Η «εκτίναξη» και η αναχώρηση από το πραγματικό πρόβλημα
Ποιες είναι οι «αντιφάσεις» που χαρακτηρίζουν τα πολιτικοσυνδικαλιστικά μορφώματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς αλλά και τις όποιες επιμέρους πολιτικές συνεργασίες των δυνάμεών της σε μια σειρά παλιότερες και πρόσφατες περιπτώσεις; Πώς αξιολογούνται οι αντιφάσεις αυτές και οι αιτίες τους; Ποιος είναι ένας απολογισμός της στάσης αυτών των δυνάμεων την τελευταία 15ετία αλλά και ειδικότερα την τελευταία περίοδο των πυκνών αγώνων; Πώς στάθηκαν μπροστά στις απαιτήσεις που έβαλε η πάλη και πώς μετέφρασαν μέσα σε αυτή τις άφθονες διακηρύξεις τους περί «αντικαπιταλισμού» αλλά και περί «αντιιμπεριαλισμού»; Πώς υλοποίησαν μέσα στους αγώνες τα περί «ανεξαρτησίας», «αντισυναινετικότητας», τα κηρύγματα «ανυπακοής» και «ενωτισμού» που επίσης περισσεύουν;
Αφορμή για να «θυμηθούμε» τα ερωτήματα αυτά ήταν η συζήτηση που διοργάνωσαν από κοινού οι ΜΕΡΑ, ΕΝΑΝΤΙΑ και Κομ. Ανασύνταξη, στις 24/7 και με θέμα (τι άλλο;..) τη «διερεύνηση ενωτικού ψηφοδελτίου». Τα ερωτήματα αυτά τα έθεταν οι ίδιοι οι διοργανωτές της συζήτησης, ίσως με κάπως διαφορετικό τρόπο και διατυπώσεις. Το βέβαιο είναι ότι τα ερωτήματα αυτά… υπάρχουν, και φυσικά δίπλα σε αυτά μπορούν να προστεθούν και αρκετά άλλα που αφορούν τις πολιτικές θέσεις που έχουν διατυπώσει ΜΕΡΑ και ΕΝΑΝΤΙΑ στις εκλογικές προτάσεις που διακινούν.
Δεν θα σταθούμε σε όλα αυτά, παρά μόνο στη λογική με την οποία τέθηκαν και «απαντήθηκαν» τα παραπάνω ερωτήματα όχι μόνο στη συζήτηση της 24/7, αλλά σε όλο αυτό το -πολύμηνο- διάστημα των εκλογικών αναζητήσεων. Από τη μια λοιπόν είναι οι ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ του ΕΝΑΝΤΙΑ, που εμφανίζονται να ’χουν βρει τη λύση της ανασύνθεσης της Αριστεράς και του κινήματος, να ’χουν βρει το δρόμο της «μαζικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής»… χρησιμοποιώντας το ΣΕΚ, που αποτελεί τουλάχιστον τον καταλύτη -αν όχι βασικό παράγοντα- αυτής της προοπτικής. Από την άλλη το ΝΑΡ, που ισχυρίζεται ότι ο δρόμος αυτός είχε περίπου ανοίξει και ότι σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να διανυθεί με αυτό στο ρόλο του βασικού εγγυητή και στη βάση των «πολιτικών κεκτημένων» των… συνεδρίων του.
Κοινός παρανομαστής και των δύο είναι η συγκάλυψη-ωραιοποίηση της πραγματικής κατάστασης και των πραγματικών δεδομένων του χώρου και των δυνάμεων αυτών. Ολα τα ερωτήματα που στην αρχή αναφέραμε τίθενται για να προσπεραστούν, για να θεωρηθούν «απαντημένα» και «καταχτημένα», για να κρυφτούν κάτω από το χαλί οι μεγάλες ανεπάρκειες, οι ασάφειες, οι ρεφορμιστικές συγχύσεις. Τίθενται για να εμφανιστούν οι δυνάμεις αυτές -στον μικρόκοσμο ενός συγκεκριμένου ακροατηρίου- «μεγάλες» και έτοιμες για τα «μεγάλα». Το δεύτερο κοινό βασικό σημείο των δυνάμεων αυτών είναι οι… εκλογές ή, πιο σωστά, η λογική της αναζήτησης «εδώ και τώρα» λύσης και απάντησης σε όλα. Και επειδή αυτό το εδώ και τώρα δεν μπορεί να μορφοποιηθεί πουθενά αλλού παρά μόνο στην κάλπη που μπορεί να μας «εκτινάξει», και να μας κάνει ευρέως «αναγνωρίσιμους», το μόνο που μένει είναι να τσακωθούμε για το ποιος θα ’χει το πάνω χέρι σε αυτή την «εκτίναξη».
Κάπως έτσι ένα ολόκληρο δυναμικό νέων αγωνιστών οδηγείται σε νέες απογοητεύσεις και σε λάθος συμπεράσματα -που μπορεί να του «ανοίγουν» το δρόμο της ιδιώτευσης ή το δρόμο προς τον επίσημο ρεφορμισμό, καθώς οι υπεύθυνοι που οδηγούν την εκλογική κούρσα δεν αντιλαμβάνονται ότι η «αγωνιστική» αντιγραφή της ΚΟΕ δεν βρίσκεται στον αντίποδα αλλά αποτελεί συμπλήρωμα της λογικής του ΣΥΡΙΖΑ. Κάπως έτσι όλα αυτά τα πραγματικά ερωτήματα -που αποτελούν αγωνίες ενός ευρύτερου δυναμικού- διαστρέφονται και αντί να ανοίγουν δρόμους συζήτησης και συνεννόησης, ισχυροποιούν τεχνητούς διαχωρισμούς, ιδεοληψίες και κάθε λογής κατασκευές. Κάπως έτσι φθείρονται αγωνιστικές διαθέσεις και συνειδήσεις και υπονομεύεται η δυνατότητα αυτό το δυναμικό να παίξει ρόλο επικρουστήρα μεγάλων λαϊκών και νεολαιίστικων αγώνων αναλαμβάνοντας -με ενωτική παρουσία και πολιτικό ενθουσιασμό- πρωτοβουλίες κοινής δράσης στα μεγάλα μέτωπα που βρίσκονται μπροστά μας. Υπάρχει άραγε περιθώριο να ανακοπεί αυτή η πορεία, να πέσει ο προεκλογικός πυρετός, οι πόζες και οι μικροϋπολογισμοί που τον συνοδεύουν και να «επιστρέψουμε» στα πραγματικά προβλήματα των εργαζομένων, της νεολαίας και του κινήματος; Υπάρχει τέτοια ελπίδα ή κάποιοι έχουν αποφασίσει να φτάσουν ως το… λογαριασμό;
φ.578, 04/08/07