Αν απλά και μόνο παρατηρήσουμε την κατάσταση που διαμορφώνεται στον κόσμο, θα δούμε αυτά που είναι φανερά στον καθένα και που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει στα σοβαρά την ύπαρξη τους.
Την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων μαζών.
Την εξαθλίωση χωρών και λαών του τρίτου κόσμου, μια εξαθλίωση που αρχίζει να εξαπλώνεται και σε χώρες άλλου επιπέδου.
Την καταστροφή, την εκθεμελίωση των οικονομιών, την ερήμωση ολόκληρων χωρών.
Την οικολογική καταστροφή που έχει πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις.
Τις επεμβάσεις και τους πολέμους αναδιανομής, το ματοκύλισμα και το κομμάτιασμα λαών και χωρών
Για μας όλα αυτά, και άλλα, αποτελούν εκφράσεις και αποτελέσματα του καπιταλιστικού συστήματος, ενός συστήματος που βασίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ακριβώς αυτό είναι που θέλει να συγκαλύψει η αστική φιλολογία. Δεν μπορεί βέβαια να αποκρύψει εντελώς την ύπαρξη αυτών των φαινομένων που είναι τόσο γνωστά. Αυτό που προσπαθεί είναι ν’ αποπροσανατολίσει, να συγκαλύψει, να εξωραΐσει το καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι ο κάθε κονδυλοφόρος, ανάλογα με την περίπτωση, τις συνθήκες, τις επιδιώξεις, αλλά και ανάλογα το ρόλο που «του πάει» του καθένα, αναλαμβάνει (με το αζημίωτο πάντα) την υπεράσπιση του καπιταλιστικού συστήματος χρησιμοποιώντας επιχειρήματα, από τα πλέον «κομψά» και «επιστημονικά» μέχρι τα πιο χυδαία.
Για όλους αυτούς όλα αυτά, δεν αντιπροσωπεύουν παρά την «φυσική τάξη πραγμάτων». Αυτός είναι ο κόσμος, έτσι ήταν, έτσι είναι, δεν υπάρχει άλλος τρόπος ύπαρξης, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Σαν τέτοιος λοιπόν έχει τα καλά του, την πρόοδο την ανάπτυξη κ.λπ., έχει όμως και τα κόστη του ακόμη και κάποιες ανεπιθύμητες παρενέργειες (τι να κάνουμε;) και απαιτεί και κάποιες θυσίες βρε αδελφέ!
Αν κανείς παρατηρήσει ότι θυσίες απαιτούνται μόνο από τους εργαζόμενους ενώ το κεφάλαιο απολαμβάνει σειράς προνομίων και πριμοδοτήσεων, έχουν έτοιμη την απάντηση. Αφού κατ’ αρχήν εκφράσουν την απαρέσκεια τους για τέτοιους «λαϊκισμούς» (τι εφεύρεση κι αυτή!) δίνουν τις εξηγήσεις τους. Ο επιχειρηματίας διαθέτει τα κεφάλαιά «του». (Τα οποία είναι δικά «του» πώς;). Ρισκάρει (τι;). Τα κέρδη είναι η ανταμοιβή αλλά και το κίνητρο για τον προοδευτικό αναπτυξιακό του ρόλο. Εξάλλου η συσσώρευση κεφαλαίων (μέσω του κέρδους) είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για νέες επενδύσεις. Αντίθετα οι διεκδικήσεις των εργαζομένων έχουν πάντα συντεχνιακό χαρακτήρα. Εμποδίζουν την ανάπτυξη. Οι (ανεπιτυχείς κατά κανόνα) προσπάθειες των μη αναπτυγμένων χωρών να μειώσουν κάπως το τεράστιο άνοιγμα της ψαλίδας στις «ανταλλαγές», χαρακτηρίζεται σαν «ωμός εκβιασμός» σε βάρος των αναπτυγμένων χωρών και αντιμετωπίζεται δεόντως. (Έως και με επεμβάσεις). Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν καταφεύγουν ακόμα και στην χυδαιότητα, την ύβρη. Έτσι για την κατάσταση τους φταίνε οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Η «τεμπελιά» τους. Για την αθλιότητα στις χώρες του 3ου κόσμου φταίει η καθυστέρησή τους.
Στην ίδια πάντα λογική, το ΔΝΤ ο ΟΟΣΑ η Διεθνής Τράπεζα δεν είναι πια όργανα αιχμαλωσίας, εκβιασμού και ληστείας των αδυνάμων χωρών, αλλά περίπου κοινωφελείς οργανισμοί. Οι επεμβάσεις, το ματοκύλισμα λαών προσπάθειες «ειρήνευσης».
Για μας όπως ήδη αναφέραμε όλα αυτά δεν αποτελούν παρά εκφράσεις των βασικών λειτουργιών του καπιταλιστικού συστήματος. Ενός συστήματος που θεμελιακό στοιχείο της ύπαρξης του είναι η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Που κινητήρια δύναμη του (αλλά και δύναμη καταστροφής εδώ και πολύ καιρό) η επιδίωξη κέρδους. Που πηγή των κερδών που συσσωρεύει αποτελεί πάντα η υπεραξία. Αυτή που καρπώνεται κλέβοντας την από τους εργαζόμενους. Αυτή που «μεταφέρει» ληστεύοντας και λεηλατώντας τις εξαρτημένες χώρες μέσω των άνισων «ανταλλαγών». Αυτήν που «πραγματώνει» μέσα από την κατάκτηση και τον έλεγχο των αγορών.
Ενός συστήματος που σαν βασικό στοιχείο ασφάλειας των κερδών του, περιέχει την τάση διαρκούς επέκτασης της βάσης ύπαρξης τους.
Σχέσεις που προϋποθέτουν και (με τη σειρά τους) αναπαράγουν την σχέση ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης πάνω στο προλεταριάτο.
Την σχέση πολιτικής κυριαρχίας πάνω στο σύνολο της κοινωνίας, της επιβολής μιας μειοψηφίας στην πλειοψηφία.
Που έχει σαν βασικό συστατικό της στοιχείο τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και στη βάση εκείνη που να επιτρέπει τη χρήση του με κάθε τρόπο και στον όποιο βαθμό βιαιότητας «απαιτηθεί».
Την επιβολή σχέσεων κυριαρχίας των ιμπεριαλιστικών χωρών στις πιο αδύναμες και εξαρτημένες.
Την κατάκτηση της καλύτερης δυνατής θέσης (για τον καθένα) στον Διεθνή «καταμερισμό», δηλαδή στον καταμερισμό διανομής των αγορών, της λείας.
Τέτοιου είδους σχέσεις, δεν μπορεί να είναι μόνο οικονομικές κι ας λέγονται τα όσα λέγονται για τους «νόμους της αγοράς» κ.λπ. κ.λπ. Είναι και σχέσεις βίας ανεξάρτητα με τη μορφή που αυτή ανάλογα με τις συνθήκες κάθε φορά εκδηλώνεται.
Προκαλούν και χαρακτηρίζονται από την δημιουργία αντιθέσεων αντιφάσεων αντινομιών και πρωταρχικά:
α)την δημιουργία της βασικής αντίθεσης. Ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, της αστικής τάξης με το προλεταριάτο. Αυτής ακριβώς που αποτελεί τη βάση της ύπαρξης της ταξικής πάλης. Που δεν μπορεί να «καταργηθεί» παρά μόνο με την κατάργηση της σχέσης (αντίθεσης) πάνω στην οποία δημιουργείται και που ταυτόχρονα αποτελεί το βασικό και μόνιμο στοιχείο της κίνησης των πραγμάτων.
β)Έκφραση της αποτελεί η αντίθεση που συνδέεται με την επιβολή όρων κυριαρχίας των ιμπεριαλιστικών χωρών στον άλλο κόσμο, η αντίθεση ιμπεριαλισμού λαών.
γ)Προβολή της αποτελεί, η αντίθεση που εκδηλώνεται και χαρακτηρίζει τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες, τις σχέσεις συνεργασίας (απέναντι στον «κοινό εχθρό») και ανταγωνισμού μεταξύ τους.
Αυτές οι σχέσεις αποτελούν τη βάση ύπαρξης του καπιταλιστικού συστήματος παντού και πάντα. Στη βάση αυτών των θεμελιακών του χαρακτηριστικών λειτουργεί ανεξαρτήτως συνθηκών.
Διαφοροποιήσεις υπάρχουν. Αλλά υπάρχουν μόνο σε επίπεδο μορφών με τις οποίες εκδηλώνονται αυτές οι σχέσεις, τις πολιτικές με τις οποίες το σύστημα προωθεί τα συμφέροντα του και αποτελούν συνάρτηση συνθηκών, περιόδου και κύρια συσχετισμών. Ένα τέτοιο ζήτημα είναι από αυτά που χρειάζεται -ιδιαίτερα σήμερα- να μας απασχολήσουν. Τα φαινόμενα στα οποία λίγο πριν αναφερθήκαμε, αποτελούν την έκφραση των βασικών λειτουργιών του καπιταλιστικού συστήματος αλλά και -ιδιαίτερα- μιας ανελέητης επίθεσης που έχει εξαπολυθεί ενάντια στο προλεταριάτο και γενικότερα στους λαούς. Μιας επίθεσης που συνδέεται άμεσα με την ανατροπή που έχει συντελεστεί σε παγκόσμια κλίμακα σε βάρος των λαών.
Θα αναφερθούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, αλλά από τα τώρα μπορούμε να επισημάνουμε πως είχε διαμορφωθεί ένας άλλος συσχετισμός μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο [Β’ ΠΠ] που -πέρα απ’ όλα τα’ άλλα- υποχρέωσε το καπιταλιστικό σύστημα (κύρια στις Μητροπόλεις) να αποδεχτεί ορισμένες μεταρρυθμίσεις για να μπορέσει να διασφαλίσει την επιβίωσή του.
Ένας συσχετισμός που διαφοροποιημένος σε μια πορεία (κύρια με βάση την κυριαρχία του ρεβιζιονισμού στην ΣΕ) ολοκληρώθηκε στην συνολική του ανατροπή την περίοδο ’89 – ’91. Μια ανατροπή που έδωσε την δυνατότητα στο καπιταλιστικό σύστημα, να επεκτείνει μια επίθεση που ήδη είχε εξαπολύσει, σ’ όλο το φάσμα -και σε μεγάλο βάθος- των ταξικών και διεθνών σχέσεων.
«Όλα καλά» λοιπόν για το καπιταλιστικό σύστημα, τους ιμπεριαλιστές και ειδικότερα αυτούς της Δύσης, τους κατ’ εξοχήν νικητές αυτής της εξέλιξης αυτής της ανατροπής. Έτσι αλλά όχι ακριβώς. Στο ίδιο το στρατόπεδο των «νικητών» οι ανταγωνισμοί όχι μόνο δεν εξαλείφθηκαν, αλλά εντάθηκαν ακριβώς σε συνάρτηση μ’ αυτή την ανατροπή που έθεσε θέμα αναδιανομής ρόλων.
Η «απελευθέρωση» και κυριάρχηση των «νόμων της αγοράς» έδωσε μεν ανοικτό πεδίο δράσης, αλλά ταυτόχρονα ανέδειξε και όξυνε περισσότερο τις αντιφάσεις, και τις αντινομίες συνολικά του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι, και σε συνάρτηση με μια κρίση που παρ’ όλες τις συνταγές δεν λέει να ξεπεραστεί, το σύστημα κινείται σε μια τροχιά ανακύκλωσης των αδιεξόδων του. Όλα αυτά χωρίς και παρά τα επιφαινόμενα να έχει λυθεί (και δεν θα μπορούσε) το πρόβλημα σχέσεων Δύσης-Ανατολής, ή καλύτερα με πάντα εκκρεμές το «πρόβλημα Ρωσία». Πάν’ απ’ όλα χωρίς ν’ αντιμετωπίζει στη φάση αυτή πρόβλημα πίεσης από το προλεταριάτο και την πάλη των λαών, τέτοια σαν αυτή που οπωσδήποτε θα αντιμετωπίσει, καθώς το προλεταριάτο και το κίνημα θ’ ανασυγκροτείται σε μια πορεία. Εξέλιξη που όχι μόνο θα θέσει το σύστημα αντιμέτωπο με τους λαούς, αλλά και που θα ενεργοποιήσει και θα εντείνει ακόμη περισσότερο τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του.
Παρ’ όλα αυτά η αστική φιλολογία «επιμένει». «Ά, δεν είναι τίποτα όλα αυτά». Οι ανταγωνισμοί δεν είναι παρά απλές και φυσιολογικές τριβές. Οι αντιφάσεις εκτροπές από την «κανονική» λειτουργία του συστήματος. Η ανέχεια, η εξαθλίωση «λυπηρά φαινόμενα» που υπάρχουν κι αυτά -τι να κάνουμε- αλλά που δεν χαρακτηρίζουν συνολικά το σύστημα. Είναι το κόστος για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Την αύξηση της παραγωγικότητας. Το τίμημα της ανάπτυξης. Δεν είναι παρά παρενέργειες ενός κατά τ’ άλλα «υγιώς» λειτουργούντος συστήματος.
Αυτού που μέσω της παγκοσμιοποίησης της αγοράς οδηγεί στην κατάργηση των συνόρων και την ενοποίηση χωρών και λαών (κι ας κομματιάζονται χώρες και λαοί με πολέμους που η ίδια η λειτουργία του συστήματος επιβάλλει).
Αυτού που μέσω του εκσυγχρονισμού, οδηγεί στην ανάπτυξη (κι ας καταστρέφονται παραγωγικές δυνάμεις, ερημώνονται χώρες και εξαθλιώνονται ολόκληροι λαοί).
Αυτό στο οποίο ανήκει το μέλλον και η πρόοδος. Κι ας γίνονται όλο και πιο φανερά τα αδιέξοδα κι ας το ομολογούν ακόμα και παράγοντες του συστήματος. Και τέλος το πιο «αποστομωτικό» των επιχειρημάτων: Και στο κάτω-κάτω τι θέλετε; Ο σοσιαλισμός «απέτυχε». Τα κεφάλια μέσα λοιπόν.
Όσο μας αφορά δεν είναι ότι δεν βλέπουμε αυτό που είναι ολοφάνερο. Ότι το καπιταλιστικό σύστημα έχει διασφαλίσει μια σαφή υπεροχή, και ένα ανοικτό πεδίο δράσης. Έχουμε όμως ταυτόχρονα την εκτίμηση ότι μόνο σ’ αυτό δεν ανήκει το μέλλον. Αυτό που εμείς βλέπουμε δεν είναι η πρόοδος και η ανάπτυξη, η καλυτέρευση της ζωής των ανθρώπων, αλλά η διαρκής ανακύκλωση των αδιεξόδων του συστήματος. Το μέλλον ανήκει στο προλεταριάτο, τις εργαζόμενες μάζες, τους λαούς. Το μέλλον ανήκει στον σοσιαλισμό. Ναι σ’ αυτόν που «απέτυχε».
Σ’ αυτό εδώ το κείμενο θα σταθούμε στην οικονομική ούτως ειπείν πλευρά των ζητημάτων που τέθηκαν παρ’ όλο που τα θεωρούμε (και είναι) αξεχώριστα δεμένα με τα πολιτικά. Στο περιεχόμενο, τους στόχους, τον χαρακτήρα της επίθεσης ενάντια στους λαούς. Στην προσπάθεια να καταδείξουμε ότι η πραγματικότητα που διαμορφώνει το καπιταλιστικό σύστημα είναι η ακριβώς αντίθετη απ’ αυτή που εμφανίζεται σ’ αυτά που διακηρύσσονται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αναφερθήκαμε προηγούμενα σε μια εξέλιξη που διαμόρφωσε το έδαφος για την εξαπόλυση της επίθεσης του συστήματος. Διακρίνουμε δύο περιόδους. Αυτήν που συνδέεται με την λήξη (και τα αποτελέσματα) του Β’ ΠΠ και αυτή που συνδέεται με την ολοκλήρωση της ανατροπής του παγκόσμιου συσχετισμού σε βάρος των λαών και που μπορούμε να προσδιορίσουμε σαν σημείο αναφοράς την περίοδο ’89-’91. Αν επιχειρούσαμε μια συνόψιση θα διακρίναμε:
α)Για την πρώτη περίοδο. Διαμορφώνεται ένας διεθνής συσχετισμός που παρόλο που παραμένει γενικά (στα «στατιστικά» του στοιχεία) υπέρ του καπιταλιστικού στρατοπέδου, έχει ένα πολύ ισχυρό αντίβαρο στην παρουσία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου που επιπλέον η δυναμική των πραγμάτων δείχνει να είναι μαζί του. Αντίστοιχα έχει διαμορφωθεί ο «εσωτερικός» ταξικός συσχετισμός ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Το καπιταλιστικό σύστημα (Δύση) δεν έχει κανενός είδους πρόσβαση σ’ ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη το πρώτο διάστημα, αλλά και στο επόμενο (μετά το ’56) οι προσβάσεις του και οι συνδέσεις που αναπτύσσει έχουν περιορισμένο και «ειδικό» χαρακτήρα. Ως προς την σχέση με τον τρίτο κόσμο αλλού κυριαρχεί και συνεχίζει να τον εκμεταλλεύεται αλλού όμως διαμορφώνονται προσανατολισμοί που οδηγούν στην άλλη πλευρά («μη καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης») και αλλού μια ενδιάμεση κατάσταση («κίνημα αδεσμεύτων»). Ως προς τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις καπιταλιστικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης αυτός είναι πάντα υπαρκτός, περνάει από μια πρώτη μεταβατική φάση όπου εκδηλώνονται έντονες τριβές έως συγκρούσεις, που ανέδειξαν σαν αδιαφιλονίκητα ηγεμονική δύναμη τις ΕΠΑ, σε μια δεύτερη όπου χωρίς να εξαφανίζονται οι ανταγωνισμοί διαμορφώνονται όροι μεγαλύτερης σύμπνοιας και συντονισμού προσπαθειών απέναντι στον κοινό εχθρό. Αυτό υπήρξε σε χοντρές γραμμές το πλαίσιο που υποχρέωσε το καπιταλιστικό σύστημα ν’ αποδεχθεί κάποιες μεταρρυθμίσεις για να διασωθεί.
β)Η δεύτερη περίοδος είναι αυτή που μπορούμε να προσδιορίσουμε σαν σημείο αναφοράς της το ’89-’91 όταν ολοκληρώνεται η πορεία ανατροπής του παγκόσμιου συσχετισμού υπέρ του καπιταλιστικού συστήματος σε βάρος των λαών. Ο ταξικός συσχετισμός υπέρ της αστικής τάξης απέναντι στο προλεταριάτο. Του ιμπεριαλισμού απέναντι στους λαούς. Της Δύσης απέναντι στην Ανατολή.
Στην συνολική διαμόρφωση όρων και πλαισίου που επιτρέπει στο καπιταλιστικό σύστημα να κλιμακώσει την επίθεση του σε πρωτοφανή κλίμακα και επίπεδα.
Το ζήτημα δεν είναι οικονομικό όσο κι αν μερικές φορές προσπαθεί να εμφανιστεί σαν τέτοιο. Είναι πάντα ζήτημα σχέσεων και συσχετισμών. Αυτών που αναγκάζουν το καπιταλιστικό σύστημα σε μεταρρυθμίσεις μια ορισμένη περίοδο, και αυτών που του επιτρέπουν σε μια άλλη -με πολλαπλάσιες οικονομικές δυνατότητες- να τις καταργεί.
Αυτών που του ανοίγουν το δρόμο για να λειτουργεί πιο επιθετικά πιο «καθαρά» χωρίς να «νοθεύει» τους «νόμους της αγοράς» με «κοινωνικά κράτη» και άλλες τέτοιες «ευαισθησίες».
Φυσικά οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα παραμένουν.
Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά κάποια πράγματα.
2. ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΝΑΔΕΙΧΘΗΚΑΝ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Β’ Π.Π.
Ως προς τα αποτελέσματα του Β’ ΠΠ αυτά που χρειάζεται να επισημάνουμε εδώ είναι: Η συντριβή της πιο αντιδραστικής έκφρασης του καπιταλιστικού συστήματος του ναζιφασισμού. Η πύρρειος νίκη που λίγο απείχε από την ήττα των παραδοσιακών «συντηρητικών» καπιταλιστικών σχηματισμών (Αγγλία – Γαλλία). Η νίκη των ΕΠΑ που αντιπροσώπευε στη φάση εκείνη με το Ρουσβελτικό new deal, την πιο ανανεωμένη, την πιο προωθημένη έκφραση του καπιταλιστικού συστήματος.
Από την άλλη μεριά η νίκη της ΣΕ, του σοσιαλισμού του κομμουνιστικού κινήματος, η αφύπνιση των λαών στις αποικίες και σ’ όλο τον κόσμο.
Στη βάση αυτή διαμορφώθηκαν τα δύο στρατόπεδα, η αντιπαράθεση των δύο κόσμων, ο ψυχρός πόλεμος. Του σοσιαλιστικού με επικεφαλής την ΣΕ και του καπιταλιστικού με επικεφαλής τις ΕΠΑ Βεβαίως η αναγνώριση της ηγεμονίας των ΕΠΑ και των συνεπειών της στη Δύση δεν έγινε χωρίς κάποιες περιπλοκές. Με αποκορύφωμα την σύγκρουση στο Σουέζ (1956) υπήρξε μια περίοδος έντονων αντιπαραθέσεων για την αποικιακή «κληρονομιά» και τα πετρέλαια της Μ. Ανατολής που με την πλήρη επικράτηση των ΕΠΑ πέρασαν στην δικαιοδοσία της.
