Γαλλία
Στη χώρα αυτή συσσωρεύεται ένα εκρηκτικό μίγμα για πολλούς και συγκεκριμένους λόγους.
• Πρέπει να βρίσκεται σε εξέλιξη μια όλο και πιο ενεργή αμερικάνικη ανάμιξη και επεμβατικότητα, της οποίας το δρόμο έχουν ανοίξει συγκεκριμένα διλήμματα και αντιφάσεις που βιώνει η άρχουσα τάξη της Γαλλίας, ιδιαίτερα μετά την εποχή της διάστασης που εμφάνισε με ΗΠΑ-Αγγλία σ’ όλο το διάστημα που εκδηλώθηκε και πραγματοποιήθηκε η επέμβαση στο Ιράκ.
• Η πολιτική της άρχουσας τάξης της χώρας αυτής τείνει να εξελιχθεί σε πληγή για την πορεία της ΕΕ, άλλοτε σπρώχνοντας τους ρυθμούς της «Ενωμένης Ευρώπης» και άλλοτε ζητώντας επιβράδυνση.
Είναι η βασική υπεύθυνη για το πλήγμα που δέχτηκε το εγχείρημα της ΕΕ μέσα από την απόρριψη του ευρωσυντάγματος στο δημοψήφισμα που οργάνωσε.
Η πολιτική αυτής της άρχουσας τάξης, μπορούμε να πούμε με σχετική ασφάλεια απ’ το δείγμα πια που έχουμε, δυσχεραίνεται να συνταιριάζει τις ιδιαίτερες φιλοδοξίες της με την πορεία της ΕΕ, και για ιστορικούς λόγους αλλά και συγκεκριμένους που αφορούν το ζωντανό παρόν και το διαγραφόμενο μέλλον.
• Στη βάση αυτή, άλλωστε, της έχει προκύψει και το μεγάλο αγκάθι των σχέσεών της με τις ΗΠΑ. Σε σημείο που να προκαλεί «έκπληξη» αυτό που αρχίζει να διαφαίνεται έστω «αχνά», η τάση, δηλαδή, τμημάτων της άρχουσας τάξης, που αρχίζει να παίρνει και πολιτική έκφραση, για ιδιαίτερη και προνομιακή σχέση της με τις ΗΠΑ, έξω από «συλλογικές» και «θεσμικές» κατοχυρωμένες ευρωπαϊκές διαδρομές και μορφώματα.
• Στη βάση αυτή, επίσης, έχουν προκύψει το τελευταίο διάστημα σοβαρές και φανερές τριβές με τη γερμανική άρχουσα τάξη, η οποία απ’ την πλευρά της επέδειξε δυναμισμό, ωριμότητα, αποφασιστικότητα μπροστά στις δικές της εσωτερικές και διεθνείς δυσκολίες.
• Μη μας διαφεύγει επίσης το γεγονός ότι η Γαλλία έχει πληγεί ιδιαίτερα έντονα απ’ την κρίση του συστήματος. Μια κρίση που -πέρα απ’ τις γενικές και κοινές για όλους τους ιμπεριαλιστές της Ευρώπης επιπτώσεις- έχει μεταφερθεί στη χώρα αυτή μέσα από ειδικές διαδρομές τις προηγούμενες δεκαετίες. Έκφραση των πληγμάτων που από πολύ νωρίς άρχισε να δέχεται ως παραδοσιακή αποικιοκρατική δύναμη η οποία σταδιακά έχανε ερείσματα σε διάφορα σημεία του πλανήτη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κάτω απ’ το βάρος της ραγδαίας ενίσχυσης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ως έκφραση, δηλαδή, των συνεπειών του ότι η χώρα αυτή με έναν ιδιόμορφο τρόπο δεν συγκαταλέγονταν ούτε στους νικητές ούτε στους ηττημένους του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου.
• Η Γαλλία ανέκαθεν βρισκόταν υπό την πίεση της διεύρυνσης της ηγεμονίας των ΗΠΑ στην Ευρώπη που την έπληττε και της προσπάθειάς της, που φάνηκε ακόμη απ’ τα χρόνια του Ντε Γκολ, να μην ψαλιδίσει τις ιμπεριαλιστικές της φιλοδοξίες.
