονίκητο ρυθμιστή του διεθνούς εμπορίου.

Στην προοπτική τους. Ανάπτυξη σε πλατιά κλίμακα της πιο υψηλής (διαστημικής) τεχνολογίας, σε τέτοιο επίπεδο που να τις τοποθετεί σε θέση εκτός ανταγωνισμού σε μια σειρά προϊόντων, και να τις ξανακάνει «ατμομηχανή» της καπιταλιστικής οικονομίας.

Ταυτόχρονα προσπάθεια διεύρυνσης της βάσης στήριξης και «εκτατικά» με την NAFTA καταρχήν, αλλά και με την «ζώνη του Ειρηνικού». (Για τα ζητήματα, αυτά τα «όριά» τους κ.λπ., περισσότερα αναφέραμε στο κείμενο για τα οικονομικά ζητήματα).

Στρατηγικά, στρατιωτικά. Διατήρηση ενίσχυση της δύναμής τους με βασικό εργαλείο το ΝΑΤΟ, όπου προσπαθούν να διατηρήσουν τους ρόλους, τους συσχετισμούς και τις «προδιαγραφές» που έχουν επιβάλλει εδώ και μερικά χρόνια.

Πίεση, απώθηση, αποκλεισμό, φθορά της Ρωσίας με σημαντικότερη για την ώρα κίνηση την επέκταση του ΝΑΤΟ (θα αναφερθούμε αναλυτικότερα). Πολιτική «μη διάδοσης» των πυρηνικών όπλων, η οποία πολύ λιγότερο αφορά χώρες σαν το Πακιστάν ή την Κορέα, και βασικό της περιεχόμενο έχει την «απαγόρευση» ανάπτυξης πυρηνικής δύναμης πρώτης γραμμής σε χώρες που θα μπορούσαν (μόνες τους ή σε συμμαχία) να κατορθώσουν κάτι τέτοιο. Δηλαδή χώρες σαν την Κίνα, την Αγγλία, την Γαλλία (που ήδη έχουν πυρηνική δύναμη κάποιου επιπέδου) ή την Γερμανία και την Ιαπωνία που δεν έχουν.

Δημιουργία κρίσεων και προώθησης επιθετικών κινήσεων που μεταφέρουν τις όποιες διαφορές στο πιο ευνοϊκό για τις ΕΠΑ πεδίο, και που θέτουν στις άλλες δυνάμεις το δίλημμα της μετωπικής αντιπαράθεσης με την αμερικανική ισχύ. (Βλέπε πόλεμο Κόλπου, την επέκταση του ΝΑΤΟ που προαναφέραμε κ.λπ.).

Το πιο κρίσιμο ζήτημα στο κεφάλαιο αυτό για τις ΕΠΑ συνδέεται με την ύπαρξη του ρωσικού πυρηνικού δυναμικού. Το γεγονός δηλαδή ότι υπάρχει μια δύναμη απέναντι στην οποία δεν μπορούν ακίνδυνα να ασκήσουν πυρηνικό εκβιασμό, να τον τραβήξουν στα άκρα, στο βαθμό που μπορεί να πλήξει και αυτή (η Ρωσία) άμεσα και αποτελεσματικά το ίδιο το μητροπολιτικό έδαφος των ΕΠΑ (που δεν έχει πληγεί ποτέ και σε κανέναν πόλεμο ως τα σήμερα). Κινήθηκαν και κινούνται (οι ΕΠΑ) ανάμεσα σε δυο εκδοχές. Της «υπέρβασης» από τη μια και του πυρηνικού πλήγματος από την άλλη.

Πιο συγκεκριμένα. Ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός με την ΕΣΣΔ είχε πιάσει μια «οροφή». Οι δυο υπερδυνάμεις μπορούσαν να αυξάνουν ποσοτικά τις δυνάμεις κρούσης τους, αλλά καμιά τους δεν μπορούσε να δημιουργήσει στοιχεία ποιοτικής υπεροχής, να αποκτήσει -όπως λέγεται- άλλο «ανάστημα» απέναντι στην άλλη. Απέναντι σ’ ένα τέτοιο ζήτημα οι ΕΠΑ ερωτοτρόπησαν και με τις δυο εκδοχές.

Ως προς την πρώτη. Αυτή συνδέεται με το περίφημο διαστημικό πρόγραμμα και που αφορούσε (μαζί με άλλα) την δημιουργία όπλων νέας γενιάς που θα υπερέβαιναν το υπαρκτό επίπεδο και θα καθιστούσαν «εφικτό» και νικηφόρο έναν πόλεμο. Κατεύθυνση από την οποία οι ΕΠΑ δεν έχουν παραιτηθεί.

Ως προς την δεύτερη -και για όσους ίσως εκπλήσσονται- να θυμίσουμε ότι είναι όχι μόνο υπαρκτή, αλλά και πολύ παλιότερη. Η άποψη για πυρηνικό χτύπημα της Ρωσίας (τότε ΕΣΣΔ) έχει μια διαδρομή που ξεκινάει από το ’45, περνάει από την Κινεζική επανάσταση, την Κορέα, φτάνει σε φόρμουλες όπως του «κεραυνοβόλου χτυπήματος», τον «περιορισμένο ατομικό πόλεμο» (στην Ευρώπη) κ.λπ., κ.λπ. Αλλά και μετά το «τέλος του ψυχρού πολέμου» μια συγκεκριμένη έκφρασή της (που την επισημάναμε τότε) υπήρξε η προσπάθεια των ΕΠΑ να αποδιαρθρώσουν την πυρηνική διάταξη της πρώην ΕΣΣΔ (βλέπε πυρηνικά Ουκρανίας κ.λπ.) έως και να θέσουν υπό κηδεμονία το ρωσικό πυρηνικό οπλοστάσιο. Όσο μας αφορά, δεν έχουμε κανενός είδους αυταπάτες ως προς το αν οι ΕΠΑ θα δίσταζαν να επιχειρήσουν ακόμη και κάτι τέτοιο αν αυτό έκριναν ότι θα μπορούσαν να το κάνουν χωρίς να υποστούν ανάλογης έκτασης συνέπειες.

Από τα πιο κρίσιμα ζητήματα (και για τις ΕΠΑ) το ζήτημα των συμμαχιών στρατηγικού χαρακτήρα. Βεβαίως και όπως ήδη αναφέραμε υπάρχει το ΝΑΤΟ. Ναι αλλά ποιο ΝΑΤΟ;

Αυτό που θέλουν να διατηρήσουν οι ΕΠΑ με τις υπάρχουσες δομές και την ηγεμονία τους, ή αυτό που άρχισε ήδη να ζητάει η Γαλλία και που αύριο πιθανότατα θα ζητήσει και η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία ή πιθανά και η Αγγλία; Ήδη, όπως κιόλας έχουμε αναφέρει, έχει τεθεί ζήτημα ανακατανομής ρόλων σε όλα τα πεδία και τα οποία στην προοπτική τους θέτουν αυτό ακριβώς το ζήτημα της μετάβασης σε μια νέα διάταξη δυνάμεων και συμμαχιών, που ακόμη και αν ταυτίζονται με τους υπάρχοντες συσχετισμούς (π.χ. ΝΑΤΟ) δεν θα αντιπροσωπεύουν την ίδια σχέση πραγμάτων με προηγούμενα. Σε συνδυασμό με αυτό, υπάρχει πάντα το επίσης κρίσιμο ζήτημα της παρουσίας των ΕΠΑ στην Ευρώπη, της μορφής και κυρίως του χαρακτήρα που θα ΄χει πλέον αυτή η παρουσία.

Από την άλλη μεριά, ένα ζήτημα είναι η κατεύθυνση διαμόρφωσης των στρατηγικών συμμαχιών που τις εξυπηρετούν, ένα άλλο είναι η αποτροπή συμμαχιών που τους είναι ανεπιθύμητες. Δεν είναι σχήμα λόγου, αλλά μια πιθανή εξέλιξη, η προσέγγιση Ρωσίας – Κίνας (και κάποιων πιθανά άλλων από γύρω). Μια προοπτική που αποτελεί αληθινό εφιάλτη όχι μόνο για τις ΕΠΑ αλλά συνολικά για την Δύση. Φυσικά και προσπαθούν να την αποτρέψουν. Μόνο που για να το κατορθώσουν θα πρέπει να πετύχουν πολύ σύνθετους και περίεργους συνδυασμούς. Γιατί είναι ακριβώς η δική τους επιθετική πολιτική που ωθεί τις δυο χώρες στο να προσεγγίζουν όλο και περισσότερο.

Φυσικά και δεν θα κάνουμε προβλέψεις. Η ιστορική πείρα δείχνει ότι την κρίσιμη ώρα, το ζήτημα αυτό (των στρατηγικών συμμαχιών) απαντήθηκε από τους πιο «φυσιολογικούς» και προβλεπόμενους έως τους πιο «αφύσικους» και απρόβλεπτους τρόπους. Το μόνο που μπορούμε να πούμε, είναι ότι σ’ αυτό εδώ το ζήτημα κρίνονται πολλά και θα κριθούν ακόμη περισσότερα.

3. Ρωσία. Μια «προβληματική» ιμπεριαλιστική δύναμη.

Ποιος είναι ο ρόλος της Ρωσίας σήμερα στα παγκόσμια πράγματα; Τα φαινόμενα την δείχνουν να κινείται σε δεύτερη γραμμή. Είναι έτσι, πως, γιατί και για πόσο; Έχει κάποιον ρόλο στις εξελίξεις, μπορεί να έχει, και ποιον; Αν κανείς πάει και λίγο έστω πιο «μέσα» σ’ αυτό που συνιστά η Ρωσική πραγματικότητα, έχει αμέσως μερικές πολύ ευδιάκριτες απαντήσεις, διαπιστώνει ένα τεράστιο απόθεμα ισχύος. Μια ματιά και μόνο στον χάρτη δείχνει ότι καλύπτει ένα γεωστρατηγικό χώρο που δεν συγκρίνεται με καμιάς άλλης χώρας.

Στο στρατηγικό πεδίο διαθέτει ένα οπλοστάσιο που μόνο με των ΕΠΑ μπορεί να συγκριθεί. Στο κλασικού χαρακτήρα στρατιωτικό πεδίο περνάει μια κρίση, αλλά είναι κοινός τόπος, ότι πάντα μπορεί να αναπτύξει μια στρατιωτική δύναμη σε επίπεδα που ελάχιστες χώρες στον κόσμο μπορούν να πλησιάσουν. Πληθυσμιακά είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Υπάρχει βεβαίως το πρόβλημα της οικονομίας, όπου η Ρωσία φαίνεται βυθισμένη σε μια απέραντη κρίση. Μόνο που πίσω από αυτήν την -υπαρκτή- πραγματικότητα, υπάρχει ένα οικονομικό «βάθος» που μπορεί να δώσει πολύ διαφορετικά (και σημαντικά) πράγματα από αυτά που αποδίδει σήμερα. Η οικονομική βάση της Ρωσίας είναι όντως αποσυγκροτημένη, αλλά παραμένει αυτή που της έδινε (ως ΣΕ) την δεύτερη θέση μετά τις ΕΠΑ. (Τώρα το πως μετράν τα οικονομικά μεγέθη κάποιοι είναι άλλο ζήτημα). Η βιομηχανική της βάση εξακολουθεί να είναι υπαρκτή. Τα ενεργειακά της αποθέματα είναι μάλλον τα μεγαλύτερα στον κόσμο. Σε επίπεδο επιστημονικό τεχνολογικό μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις ΕΠΑ και εκεί που υστερεί είναι στο επίπεδο εφαρμογών αυτών των επιτευγμάτων στην πλατειά βιομηχανική της βάση. (Αλλά αυτό είναι από τα προβλήματα που αργά ή γρήγορα θα απαντηθούν). Το γενικό μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού της είναι (από κάθε άποψη) από τα υψηλότερα στον κόσμο. Παρά τα πλήγματα που έχει δεχτεί εξακολουθεί να έχει «στα πόδια της» ένα πεδίο επέκτασης της επιρροής και επικυριαρχίας της σε μια σειρά χώρες. Ταυτόχρονα αποτελεί πάντα την ηγέτιδα δύναμη των σλαβικών χωρών, το σταθερό σημείο αναφοράς τους με διαχρονική δυνατότητα επιρροής και παρέμβασης. Έχει δηλαδή όλα εκείνα τα δεδομένα και τις δυνατότητες που μπορούν αν της προσδώσουν τα χαρακτηριστικά μιας μεγάλης ιμπεριαλιστικής δύναμης. Θα μπορούσε ακόμη και να χαρακτηριστεί έως και σαν «αδρανούσα» υπερδύναμη. Είναι ακριβώς το δεδομένο που παίρνουν πάντα υπόψη τους -και σήμερα- όλοι οι άλλοι, είναι αυτό που συντηρούσε μια «ρευστότητα» στην διαμόρφωση και οριστικοποίηση στρατηγικών επιλογών παρά την εμφανή αδυναμία της Ρωσίας να κινηθεί ανάλογα των δυνατοτήτων της.

Προς τι ωστόσο αυτή η αδυναμία; Σε τι συνίσταται, στη βάση ποιων όρων δημιουργήθηκε, αν θα συνεχιστεί, πως, για πόσο, ποια γενικά είναι η προοπτική του πράγματος; Η απάντηση θα μπορούσε να περιγραφεί συνοπτικά σαν κρίση μετάβασης από μια μορφή συγκρότησης της Ρωσικής δύναμης σε άλλη. Βεβαίως πολύ πιο σύνθετα και περίπλοκα είναι τα δεδομένα που συγκροτούν αυτήν την μετάβαση απ’ αυτό που εμφανίζει αυτό το συνοπτικό φραστικό σχήμα. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και πάντα σε συντομία μια και ειδικά στο ζήτημα αυτό έχουμε αναφερθεί άπειρες φορές.

Τι φιλοδοξούσε, τι προσδοκούσε η Νέα Αστική Τάξη (ΝΑΤ) της Ρωσίας (πρώην ΣΕ) όταν ξεκινούσε αυτήν την ιστορία (περεστρόικα) και τι εντέλει της ήρθε κατακέφαλα. Κινούσα δύναμη της περεστρόικα ήταν η ακατάσχετη πλέον επιθυμία της ΝΑΤ (στο σύνολό της) να «απελευθερωθεί» από τις όποιες «σοσιαλιστικές» επιφάσεις υποχρεωνόταν ακόμα να συντηρεί, να ολοκληρωθεί σαν τάξη στα πρότυπα και των ομολόγων της στη Δύση.

Ταυτόχρονα επεδίωκε. Την διατήρηση, κατοχύρωση και διεύρυνση του χώρου κυριαρχίας της. Την αποδοχή της στο «κλαμπ» των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης, προσφέροντάς του την «νομιμοποίηση» της εκμετάλλευσης του υπόλοιπου κόσμου, μιας σχέσης της οποίας και η ίδια βεβαίως θα αποτελούσε πλέον διακεκριμένο μέλος και μέτοχο. Το «μπάσιμό» της στην διεθνή αγορά (με προϋπόθεση το προηγούμενο), όπου πίστευε (όχι αβάσιμα) ότι θα μπορούσε να έχει μια διακεκριμένη θέση με όχημα προϊόντα της πιο προηγμένης τεχνολογίας (από όπλα μέχρι δορυφόρους και ό,τι άλλο ανάλογου επιπέδου), ένα πεδίο που πιστεύουν ότι μπορούσαν να το μονοπωλήσουν μαζί βέβαια με τις ΕΠΑ.

Στις φιλοδοξίες τους ακόμα ήταν: Να «πείσουν» τις ΕΠΑ, ότι θα ήταν προς το κοινό συμφέρον ένα είδος συγκυριαρχίας στον κόσμο, με εύλογα τα οφέλη που θα συνεπάγονταν κάτι τέτοιο για τους δυο τους.

Από την άλλη μεριά, εμφανείς επίσης οι προθέσεις της για την δημιουργία ρήγματος στο Δυτικό μπλοκ (που την απομόνωνε και την περιέσφιγγε επί χρόνια). Ζήτημα κλειδί εδώ, η «ενοποίηση» της Γερμανίας που, πέραν όλων των άλλων, θα καθιστούσε και ιστορικά παρωχημένη την παρουσία των ΕΠΑ στον Ευρωπαϊκό χώρο.