Υπάρχουν πολλά στα οποία θα μπορούσε ν’ αναφερθεί κανείς. Αυτό στο οποίο θέλουμε ν’ αναφερθούμε είναι το πως το καπιταλιστικό σύστημα στον αιώνα μας, και ιδιαίτερα μετά τον Β’ ΠΠ, κινήθηκε με άξονα αναφοράς τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Οι φόβοι των καπιταλιστών (που σ’ ορισμένες περιπτώσεις άγγιζαν τα όρια του πανικού) δεν ήταν χωρίς αντικείμενο. Η ΣΕ ήταν (μαζί με τις ΕΠΑ) από τους μεγάλους νικητές του πολέμου. Είχε δημιουργηθεί το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Στην Κίνα η νικηφόρα πορεία των λαϊκών δυνάμεων δεν υπήρχε τρόπος ν’ ανακοπεί. Στην Κορέα, στο Βιετνάμ. Στην Ευρώπη, σε Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, το ζήτημα του ποιος ποιον δεν είχε ακόμη κριθεί τελεσίδικα. Οι λαοί στις αποικίες είχαν αφυπνισθεί. Το Κομμουνιστικό Κίνημα είχε αναδειχθεί σε αδιαμφισβήτητη ηγετική δύναμη των λαών σ’ όλο τον κόσμο με το κύρος του στο απόγειο.
Οι αστικές δυνάμεις με επικεφαλής τις ΕΠΑ κινήθηκαν δραστήρια. Υπήρξαν μια σειρά κινήσεις και ενέργειες, πολιτικού οικονομικού και στρατιωτικού χαρακτήρα που υλοποίησαν την πολιτική της «ανάσχεσης».μιας πολιτικής που χώρισε την Ευρώπη στα δύο. Δικό τους λοιπόν κατ’ αρχήν έργο είναι τα τείχη, αυτοί είναι που τα όρθωσαν για να «προφυλάξουν» τον «ελεύθερο κόσμο», δικό τους και το «σιδηρούν παραπέτασμα» τόσο σαν όρος (για την ακρίβεια η πατρότητά του ανήκει στον Γκέμπελς) και κυρίως ως πράξη. Η δημιουργία του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ με υπαγόρευση και καθοδήγηση των ΕΠΑ επισφράγισαν μια τέτοια κατεύθυνση. Στη συνέχεια και ενόσω υπήρξε και μια σχετική σταθεροποίηση των θέσεων τους, διαμόρφωσαν στην πορεία και πολιτικές ευρύτερων και πιο μακρόπνοων προοπτικών.
Αυτή η πλευρά κύρια μας ενδιαφέρει εδώ και σ’ αυτή θα σταθούμε.
Σαν βάσεις αυτής (αλλά και της γενικότερης) πολιτικής των αστικών δυνάμεων (βασικά της Δύσης) μπορούμε να διακρίνουμε:
Την στρατιωτική ισχύ των ΕΠΑ που η κατοχή της ατομικής βόμβας της έδινε την υπεροχή.
Την οικονομική ευρωστία (των ΕΠΑ) που στις τότε συνθήκες υπερτερούσε απέναντι σε όλο μαζί τον υπόλοιπο κόσμο.
Την υποδομή στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης που ήταν από τις πιο αναπτυγμένες και ισχυρές στον κόσμο, και που είχαν υποστεί πολύ μικρότερες ζημιές από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα την ΣΕ.
Υπήρχε ένας συνολικά ευνοϊκός συσχετισμός των δυνάμεων του καπιταλιστικού συστήματος, που υπερείχαν στρατιωτικά, οικονομικά, που έλεγχαν ακόμη τις περισσότερες χώρες του πλανήτη, που έλεγχαν τις θαλάσσιες και εναέριες μεταφορές και επικοινωνίες.
Η αναγνώριση (έστω και με τριβές) του ηγεμονικού ρόλου των ΕΠΑ διευκόλυνε την συσπείρωση, τον συντονισμό όλων αυτών των δυνάμεων και των προσπαθειών τους στην κατεύθυνση του κοινού στόχου.
Ένα πράγμα δεν έλεγχαν. Δεν έλεγχαν τους λαούς, τις επιθυμίες και τις προσδοκίες τους, τα διαφορετικά δεδομένα που θα μπορούσε να διαμορφώσει σε μια πορεία η ανάπτυξη της πάλης τους.
Από την άποψη αυτή έχει μια ιδιαίτερη σημασία να υπογραμμιστεί το γεγονός της ανοικτής προσχώρησης στο καπιταλιστικό στρατόπεδο συνολικά της σοσιαλδημοκρατίας, με κορυφαία έκφραση την «στροφή» της «ουδέτερης» Σουηδίας το 1948. Μια εξέλιξη που έδωσε τη δυνατότητα στον καπιταλισμό να διευρύνει και τις εσωτερικές βάσεις στήριξης του.
Ενόσω λοιπόν ανασυγκροτούνταν ο καπιταλισμός και ενόσω αποκαθιστούσε την ροή των κερδών από την εκμετάλλευση των περιοχών του πλανήτη που είχε υπό τον έλεγχο του, διαφοροποιούνταν και ως προς τις τάσεις που αναπτυσσόταν στο εσωτερικό του και την «λογική» που τις χαρακτήριζε. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο η διεκδικητική πάλη των εργαζομένων, συναντούσε ένα καπιταλισμό όλο και λιγότερο δύσκαμπτο και διατεθειμένο για κάποιες μεταρρυθμίσεις ενόσω δεν τίθονταν πλέον ζήτημα εξουσίας. Αυτά βέβαια στις μητροπόλεις και ως ένα βαθμό και σε κάποιες «όμορες» χώρες. Στον υπόλοιπο κόσμο η αντιμετώπιση ήταν διαφορετική. Εκεί και τα περιθώρια ήταν άλλα, και κυρίως οι κίνδυνοι (για το καπιταλιστικό σύστημα) να τεθεί ζήτημα εξουσίας μεγαλύτεροι. Εκεί είχαμε τα πραξικοπήματα, τις δικτατορίες κ.λπ.
Έτσι σε μια πορεία στις μητροπόλεις το καπιταλιστικό σύστημα μπόρεσε:
Να διευρύνει την κοινωνική βάση στήριξής του.
Δόθηκαν περιθώρια ανάπτυξης σε μεσοστρώματα.
«Περιφρουρήθηκε» ως ένα βαθμό ο αγροτικός χώρος από μορφές άγριας καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Μέσω από ένα είδος «μεταφοράς» του new deal το κράτος ανέλαβε ευρύτερο οικονομικό ρόλο. Ανέλαβε τα έργα υποδομής και κάθε δραστηριότητα που απαιτούσε μεγάλες επενδύσεις χωρίς άμεσο και μεγάλο κέρδος. (Το τελευταίο μ’ ένα τρόπο συνεχίζεται και σήμερα). Αυτή η κατεύθυνση πέρα από την ώθηση που έδωσε στο κεφάλαιο, δημιούργησε και ένα πλήθος μισθωτών με κάποιες μεγαλύτερες διασφαλίσεις.
Σε μια προσπάθεια «απάντησης» στις κοινωνικές κατακτήσεις του σοσιαλιστικού συστήματος προώθησε το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» (αυτό που σήμερα ξηλώνει) με αρμοδιότητες σε τομείς όπως υγείας και περίθαλψης, ασφάλειας, κ.ά. Φυσικά πάντα μέσα στην λογική και τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος αλλά σε μια κατεύθυνση λείανσης των πιο αποκρουστικών του πλευρών, και εκτόνωσης των εντάσεων που θα μπορούσε να προκαλέσουν.
Ιδιαίτερη μέριμνα πάρθηκε για περιοχές που συνόρευαν και επικοινωνούσαν άμεσα με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο με στόχο να αποτελέσουν την «βιτρίνα» του συστήματος με πιο χαρακτηριστική περίπτωση το Βερολίνο.
Ξεχωριστή προβολή επιφυλάχθηκε για το «Σουηδικό μοντέλο» του «3ου δρόμου» κ.λπ. κ.λπ., ενώ ατμομηχανή και καθοδηγητική δύναμη του συστήματος αποτέλεσαν οι ΕΠΑ
Παράλληλα στο πολιτικό πεδίο δόθηκαν ρόλοι στην σοσιαλδημοκρατία, στους ρεφορμιστές, στους «συνεννοήσιμους» συνδικαλιστές, οργανώθηκαν ιδεολογικοί μηχανισμοί, ενώ παρέμενε πάντα έτοιμο προς χρήση το πλέγμα καταστολής και καταπίεσης.
Για όλα αυτά και για άλλα, θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά. Σταθήκαμε μόνο σε κάποια που συνδέονται με τα ζητήματα που θέλουμε να θέσουμε. Σ’ ένα και μόνο ακόμη ζήτημα θ’ αναφερθούμε εδώ. Στην ρεβιζιονιστική στροφή στην ΣΕ, την επικράτηση της χρουστσοφικής κατεύθυνσης. Για την σημασία της, τις δραματικές επιπτώσεις στην πορεία του σοσιαλισμού και του κομμουνιστικού κινήματος έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα (καθώς βέβαια και πολλοί άλλοι) και άλλωστε δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ. Σ’ αυτές τις γραμμές δύο στοιχεία θέλουμε να επισημάνουμε. Η ρεβιζιονιστική στροφή υπήρξε η πρώτη μεγάλη νίκη του καπιταλιστικού συστήματος απέναντι στο κίνημα, μετά από πολλά χρόνια.
Απελευθερώθηκε από την πίεση του κινήματος στο εσωτερικό του.
Είδε ν’ αναπτύσσονται αστικά στοιχεία στις σοσιαλιστικές χώρες.
Είδε το σοσιαλιστικό σύστημα να χάνει τις κινητήριες δυνάμεις του και την δημιουργική του πνοή.
Είδε ότι μπορεί να επιδράσει ενισχύοντας αυτές τις ευνοϊκές (για το καπιταλιστικό σύστημα) τάσεις, και άρχισε να διαμορφώνει (μέσα από αντιφάσεις πάντα και παλινδρομήσεις) ανάλογες στρατηγικές κατευθύνσεις.
Από την άλλη μεριά, αυτό που επίσης χρειάζεται να υπογραμμιστεί, είναι ότι η εξέλιξη αυτή, άλλαξε τον χαρακτήρα αλλά δεν ανέτρεψε, δεν άλλαξε τα μέτωπα αντιπαράθεσης. Η αντίθεση των δύο στρατοπέδων, ο ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων παρέμειναν σαν κυρίαρχα στοιχεία στην παγκόσμια πολιτική κονίστρα.
Οι συναντήσεις Χρουστσόφ – Αϊζενχάουερ, η «ειρηνική συνύπαρξη», οι διάφοροι «ιστορικοί συμβιβασμοί» δεν άλλαξαν τους προσανατολισμούς, τις κατευθύνσεις, τους στόχους, την συγκρότηση του καπιταλιστικού στρατοπέδου, της Δύσης.
Οι ανατροπές που συντελέστηκαν την περίοδο ’89-’91 είχαν καταλυτικές επιδράσεις στο σύνολο των ζητημάτων που απασχολούν την ανθρωπότητα. Εδώ θα σταθούμε σύντομα σε μερικές μόνο πλευρές. Κύρια αυτές που αφορούν την σχέση αστικής τάξης-προλεταριάτου, κεφαλαίου -εργαζόμενων μαζών, ιμπεριαλισμού-λαών. Η διαφοροποίηση αυτής της σχέσης έχει βέβαια μια «προϊστορία». Η πρώτη αντίδραση του κεφαλαίου απέναντι στην κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’70, ήταν να φορτώσει τις συνέπειες στους εργαζόμενους. Η συνέχιση της κρίσης αλλά και η μειωμένη αντίσταση που εμφάνισε το εργατικό κίνημα διαβρωμένο από τον ρεβιζιονισμό και τον ρεφορμισμό, έδωσε άλλον «αέρα» στο σύστημα που κλιμάκωνε συνέχεια αυτή την επίθεση. Αναπτύσσονται οι απόψεις του μονεταρισμού, του νεοφιλελευθερισμού, της «Σχολής του Σικάγου» του Φρήντμαν. Η άνοδος της Θάτσερ και του Ρέιγκαν, αρχίζει να δίνει στην επίθεση χαρακτηριστικά στρατηγικού χαρακτήρα. Όλα αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά και έχουμε αναφερθεί πολλές φορές. Αυτό που θα θέλαμε εδώ να υπογραμμίσουμε, είναι η ενίσχυση που πρόσφερε η περεστρόικα του Γκορμπατσόφ σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Για να θυμίσουμε τις δύο βασικές κατευθύνσεις της περεστρόικα, αυτές ήταν όσον αφορά το εσωτερικό η «απελευθέρωση» της ΝΑΤ και διεθνώς η διαμόρφωση όρων και κλίματος για αποδοχή και μπάσιμο της ΣΕ στην παγκόσμια αγορά. (Άλλο τι τους «προέκυψε»). Βασικός στόχος σε μια τέτοια κατεύθυνση, το χτύπημα όσων εργατικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων είχαν κατορθώσει να διασωθούν από τις (επί 30 χρόνια) ρεβιζιονιστικές «μεταρρυθμίσεις», η κατάργηση κι αυτής της επίφασης «σοσιαλισμού» που διατηρούσαν και κάθε στοιχείου που θύμιζε ή παρέπεμπε στο σοσιαλιστικό παρελθόν. Η συνταγή ήταν «απλή». Στα 30 χρόνια της κυριαρχίας τους είχαν οδηγήσει την χώρα στην «στασιμότητα» και τους λαούς σε όλο και χειρότερη κατάσταση από κάθε άποψη. Έ, λοιπόν αυτός ήταν ο «σοσιαλισμός» και γι’ αυτό θα ‘πρεπε ν’ αλλαχτεί. Θα μπορούσε να ειπωθεί και κάπως έτσι. Κάτω ο σοσιαλισμός του Γκορμπατσόφ, Γέλτσιν, Τσερνομίρτιν, ζήτω ο καπιταλισμός των Γκορμπατσόφ, Γέλτσιν, Τσερνομίρτιν! Μπήκαν έτσι στο στόχαστρο τα εργατικά δικαιώματα. Το δικαίωμα στη δουλειά, το ωράριο, τα διαλείμματα, οι άδειες κ.ά. τότε ήταν που αναπτύχθηκε και η επαίσχυντη φιλολογία για τους «τεμπέληδες εργάτες» που αναπαράχθηκε παγκόσμια από όλα τα σαπρόφυτα του συστήματος, από όλους εκείνους που δεν δούλεψαν ποτέ. Έτσι στο ρεύμα που αναπτύσσονταν στη Δύση, ήρθε να προστεθεί το ρεύμα της Ανατολής, για να δώσει αέρα στα πανιά και ευρύτερη βάση στήριξης στη γενικευμένη πλέον επίθεση στο προλεταριάτο και τους λαούς.
Στο διάστημα ’89-’91 συντελείται η κατάρρευση των Ανατολικών χωρών, η διάλυση της ΕΣΣΔ. Ολοκληρώνεται η διαδικασία ανατροπής του παγκόσμιου συσχετισμού υπέρ των πιο αντιδραστικών δυνάμεων. Της αστικής τάξης απέναντι στο προλεταριάτο. Του ιμπεριαλισμού απέναντι στους λαούς. Της Δύσης απέναντι στην Ανατολή.
Η επίθεση παίρνει όχι απλά στρατηγικό αλλά καταλυτικό χαρακτήρα. Η ληστεία σε βάρος των χωρών του 3ου κόσμου παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, η εξαθλίωση των λαών τους, ο καθημερινός θάνατος από πείνα και αρρώστιες «συνηθισμένο» και μόνιμο χαρακτηριστικό.
Οι Ανατολικές χώρες αναδεικνύονται σε νέο πεδίο δράσης του κεφαλαίου, γίνονται προσπάθειες διείσδυσης. Ο Καύκασος και τα πετρέλαιά του γίνονται πεδίο ανταγωνισμού, οι οικονομίες των Ανατολικών χωρών καταστρέφονται – «παρθενοποιούνται» και οι λαοί τους κυριολεκτικά εξανδραποδίζονται.
Χώρες κομματιάζονται και οι λαοί τους οδηγούνται σε σφαγεία πολέμων για να τροφοδοτήσουν με το αίμα τους, τους τερατώδεις μηχανισμούς του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού.
Ο σοσιαλισμός πέθανε, ζήτω λοιπόν ο καπιταλισμός και ό,τι αυτός συνεπάγεται.
Οι «νόμοι της αγοράς» κυριαρχούν πλέον και στα πλαίσια αυτής της κυριαρχίας εξαπολύεται ένα κύμα βαρβαρότητας χωρίς προηγούμενο.
Δημιουργείται και αναπτύσσεται ένα «ρεύμα» όλο και πιο ισχυρό, όλο και πιο ανεξέλεγκτο που οδηγεί την ανθρωπότητα σ’ ένα είδος «μεταμοντέρνου» μεσαίωνα.
Όλα φαίνονται ρόδινα πλέον για τον καπιταλισμό και μαύρα για τους λαούς.
Έτσι, αλλά όχι ακριβώς!
Αν παίρναμε τοις μετρητοίς τις διακηρύξεις Μπους -Γκορμπατσόφ που οι «διανεμητές» κονδυλοφόροι κ.ά. τις αναμασούσανε για καιρό, θα πιστεύαμε ότι με το «τέλος του ψυχρού πολέμου» η ειρήνη, η ασφάλεια, η δημοκρατία θα βασίλευαν εφεξής και εις το διηνεκές. Πως η απόλυτη πλέον κυριαρχία των «νόμων της αγοράς» θα αποκαθιστούσαν όλες τις ισορροπίες, θα έφερναν την αρμονία, την κοινωνική γαλήνη, την ανάπτυξη, την ευημερία.
Είναι το «τέλος της ιστορίας» διακήρυξε κάποιος ευελπιστώντας να αναδειχτεί σε νέο Μτ.Χ. (Τζ. Κέναν) της εποχής μας.
Αλλά φευ!
Οι αντιθέσεις, οι ανταγωνισμοί συνέχισαν όχι μόνο να υπάρχουν αλλά και να οξύνονται.
Η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης συνέχισε να παραμένει κυρίαρχο στοιχείο του συστήματος. Η καταστροφή του περιβάλλοντος παίρνει όλο και πιο εφιαλτικές διαστάσεις. Μέσα σε μια κρίση που δεν επιδέχεται εξορκισμούς, οι εντάσεις, οι επεμβάσεις, το ματοκύλισμα των λαών, ο κτηνώδης μηχανισμός μετατροπής του αίματος των λαών σε δολάρια αναδείχνονται πλέον σαν η «διέξοδος» στα αδιέξοδα του συστήματος.
Οι αιτίες -κι αυτό δεν ξεπερνιέται μ’ ευχολόγια- βρίσκονται όπως ήδη αναφέραμε μέσα στο ίδιο το σύστημα, τις αντιφάσεις, τις αντινομίες του. Μέσα ακριβώς σ’ αυτό που αποτελεί την κινητήρια αλλά και δύναμη καταστροφής. Γιατί στόχος του καπιταλιστή δεν είναι η δημιουργία, η παραγωγή, δεν είναι η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Αυτά στην «καλύτερη» περίπτωση είναι «παρεπόμενα» μιας δραστηριότητας που αντικειμενικός της στόχος είναι το κέρδος. Αν παράγοντας και πουλώντας ψωμί βγάζει κέρδος, θα πουλήσει ψωμί, αν πουλώντας αέρα, θα πουλήσει αέρα, αν πουλώντας θάνατο, θα πουλήσει θάνατο. Στην ίδια κατεύθυνση ενεργεί και η τάση για «ασφάλεια» -μεγιστοποίηση των κερδών. Θα μπορούσαμε ν’ αναφερθούμε σε δεκάδες κι εκατοντάδες παραδείγματα επενδύσεων που με απόλυτο κριτήριο το κέρδος αγνοούν τις πρωταρχικές ανθρώπινες ανάγκες για δευτερεύουσες. Που αγνοούν πραγματικές ανάγκες για να πλασάρουν τεχνητές. Που δεν ανταποκρίνονται σε καμία πραγματική ανθρώπινη ανάγκη, αλλά έρχονται να καλύψουν «ανάγκες» που προκαλούν οι αντιφάσεις του ίδιου του συστήματος. Που λειτουργούν περισσότερο καταστροφικά για τον άνθρωπο και τη φύση παρά δημιουργικά. Που πέρα από την «καθημερινή αθλιότητα» έχουν ήδη «προσφέρει» στην ανθρωπότητα δύο παγκόσμιους πολέμους (κι εκατοντάδες μικρότερους) με εκατομμύρια νεκρούς.
Ας τα δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά όλα αυτά και μέσα από την συγκεκριμένη δράση και τις τάσεις που αναπτύσσει το κεφάλαιο σήμερα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
1. ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ
Για το ότι αναπτύσσεται ένα είδος παγκοσμιοποίησης της οικονομίας -και κυρίως της αγοράς- δεν είναι κάτι για το οποίο χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς. Ως προς το τι, πραγματικά εκφράζει ωστόσο, ποιο το περιεχόμενο αλλά και τα όριά της, οι απόψεις είναι διαφορετικές. Κατά τους αστούς οικονομολόγους, θεωρητικούς κ.λπ., η ανθρωπότητα περνάει σ’ ένα νέο ανώτερο στάδιο παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, γκρεμίσματος των συνόρων, ενοποίησης χωρών και λαών, κ.λπ. κ.λπ. Σε ανάλογα μήκη κύματος κινείται και η ρεφορμιστική φιλολογία. Αυτή μάλιστα έχει και την δική της παράδοση. Περίπου αιώνα συμπληρώνει η άποψη των θεωρητικών της Β’ Διεθνούς πως η ανθρωπότητα οδηγείται σ’ ένα νέο ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού, που υπερβαίνει την φάση του ιμπεριαλισμού και περνάει στη φάση του υπεριμπεριαλισμού. Ταυτόχρονα ο τρόπος που αντιμετωπίζονται από ορισμένες πλευρές οι οικονομικές ενώσεις, οι συνασπισμοί καπιταλιστικών ιμπεριαλιστικών χωρών, τροφοδοτεί από τη μεριά τους την ανάλογη φιλολογία. Η άποψή μας είναι διαφορετική. Φυσικά και υπάρχει η τάση της διεθνοποίησης. Στη βάση της βρίσκεται η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που ωθεί σε μια τέτοια κατεύθυνση. Φορείς της η τάση επέκτασης της δράσης του κεφαλαίου. Η επεκτατικότητα του ιμπεριαλισμού. Ενισχύεται από την τάση συγκέντρωσης και συγκεντρωποίησης, την διαμόρφωση επιχειρησιακών γιγάντων που παίρνουν και πολυεθνικό χαρακτήρα. Τι είδους ωστόσο και από ποιους παράγοντες καθορίζεται μαζί με τους προηγούμενους;
Η απάντηση βρίσκεται μέσα στην ίδια την ιστορική βάση συγκρότησης του καπιταλιστικού συστήματος δια μέσου των αιώνων.