• Δεν ήταν «μόνο» η άρχουσα τάξη της Αγγλίας που από αρκετά νωρίς, αμέσως μετά το ’73, προχώρησε σε επιθετικές κινήσεις μεγάλης κλίμακας ενάντια στην εργατική τάξη, στο εσωτερικό πεδίο κυριαρχίας της, αφού στο εξωτερικό τα πράγματα δεν βάδιζαν ρόδινα. Ανάλογες διαδρομές υποχρεώθηκε να βαδίσει και η γαλλική άρχουσα τάξη, η οποία πάμπολλες φορές «πρωτοπόρησε» σε κινήσεις βάρβαρης μετακύλισης της κρίσης στις πλάτες των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση και τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Δεν έφταναν (όσα έφταναν) τυχαία τα νέα όλες τις προηγούμενες δεκαετίες εξεγέρσεων και εκρήξεων, στις οποίες άλλοτε πρωτοστατούσαν αγρότες, άλλοτε νεολαίοι, άλλοτε εργάτες και τελευταία οι γόνοι μεταναστών.
Ακόμα και σε εποχές που το λεγόμενο «ευρωπαϊκό πρότυπο κοινωνικής πρόνοιας» φάνταζε ισχυρό! που σε τίποτε δεν προϊδέαζαν για το τι θ’ ακολουθήσει.
• Όντως η Γαλλία πολλές φορές έγινε ο «δοκιμαστικός σωλήνας» στον οποίο δοκιμάστηκαν οι αντοχές της άρχουσας τάξης αλλά και του λαού. Όντως η Γαλλία έγινε πολλές φορές το εργαστήριο δοκιμών για το πώς θα υλοποιούνταν αλλά και θα μονιμοποιούνταν η επίθεση του κεφαλαίου, και δεν αναφερόμαστε μόνο στα όσα συνόδευσαν την παγίδα του 35ωρου, στην οποία η ρεφορμιστές και σοσιαλδημοκράτες καλοθελητές τόσο πρόθυμα έσπρωξαν τους εργαζόμενους επιδιώκοντας να σύρουν σ’ αυτή και άλλους ευρωπαίους εργαζόμενους.
Συμπερασματικά, λοιπόν, η Γαλλία θα συνεχίσει να είναι ένα απ’ τα βασικά κέντρα, όπου δίπλα στις κατεστημένες πολιτικές του κεφαλαίου και στις «κοινές» αντιμετωπίσεις των προβλημάτων που βιώνουν οι ιμπεριαλιστές της Ευρώπης, θα ξεπηδούν εκπλήξεις και ανορθογραφίες που μπορεί και να λειτουργούν σαν ντόμινο και να μεταφέρουν αφ’ ενός τριγμούς, καθυστερήσεις και διχασμούς στην όλη προσπάθεια της «Ενωμένης Ευρώπης» αλλά και μηνύματα ελπιδοφόρα, όπως τα τελευταία που σηματοδότησε η εξέγερση αλλά και η υποχώρηση του μπλοκ των αστικών δυνάμεων.
Οι αντιθέσεις που εμφανίστηκαν πρόσφατα στο πλαίσιο της ΕΕ με φόντο και το ενεργειακό είναι αρκετά ενδεικτικές της φάσης που έχουμε μπει.
Για μια ακόμη φορά, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, η άρχουσα τάξη της Γαλλίας τα έκανε, κατά κάποιο τρόπο, θάλασσα κάτω απ’ το βάρος των πολλαπλών πιέσεων που δέχεται. Και στις οποίες, ιδιαίτερα φανερά, προστέθηκε η πίεση του λαϊκού κινήματος. Γι’ αυτό και δεν χωράει αμφιβολία ότι η όλη ιστορία που εξελίσσεται τον τελευταίο χρόνο, αρχής γενομένης απ’ το δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα, για να συνεχιστεί με την εξέγερση των προαστίων και τις νεολαιίστικες και εργατικές αντιστάσεις, θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στους εσωτερικούς συσχετισμούς και ισορροπίες της άρχουσας τάξης της χώρας αυτής. Επιπτώσεις που θα αγγίζουν και θα εκφραστούν και στις σχέσεις της με τους άλλους ιμπεριαλιστές, τόσο της ΕΕ όσο και των ΗΠΑ.
Οι προβλέψεις, βέβαια, δεν είναι εύκολες, ούτε δικαιούμαστε, με δοσμένη την απόσταση που έχουμε απ’ αυτή τη χώρα, να κάνουμε τους προπέτες και να βιαζόμαστε να προκαθορίσουμε τις εξελίξεις. Σαφώς και παρακολουθούμε με ενδιαφέρον και προβληματιζόμαστε για μια σειρά πράγματα που πληροφορούμαστε, όπως τα πληροφορούμαστε.