Τίποτα από όλα αυτά δεν εξελίχτηκε σύμφωνα με τις προσδοκίες και τους σχεδιασμούς της Ρωσικής ΝΑΤ. Τα αποτελέσματα είναι λίγο πολύ γνωστά.

Ως προς τον χώρο επιρροής και κυριαρχίας. Όχι μόνο δεν απόκτησε καινούρια, αλλά έχασε κάθε έρεισμα στις χώρες του Δυτικού μπλοκ (αναφερόμαστε στα ρεβιζιονιστικά κόμματα). Έχασε κάθε επιρροή στις χώρες του τρίτου κόσμου, όπου οι αστικές τους τάξεις μετά τις εξελίξεις προσανατολίστηκαν σε άλλους «προστάτες». Αν τα προηγούμενα ήταν μέσα στις προβλεπόμενες και «αποδεκτές» απώλειες της επιχείρησης που ξεκίνησε η ΝΑΤ, δεν ήταν καθόλου οι επόμενες. Η απώλεια του ευρύτερου χώρου κυριαρχίας και επιρροής της (Ανατολικές χώρες, σύμφωνο Βαρσοβίας, Κομεκον). Του «εγγύτερου», δηλαδή των χωρών που συγκροτούσαν την πρώην ΕΣΣΔ Τις απώλειες ή τους κινδύνους απωλειών σε νευραλγικές περιοχές που υπό άλλους όρους «ούτε θα το συζητούσε» (Βαλτικές – Καύκασος). Τον κίνδυνο απωλειών ακόμη και στον «εσωτερικό» χώρο κυριαρχίας ζήτημα που το υπογραμμίζει η περίπτωση της Τσετσενίας.

Ως προς την αποδοχή της στο κλαμπ αποτελεί ειρωνεία (αλλά και εκδίκηση της ιστορίας) το γεγονός ότι συνεχίζουν να διατηρούνται απέναντι στην καπιταλιστική και «δημοκρατική» Ρωσία μια σειρά απαγορεύσεις και περιορισμοί που είχαν θεσπιστεί απέναντι στην «αυτοκρατορία του κακού» ΣΕ. Ταυτόχρονα πέρα από το στοιχείο της ψυχρής πολιτικής επιλογής περιέχει και έναν εμφανή σαρκασμό η -περίπου- «θεσμοθέτηση» θέσης προθαλάμου για την Ρωσία στην σύνοδο των 7. Όσον αφορά το μπάσιμο στην διεθνή αγορά, το «τυπικό» μέρος (αποδοχή) συνδέεται με το προηγούμενο. Ως προς το ουσιαστικό, η Ρωσία έχει πλέον να λύσει και μερικά άλλα προβλήματα σε σχέση με τα παλιότερα. Όπως κιόλας αναφέραμε, οι δυνατότητες δεν της λείπουν. Μόνο που σήμερα δεν έχει μπροστά της το πρόβλημα κάποιων -σημαντικών έστω- αναπροσαρμογών, αλλά μια συνολικής ανασυγκρότησης σε μεγάλη έκταση και βάθος.

Σε σχέση με τα ρήγματα στο Δυτικό μπλοκ, μπορεί κανείς να ονομάσει και ως σχετική «επιτυχία» ορισμένες εξελίξεις. Η ανατροπή του συσχετισμού έθεσε πράγματι ζήτημα ανακατανομής ρόλων και όξυνε αντιθέσεις και αντιφάσεις στο Δυτικό μπλοκ. Μόνο που σε αναφορά με αυτό το ζήτημα θα ‘χε κανείς να τους προτείνει μια πολύ πιο αποτελεσματική συνταγή. Αν λ.χ. «πετύχουν» την ολοκληρωτική διάλυση και αποσύνθεση της Ρωσίας, είναι βέβαιο ότι οι αντιθέσεις στην Δύση θα οξυνθούν στο έπακρο για το ποιος θα φάει το μεγαλύτερο κομμάτι.

Όσον αφορά τώρα τον στόχο της «συγκυριαρχίας»με τις ΕΠΑ, αυτός ούτως ή άλλως αποτελούσε ευσεβή πόθο. Μόνον αφελείς ή τυφλωμένοι από άλλες «ιεραρχήσεις» (και είναι το δεύτερο που ισχύει στην περίπτωση) δεν θα μπορούσαν να δουν ότι οι ΕΠΑ ούτε που διανοούνται μια τέτοια διευθέτηση. Ακριβώς αντίθετα, αυτό που επιδιώκουν είναι η παγκόσμια κυριαρχία («μονοπωλιακά») και ένας βασικός όρος για την επίτευξή της είναι η συντριβή της Ρωσίας, η μετατροπή της σε δύναμη δεύτερης τάξης, με οποιοδήποτε τρόπο.

Ας περάσουμε όμως στο τελευταίο. Σ’ αυτό που πιστεύουμε πως η εξέλιξή του έπαιζε αποφασιστικό ρόλο για τα προηγούμενα και θα τον παίζει και για τα επόμενα.

Θα μπορούσαμε καταρχήν να μιλήσουμε για αντίφαση στόχων και μέσων, με τα οποία η ΝΑΤ επιχείρησε την προώθηση των επιδιώξεών της. Οι απώλειες που υπέστη θα μπορούσαν να αποφευχθούν (ή να ελαχιστοποιηθούν) μόνο στην -θεωρητική- υπόθεση ότι ο μετασχηματισμός μπορούσε να γίνει συνολικά και περίπου ακαριαία. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν υπάρχει στην πραγματική ζωή, ενώ ο συνολικός μετασχηματισμός έχει δρόμο ακόμα μπροστά του. Να αναφερθούμε σε μερικές χαρακτηριστικές εκφράσεις του ζητήματος. Όταν η αστική τάξη (ατ) με τον Γέλτσιν διαλύει την ΕΣΣΔ, δεν το κάνει για να χάσει τον χώρο της κυριαρχίας της, αλλά για να «απελευθερωθεί» σαν τάξη από τις όποιες «σοσιαλιστικές» δεσμεύσεις την «καθήλωναν» σ’ ένα ορισμένο είδος σχέσεων. Αλλά η ΕΣΣΔ ήταν συγκροτημένη πάνω σε ορισμένες βάσεις και σχέσεις που η «εφεύρεση» λ.χ. της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ) δεν θα μπορούσε να υποκαταστήσει. Οι συνέπειες γνωστές.

Όταν η Γκορμπατσοφική πτέρυγα της ΝΑΤ υπονομεύει και διαλύει τις ηγετικές ομάδες των Ανατολικών χωρών, δεν το κάνει επειδή δεν θέλει αυτές τις χώρες υπό την «κηδεμονία» της (ακριβώς αντίθετο ήθελαν και θέλει), αλλά για να ενισχύσει τη θέση της στην (τότε) διαπάλη της με την άλλη πτέρυγα της ΝΑΤ. Τα αποτελέσματα επίσης γνωστά.

Όταν την Δύση από αντίπαλο την ανακηρύσσουν σαν πρότυπο προς μίμηση, δεν το κάνουν για να φέρουν τους αμερικανικούς πυραύλους στα σύνορα της Ρωσίας αλλά γιατί θέλουν την ενίσχυση της Δύσης ενάντια στον «κομμουνισμό». Το τι «βοήθεια» τους έδωσε ή προτίθεται να τους δώσει ακόμη η Δύση, είναι κι αυτό ολοφάνερο.

Παραλείποντας μια σειρά ανάλογες εκφράσεις του ζητήματος και επιχειρώντας ένα είδος συνόψισης θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μεν «απελευθέρωση» της ΝΑΤ αποτελεί πλέον γεγονός, η δε ολοκλήρωσή της σαν α.τ. παραμένει ζητούμενο. Μέσα σε μια τέτοια εξέλιξη, μέσα σε τέτοιες σχέσεις και εκκρεμότητες αυτό που χαρακτηρίζει την κατάσταση στη Ρωσία είναι ένα πλέγμα αντιφάσεων, αξεδιάλυτων για την ώρα και με εκρηκτικό χαρακτήρα. Αυτή ακριβώς η κατάσταση είναι που εμποδίζει την απάντηση και σ’ αυτό που εμφανίζεται σαν το κρίσιμο πρόβλημα της Ρωσικής α.τ. Η διαμόρφωση, συγκρότηση, σταθεροποίηση, ενός κοινωνικοπολιτικού μπλοκ εξουσίας. Ένα πρόβλημα παντού και πάντα δύσκολο, αλλά που στην περίπτωση της Ρωσίας εμφανίζεται σαν ιδιαίτερα περίπλοκο, κρίσιμο και γεμάτο αντιφάσεις.

Συνδέεται, συνδυάζεται, συμπλέκεται και αντιφάσκει με μια σειρά παραμέτρους, που μόνο αν ειδωθούν στο σύνολο και τις διαπλοκές τους μπορεί να γίνει κατανοητό τι είδους πρόβλημα διαμορφώνεται. Μεθοδολογικά ωστόσο, δεν έχουμε άλλη «πρακτική» δυνατότητα από το να δούμε «χωριστά» τις σημαντικότερες από αυτές.

Μετεξέλιξη, μετασχηματισμός, ολοκλήρωση της ίδιας της α.τ. (από ΝΑΤ σε α.τ.). Η ΝΑΤ σαν τέτοια, χωρίζονταν μεν σε δυο βασικές πτέρυγες που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τον ηγεμονικό ρόλο, διέπονταν ωστόσο (στο σύνολό της) από σχέσεις που είχαν διαμορφωθεί σε μια ολάκερη πορεία και ενώνονταν σε μια κοινή κατεύθυνση (την «απελευθέρωση»).

Η επίτευξη (κατά βάση) αυτού του στόχου αποσύνθεσε σχεδόν στο σύνολό τους τις δομές και σχέσεις που διέπαν την ύπαρξή της. Άνοιξε έναν ολάκερο νέο κεφάλαιο και μια διαδικασία σύνθετη και μακρόχρονη. Αυτό της ολοκλήρωσής της σαν α.τ., ο συνολικός της μετασχηματισμός, η διαμόρφωση «ιεραρχίας» στα πλαίσιά της, οι κάθετοι και οριζόντιοι διαχωρισμοί, η διαμόρφωση σταθερών δομών και σχέσεων, όλα εκείνα τέλος πάντων που χαρακτηρίζουν μια α.τ. «κλασικού» τύπου.

Διαμόρφωση συνολικής κοινωνικής διαστρωμάτωσης και πέρα από την «κυρίως» (ή των ανωτέρων επιπέδων) α.τ. Μεσοστρώματα, μικρομεσαίοι, αγροτιά, προλεταριάτο. Εμπέδωση, σταθεροποίηση, «νομιμοποίηση» όλων αυτών των διαμορφώσεων. Μια κυριολεκτικά εκρηκτική διαδικασία. Αυτή η διαμόρφωση στις παραδοσιακές καπιταλιστικές χώρες μετράει πίσω της κάποιους αιώνες. Εδώ «πρέπει» να γίνει στα γρήγορα και στο άρπα κόλα. Δεν είναι σχήμα λόγου, είναι ο μόνος τρόπος. Ακριβώς εδώ βρίσκεται και η βασική αιτία για την τεραστίων διαστάσεων σύμπλεξη των «νόμιμων» με τις καθαρά μαφιόζικες δραστηριότητες. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να δεχτεί με την θέλησή του και να νομιμοποιήσει το γεγονός ότι ο χτεσινός συνάδελφός στην δουλειά «δικαιούται» να γίνει ο Ροκφέλερ της νέας κοινωνίας επειδή πρόλαβε ν’ αρπάξει, και ο ίδιος, να αρκεστεί στον δεύτερο τρίτο ή και τελευταίο ρόλο. Όχι πως απουσιάζουν τέτοιου είδους σχέσεις, αντιφάσεις και αντιθέσεις και σε μια παραδοσιακή και ολοκληρωμένη καπιταλιστική κοινωνία, αλλά στην Ρωσική περίπτωση, η «ταχύτητα» αυτών των μετασχηματισμών και μεταλλάξεων τους προσδίδει ποιοτικά διαφορετικό χαρακτήρα και ένταση. Ταυτόχρονα αυτό που είναι βέβαιο, ότι ανεξάρτητα από διαδρομές και κατάληξη, πρόκειται για μια διαδικασία οπωσδήποτε μακρόχρονη.

Πολύ σημαντικά προβλήματα βάζει ακόμη η επιχείρηση μετασχηματισμού της οικονομικής διάρθρωσης. Σαν το λιγότερο σημαντικό βάζουμε εμείς εδώ το, ας πούμε έτσι, «τεχνικό» ζήτημα. Που είναι βεβαίως και αυτό υπαρκτό και έχει την σημασία του. Το κόστος τους σε χρήμα και χρόνο.

Σημαντικό επίσης πρόβλημα, που το κάνει πιο δύσκολο η διαπλοκή του με άλλες πλευρές του συνολικού ζητήματος, το πρόβλημα οικονομικών δραστηριοτήτων (που συνδέονται με αντίστοιχες οικονομικές βιομηχανικές κ.λπ. μονάδες και πλέγματα) που αφορούν στρατηγικές επιλογές, οι οποίες εξακολουθούν να έχουν για την «Ρωσία» την ίδια περίπου σημασία που είχαν για την ΣΕ. Αν πρέπει και πως να μετασχηματιστούν, σε ποιο νέο συνολικό πλέγμα (που ακόμη δεν υπάρχει) και πως να ενταχτούν. Πολύ πιο σημαντική ωστόσο η καθ’ αυτό οικονομική πλευρά του ζητήματος. Η λειτουργία ενός οικονομικού συστήματος δεν εδράζεται μόνον στην ύπαρξη μιας σειράς οικονομικών παραγωγικών μονάδων που άντε τους αλλάζεις το νομικό καθεστώς ιδιοκτησίας και καθάρισες. Πάνω απ’ όλα εδράζεται σ’ ένα πλέγμα δομών και σχέσεων, σε μια συνολική αλληλοδιάρθρωση που μόνο στη βάση τους, την ύπαρξη και την «παραδοχή» τους μπορεί να λειτουργήσει μια οικονομία. Ή σε κάποιο άλλο που θα το αντικαταστήσει. Μόνο που μια τέτοια «αντικατάσταση» δεν γίνεται με διάταγμα. Για να το πούμε πολύ σύντομα, οι νέες σχέσεις κ.λπ. πρέπει πρώτα και για αρκετό διάστημα να «ζήσουν» την δικιά τους ζωή, προτού μπορέσουν να υπάρξουν πραγματικά σαν τέτοιες, να είναι λειτουργικές και αποτελεσματικές.

Άλλο τόσο σημαντική, και οπωσδήποτε αυτή που μπορεί ανά πάσα στιγμή να δημιουργήσει σοβαρές εντάσεις, είναι η κοινωνικοπολιτική διάσταση του ζητήματος. Για να είμαστε και πάλι σύντομοι, παραπέμπουμε στο προηγούμενο (κοινωνικο-ταξικός μετασχηματισμός) και στην άμεση σχέση που έχει με τον μετασχηματισμό των οικονομικών δομών.

Ο χορός των αντιφάσεων συνεχίζεται αποτελειώνοντας ένα διαρκές πρόβλημα για την α.τ. που αδυνατεί να βρει λύσεις ή «εξαναγκάζεται» σε επιλογές που συνεχώς της το ξαναφέρνουν μπροστά στα πόδια της. Και πάλι δειγματοληπτικά και σε συντομία.

Στην οικονομία. Πως να κρατηθεί αυτή σε ένα στοιχειώδες και αναγκαίο επίπεδο απόδοσης αν καταστραφεί η βιομηχανική (και όχι μόνο) δομή, και πως να ανασυγκροτηθεί σε «καθαρή» καπιταλιστική βάση αν δεν καταστραφεί και «παρθενοποιηθεί».

Στο ζήτημα του ταξικού μετασχηματισμού – ολοκλήρωσης της α.τ. και γενικότερα. Πως να προωθηθεί και να επιταχυνθεί μια τέτοια διαδικασία αν δεν αφεθεί ελεύθερη η πιο άγρια και ληστρική, έως και η ανοιχτά εγκληματική (μαφιόζικη) καπιταλιστική δραστηριότητα καπιταλιστικής «συσσώρευσης» κι από την άλλη, πως θα ελεγχθεί, θα βρει ισορροπίες θα σταθεροποιηθεί και θα «νομιμοποιηθεί» αν αφεθούν όλα χύμα.