Την συγκρότησή του σε εθνική, κρατική βάση.
Το πέρασμα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο όχι μόνο δεν εξουδετέρωσε αυτή την σχέση, αλλά από ορισμένες πλευρές την ισχυροποίησε ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε ότι αυτό συνδυάστηκε με το πέρασμα στη φάση του Κρατικού Μονοπωλιακού Καπιταλισμού (ΚΜΚ). Αν ρίξουμε μια σύντομη ματιά στην ιστορία, θα δούμε μάλλον την παραπέρα ισχυροποίηση αυτής της σχέσης και του ρόλου του κράτους παρά το αντίθετο.
Η επέκταση της δράσης του κεφαλαίου, συνδυάστηκε με μέτρα πολιτικού έως και στρατιωτικού χαρακτήρα τέτοια, που μόνο το κράτος μπορούσε να του παρέχει. Η ιμπεριαλιστική επέκταση δεν νοούνταν (και δεν νοείται) χωρίς πολιτική και στρατιωτική επιβολή τέτοια που μόνο ένα ισχυρό κράτος μπορούσε να ασκήσει. Ο ανταγωνισμός, σύμφυτο στοιχείο της ιμπεριαλιστικής επεκτατικής τάσης δεν υποτάχτηκε ποτέ στους «νόμους της αγοράς» αλλά υποστηρίχτηκε από πολιτικά και στρατιωτικά μέσα. Ακριβώς στη βάση αυτών των χαρακτηριστικών οδηγήθηκε το σύστημα σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Γιατί βεβαίως μπορεί το κέρδος όπως λέγεται να μην έχει χρώμα και εθνικότητα, έχουν όμως -υποχρεωτικά- οι στρατοί. Η τάση διεθνοποίησης συνεπώς, βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπη με σοβαρές αντίρροπες τάσεις και πάνω απ’ όλα με την ίδια την ύπαρξη του αστικού κράτους. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η βασική αντίφαση του συστήματος ως προς το ζήτημα αυτό, αυτή προσδιορίζει και τα όρια της όποιας διεθνοποίησης.
Μια τέτοια -υπαρκτή πάντα- τάση, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την «λύση» αυτής της αντίφασης, χωρίς το ξεπέρασμα του αστικού κράτους. Αλλά η ύπαρξη του αστικού κράτους είναι σύμφυτη με την ίδια την ύπαρξη της αστικής τάξης όπως αυτή έχει ιστορικά συγκροτηθεί. Η αστική τάξη θα πρέπει να υπερβεί και τον ίδιο της τον εαυτό, κι αυτό δεν είναι από τα ζητήματα εκείνα που σχεδιάζονται και λύνονται σε κάποια επιτελεία.
Έχουμε λοιπόν την άποψη, ότι το ξεπέρασμα αυτών των αντινομιών (κ.ά. βέβαια) είναι έργο άλλων κοινωνικών δυνάμεων, που δεν έχουν τέτοιες «ιστορικές δεσμεύσεις» και ταυτόχρονα έχουν άλλον ιστορικό ορίζοντα.
Αλλάζουν όμως κάποια όμως σήμερα ποια, και ποιος ο χαρακτήρας τους. Προωθείται λέει ραγδαία η διεθνοποίηση, η ενοποίηση της οικονομίας, στη βάση ενός διεθνούς καταμερισμού κ.λπ. κ.λπ.
Η αστική φιλολογία για να στηρίξει τα προηγούμενα, προβάλλει λ.χ. την νομισματική διασύνδεση (μέσω των ισοτιμιών, των διατραπεζικών διασυνδέσεων) την παγκόσμια αγορά κεφαλαίου (με την on line μάλιστα διαχρηματιστηριακή διασύνδεση), των επενδύσεων το δίκτυο μεταφορών, πληροφοριών την ελεύθερη (sic) διακίνηση εργαζομένων, τις οικονομικές ενώσεις κ.λπ. κ.λπ.
Όσο μας αφορά, θεωρούμε ένα ζήτημα την ύπαρξη της παγκόσμιας αγοράς και ένα διαφορετικό την ενοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας στη βάση της. Όσον αφορά τον «καταμερισμό» έτσι όπως προβάλλεται τον θεωρούμε απλά μια απάτη.
Αυτό που εμείς βλέπουμε, είναι η ανισομετρία ανάπτυξης, ο διαχωρισμός σε ζώνες (με κριτήρια από οικονομικά έως πολιτικά) ο διαχωρισμός σε …κράτη.
Οι διαχωρισμοί αυτοί υπάρχουν και αναπαράγονται στη βάση υπεροχής κάποιων πάνω σε άλλους (και όχι μόνο οικονομικής) σε όρους που επιβάλλονται, σε αντιθέσεις σε ανταγωνισμούς.
Οι τάσεις διεθνοποίησης «συνυπάρχουν» με τις τάσεις διαχωρισμού, και αυτή η αντίφαση είναι που προσδιορίζει συνολικά τον χαρακτήρα της πορείας των πραγμάτων στο ζήτημα.
Ο περίφημος «καταμερισμός» δεν διαμορφώνεται στη βάση των «συγκριτικών όρων» όπως διατείνεται η αστική πολιτική οικονομία ή έστω ενός «υγιούς ανταγωνισμού», αλλά στη βάση επιβολής όρων από κάποιους σε κάποιους άλλους και ανάλογα την διαφορά υπεροχής. Μια σχέση που δημιουργήθηκε στη βάση μιας σύνθετης ιστορικής διαδικασίας (όχι απλά οικονομικής) και που αναπαράγεται με τον ίδιο τρόπο. Όταν δεν αρκούν οι «οικονομικοί νόμοι» επιστρατεύονται οι πολιτικές πιέσεις, οι εκβιασμοί έως και οι ανοικτές στρατιωτικές επεμβάσεις για να επιβάλλουν τον «αρμόζοντα καταμερισμό».
Τότε μάλιστα! Γκρεμίζονται τα σύνορα και όχι μόνο τα οικονομικά. Αυτά βέβαια των πιο αδύναμων χωρών (ή των ηττημένων) στο όνομα της «ελευθερίας» του εμπορίου, της αγοράς, της διακίνησης κ.λπ.
Τώρα ως προς αυτά που αναφέρει η αστική φιλολογία μερικές σύντομες παρατηρήσεις.
Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ενισχύεται ολοένα και περισσότερο η τάση συγκέντρωσης και συγκεντρωποίησης, η οποία μάλιστα έχει μια σταθερή και συγκεκριμένη κατεύθυνση. Το «κέντρο».
Η συγκέντρωση κεφαλαίων, η αγορά κεφαλαίων αφορά και βρίσκεται υπό τον έλεγχο μιας συγκεκριμένης ομάδας χωρών.
Τις ίδιες χώρες αφορά και η νομισματική διασύνδεση με όσα πλεονεκτήματα (αλλά και αντιφάσεις) συνεπάγεται.
Αυτή η σχέση αποτυπώνεται και στους διάφορους αντίστοιχους διεθνείς οργανισμούς (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, ΔΤ κ.ά.). Η ανατολή βρίσκεται εκτός και «βλέπουμε», ο 3ος κόσμος επίσης εκτός και δεν βλέπουμε καθόλου. Βεβαίως και οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί δεν λείπουν με τις διάφορες νομισματικές, χρηματιστηριακές μεθοδεύσεις, το παιχνίδι με τα επιτόκια κ.λπ.
Όσον αφορά τις επενδύσεις και όταν δεν πρόκειται για απλά κερδοσκοπικές δραστηριότητες, αυτές γίνονται πάντα με τρόπο που αναπαράγουν τους διαχωρισμούς και τις ανισομέρειες.
Επιχειρήσεις αιχμής και οι πλέον κερδοφόρες στο κέντρο, ενώ στους άλλους επιφυλάσσεται ο ρόλος του προμηθευτή ενέργειας, πρώτων υλών και -ιδιαίτερα τελευταία- του υποδοχέα επικίνδυνων αποβλήτων.
Εννοείται πάντα ότι η δράση και οι εξορμήσεις του κεφαλαίου δεν γίνονται στη βάση προνομιακών οικονομικών όρων και μόνο, αλλά και τη συνοδεία …πεζοναυτών, ενώ η υπεροχή διασφαλίζεται «σιδηρά χειρί». Η «ελευθερία» διακίνησης πληροφοριών είναι τόση όση της επιτρέπουν τα δυτικά πρακτορεία που την ελέγχουν, το δίκτυο πολιτικών διασυνδέσεων και εξαρτήσεων βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, ενώ οι μεταφορές, η διακίνηση εμπορευμάτων είναι πράγματι ελεύθερες αλλά σε συνθήκες που επιτρέπουν την εποπτεία αλλά και την δυνατότητα μπλοκαρίσματος μερικού ή ολικού. Όλα τα διεθνή θαλάσσια περάσματα είναι ελεγχόμενα ενώ οι αμερικανικές βάσεις, διάσπαρτες στον κόσμο, οι στόλοι τους, (και των άλλων σε πιο περιορισμένη κλίμακα) πέρα από το προηγούμενο (μαζί με τις δυνάμεις ταχείας επέμβασης κ.ά.) συγκροτούν το τελικό και πλέον «πειστικό» επιχείρημα για τον «καταμερισμό», την διεθνοποίηση, την «ενότητα».
Υπ’ αυτούς τους όρους υπάρχει πράγματι ένα είδος παγκόσμιας αγοράς αλλά όχι ενότητα. Το σύνολο των σχέσεων που την αναπαράγουν το σύμφυτο με την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού χαρακτηριστικό της ανισόμετρης ανάπτυξης που ούτε θέλει ούτε και μπορεί ν’ αλλάξει. Ταυτόχρονα η ύπαρξη αυτών των αντιφάσεων και αντινομιών προϋποθέτει την στήριξη (και χρήση) σε πολιτική στρατιωτική δύναμη, δηλαδή στο κράτος, σχέση που με τη σειρά της εντείνει και αναπαράγει τις αντιθέσεις, τις αντιπαραθέσεις, τον πόλεμο.
3.ΕΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΙ
Ένα ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη των σχέσεων Δύσης-Ανατολής. Εμφανής η διάθεση της Ανατολής να «υποδεχτεί» τα δυτικά κεφάλαια, εμφανής και η όρεξη του δυτικού κεφαλαίου για διείσδυση και έλεγχο της ανατολικής αγοράς. Ωστόσο αυτή η ενοποίηση που δείχνει ως σερβιρισμένη στο πιάτο, δεν προχωράει με τους αναμενόμενους ρυθμούς.
Το ζήτημα δεν είναι σημερινό. Οι τάσεις σύγκλισης υπήρχαν ακόμη από την προηγούμενη περίοδο. Υπήρχαν περιπτώσεις συνεργασίας, οικονομικών συναλλαγών ή «συνάντησης» σε πεδία ανταγωνισμού (3ος κόσμος, εμπόριο όπλων κ.ά.). Μια τάση που ως προς την πολιτική της τουλάχιστον έκφραση κορυφώθηκε την περίοδο της περεστρόικα. Ωστόσο το κυρίαρχο στοιχείο παρέμενε ο διαχωρισμός σε δύο διαφορετικές ζώνες. Ο βασικός οικονομικός κορμός της Δύσης παρέμενε …δυτικός, μέσα και γύρω απ’ αυτόν περιστρεφόταν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών της δραστηριοτήτων και με επίκεντρο τις ΕΠΑ, την ΕΟΚ, την Ιαπωνία. Αντίστοιχα στην Ανατολή, με πλαίσιο την ΚΟΜΕΚΟΝ και κέντρο αναφοράς την ΕΣΣΔ. Γνωστά τα (και οικονομικά) τείχη, οι αποκλεισμοί της ΕΣΣΔ από διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς που ελεγχόταν όλοι από ΕΠΑ-Δύση κ.λπ. Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κανείς ότι οι τάσεις ενοποίησης παγιδευόταν στις «σοσιαλιστικές επιβιώσεις» και εμποδίζονταν από την πραγματικότητα του ανταγωνισμού των δύο υπερδυνάμεων. Δεν θ’ είχαμε και πολλά να διαφωνήσουμε με μια τέτοια διαπίστωση. Αυτό που κάνει εντύπωση ωστόσο, είναι πως παρ’ ότι όλα αυτά καθώς λέγεται «ανήκουν στο παρελθόν» η ενοποίηση σκαλώνει.
Η Ρωσία δεν γίνεται αποδεκτή στο κλαμπ. Διατηρούνται οι οικονομικές απαγορεύσεις απέναντί της. Οι περιορισμοί οι αποκλεισμοί από διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς. Φαινόμενα υστερίας συντάραξαν συνολικά την Δύση στην προοπτική να πουληθούν οι S-300 στην Κύπρο. Ο ανταγωνισμός για τα πετρέλαια του Καυκάσου μετράει ήδη δεκάδες χιλιάδων νεκρούς. Ακόμα και στις άλλες ανατολικές χώρες που με τόση προθυμία προσφέρονται, οι επενδύσεις (πλην ως ένα βαθμό της Γερμανίας που έχει λόγους να «βιάζεται») γίνονται σε περιορισμένη κλίμακα.
Η απάντηση σ’ αυτό το «οικονομικό» ζήτημα είναι …πολιτική.
Ως προς τη Ρωσία. Παρ’ όλη την κατρακύλα παραμένει μια χώρα με τεράστιες δυνατότητες, η μόνη που μπορεί ν’ ανταγωνισθεί τις ΕΠΑ σε τομείς της πιο προηγμένης τεχνολογίας αλλά και η μόνη που μπορεί ν’ αντιπαρατεθεί σ’ αυτές στο στρατηγικό πεδίο. Έτσι ούτε καμιά «ενοποίηση» μπορεί να προωθηθεί αλλά ούτε καν σοβαρές επενδύσεις. Τα δε «δάνεια» που δίνονται (σταγόνα στον ωκεανό της ρωσικής πραγματικότητας) σαν μοναδικό στόχο έχουν να στηρίζουν την παράταση της περιόδου ανασυγκρότησης της ρώσικης δύναμης.
Σημαντικές διαφοροποιήσεις υπάρχουν οπωσδήποτε σε αναφορά με άλλες ανατολικές χώρες. Το ένα πρόβλημα μ’ αυτές συνδέεται και πάλι με την Ρωσία, το άλλο με το …επίπεδό τους, και συνολικά ένα ζήτημα διασφάλισης όρων κυριαρχίας. Οι χώρες αυτές είχαν κάποια άλλα χαρακτηριστικά από αυτές λ.χ. του 3ου κόσμου. Ήταν χώρες κατ’ αρχήν με υποδομή σ’ όλα τα επίπεδα (βιομηχανικό, οικονομικής διάρθρωσης, μορφωτικού επιπέδου κ.λπ.). Ταυτόχρονα συνδεόταν με πολυποίκιλους δεσμούς (από οικονομικό μέχρι στρατιωτικό εξοπλισμό) με την πρώην ΣΕ και συνεπώς την «διάδοχό» της Ρωσία. Έτσι με την βοήθεια διάφορων «βελούδινων επαναστάσεων» μπήκε μπροστά η επιχείρηση καταστροφής των οικονομιών τους, η «παρθενοποίηση» του εδάφους, μια διαδικασία στα πλαίσια της οποίας αποκόπτονταν επίσης οι δεσμοί (όχι όλοι ακόμα) με τη Ρωσία. Αν το πρόβλημα ήταν απλά «οικονομικό» θα ‘χε κιόλας απαντηθεί. Υπάρχει πρόβλημα «ασφάλειας» των επενδύσεων, ή καλύτερα ζήτημα προώθησης και σταθεροποίησης της ολόπλευρης κυριαρχίας της Δύσης. Με αυτό ακριβώς συνδέεται μια κρίσιμη πλευρά (γιατί υπάρχουν κι άλλες) της προσπάθειας επέκτασης του ΝΑΤΟ. Τι θα γίνει θα δούμε στην πορεία. Εδώ απλά σημειώνουμε ότι ως προς το ζήτημα αυτό (επέκταση ΝΑΤΟ) δεν έχουμε δει ακόμα παρά μόνο την άκρη του παγόβουνου.
Αν αυτές σε χοντρές γραμμές είναι οι σχέσεις με τον 3ο κόσμο, της «Δύσης» με την «Ανατολή», ζήτημα υπάρχει ακόμη και στις σχέσεις της Δύσης με την …Δύση.
Οι όροι πάνω στους οποίους διαμορφώνεται η κατάσταση και τα δεδομένα συνδέονται: Με το γεγονός ότι η κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ έθεσε υπό αίρεση (ποιων διαστάσεων δεν έχει φανεί ακόμη ολοκληρωμένα) την (αντικομουνιστική-αντισοβιετική) βάση της συμμαχίας που διαμορφώθηκε στη Δύση μετά τον Β’ ΠΠ. Την οικονομική κρίση που «σέρνεται» εδώ και δύο δεκαετίες περίπου και ταλανίζει συνολικά το σύστημα. Το γεγονός ότι ιδιαίτερα στο οικονομικό πεδίο οι συσχετισμοί είναι πλέον πολύ διαφορετικοί από τους αντίστοιχους που ανέδειξαν τις ΕΠΑ σαν αδιαφιλονίκητα ηγέτιδα δύναμη στη Δύση και σε όλα τα πεδία (στρατηγικό, πολιτικό, οικονομικό).
Τόσο εκ των πραγμάτων, όσο και με εκδήλωση συγκεκριμένων προθέσεων και απαιτήσεων από μεριάς των άλλων «εταίρων» τίθεται πλέον θέμα αναδιανομής ρόλων. Σ’ όλα τα πεδία που αναφέρθηκαν, αλλά με εμφανή στο οικονομικό, όπου ο ανταγωνισμός για τις αγορές, τις πηγές ενέργειας και πρώτων υλών οξύνεται ολοένα και περισσότερο.
Η πιο χαρακτηριστική εκδήλωση της τάσης είναι η απαίτηση των άλλων εταίρων για αναθεώρηση των συσχετισμών στους διάφορους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς (ΔΝΤ κ.λπ.) όπου οι ΕΠΑ διαθέτουν ένα είδος βέτο ως προς την λήψη σημαντικών αποφάσεων. Οι ΕΠΑ φυσικά αντιδρούν, πράγμα που οδηγεί σε παραπέρα ένταση των αντιθέσεων και ανταγωνισμών.
Ενός ανταγωνισμού που εκδηλώνεται σε όλα τα πεδία.
-Για τις πηγές ενέργειας (πετρέλαιο). Από τον πόλεμο του Κόλπου μέχρι το εμπάργκο των ΕΠΑ (που θίγει ΕΟΚ και Ιαπωνία) και τις προσπάθειες των ευρωπαίων να συνάψουν συμφωνίες με χώρες όπως Ιράν, Ιράκ, Λιβύη προς μεγάλη «αγανάκτηση» των ΕΠΑ (ως και επίσκεψη «σφήνα» του Σιράκ στην Παλαιστίνη).
-Για τους όρους διακίνησης, εμπορίας έως και παραγωγής (ποσοστώσεις) προϊόντων, στον χάλυβα, τα αγροτικά προϊόντα, τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, τα αεροπλάνα και άλλα ων ουκ εστί αριθμός. Οι διάφορες συμφωνίες (όπως η πρόσφατη της GATT) δεν γίνονται για να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό, αλλά για να κωδικοποιήσουν και επικυρώσουν συσχετισμούς και όρους επιβολής (σ’ όλη την κλίμακα και κατ’ αναλογία) από «πάνω» μέχρι «κάτω».
-Για τον έλεγχο της κεφαλαιαγοράς, τον πόλεμο των κεφαλαίων από την εποχή του διαστημικού προγράμματος (και παλιότερα) με τα επιτόκια, τις νομισματικές και χρηματιστηριακές μανούβρες.
-Στο εμπόριο όπλων όπου γίνεται κυριολεκτικά σκοτωμός που φτάνει μέχρι δολοφονίες υψηλά ιστάμενων κρατικών λειτουργών (βλέπε υπόθεση με ελικόπτερα) και εξαναγκασμό σε παραίτηση του ΓΓ του …ΝΑΤΟ.
-Στον τομέα της «πληροφορίας», του θεάματος, της γλώσσας και γενικότερα ό,τι αφορά την «πολιτιστική» στήριξη της δράσης της κάθε πλευράς.
-Στο ζήτημα της επέκτασης σε νέες αγορές και ζώνες κυριαρχίας σε διάφορες περιοχές του κόσμου με πρόσφατο δείγμα το μακελειό που προκάλεσαν στην Γιουγκοσλαβία.
Το μόνο που δεν συνιστούν όλα αυτά, είναι μια πορεία «ενοποίησης». Βεβαίως η βάση της συμμαχίας δεν έχει διαρραγεί. Συνεργασία εξακολουθεί να υπάρχει, συντονισμός κινήσεων όπως στην υπόθεση επέκτασης προς τις Ανατολικές χώρες (και την Κίνα) ζήτημα που συνδέεται με τον παράγοντα Ρωσία. Αλλά ταυτόχρονα και αντιθέσεις και σ’ αυτό (την κίνηση προς ανατολάς) και γενικότερα.
