Οι αποφάσεις του Eurogroup της Πέμπτης 6/11 θέτουν με άμεσο και επιτακτικό τρόπο τις επιλογές που έχει η κυβέρνηση να… διαλέξει. Η μία είναι η συνέχιση του γνωστού μνημονιακού προγράμματος τουλάχιστον για ένα χρόνο, με τις συνεχείς αξιολογήσεις και την άμεση επιτήρηση της τρόικα. Η άλλη επιλογή είναι αυτή της «ενισχυμένης πιστωτικής γραμμής» με ένα ολόκληρο αντεργατικό-αντιλαϊκό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να διαμορφωθεί άμεσα και να υπάρξουν οι αντίστοιχες δεσμεύσεις για να «αξιολογηθεί» από την τρόικα, όποτε έρθει στην Αθήνα, και να επικυρωθεί μία νέα συμφωνία μέχρι τις 8/12 που θα γίνει το τελευταίο Eurogroup της χρονιάς. Το πλαίσιο της συμφωνίας που «διαπραγματεύεται» η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου για την «επόμενη μέρα» ορίζεται από τα μέτρα που απαιτούνται από τους ιμπεριαλιστές-δανειστές τόσο για το ισχύον πρόγραμμα όσο και για την «έξοδο» από αυτό. Κάλυψη του δημοσιονομικού κενού που το εκτιμούν στα 2,6 δις για το 2015, άρση του περιορισμού των πλειστηριασμών για την πρώτη κατοικία, κατάργηση εξαιρέσεων χαμηλών συντελεστών στον ΦΠΑ, αλλαγή στις ρυθμίσεις οφειλών και δανείων, μείωση επιδομάτων και άλλων δαπανών της δημόσιας διοίκησης, ενιαίο μισθολόγιο για τους δημόσιους υπαλλήλους, ομαδικές απολύσεις και νέος συνδικαλιστικός νόμος, άνοιγμα και δεσμεύσεις για το ασφαλιστικό, άμεσο προχώρημα των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιαίτερα για λιμάνια Πειραιά – Θεσσαλονίκης, ΟΣΕ, περιφερειακά αεροδρόμια, υπόλοιπο ΟΤΕ και απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου.
Αυτό το αντεργατικό-αντιλαϊκό πλαίσιο αποτελεί τον «οδικό χάρτη» για την «έξοδο από το μνημόνιο», όπως καθημερινά προπαγανδίζουν η κυβέρνηση και τα φερέφωνα του συστήματος. Από την ανάγνωση μόνο των απαιτήσεων γίνεται κατανοητό ότι η «επόμενη μέρα» θα σημάνει νέα δεινά για τους εργαζόμενους και τον λαό σε όλα τα επίπεδα, από την δουλειά μέχρι την ασφάλιση και από τις συνδικαλιστικές κατακτήσεις μέχρι τη νέα φοροεπιδρομή, από το ξεπούλημα υποδομών-φιλέτων μέχρι το πέταγμα εργαζόμενων από τα σπίτια τους. Στις αποκαλύψεις για το περιεχόμενο των νέων μέτρων που απαιτούνται για την «επιστροφή στην κανονικότητα», η κυβέρνηση, μέσω Βούλτεψη, απαντάει ότι αποτελεί «συνήθη διαδικασία της διαπραγμάτευσης» και ότι στο τέλος θα υπάρξει συμφωνία, το ίδιο επιβεβαιώνει και ο Βενιζέλος μετά την συνάντησή του με τον Σαμαρά. Εμείς από την μεριά μας δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι θα κλείσει μία νέα αντεργατική-αντιλαϊκή συμφωνία με τους ιμπεριαλιστές-δανειστές και κάτω από τους όρους που αυτοί θα επιβάλλουν. Ο κύκλος της επίθεσης όχι μόνο δεν πρόκειται να κλείσει αλλά θα συνεχιστεί σε ακόμα πιο έντονους ρυθμούς, σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος.