Κοντά σ’ όλα τα άλλα, η α.τ. βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπη μ’ αυτό που ονομάζουμε «σώμα του κομμουνισμού». Βεβαίως όλα όσα αναφέραμε (και όσα δεν) συνδέονται με την προηγούμενη κατάσταση. Εδώ εννοούμε δυο κυρίως στοιχεία.

α)Αυτά που η προηγούμενη κατάσταση «κληροδότησε» στον λαό σαν μνήμες, αλλά και σαν συγκεκριμένες βιωμένες πραγματικότητες. Γιατί αυτά δεν είναι μόνο οι αρνητικές εμπειρίες ιδιαίτερα των τελευταίων χρόνων, αλλά και μια σειρά κατακτήσεις, δικαιώματα, σχέσεις που είχαν περάσει στην καθημερινή ζωή των μαζών, που όσο και αν φθάρηκαν στην ρεβιζιονιστική περίοδο, δεν είχαν καταργηθεί τελείως. Σήμερα είναι που η α.τ. προωθεί και υλοποιεί το ολοκληρωτικό ξερίζωμά τους κι αυτό δεν είναι μια καθόλου εύκολη υπόθεση

β)Η «σκιά» του ζητήματος μέσα στην ίδια την α.τ. και ιδιαίτερα σε κάποια τμήματά της. Βεβαίως όπως ήδη αναφέραμε το πρόβλημα αυτό δεν θα υπήρχε ή θα ήταν μηδαμινό αν η α.τ. μπορούσε να «κληρονομήσει» συνολικά την ΣΕ και χωρίς τις γνωστές απώλειες. Αυτό ωστόσο δεν έγινε και ούτε άλλωστε υπήρχε περίπτωση να γίνει έτσι.

Σε μια τέτοια βάση αναπηδάει ένα «ιδιότυπο» (όπως άλλωστε τα περισσότερα σ’ αυτή την ιστορία) πρόβλημα. Η ΝΑΤ της προηγούμενης περιόδου, «καταπιέζονταν» βέβαια από τους όποιους σοσιαλιστικούς (ή «σοσιαλιστικούς») περιορισμούς μέσα στους οποίους κινούνταν (γι’ αυτό άλλωστε προώθησε αυτή την ανατροπή), αλλά ταυτόχρονα «ικανοποιούνταν» με τον παγκόσμιο ρόλο της ΣΕ στον οποίο όχι απλώς συμμετείχε, αλλά και αποτελούσε την ηγέτιδα δύναμη (με όλα τα οφέλη που συνεπάγονταν για την ίδια).

Η ανατροπή την «απελευθέρωσε» βέβαια ως τάξη αλλά και υποβάθμισε τον παγκόσμιο ρόλο της. Αυτή η δυσμενής εξέλιξη επιδρά πιο έντονα σε κάποια τμήματα της αστικής τάξης (π.χ. τους στρατιωτικούς, τους «ριγμένους» κ.ά.) θέτοντας -μαζί με όλα τα άλλα- υπό σχετική αίρεση το σύνολο του εγχειρήματος.

Σε σύνδεση και με το προηγούμενο λειτουργεί ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας. Όπως ήδη αναφέραμε η Ρωσία αντιπροσωπεύει ένα τεράστιο δυναμικό. Για λόγους που επίσης αναφέραμε το δυναμικό αυτό εκφράζεται στο παγκόσμιο ταμπλό πολύ κάτω από τις πραγματικές του δυνατότητες. Αυτό το δυναμικό «ζητάει» να εκφραστεί και η πίεσή του εκδηλώνεται καθημερινά και σε όλα τα πεδία. Δεν είναι απλά μια ξεχωριστή αντίφαση. Είναι ταυτόχρονα και μια μορφή συνολικοποίησης των αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν την ρωσική πραγματικότητα.

Ωστόσο η αντίφαση που φαίνεται να χαρακτηρίζει κεντρικά την πορεία και την στρατηγική της α.τ. και στην οποία αποτυπώνονται το σύνολο των ρωσικών αντιφάσεων, αφορά το ποια «ιεράρχηση» κάνει ως προς την αντιμετώπιση του «εσωτερικού» ή του εξωτερικού εχθρού. Μέχρι τα σήμερα η πολιτική της έχει κινηθεί σε βάση θεώρησης του λαού σαν «κύριο εχθρό». Οι απώλειες ωστόσο συνεχίζουν, και οι πιέσεις «απ’ έξω» αρχίζουν να γίνονται αφόρητες. Εδώ όμως υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα για την α.τ. Η αποφασιστική αντιμετώπιση των εξωτερικών πιέσεων συνεπάγεται υποχρεωτικά ένα είδος παραδοχής πως η όλη ως τώρα επιχείρηση της ΝΑΤ (α.τ.) υπήρξε μια αποτυχία. Το πέρασμα λοιπόν σε μια τέτοια φάση δεν μπορεί να γίνει χωρίς τον παραμερισμό -τουλάχιστον- αυτών που έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτήν την πορεία. Αλλά εδώ ερχόμαστε στο πρόβλημα του τι μέλλει γενέσθαι.

Αν γενικά είναι παρακινδυνευμένο το να κάνει κανείς προβλέψεις, στην περίπτωση της Ρωσίας με τις τόσες περιπλοκές και αντιφάσεις το «ρίσκο» είναι πολλαπλάσιο. Η ρευστότητα των δεδομένων δημιουργεί μια αντικειμενική δυσκολία ακόμη και για εκτιμήσεις που σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν λίγο πολύ εφικτές. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν κάπως «ανάποδα».

Μπορούμε κατ’ αρχήν να αποκλείσουμε μια «ολική επαναφορά». Ότι γίνεται δεν ξεγίνεται, και αυτό ισχύει τόσο στα φυσικά όσο και στα κοινωνικά φαινόμενα. Δεν είναι δηλαδή δυνατή η ανασύσταση της ΣΕ στη βάση των όρων και των δεδομένων που την συγκροτούσαν. Ότι κι αν γίνει θα ‘ναι νέο, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι σε κάποιες πλευρές ή στοιχεία του μπορεί να προσομοιάζει με το παλιό. Ισχύει ακόμη και στην περίπτωση (πάντα σε υπόθεση) που οι δυνάμεις εκείνες (Ζουγκάνοφ κ.ά.) που φέρονται σαν υποστηρικτές της άποψης της ανασύστασης της ΕΣΣΔ κυριαρχήσουν. Αυτό που θα οικοδομήσουν (αν και πότε) όποια μορφή κι αν έχει θα είναι οπωσδήποτε κάτι άλλο.

Ισχύει ακόμη, και στην περίπτωση που το προλεταριάτο και οι λαοί της Ρωσίας και της πρώην ΣΕ κατορθώσουν ανασυγκροτημένοι σε μια πορεία να επιβάλλουν την δική τους θέληση. Η ανασυγκρότησή τους (ιδεολογικά, πολιτικά) δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο σε πιο προωθημένη βάση, και εύλογα πιο προωθημένες θα είναι οι επιδιώξεις τους.

Από την άλλη μεριά, μπορούμε επίσης να αποκλείσουμε την εκδοχή της συνέχισης εις το διηνεκές της πορείας αποσύνθεσης μέχρις ότου η Ρωσία διαλυθεί τελείως και γίνει βορά των άλλων ιμπεριαλιστών. Δεν έχει συμβεί ποτέ στην ιστορία κάτι τέτοιο, ανεξάρτητα από το ότι η α.τ. της Ρωσίας μας έχει «εκπλήξει» αρκετές φορές από το εύρος και την διάρκεια των αυτοκτονικών της τάσεων. Δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε τα όρια μιας τέτοιας διαδικασίας, μπορούμε όμως να πούμε δυο πράγματα. Το ένα αφορά σ’ αυτό που ήδη αναφέραμε, ότι υπάρχει ένα τεράστιο δυναμικό που «ζητάει» να εκφραστεί. Το δεύτερο πως ήδη εδώ και καιρό στην Ρωσία, έχουν αρχίσει να ισχυροποιούνται οι δυνάμεις και οι τάσεις εκείνες (και μέσα στην α.τ.) που επιζητούν μια ανασυγκρότηση και ανάλογη «χρήση» της ρωσικής δύναμης στο διεθνές ταμπλό.

Μπορούμε να πούμε πως καταλύτες των (πολύ σημαντικών) εξελίξεων που αναμένονται, που θα ανοίξουν το σημερινό πλέγμα αντιφάσεων, θα είναι πιθανότατα οι φορείς των δυο πόλων αυτής που αναφέραμε σαν κεντρικής αντίφασης. Ο «εσωτερικός» και ο εξωτερικός εχθρός. Σε ποια φάση σε ποιο συνδυασμό σε ποια σχέση μεταξύ τους αυτό δεν μπορεί να εκτιμηθεί. Ούτε άλλωστε έχει νόημα να αναφερθούμε σε διάφορα πιθανά και απίθανα σενάρια. Μπορούμε απλώς να σημειώσουμε το προς τα που «αποκλίνουν» οι δικές μας εκτιμήσεις ως προς μια σημαντική διάσταση του ζητήματος. Κλίνουμε προς την άποψη πως η Ρωσική δύναμη τελικά θα ανασυγκροτηθεί. Το ερώτημα είναι σε ποιο επίπεδο. Η απάντηση αποτελεί συνάρτηση του πότε (βασική παράμετρος), από ποιους, σε ποια βάση, με ποιες συμμαχίες κ.λπ.

Συνοψίζοντας. Η Ρωσία παραμένει μια ιμπεριαλιστική δύναμη ένας εχθρός των λαών, μια «φυλακή λαών» όπως έχει λεχθεί, πράγμα που φαίνεται σε μια σειρά περιπτώσεις με πιο χαρακτηριστική την επέμβαση και το ματοκύλισμα της Τσετσενίας. Αυτό είναι το βασικό στοιχείο που προσδιορίζει την θέση της στον κόσμο και την στάση μας απέναντί της ανεξάρτητα από το ότι:

α)Η πιο επιθετική ιμπεριαλιστική δύναμη σήμερα και μεγαλύτερος εχθρός των λαών είναι οι ΕΠΑ.

β)Από την ελλιπή διαμόρφωση και σταθεροποίηση κοινωνικοπολιτικού μπλοκ εξουσίας θα έδινε πιο μόνιμα και σαφέστερα χαρακτηριστικά στον Ρωσικό ιμπεριαλισμό.

Το παιχνίδι παίζεται ανάμεσα σε δυνάμεις της αστικής τάξης και η ουσία του ζητήματος δεν πρόκειται ν’ αλλάξει με την επικράτηση της μιας ή της άλλης.

Η Ρωσία αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες από τα σημαντικότερα κέντρα δύναμης της διεθνούς σκηνής. Αυτό δεν το λέμε ενόψει της πιθανής ανασυγκρότησής της, αλλά στη βάση της σημερινής πραγματικότητας. (Συνυπολογίζοντας δηλαδή τα προβλήματα που έχει και τις αδυναμίες του εμφανίζει). Αν οι ΕΠΑ είναι η ισχυρότερη (από κάθε άποψη) δύναμη στον κόσμο, σαν πιο υπολογίσιμη απέναντί τους, έστω και μόνο για το οπλοστάσιό της, θεωρούν την Ρωσία.

Οι στρατηγικές όλων των δυνάμεων διαμορφώνονται με βάση την ύπαρξη και αυτού του παράγοντα. Ακριβώς αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με το αστάθμητο των εξελίξεων στην Ρωσία ήταν που διαμόρφωνε όρους ρευστότητας στην παγκόσμια κατάσταση και ένα είδος «αναμονής» στην διαμόρφωση και προώθηση αυτών των στρατηγικών. Τα πράγματα όμως κινούνται και από ένα σημείο και πέρα θα μπορούσαμε να πούμε «τρέχουν». Εδώ κι ένα διάστημα έχουν επιταχυνθεί όλες οι διεργασίες με σημαντικά γεγονότα και εξελίξεις να έχουν ήδη συντελεστεί κι άλλα ακόμη πιο σημαντικά να διαγράφονται στον ορίζοντα. Οι συγκρούσεις στον Καύκασο, ο πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία, ενώ το κρίσιμο ζήτημα πλέον είναι η επέκταση του ΝΑΤΟ. Είναι φανερό ότι υπάρχει ένα τέλος του «ειδυλλίου» ανάμεσα σε Δύση (κύρια ΕΠΑ) με Ρωσία ανεξάρτητα από το αν για διάφορους λόγους η εξέλιξη αυτή δεν έχει εμφανίσει ακόμη όλες τις διαστάσεις και συνέπειές της.

Οπωσδήποτε αυτό που είναι σαφές είναι πως μια βασική διάσταση του παγκόσμιου ζητήματος (συσχετισμός και διάταξη δυνάμεων) είναι η σχέση (αντίθεση) Δύσης – Ανατολής, ΕΠΑ – Ρωσίας. Προσδιορίζει και θα προσδιορίσει και στο μέλλον βασικές σχέσεις και εξελίξεις. Αναφερθήκαμε σ’ αυτές ως ένα βαθμό και θα αναφερθούμε και στην συνέχεια.

4. Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΟΚ). Ένα σύνθετο ζήτημα.

α. γενικά.

Αναφερθήκαμε στο ζήτημα αυτό στην εισήγηση που εξετάζει τα οικονομικά ζητήματα. Αυτό μας επιτρέπει να «προσπεράσουμε» αρκετά πράγματα θυμίζοντας απλώς κάποια απ’ αυτά και εξετάζοντας περισσότερο κάποια ζητήματα που δεν τέθηκαν εκεί (ή δεν τέθηκαν αναλυτικά). Σε συντομία καταρχήν σ’ αυτά που έχουμε αναφερθεί.

Η ΕΕ, δεν είναι μια οντότητα που μέλλεται να μετασχηματιστεί- ολοκληρωθεί σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό υπερκράτος.

Η ΕΕ, στην όποια μορφή της, θα παραμένει στην ουσία ένας συνασπισμός ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όργανο των επιδιώξεών τους, κατά πρώτον της Γαλλίας, Γερμανίας, Αγγλίας, κατά δεύτερον Ιταλίας, Ισπανίας, Σουηδίας και κατά τρίτον Βελγίου, Ολλανδίας (οι υπόλοιποι είναι απλώς υπόλοιποι). Στην ΕΕ η ανθεκτικότερη παράμετρος είναι η Κοινή Αγορά και το ισχυρότερο συνεκτικό της δεδομένο.

Ως προς το Μάαστριχ, ο στόχος είναι η αναπροσαρμογή της λειτουργίας της ΕΟΚ για λογαριασμό της ΕΟΚ για λογαριασμό των ισχυρών (κατά σειρά «ιεραρχίας»).

Οι «δείκτες» του Μάαστριχ δεν αποτελούν παρά όργανο διαμόρφωσης εδάφους σε αναφορά με τον προηγούμενο στόχο και στη βάση ήδη ειλημμένων αποφάσεων.

Καθοριστικός για την ΕΕ την πορεία της, τις επιδιώξεις των δυνάμεων που την συγκροτούν, η σχέση-αντίθεση με ΕΠΑ.

Συνοψίζοντας είχαμε θέσει ένα κρίσιμο -όπως το θεωρήσαμε- ερώτημα για το αν η ΕΕ θα αποτελέσει ένα από τα αυριανά «υποκείμενα» της παγκόσμιας διάταξης δυνάμεων, μια συμμαχία έστω στρατηγικού χαρακτήρα. Δώσαμε κάποιες απαντήσεις στην εισήγηση που αναφέραμε. Σ’ αυτό εδώ το κεφάλαιο θα ξεκινήσουμε αλλά και θα τελειώσουμε (κλείνοντας) μ’ αυτό ακριβώς το ζήτημα.

Η περίοδος που άνοιξε με την ανατροπή του συσχετισμού (’89 – ’91) έδειξε ταυτόχρονα να ανοίγει και τους ορίζοντες για την ΕΕ τόσο σαν τέτοια όσο και για τις (βασικές) χώρες που την συγκροτούν. Αναβάθμιση της θέσης της (τους) διαμόρφωση πεδίων επέμβασης – επέκτασης, διαμόρφωση όρων που της επέτρεψαν να θέσει (θέσουν) ζήτημα ανακατανομής ρόλων και αρμοδιοτήτων.