Υπάρχουν τα ανοίγματα και οι συμφωνίες, αλλά υπάρχουν πάντα και οι «επιστροφές» στα ιδιαίτερα συμφέροντα του κάθε ξεχωριστού σχηματισμού, στον «πυρήνα»-κράτος.
Και ίσως το πιο χαρακτηριστικό. Στην «γωνία» υπάρχει πάντα η δυνατότητα των ΕΠΑ να δημιουργούν κρίσεις, και τις οποίες χρησιμοποιούν κατά το δοκούν. Όποτε τα άλλα «επιχειρήματα», οι πιέσεις, οι εκβιασμοί δεν αρκούν για να «πείσουν» τους συμμάχους τους η δημιουργία κρίσεων (όπως πρόσφατα με τον πόλεμο του Κόλπου) πέραν των όποιων άλλων επιδιώξεων, έχουν και το χαρακτηριστικό να «μεταφέρουν» το ζήτημα στο στρατηγικό-στρατιωτικό πεδίο, όπου ο συσχετισμός υπέρ των ΕΠΑ είναι πολύ πιο ευνοϊκός γι’ αυτές απ’ ότι λ.χ. στο οικονομικό. Αποτελεί αυτό ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα, αλλά και ταυτόχρονα ένδειξη μιας αδυναμίας των ΕΠΑ να επιβάλλουν την απόλυτη και αδιαφιλονίκητη ηγεμονία τους. Όσο περισσότερο θα χρειάζεται να καταφεύγουν σε τέτοιες λύσεις τόσο περισσότερο θα δημιουργούν όρους διεύρυνσης του χάσματος. Και τα «χειρότερα» δεν ήρθαν ακόμη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
1. Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΟΚ
Αρκετός λόγος γίνεται για τις περίφημες «ολοκληρώσεις» που αποτελούν λέει το νέο μοντέλο ανάπτυξης, διεθνοποίησης κ.λπ., αλλά και την συγκεκριμένη απόδειξη για το που οδηγούν οι νέες διεθνείς τάσεις. Ιδιαίτερα προβάλλεται η περίπτωση της ΕΕ (ΕΟΚ) που αποτελεί άλλωστε και την πιο σημαντική έκφραση μιας τέτοιας τάσης.
Σ’ αυτή λοιπόν βασικά θα σταθούμε κι εμείς. Ως προς τις βασικές σχέσεις που διέπουν το ζήτημα, τις τάσεις αλλά και τις αντιφάσεις του, παραπέμπουμε σ’ αυτά που είπαμε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου. Από κει και πέρα για μας, η ΕΟΚ (και ό,τι ανάλογο) είναι οικονομικο-πολιτικοί συνασπισμοί, με συγκεκριμένη ιστορική αφετηρία και όρους συγκρότησης, με συγκεκριμένο ρόλο που επιτέλεσαν στην πορεία τους, και με ζητούμενο την προοπτική και τον μελλοντικό της ρόλο.
Μερικές πρώτες απαντήσεις στο ερώτημα υπάρχουν στην ιστορία, στην αφετηρία ακόμη συγκρότησης της ΕΟΚ. Στη βάση της βρίσκονται τα οξύτατα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα που αντιμετώπιζαν οι ευρωπαϊκές χώρες, που αν και στο στρατόπεδο των νικητών, η κατάστασή τους δεν διέφερε και πολύ απ’ αυτή των νικημένων. Αξιοσημείωτο είναι, πως αν τα πρωταρχικά κύτταρα-μοντέλα αποτέλεσαν η Μπενελούξ και η ΕΚΑΧ ο πρώτος συνασπισμός έγινε χωρίς την Γερμανία και με σαφή προσανατολισμό …ενάντιά της. Τα πράγματα τα έβαλε στη «θέση τους» η αμερικάνικη παρέμβαση με το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ που δώσανε το πλαίσιο και τις βάσεις συγκρότησης (πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές) όχι μόνο συνολικά της Δυτικής συμμαχίας, αλλά και ειδικά της ΕΟΚ. Βασικοί στόχοι η αντικομουνιστική συσπείρωση και η οικονομικοπολιτική τους ανασυγκρότηση.
Στην πορεία διαμορφώνεται το διευρυμένο πλαίσιο δράσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου (ή αν θέλετε η ΕΟΚ δημιουργήθηκε πριν αναπτυχθούν οι τάσεις διεθνοποίησης), οι αντιθέσεις (οικονομικές αρχικά) με τις ΕΠΑ, η αναζήτηση ενός διεθνούς ρόλου για τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές καθώς βρίσκονταν «στριμωγμένοι» ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.
Ο συνασπισμός αυτός απέδωσε αρκετά οφέλη στους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, αν και όχι αυτά που προβάλλονται.
Το ευνοϊκότερο πεδίο υπήρξε το οικονομικό, όπου η ύπαρξη μιας διευρυμένης αγοράς, έδωσε την δυνατότητα στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο (και μιλάμε πάντα γι’ αυτό των ισχυρών χωρών της Ευρώπης) ν’ αναπτυχθεί, να δυναμώσει και ν’ ανατρέψει σε σημαντικό βαθμό τον καταθλιπτικό συσχετισμό που υπήρχε απέναντι στις ΕΠΑ την πρώτη περίοδο.
Δεν εξελίχθηκαν (και δεν θα μπορούσαν) με τον ίδιο τρόπο τα πράγματα στα άλλα πεδία.
Στο στρατηγικό πεδίο, και παρά τις κάποιες κινήσεις (όχι ευκαταφρόνητες αλλά και όχι σε επίπεδο ανατροπής συσχετισμών) της Γαλλίας και της Αγγλίας, παρέμεινε (η Δυτική Ευρώπη) υπό τη στρατηγική ομπρέλα, την εγγύηση, αλλά και την υπαγόρευση των ΕΠΑ.
Στο πολιτικό πεδίο, ο ρόλος τους βρισκόταν σε αντιστοιχία με την εξέλιξη των άλλων μεγεθών. Σημαντικός όσον αφορά το βάρος που πρόσθεταν στο Δυτικό μπλοκ (πάντα υπό την αμερικανική ηγεμονία) και περιορισμένος όσον αφορά την άσκηση αυτόνομου παγκόσμιου ρόλου.
Ταυτόχρονα, ενεργοί πάντα και οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί, με πλήθος εκδηλώσεις, που μόνο μια τάση ολοκλήρωσης-ενοποίησης δεν σηματοδοτούσαν. Ως προς το τελευταίο (ενοποίηση), αξίζει να υπογραμμιστούν κάποια δεδομένα.
Οι πιο σημαντικές κινήσεις στο στρατηγικό πεδίο που εκδηλώθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο δεν είχαν κοινή αφετηρία και βάση (π.χ. την ΕΟΚ) αλλά αποτέλεσαν ιδιαίτερες επιλογές ξεχωριστών ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών.
Η αποχώρηση της Γαλλίας (Ντε Γκολ) από το ΝΑΤΟ και η δημιουργία αυτόνομης αποτρεπτικής πυρηνικής δύναμης, η αντίστοιχη δημιουργία πυρηνικού οπλοστασίου από την Αγγλία καθώς και η επιδρομή στις Μαλβίδες (Φόκλαντ), η γερμανική πρωτοβουλία στην «ενοποίηση» με την Ανατολική, στο Γιουγκοσλαβικό, στην κατεύθυνση δημιουργίας «γερμανικής ζώνης» στην ΚΑ Ευρώπη κ.ά.
Με βάση όλα αυτά η απόφαση ενοποίησης (αυτή που «θα γινόταν» το ’92) από τη μια αντιστοιχούσε στα δεδομένα που υπήρχαν και από την άλλη προσπαθούσε να απαντήσει στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν αυτές οι δυνάμεις.
Ήταν δοσμένο -για μας τουλάχιστον- ότι η απόπειρα να ξεπεραστούν ορισμένες σημαντικές αντιθέσεις, αυτό που θα κατόρθωνε θα ήταν να τις αναδείξει στις πραγματικές τους διαστάσεις.
Από κει και πέρα οι εξελίξεις και οι ανατροπές που συντελέστηκαν το ’89-’91 κατέστησαν ολότελα παρωχημένο ένα εγχείρημα που ούτως ή άλλως θα βρισκόταν αντιμέτωπο με τις ίδιες του τις αντιφάσεις.
2.ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ
Βρισκόμαστε ήδη στη φάση υλοποίησης των στόχων του «αναθεωρημένου» κ.λπ. Μάαστριχ. Το πραγματικό ζήτημα βρίσκεται πέρα απ’ αυτά που διακηρύσσονται. Οι ιθύνοντες των κυριότερων ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών χωρών (Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία κατά πρώτο και Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία κατά δεύτερο λόγο) ξέρουν τα όρια «ενοποίησής» τους πολύ καλύτερα από τους διάφορους φλυαρούντες επί του θέματος. Αυτό που τους απασχολεί είναι το πώς θα αντιμετωπίσουν τα νέα στρατηγικά δεδομένα που διαμορφώνονται.
Μπαίνει ζήτημα συνολικά του τρόπου ύπαρξης της ΕΕ και συγκρότησής της, τρόπου λήψης αποφάσεων (ομοφωνία ως τώρα) και πιο συγκεκριμένα παραχώρησης πιο ουσιαστικών (και τυπικά αναγνωρισμένων ει δυνατόν) αρμοδιοτήτων στις 2+1 κυριαρχούσες δυνάμεις (Γαλλία-Γερμανία και Αγγλία), διεύρυνσης, διάρθρωσης, οικονομικής λειτουργίας κ.ά.
Σε μια τέτοια βάση οι πραγματικοί στόχοι του Μάαστριχ πρέπει ν’ αναζητηθούν πέρα από τα διακηρυγμένα. Όταν είναι από τα πριν γνωστό ότι τους περίφημους δείκτες δεν πρόκειται να τους εκπληρώσουν ούτε και οι ισχυρότερες των χωρών, το ζητούμενο είναι άλλο.
Ο πραγματικός στόχος είναι η διαμόρφωση του εδάφους εκείνου, των όρων και του κλίματος που θα επιτρέψει την αναδιάρθρωση της ΕΟΚ σε νέα βάση, ενός νέου «καταμερισμού» περισσότερο προσαρμοσμένου στα συμφέροντα των ισχυρών. Ο στόχος δεν είναι η «αποφυγή» της δημιουργίας ζωνών (ή «ταχυτήτων») αλλά ακριβώς η διευκόλυνση της δημιουργίας αυτών των ζωνών ζήτημα που έχει ήδη προαποφασιστεί (ποιες και πως θα δούμε). Ήδη οι δείκτες έχουν ενεργοποιήσει πολιτικές που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να διαμορφώνουν διαύλους μεταφοράς αξίας από τους εργαζόμενους στο κεφάλαιο και από τις πιο αδύναμες χώρες στις ισχυρές σ’ όλη την κλίμακα της διαταξικής και διακρατικής «ιεραρχίας».
Μ’ αυτή την έννοια μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι το Μάαστριχ, οι δείκτες κ.λπ. δεν προωθούν μια κατεύθυνση ενοποίησης, αλλά μια πολιτική διαχωρισμού.
Φυσικά και θέλουν την κοινή αγορά (που τόσο τους ευνόησε) και θα κάνουν κάθε προσπάθεια να την διατηρήσουν και πιθανά να την διευρύνουν. Αλλά με άλλους όρους πιο αποδοτικούς για τους ισχυρούς και δυσμενέστερους για τις μικρές-αδύναμες χώρες.
Ανάλογοι οι στόχοι τους και στο νομισματικό. Ξέρουν πολύ καλά ότι το πραγματικά και ολοκληρωμένα ενιαίο νόμισμα δεν είναι παρά μια χίμαιρα (η Αγγλία το έχει δηλώσει από καιρό). Αυτό που επιδιώκουν είναι ο μεγαλύτερος συντονισμός του διατραπεζικού, του νομισματικού τους συστήματος (σε ποιο βαθμό μπορεί να φτάσει αυτό και ποιους θα αφορά, έξι τρεις ή δύο αυτό θα το δούμε στην πορεία). Ευελπιστούν έτσι ότι θα μπορέσουν ν’ αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τις μανούβρες που κατά καιρούς γίνονταν στο νομισματικό, τις πιέσεις (βασικά του δολαρίου), την ισχυροποίηση του παγκόσμιου ρόλου των δικών τους νομισμάτων (αυτά καθ’ αυτά και με πλάτη το «εύρο»). Σε μια τέτοια κατεύθυνση ο διαχωρισμός από τα αδύναμα ευρωπαϊκά νομίσματα τους απαλλάσσει από το κόστος και τις παρενέργειες που δημιουργεί η σύνδεσή τους μ’ αυτά.
Ανάλογες προσπάθειες και στόχοι υπάρχουν και σε αναφορά με το στρατηγικό, στρατιωτικό και πολιτικό πεδίο.
3.ΕΝΑ ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Τι μέλλει γενέσθαι; Δεν πρόκειται να ασχοληθούμε εδώ (στη βάση και των όσων ήδη είπαμε) με «ενοποιήσεις» και τέτοια. Δεν έχουμε καμία αμφιβολία, πως όπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, η ΕΕ θα συνεχίσει να είναι:
α)ένας καπιταλιστικός ιμπεριαλιστικός συνασπισμός, αντεργατικού, αντιλαϊκού χαρακτήρα.
β)μια λεοντεία «συμμαχία» ελέγχου (μ’ ότι αυτός συνεπάγεται) ορισμένων μικρότερων χωρών από κάποιες ισχυρότερες.
γ)ιμπεριαλιστικός συνασπισμός (των ισχυρών πάντα) ως όργανο ανταγωνισμού με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Το κρίσιμο ερώτημα για μας είναι άλλο. Αποτελούν (η ΕΕ ή ό,τι ανάλογο) τα αυριανά οικονομικοπολιτικά, ή έστω μόνο οικονομικά υποκείμενα της δράσης του κεφαλαίου και των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αντιπαραθέσεων; Ή αλλιώς αποτελούν ήδη το σχήμα ή έστω το πρόπλασμα των αυριανών στρατηγικών συμμαχιών;
Είναι καθαρό ότι σ’ ένα τέτοιο πεδίο δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις παρά μόνο κάποιες εκτιμήσεις. Ας δούμε λοιπόν πως διαμορφώνονται κάποια δεδομένα και σε αναφορά με τους στόχους που έχουν τεθεί.
Στο οικονομικό, θέλουν την κοινή αγορά, θέλουν την διεύρυνση της, θέλουν ένα νέο «καταμερισμό» και θα λέγαμε πως εύκολα ή δύσκολα θα το πετύχουν, αν το πρόβλημα βρίσκονταν μόνο στο αν θα υποταχτούν και θα αποδεχτούν τις όποιες ρυθμίσεις χώρες σαν την Ελλάδα, την Πορτογαλία (ή την Τσεχία και την Ουγγαρία αύριο). Το πρόβλημα βρίσκεται στην ανακατανομή ρόλων στις χώρες πρώτης γραμμής, σ’ αυτές που βρίσκονται πολύ κοντά στην πρώτη γραμμή (π.χ. Ιταλία) αλλά και στο ρόλο που θα παίζουν οι ΕΠΑ με τις διασυνδέσεις που διατηρούν σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα.
Ανάλογα τίθεται το ζήτημα σε σχέση και με το νομισματικό. Στη βάση ότι το νόμισμα συνδέεται άρρηκτα με το ζήτημα της κυριαρχίας της κάθε αστικής τάξης υπάρχει κατ’ αρχήν ζήτημα τού σε ποιο βαθμό κάθε μια απ’ αυτές (τις ισχυρές) θα δεχτεί να απαλλοτριώσει ένα μέρος -και πόσο (για συνολική απαλλοτρίωση δεν το συζητάμε) και χάριν ποιων ορατών αποτελεσμάτων;
Από κει κι ύστερα και πέρα από τις περιπλοκές που θα υπάρξουν με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχει πάντα το πρόβλημα της αντίδρασης του …δολαρίου (ΕΠΑ) αν και εφόσον μπορέσει να τεθεί ζήτημα σημαντικής αμφισβήτησης του ηγεμονικού του ρόλου.
Στο στρατηγικό πεδίο με δεδομένο ότι η αναβάθμιση δεν αποτελεί έργο που μπορεί να το αναλάβει ευρωπαϊκή χώρα από μόνη της (λ.χ. Αγγλία, Γαλλία) αυτή μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια πραγματική ενοποίηση (εννοείται ότι η Γερμανία θα είναι μέσα). Κάτι τέτοιο σκοντάφτει κατ’ αρχήν στις ίδιες τους τις αντιφάσεις (αναφέραμε ήδη ότι όλες οι σημαντικές στρατηγικές επιλογές που υπήρξαν ως τα σήμερα έγιναν από κάθε χώρα χωριστά). Αλλά ακόμη κι αν υποθέταμε ότι θα μπορούσε να ξεπεραστεί κάτι τέτοιο (που δεν νομίζουμε, ότι μπορεί) μια τέτοια προοπτική τελεί υπό την σαφή «απαγόρευση» των ΕΠΑ Η ενδεχόμενη λοιπόν στρατηγική αναβάθμιση των χωρών της Ευρώπης (κατά μόνας ή σε συντονισμό) περνάει υποχρεωτικά μέσα από μια αντιπαράθεση μετωπικού χαρακτήρα με τις ΕΠΑ (που σε μια τέτοια περίπτωση πιθανότατα θα έχουν και την «αρωγή» της Ρωσίας).
Μεγαλύτερες πιθανότητες υλοποίησης έχει η κατεύθυνση δημιουργίας δυνάμεων (συμβατικών) παρέμβασης με ρόλο την πιο ενεργητική συμμετοχή των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στις διάφορες «ειρηνευτικές» επεμβάσεις και καθώς απέναντι σε κάτι τέτοιο και οι ΕΠΑ επιδεικνύουν σχετική ανοχή.
Η απάντηση στο ερώτημα λοιπόν δεν είναι απλά οικονομικού χαρακτήρα αλλά κατά κύριο λόγο πολιτική.
Θα παίξουν οπωσδήποτε το ρόλο τους τα δεδομένα που ήδη έχουν διαμορφωθεί (λ.χ. η ύπαρξη της κοινής αγοράς).
Οι εξελίξεις στα μεγέθη που προηγούμενα αναφέραμε.
Το σε ποιο βαθμό θα κατορθώσουν να ξεπεράσουν τις εγγενείς τους αντιφάσεις ή σε ποιο βαθμό θα «απαλλοτριώσουν» στοιχεία κρατικής κυριαρχίας χάριν της συνεργασίας (την άποψη μας την είπαμε).
Πως θα διαμορφωθούν οι σχέσεις με ΕΠΑ ή σε ποιο βαθμό θ’ αποφασίσουν ν’ αντιπαρατεθούν με αυτές.
Όλα αυτά, αλλά και απρόβλεπτες για την ώρα εξελίξεις στο παγκόσμιο στρατηγικό ταμπλό που ίσως παίξουν και τον πιο καθοριστικό ρόλο.
4. ΝΑΦΤΑ, ΚΑΚ κ.ά.
Πολύ σύντομα για ΝΑFΤΑ ή ό,τι άλλο παραπλήσιο. Τα όσα στο γενικό μέρος αναφέραμε για το φαινόμενο, έχουν και εδώ τη σημασία τους. Για ειδικότερες εκφράσεις του πράγματος νομίζουμε πως είναι πολύ νωρίς να πει κανείς κάτι περισσότερο από κάποιες παρατηρήσεις.
Ως προς τις ΕΠΑ, βασικό τους πρόβλημα σε αναφορά με το στόχο της παγκόσμιας κυριαρχίας, είναι ότι ο συσχετισμός στο οικονομικό πεδίο δεν είναι πια εκείνος που (μαζί με άλλα δεδομένα) τις ανέδειξε σε αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα του δυτικού μπλοκ και σαν μια από τις δύο υπερδυνάμεις. Παρότι μοναδική σήμερα «εν ενεργεία» υπερδύναμη αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα αναντιστοιχίας στόχων- οικονομικής βάσης. Βεβαίως δρα οικονομικά σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά η δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς στη Βόρεια Αμερική και υπό την ηγεμονία και τον έλεγχό της θα της έδινε μεγάλα πλεονεκτήματα. Από την άλλη μεριά υψώνει κάποια τείχη στις προσπάθειες διείσδυσης των ευρωπαίων στην αμερικανική ήπειρο, Άγγλων και Γάλλων «μέσω» Καναδά, Ισπανών στη Λατινική Αμερική κ.λπ. (Δεν είναι καθόλου τυχαία η αντίθεση των ευρωπαίων στο εμπάργκο που έχει επιβληθεί στην Κούβα). Κατά κάποιο τρόπο έχουμε ένα είδος αναβίωσης ενός οικονομικού «δόγματος Μονρόε».
Στην ίδια λογική κινούνται οι προσπάθειες για την «οικονομική ζώνη» του Ειρηνικού, όπου πέρα από τον στόχο διεύρυνσης του πεδίου δράσης του αμερικανικού κεφαλαίου, στόχος είναι ο περιορισμός και ο έλεγχος της οικονομικής επέκτασης της Ιαπωνίας κατά πρώτο λόγο, της Κίνας και της Ρωσίας κατά δεύτερο.
Αναφέρεται ακόμη από διάφορες πλευρές η Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ) ως μια ακόμη έκφραση αυτών των τάσεων κ.λπ. Πολύ σύντομα και πάλι.
α)Δεν έχει απαντηθεί ακόμη τι είναι ή τι θα μπορεί να είναι η ΚΑΚ.
β)Η ύπαρξή της δεν εκφράζει την ολοκλήρωση κάποιων τάσεων και κάποιας αντίστοιχης διαδικασίας (τα γεγονότα είναι πολύ πρόσφατα για να τα αγνοεί κανείς) αλλά κατά κύριο λόγο μια προσπάθεια της Ρωσίας να «κληρονομήσει» την ΕΣΣΔ την οποία η ίδια για άλλους λόγους διέλυσε.