Όπως δήλωσε και ο πρόεδρος του Eurogroup, Ντάισενμπλουμ, «αυτό το πακέτο, της ενισχυμένης πιστωτικής γραμμής, ή το παίρνεις ή το αφήνεις» δίνοντας ένα σαφές μήνυμα στην κυβέρνηση και όχι μόνο σε αυτή για τα όρια της «εξόδου» από μνημόνια και επιτήρηση. Η απόφαση του Eurogroup δεν έχει καλύψει όλα τα ζητήματα όπως για παράδειγμα τον νέο ρόλο του ΔΝΤ τόσο στην συμφωνία για την Ελλάδα αλλά και για την γενικότερη παρουσία του στην Ευρώπη. Η θέση του «τεχνικού συμβούλου» που επιθυμούν τόσο η Γερμανία όσο και η κυβέρνηση Σαμαρά δεν μπορεί από τα πράγματα να ισχύσει, καθώς το ίδιο το ΔΝΤ συνδέει άμεσα την παραμονή του και την εποπτεία με τον ρόλο του χρηματοδότη. Το ζήτημα αυτό μαζί με το την όποια συμφωνία για το χρέος δεν αποτελεί τεχνικό θέμα και ούτε θα περιοριστεί στα στενά ελληνικά πλαίσια. Θα αποτελέσει, ήδη αποτελεί, ζήτημα που θα διευθετηθεί συνολικά για την Ευρώπη και ο όποιος συμβιβασμός θα είναι αποτέλεσμα της φάσης του ανταγωνισμού ΗΠΑ και Ευρωπαίων και κυρίως των Γερμανών. Από την άποψη αυτή, ούτε επείγονται να δώσουν συνολικές λύσεις, ούτε είναι στην προτεραιότητά τους κάτι τέτοιο με βάση τις συνολικότερες εξελίξεις στα μέτωπα Ουκρανίας, Ιράκ, Συρίας κ.α.
Η επιδίωξη της κυβέρνησης Σαμαρά να αποδεσμευτεί από τον μνημονιακό «κορσέ» της άμεσης επιτήρησης, να εξασφαλίσει ένα «συναινετικό διαζύγιο» με το ΔΝΤ και να γίνει αποδεκτή μία χαλάρωση του ρυθμού υλοποίησης των αντιλαϊκών μέτρων δεν βρίσκει την «πολιτική κατανόηση» των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Το στρίμωγμα της κυβέρνησης Σαμαρά από τους Ευρωπαίους δεν αποτελεί μία «ανθελληνική» στάση αλλά μία γενική γραμμή των κυρίαρχων δυνάμεων του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού απέναντι στα κρίσιμα ζητήματα στο εσωτερικό της ΕΕ και της ευρωζώνης, σε μία περίοδο όπου η κρίση ανακυκλώνεται και ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός φτάνει σε σημεία παροξυσμού. Μάλιστα, στα πλαίσια της ΕΕ, ο ανταγωνισμός κλιμακώνεται όπως αποδεικνύει και η επίθεση Κάμερον στον Μπαρόζο για τα επιπλέον 2 δις που πρέπει να καταβάλλει η Βρετανία αλλά και με τις αποκαλύψεις για την μετατροπή του Λουξεμβούργου σε φορολογικό παράδεισο για το παγκόσμιο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Η απαίτηση για παραίτηση του Γιούνκερ δεν ξέρουμε αν θα «ευοδωθεί», το σίγουρο είναι ότι ο νέος πρόεδρος της Κομισιόν θα πρέπει να αμβλύνει πολύ τις όποιες αντιθέσεις του με Λονδίνο και Βερολίνο. Η «απάντηση» από την μεριά των ιμπεριαλιστών της ΕΕ δεν είναι άλλη από την κλιμάκωση της επίθεσης στα δικαιώματα και τις καταχτήσεις των εργαζόμενων από την μία και την πλήρη συμμόρφωση στο σύμφωνο σταθερότητας για όλα τα κράτη. Βέβαια, η πλήρης συμμόρφωση γίνεται «λάστιχο» όταν αφορά ιμπεριαλιστικές χώρες σαν την Γαλλία και την Ιταλία αλλά για τις εξαρτημένες όπως η Ελλάδα αποτελεί «σιδηρούν κανόνα».