Από την άλλη μέρα αυτή ακριβώς η εξέλιξη ανέδειξε και άλλο τόσο σύνθετα προβλήματα περιπλοκές και αντιφάσεις. Ας τις δούμε μέσα από την προσπάθεια απάντησης στο κρίσιμο ερώτημα που θέσαμε. Άμεση η σύνδεση του ζητήματος με την δυνατότητα αντιμετώπισης -υπέρβασης των εσωτερικών της αντιφάσεων, η εξέταση των οποίων σ’ εμάς έδωσε την εκτίμηση ότι αυτή η διαδικασία έχει σαν αυτή καθ’ αυτή κάποια όρια που δεν μπορεί να υπερβεί και να φτάσει σε ολοκλήρωση – ενοποίηση. Πέρα από αυτές, υπάρχει η άμεση συνάρτηση με τις εξελίξεις και τα ζητήματα (τα «εξωτερικά» ούτως ειπείν) που καλείται να αντιμετωπίσει. Η αντεπίδρασή τους (σχέση που ισχύει παντού και πάντα) στην περίπτωση της ΕΕ βρίσκει (για λόγους που έχουμε αναφέρει) ένα πεδίο πιο πρόσφορο από οποιαδήποτε άλλη.

Για να γίνουμε πιο σαφείς. Για να γίνει η ΕΕ ένα «αυτόνομο» υποκείμενο με την πλήρη στρατηγική έννοια, θα πρέπει -πέραν όλων των άλλων- να υπερβεί την σχέση της με τις ΕΠΑ. Για την ακρίβεια να αναμετρηθεί να συγκρουσθεί μαζί τους. Οι ΕΠΑ ωστόσο πέρα από τις πιέσεις και τους εκβιασμούς (έως και πυρηνικούς) που είναι σε θέση να ασκήσουν (και δεν έχουν βέβαια κανενός είδους δισταγμούς σ’ αυτό το πεδίο), είναι πάντα σε θέση, έχουν πολυποίκιλες διασυνδέσεις και ερείσματα (έως και με χαρακτήρα επικυριαρχίας) όχι μόνο με την ΕΕ σαν ενιαία οντότητα, αλλά και σαν κάθε χώρα ξεχωριστά. Είναι πάντα σε θέση να «παίζουν» και να ενεργοποιούν τις πάντα υπαρκτές εσωτερικές αντιθέσεις αντιφάσεις. Έχουμε λοιπόν την άποψη ότι ακόμα και η επιδίωξη αναδιανομής ρόλων στο υπαρκτό πεδίο, έχει σαν «οροφή» της αυτή την σχέση, την διάθεση και την δυνατότητα (σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό) να τις υπερβεί.

Ως προς το τελευταίο που ούτως ή άλλως παραμένει ανοιχτό να σημειώσουμε απλώς κάποια δεδομένα.

Η πιο χαρακτηριστική -και σημαντική- περίπτωση δύναμης που «παίζει» ανάμεσα στη σύνδεσή της με ΕΠΑ, ή ολοκληρωτική ένταξή της στην ΕΕ, είναι η Αγγλία (θα αναφερθούμε περισσότερο στην συνέχεια).

Ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα της παγκόσμιας διάταξης δυνάμεων είναι η παρουσία των ΕΠΑ (και στρατιωτικά) στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές από την μια θέλουν να δημιουργήσουν αυτόνομη στρατηγική στρατιωτική δύναμη κι από την άλλη αγωνιούν μήπως τους «εγκαταλείψουν» οι ΕΠΑ. Βραχυκυκλωμένοι στις αντιφάσεις τους αδυνατούν να συνυπολογίσουν στις κινήσεις τους το οφθαλμοφανές ότι οι ΕΠΑ όχι μόνο δεν έχουν καμιά διάθεση να το κουνήσουν από την Ευρώπη (άλλο τι καμώνονται μερικές φορές) αλλά προσπαθούν να ενισχύσουν την παρουσία τους. Ιδιαίτερα σήμερα, που με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ έληξε ιστορικά η «εντολή» τους, παραμένουν: Η πυρηνική «εγγύηση» (ομπρέλα) των ΕΠΑ, τα στρατεύματά τους στην Κεντρική Ευρώπη, οι βάσεις τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο και οι στόλοι τους στις θάλασσές της. Ταυτόχρονα «καλού-κακού» δημιουργούν όρους εναλλακτικής λύσης στρατιωτικής παρουσίας τους στα Βαλκάνια. Πάνω απ’ όλα η επιχείρηση επέκταση ΝΑΤΟ ενισχύει παρά υποβαθμίζει την παρουσία των ΕΠΑ σε Ευρώπη.

Η Ευρώπη παραμένει στο επίκεντρο των παγκόσμιων αντιπαραθέσεων. Βεβαίως έχουν αναδειχτεί και άλλες περιοχές με ιδιαίτερη πλέον στρατηγική σημασία (ΝΑ Ασία κ.ά.). Ωστόσο στον ευρωπαϊκό χώρο εμφανίζονται σε «συμπυκνωμένη» μορφή σειρά κρίσιμων ζητημάτων παγκόσμιου χαρακτήρα.

Ας δούμε λίγο το ζήτημα της σχέσης (αντίθεσης) με Ρωσία. «Καλή» (για όλη τη Δύση) η επέκταση της ΕΟΚ, η επέκταση του ΝΑΤΟ. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές συμπαρατάσσονται με τις ΕΠΑ επειγόμενοι να φαν από την πίττα. Στην περίπτωση ωστόσο της Ρωσικής αντίδρασης και αν αυτή σε κάποια φάση πάρει βίαιη μορφή (όπως είναι πολύ πιθανό) ποιες οι επιπτώσεις, οι αντιδράσεις, η κατάσταση που θα διαμορφωθεί; «Φυσιολογικά» θα ‘πρεπε κανείς σε μια τέτοια περίπτωση να περιμένει σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στις χώρες της ΕΟΚ, και όλης μαζί με τις ΕΠΑ. Δεν είναι έτσι ακριβώς και αυτή είναι η μια πλευρά του ζητήματος.

Οι Ευρωπαίοι, στη βάση των σημερινών δεδομένων και της «βιασύνης» τους δείχνουν να «ξεχνάν» ένα πράγμα που γνωρίζουν πολύ καλά. Οι εξελίξεις θα τους υποχρεώσουν να το «θυμηθούν». Σε μια τέτοια περίπτωση η Ευρώπη θα είναι και πάλι το «γήπεδο». Όχι μόνο με την έννοια ότι οι Ανατολικές χώρες θα μετατραπούν σε πεδίο άγριου ανταγωνισμού, αλλά με προεκτάσεις σε όλα τα πεδία και με ανοιχτές όλες τις εκδοχές έως και τις πιο επικίνδυνες.

Η άλλη πλευρά του πράγματος τότε θα ‘ναι η ενεργοποίηση των αντιθέσεων μεταξύ τους ως προς τους τρόπους αντιμετώπισης της Ρωσικής αντίδρασης. Φαινόμενο που δεν το υποθέτουμε απλώς, αλλά που το έχουμε ήδη δει στην πράξη και μάλιστα σε μια περίοδο που η συμμαχία της Δύσης εμφανίζονταν πλήρως σταθεροποιημένη έως και μονολιθική. (βλέπε λ.χ. αντίθεση ΕΠΑ στην ost politic του Μπραντ κ.λπ.). Να θυμίσουμε τέλος ότι όλες οι σημαντικές αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα, δεν πάρθηκαν από την ΕΕ σαν τέτοια, αλλά από κάθε χώρα ξεχωριστά (βλέπε στην άλλη εισήγηση).

Όλα αυτά χωρίς να συνυπολογίζουμε τον παράγοντα του λαϊκού κινήματος που την περίοδο αυτή για γνωστούς λόγους βρίσκεται έξω από το επίκεντρο των εξελίξεων. Δεν θα είναι πάντα έτσι. Στην Ευρώπη, ο λαϊκός παράγοντας είχε πάντα τον δικό του ρόλο. Ήδη διαφαίνονται στοιχεία ανόδου στην πάλη των εργαζομένων που αποτελούν προμηνύματα πιο ελπιδοφόρων εξελίξεων στο κεφάλαιο αυτό. Το «λιγότερο» που θα συμβεί στο αμέσως επόμενο διάστημα είναι πως αυτή η «ελευθερία κινήσεων» του συστήματος όσον αφορά την σχέση της με τον λαό θα μπει υπό αίρεση.

Από κει και πέρα η διαφοροποίηση του ταξικού συσχετισμού θα ‘χει οπωσδήποτε επιπτώσεις τόσο στις σχέσεις -αντιθέσεις στην κάθε κυρίαρχη αστική τάξη όσο και στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων.

Στη βάση όλων αυτών που αναφέραμε θεωρούμε πως έχει μια ιδιαίτερη σημασία να δούμε ξεχωριστά τα χαρακτηριστικά, τις δυνατότητες, τις αδυναμίες των βασικών δυνάμεων του Ευρωπαϊκού χώρου.

β) Μ. Βρετανία. Με ποιον να πάει και ποιον ν’ αφήσει.

Η πρώην (πριν τον Β’ ΠΠ) κατά κάποιο τρόπο υπερδύναμη. Η πάλαι ποτέ κυρίαρχη των θαλασσών, του παγκόσμιου εμπορίου η «έδρα» της κεφαλαιαγοράς (…). Ολίγον τι ξεπεσμένη πλέον. Ας μην υποτιμάται όμως. Μπορεί η σύγκριση με τις ΕΠΑ λ.χ. να είναι καταθλιπτική, παραμένει όμως ωστόσο μια από τις ισχυρότερες οικονομικά χώρες. Με βιομηχανική παράδοση και υποδομή, αρκετά προχωρημένη στο επιστημονικό τεχνολογικό πεδίο, με πεδίο οικονομικής δράσης εκτεινόμενο σε παγκόσμια κλίμακα. Ταυτόχρονα είναι η μόνη από τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις που διαθέτει ενεργειακή εφεδρεία με τα πετρέλαια της Βόρειας Θάλασσας. Ταυτόχρονα η Κοινοπολιτεία που περιλαμβάνει τις πρώην αποικίες της δεν χαρακτηρίζεται βέβαια από ισχυρούς συνεκτικούς δεσμούς, δεν παύουν ωστόσο αυτοί να είναι υπαρκτοί και να παρέχουν ένα ευνοϊκό έδαφος για την μητρόπολη. Ενισχυτικό στοιχείο η γλώσσα που διευκολύνει την βρετανική δραστηριότητα πάσης φύσης ανεξάρτητα από το ότι την μερίδα του λέοντος στο πεδίο αυτό το καρπώνεται μάλλον η ομόγλωσση υπερατλαντική υπερδύναμη.

Στο στρατηγικό στρατιωτικό πεδίο διαθέτει ανεξάρτητη πυρηνική δύναμη κρούσης, όχι βέβαια στα επίπεδα ΕΠΑ- Ρωσίας, αλλά υπολογίσιμη ιδιαίτερα σαν δύναμη συμπαράταξης στη μια ή την άλλη πλευρά. Διατηρεί ακόμη κάποια συγκεκριμένα ερείσματα – βάσεις, στην Κύπρο, στα Φόκλαντ, πάν’ απ’ όλα το Γιβραλτάρ και θα λέγαμε και το Χονγκ Κονγκ αν δεν βρισκόμασταν στη φάση όπου λήγει η «εντολή» της. Διαθέτει στρατιωτικές δυνάμεις κρούσης πρώτης γραμμής που απέδειξαν την αποτελεσματικότητά τους στον πόλεμο με την Αργεντινή χιλιάδες μίλια μακριά από το μητροπολιτικό έδαφος, μια εκστρατεία που υπογράμμισε και τις ανάλογες πολιτικές φιλοδοξίες της Μ. Βρετανίας. Ταυτόχρονα είναι ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΑΣ) του ΟΗΕ με βαρύνοντα λόγο στα ζητήματα που αναδείχνονται.

Με όλα αυτά ωστόσο η Μ. Βρετανία παραμένει μια δύναμη που ο παγκόσμιος ρόλος της για να έχει υπόσταση και να κινείται στο «πρώτο επίπεδο» έχει απόλυτη ανάγκη από ισχυρές συμμαχίες.

Ποιες; Μέσα στην φωτιά του Β’ ΠΠ με τον «χάρτη του Ατλαντικού» τέθηκαν από τον Ρούσβελτ και τον Τσόρτσιλ οι βάσεις μιας στρατηγικής συμμαχίας ΕΠΑ – Αγγλίας, που αποτέλεσε και την βάση πάνω στην οποία συγκροτήθηκε αργότερα συνολικά το Δυτικό μπλοκ. Μια συμμαχία που απεδείχθη ετεροβαρής υπέρ των ΕΠΑ (και που δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς με βάση τον συσχετισμό) μια εξέλιξη που η Μ. Βρετανία δεν μπορούσε ούτως ή άλλως να αποφύγει. Στην πορεία η σύνδεση με την ΕΟΚ έχει στην κύρια πλευρά της (για την Μ. Βρετανία) οικονομικό χαρακτήρα. Αυτός ο συνδυασμός (ΕΠΑ από τη μια, ΕΟΚ από την άλλη) βόλευε αρκετά την Αγγλία και θα ‘θελε να μπορούσε να συνεχίσει να κινείται στην ίδια βάση. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που από την μεριά της Μ. Βρετανίας έχουν κατά καιρούς γίνει κάποιες διαπιστώσεις που ανταποκρίνονται στα πραγματικά δεδομένα, τις δυνατότητες και τα όρια της ΕΟΚ. Όταν λ.χ. η Αγγλία επιμένει πως η ΕΕ δεν μπορεί να ολοκληρωθεί και πως αυτό στο οποίο οφείλει να συνεχίσει να στηρίζεται είναι η οικονομική κοινότητα, δεν είναι από ειλικρίνεια ή ρεαλισμό, αλλά επειδή θέλει να διατηρήσει αυτή την διπλή σχέση, την «ανεξαρτησία» της ως προς τις στρατηγικές της επιλογές.

Ωστόσο οι καιροί αλλάζουν και οι εξελίξεις βάζουν τις δικές τους απαιτήσεις. Η ΕΕ (Γαλλία -Γερμανία) πιέζουν απαιτώντας από την Αγγλία να «αποσαφηνίσει» την θέση της. Με τις ΕΠΑ έχει τις αντιθέσεις της (οι Βρετανοί δεν τις συγχωρούν ποτέ τον ρόλο που θεωρούν πως έπαιξε στην διάλυση της αυτοκρατορίας τους) αλλά από την άλλη οι ΕΠΑ προσφέρουν την σιγουριά και τις δυνατότητες μιας υπερδύναμης. Ταυτόχρονα η συνάρτηση αυτής της συμμαχίας με την κοινή αγγλοσαξονική βάση, προσφέρεται για κάλυψη πολλών πλευρών. Η επιλογή δεν είναι εύκολη. Οι ταλαντεύσεις, ο διχασμός της βρετανικής αστικής τάξης και των ιθυνόντων της συνδέεται ακριβώς με αυτές τις εξελίξεις με αυτές τις δυσκολίες. Άλλωστε η Βρετανία έχει και άλλα σοβαρά ζητήματα να αντιμετωπίσει. Από το ιρλανδικό μέχρι τον έλεγχο του εσωτερικού μετώπου που δεν είναι χωρίς προβλήματα.

Είναι προφανές πως κάθε εκτίμηση – πρόβλεψη (ως προς το τι τελικά θα γίνει) είναι αδύνατη. Μπορούμε να πούμε μόνο τούτο. Η Βρετανική στάση σίγουρα θα επιδράσει τις εξελίξεις, αλλά πολύ περισσότερο θα δεχτεί τις επιδράσεις των εξελίξεων οι οποίες και θα οδηγήσουν στην διαμόρφωση της μιας ή της άλλης κατεύθυνσης.

γ) Η Γαλλία σε αναζήτηση ρόλου.

Και η Γαλλία είναι μια από τις ισχυρότερες οικονομικά χώρες του κόσμου. Με βιομηχανική παράδοση, με οικονομικές δραστηριότητες σε παγκόσμια κλίμακα. Από τις πιο προχωρημένες τεχνο-επιστημονικά χώρες. Είναι το Γαλλικό διαστημικό πρόγραμμα που αποτέλεσε την βάση του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού (Αριάν). Εκτεταμένο δίκτυο πυρηνικών εργοστασίων σαν τμήμα της ενεργειακής της βάσης, αλλά και της πυρηνικής της υποδομής. Διαθέτει ερείσματα και ρόλο (πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα) σε μια σειρά πρώην αποικίες της κύρια στη Βόρεια και Κεντρική Αφρική, αλλά και κάποια αποικιακά υπολείμματα, «χρήσιμα» ωστόσο (όπως το νησάκι Μουρουρόα) στο να γίνονται πεδίο πυρηνικών δοκιμών όπως παλιότερα τα νησιά Μπικίνι για τις ΕΠΑ. Ταυτόχρονα η γαλλική γλώσσα, αρκετά πίσω πάντα από την αγγλική μιλιέται ωστόσο σε αρκετές Αφρικανικές χώρες.