γ)Ως προς την ίδια την ΣΕ, το τι συνιστούσε, αντιπροσώπευε, ποιος ο χαρακτήρας της και πώς εξελίχθηκε δεν θα αναφερθούμε εδώ. Περιοριζόμαστε να επισημάνουμε ένα στοιχείο. Η συγκρότηση της ΣΕ έγινε πάνω στο «έδαφος» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) της τσαρικής αυτοκρατορίας.
δ)Αν πάμε δηλαδή κάποιους αιώνες πίσω θα πρέπει να υποθέσουμε ότι οι τάσεις ολοκλήρωσης του καπιταλισμού στη Ρωσία αναπτύχθηκαν πριν καν υπάρξει ο ίδιος ο καπιταλισμός.
ε)Περιοριζόμαστε λοιπόν να σημειώσουμε -και να κλείσουμε εδώ- ότι η προσέγγιση φαινομένων που συνδέονται με μια μακριά και σύνθετη ιστορική πορεία, θάπρεπε νάναι πιο προσεκτική.
Από κει και πέρα σε αναφορά με το όλο ζήτημα, θ’ είχε ενδιαφέρον η όποια εξήγηση για το πώς μια χώρα-μοντέλο, του καπιταλιστικού συστήματος (και από τις ισχυρότερες οικονομικά) σαν την Ιαπωνία, βρίσκεται εκτός οποιουδήποτε πλαισίου και διαδικασίας ολοκλήρωσης.
Συνοψίζοντας: Υπαρκτές οι τάσεις διεθνοποίησης της αγοράς, στη βάση των όρων που αναφέρθηκαν. Υπαρκτές ωστόσο και οι αντιφάσεις και οι αντινομίες τους. Η ανισόμετρη ανάπτυξη, η εκμετάλλευση, η επιβολή όρων, οι ανταγωνισμοί. Ως προς την ύπαρξη διαφόρων μορφών με τις οποίες, όλα αυτά εκδηλώνονται, εμείς θα μιλούσαμε περισσότερο για παράγοντες διαχωρισμού παρά «ενοποίησης».
Επιμένουμε λοιπόν ότι τα πράγματα εξακολουθούν να βρίσκονται στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, του ΚΜΚ και της προλεταριακής επανάστασης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΠΕΡΙ «ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ»
1.ΕΝΑ ΚΑΘΟΛΟΥ «ΟΥΔΕΤΕΡΟ» ΖΗΤΗΜΑ
Από τις λέξεις και τις έννοιες που προβάλλονται περισσότερο τα τελευταία χρόνια, είναι αυτή του εκσυγχρονισμού. Αυτούσια και σε διάφορες παραλλαγές. Ποιος αλήθεια μπορεί να είναι αντίθετος στον εκσυγχρονισμό; Στην πρόοδο; Στην ανάπτυξη; Στο μέλλον; Αυτό που ανήκει στην Επιστημονική Τεχνολογική Επανάσταση (ΕΤΕ). Στην προηγμένη τεχνολογία. Στην ανάπτυξη του τριτογενή τομέα, και σε άλλα τέτοια «ουδέτερα» μεγέθη. Σε σχέσεις τεχνικοοικονομικού χαρακτήρα και μόνο. Σε λύσεις που αποτελούν προϊόντα επίπονης εγκεφαλικής διεργασίας κάποιων που μεριμνούν για το μέλλον και τίποτε άλλο! Γιατί έτσι σερβίρονται.
Φυσικά και δεν έχουμε αυτή την άποψη. Πιστεύουμε ότι πρέπει να ειδωθεί στην ουσία και το περιεχόμενο του. Την αφετηρία και τους στόχους του, που βεβαίως δεν έχουν τίποτα το «ουδέτερο». Έχουν πάνω απ’ όλα μια ταξική διάσταση. Αυτό είναι που πρέπει να καταδειχτεί ιδιαίτερα σήμερα.
Μια σύντομη αναδρομή στο ιστορικό του ζητήματος, δείχνει από μόνη της αρκετά πράγματα. Αναφερθήκαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο στην αφετηρία της επίθεσης. Την κρίση των αρχών του ’70. Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου όχι μόνο ενεργοποίησε την κρίση, αλλά χτύπησε κι ένα καμπανάκι για το κεφάλαιο που «ακουμπούσε» στις σχέσεις της προηγούμενης περιόδου. Φόρτωμα των συνεπειών της κρίσης στους εργαζόμενους, μετακύλισή τους στους ασθενέστερους. Βάθεμα και πλάτεμα στην συνέχεια της επίθεσης. Την ώθηση που έδωσε ο «εκσυγχρονισμός» του Γκορμπατσόφ που επιχειρούσε την αναδιάρθρωση, ανασύνθεση της σοβιετικής ΝΑΤ. Την ανάδειξη της επίθεσης στο προλεταριάτο σε στρατηγική επιλογή συνολικά του συστήματος. Μια επίθεση που φτάνει στα όρια του παροξυσμού με την κατάρρευση της ΣΕ και την ολοκλήρωση της ανατροπής του παγκόσμιου συσχετισμού.
Αν στην προηγούμενη κατεύθυνση συναινούσαν στο σύνολό τους οι ιμπεριαλιστικοί καπιταλιστικοί σχηματισμοί, τα πράγματα εξελισσόταν διαφορετικά ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις. Η κρίση, το ζήτημα που έθεσε πάνω απ’ όλα ήταν το ζήτημα των αγορών. Ο αναπόφευκτος ανταγωνισμός, πέρα από τα άλλα μέσα που συνεπάγεται (και στα οποία αναφερθήκαμε προηγούμενα) έχει βέβαια και την καθ’ αυτή οικονομική του πλευρά. Θέτει για το κάθε υποκείμενό του, ζήτημα προϊόντων ανταγωνιστικών καθώς λέγεται απέναντι σ’ αυτά των άλλων. Βασικοί παράγοντες εδώ, το κόστος και η διάθεση προϊόντων υψηλών προδιαγραφών. Αν η συμπίεση της εργατικής αμοιβής απαντάει μερικά στο ζήτημα του κόστους, η αναζήτηση νέων τεχνολογικών μεθόδων έχει στόχο της την απάντηση και στο ζήτημα του κόστους και σ’ αυτό της διάθεσης προηγμένου τύπου προϊόντων. Μπαίνει έτσι ένα ζήτημα αναδιάρθρωσης της βιομηχανικής βάσης σε σημαντική κλίμακα, ή όπως αναφέρεται ανασύνθεσης του κεφαλαίου. Μόνο που αν κάτι τέτοιο αναφέρεται ή γίνεται κι αυτό αντιληπτό σαν ουδέτερο τεχνικοοικονομικό μέγεθος, και πάλι υπάρχει κίνδυνος αποπροσανατολισμού. Στη βασική του πλευρά αποτελεί ζήτημα (και επιδίωξη) αναδιάρθρωσης σχέσεων με βασικές του εκφράσεις την επίθεση στο προλεταριάτο και τον ανταγωνισμό.
2.ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ
Υπάρχει κι εδώ μια διαδρομή που χρειάζεται έστω σύντομα ν’ αναφερθούμε σ’ αυτήν, τόσο για την καλύτερη κατανόηση κάποιων πραγμάτων, όσο και για το ξεδιάλυμα κάποιων μύθων. Μεγάλης έκτασης φιλολογία έχει αναπτυχθεί (ιδιαίτερα παλαιότερα) για την σε μέγιστο βαθμό τεχνολογικά προηγμένη Ιαπωνία, για το πόσο πίσω βρίσκονται ΕΠΑ -ΕΟΚ, και άσε πια την «εντελώς καθυστερημένη» ΣΕ. Να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα. Όπως έχει φανεί πολύ καθαρά, αποτελεί διαφορετικό ζήτημα (ή διαφορετικές φάσεις μιας διαδικασίας) το επίπεδο επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης μιας χώρας σε επίπεδο αιχμής (ή «εργαστηρίου») και διαφορετικό από άποψη επιπέδου της πλατιάς βιομηχανικής βάσης, ή το κατά πόσο τα διάφορα επιστημονικά κ.λπ. επιτεύγματα έχουν περάσει και έχουν ενσωματωθεί στην παραγωγή. Είχαμε και έχουμε την άποψη, ότι ως προς το πρώτο επίπεδο αυτές που βρίσκονται μπροστά και σε απόσταση από τους άλλους ήταν οι ΕΠΑ και η «καθυστερημένη» ΣΕ(με ερώτημα την μεταξύ τους σχέση).
Σε επίπεδο βάσης τα πράγματα ήταν όντως όπως αναφέρονταν και για πολύ συγκεκριμένους όμως λόγους. Πολύ σύντομα εδώ. Οι ΕΠΑ μεταπολεμικά αποτέλεσαν την «βιομηχανία του κόσμου» (60% των βιομηχανικών επενδύσεων). Η ευρωπαϊκή βιομηχανία που ανασυγκροτείται στην πορεία, ως μεταγενέστερη, είναι φυσικό να ενσωματώνει νεότερες μεθόδους και τεχνολογικά δεδομένα. Το ίδιο ισχύει για την Ιαπωνία που ανασυγκροτείται ακόμη πιο μετά (δεν υπάρχει δηλαδή κανένα «ανατολικό μυστήριο» στη υπόθεση).
Ως προς την ΣΕ βασικός λόγος της καθυστέρησης της σ’ αυτό το πεδίο, ήταν αυτό που ο Γκορμπατσόφ θέλησε να καλύψει κάτω από τον όρο «στασιμότητα», δηλαδή το γεγονός ότι η ιθύνουσα ΝΑΤ της ΣΕ δεν ήθελε πια να κινηθεί με τις «παλιές» προδιαγραφές αλλά δεν ήταν ακόμη σε θέση να προωθήσει πλήρως τις «καινούργιες».
Υπήρχε μ’ άλλα λόγια μια αναντιστοιχία κι όχι μόνο στο επίπεδο αυτό, αλλά και σ’ αυτό των οικονομικών δυνατοτήτων «βάθους», το πολιτικό κ.λπ., που έθετε ζήτημα «εξισορρόπησης» από τα τότε.
Αν λ.χ. δούμε το διαστημικό πρόγραμμα των ΕΠΑ, θα διαπιστώσουμε ότι μπορεί μεν «ρυμουλκό» του ζητήματος ν’ αποτελούσε η στρατιωτική του πλευρά, υπήρχε όμως και μια πολύ σημαντική οικονομική πλευρά. Η διαστημική έρευνα συνδέεται με σειρά μελετών σε μια σειρά τομείς, τα αποτελέσματα των οποίων (ή τουλάχιστον τα περισσότερα απ’ αυτά) μπορούν να έχουν εφαρμογές σε διάφορα βιομηχανικά προϊόντα παρέχοντας έτσι σημαντικό προβάδισμα και πλεονεκτήματα.
Στην ίδια ακριβώς βάση, επιδίωξη του Γκορμπατσόφ ήταν (με προϋπόθεση την «εσωτερική απελευθέρωση» και κυριαρχία της ΝΑΤ) αφού γίνει αποδεκτός στο κλαμπ (που δεν έγινε ακόμη ούτε ο Γέλτσιν) το μπάσιμο στην διεθνή αγορά προϊόντων υψηλών προδιαγραφών (δορυφόροι, προϊόντα «διαστημικής» τεχνολογίας, όπλα προηγμένου τύπου κ.ά.).
Τα βασικά στοιχεία του ζητήματος μόνο «ουδέτερα» δεν είναι. Συνδέονται με την επίθεση ενάντια στο προλεταριάτο και τους λαούς, την όξυνση της ταξικής πάλης, τον ανταγωνισμό. Αν η αναδιάρθρωση έχει στόχο την μεγιστοποίηση του κέρδους, αυτή με τη σειρά της προϋποθέτει παρέμβαση και στη φάση της παραγωγής όσο και της διάθεσης του προϊόντος ή αλλιώς στη φάση της αφαίρεσης της υπεραξίας από τους εργαζόμενους όσο και στην «πραγμάτωσή» της.
Τέτοιου είδους παρεμβάσεις ούτε ουδέτερες, ούτε τεχνικού, ούτε καν «καθαρά» οικονομικού και μόνο χαρακτήρα είναι. Είναι παρεμβάσεις σε επίπεδο σχέσεων ανατροπής και αναδιαμόρφωσης τους.
Στις σχέσεις αστικής τάξης- προλεταριάτου και συνολικά του λαού και της κοινωνίας. Σ’ αυτές που συνδέουν τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές μητροπόλεις με τις αδύναμες και εξαρτημένες χώρες.
Σ’ εκείνες που διαμορφώνονται ανάμεσα στους διάφορους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς.
3. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ
Αν δει κανείς την επίθεση του συστήματος ενάντια στο προλεταριάτο στην πρώτη φάση της, ή στα πιο εμφανή της στοιχεία, θα παρατηρήσει μια κατεύθυνση «συμπίεσης του κόστους» και στη λογική της έντασης της εκμετάλλευσης. Ένα από τα κυρίαρχα σλόγκαν μιας τέτοιας κατεύθυνσης είναι λ.χ. αυτό περί της αναγκαιότητας αύξησης της παραγωγικότητας, πίσω από το οποίο καλύπτονταν η αύξηση της αποδοτικότητας (σε κέρδη) μέσω της περικοπής λ.χ. των εργατικών αμοιβών. Πολύ λίγο ενδιέφερε τους καπιταλιστές και τους κονδυλοφόρους που αναπαρήγαγαν την άποψή τους ότι το ένα δεν είχε σχέση με το άλλο. Όπως να το κάνουμε αλλιώς ακούγεται να λες θέλω ν’ αυξήσω τα κέρδη μου κι αλλιώς θέλω ν’ αυξήσω την παραγωγικότητα «χάριν του κοινωνικού συνόλου» ή του «εθνικού συμφέροντος». Σε μια τέτοια βάση προωθήθηκε και συνεχίζει να προωθείται η λιτότητα, η καθήλωση αμοιβών, οι «περικοπές» (απολύσεις) προσωπικού, οι περικοπές σε παροχές κ.λπ.
Στην κλιμάκωση της επίθεσης, τα μέτρα που επεκτάθηκαν, μονιμοποιήθηκαν, έθεσαν θέμα συνολικά διανομής του κοινωνικού εισοδήματος σε ακόμα πιο άνιση βάση. Εδώ το σλόγκαν είναι ο πληθωρισμός (τα ελλείμματα, τα χρέη κ.ά.).
Μερικές κατ’ αρχήν παρατηρήσεις σ’ αυτό καθ’ αυτό το ζήτημα για την καλύτερη κατανόηση του πράγματος. Πάνε πάρα πολλά χρόνια που η αστική θεωρία και πρακτική αποκήρυξε τις αντιπληθωριστικές κατευθύνσεις και πολιτικές. Προτιμούσε την ύπαρξη μεγαλύτερης «ρευστότητας» στην αγορά προς διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Αν αυτό σήμαινε ύπαρξη πληθωριστικών πιέσεων το θεωρούσε (και το θεωρεί) δευτερεύον, αρκεί να τελεί υπό έλεγχο. Γιατί βεβαίως αποδεχόμενοι το προηγούμενο, θέλουν ταυτόχρονα την διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλό επίπεδο τόσο για να μην πέφτει η αξία των κεφαλαίων τους, όσο και για να υπάρχει ένα σταθερό περιβάλλον σε αναφορά με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Στην πράξη ωστόσο τα πράγματα έχουν την δική τους δυναμική (και δεν εννοούμε εδώ τα παιχνίδια με το χρηματιστήριο, τα επιτόκια, το νόμισμα κ.λπ.).
Όλοι γνωρίζουν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις και η τάση ανόδου του πληθωρισμού που διαμορφώνεται είναι δικό τους έργο, συνδέεται κύρια με την αύξηση τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες που παρέχουν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, σε δις που εισπράττουν μέσα από διάφορες «διαδρομές». Ούτε οι ίδιοι δεν τολμούν να πουν ανοικτά και καθαρά κάτι το διαφορετικό. Κυρίως προσπαθούν να το συγκαλύψουν και απλά διακηρύσσουν ότι γενικά «πρέπει να γίνουν θυσίες», τις οποίες όμως φροντίζουν μέσω των κυβερνήσεών τους να επωμίζονται μόνο οι εργαζόμενοι (το ίδιο και με τα ελλείμματα, το δημόσιο χρέος κ.λπ.). Η λεγόμενη λοιπόν προσπάθεια μείωσης του πληθωρισμού, δεν είναι παρά η έκφραση -με όρους «οικονομικο-επιστημονικούς»- μιας χυδαίας πολιτικής μεταφοράς εισοδήματος από τον λαό στο κεφάλαιο, με πολιτικές μείωσης του εργατικού εισοδήματος. Έτσι μονιμοποιούνται η λιτότητα, οι καθηλώσεις αμοιβών, οι περικοπές στην περίθαλψη, στην συνταξιοδότηση, στην παιδεία και όπου αλλού τους έρθει πρόσφορο.
Η σταθεροποίηση της επίθεσης σαν πολιτικής του συστήματος, η ανάδειξή της σε στρατηγική του επιλογή, η συνάρτησή της ως συστατικού στοιχείου της ανασύνθεσης, του «εκσυγχρονισμού», της «επέτρεψε» να θέσει ευρύτερους και ποιο ουσιαστικούς στόχους.
Την ανατροπή συνολικά των ταξικών συσχετισμών που είχαν διαμορφωθεί στον αιώνα μας με βάση τους αγώνες του προλεταριάτου και του κομμουνιστικού κινήματος, την προσβολή του πυρήνα των ταξικών σχέσεων που είχαν διαμορφωθεί.
Παρέμβαση στις σχέσεις εργασίας, στο ωράριο, θεσμοποίηση του «κυλιόμενου» ωραρίου και της κυλιόμενης ανεργίας, της δυνατότητας ν’ απολύει αδιακρίτως αριθμού και συνθηκών, και γενικά προσπάθεια επιβολής της απόλυτης κυριαρχίας της αστικής τάξης πάνω στο προλεταριάτο, διεκδίκηση πλήρους «ελευθερίας κινήσεων» του κεφαλαίου απέναντι σ’ οποιαδήποτε δέσμευση.
Προωθείται -και με άλλα μέτρα- μια πολιτική πλήρους αποσυγκρότησης του προλεταριάτου ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά, συνδικαλιστικά ώστε να καταστεί για καιρό ανίκανο να «επανέλθει».
4. ΤΟ «ΛΙΓΟΤΕΡΟ» ΚΡΑΤΟΣ
Με άξονα την επίθεση στο προλεταριάτο επεκτείνεται αυτή και σε άλλα στρώματα, επιδιώκεται η μεταβολή σχέσεων απέναντι στο σύνολο της κοινωνίας. Το κεφάλαιο εδώ, μετά την «ελευθερία κινήσεων» διεκδικεί «όλο το πεδίο» όπου είναι δυνατό η δράση του να του επιφέρει κέρδος. Αυτή είναι λ.χ. η ουσία, ο πυρήνας της λογικής που διέπει την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων.
Αναπτύσσονται επιχειρήματα του τύπου ότι η ιδιωτικοποίηση εξυγιαίνει τον επιχειρησιακό χώρο, την αγορά, τον απαλλάσσει από αντιοικονομικές, ζημιογόνες επιχειρήσεις, αναδεικνύει αυτές που είναι κερδοφόρες που συμβάλλουν στην εν γένει ανάπτυξη. Γίνονται επιθέσεις ενάντια στο ζημιογόνο, αντιοικονομικό, δεσποτικό(!) κράτος κ.λπ. Σε μια τέτοια βάση έτσι, μετά τους «τεμπέληδες εργάτες» έχουμε και την ανάλογη φιλολογία για τους «τεμπέληδες υπαλλήλους», τις κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις που τις ζημιές τους «τις πληρώνουμε εμείς» (δηλαδή ποιοι;). Όλα αυτά βέβαια δεν αποτελούν τίποτε άλλο από προσπάθεια συγκάλυψης των πραγματικών δεδομένων του ζητήματος.
Την πιο μεγάλη του ανάπτυξη ο καπιταλισμός στις δυτικές μητροπόλεις, την γνώρισε στη βάση πολιτικών κεϋνσιανής (λιγότερο ή περισσότερο κάθε φορά) έμπνευσης και κρατικού παρεμβατισμού. Ακριβώς σ’ αυτή την περίοδο (μαζί βέβαια με άλλες εξελίξεις) δημιούργησε τους όρους υπεροχής απέναντι στο Ανατολικό μπλοκ που οδήγησε και στην ανατροπή του συσχετισμού. Πάντα, και τότε και πιο πριν και τώρα, τις μη κερδοφόρες επενδύσεις (τα έργα υποδομής λ.χ.) τις αναλάμβανε και συνεχίζει να τις αναλαμβάνει το κράτος, είτε άμεσα είτε χρηματοδοτώντας την κατασκευή τους.
Πάντα, και τότε και τώρα, το κεφάλαιο δρα υπό την στήριξη και την εγγύηση του …κράτους. Για ποιο επιχειρηματικό «ρίσκο» μιλούν όταν και τότε και πάντα τα «ίδια κεφάλαια» αποτελούν ένα μέρος των επενδύσεων (και συνήθως το μικρότερο) και το υπόλοιπο είτε άμεσα είτε δια μέσου περίπλοκων μετοχικών και χρηματιστικών διαδρομών και σχέσεων τελεί υπό κρατική εγγύηση και ευθύνη; Πόσων εταιρειών και επιχειρήσεων μέχρι σήμερα (κι όχι μόνο στη χώρα μας) ανέλαβε τα χρέη το κράτος χωρίς ν’ έχουν ζημιώσει στο ελάχιστο (το αντίθετο) οι κεφαλαιούχοι;
Σε τελευταία ανάλυση όλες αυτές οι οικονομικές πολιτικές, οι τέτοιες και οι αλλιώτικες από ποιον προωθούνται; Θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα είδος σχιζοφρένειας αν δεν ξέραμε καλά ότι πρόκειται για ξεκάθαρο κυνισμό, να καταφέρονται οι κεφαλαιοκράτες «ενάντια στο κράτος» όταν το βασικό όργανο προώθησης της πολιτικής τους σ’ όλες τις εκφράσεις είναι ακριβώς το …κράτος.