Τι σημαίνει, λοιπόν, και τι βάθος έχει η στάση της Γαλλίας σε σχέση με την αμερικάνικη επιθετικότητα στο Ιράν; Πώς και ποιοι θα πληρώσουν το μάρμαρο απ’ την υποχώρηση της κυβέρνησης Βιλπέν μπροστά στην πίεση του κινήματος; Πόσο αυτή η υποχώρηση θα αγγίξει τον Σιράκ και πόσο αέρα θα δώσει στον Σαρκοζί; Τι καινούρια βαρίδια θα προσθέσουν οι εξελίξεις στη Γαλλία στο άρμα της ΕΕ αλλά και ποιες διέξοδοι και πόσο κοινές θα προκριθούν σε συνδυασμό με τη Γερμανία μπροστά στην πολυπλοκότητα των διεθνών εξελίξεων;
Τηρουμένων των αναλογιών και με σεβασμό στις ιδιομορφίες και διαφορές του παραδείγματος της Γαλλίας, αυτό που κρατούμε είναι ότι η γραμμή της μαζικής αντίστασης, όταν επικεντρώνεται σε αιτήματα αιχμής που τυγχάνουν ευρείας λαϊκής στήριξης και συμμετοχής, μπορεί να δώσει διέξοδο και προοπτική στη λαϊκή πάλη. Λαϊκή πάλη που, όταν αποφασίσει να «αμυνθεί» σθεναρά, χωρίς αναβολές και χωρίς να πέφτει στις παγίδες του αποπροσανατολισμού, μπορεί να συγκροτήσει ένα ιδιαίτερα «επιθετικό» κίνημα ανατροπής της επίθεσης και διαμόρφωσης ευνοϊκότερων συσχετισμών.
Φάνηκε, για μια ακόμη φορά, ότι η σθεναρή «άμυνα» είναι σε θέση να αποδιοργανώσει τον αντίπαλο και να βάλει γερές τις βάσεις ώστε να διευρυνθούν οι απαιτήσεις και οι ορίζοντες της ταξικής πάλης.
Αυτό που μένει να διαπιστώσουμε είναι κατά πόσον οι πρόσφατες εξελίξεις στη Γαλλία και η, έστω προσωρινή, νίκη στα σημεία του κινήματος αντίστασης στη χώρα αυτή άφησαν γερό αποτύπωμα και συνέβαλλαν στη χειραφέτηση των λαϊκών μαζών απ’ την αστική και ρεφορμιστική πολιτική με όποια μορφή και εκδοχή και αν παρουσιάζονται. Κατά πόσον θα είναι στο άμεσο μέλλον πιο εφικτή η σύζευξη των προαστίων με τη νεολαιίστικη και εργατική διαμαρτυρία, η οποία θα έδινε καινούρια διάσταση και δυναμική στο κίνημα.
Κεφάλαιο τεράστιο που δεν περιορίζεται μόνο στα της Γαλλίας, αλλά αγγίζει όλα τα κινήματα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε όλα τα σημεία του πλανήτη. Με τη βεβαιότητα ότι οι σκηνές που ξετυλίχτηκαν στη Γαλλία δεν είναι καθόλου στιγμές από «ντοκιμαντέρ» παλιότερων εποχών, αλλά κυρίως «σκηνές από ταινίες προσεχώς» (έτσι για να δώσουμε και μια κινηματογραφική διάσταση στο ερώτημα που απασχολεί για τη σχέση των εξελίξεων στη Γαλλία με το κίνημα του Μάη του ’68).
Μια ακόμη «ιδιαιτερότητα» και «ανορθογραφία» σε σχέση με τις παραδοσιακές και κλασικές μορφές διαχείρισης της άρχουσας τάξης στην Ευρώπη ήταν και το διάστημα κυριαρχίας του Μπερλουσκόνι στη γειτονική μας Ιταλία.
Η εμφάνιση Μπερλουσκόνι στο πολιτικό προσκήνιο και όσα αυτός εξέφραζε ήταν μια «στρέβλωση» που πρόκυψε απ’ τα αδιέξοδα αφ’ ενός της άρχουσας τάξης μπροστά στην κρίση της και αφ’ ετέρου απ’ την ενεργή ανάμιξη των ΗΠΑ στα πολιτικά πράγματα της Ιταλίας.