Στο στρατηγικό στρατιωτικό πεδίο, διαθέτει ανεξάρτητη πυρηνική δύναμη ανάλογου επιπέδου με αυτό της Βρετανίας, ισχυρές δυνάμεις επέμβασης (Λεγεώνα-αλεξιπτωτιστές) «δοκι-μασμένες» μάλιστα σε αλλεπάλληλες επεμβάσεις στον Αφρικανικό χώρο. Όσον αφορά το Γαλλογερμανικό σώμα τον Ευρωπαϊκό στρατό κ.λπ. η σημασία του για την ώρα είναι κύρια πολιτική παρά στρατιωτική.

Αντίστοιχα παγκόσμιου βεληνεκούς είναι οι Γαλλικές φιλοδοξίες που φτάνουν μέχρι του σημείου να «αποτολμήσει» παρέμβαση στα πλευρά των ΕΠΑ (Γαλλόφωνο Κεμπέκ). Μόνιμο μέλος του ΣΑ του ΟΗΕ και πυλώνας (μαζί με την Γερμανία) της ΕΕ, η οποία μάλιστα άφηνε στη Γαλλία ένα τυπικό πολιτικό προβάδισμα. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και ο πυρήνας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Γαλλική στρατηγική.

Βασική κατεύθυνση της Γαλλίας, είναι η Ευρωπαϊκή ενοποίηση (όποια τέλος πάντων είναι δυνατή), υπό Γαλλική βεβαίως ηγεμονία. Μόνο που εδώ υπάρχουν πολλές δυσκολίες, προβλήματα και αντιφάσεις. Τα κυριότερα απ’ αυτά.

α)Ανεξαρτητοποίηση (από κάθε άποψη) της Ευρώπης από την κηδεμονία των ΕΠΑ.

β)Πρόβλημα ηγεμονίας στον Ευρωπαϊκό χώρο σε σχέση με την Γερμανία.

γ)«Αποσαφήνιση» Αγγλικής στάσης.

δ)Το πρόβλημα Ρωσία.

Απέναντι στις ΕΠΑ, η Γαλλική στάση παρουσίασε μια σειρά αντιφάσεις. Υπήρξαν από τη μεριά της οι πιο σημαντικές κινήσεις αυτονόμησης αλλά και «επιστροφές» στην Αμερικανική ομπρέλα. Η δημιουργία ανεξάρτητης πυρηνικής δύναμης από τον Ντε Γκολ παρά την Αμερικανική αντίθεση, η αποχώρηση από το στρατιωτικό ΝΑΤΟ κ.λπ.

Απέναντι στη Γερμανία συνεργασία, αλλά και ανταγωνισμοί. Βεβαίως είναι μακριά η εποχή που διεκδικούνταν η Αλσατία και η Λορένη, αλλά άλλο τόσο μακριά είναι μια πραγματική επίλυση των προβλημάτων. Μπορεί λ.χ. να παραχωρούσε ο Κολ ένα ανώδυνο τυπικό προβάδισμα στον Μιτεράν αλλά στην πράξη η Γερμανία προσπέρασε και την Γαλλία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, παίρνοντας αυτόνομη πρωτοβουλία κινήσεων σε μια σειρά κρίσιμα ζητήματα (ενοποίηση Γερμανίας, Κεντρική – Ανατολική Ευρώπη, Βαλκάνια).

Σε σχέση με την Αγγλία αναφερθήκαμε προηγούμενα στο πρόβλημα που υπάρχει, ενώ σε αναφορά με την Ρωσία στο ζήτημα αυτό υπάρχει παρελθόν και θα υπάρξει και μέλλον.

Έτσι έχουμε μια σειρά ενεργειών που φαίνονται αντιφατικές, είναι τέτοιες αλλά ταυτόχρονα έχουν και κάποιο «νήμα σύνδεσης». Η δημιουργία Γαλλογερμανικού στρατιωτικού σώματος δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει τα επίπεδα ενός γεγονότος πολιτικής σημασίας, ενώ η υπέρβαση των ΕΠΑ – ΝΑΤΟ περισσότερο μοιάζει να απομακρύνεται παρά να πλησιάζει με βάση τις τελευταίες εξελίξεις. Και τα δυο δεν εκφράζουν παρά τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες της ΕΕ και των χωρών που την συγκροτούν, όπως τις έχουμε προσδιορίσει.

Κάτι ανάλογο εκφράζει η επιστροφή της Γαλλίας στο ΝΑΤΟ. Εκφράζει τα αδιέξοδα, την αδυναμία διαμόρφωσης αυτόνομης Ευρωπαϊκής στρατηγικής αλλά όχι παραίτηση. Ευελπιστεί η Γαλλία ότι θα πετύχει μέσα από το ΝΑΤΟ (και διαμέσου του ΝΑΤΟ) ό,τι δεν κατόρθωσε έξω απ’ αυτό. Αυτή ακριβώς η κατεύθυνση εκδηλώνεται με την απαίτηση για αντικατάσταση του Αμερικανού διοικητή της Νότιας πτέρυγας με Ευρωπαίο (Γάλλο), πράγμα στο οποίο βεβαίως αντιτίθενται οι ΕΠΑ. Το αν οι Γαλλικές ελπίδες αποδειχτούν και εδώ φρούδες θα το δούμε στην πορεία. Από την άλλη μεριά η απόφαση -σε ανύποπτο χρόνο- για δημιουργία κοινού Αγγλογαλλικού αεροπορικού στρατηγείου που μοιάζει να ‘χει «ξεχαστεί» δεν έκφραζε παρά τις διαθέσεις (Αγγλίας και Γαλλίας) για εναλλακτικές εφεδρικές λύσεις απέναντι σε ΕΠΑ – Γερμανία.

Ακριβώς αυτές οι αντιφάσεις εκφράζονται στο Γαλλικό πολιτικό τοπίο όπου ενισχύονται οι αντιΕΟΚικές τάσεις όχι επειδή έχουν να προβάλλουν εναλλακτικές λύσεις (και πολύ περισσότερο δεν έχουν ούτε θέλουν να ‘χουν φιλολαϊκές) αλλά «καταργώντας» το πρόβλημα. Εδώ βρίσκεται και το ένα σκέλος της ενίσχυσης της τάσης Λεπέν ενώ το άλλο στην εν γένει συντηρητικοποίηση της Γαλλικής πολιτικής. Μένει να δούμε και τι θα πει τελικά ο Γαλλικός λαός που και παράδοση έχει και έχει κιόλας αρχίσει να «διατυπώνει» μια άλλη άποψη με τις όλο και πιο έντονες κινητοποιήσεις του.

δ) ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Η ανερχόμενη -και πάλι- δύναμη

Από τις ισχυρότερες οικονομικές δυνάμεις στον κόσμο και με συνεχείς τάσεις ανόδου στην «ιεραρχία» του παγκόσμιου ταμπλό. Με πρωτεύοντα ρόλο στην ΕΕ αλλά και με σημαντικές πρωτοβουλίες στα τελευταία χρόνια. Ενισχυμένη και από την απορρόφηση της Αν. Γερμανίας εμφανίζεται η δύναμη που διεκδικεί πλέον αποφασιστικό ρόλο στα παγκόσμια πράγματα.

Οι δυνατότητες που εμφανίζει η Γερμανία έχουν πραγματική βάση. Υπάρχουν ωστόσο και σημαντικά προβλήματα και δυσκολίες. Το, «ανερχόμενη -και πάλι-» δεν το βάλαμε τυχαία. Υφίστανται σημαντικές αναλογίες με τις προηγούμενες φορές καθώς επίσης και ανάλογης σημασίας διαφορές. Ας τις δούμε.

Δύο φορές πριν την τελευταία εμφανίστηκε η Γερμανία σαν η ανερχόμενη ιμπεριαλιστική δύναμη. Σαν αυτή που ξεκινώντας «καθυστερημένα» την ιμπεριαλιστική της εξόρμηση, «δεν πρόλαβε» το μοίρασμα των αποικιών, έμεινε πίσω στην κατανομή των αγορών και «καταπιεζόταν» από την έλλειψη «ζωτικού χώρου». Την ώρα που οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αντλούσαν πόρους, πρώτες ύλες, ενέργεια από τις αποικίες, εκμεταλλευόταν τις αγορές και τις ζώνες κυριαρχίας τους, η Γερμανία έπρεπε να στηριχτεί κατά βάση σ’ αυτά που της παρείχε το μητροπολιτικό έδαφος.

Η διεκδίκηση αναδιανομής οδήγησε σε δύο πολέμους και σε δύο αντίστοιχες ήττες.

Η γρήγορη σχετικά ανασυγκρότηση της Γερμανίας, μετά την ήττα στηρίχτηκε σε δύο βασικούς παράγοντες. Στις δυνατότητες που ούτως ή άλλως είχε σαν χώρα με βάση το επίπεδο ανάπτυξης που είχε κατακτημένο. Από την άλλη μεριά στο γεγονός ότι Δύση – ΕΠΑ την είδαν σαν το ιδανικό ανάχωμα απέναντι στην ΣΕ και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο κι ενίσχυσαν με κάθε τρόπο αυτή την ανασυγκρότηση.

Στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται μετά το ’89 – ’91 η Γερμανία εμφανίζει ορισμένα χαρακτηριστικά.

Αναφερθήκαμε ήδη στη μεγάλη οικονομική της ισχύ, στην ισχυροποίησή της από την απορρόφηση της Αν. Γερμανίας. Ταυτόχρονα ο ρόλος και η θέση της στην ΕΕ αποτελεί σημαντικό ευνοϊκό παράγοντα για την ανάπτυξη της δράσης της.

Η διάλυση του ανατολικού στρατοπέδου, της προσέφερε ένα εκτεταμένο πεδίο διείσδυσης από κάθε άποψη. Από την άλλη μεριά η ανατροπή των συσχετισμών άνοιξε, και γι αυτής, τον δρόμο της διεκδίκησης ανακατανομής ρόλων απέναντι στις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Η στρατιωτική της δύναμη δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με την οικονομική, αλλά η Γερμανία έχει όλες τις προϋποθέσεις, οικονομικές, πληθυσμιακές, τεχνικοεπιστημονικές, βιομηχανικής υποδομής που θα της επέτρεπαν να μετασχηματιστεί ταχύτατα και σε μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Αυτό ισχύει και για το πυρηνικό επίπεδο αν κι εδώ η μετατροπή ούτε σύντομα μπορεί να γίνει ούτε βέβαια να προσεγγίσει τα επίπεδα ΕΠΑ – Ρωσίας.

Το κύριο πρόβλημά της πάντως σ’ αυτόν τον τομέα δεν είναι οικονομικού ή στρατιωτικού χαρακτήρα αλλά πολιτικό. Εδώ κάπου αρχίζουν να εμφανίζονται τα μειονεκτήματά της. Η Γερμανία είναι μια χώρα που εξακολουθεί να τελεί υπό ένα «ειδικό καθεστώς». Οι συνέπειες της ήττας της στον Β’ ΠΠ εξακολουθούν να την βαραίνουν αν κι όχι όπως έως πρόσφατα. Αμερικανικά στρατεύματα εξακολουθούν να εδρεύουν στο έδαφός της, της είναι «απαγορευμένο» να μετατραπεί σε πυρηνική δύναμη, ενώ υπάρχει πάντα μια «καχυποψία» απέναντί της ακόμη και από μεριάς των «συμμάχων» της. Αυτός είναι ο λόγος που βρίσκεται εκτός ΣΑ του ΟΗΕ (θέση που άρχισε τελευταία να διεκδικεί μαζί με την άλλη μεγάλη ηττημένη την Ιαπωνία) ο ίδιος που την οδηγούσε να παραχωρήσει το πολιτικό προβάδισμα στην ΕΕ στη Γαλλία, παρότι ισχυρότερη οικονομικά απ’ αυτήν. Ένα «απροσδόκητο» πρόβλημα δημιουργήθηκε από την «ενοποίησή» της, όπου εκτός από τη συνολική της ισχυροποίηση συνετέλεσε και στην δημιουργία και όξυνση του κοινωνικού ζητήματος. Το εσωτερικό μέτωπο της Γερμανίας δεν είναι πια αυτό που ήταν.

Αλλά, το μεγάλο πρόβλημα της Γερμανίας πλέον, σαν ιμπεριαλιστικής δύναμης που διεκδικεί ένα πιο διακεκριμένο ρόλο, παρουσιάζει σημαντικές αναλογίες μ’ αυτό που απασχολούσε την Γερμανία του Χίτλερ. Το πρόβλημα του «ζωτικού χώρου». Οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (και δεν εννοούμε μόνον ΕΠΑ – Ρωσία) εξακολουθούν να έχουν δυνατότητες προσπέλασης σε ευρύτερες περιοχές.

Ακριβώς σ’ αυτό το ζήτημα η Γερμανία έκανε τις πιο τολμηρές τις πιο αποφασιστικές κινήσεις. Τις έκανε μάλιστα μόνη της, παρακάμπτοντας την ΕΕ, αγνοώντας τους συμμάχους της και σε σημαντικό βαθμό ενάντια στις διαθέσεις τους.

Από την προσάρτηση της Αν. Γερμανίας, προχώρησε στην διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, την εκτεταμένη διείσδυση στις Ανατολικές χώρες της ΚΑ. Ευρώπης. Μια απλή ματιά και μόνο στο χάρτη δείχνει ότι στο πεδίο αυτό η Γερμανία κινείται -ενόψει γενικότερων ανακατανομών και αναδιανομών- να «καλύψει» τον χώρο κυριαρχίας της πάλαι ποτέ Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Οι επιτυχίες της υπήρξαν σημαντικές. Από την άλλη μεριά ωστόσο ανέδειξαν και τα όρια των γερμανικών δυνατοτήτων τουλάχιστον γι αυτή τη φάση. Στο Γιουγκοσλαβικό αναγκάστηκε να δεχτεί όχι μόνο την «συμμετοχή» των άλλων συμμάχων αλλά και να υποστεί την -δίκη επικυρίαρχου- παρέμβαση των ΕΠΑ Ως προς την επέκταση ανατολικά αναγκάστηκε να «επιστρέψει» στο «όχημα» της ΕΟΚ και την ομπρέλα του ΝΑΤΟ. Όχι βέβαια πως παραιτήθηκε από την αυτόνομη παρουσία και δράση της, η οποία επεκτάθηκε έως και την «μακρινή» Κίνα. Το κυριότερο, είναι εδώ και χρόνια που «συζητάει» σε αυτόνομη βάση με την ΣΕ του Γκορμπατσόφ παλιότερα, με τη Ρωσία του Γέλτσιν σήμερα. Ωστόσο η κύρια επιλογή της σήμερα και όσον αφορά τα κρίσιμα ζητήματα του ευρωπαϊκού χώρου, είναι η κίνησή της μέσα στα πλαίσια της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ.

Σ’ αυτά τα πλαίσια (ΕΟΚ-ΝΑΤΟ) είναι καθαρό ότι η Γερμανία έχει μια πολύ ισχυρή θέση και ρόλο και μπορεί να την αναδείξει περισσότερο σε μια πορεία. Το πρόβλημα βρίσκεται πέρα απ’ αυτό. Σε βλέψεις και επιδιώξεις της Γερμανίας που ήταν πέρα απ’ αυτό και που δεν εναρμονίζονται πάντα (για την ακρίβεια είναι αντίθετες) με τις διαθέσεις των άλλων εταίρων της. Βασικές και ζωτικές επιδιώξεις της Γερμανίας για τις οποίες είναι διατεθειμένη να «ρισκάρει», είναι ο έλεγχος της «ζώνης» χωρών της ΚΑ. Ευρώπης και η διέξοδος στη Μεσόγειο. Πιο «μακριά» βλέπει τη δημιουργία όρων προσπέλασης στα πετρέλαια της Μ. Ανατολής (εδώ βρίσκεται και η εξήγηση του «έρωτα» με την Τουρκία) ή τον Καύκασο μιας και το ενεργειακό αποτελεί μόνιμο πρόβλημα για τη Γερμανία.