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για «κατανόηση» και «επιείκεια» από τους ιμπεριαλιστές ακόμα και σε ξεσκολισμένους υποτακτικούς τους όπως η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Ούτε τα «πλεονάσματα» που προέκυψαν από το ξεζούμισμα των εργαζόμενων και όλου του λαού, ούτε τα «επιτυχημένα» stress test των τραπεζών μπορούν να εξευμενίσουν το τέρας του χρηματιστικού κεφαλαίου που διψάει και για άλλο αίμα. Κάθε φορά που η κυβέρνηση Σαμαρά πανηγυρίζει για μία «επιτυχία» της, η «απόδοση» των ελληνικών ομολόγων ανεβαίνει, κάνοντας αδύνατη την «έξοδο στις αγορές» και το ντόπιο χρηματιστήριο γκρεμίζεται από την «κατοχύρωση κερδών» των ξένων επενδυτών. Η κυβέρνηση έχοντας σταθερό τον αντεργατικό-αντιλαϊκό προσανατολισμό της, προσπαθεί να κερδίσει χρόνο και για να δικαιολογήσει την κατάσταση, επικαλείται συνέχεια το «ασταθές πολιτικό περιβάλλον» της χώρας από την στάση του ΣΥΡΙΖΑ και την επιμονή του για προσφυγή στις κάλπες, με αφορμή την εκλογή προέδρου της δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, μαζί με πολλά κέντρα του συστήματος, πιέζει για συναίνεση μπροστά στις κρίσιμες εξελίξεις τόσο στις σχέσεις με τους δανειστές όσο και στα «εθνικά ζητήματα» των οποίων η επικινδυνότητα κλιμακώνεται. Για συναίνεση πιέζουν και οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές, αναγνωρίζοντας και αυτοί την ρευστή πολιτική κατάσταση ενώ ταυτόχρονα επιδιώκουν να δεσμεύσουν από σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ και να του κάνουν «κατανοητά» και τα δικά του όρια «διαπραγμάτευσης». Το παράδοξο της υπόθεσης του «ασταθούς περιβάλλοντος» είναι ότι την ίδια περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιεί την πιο ρεαλιστική του προσαρμογή στις απαιτήσεις κεφαλαίου-ιμπεριαλιστών, προσβλέποντας και αυτός «επιείκεια» για την δική του «επόμενη μέρα».
Αλήθεια πόσο «ασταθές» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτό το πολιτικό περιβάλλον για το κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστές, με την επίθεση να κλιμακώνεται, τα κυρίαρχα κόμματα να κινούνται στις κατευθύνσεις που υπαγορεύουν και τον λαό στην γωνία των εξελίξεων να δέχεται συνεχή χτυπήματα από τις δυνάμεις του συστήματος; Από την άλλη, δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε τους βασικούς «ασταθείς παράγοντες» που είναι οι πραγματικές επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών στην περιοχή και οι δεσμεύσεις που απαιτούν από τις πολιτικές δυνάμεις και την ντόπια αστική τάξη, καθώς και τον πιο «ασταθή παράγοντα» που, για τις δυνάμεις του συστήματος, παραμένει να είναι ο εργαζόμενος λαός και οι αντιδράσεις του ενάντια στην σύγχρονη βαρβαρότητα με την οποία είναι αντιμέτωπος. Το πρόβλημα της «πολιτικής αστάθειας» για τους ιμπεριαλιστές είναι ακριβώς αυτό και εκεί επικεντρώνουν την στρατηγική τους.
Για τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να κάνουν τους φόβους των ντόπιων και ξένων δυνάμεων του συστήματος μία αγωνιστική πραγματικότητα διεκδίκησης και πάλης απέναντι στον εφιάλτη της νέας επίθεσης. Να μην αποδεχθούν λαός και νεολαία τον ρεαλισμό μιας παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου και να μπουν στο προσκήνιο των εξελίξεων. Η «επόμενη μέρα» που σχεδιάζουν τα κέντρα του συστήματος να βρει από σήμερα μαζική αντίσταση.