Η ουσία βρίσκεται στο ότι, αποκαθηλώνοντας το κεφάλαιο τον Κέυνς και αναρτώντας στη θέση του τον Φρήντμαν διεκδικεί όλο το πεδίο δράσης που προσφέρεται για κερδοφόρες δραστηριότητες από τις «κρατικές» επιχειρήσεις μέχρι τον …αγροτικό χώρο. Επιζητούν την απαλλαγή του κράτους, δηλαδή του συλλογικού καπιταλιστή από κόστη κοινωνικής πολιτικής (αν μπορούμε να την πούμε έτσι) με την διάφανη επιδίωξη να μεταφερθούν (με διάφορους τρόπους) αυτά τα κεφάλαια στις τσέπες τους. Απαιτούν την απαλλαγή από δεσμεύσεις, ελέγχους για να δρουν ασύδοτα και όλα αυτά μέσω του …κράτους. Μέσω κρατικών αποφάσεων, εγγυήσεων και διαρκούς κρατικής στήριξης και αν χρειαστεί …καταστολής.
5. «ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ» ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ
Λιγότερο «περίπλοκη» εμφανίστηκε η διαδικασία μεταβολής των όρων υπέρ των ιμπεριαλιστικών χωρών και σε βάρος ιδιαίτερα αυτών του 3ου κόσμου. Ιδιαίτερα από την ώρα που με την κατάρρευση της ΣΕ ολοκληρώθηκε η ανατροπή του συσχετισμού, τα πράγματα «απλοποιήθηκαν». Έχουν τεθεί υπό έλεγχο οι τιμές και η ροή του πετρελαίου, οι όροι στις όποιες άλλες «ανταλλαγές» είναι τέτοιοι που συνθλίβουν κυριολεκτικά τις υπανάπτυκτες χώρες και τις οδηγούν στην εξαθλίωση. Κάποιες απόπειρες να τεθεί το ζήτημα «κάπως αλλιώς» συντρίφτηκαν με τη βία (από τα Φόκλαντ μέχρι τον πόλεμο του Κόλπου), είτε αντιμετωπίστηκαν με αποκλεισμούς (εμπάργκο) και διαρκή άσκηση πίεσης (που έφτασε μέχρι τους πειρατικούς βομβαρδισμούς της Λιβύης), όπως οι περιπτώσεις του Ιράν, της Κούβας κ.ά.
Η επιδίωξη μεταβολής των μεταξύ τους όρων και σχέσεων (των αναπτυγμένων καπιταλιστικών ιμπεριαλιστικών χωρών) παρουσιάζει τις μεγαλύτερες περιπλοκές και που από την εξέλιξη σ’ αυτές θα κριθούν πολλά. Αναφερθήκαμε αλλού και δεν θα επανέλθουμε εδώ ότι στα πλαίσια ενός τέτοιου ανταγωνισμού, (γιατί περί αυτού βεβαίως πρόκειται) χρησιμοποιούνται και άλλα μέσα, πολιτικά, στρατιωτικά κ.λπ.
Θα περιοριστούμε εδώ όσο γίνεται στην αναφορά κάποιων οικονομικών παραμέτρων. Στα πλαίσια της νέας κατάστασης που έχει διαμορφωθεί βασικά στοιχεία αποτελούν: ο διαφορετικός συσχετισμός που έχουν ΕΟΚ- Ιαπωνία απέναντι στις ΕΠΑ στο οικονομικό πεδίο, και η διεκδίκηση ανακατανομής ρόλων. Η αντίδραση των ΕΠΑ η οποία μάλιστα περνάει στην αντεπίθεση ακριβώς στο οικονομικό πεδίο.
Αυτά σ’ ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από:
-Την ενίσχυση της τάσης συγκέντρωσης και συγκεντρωποίησης.
-Τις τάσεις για επενδύσεις στο «κέντρο», στις πιο ισχυρές και «ασφαλείς» οικονομίες και χώρες.
-Για επενδύσεις σε τομείς υψηλής, προωθημένης τεχνολογίας.
-Σε τομείς άμεσου, μεγάλου και ασφαλούς κέρδους.
Σχέσεις και παράμετροι που ευνοούν τις ισχυρότερες οικονομίες-χώρες απέναντι στις άλλες, που πέρα από τον ανταγωνισμό για τις αγορές, θέτουν ζήτημα ανταγωνισμού και στην αγορά κεφαλαίων και που η διεθνοποίηση τον κάνει πιο έντονο και πιο άμεσα συνδεδεμένο με την οικονομική δραστηριότητα στο σύνολο της.
Αναφερόμενοι ειδικότερα στις ΕΠΑ θα θέλαμε να σημειώσουμε πως τα τελευταία χρόνια και ακριβώς στη βάση των νέων δεδομένων που έχουν ανακύψει, έχουν κάνει σημαντική προσπάθεια ανανέωσης της «παλιάς» βιομηχανικής τους βάσης, έχουν εξισορροπήσει έως ανατρέψει (κατά περίπτωση) τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των ανταγωνιστών τους, ενώ πάντα διατηρούν το προβάδισμα σε ορισμένους τομείς αιχμής. Όσο περισσότερο στην πορεία θα «μεταφέρεται» ο ανταγωνισμός σ’ αυτό το πεδίο, τόσο περισσότερο θα ευνοούνται.
Ταυτόχρονα έχουν πάντα τον «τελευταίο λόγο» με τον έλεγχο που ασκούν στις ενεργειακές πηγές και τις θαλάσσιες διαδρομές (για να μην αναφερθούμε και στο στρατηγικό μονοπώλιο που διατηρεί απέναντί τους).
ΕΟΚ και Ιαπωνία συνολικά παρμένες έχουν μια πολύ ισχυρή οικονομική βάση στήριξης, σημαντικά πλεονεκτήματα αλλά και σαφείς αδυναμίες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η πρωτοβουλία των κινήσεων ν’ ανήκει τις περισσότερες φορές στις ΕΠΑ Με δεδομένη την αντίθεση και αντίδραση των ανταγωνιστών τους, το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στην συνέχεια αποτελεί συνάρτηση και άλλων παραγόντων.
Η επιβολή όρων οικονομικής κυριαρχίας απέναντι στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μέσα και από την καταστροφή των οικονομιών τους είναι πια γεγονός. Ερώτημα υπάρχει ακόμη απέναντι στη Ρωσία. Βεβαίως έχουν διαμορφωθεί διάφορες εξαρτήσεις αλλά η Ρωσία παραμένει πάντα (και ως οικονομικό μέγεθος) Ρωσία. Κάποιες κινήσεις όπως η πώληση προηγμένης τεχνολογίας-τεχνογνωσίας (ναι, από την «καθυστερημένη» Ρωσία) στην Ευρώπη, η συνεργασία που προωθείται στα διαστημικά προγράμματα, το μπάσιμο στην αγορά δορυφόρων, στην αγορά όπλων της πιο προωθημένης τεχνολογίας, δείχνουν και το «απόθεμα» δυνατοτήτων που εξακολουθεί να υπάρχει και τις φιλοδοξίες της. Ωστόσο το πρόβλημα -και το ερώτημα- στην περίπτωσή της παραμένει σε αποφασιστικό βαθμό το πολιτικό.
6. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Όλα αυτά έχουν άμεση σχέση και επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων σ’ όλες τις πλευρές των σχέσεων και δραστηριοτήτων τους.
Άμεσες και ολοφάνερες είναι οι επιπτώσεις στο βιοτικό τους επίπεδο. Λιτότητα, ανεργία, εξαθλίωση. Στον 3ο κόσμο πείνα και θάνατος. Στις Ανατολικές χώρες αθλιότητα σε όλες της τις εκφράσεις. Αλλά και στις καπιταλιστικές μητροπόλεις οι άνεργοι, οι άστεγοι, οι σιτιζόμενοι στην πρόνοια μετρώνται πλέον σε δεκάδες εκατομμυρίων.
«Εκσυγχρονισμός» και ειρήνη. Από τότε που τα πράγματα μπήκαν σε μια ορισμένη τροχιά, (μπορεί να ονομαστεί και «εκσυγχρονιστική») έχουμε σειρά πολέμων με ήδη εκατοντάδες χιλιάδων νεκρούς. Από τον Περσικό στον Καύκασο και από εκεί στην Γιουγκοσλαβία για πρώτη φορά στον Ευρωπαϊκό χώρο μετά τον Β’ ΠΠ. Και τα χειρότερα δεν ήρθαν ακόμη. Γιατί ο «εκσυγχρονισμένος» ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός που αποτέλεσε την κύρια πηγή τους, εξακολουθεί να υπάρχει, να εντείνεται και να αναβλύζει θάνατο.
«Εκσυγχρονισμός» και δημοκρατία. Είναι καθαρό ότι το «λιγότερο κράτος» που προωθείται στην οικονομία, πάει πακέτο με το περισσότερο κράτος στο πεδίο της καταστολής. Μια πολιτική που οδηγεί στην εξαθλίωση τις μάζες, που θίγει και τα μεσοστρώματα, που περιορίζει την κοινωνική βάση στήριξής της, δεν έχει άλλο τρόπο διασφάλισης της κυριαρχίας της από την στήριξη σ’ έναν όλο και διογκωμένο μηχανισμό ελέγχου και καταστολής. Αυτή η σχέση προσδιορίζει τα όρια της δημοκρατίας που ήδη βλέπουμε και που περισσότερο θα δούμε στο μέλλον.
«Εκσυγχρονισμός» και περιβάλλον. Για την καταστροφή που έχει συντελεστεί και συνεχίζει να συντελείται, θα ήταν λίγα όσα κι αν πούμε (άλλωστε είναι γνωστά). Το ζήτημα πλέον βρίσκεται στο ότι οι προοπτικές με την παρούσα σχέση πραγμάτων είναι ακόμη πιο ζοφερές. Γιατί η καταστροφή του περιβάλλοντος είναι αναπόσπαστα δεμένη και αποτελεί έκφραση της τάσης επιδίωξης του εύκολου, άμεσου και μέγιστου κέρδους. Με την τάση συγκέντρωσης και συγκεντρωποίησης που κι αυτή συνδέεται με την «αναζήτηση» όρων διευκόλυνσης της πραγματοποίησης μέγιστου κέρδους. Με τους νόμους της αγοράς. Ακριβώς αυτούς που η «εκσυγχρονιστική» αντίληψη τούς έχει αναγάγει σε σύγχρονο ευαγγέλιο (κάπως έτσι λ.χ. στη χώρα μας για να «προστατεύσει» το περιβάλλον και για να προωθήσει την «αποκέντρωση» φτιάχνει το αεροδρόμιο στα Σπάτα).
«Εκσυγχρονισμός» και …Δημόσια Υγεία όπου τα πράγματα πάνε από περικοπές σε περικοπές.
«Εκσυγχρονισμός» και παιδεία όπου όλο και περισσότερο προωθείται η αντιδραστικοποίηση όλων των εκφράσεων της.
«Εκσυγχρονισμός» και κοινωνικές σχέσεις όπου όλο και πιο πολύ προβάλλεται, αποθεώνεται, καθιερώνεται ο πιο χυδαίος ατομικισμός.
«Εκσυγχρονισμός» και πολιτισμός όπου ένας κατακλυσμός σκουπιδιών διοχετεύεται από πολυποίκιλα κανάλια και διαμορφώνει το πρόσωπο της εποχής μας. Μιας εποχής πολιτιστικής -κι όχι μόνο- βαρβαρότητας. Πλήρους απαξίωσης της έννοιας του ανθρώπου. Είναι το έδαφος πάνω στο οποίο κινείται ο «εκσυγχρονισμός». Το έδαφος που καλλιεργεί. Που το καθιστά «γόνιμο» ακόμη και για τις πιο δηλητηριώδεις του παραφυάδες. Την διάδοση των ναρκωτικών. Την εξάπλωση της πορνείας. Το εμπόριο παιδιών. Το εμπόριο (οι «νόμοι της αγοράς») ανθρώπινων οργάνων. Ένας πραγματικός εφιάλτης.
κεφαλαιο ε’
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΙ ΕΠΙΦΥΛΑΣΣΕΙ
1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΕΣ
Για τους απολογητές του, ιδιαίτερα τους «εκσυγχρονιστικούς», στο καπιταλιστικό σύστημα «ανήκει» το μέλλον. Έχει τις απαντήσεις στο ζήτημα της ανάπτυξης, της οικονομίας. Αυτές που συνδέονται με την προώθηση της ΕΤΕ, της τεχνολογικής εξέλιξης, της ανάπτυξης του τριτογενούς τομέα. Εκεί λέει βρίσκεται το μέλλον, εκεί οι «νέες θέσεις εργασίας». Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε πολύ σύντομα και απλά. Πως εκεί ακριβώς που ξεκίνησε αυτή η φάση (εδώ και αρκετά χρόνια), εκεί ο αριθμός των ανέργων αυξάνει χρόνο με το χρόνο και έχει ήδη φτάσει σε πρωτοφανή ύψη. Ας δούμε όμως το ζήτημα συνολικότερα.
Σε σχέση κατ’ αρχήν με τη φιλολογία που έχει αναπτυχθεί γύρω από την ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα, της τεχνολογικής εξέλιξης κ.λπ. αφετηρία της η πράγματι υπέρμετρη διόγκωση του τριτογενούς τομέα. Παραβλέποντας ωστόσο ή αποσιωπώντας κάποια πράγματα. Κατ’ αρχήν αυτό που είναι ολοφάνερο. Πως αυτή η υπερδιόγκωση παρατηρείται βασικά στις αναπτυγμένες ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Λιγότερο στις «όμορες» περιοχές και πολύ λιγότερο στις φτωχές χώρες του 3ου κόσμου. Δεύτερον (και το πιο σημαντικό) πως το φαινόμενο διέπεται από ορισμένες σχέσεις, που προσδιορίζουν την φύση του χαρακτήρα και τα όρια του.
Αν δούμε το ζήτημα στην παγκόσμια διάστασή του, θα διακρίνουμε ένα είδος «πυραμίδας» που στην κορυφή του βρίσκονται οι αναπτυγμένες χώρες και προς τα κάτω μέχρι τη βάση της («ιεραρχικά») όλος ο υπόλοιπος κόσμος.
Η υπερσυγκέντρωση και η υπερανάπτυξη στις μητροπόλεις συνδέεται και εδράζεται σ’ αυτήν την πλατιά βάση (αν υποθέταμε λ.χ. τη δυνατότητα ύπαρξης μιας ισομερούς και όχι ανισόμετρης ανάπτυξης, αντίστοιχα ισομερής -ή περίπου- θα ήταν και η «κατανομή» των διάφορων τομέων, πρωτογενούς, δευτερογενούς, τριτογενούς ανά χώρα).
Υπάρχει πάντα μια σχέση ανάμεσα στον πρωτογενή με τον δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα, την οποία ο τριτογενής λ.χ. δεν μπορεί να υπερβεί «από μόνος του». Το ίδιο ισχύει (με τις ιδιαιτερότητες και τις αναλογίες του) για τη σχέση βάσης – κορυφής στο επιστημονικό, τεχνολογικό πεδίο, όσον αφορά τουλάχιστον τις εφαρμογές (άμα δεν ήταν έτσι κάποιες ανακαλύψεις-εφευρέσεις όπως του Ήρωνα, του Νταβίντσι ή των Κινέζων δεν θα ‘χαν μείνει μόνο ως παιγνίδια).
Δεν μπορεί μ’ άλλα λόγια η πλατιά βάση να βρίσκεται ή πολύ περισσότερο να ωθείται στην απόλυτη καθυστέρηση και η κορυφή να χάνεται στο διάστημα.
Η καθυστέρηση λ.χ. στα διάφορα διαστημικά προγράμματα λιγότερη σχέση έχει με το «τέλος του ψυχρού πολέμου» και μάλλον περισσότερη με κάποια άλλα πράγματα.
Το ζήτημα δεν είναι, ή δεν είναι μόνον, επιστημονικό, έρευνας, μελέτης κ.λπ. Είναι ζήτημα κεφαλαίων, ζήτημα πλατιάς παραγωγικής, βιομηχανικής, τεχνικοεπιστημονικής βάσης, ενεργειακής βάσης κ.λπ. (Παρεμπιπτόντως να θυμίσουμε ότι η πλατιά ενεργειακή βάση του συστήματος εξακολουθεί να στηρίζεται στο πετρέλαιο και το …κάρβουνο). Αν λ.χ. σε κάποια φάση αναδείχτηκε –σε σχέση με το διαστημικό– ένα πρόβλημα κεφαλαίων, αυτό πέρα από όλα τ’ άλλα έκφραζε ακριβώς τους περιορισμούς που βάζει η σχέση βάσης- κορυφής. Από πού δηλαδή θα ξεφύτρωναν τα απαραίτητα κεφάλαια (και μιλάμε για ιλιγγιώδη ποσά) αν δεν προέρχονταν από διαδικασία συσσώρευσης σε επίπεδο πλατιάς παραγωγικής βάσης;
Με όλα αυτά, δεν υποστηρίζουμε ότι γενικά δεν υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης (το αντίθετο, και θα αναφερθούμε και σε άλλο κεφάλαιο). Υποστηρίζουμε βασικά πως «πριν» από τους αντικειμενικούς περιορισμούς, υπάρχουν αυτοί που το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα «βάζει στον εαυτό του» με τις τάσεις που αναπτύσσει, τις αντιφάσεις, τις αντινομίες του. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι «θυμίζοντας» -σε συντομία- κάποια πράγματα, μια και ήδη έχουμε αναφερθεί στα περισσότερα απ’ αυτά.
2. καταστροφη παραγωγικων δυναμεων.
Η βάση του προβλήματος βρίσκεται σ’ αυτό, που σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέρθηκε, αποτελεί την κινούσα δύναμη του συστήματος. Την επιδίωξη κέρδους, που «συμπτωματικά» αποτελεί δύναμη δημιουργίας (όταν και όσο) αλλά και δύναμη καταστροφής. Βρισκόμαστε ήδη σε μια εποχή που όλο και πιο έντονα προβάλλει, ενεργοποιείται αυτή η δεύτερη πλευρά.
Όσο και αν το καπιταλιστικό σύστημα προβάλλει τις οικονομικές του «αρετές» (για να αντισταθμίσει την επίδραση της γενικής του αθλιότητας), εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κανείς στη δράση του και πλευρές έντονα «αντιοικονομικές». Αν θα υιοθετούσαμε την λογική του, θα λέγαμε ότι εκτός των άλλων, είναι και «ασύμφορο» προοπτικά και σε βάθος χρόνου.
Δεν είναι μυστικό και έχει ήδη επισημανθεί από πολλές πλευρές ότι ο τρόπος που γίνεται (εντατική υπερεκμετάλλευση) η χρήση τους, καταστρέφει τις πηγές ενέργειας και των πρώτων υλών. Η λογική της επιδίωξης άμεσου, εύκολου και μέγιστου κέρδους λειτουργεί αποτρεπτικά για κάθε μέτρο διαφύλαξής τους και τρόπου χρήσης που θα διασφάλιζε πιο μακρόχρονη απόδοση. Η συμπίεση δηλαδή του σημερινού κόστους εκμετάλλευσης, πέραν όλων των άλλων, επιβαρύνει και οικονομικά το μέλλον.
Η ίδια σχέση προβάλλει αν δούμε το ζήτημα σε αναφορά με τις περιβαλλοντολογικές κ.ά. καταστροφές. Δεν μας είναι καθόλου ευχάριστο να αναγάγουμε σε οικονομικά μεγέθη αξίες όπως ο άνθρωπος, η υγεία, το περιβάλλον, αλλά χρειάζεται να αφαιρεθεί κάθε επιχείρημα από αυτούς που αδιαφορούν, που θεωρούν αναλώσιμο είδος αυτές τις αξίες. Οι καταστροφές σ’ αυτές τις αξίες συντελούνται, γιατί ένας τρόπος επιχειρηματικής δράσης που θα ‘χε λ.χ. γνώμονα τον σεβασμό και την προφύλαξή τους, θα συνεπάγονταν (κατά την λογική που λειτουργεί το καπιταλιστικό σύστημα) ένα μεγάλο «κόστος» και συνεπώς λιγότερα κέρδη. Ο παραμερισμός ωστόσο αυτού του κόστους χάριν της άμεσης κερδοφορίας, δεν σημαίνει ότι αυτό το κόστος (και σαν οικονομικό μέγεθος) παύει να υπάρχει, είτε ως κόστος καταστροφής υπαρκτών (ή και παραγομένων) αξιών, είτε ως κόστος αποκατάστασής τους σήμερα, αύριο, στο μέλλον. Δεν έχει και δεν είναι εύκολο να επιμετρηθεί, αλλά είναι υπαρκτό, και ούτως ή άλλως αφορά αξίες ασύγκριτα μεγαλύτερες από οποιοδήποτε «κέρδος».
Δεν είναι νέα η άποψη για τάση καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων σαν βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν θα ‘χαμε λοιπόν τίποτα να προσθέσουμε επί της ουσίας του ζητήματος αν δεν χρειάζονταν να επισημάνουμε κάποιες σημερινές έως και «εκσυγχρονιστικές» του εκφράσεις. Μπορούμε λοιπόν να παρατηρήσουμε να εκδηλώνονται:
Στην καταστροφή προϊόντων (χωματερές), ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου υπάρχει πείνα.
Την καταστροφή παραγωγικών μονάδων στο όνομα του «εκσυγχρονισμού» τους.
Την καταστροφή (για τον ίδιο λόγο) αγροτικών καλλιεργειών (βλέπε και στην χώρα μας).