Για να «βγει», λοιπόν, απ’ αυτό το πλαίσιο και ν’ αναδειχθεί σε πλήρως αυτόνομη και δύναμη πρώτης γραμμής και πέρα από εξελίξεις και συνθήκες ευνοϊκές ή όχι, θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει ορισμένα ζητήματα και καταστάσεις.

Θα πρέπει λ.χ. να παραιτηθεί τελεσίδικα από την αναθεώρηση της γραμμής Όντερ – Νάισσε. Να αντιμετωπίσει την Γαλλία στο ζήτημα της ηγεμονίας του ευρωπαϊκού χώρου (που στην περίπτωση αυτή μάλλον θα ‘χει μαζί της και -τουλάχιστον- την Αγγλία), θα ‘χει ν’ αντιμετωπίσει ως προς την παραπέρα επέκταση της, τις προηγούμενες, τη Ρωσία, τις ΕΠΑ

Μ’ άλλα λόγια, η Γερμανία ή θ’ αρκεστεί σ’ έναν ισχυρό ρόλο στα πλαίσια της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ, ή θα επιχειρήσει να ξεπεράσει αυτό το πλαίσιο μ’ όλα όσα μια τέτοια κίνηση συνεπάγεται. Ούτε απλό ούτε ακίνδυνο είναι κάτι τέτοιο κι εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε έναν ακόμη κρίσιμο παράγοντα. Στις δύο προηγούμενες εξορμήσεις της η Γερμανία ηττήθηκε έχοντας ν’ αντιμετωπίσει ανταγωνιστές-αντιπάλους του ίδιου περίπου «αναστήματος».

Στο δρόμο της σήμερα βρίσκονται πέρα από δυνάμεις ανάλογου επιπέδου, μια δύναμη που στρατιωτικά τουλάχιστον υπερτερεί συντριπτικά (Ρωσία) και μια που υπερτερεί σ’ όλους τους τομείς (ΕΠΑ).

Αναδεικνύεται, λοιπόν, (όπως και τότε) σαν κρίσιμο, το ζήτημα των συμμαχιών. Ήδη αναφερθήκαμε σ’ αυτό μ’ άλλες αφορμές. Θα επαναλάβουμε ότι εδώ δεν χωρούν προβλέψεις. Αποτελεί πάντα ένα σύνθετο και περίπλοκο ζήτημα εξελίξεων, συνθηκών, επιλογών (όχι του ενός ή του άλλου αλλά στη διαπλοκή τους) όπου δεν είναι έκπληξη οι …εκπλήξεις.

ε) «Συμπληρωματικοί» ρόλοι

Μετά απ’ όλα αυτά, μπορούμε να κάνουμε μερικές πολύ σύντομες αναφορές σε στοιχεία, χαρακτηριστικά, ρόλους (άμεσους και πιθανούς) άλλων δυνάμεων.

Στο σύνολο τους, έως κι οι μικρότερες, αποτελούν πεδίο οικονομικής δράσης των ισχυρών (κάποιες σε βάση σχετικής αλληλεπίδρασης) και παράγοντες πολιτικού βάρους (του όποιου) που προσθέτουν στην ΕΕ.

Κάποιες απ’ αυτές έχουν κι υπολογίσιμο οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό βάρος (Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία) αν όχι για να παίζουν ηγετικό ρόλο, αλλά για να ‘χουν βαρύνοντα «λόγο» σε επιλογές κι αποφάσεις. Για να ‘χει ιδιαίτερη σημασία η συμπαράταξή τους στη μία ή την άλλη πλευρά.

Ορισμένες απ’ αυτές, έχουν κληρονομήσει «διαύλους επικοινωνίας» με τις παλιές τους αποικίες και μπορούν κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να προσδώσουν εύρος (το όποιο) στην ΕΕ Πρώτα και κύρια Ισπανία (Λ. Αμερική – γλώσσα), Ιταλία (Β. Αφρική, Αιθιοπία), Πορτογαλία (Λ. Αμερική, Αφρική), Ολλανδία (Πολυνησία). Έως και η Ελλάδα σαν πύλη για Βαλκάνια, Εύξεινο, Μ. Ανατολή, αλλά με πάντα ανοικτό το πρόβλημα με Τουρκία η οποία εμφανίζει σαφώς μεγαλύτερα πλεονεκτήματα για τους ίδιους κι ανάλογους ρόλους, αλλά και μεγαλύτερα μειονεκτήματα. Τέλος ιδιαίτερη πάντα περίπτωση η Σουηδία για τον ηγετικό της ρόλο στην σκανδιναβική περιοχή και την πλευροκόπηση της Ρωσίας.

Συνοψίζοντας για την ΕΕ Το κρίσιμο ερώτημα είναι πάντα αυτό που αφορά στο αν η ΕΕ είναι το αυριανό στρατηγικό υποκείμενο. Αυτό που είναι βέβαιο και ορατό, είναι πως η ΕΕ μπορεί να συνεχίσει να κινείται «στα όρια της», να βελτιώνει τη θέση της, να αξιοποιεί το οικονομικό της βάρος κ.λπ. Απόπειρα υπέρβασης αυτού του σχήματος σημαίνει υποχρεωτικά:

α)Αντιπαράθεση, σύγκρουση με ΕΠΑ και όχι μόνο (ίσως και με Ρωσία),

β)Θα διασπαστεί. Πως σε ποιες μερίδες δεν μπορούμε να πούμε αλλά, ΕΕ σε πλήρη ισχύ σημαίνει σύμπλευση Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας (και όποιων άλλων). Χωρίς την οποιαδήποτε από τις τρεις (και όποιες άλλες τραβήξει) δεν θα ‘ναι πια η γνωστή ΕΕ αλλά κάτι άλλο.

γ)Για να έχει μια σοβαρή και υπολογίσιμη υπόσταση, θα πρέπει να συμπλεύσουν τουλάχιστον Γαλλία – Γερμανία.

δ)Αν (όπως είναι πιθανό και μέσα στη λογική των πραγμάτων) ούτε αυτό, τότε …ο καθένας «ό,τι μπορεί» και βέβαια με ενισχυμένο ρόλο κηδεμονίας των ΕΠΑ Ή όπως θα ‘λεγε κανείς «εδώ ήρθαμε». Όχι όμως ακριβώς έτσι. Το πιθανότερο είναι να διαμορφωθούν ζώνες επιρροής των διαφόρων ισχυρών της Ευρώπης ή και εκτός αυτής.

Κλείνοντας η τυχόν προσπάθεια, λοιπόν, (απόπειρα) υπέρβασης του δοσμένου επιπέδου της ΕΕ το πιθανότερο είναι να σημάνει την διάσταση της, ακόμη και στο ισχυρότερο στοιχείο ενοποίησης της, δηλαδή το οικονομικό, της κοινής αγοράς. Ή όπως -και πάλι- θα ‘λεγε κανείς «ποιο» Μάαστριχ;

5. ΝΑ. ΑΣΙΑ – ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ – Το άλλο επίκεντρο

α) Εισαγωγή

Το άλλο πεδίο ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών συνδέεται με την περιοχή της ΝΑ. Ασίας και του Ειρηνικού.

Οι ΕΠΑ, όντας η ισχυρότερη δύναμη, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τον σημερινό συσχετισμό, έτσι ώστε να διαμορφώσουν παραπέρα ευνοϊκούς όρους για τις ίδιες και για να εδραιώσουν τη θέση τους. Βασικές τους επιδιώξεις, η διατήρηση της σχέσης «κηδεμονίας» επί της Ιαπωνίας, ο έλεγχος της δύναμης που αναπτύσσει η Κίνα, ο αποκλεισμός της «ανάμιξης» της Ρωσίας καθώς και να περιοριστεί στο ελάχιστο ο ρόλος των άλλων δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Σ’ αυτή την κατεύθυνση, προσπαθεί να σταθεροποιήσει και διευρύνει τις βάσεις στήριξης που από καιρό κατέχει, να προσδέσει στο άρμα της μια από τις πιο σημαντικές χώρες της περιοχής, την Αυστραλία (προς μεγάλη «χαρά» των Βρετανών), ενώ επιχειρεί διείσδυση ακόμη και στο Βιετνάμ. Ταυτόχρονα με την προώθηση της «ζώνης του Ειρηνικού» επιχειρεί ένα είδος θεσμοθέτησης του ρόλου της ως επικυρίαρχου. Φυσικά όλα αυτά δεν είναι καθόλου αρεστά σ’ όλους τους άλλους που αντιδρούν με όποιο τρόπο μπορούν.

Έχοντας ήδη αναφερθεί σε δυνάμεις (και τον ρόλο τους) όπως οι ΕΠΑ, η Ρωσία, στις δυνάμεις της ΕΕ, εδώ θ’ αναφερθούμε μόνο στην Κίνα και την Ιαπωνία.

β) Η Κίνα κλειδί συσχετισμών

Αναμφισβήτητα σημαντικός ο ρόλος της Κίνας στις παγκόσμιες εξελίξεις. Ιδιαίτερα καθοριστική η σημασία της για την περιοχή της ΝΑ. Ασίας (κύρια), αλλά και του Ειρηνικού και κρίσιμο το βάρος της στην διαμόρφωση των παγκόσμιων συσχετισμών. Ταυτόχρονα καθοριστική σημασία για τα προηγούμενα έχουν, καθώς είναι ευνόητο, οι εσωτερικές εξελίξεις στην Κίνα.

Βασικό («εσωτερικό») πρόβλημα της ΝΑΤ της Κίνας και σε αναφορά με οποιαδήποτε προοπτική της (εντός-εκτός) η διαμόρφωση-σταθεροποίηση κοινωνικο-πολιτικού μπλοκ εξουσίας. Φανερές οι αναλογίες με αντίστοιχα προβλήματα της ρωσικής α.τ. αλλά και σημαντικές οι διαφορές.

Η κινέζικη ΝΑΤ «παράχθηκε» και αυτή και διαμορφώθηκε μέσα από τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ιστορικά (αν πάμε πιο πίσω) η α.τ. της Κίνας δεν έχει να παρουσιάσει αξιόλογες «περγαμηνές». Η παρακμή της φεουδαρχίας μετέτρεψε την Κίνα σε πεδίο ανταγωνισμού των αποικιακών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η αστικοδημοκρατική επανάσταση με τον Σουν Γιατ Σεν δεν μπόρεσε να πάει μακριά. Η αστική πλέον Κίνα με τον Τσαγκ Κάι Σεκ δεν άλλαξε ουσιαστικά τη σχέση εκείνη που επέτρεπε στους ιμπεριαλιστές ν’ αλωνίζουν, ή και να καταλαμβάνουν κινέζικα εδάφη (Ιαπωνία) και στην πραγματικότητα ήταν ένα καθεστώς υπό κηδεμονία (κύρια των ΕΠΑ). Η ανασυγκρότηση της Κίνας σαν ενιαίας, ισχυρής και «σεβαστής» χώρας, είναι έργο του λαϊκού κινήματος με καθοδηγητική δύναμη το ΚΚΚ και επικεφαλής τον Μάο Τσε Τουγκ. Αυτή είναι μια «κληρονομιά» που βαραίνει ακόμη και σήμερα.

Στην Κίνα έγινε η ΜΠΠΕ. Δεν κατόρθωσε βέβαια ν’ ανακόψει την άνοδο και την τελική κυριαρχία της ΝΑΤ Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στο σύνολό τους σχεδόν όσοι εκτελέστηκαν μετά τα γεγονότα στην Τιέν Αν Μεν ήσαν εργάτες, ενώ η εικόνα που μεταφέρθηκε έξω (από τα ΜΜ«Ε») ήταν πως επρόκειτο για κινητοποίηση βασικά των φοιτητών.

Το επίπεδο ανάπτυξης της Κίνας (οικονομικό κ.λπ.) είναι σχετικά χαμηλό και αντίστοιχο και το επίπεδο διαμόρφωσης της ΝΑΤ, τα όρια και οι δυνατότητές της.

Οι εξελίξεις στη Ρωσία, όπου οι ρυθμοί καπιταλιστικοποίησης ξέφυγαν από τον έλεγχο με τα γνωστά διαλυτικά αποτελέσματα, φόβισε την κινέζικη ΝΑΤ και ισχυροποίησε τις κρατικιστικές τάσεις.

Η επέμβαση των ιμπεριαλιστών της Δύσης, το είδος της «βοήθειας» που παρείχαν οι πιέσεις που ασκούσαν ενέτειναν αυτούς τους φόβους.

Το «μίγμα» όλων αυτών των αντιφάσεων οδήγησε στα γεγονότα της Τιέν Αν Μεν, εξέλιξη που μεγάλωσε τις ανησυχίες της ΝΑΤ και επηρέασε τις παραπέρα κατευθύνσεις και επιλογές.

Έγινε ένα είδος ανανέωσης του εσωτερικού συμβιβασμού στα πλαίσια της ΝΑΤ στη βάση της κεντρικής επιλογής του «σοσιαλιστικού ελέγχου» της καπιταλιστικοποίησης. Μ’ άλλα λόγια στη βάση αδυναμιών και αντιφάσεων της ΝΑΤ, συσπείρωση και συντονισμός της μέσα από το κράτος για ελεγχόμενη πορεία μέχρις ότου διαμορφωθούν άλλοι όροι. Δεν πρωτοτύπησε βέβαια.

Το φαινόμενο δεν έχει μόνο «σοσιαλιστική» προέλευση (ολοφάνερη η σχέση με το μοντέλο πορείας που ακολούθησε με τον Τεγκ Χσιάο Πιγκ και στο αμέσως προηγούμενο διάστημα). Γιατί ανάλογες επιλογές έχουν γίνει και από «παραδοσιακά» καπιταλιστικές χώρες σε ανάλογες συνθήκες και με όλες βέβαια τις αναπόφευκτες διαφορές. Είναι αρκετές οι περιπτώσεις όπου οι α.τ. διαφόρων χωρών βρισκόμενες σε αδυναμία να κινηθούν αποτελεσματικά (για εσωτερικούς λόγους ή για λόγους διεθνών συσχετισμών ή και τα δύο μαζί) με βάση και μόνο τους «νόμους της αγοράς», κατέφευγαν στη συλλογική τους βάση-κράτος και σε διάφορες βέβαια παραλλαγές (χιτλερική Γερμανία, ΕΠΑ με New Deal, Ευρωπαϊκές χώρες μετά τον πόλεμο, κ.ά.).

Στο οικονομικό πεδίο. Η Κίνα είναι μια χώρα με σχετικά χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.

Στην περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης συγκροτήθηκε η αγροτική παραγωγή, διαμορφώθηκε μια αξιόλογη βιομηχανική βάση, αλλά σε επίπεδο αντιμετώπισης πρωταρχικών αναγκών κατά κύριο λόγο.

Η δυνατότητα που εμφάνιζε και εμφανίζει στο να συντηρεί τομείς ισχύος (π.χ. πυρηνική βιομηχανία και οπλοστάσιο) στηρίζονται στο «εύρος» παρά στο «ύψος» του «περισσεύμα-τος» που συσσωρεύει. Αυτή ήταν κι είναι η βασική σχέση πραγμάτων.

Η καπιταλιστικοποίηση βέβαια εμφανίζει (με την αρωγή και των δυτικών ΜΜ«Ε») υψηλούς δείκτες ανάπτυξης. Όσο μας αφορά τους θεωρούμε απατηλούς. Αυτό που εμφανίζεται είναι η συγκέντρωση της δραστηριότητας της ΝΑΤ και των ξένων εταίρων της σε συγκεκριμένες ζώνες όπου «ανδρώνεται» οικονομικά η ΝΑΤ. Αυτό που δεν εμφανίζεται είναι:

Η διάλυση της αγροτικής παραγωγής.

Η αποσύνθεση που έχει επιφέρει η συγκέντρωση – συγκεντρωποίηση στον παραγωγικό ιστό της χώρας, την διάρθρωση, την δομή που είχε διαμορφωθεί, την πλατιά βάση «αυτοσυντήρησης» των επαρχιών.