Αιφνιδιασμένα και αμήχανα απ’ την τροπή που πήρε η επιχείρηση «καθαρά χέρια», τα τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου στη γειτονική χώρα, σε συνδυασμό με την απήχηση που είχε, σε λαϊκά στρώματα κυρίως του Νότου, το φαινόμενο Μπερλουσκόνι, αναγκάστηκαν να του εμπιστευτούν την εξουσία. Τα τμήματα της άρχουσας τάξης που, έστω με βαριά καρδιά, σύρθηκαν στη λύση Μπερλουσκόνι πλήρωναν επίσης, εκτός των άλλων, το σύρσιμό τους πίσω απ’ την αμερικάνικη επιθετικότητα στα Βαλκάνια και τη Γιουγκοσλαβία, αλλά και την όξυνση των αντιθέσεων Βορά – Νότου που συνεχίζει να διαιωνίζεται στην Ιταλία.
Αυτό που αξίζει να σταθούμε είναι η αντοχή του Μπερλουσκόνι, που παρατηρήθηκε και μέσα απ’ τις τελευταίες εκλογές, όταν μάλιστα στην Ιταλία είχαν συσπειρωθεί εναντίον του και αποφασίσει να τον τελειώνουν, τόσοι και τόσοι. Η ιταλική δεξιά, έστω και με σοβαρές εσωτερικές τριβές και κρίση, έστω και με σημαντικά τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου να μην την εμπιστεύονται, χρησιμοποιώντας όλα τα όπλα που είχε στα χέρια της, αξιοποιώντας όλες τις βοήθειες της φασιστικής άκρας δεξιάς και την «ουδετερότητα» του Βατικανού, άντεξε και έδειξε ότι το διάλειμμα Μπερλουσκόνι δεν είναι τόσο διάλειμμα.
Ανέδειξε και μια ακόμη πλευρά που αφορά άμεσα στην πορεία και προοπτική χειραφέτησης του λαϊκού κινήματος και της εργατικής τάξης στη χώρα αυτή και όχι μόνο: Το πόσο αφερέγγυα και αναξιόπιστη είναι η σοσιαλδημοκρατία και η λεγόμενη Αριστερά –και όχι μόνο- στην Ιταλία. Ειδικά όμως στην Ιταλία, για λόγους που συνδέονται με τη διαδρομή της Αριστεράς στη χώρα αυτή, η χρεοκοπία της Αριστεράς στις διάφορες εκφράσεις και εκφάνσεις της είναι πράγματι εντυπωσιακή. Και πώς να μην είναι, άλλωστε, όταν εδώ και δεκαετίες έχει συνδέσει την τύχη της και την ύπαρξή της με την πολιτική διαφόρων τμημάτων της άρχουσας τάξης, με τον περίφημο κυβερνητισμό, που λένε.
Για να έχουμε μάλιστα ένα μέτρο του βάθους της αναξιοπιστίας και της αφερεγγυότητας της λεγόμενης Αριστεράς στη γειτονική χώρα, δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε τις συνέπειες και τις επιπτώσεις του «στιγμιαίου», έστω, «αδικήματος» της ελληνικής Αριστεράς που το ’89-’90 ερωτοτρόπησε με το λεγόμενο κυβερνητισμό. Πόσο το πλήρωσε και το πληρώνει. Φανταστείτε λοιπόν, τηρουμένων των αναλογιών, πώς έχουν τα πράγματα στη γειτονική χώρα, που η εκεί λεγόμενη Αριστερά έχει μετατραπεί σε σχεδόν καθεστωτική δύναμη, μετατρεπόμενη σε μόνιμη ουρά της σοσιαλδημοκρατίας.
Δεν θα συμφωνήσουμε, ωστόσο, με μια ευκολία που θέλει να ενθουσιάζεται με τα θετικά παραδείγματα τύπου Γαλλίας και να ξορκίζει τα αρνητικά τύπου Ιταλίας. Αν εξετάσουμε τα πράγματα απ’ τη σκοπιά του λαϊκού κινήματος θα δούμε ότι τα όσα μπαίνουν μπροστά στους λαούς και την εργατική τάξη είναι ουσιαστικά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Θα είναι λάθος να μπούμε στη λογική άλλους λαούς να τους εκθειάζουμε και άλλους να τους απαξιώνουμε. Όλοι οι λαοί, τηρουμένων των αναλογιών, και με βάση τις τοπικές ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες, έχουν να επιδείξουν μέσα στις ιστορικές τους διαδρομές μεγάλες στιγμές, αλλά και στιγμές που δείλιασαν και έκαναν πίσω. Έχουν να επιδείξουν νίκες αλλά και να χρεωθούν ήττες. Πρόσφατα μάλιστα, όπως π.χ. στη Γένοβα, ο ιταλικός λαός φανέρωσε ένα μικρό μέρος απ’ τις δυνατότητές του.