Την καταστροφή ανθρώπων σαν παραγωγικών υποκειμένων (άνεργοι κ.ά.).
Την καταστροφή ολάκερων οικονομιών σε όλη την κλίμακα και το βάθος τους (βλέπε λ.χ. ανατολικές χώρες), την καταστροφή, την ερήμωση ολάκερων χωρών με τους πολέμους που υποκινούνται.
Την ύπαρξη αυτών των φαινομένων οι απολογητές του συστήματος δεν τις αρνούνται (δεν μπορούν). Απλώς προσπαθούν να παρουσιάσουν αλλιώς και τις αιτίες και τους τρόπους και τους στόχους με τους οποίους γίνονται. Έτσι για τους πολέμους «φταιν» πάντα οι σφαγιαζόμενοι, για την ερήμωση των χωρών του 3ου κόσμου φταίει η «καθυστέρησή» τους, για τις ανατολικές χώρες «φταίει ο …Στάλιν» (μετά πεντήκοντα έτη), ενώ για τις άλλες περιπτώσεις με «ειλικρίνεια» ορισμένες φορές αποδέχονται πως τα προβλήματα που δημιουργούνται αποτελούν το «τίμημα της ανάπτυξης» Στην πραγματικότητα το τελευταίο βρίσκεται πολύ κοντά στην λογική που διέπει και κινεί το σύστημα σε αναφορά με όλα όσα αναφέρθηκαν. Στον «εσωτερικό πυρήνα» της λογικής τους όλες αυτές οι καταστροφές που προωθούν έχουν «αναπτυξιακό» χαρακτήρα.(Έτσι κατορθώνουν και κάποιοι να έχουν ήσυχη την «συνείδησή» τους).
Στη βάση ποιας λογικής; Γιατί βέβαια κανείς δεν είναι, έτσι γενικώς, ενάντια στην ανάπτυξη, στην δημιουργία όλο και πιο σύγχρονων παραγωγικών μονάδων κ.λπ., κ.λπ. Αλλά από πότε ένα -παλιό έστω- εργοστάσιο είναι λιγότερο παραγωγικό από ένα …οικόπεδο; (η «απορία» μπορεί να εκφρασθεί και σε σχέση με όλες τις άλλες εκφράσεις του ζητήματος).
Η εξήγηση βρίσκεται στην σχέση του καπιταλισμού με την οικονομική, την παραγωγική δραστηριότητα. Όπως και προηγούμενα αναφέραμε, η κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών δεν αποτελεί τον λόγο ύπαρξης αλλά «σύμπτωμα» της καπιταλιστικής δραστηριότητας, που κύριο στόχο της έχει το κέρδος. Έτσι αποτελεί διαφορετικό μέγεθος η παραγωγικότητα από την αποδοτικότητα (εις κέρδη) και η σύγχυση που δημιουργείται είναι απλώς σκόπιμη.
Σε μια τέτοια βάση, η αναγκαιότητα κάλυψης των όλο και διευρυνόμενων ανθρώπινων αναγκών, προϋποθέτει μεν την διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, αλλά όχι απαραίτητα την καταστροφή των «παλιών» παραγωγικών μονάδων εφόσον αυτές μπορούν να συνεχίζουν να παράγουν.
Αντίθετα η επιδίωξη αύξησης των κερδών (ή της «οικονομικής αποδοτικότητας») συνεπάγεται μεν ορισμένες φορές και την διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, αλλά τις περισσότερες προϋποθέτει την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων (από την πιο μικρή ως την πιο μεγάλη κλίμακα) είτε για «μετακίνηση» κεφαλαίων, «συντελεστών παραγωγής» όπως λέγεται (η πιο «ανώδυνη» περίπτωση), είτε για την δημιουργία «παρθένου» εδάφους που είναι και το πιο πρόσφορο για κερδοφόρα δράση κλίμακας.
Ακριβώς σ’ αυτή την λογική προωθείται σήμερα ο «εκσυγχρονισμός» δηλαδή η καταστροφή μονάδων, οικονομιών, χωρών, σ’ αυτήν την λογική θεωρείται ο άνεργος πιο «παραγωγικός» από τον εργαζόμενο σε «ασύμφορη επιχείρηση».
3. Η ανακυκλωση ενοσ αδιεξοδου
Αναφέρθηκαν επίσης (προηγούμενα) η διεύρυνση της ανισομετρίας, οι καταστροφικές συνέπειες μιας πολιτικής που έχει ερημώσει τον 3ο κόσμο, που ξεθεμελίωσε τις οικονομίες των ανατολικών χωρών, που κατέστρεψε (σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό) την βιομηχανική και αγροτική βάση διαφόρων χωρών. Οι νέες επενδύσεις που γίνονται απέχουν από το να αντισταθμίζουν τις απώλειες και αυτό εμφανίζεται ακόμη και στους δείκτες ανάπτυξης που παρουσιάζουν οι ίδιοι. (παρότι η «αφετηρία» που «ορίζουν» με αυτόν τον τρόπο ευνοεί την εμφάνιση υψηλών «δεικτών»). Μπορεί να εκτιμηθεί ότι υπάρχει ένα «στένεμα» και στην καλύτερη περίπτωση μια στασιμότητα (σαν τέτοια εμφανίζεται) της συνολικής παραγωγικής βάσης. Αυτό βέβαια δεν ενδιαφέρει και πολύ τους καπιταλιστές. Τους ενδιαφέρει όμως πάρα πολύ η αγορά. Η κατάκτησή της από τον καθένα ξεχωριστά, και ει δυνατόν η διεύρυνσή της για όλους. Μόνο που η πολιτική που προωθούν δημιουργεί το ακριβώς αντίθετο. Και θα ‘ταν βέβαια παράδοξο να διευρύνεται η αγορά χωρίς ανάλογη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης και της εν γένει αγοραστικής δύναμης.
Πιο συγκεκριμένα, είναι ολοφάνερο ότι η πολιτική της λιτότητας μειώνει την αγοραστική δύναμη του κόσμου και «στενεύει» την εσωτερική αγορά ακόμη και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Η διεύρυνση της ανισότητας με τον 3ο κόσμο, μειώνει δραματικά την αγοραστική του δύναμη, την «απορροφητικότητά» του σε βιομηχανικά κ.λπ. προϊόντα. (Άλλο ζήτημα αν «καλύπτεται» -ως πότε και με ποιες συνέπειες- με υπερχρέωση).
Σε σχέση με τις ανατολικές χώρες το γεγονός ότι για την δύση άνοιξε μια καινούρια αγορά, δεν αντισταθμίζει το γεγονός ότι η συνολική απορροφητική τους δύναμη έχει πέσει κατακόρυφα. Δεν είναι ότι οι παράγοντες του συστήματος δεν βλέπουν αυτό που είναι ολοφάνερο. Απλά ο κάθε ιμπεριαλιστικός σχηματισμός ευελπιστεί ότι θα καρπωθεί ο ίδιος τα πλεονεκτήματα (λ.χ. χαμηλό κόστος) μιας τέτοιας σχέσης ενώ τα αρνητικά θα επιβαρύνουν «μόνον» τους άλλους.
Έτσι εντείνεται ο ανταγωνισμός, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, κατά τον οποίο κάποιοι (οι ισχυρότεροι από πάνω μέχρι κάτω στην κλίμακα) πετυχαίνουν κάποια πλεονεκτήματα, αλλά συνολικά η αγορά «στενεύει». Το αδιέξοδο είναι φανερό και πλήρες.
Στη βάση αυτών των αδιεξόδων είναι που η «διέξοδος» αναζητείται -στην πράξη- στην παραπέρα ένταση της εκμετάλλευσης, στην παραπέρα καταλήστευση των αδύναμων χωρών, στον ανταγωνισμό, στις επεμβάσεις τους πολέμους. Δηλαδή στις πρακτικές εκείνες που οδήγησαν στο αδιέξοδο και που πλέον δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να το ανακυκλώνουν σε ψηλότερο επίπεδο.
4. Κερδη και χρεη
Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε να αναπτύσσεται μια αναπτυξιολογία, που περιοδικά εναλλάσσεται με την κρισιολογία η οποία στο προηγούμενο διάστημα -όχι ανεξήγητα- κυριαρχούσε.
Έτσι αν θέλει κανείς να βγάλει συμπεράσματα με βάση την αστική οικονομική φιλολογία για την πορεία των οικονομικών εξελίξεων θα δυσκολευτεί αρκετά.
Αυτή η αντιφατικότητα δεν είναι χωρίς εξήγηση, και μάλλον εκφράζει με τον τρόπο της μια επίσης αντιφατική πραγματικότητα. Είναι αναμφισβήτητο ότι διάφοροι σχηματισμοί του κεφαλαίου σήμερα, έχουν (ή εμφανίζουν) κέρδη.
Εκτίμησή μας είναι ότι αυτά ως ένα μόνο ποσοστό αντιπροσωπεύουν πραγματικές αξίες και σε ένα άλλο είναι «εγγραφές» λογιστικού (ή «πολιτικολογιστικού») χαρακτήρα.
Αυτή η σχέση για μας, δεν συνιστά ασφαλή βάση ανάκαμψης από την κρίση, που επίσης διατυμπανίζεται πως βρίσκεται προ θυρών. Ας εξηγηθούμε περισσότερο.
Η πραγματική αξία που αντιπροσωπεύουν τα εμφανιζόμενα κέρδη συνδέεται:
α)με την ένταση της εκμετάλλευση των εργαζομένων,
β)με τις ανισόμετρες «ανταλλαγές», την λεηλασία των εξαρτημένων χωρών,
γ)με τον «ανισόμετρο» εκσυγχρονισμό, με το γεγονός ότι κάποιες χώρες (τομείς, κλάδοι τους) έχουν δημιουργήσει κάποιους όρους υπεροχής απέναντι στους ανταγωνιστές τους, ή και της προνομιακής τους θέσης στον παγκόσμιο συσχετισμό (λ.χ. ΕΠΑ). Όπως ωστόσο στο προηγούμενο κεφάλαιο προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, αυτές οι «πηγές» έχουν ήδη προσεγγίσει τα όριά τους.
Όσο για το σύνολο των «εγγραφών», εκτιμούμε πως αυτές δεν αντιπροσωπεύουν πραγματικές αξίες. (πέραν αυτών που προηγούμενα αναφέραμε). Η αύξηση των κερδών που εμφανίζεται δεν αντιστοιχεί σε μια ανάλογη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης (ή και της αγοράς). Παρατηρούμε λ.χ. το εξής φαινόμενο. Η συσσώρευση κεφαλαίων (κέρδη) εμφανίζεται μεγαλύτερη από τα επενδυόμενα. Τα επενδυόμενα κεφάλαια εμφανίζονται περισσότερα από όσα θα αντιστοιχούσαν στην πραγματική απορροφητικότητα της αγοράς (που «στενεύει»). Αποτέλεσμα η δημιουργία «πλεοναζόντων» κεφαλαίων, ένα παράδοξο φαινόμενο όπου τα κεφάλαια «περισσεύουν» την ίδια στιγμή που «λείπουν».
Βεβαίως τα κεφάλαια δεν βρίσκονται κρυμμένα σε κάποια θησαυροφυλάκια. Ένα μέρος τους επενδύεται και σύμφωνα με τις τάσεις που προηγούμενα περιγράψαμε. Αλλά και σε ένα μεγάλο ποσοστό «επενδύεται» χρηματιστηριακώς. Ή όπως αλλιώς έχει ειπωθεί (Λένιν) σε μια σχέση που του επιτρέπει να «κουρεύει» τις μετοχές του. Μια σχέση ούτως ή άλλως εύθραυστη αυτή καθαυτή. Πολύ περισσότερο σήμερα, όπου το πλεονέκτημα (για το κεφάλαιο) της παγκοσμιοποίησης της on line σύνδεσης, της μεγάλης ταχύτητας των συναλλαγών, μπορεί να λειτουργήσει και ακριβώς αντίστροφα. Με όση ταχύτητα μπορούν να πραγματοποιούνται κερδοφόρες συναλλαγές, με άλλη τόση μπορούν να «ταξιδεύουν» οι καταστροφικές συνέπειες, μικρών ή μεγαλύτερων κρίσεων (και όταν υπάρξουν τέτοιες αυτές δεν μένουν απλώς ως «εγγραφές» στο χρηματιστηριακό πεδίο, αλλά αντανακλώνται άμεσα στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας).
Η πιο χαρακτηριστική έκφραση του πράγματος βρίσκεται στην εικόνα του χρέους των διαφόρων χωρών (εξωτερικού κύρια αλλά και εσωτερικού). Όλες (ακόμα και οι ΕΠΑ) χρωστούν, και μάλιστα ιλιγγιώδη ποσά.
Το χρέος αυτό ολοφάνερα υπερβαίνει τις σημερινές δυνατότητες απόδοσης της παγκόσμιας οικονομίας. (Αλλιώς προοδευτικά θα αποσβένονταν, θα μίκραινε και όχι θα μεγάλωνε όπως συμβαίνει).
Και εδώ πέρα από αυτό, υπάρχουν και άλλα παράδοξα. Πώς δημιουργήθηκε λ.χ. αυτό το χρέος; Από ποια οικονομία συσσωρεύτηκαν αυτά τα κεφάλαια, που φανερά υπερβαίνουν τις δυνατότητες πραγματικής συσσώρευσης της οικονομικής λειτουργίας του πλανήτη;
Αλλά κι από κει και πέρα. Τι απέγιναν αυτά τα κεφάλαια αφού προφανώς δεν επενδύθηκαν παραγωγικά, αλλιώς θα απέδιδαν αναλόγως;
Και εν τέλει αφού όλες οι χώρες χρωστάν σε ποιον διάολο χρωστάν;
Προφανώς δεν προήλθαν από το φεγγάρι αυτά τα κεφάλαια, κι ούτε οι χώρες τα χρωστάν σε τίποτα εξωγήινους. Παράγονται, και σ’ ένα μεγάλο (ίσως το μεγαλύτερο) μέρος τους «εγγράφονται» μέσω διεργασιών που προσδιορίζονται από, και προσδιορίζουν όρους κυριαρχίας:
Του κεφαλαίου απέναντι στο προλεταριάτο και τους λαούς.
Των ιμπεριαλιστικών χωρών απέναντι στις εξαρτημένες.
Ειδικότερα μέσα από μια τέτοια σχέση:
Το κεφάλαιο ενισχύει τους όρους ελέγχου του (πραγματική αιχμαλωσία ορισμένες φορές) απέναντι στις πολιτικές ηγεσίες.
Οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές ιμπεριαλιστικές χώρες απέναντι στις λιγότερο ανεπτυγμένες, τις αδύναμες, οικονομικά εξαρτημένες.
Οι μητροπόλεις της Δύσης απέναντι (εξέλιξη που πρόσφατα πήρε μεγάλες διαστάσεις) στις ανατολικές χώρες.
Ακόμη ως ένα βαθμό εκφράζει και τις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών σχέσεις και «ιεραρχίες». (Εξ’ ου και η πάλη για αναπροσαρμογή των όρων ελέγχου των διαφόρων οργανισμών, ΔΝΤ κ.ά.).
Αποτελώντας λοιπόν, μια έκφραση κυριαρχίας, που ως ένα μόνο βαθμό αντιστοιχεί σε πραγματικά οικονομικά μεγέθη, είναι, όσον αφορά την καθ’ αυτή οικονομική της πλευρά, αρκετά εύθραυστη και ευάλωτη απέναντι σε κινδύνους, πάσης προέλευσης (όχι μόνο οικονομικής). Σε μια τέτοια βάση, είναι φανερό ότι η ύπαρξη, διάρκεια, αναπαραγωγή και πάνω απ’ όλα, η ασφάλειά της, συναρτάται απόλυτα από την εν γένει σταθερότητα του συστήματος, την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία του, συνδέεται άμεσα με την πολιτική και στρατιωτική του ισχύ.
Για να το πούμε διαφορετικά. Πόσο «απαιτητό» αλήθεια είναι αυτό το χρέος; Στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου απαιτητό κι αυτό καθιστά τη σχέση ακόμη πιο εύθραυστη. Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που μια «μίνι» χρηματιστηριακή κρίση (κραχ) ταρακούνησε όλο το σύστημα. Λιγότερα, από τότε που τα «κόλπα» ενός και μόνο υπαλλήλου σε μια και μόνο αγγλική τράπεζα έθεσε σε κρίση ολόκληρο το πλέγμα διατραπεζικών σχέσεων με την Νοτιοανατολική Ασία.
Πρόσφατος ο πανικός από την αδυναμία του Μεξικού στην αποπληρωμή των χρεών του που ανάγκασε τις ΕΠΑ να δώσουν το μεγαλύτερο δάνειο στην παγκόσμια ιστορία (80 δις δολάρια).
Αν λοιπόν συνυπολογίσουμε όλους τους παράγοντες και στους οποίους ήδη αναφερθήκαμε («στένεμα» αγορών, ανταγωνισμός κ.ά.) η πιθανότητα ενός κραχ είναι μέσα στην λογική των πραγμάτων. Η πιθανότητα εκδήλωσης και οι δυνατότητες αντιμετώπισης συνδέονται καθοριστικά με πολιτικές παραμέτρους του ζητήματος. Αν υποθέσουμε ότι κάποια στιγμή χάνεται ο έλεγχος στη βάση δυσμενούς εξέλιξης των οικονομικοπολιτικών παραμέτρων, τότε το ενδεχόμενο κραχ θα ‘χει τέτοιες διαστάσεις (παγκοσμιοποίηση) που το ‘29 θα φαντάζει παιδικό παιχνίδι.
Ως προς αυτό και όσον αφορά την οικονομική πλευρά, αναφερθήκαμε, ως προς το πολιτικό θα αναφερθούμε σε άλλο κεφάλαιο, μπορούμε όμως από τα τώρα να πούμε ότι οι προοπτικές και εκεί δεν είναι και τόσο ευοίωνες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΕΞΟΔΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΑ;
Αν επιχειρούσαμε μια συνόψιση αυτών που παρατηρούμε, θα προσδιορίζαμε ότι:
Υπάρχει και συνεχίζεται μια πολιτική έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Λεηλασίας των εξαρτημένων χωρών. Ανταγωνισμού.
Οι επιπτώσεις στη ζωή των εργαζόμενων μαζών και γενικότερα των λαών έμμεσες και οδυνηρές. Λιτότητα, ανεργία, εξαθλίωση, επεμβάσεις, πόλεμοι και ματοκύλισμα των λαών.
Παρ’ όλα αυτά η διέξοδος δεν διαφαίνεται. Το ζήτημα των αγορών, από τους αφετηριακούς παράγοντες της κρίσης, αναδείχνεται και ως …αποτέλεσμα των προσπαθειών αντιμετώπισής της. Χαρακτηριστική έκφραση των αδιεξόδων, η επέκταση της επίθεσης στα μεσοστρώματα ακόμα και σε τμήματα της αστικής τάξης στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Μια εξέλιξη που πέρα από το φαινόμενο της «μετακόμισης» της εξαθλίωσης στις μητροπόλεις (κυριολεκτικά και μεταφορικά), το κρίσιμο είναι ότι αποσυνθέτει την ίδια την κοινωνική βάση στήριξης του συστήματος στα βάθρα ύπαρξής του. Άλλο ζήτημα το ότι η ήττα του κινήματος δεν αφήνει για την ώρα να φανεί το ζήτημα σε όλες του τις διαστάσεις.
Η κρίση «σέρνεται» χρόνια τώρα μέσα από υφέσεις, και εξάρσεις -αλλά πάντα παρούσα- τα αδιέξοδα εντείνουν τον ανταγωνισμό, που σε σχέση αλληλοτροφοδότησης με την κρίση οδηγεί σ’ αυτό που μπορεί να ονομαστεί σαν πόλεμος όλων εναντίον όλων, όπου:
Το κεφάλαιο διεκδικεί την απόλυτη ταξική κυριαρχία και «ελευθερία κινήσεων»
Οι ιμπεριαλιστές διεκδικούν τον κόσμο.
Η Δύση την κυριαρχία στην Ανατολή.
Οι ΕΠΑ την αδιαφιλονίκητη παγκόσμια ηγεμονία- κυριαρχία.
Και οι λαοί «ετοιμάζουν» τις δικές τους απαντήσεις.
Τι μέλλει γενέσθαι; Υπάρχουν έξοδοι, διέξοδοι ή έστω διαφυγές για την κατάσταση έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται; Από γενική άποψη όρια στην εξέλιξη δεν υπάρχουν. Υπάρχουν μόνο για το ίδιο το σύστημα (και για κάθε σύστημα) και τις λειτουργίες τους, τις τάσεις που παράγει, τις αντιφάσεις και τις αντινομίες που αναδείχνει. Σ’ αυτά ας σταθούμε.