Η πολιτική, λοιπόν, «προσέλκυσης» κεφαλαίων και «επενδύσεων» αλλά και αυτοί που «επενδύουν» οδηγεί σε λειτουργίες κύρια κερδοσκοπικές, που ανεβάζουν μεν τους «δείκτες», αλλά επιτείνουν την αποδιάρθρωση. Αυτό ορίζει και την προοπτική του πράγματος. Αν δούμε μάλιστα και τον τρόπο που η κινεζική ηγεσία προτίθεται να χρησιμοποιήσει το Χονγκ Κονγκ που όπου να ‘ναι περνάει στην κυριαρχία της, αυτό γίνεται βεβαιότητα.

Όλα αυτά, οξύνουν τις αντιφάσεις της κινεζικής κοινωνίας. Συγκέντρωση, συγκεντρωποίηση, αποδιάρθρωση οικονομική που μετατρέπεται γοργά και σε κοινωνική. Το φάσμα της πείνας εμφανίζεται ξανά μετά από 50 χρόνια στην Κίνα από τότε που η επανάσταση «εξασφάλισε (όχι πολλά) τρία πιάτα ρύζι την ημέρα» σε μια Κίνα που έως τότε είχε δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς το χρόνο από την …πείνα. Εκατομμύρια ανέργων συρρέουν καθημερινά από τις επαρχίες στις «ζώνες ανάπτυξης» επιτείνοντας όλα τα προβλήματα και αντιφάσεις και δημιουργώντας καινούργια. Τον παρασιτισμό, την διαφθορά, το έγκλημα, τα ναρκωτικά, την παραοικονομία (παρά τον «σοσιαλιστικό έλεγχο»), ενώ από την άλλη αρχίζει και αναφαίνεται ένα πρόβλημα ελέγχου των επαρχιών. Αναδεικνύεται ένα πρόβλημα ελέγχου των λαϊκών αντιδράσεων, σταθεροποίησης της κυριαρχίας της ΝΑΤ. Έτσι έχουμε από τη μια την «επαναφορά» της εικόνας του Μάο τόσο σαν σύμβολο ενότητας της χώρας όσο και για αποπροσανατολισμό όσων αναπολούν την σοσιαλιστική της περίοδο. Στο πεδίο της πράξης ωστόσο έχουμε ένταση των μέτρων καταπίεσης και καταστολής.

Δεν είναι το μόνο πρόβλημα της ΝΑΤ. Το ίδιο διάστημα εντείνονται οι πιέσεις των «δημοκρατών» της Δύσης για τα «ανθρώπινα δικαιώματα», δηλαδή για την επιτάχυνση της καπιταλιστικοποίησης. Είναι ακριβώς οι ίδιοι αυτοί που από την «ευαισθησία» τους διέφυγε το γεγονός (για την ακρίβεια το χειροκρότησαν) ότι ο προσφιλής τους Τεγκ κρατάει επί δεκαετίες φυλακισμένους τους κομμουνιστές ή τους δολοφονεί όπως στην περίπτωση της Τσιάγκ Τσιγκ.

Υπάρχει μια σχέση αλληλεπίδρασης εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων που διαμορφώνει όρους πίεσης πάνω στις επιλογές της ΝΑΤ, άσχετα αν αυτό δεν είναι πάντα άμεσα διακριτό.

Χαρακτηριστική η περίπτωση της Ταϊβάν. Αποτελεί ούτως ή άλλως εφαλτήριο και εφεδρεία της Δύσης (ΕΠΑ). Στις σημερινές συνθήκες η ύπαρξη της δεν φαίνεται να παίζει κάποιον σημαντικό ρόλο στις (εσωτερικές) επιλογές της ΝΑΤ. Σε περίπτωση ωστόσο που η τελευταία αντιμετωπίσει μια σοβαρή κρίση (πράγμα διόλου απίθανο) δεν θα είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Να επισημάνουμε τέλος ότι ο θάνατος του Τεγκ ανοίγει ένα ζήτημα που μένει να δούμε ποιες και πόσο σημαντικές επιπτώσεις θα έχει.

Ως προς την διεθνή διάσταση του πράγματος.

Ο ρόλος της Κίνας στην περιοχή, συμπλέκεται με το ρόλο της στο παγκόσμιο ταμπλό. Με μια διαφοροποίηση. Η Κίνα εμφανίζεται αρκετά σκληρή και αποφασιστική σε ζητήματα που αφορούν τον άμεσο περίγυρό της και σχετικά συγκρατημένη στις κινήσεις της όσον αφορά ζητήματα που έχουν κατ’ εξοχή παγκόσμια διάσταση.

Ο έλεγχος που συνεχίζει ν’ ασκεί στον χώρο κυριαρχίας της, αλλά και το ότι δεν αποτελεί τον πρώτο στόχο (όπως η Ρωσία), της επιτρέπουν να επιδεικνύει μια σχετική ανεξαρτησία επιλογών απέναντι λ.χ. σε πιέσεις των ΕΠΑ και σε μια σειρά ζητήματα. Εκδήλωσε ανοικτά και αποφασιστικά την αντίθεσή της στις προθέσεις των ΕΠΑ να την εκβιάσουν με τον εξοπλισμό της Ταϊβάν και τις υποχρέωσε σε σχετική αναδίπλωση. Απέρριψε διάφορα τερτίπια κι εκβιασμούς σχετικά με το Χονγκ Κονγκ (ανάλογα και με το Μακάο), υποστήριξε την Β. Κορέα στην αντίθεση της με τις ΕΠΑ Έκανε σαφές σε αρκετές περιπτώσεις (σύνορα με Ινδία, Θιβέτ, θαλάσσιες ζώνες, αμφισβητούμενα νησάκια) ότι διεκδικεί αποφασιστικά ένα ρόλο μεγάλης (ιμπεριαλιστικής) δύναμης στην περιοχή.

Κρατάει σκληρή διαπραγματευτική στάση απέναντι στην Ρωσία, με την επισήμανση ότι το ζήτημα εδώ έχει διπλή όψη. Από τη μια μεριά χαρακτηρίζεται από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα ζητήματα του άμεσου περίγυρού της (συνοριακές διαφορές στο Ουζούρι κ.λπ.) και από την άλλη με τις «αποστάσεις» που επιλέγει να κρατάει προς πάσα κατεύθυνση όσον αφορά επιλογές που συνδέονται με τον παγκόσμιο συσχετισμό. Ας περάσουμε, όμως σ’ αυτό.

Σημαντικός ο ρόλος της Κίνας στις παγκόσμιες εξελίξεις και καθοριστικό το βάρος της στη διαμόρφωση του παγκόσμιου συσχετισμού. Ο τεράστιος πληθυσμός της, η έκταση, η δεσπόζουσα θέση στην περιοχή, οι δυνατότητες που έχει αναπτύξει (έως και πυρηνική δύναμη κρούσης) καθώς και το γεγονός ότι αποτελεί μια τεράστια αγορά της δίνουν ένα τέτοιο ρόλο.

Έχουμε αναφερθεί και παλιότερα στο ρόλο που έπαιξε η μετατόπιση της Κίνας στην ανατροπή του παγκόσμιου συσχετισμού υπέρ των ΕΠΑ- Δύσης και σε βάρος της ΕΣΣΔ, ανατροπή που επιτάχυνε όλες τις διεργασίες στην τελευταία. Η σημασία αυτής της μετατόπισης δεν γίνεται πάντα κατανοητή απ’ όλους. Εμείς εδώ θα σημειώσουμε ένα πράγμα. Στο προηγούμενο διάστημα (επί Μάο) η ιδεολογική πολιτική αντίθεση με την ΣΕ ήταν οξύτατη, αλλά στην παγκόσμια αντιπαράθεση και πολύ περισσότερο σε περίπτωση σοβαρής κρίσης, η Κίνα «μετριόταν» στην πλευρά του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου». Τα πράγματα άλλαξαν με τον Τεγκ, την προσέγγιση με ΕΠΑ κ.λπ. Από τότε βέβαια πήρε ξανά κάποιες αποστάσεις από ΕΠΑ, χωρίς ωστόσο να μετακινηθεί προς την άλλη πλευρά. Έχει λοιπόν ένα ρόλο κλειδί στη διαμόρφωση του παγκόσμιου συσχετισμού, το γνωρίζει, το χρησιμοποιεί προς κάθε κατεύθυνση χωρίς να το «καίει» με μια οριστική επιλογή.

Η Κίνα έχει αντιθέσεις ιστορικές, αλλά και σημερινές μ’ όλες τις ισχυρές δυνάμεις που δρουν στον περίγυρό της. Με την Ρωσία από την τσαρική ακόμα εποχή και τις επιδρομές στα σύνορά της, μια αντίθεση που αναζωπυρώθηκε την περίοδο Χρουστσόφ, Μπρέζνιεφ, ενώ συντηρεί και τη σημερινή αμοιβαία δυσπιστία. Με την Ιαπωνία από ακόμη παλιότερα, στη συνέχεια στην περίοδο του μεσοπολέμου και του Β’ ΠΠ με την κατάληψη κινέζικων εδαφών από την Ιαπωνία. Σημερινές, κύρια όσον αφορά το ζήτημα της ηγεμονίας στην περιοχή, ανεξάρτητα από το ότι το τελευταίο δεν φαίνεται τόσο καθώς επισκιάζεται από τον ηγεμονικό ρόλο που παίζουν και σ’ αυτή την περιοχή οι ΕΠΑ. Ως προς τις τελευταίες είναι διαρκής η αντίθεση που απορρέει από την πολιτική επικυριαρχίας που προσπαθούν ν’ ασκούν οι ΕΠΑ και υπογραμμίζεται από την διατήρηση της Ταϊβάν (και όχι μόνο βέβαια) σαν ενός μόνιμου προγεφυρώματος των ΕΠΑ στα πλευρά της Κίνας.

Η Κίνα έχει ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες, διεκδικεί παγκόσμιο ρόλο, γνωρίζει ωστόσο και τα όρια των δυνατοτήτων της, αλλά και το πλαίσιο που διαμορφώνει ο διεθνής συσχετισμός. Σ’ αυτή τη βάση εμφανίζεται αποφασιστική καθώς αναφέραμε σε αναφορά με ζητήματα του άμεσου περίγυρού της και σχετικά επιφυλακτική και συγκρατημένη όσον αφορά ζητήματα που συνδέονται και επιδρούν στον παγκόσμιο συσχετισμό, όπως λ.χ. το ζήτημα των συμμαχιών.

Έτσι, απέναντι στις ΕΠΑ έκανε παλιότερα και για δικούς της λόγους, την κίνηση προσέγγισης που αναφέραμε, ξαναπήρε στη συνέχεια αποστάσεις γνωρίζοντας πολύ καλά ότι στις σημερινές συνθήκες μια συμμαχία με τις ΕΠΑ μπορεί να είναι μόνο λεοντεία.

Απέναντι στη Ρωσία διατηρεί τις γνωστές αντιθέσεις και δυσπιστίες, δεν θέλει να «προκαλέσει» τις ΕΠΑ αλλά ίσως οι εξελίξεις υποχρεώσουν τόσο αυτήν όσο και τη Ρωσία να έρθουν πιο κοντά για να ισορροπήσουν το παγκόσμιο ταμπλό. Έχουν ήδη εκδηλωθεί τέτοιες τάσεις, το αν θα παραμείνουν στο τακτικό πεδίο ή θα προχωρήσουν και στο στρατηγικό αυτό δεν είναι από τα προβλέψιμα ζητήματα.

Σε σχέση με την Ιαπωνία μια ενδεχόμενη συμμαχία δείχνει ν’ απαντάει σε κάποια πράγματα (λ.χ. οι οικονομίες τους δείχνουν «συμπληρωματικές» η μία της άλλης) αλλά όχι σε κάποια άλλα. Πέρα από το ζήτημα του ποιος θα ‘χει το πάνω χέρι, το κύριο ζήτημα είναι ότι μια τέτοια συμμαχία θα «προκαλούσε» σε επίπεδα μεγαλύτερα από το επίπεδο ισχύος που θα μπορούσε να συγκροτήσει.

Αντίστοιχα διαμορφώνεται ως προς το ζήτημα αυτό και η στάση των άλλων δυνάμεων. Η Ιαπωνία πριν προχωρήσει σε οποιαδήποτε κίνηση στρατηγικού χαρακτήρα και αυτού μάλιστα του επιπέδου θα πρέπει πρώτα να αποφασίσει τι θα κάνει με τον «κηδεμόνα» της (ΕΠΑ). Η Ρωσία έχει για την ώρα θέσει σε πρώτη προτεραιότητα την είσοδο της στο κλαμπ και σαν εναλλακτική επιλογή την Κίνα, αρκούμενη στην ουσία να κατανοήσει ότι εκεί υπάρχουν θέσεις (αν και όταν την δεχτούν) μόνο για δεύτερους και τρίτους ρόλους.

Ως προς τις ΕΠΑ κινούνται στη βάση της άποψης ότι η Κίνα «δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί» ή να πιεσθεί πολύ ώστε να πέσει στην «αγκαλιά της Ρωσίας» αλλά ούτε να «βοηθηθεί» τόσο ή ν’ αφεθεί ανεξέλεγκτη ώστε να μπορέσει ν’ αποκτήσει αυτοδυναμία και αντίστοιχο ρόλο. Ταυτόχρονα το όλο σχήμα θα πρέπει να εφαρμόζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αλωθεί η αγορά της Κίνας από ΕΟΚ, Ιαπωνία, αλλά να διαμορφώνονται προνομιακοί όροι για τη δράση του αμερικανικού κεφαλαίου. Σπαζοκεφαλιά (κινέζικη).

γ) Ιαπωνία – Η χώρα της Χιροσίμα

Από τις πιο ιδιόμορφες και αντιφατικές περιπτώσεις. Από τις μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις του κόσμου από τη μια και από την άλλη, μια χώρα υπό αμερικανική επικυριαρχία στην ουσία. Υπάρχουν σαφείς ομοιότητες με την περίπτωση της Γερμανίας, αλλά και σημαντικές διαφορές. Ηττημένη κι αυτή στον πόλεμο. Υπό κηδεμονία κι απαγόρευση στη συνέχεια. Το Σύνταγμα της νεώτερης Ιαπωνίας είναι ακόμη -στην ουσία- αυτό που υπαγόρευσε ο Μακ Άρθουρ πάνω στο θωρηκτό Μισούρι. Είναι αλήθεια πως οι Αμερικάνοι «σεβάστηκαν» την ιαπωνική παράδοση και άφησαν τον Χιροχίτο στον θρόνο του (της χρειαζόταν άλλωστε). Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στις ατομικές δοκιμές «επί ζωντανού στόχου» και τις εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Έτσι για να θυμούνται (οι γιαπωνέζοι) κι όχι μόνο ποιος είναι -το αδίστακτο- αφεντικό. Από κει και πέρα διαμορφώθηκε και η Ιαπωνία σε «κάστρο» απέναντι στο Βλαδιβοστόκ και Κίνα. Ευνοήθηκε η οικονομική της ανάπτυξη.

Υπάρχουν βέβαια και οι διαφορές με τη Γερμανία. Η Γερμανία είναι μία από τις δυνάμεις που κινούνται στον ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κατ’ αρχήν να «προσπεράσει» άλλες δυνάμεις προτού φτάσει στο να θέσει ζητήματα παγκόσμιου συσχετισμού (η Ιαπωνία το ίδιο ζήτημα το έχει «ντιρέκτ»). Αποτελεί κύριο φραγμό απέναντι στον κύριο αντίπαλο της Δύσης (Ρωσία) με πολύ πιο άμεσο τρόπο απ’ ότι η Ιαπωνία και σ’ ένα αναμφισβήτητα πιο νευραλγικό χώρο. Αποτελεί μέλος μιας συμμαχίας (ΕΕ) στην οποία μπορεί πάντα να στηρίζεται εκτός κι αν η ίδια αποφασίσει να σταθεί αντιμέτωπή της. Η αντιπαλότητα με τη Ρωσία μπορεί (πολύ λίγο πιθανή, αλλά όχι εντελώς απίθανη περίπτωση) να μετατραπεί σε συνεργασία – συμμαχία (είχαμε έως και τέτοιες ενδείξεις). Γενικά στον ευρωπαϊκό χώρο, δεν μπορούν οι ΕΠΑ να την «μεταχειριστούν» όπως μια «ασιατική» (όχι πως θα ‘χουν «ηθικούς» ενδοιασμούς αν το πράγμα φτάσει εκεί). Έτσι για την ιστορία να θυμίσουμε ότι η ατομική βόμβα ετοιμάζονταν κατ’ αρχήν για τη Γερμανία. Από μια άποψη, λοιπόν, οι Γερμανοί θα πρέπει να ευγνωμονούν και να στήσουν το μεγαλύτερο μνημείο στους νεκρούς που άφησε ο Κόκκινος Στρατός στους δρόμους του Βερολίνου, μια και με τη θυσία τους «πρόλαβαν» την πρώτη ατομική «δοκιμή» που μάλλον εκεί θα γινόταν).