Αυτό που πρέπει να δούμε πίσω απ’ τις γραμμές είναι το κοινό στοίχημα που μπαίνει για όλους τους λαούς και που δεν είναι άλλο απ’ το να χειραφετηθούν απ’ την αστική τάξη και τον ρεφορμισμό και να αναγεννήσουν τη δική τους προοπτική. Και σαν αφετηρία, θα λέγαμε, για όλους τους λαούς, το πρώτο στοίχημα που μπαίνει είναι να οργανώσουν την αντιιμπεριαλιστική – αντικαπιταλιστική τους αντίσταση. Μόνο πάνω στο έδαφος αυτών των αντιστάσεων μπορούν να ξαναφυτρώσουν και να ξεπηδήσουν οι σύγχρονες διέξοδοι ανατροπής και οικοδόμησης μιας άλλης κοινωνίας.
Το ενθαρρυντικό είναι ότι και στην Ευρώπη, ακόμα και στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, οι αντιστάσεις όχι μόνο τείνουν να μονιμοποιηθούν αλλά και να έχουν επιτυχίες, να έχουν νίκες. Η πολιτική αναβάθμιση αυτών των αντιστάσεων και η μορφοποίησή τους σε κίνημα με συνέχεια και προοπτική είναι το κοινό ζητούμενο που μπαίνει μπροστά στους επαναστάτες και τους πρωτοπόρους, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στα Βαλκάνια, και στη Μ. Ανατολή, και παντού στον κόσμο.
Μια τελευταία επισήμανση έχει να κάνει με έναν περιορισμό που έθεσε η θεματική μας συζήτηση, της οποίας το περιεχόμενο άφησε απ’ έξω τις εξελίξεις στη Γερμανία, ιδιαίτερα μετά τις γερμανικές εκλογές και τη συγκυβέρνηση συντηρητικής δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας που πρόκυψε στη χώρα αυτή. Κατά τη γνώμη μας, καμία ολοκληρωμένη και ουσιαστική συζήτηση δεν μπορεί να γίνει για το μέλλον και την πορεία της ιμπεριαλιστικής Ευρώπης αφήνοντας απ’ έξω τις επιλογές και τις πολιτικές της γερμανικής άρχουσας τάξης. Η οποία, μάλιστα, δείχνει να πορεύεται, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες εξελίξεις γύρω απ’ το ενεργειακό, με έναν ιδιαίτερο δυναμισμό, με μια ιδιαίτερη αποφασιστικότητα που, αναμφίβολα, τροποποιεί τις σχέσεις της με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης, αλλά και τις ΗΠΑ.
Μια γερμανική άρχουσα τάξη που δείχνει τις φιλοδοξίες της και τους γρήγορους ρυθμούς με τους οποίους θέλει να πορευτεί και που σίγουρα θα τροποποιήσει τις πολιτικές της ΕΕ. Και πιο σίγουρα ακόμα θα διευρύνει την επίθεσή της απέναντι στο λαό της Γερμανίας αλλά και στις χώρες που με έναν ιδιαίτερο τρόπο η γερμανική άρχουσα τάξη φιλοδοξούσε να συμπεριλάβει στην ιδιαίτερη ζώνη κυριαρχίας της.
Μ’ αυτή την επισήμανση κλείνουμε και αναμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ανυπομονησία τις παρατηρήσεις των υπόλοιπων συνομιλητών, που αφορούν ιδιαίτερα το μεγάλης βαρύτητας ζήτημα της διαμόρφωσης όρων συγχώνευσης της πάλης όλων των τμημάτων της εργατικής τάξης «ιθαγενών» και μεταναστών.
Ζήτημα που έχει προκύψει την τελευταία δεκαετία και την Ελλάδα και την απασχολεί σοβαρά στα πλαίσια της ανάγκης που τίθεται, της συγκρότησης, δηλαδή, της εργατικής τάξης σαν τάξης για τον εαυτό της.