1)Τα αδιέξοδα και οι αντιφάσεις που εκδηλώνονται, δεν διαφεύγουν της προσοχής ούτε και κάποιων παραγόντων του συστήματος. Πληθαίνουν οι φωνές που τα επισημαίνουν, καθώς και οι κίνδυνοι που συνεπάγονται για το σύστημα. Κάποιοι μάλιστα ζητούν σαν διέξοδο μια στροφή σε ένα είδος «νεοκεϋνσιανισμού» (π.χ. Γκαλμπραίηθ). Αυτό που εμείς έχουμε να πούμε είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι ζήτημα «λογικής», κάτι δηλαδή που «σηκώνει» επιχειρήματα με τα οποία μπορούν να πεισθούν κάποιοι άλλοι. Πάν’ απ’ όλα είναι ζήτημα τάσεων, που έχουν αναδειχθεί, που κινούνται, που δημιουργούν δυναμικές και δεδομένα. Οι απόψεις του Κέυνς λ.χ. υπήρχαν (για όσους τις γνώριζαν) και πριν το ’29. «Χρειάστηκε» η κρίση, το κραχ, ο πανικός, η γιγάντωση του «αντίπαλου δέους» για να υιοθετηθούν από πολιτικοινωνικές δυνάμεις και μερίδες του κεφαλαίου (Ρούσβελτ) για να αποκτήσουν υπόσταση, για να «υπάρξουν» ως κοινωνική και πολιτική δύναμη. Υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει τέτοιο προτσές σήμερα;
Αυτό είναι κάτι που αφορά το μέλλον, αλλά ένα είδος απάντησης μπορούμε να έχουμε αν δούμε τι είναι αυτό που «απελευθερώθηκε» το ‘89-’91. Και αυτό είναι οι πιο αντιδραστικές δυνάμεις του καπιταλιστικού συστήματος, η πραγματική του φύση, αυτή που «δυναστεύονταν» στους συσχετισμούς της προηγούμενης περιόδου και στην αναγκαιότητα να συγκρατεί και να ελέγχει τις τάσεις που παρήγαγε και να υποχρεώνεται να ασκεί έως και -άκουσον, άκουσον- «κοινωνική πολιτική»! (όποια και όπως τέλος πάντων την ασκούσε). Όλα αυτά βέβαια ανήκουν πλέον στο αναθεματισμένο και «σταλινικό» παρελθόν. Αυτό που υπάρχει είναι οι «νόμοι της αγοράς», απελευθερωμένοι και στην πλήρη δόξα τους, οι τάσεις που έχει απελευθερώσει η ολοκληρωτική ανατροπή του συσχετισμού. Και που αποτελούν πλέον ένα πανίσχυρο αλλά και ανεξέλεγκτο ρεύμα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι σαν παράδειγμα. Είναι αρκετές οι περιπτώσεις που η αγανάκτηση των μαζών αναδείχνει σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Είναι ακριβώς αυτές που όχι μόνο εφαρμόζουν, αλλά υπερθεματίζουν στην εφαρμογή αυτή της αντιδραστικής πολιτικής. Μικρή σημασία έχει υπό τις παρούσες συνθήκες το ότι ακόμα και από τους αστούς παράγοντες επισημαίνονται οι κίνδυνοι, ή ακόμα διατυπώνεται η άποψη πως ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί όχι μόνο την πιο αντιδραστική, αλλά και την πιο καθυστερημένη τάση στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, και αυτή που του περιορίζει τους ορίζοντες.
Αλλαγή πολιτικής (όταν και όπως) δεν μπορεί να υπάρξει στη βάση «λογικών» επεξεργασιών, αλλά μόνο στη βάση σοβαρών κρίσεων, ή και εκδήλωσης σοβαρών απειλών για το σύστημα από μεριάς λαϊκού κινήματος.
2)Διέξοδος μπορεί να υποτεθεί στην πιθανότητα εκτίναξης κάποιου (ή κάποιων) καπιταλιστικού σχηματισμού στο τεχνοοικονομικό πεδίο που θα τον καταστήσει αδιαφιλονίκητο οικονομικό ηγεμόνα, έτσι ώστε να αποτελέσει την ατμομηχανή που θα σύρει μπροστά όλο το σύστημα. Αναφερθήκαμε προηγούμενα στα όρια που εξ’ αντικειμένου τίθενται σε μια τέτοια κατεύθυνση. Εμμένουμε στην άποψη ότι τα όρια αυτά δεν είναι τόσο τεχνοοικονομικά, αλλά κυρίως όρια σχέσεων. Τις εξελίξεις δεν τις παραγγέλνει κανείς στο super market της γειτονιάς του. Αν οι ΕΠΑ λ.χ. αναδείχθηκαν σε ατμομηχανή του καπιταλιστικού συστήματος μετά τον Β’ ΠΠ., αυτό δεν έγινε επειδή το είχε σχεδιάσει κάποιος, αλλά επειδή προέκυψε από μακροχρόνιες και σύνθετες εξελίξεις. Το καπιταλιστικό σύστημα λοιπόν θα έπρεπε να μπορεί να ξεπεράσει -κατ’ αρχήν- τις αντιφάσεις που το ίδιο δημιουργεί, ή καλύτερα τον ίδιο τον εαυτό του.
Μια παραλλαγή της προηγούμενης εκδοχής υπάρχει («κυκλοφορεί») στη βάση της επιβολής όρων κυριαρχίας μιας ή συνασπισμού δυνάμεων, που θα συντονίσει κ.λπ. (π.χ. ΕΠΑ- Δύση). Ισχύει και εδώ ό,τι λέχτηκε προηγούμενα με την διαφοροποίηση ότι το κυρίαρχο στοιχείο στην περίπτωση είναι το πολιτικό απέναντι στο οικονομικό. Από την άποψη αυτή θα μας απασχολήσει αναλυτικότερα στο πολιτικό μέρος. Εδώ μερικές πολύ σύντομες παρατηρήσεις.
Οι ΕΠΑ, η ισχυρότερη δύναμη στον κόσμο, θέλει έναν τέτοιο ρόλο για τον εαυτό της αλλά δεν μπορεί. Οι απαιτήσεις ενός τέτοιου ρόλου υπερβαίνουν τις δυνατότητες των ΕΠΑ στο οικονομικό, στρατιωτικό, έως και το στρατηγικό πεδίο. Υποχρεωτικά λοιπόν, μόνο ένας συνασπισμός δυνάμεων θα μπορούσε να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο. Από ποιους και στη βάση ποιων όρων και διακανονισμών; Κανενός από τα βασικά κέντρα ισχύος (ΕΠΑ, Ρωσία, ΕΟΚ, Κίνα, Ιαπωνία) οι επιδιώξεις δεν εναρμονίζονται (σε τέτοιο προωθημένο επίπεδο) με κανενός άλλου.
Στην πράξη, υπάρχει ήδη η Δυτική συμμαχία και θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι αποτελεί και ένα είδος απάντησης στο ζήτημα. Ωστόσο
α)Υπάρχει ερώτημα στο αν ένας τέτοιος συνασπισμός μπορεί να επιβληθεί στο βαθμό που δεν απαντάει στο ζήτημα στρατηγικής κυριαρχίας αφήνοντας απ’ έξω την Ρωσία.
β)Μια τέτοια εξέλιξη πιθανότατα θα σπρώξει την Κίνα στη συμμαχία με την Ρωσία, πιθανότητα αποτελεί πραγματικό εφιάλτη για την Δύση.
γ)Ακόμη και χωρίς τους προηγούμενους παράγοντες υπάρχουν σοβαρές αντιθέσεις μέσα στο ίδιο το Δυτικό μπλοκ όπου έχει τεθεί ζήτημα ανακατανομής ρόλων με αντικρουόμενες επιδιώξεις.
δ)Οι αντιφάσεις στο Δυτικό μπλοκ υπάρχουν σαν τέτοιες με δεδομένο ότι η παρουσία στις εξελίξεις των παραγόντων α-β, είναι υποτονική για την ώρα και αναντίστοιχη με την δυναμική που εμπεριέχουν. Όταν αυτή -αναπόφευκτα- εκδηλωθεί στο προσκήνιο, είναι βέβαιο, ότι οι αντιφάσεις στο δυτικό μπλοκ, θα πάρουν δραματικά άλλες διαστάσεις, ανεξάρτητα από το πώς και προς ποια κατεύθυνση θα εκδηλωθούν.
ε)Στην ίδια βάση μπορεί να εκτιμηθεί ότι οι αντιφάσεις -αντιθέσεις συνολικά στο κυρίαρχο πλέγμα (όχι μόνο στη Δύση) υπάρχουν σαν τέτοιες σε σύνδεση και αναφορά με μια παρουσία του λαϊκού κινήματος επίσης αναντίστοιχη με αυτή που είναι βέβαιο ότι θα εμφανίσει στην πορεία. Άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι και αυτή η εξέλιξη θα επιδράσει αποφασιστικά στην πορεία διαμόρφωσης των ενδοαστικών, ενδοϊμπεριαλιστικών σχέσεων- αντιθέσεων.
στ)Αυτό λοιπόν, που εμείς βλέπουμε σαν πιο πιθανό (πότε, πώς, από ποιους, άλλο ζήτημα) είναι δημιουργία συνασπισμών αντιπαράθεσης. Όπως και να ‘χει μια τέτοια εξέλιξη δεν απαντάει στο αρχικό «οικονομικό» ερώτημα που θέσαμε.
3.Μια άλλη πιθανή διέξοδος θα μπορούσε να αναζητηθεί στην επέκταση του καπιταλιστικού συστήματος σ’ όλο τον κόσμο. Στην Ανατολή, στον 3ο κόσμο παντού. Από γενική άποψη όπως είπαμε όρια στην εξέλιξη δεν υπάρχουν, κι αυτή η εκδοχή δείχνει να αντιστοιχεί περισσότερο απ’ όλες σε μια τέτοια γενική θεώρηση. Άλλωστε αυτό δεν θέλουμε κι εμείς; Σοσιαλισμό και ισόμετρη ανάπτυξη λαών και χωρών; Θα μας «κακοφαινόταν» πολύ δηλαδή αν προωθούνταν μια ισόμετρη ανάπτυξη έστω από τον καπιταλισμό; Μήπως άραγε εκφράζουν κάτι τέτοιο, η τάση της διεθνοποίησης, το παράδειγμα της Χιλής;
Η απάντηση υπάρχει σ’ όλα αυτά που αναφέραμε στις προηγούμενες σελίδες. Ανεξάρτητα από το πώς «θα μας φαίνονταν εμάς», το καπιταλιστικό σύστημα δεν θα μπορούσε να κινηθεί σε μια τέτοια κατεύθυνση με βάση την ίδια του την φύση.
Για να μπορούσαμε να υποθέσουμε έστω κάτι τέτοιο, θα ‘πρεπε επίσης να υποθέσουμε ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι σε θέση να ξεπεράσει εφ’ όλης τον εαυτό του και σε όλα τα πεδία (πολιτικό, οικονομικό, στρατηγικής, ιδεολογίας και φιλοσοφίας).
Μια τέτοια κατεύθυνση απαιτεί κατ’ αρχήν θέληση, απαιτεί έναν τέτοιο προσανατολισμό, μια αντίστοιχη ιδεολογία και φιλοσοφία. Το καπιταλιστικό σύστημα έχει και αναπαράγει την ακριβώς αντίθετη. Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εδώ παραπέμποντας απλώς στις προηγούμενες σελίδες. Ας διερευνήσουμε ωστόσο πολύ σύντομα και μια άλλη εκδοχή.
Μήπως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο έστω από ανάγκη; Κάτω από την πίεση των πραγμάτων; Η αντικειμενική απαίτηση, λ.χ. διεύρυνσης της αγοράς που προϋποθέτει επενδύσεις στην …αγορά, μήπως οδηγήσει σε μια τέτοια κατεύθυνση μέσα από την ίδια την λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος; Μα ακριβώς αυτή την λειτουργία προσπαθήσαμε να περιγράψουμε στις προηγούμενες σελίδες.
Αυτήν που έχει σαν συστατικό της στοιχείο την ανισόμετρη ανάπτυξη, την εκμετάλλευση, τον ανταγωνισμό. Μια θεμελιακή προϋπόθεση λ.χ. για μια τέτοια κατεύθυνση, είναι ένας συνολικός και μακρόπνοος σχεδιασμός. Επενδύσεις (π.χ. υποδομής) που δεν πρόκειται να αποδώσουν παρά μόνο μετά από καιρό. Κάτι τέτοιο βρίσκεται ωστόσο σε αντίφαση με όλες σχεδόν τις κυρίαρχες τάσεις του συστήματος. βρίσκεται έξω από την λογική με την οποία κινείται.
Βασικό στοιχείο λ.χ. αυτής της λογικής και απαράγραπτη προϋπόθεση επενδυτικής δραστηριοποίησης σε όποια κλίμακα, και για όποιο υποκείμενο, είναι η επιβολή όρων κυριαρχίας και ελέγχου. Κυριαρχίας πάνω στους λαούς. Ελέγχου των αστικών τάξεων της χώρας που γίνεται η επένδυση. «Διασφάλιση» αυτής της κυριαρχίας από τους ανταγωνιστές. Έτσι δρα και έτσι κινείται το σύστημα. Και ο παγκόσμιος «οικονομικός χάρτης» απλά αποτυπώνει αυτόν τον τρόπο δράσης στα συγκεκριμένα αποτελέσματά του. Ας δούμε σε συντομία ακριβώς εκείνες τις περιπτώσεις που προβάλλονται σαν δήθεν να σηματοδοτούν κάτι άλλο.
Κατά την δική μας άποψη, αποτελεί πραγματικό θράσος η προβολή του «πειράματος της Χιλής», και αποθέωση του κυνισμού. Πείραμα! Πράγματι για τους ιμπεριαλιστές ήταν και κάτι τέτοιο. Που περιελάμβανε: Την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης της Χιλής με πραξικόπημα καθοδηγημένο από τις ΕΠΑ. Με χιλιάδες νεκρούς. Με χιλιάδες «εξαφανισμένους». Με δεκάδες χιλιάδες στα βασανιστήρια, στις φυλακές, τις εξορίες. Με αλυσοδεμένο τον χιλιάνικο λαό για δυο δεκαετίες. Με το ξεπούλημα συνολικά της Χιλής στα αμερικανικά μονοπώλια. Με τη φτώχεια και την εξαθλίωση που εξακολουθεί ακόμη να μαστίζει τον λαό της Χιλής. «Κατέβηκε όμως ο πληθωρισμός». Τι θρίαμβος!
Ως προς τις «τίγρεις» της Ανατολής νομίζουμε ότι η περίπτωσή τους εκφράζει αυτά που προηγούμενα αναφέραμε παρά κάτι άλλο.
Ως προς την επιλογή, ως προς το είδος των σχέσεων στις οποίες υποτάχτηκαν, ως προς τα αποτελέσματα.
Η Ν. Κορέα είναι γνωστό υπό ποιους όρους και με ποιο στόχο επιλέχτηκε. Ωμή επέμβαση των ΕΠΑ και διχοτόμηση της χώρας με όργανο κυβέρνηση ανδρεικέλων απόλυτα ελεγχόμενων από τις ΕΠΑ -«παράδοση» που συνεχίζεται- πόλεμος και ανάδειξη της Ν. Κορέας σε προπύργιο των ΕΠΑ στα πλευρά της Κίνας.
Στην Ταϊβάν (Φορμόζα) μετά τη νίκη της κινεζικής επανάστασης κατέφυγαν όλα τα ρετάλια του προηγούμενου καθεστώτος που θα ‘ταν αδύνατο να σταθούν έστω και μια μέρα χωρίς την ολόπλευρη στήριξη των ΕΠΑ, που φυσικά την ελέγχουν καλύτερα από τις …ίδιες τις ΕΠΑ, και που χρησιμοποιούνται σαν προκεχωρημένο φυλάκιο των ΕΠΑ και πάλι απέναντι στην Κίνα.
Το Χονγκ Κονγκ, κράτος χωρίς κράτος, χώρα χωρίς χώρα, ένας (εύκολα ελεγχόμενος) σταθμός του ιμπεριαλισμού που οι «δείκτες ανάπτυξης» που εμφανίζει δεν αντιπροσωπεύουν βέβαια την οικονομία μιας χώρας που δεν υπάρχει, αλλά αποτυπώνουν ένα μεγάλο μέρος της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας των ιμπεριαλιστών στην Ν. Ασία (και γνωστό βέβαια ότι το 1997 περνάει στην δικαιοδοσία της Κίνας).
Ως προς τα αποτελέσματα τα βλέπουμε ήδη στην μόνη απ’ αυτές τις χώρες που έχει στοιχειώδη υπόσταση ως χώρα, την Ν. Κορέα με τις εκατοντάδες χιλιάδες εργατών στους δρόμους.
Τώρα για κάποιες άλλες όπως την Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες κ.λπ., καλύτερα ας μην πούμε τίποτα για το ποιας «χρήσεως» χώρες τις έχουν καταντήσει.
Να προσπεράσουμε επίσης σύντομα την περίπτωση των αραβικών χωρών όπου τα τεράστια έσοδα από το πετρέλαιο γεμίζουν τα ταμεία των ιμπεριαλιστών και τις τσέπες των ντόπιων κηφήνων, ενώ οι χώρες παραμένουν όχι απλά φτωχές αλλά κυριολεκτικά στον «αέρα». Παρά τα ιλιγγιώδη ποσά που κυκλοφορούν, από ανεπαρκή έως μηδενικά επενδύονται στην υποδομή ή σε άλλους κλάδους παραγωγικής δραστηριότητας. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα, η πιο «πλούσια» απ’ αυτές, η Σ. Αραβία όπου ο «ελεύθερος κόσμος» συντηρεί και στηρίζει το πιο σάπιο και διεφθαρμένο φεουδαρχικό καθεστώς του πλανήτη.
Θα σταθούμε λίγο και θα κλείσουμε με δυο παραδείγματα (από την «ιστορία») επενδύσεων μέλλοντος, που εμφανίζουν χαρακτηριστικά στοιχεία του ζητήματος. Η διάνοιξη των διωρύγων Σουέζ και Παναμά γίνανε στη βάση «συμβάσεων» με προοπτική εκατονταετίας, και με διασφαλισμένη όχι απλά την «συμβατική» αλλά την ουσιαστική διασφάλιση ελέγχου στη βάση της συντριπτικής υπεροχής των δυνάμεων που τον ανέλαβαν.
Χρειάστηκε η παρακμή Αγγλία- Γαλλίας, η παρέμβαση ΣΕ, ΕΠΑ (που στην περίπτωση πούλησαν τους «συμμάχους» τους για ίδιον όφελος), ένας πόλεμος 1956 για να περάσει η διώρυγα στον έλεγχο της Αιγύπτου, να μπλοκαριστεί από τον πόλεμο των «6 ημερών» (1967) και με την στροφή του ’73 (πάλι μετά από πόλεμο) να περάσει στην «υψηλή εποπτεία» των ΕΠΑ.
Ως προς την διώρυγα του Παναμά που η σύμβασή της λήγει (αν είμαστε ακριβείς το 1999) οι ΕΠΑ «ανακάλυψαν» πως ο δικτάτορας του Παναμά συμμετέχει στο εμπόριο ναρκωτικών. Πράγματι έτσι ήταν, μόνο που οι ΕΠΑ όχι μόνο το γνώριζαν από παλιά (ήταν και πράκτορας της CIA) αλλά ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο τον είχαν εγκαταστήσει, για να τον κρατάν στο χέρι και να ‘χουν κι ένα διαθέσιμο πρόσχημα επέμβασης «να τους βρίσκεται». Αυτής ακριβώς της επέμβασης που πραγματοποίησαν -εν όψη της λήξης της σύμβασης- το 1989, δολοφονώντας χιλιάδες παναμέζους, για να θέσουν τις σιδερένιες και ματωβαμένες βάσεις της όποιας «αναθεώρησης» της σύμβασης.
Έτσι ή αλλιώς πάντως στις συνθήκες και τους συσχετισμούς που έχουν διαμορφωθεί στην εποχή μας (όσο κι αν ανατράπηκαν το ‘89-’91) «συμβάσεις» εκατονταετίας μάλλον είναι δύσκολο να γίνουν. Εξάλλου η κύρια τάση είναι για επενδύσεις άμεσης μεγάλης και ασφαλούς απόδοσης. Ότι γίνει -όλο και κάποιες «τίγρεις»θα χρειαστούν- σε τέτοια βάση θα γίνει. Ή αλλιώς, αν λ.χ. στην ΕΟΚ προβλέπεται «ενοποίηση» δυο και τριών ταχυτήτων, στην «παγκοσμιοποίηση» οι ταχύτητες ήταν και συνεχίσουν να είναι πολύ περισσότερες.
Μπορούμε να πούμε ότι με βάση τις τάσεις που το κινούν, τις αντιθέσεις, εκφάνσεις και αντινομίες που το χαρακτηρίζουν, το καπιταλιστικό σύστημα έχει οδηγηθεί σε σειρά αδιεξόδων.
«Επιμένοντας» (αδυνατώντας να λειτουργήσει διαφορετικά) να αναζητεί την διέξοδο στους ίδιους δρόμους, αυτό που κατορθώνει είναι η ανακύκλωση αυτών των αδιεξόδων. Συνέπεια μιας τέτοιας κατάστασης η όλο και πιο έντονη πολιτικοποίηση έως και στρατιωτικοποίηση του οικονομικού ζητήματος με όλα όσα μια τέτοια εξέλιξη συνεπάγεται.
Η «άλλη» απάντηση αποτελεί συνάρτηση αντίρροπων και μόνο δυνάμεων (το πώς και πότε άλλο ζήτημα) που ήδη αναπτύσσονται. Ή αλλιώς, δεν βρίσκεται στις λειτουργίες του συστήματος και τις τάσεις που το κινούν, αλλά (αν μπορούσαμε να το πούμε έτσι) στις «αντιλειτουργίες», στις αντίρροπες τάσεις που προκαλεί η δράση του.
Η πραγματική και ολοκληρωμένη διέξοδος, βρίσκεται έξω απ’ αυτό και ενάντιά του. Βρίσκεται στην ανατροπή του, βρίσκεται στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Μα αυτός «απέτυχε»! Έτσι δε λεν; Ε, ναι λοιπόν, σ’ αυτόν που «απέτυχε». Γιατί η διέξοδος βρίσκεται σε μια κοινωνία που δεν θα ‘χει σαν κινητήρια δύναμή της την οικονομική της δραστηριότητα, την επιδίωξη του μέγιστου κέρδους, αλλά την αναγκαιότητα ανταπόκρισης στις όλο και διευρυνόμενες ανθρώπινες ανάγκες.
Που δεν θα στηρίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά θα ‘χει σαν κέντρο των αξιών της τον άνθρωπο.
Όσο για το τι πέτυχε και τι δεν πέτυχε ο σοσιαλισμός και τι μας άφησε σαν παρακαταθήκη, θα αναφερθούμε και αλλού.