Η Ιαπωνία είναι στην ουσία μόνη της. Αυτό από τη μια πλευρά της δίνει ένα ευρύτερο πεδίο δράσης (οικονομικής) στην ευρύτερη περιοχή. Όντας «μόνη» της χωρίς εγγύς ανταγωνιστές είναι όμως ταυτόχρονα και μόνη της χωρίς συμμάχους και ευάλωτη απέναντι σε πιέσεις κι εκβιασμούς των ΕΠΑ Αποτελεί τον κύριο και σχεδόν τον μοναδικό ανταγωνιστή των ΕΠΑ όσον αφορά το πεδίο του Ειρηνικού (άλλωστε αυτός ήταν κι ο λόγος που οι ΕΠΑ «διεκδίκησαν» τον πόλεμο με την Ιαπωνία και τον «αιφνιδιασμό» του Περλ Χάρμπορ). Είναι το πεδίο που οι ΕΠΑ δεν «διαπραγματεύονται» θεωρώντας το περίπου ως συνάρτηση του αμερικάνικου ηπειρωτικού χώρου (εννοούμε εδώ όλη την ήπειρο).

Διαφορετικά μπαίνει το ζήτημα με τον ασιατικό χώρο όπου οι ΕΠΑ ανταγωνίζονται μεν με την Ιαπωνία, αλλά και την χρειάζονται σαν σύμμαχο απέναντι σε Ρωσία – Κίνα.

Σ’ αυτό το πλαίσιο κινήθηκε η Ιαπωνία. Μ’ αυτούς τους όρους, όλος ο δυναμισμός της χώρας διοχετεύτηκε στην οικονομική δραστηριότητα. Άλλωστε για ειδικούς λόγους (αναφερθήκαμε) της αφέθηκε αρκετό πεδίο. Η Ιαπωνία αναπτύχθηκε, κάλυψε αγορές μέχρι Ευρώπη και ΕΠΑ, έφτασε μάλιστα στο σημείο να εξαγοράζει μεγάλες αμερικανικές εταιρίες στο μητροπολιτικό έδαφος των ΕΠΑ Μέχρις εκεί.

Η ανατροπή του συσχετισμού έθεσε το ζήτημα σε νέα μορφή. Η Ιαπωνία έθεσε κι αυτή ζήτημα ανακατανομής αρμοδιοτήτων και ρόλου. Ζήτησε να μπει στο Σ.Α. του ΟΗΕ. Ζήτησε τις Κουρίλλες από τη Ρωσία «επιφυλασσόμενη» για την Σαχαλίνη και άλλες περιοχές. Προσπάθησε να επεκτείνει την δράση της. Ο Ακιχίτο (διάδοχος του Χιροχίτο) βγήκε από το άβατο του Κιότο (αν δεν γελιόμαστε για πρώτη φορά στην ιστορία) και ως περιοδεύων πλασιέ έφτασε μέχρι Κορέα όπου ζήτησε -άκουσον- έως και «συγνώμη» από τους Κορεάτες. Οι ΕΠΑ «κούνησαν το δάχτυλο». Η Ιαπωνία έκανε πως δεν το είδε. Έκανε ανοίγματα έως Κίνα. Προχώρησε σε κάποιες αναθεωρήσεις στο Σύνταγμα που έθετε αυστηρούς περιορισμούς σε οποιαδήποτε στρατιωτική ανάπτυξη και δράση. Έριξε και κάτι «λοξές ματιές» έως και προς Αυστραλία μεριά. Οι ΕΠΑ σήκωσαν απειλητικά το χέρι. Η Ιαπωνία κατάλαβε. Δέχτηκε όρους. Δέχτηκε να συμμετάσχει στη «ζώνη του Ειρηνικού» υπό τον ρυθμιστικό ρόλο των ΕΠΑ Έδειξε να γνωρίζει τα όριά της.

Είναι η εποχή των «μεγάλων ευκαιριών» και ταυτόχρονα του «τέλους της αθωότητας» για την Ιαπωνία. Αν θέλει να πάει παραπέρα θα πρέπει να αναμετρηθεί με τις ΕΠΑ Για την Ιαπωνία αποτελεί ένα είδος απαγορευμένου καρπού ακόμη και η σύναψη άλλου είδους συμμαχιών (μια κρίσιμη διαφορά με την Γερμανία λ.χ.). Εκ των πραγμάτων μια τέτοια κίνηση οδηγεί σε άμεση αντιπαράθεση με ΕΠΑ Αρκεί να σκεφτούμε ένα πράγμα. Η Ιαπωνία πρακτικά μπορεί να συμμαχήσει είτε με Κίνα είτε με …Ρωσία. Εκτός βέβαια από τη «συμμαχία» με τις ΕΠΑ στην οποία είναι καταδικασμένη. Ας κοχλάζει μέσα της.

Πραγματικά η Ιαπωνία είναι μια χώρα που κοχλάζει μέσα της (ή αν θέλετε κοχλάζει από μέσα της). Η αστική της τάξη παλινδρομεί ανάμεσα σε αναμνήσεις μεγαλείου και σε μια πραγματικότητα που της παρέχει «τοπικό» ρόλο και ανάλογη χλιδή αλλά περιορισμένους ορίζοντες. Εδώ οι ρίζες της πολιτικής κρίσης, του καταιγισμού σκανδάλων που «αποκαλύπτονται» τα τελευταία χρόνια. Δεν αποκλείεται να ευνοηθεί από τις συγκυρίες. Το πιο πιθανό να οδηγηθεί σε μεγαλύτερες ταπεινώσεις χωρίς ν’ αποκλείουμε και ενδεχόμενους τυχοδιωκτισμούς. Αυτή είναι η μία πλευρά.

Από την άλλη ο γιαπωνέζικος λαός. Ένας μεγάλος λαός. Περήφανος, πληγωμένος και ταπεινωμένος. Κανείς (και πρώτα οι ΕΠΑ) δεν τρέφουν αυταπάτες ως προς τα πραγματικά του αισθήματα. Η Χιροσίμα είναι από τις πληγές που δεν κλείνουν ποτέ.

Ο γιαπωνέζικος λαός και κανείς άλλος είναι που τροφοδότησε με τα νεύρα, τους μυς, τον ιδρώτα και το αίμα του το «ιαπωνικό θαύμα». Και είναι απατηλή η εικόνα μιας Ιαπωνίας που «απεργεί με το περιβραχιόνιο». Η «άλλη» Ιαπωνία είναι αυτή των άγριων συγκρούσεων των Ζεγκακούρεν με τις δυνάμεις καταστολής. Είναι αυτή που ξεσηκώθηκε με αφορμή τον βιασμό μιας παιδούλας από πεζοναύτες των αμερικανικών βάσεων κι έθεσε, μέσα από οργισμένες μαζικές διαδηλώσεις σ’ όλη τη χώρα, το ζήτημα του βιασμού της Ιαπωνίας από τις ΕΠΑ. «Δεν έγινε τίποτα» ακόμη. Είμαστε στην αρχή. Αλλά έχει κιόλας κινήσει.

δ) ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ

Υπάρχουν κι άλλες χώρες στις οποίες θα μπορούσαμε ν’ αναφερθούμε. Νομίζουμε, όμως πως κάτι τέτοιο θα «φόρτωνε» το κείμενο δυσανάλογα σε σχέση μ’ αυτά που θα πρόσθετε επί της ουσίας. Επί τροχάδην, λοιπόν, κάποιες σύντομες επισημάνσεις. Υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά, που σε γενικές γραμμές ισχύουν για όλες, ανάλογα την θέση που κατέχουν (η κάθε χώρα) στην παγκόσμια «ιεραρχία» και διάταξη δυνάμεων. Έτσι:

Η ανατροπή του συσχετισμού, η ένταση των ανταγωνισμών ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις «πρώτης γραμμής» έχουν στενέψει τα περιθώρια κινήσεων και σχετικά αυτόνομων ενεργειών και πρωτοβουλιών για όλες τις άλλες, ενώ για κάποιες (τις περισσότερες) τα έχει σχεδόν εξαφανίσει.

Υπάρχουν χώρες με σημαντικό βάρος (λόγω έκτασης, πληθυσμού, γεωστρατηγικής θέσης, ανάπτυξης κ.λπ.) αλλά και σημαντικές αδυναμίες (Ινδία, Καναδάς, Βραζιλία, Αυστραλία κ.ά.). Μια σχέση που δεν τους επιτρέπει να παίζουν ένα πρώτο ρόλο στην παγκόσμια σκηνή, αλλά που «μετράν» συμπαρατασσόμενες με την μία ή την άλλη δύναμη, ενώ για τις άλλες (τις περισσότερες) η επιλογή που τους μένει είναι αυτή της πρόσδεσης χωρίς όρους σε κάποιο «άρμα».

Όλες αποτελούν πεδίο ανταγωνισμού των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και οι περισσότερες ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες (ανατροπής του συσχετισμού σε βάρος των λαών) πεδίο λεηλασίας και «πειραμάτων» κάθε είδους.

ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΣ

Με τα όσα αναφέραμε για τις διάφορες δυνάμεις, τους στόχους και τις επιδιώξεις τους, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες, τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις, νομίζουμε ότι μπορούμε κατά κάποιο τρόπο να «επιστρέψουμε» στα όσα εισαγωγικά σ’ αυτή την εισήγηση αναφέραμε.

Υπήρξε μια μεγάλη ανατροπή. Δημιούργησε διαφορετικούς όρους και συσχετισμούς. Η νέα κατάσταση γέννησε με τη σειρά της, νέες επιδιώξεις, στόχους αλλά και αντιφάσεις.

Εδώ να σταθούμε σ’ ένα βασικό ζήτημα. Οι βλέψεις, οι επιδιώξεις που έχουν αναδειχτεί, οι στόχοι που προωθούνται πάνε «πέρα» από τα όρια του πλαισίου που έχει διαμορφωθεί, των πραγματικών όρων και δεδομένων που έχουν δημιουργηθεί.

Τα «μέτρα» (οι δυνατότητες) στη βάση των οποίων κινούνται οι διάφορες δυνάμεις δεν αντιστοιχούν (υπολείπονται) στους στόχους που έχουν θέσει για τον εαυτό τους. Και ιδιαίτερα κάποιες δυνάμεις έχουν θέσει πολύ μεγαλεπήβολους στόχους. Όπως και αλλού αναφέραμε, το κεφάλαιο το θέλει όλο το πεδίο, οι ΕΠΑ την παγκόσμια κυριαρχία και η Δύση τον κόσμο στα πόδια της. «Θεωρητικά» θα μπορούσε να υποθέσει κανείς κάποιες διεξόδους στην αντίφαση:

α)Την δημιουργία μιας νέας ισορροπίας στη βάση των υπαρχόντων όρων, δεδομένων και συσχετισμών. Είναι το «λογικό» σχήμα. Ποιοι είναι ωστόσο αυτοί οι όροι και κυρίως πως τους «αναγιγνώσκει» η κάθε πλευρά; Πόσο είναι διατεθειμένη να υποτάξει τις βλέψεις της σ’ αυτούς, να παραιτηθεί από την δυνατότητα να πετύχει τους στόχους της, ιδιαίτερα αν θεωρεί ότι οι καιροί την ευνοούν; Πόσο λ.χ. είναι διατεθειμένες οι ΕΠΑ να παραιτηθούν από το στόχο της ολοκλήρωσης και παγιοποίησης του παγκόσμιου ηγεμονικού τους ρόλου; Πόσο είναι διατεθειμένη η Ρωσία να υποτάσσεται σ’ ένα ρόλο που αντιστοιχεί σε δύναμη πολύ υποδεέστερη από το τεράστιο δυναμικό που εξακολουθεί ν’ αντιπροσωπεύει; Πόσο είναι διατεθειμένες οι δυνάμεις της ΕΕ να παραμένουν εσαεί υπό την υπαγόρευση των ΕΠΑ; Για πόσο καιρό θα αρκείται η Κίνα στο ρόλο μιας δύναμης «τοπικού» βεληνεκούς; Πόσο -και για πόσο- είναι διατεθειμένη ακόμη η Ιαπωνία να βρίσκεται υπό ένα είδος αμερικανικής επικυριαρχίας; Τέλος -και για να περάσουμε και στον άλλο πόλο- πόσο είναι διατεθειμένοι οι λαοί να αποδεχτούν μια «μοίρα» που τους θέλει υποταγμένους και «αναλώσιμους»;

β)Να υπερβούν (κάποια, κάποιες) οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά τους υπάρχοντες όρους. Να «εκτιναχτούν» λ.χ. οι ΕΠΑ οικονομικά σ’ ένα πεδίο απλησίαστο για τους άλλους (π.χ. ανάλογο της σχέσης που είχε διαμορφωθεί αμέσως μετά τον Β’ ΠΠ) πέρα απ’ ότι «από μόνο του» κάτι τέτοιο δεν επαρκεί, έχουμε ήδη αναφερθεί (στην εισήγηση για τα οικονομικά ζητήματα) γιατί θεωρούμε ανέφικτο κάτι τέτοιο. Αναφερθήκαμε ακόμη πως ανάλογα ανέφικτη θεωρούμε μια υπέρβαση στο στρατιωτικό-στρατηγικό πεδίο, εξέλιξη που θα ‘ταν συμπληρωματική της προηγούμενης.

Μια άλλη υπόθεση θα ήταν να ενωθεί «επιτέλους» ουσιαστικά και ολοκληρωμένα η ΕΕ, πράγμα που σίγουρα θα δημιουργούσε άλλα δεδομένα. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν το πιστεύουν ούτε αυτοί που το διακηρύσσουν και υποτίθεται πως το προωθούν.

γ)Μια σοβαρή είναι η πολιτικοστρατιωτική εκδοχή. Μέσα στις πιθανότητες είναι η σταθεροποίηση σε βάση στρατηγικής προοπτικής της Δυτικής συμμαχίας. Ήδη διαγράφονται τέτοιες τάσεις μ’ όλες βέβαια τις αντιφάσεις τους. Μόνο που σε μια τέτοια περίπτωση η πιο «συνήθης» απάντηση είναι η αντισυσπείρωση, λ.χ. Ρωσίας – Κίνας και όποιων άλλων συμπαραταχθούν. Και υπάρχουν και σ’ αυτή την πλευρά ανάλογες τέτοιες τάσεις. Το τι θα σήμαινε μια τέτοια πόλωση ας το υποθέσει ο καθένας. Μπορούμε να δούμε μια έκφραση του πράγματος στις σημερινές συνθήκες και εξελίξεις. Είχαμε λ.χ. τον πόλεμο του Κόλπου, την διείσδυση (μέσω και πολεμικών συγκρούσεων) στον Καύκασο, το κομμάτιασμα της Γιουγκοσλαβίας, την επιχείρηση άλωσης συνολικά (και) των Βαλκανίων. Έχουμε τα σχέδια επέκτασης του ΝΑΤΟ. Αρχικά λέει Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία. Και μετά; Ίσως Σλοβακία, Αλβανία, Ρουμανία. Ίσως Βουλγαρία. Και μετά; Μήπως οι Βαλτικές και κάποιες χώρες του Καυκάσου, η Ουκρανία, μήπως; Και μετά; Δεν έχουμε μετά. Μετά και πιθανότατα πιο πριν θα συμβούν άλλα πράγματα.

δ)Απέναντι σ’ όλα αυτά υπάρχει και μια άλλη «εκδοχή». Επειδή οι όροι δεν είναι ακριβώς αυτοί που εμφανίζονται σε μια στατική θεώρηση των πραγμάτων. Επειδή η ταξική πάλη δεν σταματάει ποτέ αλλά συνεχίζει να διαμορφώνει τους δικούς της όρους και να ετοιμάζει τη δική της «υπέρβαση».

Η πραγματική διέξοδος βρίσκεται σ’ αυτά που θα δώσει η πάλη των λαών ενάντια στην εκμετάλλευση, την καταπίεση, την βαρβαρότητα, τον πόλεμο.

Βρίσκεται στην ανατροπή αυτού του συστήματος και στο άνοιγμα του δρόμου για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.

Αναζήτηση
10η Συνδιάσκεψη
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr